ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με την μετωπική σύγκρουση του αντιπροέδρου της ΝΔ Κ. Χατζηδάκη με τον υπουργό Οικονομικών Ευ.
Τσακαλώτο,
κορυφώθηκε η συζήτηση των προαπαιτούμενων μέτρων στην Βουλή. Ο κ. Χατζηδάκης
χαρακτήρισε ανεπαρκείς τις διαβεβαιώσεις του κ. Τσακαλώτου ότι όσο ο ίδιος
είναι υπουργός δεν θα υπάρξουν αποκρατικοποιήσεις μέσω του υπερταμείου, με τον
υπουργό Οικονομικών να τον προακαλεί να ξεκαθαρίσει τη θέση της ΝΔ σχετικά με
την ενέργεια και το νερό. Ο Ευ. Τσακαλώτος μιλά για αναδιάρθρωση των ΔΕΚΟ που
εντάσσονται στο υπερταμείο, την αξιοποίησή τους και απομείωση του δημόσιου
χρέους, συντονισμό των ΔΕΚΟ με την
αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης. Ο δε πρωθυπουργός Α. Τσίπρας εξαπολύει
σφοδρή επίθεση στη ΝΔ και
στον Κυριάκο
Μητσοτάκη από το βήμα
της Βουλής στην προ ημερησίας συζήτηση για την Παιδεία κατηγορώντας τον ότι
«θέλει να ξεπουλήσει τον δημόσιο πλούτο»
Και φτάνουμε στο παράδοξο όλα
αυτά τα κόμματα, -Ν. Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ κλπ.- που ψήφισαν το τρίτο
μνημόνιο και κάποια και τα προηγούμενα να αντιπολιτεύονται τους εαυτούς
τους με ένα υπερχειλισμό λόγων, με ψευδείς αναπαραστάσεις των πεπραγμένων τους
θέλοντας να γεννήσουν μια διάθεση αναπτέρωσης στο ακροατήριό τους που δεν
πηγάζει από την ίδια την πραγματικότητα. Η προσπάθειά τους να υπάρξουν ως
αντιπολίτευση επιβάλλει σειρά
σπασμωδικών, αποσπασματικών και πλαστών αντισταθμιστικών ενεργειών που να μην
αποκαλύπτει την ταύτισή τους με την ασκούμενη πολιτική. Την ίδια στιγμή η αποκαλούμενη αριστερή κυβέρνηση του Α. Τσίπρα υλοποιεί τις πολιτικές
που δρομολογήθηκαν εδώ και έξι χρόνια και τις κατήγγειλε ως αντιπολίτευση για
τον ακραίο φιλελευθερισμό και αναλγησία
τους.
Και το ακόμα πιο παράδοξο είναι
ότι ασκείται κριτική στην κυβέρνηση που σκοπίμως θεωρείται έως και κομμουνιστική και η πολιτική της αριστερή, κι
αν αυτή χαρακτηρίζεται τόσο ολέθρια χρεώνεται στην αριστερή ιδεολογία και το ήθος
των προσώπων που καλούνται να την υλοποιήσουν, ενδεικτικό και αντιπροσωπευτικό
του ήθους του κομμουνιστή και γενικά του αριστερού, έννοιες που στο σύγχρονο
πολιτικό λεξιλόγιο ταυτίζονται.
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν έως και
γελοία είναι όμως άκρως επικίνδυνα, γιατί ακριβώς το κυρίαρχο πολιτικό
λεξιλόγιο είναι χαρακτηριστικό της μεταβολής ή και αναστροφής τρεχουσών
σημασιών των εννοιών. Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος, με τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ,
συμπεριλαμβάνει, ταυτίζοντας τες, τις έννοιες αριστερού και κομμουνιστή
νοηματοδοτώντας τες όμως διαφορετικά από το παρελθόν και χάνοντας το ιστορικό
τους νόημα, για να τις ευτελίσει.
Ξεχείλισε ο πολιτικός λόγος σε
όλες τις παρατάξεις από όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης που συμπλέκονται
με όρους όπως ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα και ανταποδοτικότητα. Κι είναι ακριβώς αυτές οι
έννοιες που νοηματοδοτούν την αντίληψη για την προσδιορισιμότητα τόσο της
παραγωγής όσο και των εργασιακών σχέσεων κι επομένως οριοθετούν τον τρόπο που
θα πρέπει να γίνεται η κατανομή των πόρων στην κοινωνία. Είναι αυτές οι έννοιες
–ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα, ανταποδοτικότητα- που ακριβώς καθορίζουν την
υπάρχουσα κατάσταση, για το πώς πρέπει να οργανώνεται η παραγωγική διαδικασία,
κι επομένως τα όρια της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Είναι η έννοια της ανάπτυξης,
αποδεκτή στην πλειοψηφία της κοινωνίας, που σχεδόν καθαγιάζει κάθε πολιτική δράση
ανεξαρτήτως αν αυτή δεν αφορά κοινωνικές ανάγκες, αλλά προσδιορίζεται από τα
κοινωνικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και σχετίζεται με
τη ζήτηση και το ύψος του ποσοστού κέρδους. Γι’ αυτό και ο Ευ. Τσακαλώτος υποστηρίζει πως το υπερταμείο
θα φέρει ανάπτυξη, και ο πρόεδρος
του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ Στέργιος Πιτσιόρλας
επιμένει ότι στη λογική του υπερταμείου «υπάρχει ο δρόμος ….της
ανάπτυξης (των περιουσιακών στοιχείων των ΔΕΚΟ) και της αξιοποίησής τους με πιο
ευέλικτους όρους».
Κανένα από τα κόμματα της αστικής
μας δημοκρατίας δεν ομολογεί ξεκάθαρα ότι
υποστηρίζει ιδιωτικοποίηση της ενέργειας
και ιδιαίτερα του νερού. ¨Όλα όμως περιλαμβάνουν στο λεξιλόγιό τους τον όρο ανταποδοτικότητα
που αναφέρεται στις αρχές εκείνες που διέπουν τη θεμελίωση ατομικών απαιτήσεων
για οποιουδήποτε είδους παροχή ή εξασφάλιση. Η διείσδυση λοιπόν αυτής της
έννοιας γενικά στο πολιτικό λεξιλόγιο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά πως η
οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ατομικής εξασφάλισης των
στοιχειωδών αναγκών όταν δίνεται η υπόσχεση πως θα διατηρηθεί οργανωμένη σε ανταποδοτική βάση ανατρέπει
τελείως την όποια θεμελίωση του κοινωνικού κράτους, καταργεί τις όποιες
κοινωνικές παροχές, αφού γι’ αυτές θα απαιτείται αντάλλαγμα από το κοινωνικό
σύνολο, με το σκεπτικό πως εισπράττεις ό,τι και κατά το ό,τι συμβάλλεις. Γι’
αυτό και θεωρείται αυτονόητη η
εξασφάλιση του κέρδους του ιδιώτη που θα παρέχει το νερό ή το ρεύμα.
Οι λέξεις λοιπόν αυτές
παραπέμπουν, έστω και σιωπηρά, σε απαρέγκλιτες πολιτικές παραδοχές, σύμφωνα με τις
οποίες ακόμα και η επιβίωση του ατόμου είναι ευθύνη του ίδιου, ενώ η κοινωνία,
οργανωμένη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, περιορίζει την ευθύνη της στην
άσκηση της φιλανθρωπίας.
¨Ολοι, και σιωπηλά η αυτοσυστηνόμενη
ως αριστερή κυβέρνηση (γιατί η ίδια κραυγάζει με ένα αριστερό λεξιλόγιο)
αποδέχονται ότι εργασία και επιβίωση συνάπτονται μεταξύ τους στο πλαίσιο του
συστήματος των αναγκαίων ορθολογικών
επιλογών του ατόμου που δρα για να αποκτήσει όσα χρειάζεται και επιθυμεί. Κανένας λοιπόν δεν δικαιούται να επιβιώσει,
παρά μόνο ως αμοιβή της ατομικής συμβολής του στην παραγωγή. Η επιβίωση του
κάθε ατόμου εξαρτάται από τη δυνατότητά του να προάγει τα συμφέροντά του
«εργαζόμενος» με τους όρους που προσδιορίζονται από την ελεύθερη αγορά.
Κι έτσι το αξίωμα της
ανταποδοτικότητας γίνεται απολύτως συμβατό με το κόψιμο των συντάξεων σύμφωνα
με τη λογική του πρωθυπουργού που θριαμβευτικά σχεδόν δήλωνε στη συζήτηση για
το ασφαλιστικό ότι εξασφάλισε τη βασική σύνταξη των 384 ευρώ και το
ανταποδοτικό μέρος που στηρίζεται από καταβληθείσες εισφορές, ενώ βουλευτής Ε.
Αυλωνίτου θεωρούσε άδικο το ΕΚΑΣ που εξισώνει έναν συνταξιούχο μ’ εκείνον που
«έχει ανταποδοτικά οφέλη για 30 χρόνια»