Μια παραλία του νησιού την ώρα που «αποχωρεί» ο ήλιος
|
Στους «μαγικούς» κόσμους των Κυκλάδων και των Σποράδων ταξιδεύει τους αναγνώστες η
Αθηνά Ταρσούλη μέσα από τις ταξιδιωτικές σελίδες του βιβλίου της «
Ασπρα νησιά». Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1939 με σκίτσα και εικόνες της συγγραφέως. Η Αθηνά Ταρσούλη (1887 - 1975) υπήρξε σπουδαία λογοτέχνιδα, λαογράφος και ζωγράφος. Το έργο της στα Γράμματα τιμήθηκε με έπαινο και Α΄ βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Από τις εκδόσεις «
ΕΡΙΝΝΗ», κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του βιβλίου, που θα μας πάει σήμερα στη «λευκή νύφη» των Σποράδων παίρνοντας λίγη από την αιγαιοπελαγίτικη ευωδιά, έστω και αποσπασματικά...
Ξεμπαρκάροντας
«Εν' από τα γραφικότερα νησιά του Αιγαίου, που δεν έχασε τίποτ' από τη γνήσιά του ομορφιά κι από το έντονο τοπικό του χρώμα, είναι η Σκύρος, η λευκή νύφη των Σποράδων. Είναι το νησί που επιφυλάσσει εκπλήξεις, τόσο για τις φυσικές του ωραιότητες, όσο και για την ψυχή, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων του, για την ξέχωρη χροιά της λαϊκής του τέχνης, όσο και για τον εσωτερικό διακοσμητικό ρυθμό των σπιτιών, που ξεπερνάει σε πρωτοτυπία όλα τα εσωτερικά των νησιώτικων κατοικιών.
Ξεμπαρκάροντας στη Λιναριά, και ύστερ' από λίγα χιλιόμετρα δρόμο με τ' αυτοκίνητο, ανάμεσ' από χτήματα και περιβόλια, ποτάμια και πέτρινα γεφύρια, έτσι καθώς ανηφορίζαμε προς τις βραχώδεις στροφές απ' όπου το μάτι βυθίζεται σε μια ατελείωτη θάλασσα που ψαλιδίζει, παίζοντας, τα πιο αφρόλουστα κεντίδια στις ακτές, αντικρίζουμε αριστερά, στο βάθος, το σκληρόγραμμο, ψηλό και μυτερό βράχο όπου ακαθόριστα σχεδιάζονται τα ερείπια του κάστρου. Κατ' απ' αυτό, ίδια με ειρηνικές σημαίες, φυτρώνουν σκορπιστά λευκά σπιτάκια. Κι είναι σα ν' αγωνίζονται να κρατηθούν σε ισορροπία απάνω στην απόκρημνη κατηφοριά. Στα ριζά του βράχου κάτω, σε μεγάλο βάθος, σχεδιάζεται το μαβί πέταλο του ανοιχτού κόλπου, που τελειώνει σε κάτι μακρινούς ανεμόμυλους, με τα φτερά τους ανοιγμένα στον αέρα, ενώ πιο εκεί, άλλες ασπρόφτερες νεράιδες της θάλασσας, οι γοργές ψαροπούλες, χαράζουν με τον πρωινό μπάτη, στο μπλάβο κρύσταλλο, αυλάκια γυαλιστερά.
Η Χώρα «σκαρφαλωμένη» στα ψηλά...
|
Βουνά με ήμερες πλαγιές, πολύπτυχα και δασωμένα, κάμποι ολοπράσινοι, σκιερές χαράδρες, με κυρίαρχο το μυτερό γυμνό κι ολόξερο βουνί του κάστρου απ' όπου πια, όταν πλησιάσουμε, βλέπομε να κατρακυλάει, σαν χιονάτος καταρράχτης, η άσπρη πολιτεία, αποτελούν τη θαμβωτικήν εικόνα της Σκύρου που, χώρια από τις φανερές της ομορφιές, κρύβει, μέσ' στις απάτητες απ' τον πολύ κόσμο κουφάλες των βράχων της, σπηλιές παραμυθιών με ιριδόχρωμα νερά και με αλαβαστρένιους σταλαχτίτες».
Η ασπροπολιτεία
«Οταν φτάνομε πια στο "Χωριό", μια καταπληκτικής λευκότητας ασπροπολιτεία, μας θαμπώνει τα μάτια. Ενα εκτυφλωτικό όραμα κυβιστικών σπιτιών, σαν αφρισμένος χείμαρρος, δένει το γυμνό λαιμό του βράχου και ξεχύνεται στα κράσπεδά του για να σβήσει προς τη γεμάτη μυγδαλόσαρκους αστακούς θάλασσα, ή στους πρασινόλοφους και τα εύφορα αμπέλια του νησιού. Τα πυκνοχτισμένα σπίτια, σα σφιχταγκαλιασμένα τόνα με τ' άλλο, μας κοιτάζουν μέσ' απ' τ' αμέτρητα, σα μάτια, παραθύρια τους, αγέρωχα μαζί και ταπεινά, κοντινά μαζί και μακρυσμένα, σαν αλήθειες και σαν απόκοσμα τραγούδια των παραμυθιών, σαν πέτρινα μαζί και σαν μπαμπακερά ή χάρτινα, πού λες ότι στο πρώτο αλαφροφύσημα θα σηκωθούν και θα πετάξουν. Σύννεφο τάχα ή χιόνι ή σμάρι ταξιδιάρικων πουλιών;».
Με ιδιαίτερη «σφραγίδα»
Παλιός μύλος που συντηρήθηκε
|
«Μι' αποκάλυψη είναι το εσωτερικό των σπιτιών στη Σκύρο, από το πιο φτωχό ως το πλουσιότερο. Μια ξεχωριστή νότα γούστου και νοικοκυροσύνης, με καθαρό τοπικό χαραχτήρα, έχει βάλει παντού την ιδιαίτερή της σφραγίδα. Στη γωνιά το μεγάλο τζάκι, η λεγόμενη "στιά" (εστία), με τ' απανωτά ξυλοσκάλιστα ράφια, όπου φιγουράρουν στην αράδα κάθε λογής γυαλικά και τζοβαϊρικά, κληρονομιά από γιαγιάδες και παππούδες, φερμέν' από μακρινά ταξίδια, δώρα ναυτικών προγόνων. Πολύχρωμα πιάτα της Ρόδου και της Βενετιάς, κρυστάλλια ψιλοδουλεμένα, καθώς κι από τη Δαμασκό, σπάνιες τώρα να βρεθούν, φαγιάντσες και φαρφουριά, όλ' άξια να στολίσουνε μουσείο. Πάνω στη φούσκα της χτιστής παραστιάς, βάζα και κανατάκια ομοιόμορφα, στέκονται κρεμασμένα. Δεξιά κι αριστερά της "στιάς", κόβουν τον τοίχο, μακριά ράφια ξυλοσκάλιστα, όπου φαντάζουνε, με τάξη αραδιασμένα, γλυκοδοχεία, σκουτέλες πλουμιστές, χιώτικοι μαστραπάδες, κεσέδες λουλουδάτοι.
Κάτω απ' τα ράφια, μια ή δυο σειρές τα "χαρανιά", χάλκινα πιάτα, κρέμονται στη γραμμή μ' ανάμεσό τους τα "σινιά", είδος τεράστια ταψιά μπακιρένια, χαραγμένα με σχέδια της Ανατολής. Στο βάθος ορθώνεται το, σαν παλιά δαντέλα, ξυλόγλυπτο χώρισμα με τους σταμνοστάτες, με τα θολωτά πορτάκια και με τη στενή σκάλα που σε ανεβάζει στο ευρύχωρο πατάρι όπου είναι στημένο το κρεβάτι, και που μοιάζει με πλατύ χαγιάτι πίσω από τις σκαλιστές γκιρλάντες και τα καγκελωτά χωρίσματά του.
Σκυριανό γαϊδουράκι για μεταφορές
|
Τα χαμηλά σκαλιστά καρεκλάκια, τα πελεκητά τραπέζια, τα δαντελόγλυπτα σκαμνάκια συμπληρώνουν την όλη επίπλωση».
Οι άνθρωποι
«Ξεθαρρεμένος από την καλοσύνη των Σκυριανών, πρόθυμα περνάς το κατώφλι τους, με τη δικαιολογία του ξένου ταξιδιώτη ή του ερευνητή που επιθυμεί να γνωρίσει και να μελετήσει τα "περίεργα του τόπου". Πόσες γουστόζικες κι ιδιόρρυθμες κουβέντες στήνομ' εκεί στα πρόχειρα, πόσες παραδόσεις, ήθη και έθιμα του τόπου δε μαθαίναμε, μαζί και χαριτωμένα λιανοτράγουδα βγαλμέν' από τη λαϊκή νησιώτικη ψυχή, τα πιο πολλά γραμμέν' από γυναίκες. Οι απλοϊκοί της κάτοικοι, άλλοι αγρότες ή βοσκοί, άλλοι ψαράδες ή μικροτεχνίτες, κλείνουν την αγαθότερην, αλλά και γεμάτη αντιθέσεις, ψυχή που μένει ωστόσο πιστή στις μακραίωνες παραδόσεις του τόπου, διατηρεί τα ήθη και τα έθιμά του, μια πλούσια κι αστείρευτη πηγή λαογραφίας, γεμάτη συμβολική ποίηση».
«Τρυγήσαμε» το νησί
«Πηγαίνοντας προς τ' ανατολικά, κατά τον Παλαιόπυργο, βλέπεις στημένο το χάλκινο άγαλμα του Μπρουκ, του Αγγλου ποιητή με το αθλητικό κορμί και με το αέτειο βλέμμα, που ξεπερνάει τα πέλαγα και τους ορίζοντες, ατενίζοντας προς κάποιο απόμακρο, άπιαστο κι ανέγγιχτο ιδανικό. Εκεί, καθισμένος στα στρογγυλά, τα πέτρινα πεζούλια, αφήνεις και συ το λογισμό σου σαν τον ορμητικόν αετό, ή να γκρεμίζεται μέσ' από έναν ίλιγγον ηδονικό στην άβυσσο του σκοτεινού πελάγους και των καιρών, ή να παίρνει το φύσημά του προς την πανύψηλη κορφή του κάστρου. Εκεί ψηλά, κάτω απ' τα ερειπωμένα πελασγικά τείχη όπου θεμελίωσαν οι Βενετοί κι οι Τούρκοι το ψηλό κάστρο, κι όπου κατέφευγαν τον παλιό καιρό οι Σκυριανοί για να σωθούν απ' τις κουρσάρικες επιδρομές, βρίσκεται ένα παλιό κι ωραίο μοναστήρι- του αγίου Γεωργίου. Οι αιώνες έφεραν με το πέρασμά τους κάθε λογής φυλές στη Σκύρο. Κάρες, Δόλοπες, Αθηναίους, Μακεδόνες, Ρωμαίους, Βενετσιάνους και Τούρκους, που άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, εχάρηκαν την ομορφιά και την ευφορία της γης της. Ετσι τώρα κι εμείς, δικαιωματικά και χωρίς φόβο να μας την κλέψει πια κανένας κουρσάρος ή καταχτητής, τρυγούμε την απλή κι αμόλυντη ψυχή της, που μας ξεκουράζει και μας απολυτρώνει από τα φθοροποιά βάρη της μεγάλης πολιτείας».
Το χάλκινο άγαλμα του Αγγλου ποιητή, Μπρουκ
|
Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ