12 Απρ 2015

Θρησκευτική και έλλογη πίστη

 Θρησκευτική και έλλογη πίστη

Αν κάποιος θέλει να βρει ένα πολιτικό αντίστοιχο της θρησκόληπτης παράκρουσης που μας περικυκλώνει αυτές τις μέρες, δεν χρειάζεται να πάει πολύ μακριά. Η μαζική λοβοτομή νουνεχών ανθρώπων, που θυσιάζουν οικειοθελώς την κριτική τους ικανότητα κι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην κυβερνώσα αριστερά, μας υπενθυμίζει κάτι πολύ απλό: ότι η θρησκεία πατάει πρωτίστως στην ανάγκη του κόσμου να πιστέψει σε κάτι και να πιαστεί από κάπου. Και αυτή η… εσωτερική δύναμη είναι αήττητη, δεν ανατρέπεται, ούτε κλονίζεται με λογικά επιχειρήματα, εφόσον κατά βάση στερείται και η ίδια κάποιας λογικής βάσης. Σε μία πρόσφατη ανάρτηση συνδέσαμε εξάλλου τη θρησκεία με τη σοσιαλδημοκρατία που είναι το σύγχρονο όπιο του λαού. Η μεταφυσική κι ανορθολογική σκέψη, ως βασικό χαρακτηριστικό της θρησκείας, βρίσκει μια καθαρή μορφή έκφρασης στο παραμύθι του τρίτου δρόμου της διαταξικής συνεργασίας. Όπου ο λύκος θα δώσει τα χέρια να συναδελφωθεί με το πρόβατο και θα συνεδριάσουν για να αποφασίσουν από κοινού τι θα φάνε, ενώ τα λιοντάρια θα γίνουν φυτοφάγα. Κι όλοι μαζί οι λύκοι (αγκαλιά με τα σκυλιά), θα φτιάξουν την ευρώπη των λαών και όχι μια λυκοσυμμαχία ή το λάκκο των λεόντων για τους λαούς, που βγαίνουν χωρίς τον απαραίτητο ιδεολογικό εξοπλισμό, πολιτικά γυμνοί και άοπλοι σαν τους πρωτοχριστιανούς μάρτυρες. Με τη διαφορά πως αυτοί θυσιάζονταν με την ελπίδα πως θα ανταμειφθούν μετά θάνατο, ενώ εμείς για τα κέρδη των αστών. Και δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε τη δευτέρα παρουσία, για να φέρουμε στη γη την επουράνια έφοδο και την κοινωνία του μέλλοντος. Όπου θα είναι πιο εύκολο να περάσει ένα χοντρό σκοινί –και μια καμήλα ακόμα- από το μάτι της βελόνας, παρά να δεχτούνε οι εκμεταλλευτές να παραδώσουν οικειοθελώς την εξουσία τους , χωρίς να πολεμήσουν με νύχια και με δόντια, για να γαντζωθούν πάνω της.

Πολλοί μας κατηγορούν για δογματικούς και κολλημένους με την κομμουνιστική ορθοδοξία, που καταδικάζει όλες τις οπορτουνιστικές αιρέσεις, και με την περίοδο της θρησκευτικής σχεδόν προσωπολατρίας για το σφο με το μουστάκι –και τον ζαχαριάδη στα καθ’ ημάς- που λατρεύονταν σαν αλάθητοι θεοί. Είναι αν μη τι άλλο τραγική ειρωνεία να ακούς αυτήν την κατηγορία από τους ιδεολογικούς ταγούς μιας περίπου θρησκόληπτης εξουσίας, οι βασικές πεποιθήσεις της οποίας, μεταφρασμένες στη δική μας διάλεκτο, θα μπορούσαν να αποδοθούν και με το «ο τάφος δεν Τον λυγά».

Αυτό που επιλέγουν να αγνοούν σε κάθε περίπτωση είναι: αφενός πως αυτή η λατρεία αποτύπωνε εν μέρει το κλίμα της εποχής, την αυθόρμητη σκέψη και το επίπεδο της καθυστέρησης ενός λαού, που είχε μάθε να βλέπει τον τσάρο ως εκπρόσωπο του θεού και δεν είχε προλάβει να απαλλαχτεί απ’ όλες τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, ενώ ως ένα βαθμό είχε ανάγκη να αναπαράγει και να χρησιμοποιεί τον παλιό τρόπο σκέψης και να αντλεί έμπνευση και σιγουριά ότι ο πατερούλης τον προστατεύει πχ κατά τη διάρκεια του πολέμου και του λυσσαλέου αγώνα κατά των ναζί. Και αφετέρου πως η ειδοποιός διαφορά της έλλογης, συνειδητής πίστης από τη θρησκευτική είναι πως βασίζεται στη δύναμη της γνώσης, της σφαιρικής ανάλυσης και της αγωνιστικής, ιστορικής αισιοδοξίας που απορρέει από αυτήν. Οι κομμουνιστές στρατεύονται οικειοθελώς και συνειδητά. Ξέρουν γιατί αγωνίζονται κι έχουν κριτική κι αναλυτική ικανότητα. Και προπαντός ένα βασικό ελάττωμα για τους στρατηγούς των διάφορων ιερών πολέμων (τζιχάντ). Ξέρουν να σκέφτονται. Και δεν πιστεύουν χωρίς να ερευνούν την αλήθεια.

Βέβαια η διαδικασία (προτσές)  της γνώσης είναι (όπως κάθε τι διαλεκτικό) αρκετά αντιφατική. Για κάθε καινούρια γνώση που αποκτάμε, ανακαλύπτουμε νέα ερωτήματα, αντιλαμβανόμαστε τον πολύπλοκο χαρακτήρα της πραγματικότητας. Έτσι μαζί με τις σιδερένιες γενικές νομοτέλειες και την κατανόηση της κίνησης του κόσμου που μας προσφέρουν, κληρονομούμε κι ένα πέλαγος καινούριων, σύνθετων ζητημάτων, που απειλούν να μας βουλιάξουν στα βάθη τους και να μας ρίξουν στην ξέρα της αναποφασιστικότητας και της αδράνειας. Κι αν τελικά υπάρχει κάτι που μπορεί να επισημανθεί ως κίνδυνος ή που μπορεί να ζηλέψουμε συγκριτικά με άλλους καιρούς (τώρα που δεν υπάρχει η «ανώτερη δύναμη» της σοβιετικής ένωσης) από τους αγωνιστές που έδρασαν την περίοδο της προσωπολατρίας, είναι αυτό το πάθος, η αυτοθυσία, η σιδερένια θέληση και πίστη –που μπορεί να φαίνεται θρησκευτική σε κάποιον εξωτερικό παρατηρητή- το αλύγιστο φρόνημα.


Το βασικό μειονέκτημα του θρησκευτικού οπίου δεν είναι προφανώς η πίστη κι η θέληση που σου χαρίζει –έστω και μέσω κάποιας ψευδαίσθησης- πως μπορείς ακόμα και βουνά να νικήσεις, αλλά η απραξία και η απάθεια που καλλιεργεί για όσα συμβαίνουν σε αυτή τη ζωή, στο φθαρτό, υλικό κόσμο, και η πίστη σε μια φρούδα, μεταθανάτια διέξοδο, που θα έρθει ουρανοκατέβατη, ως μάννα εξ ουρανού. Με τους χριστιανούς που παλεύουν και αγωνίζονται σ’ αυτή τη ζωή δεν υπάρχει κάτι σημαντικό να μας χωρίσει. Με τους άθεους πλην αφιονισμένους, βολεμένους σοσιαλδημοκράτες, που περιμένουν από μία ψήφο να τους απαλύνει το μαρτύριο και προσμένουν αδρανείς την άνωθεν σωτηρία, μας χωρίζει άβυσσος, που δε θα γεφυρωθεί σε αυτή τη ζωή.

ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΕΕ; ΔΕΣ ΤΙ ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ!

 ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΕΕ; ΔΕΣ ΤΙ ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ!





Αυτοί που υπογράφουν τα ανακοινωθέντα της ΕΕ για στήριξη της Ουκρανικής κυβέρνησης, τι ακριβώς μας λένε;

Ας δούμε μια μόνο πλευρά της φασιστικής πολιτικής της κυβέρνησης της Ουκρανίας για να καταλάβουμε ποιόν υποστηρίζει η ΕΕ και μαζί της η Ελλάδα.


ΠΟΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΥΚΡΑΝΙΑ;  ΣΕ ΙΣΧΥ Ο ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ. ΌΛΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ.


Την ώρα που ο φασίστας ηγέτης του ακροδεξιού «Δεξιού Τομέα» αναλάμβανε χρέη «Συμβούλου» δηλ. αντί υπουργού και οι άλλοι ακροδεξιοί και φασίστες πλημύριζαν το κράτος και την κυβέρνηση, οι Ουκρανοί βουλευτές με διαδικασίες εξπρές ενέκριναν μια σειρά νόμων, οι οποίοι εξισώνουν το σοσιαλισμό - κομμουνισμό και το φασισμό και ποινικοποιούν τη «δημόσια άρνηση» του «εγκληματικού χαρακτήρα» τους, καθώς και την «αναπαραγωγή», τη «μετάδοση» και τη «δημόσια χρήση» των συμβόλων τους. 

 


Μόνο που πίσω από την ψευδεπίγραφη εξίσωση και καταδίκη, κρύβεται μόνο η καταδίκη του σοσιαλισμού/κομμουνισμού. Καλύτερη απόδειξη γι αυτό είναι ότι αυτόν το νόμο τον επιβάλλουν οι φασίστες της Ουκρανίας που κυριαρχούν πάνω στην κυβέρνησης.

Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, απαγορεύονται ονόματα δρόμων, κοινοτήτων, τόπων κλπ που παραπέμπουν στην εποχή του σοσιαλισμού. Σε περίπτωση παραβίασης οι οργανώσεις ή τα κόμματα που προβαίνουν σε αυτή θα απαγορεύονται, κάτι που στοχοποιεί ευθέως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας.

Τα πρόσωπα που αναπαράγουν κομουνιστικά  σύμβολα, ύμνους, ιδέες κλπ ή δημοσίως το σοβιετικό ύμνο, αντιμετωπίζουν ποινές κάθειρξης ΕΩΣ ΚΑΙ ΔΕΚΑ ΕΤΩΝ.

Απαγορεύονται η σημαία και ο ύμνος της ΕΣΣΔ, μνημεία, αναμνηστικές πλάκες, τοπωνύμια, ονόματα δρόμων ή επιχειρήσεων που αναφέρονται σε προσωπικότητες του σοσιαλισμού καθώς και αναφορές σε δραστηριότητες του Κομμουνιστικού Κόμματος ή στην Επανάσταση του 1917.

Παράλληλα, ενώ υποτίθεται ότι με τον ίδιο νόμο, στο όνομα της εξίσωσης,  απαγορεύεται και ό,τι αναφέρεται και στον ναζισμό, το Κίεβο εξυμνεί τους μαχητές του φασιστικού Ουκρανικού Αντάρτικου Στρατού (UPA), ο οποίος είχε πολεμήσει εναντίον του Κόκκινου Στρατού και είχε συνεργαστεί με τους ναζί πριν στραφεί εναντίον τους.



Ένα «σύνηθες περιστατικό» για τη «νέα» Ουκρανία

 


Στις 28 Ιουλίου του 2013, στο χωριό Cologory της δυτικής Ουκρανίας, έγινε εκταφή των λειψάνων Ουκρανών στρατιωτών της χιτλερικής δύναμης Waffen των SS γνωστοί ως « galicina ». Ακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία με τιμές εθνικών ηρώων υπό τη συνοδεία βετεράνων Ναζιστών σε ορθόδοξο ναό του Πατριαρχείου του Κιέβου. Ύστερα με τιμητική πομπή τα λείψανα ενταφιάσθηκαν εκ νέου. Νεαροί Ουκρανοί που έφεραν στολές των SS με τις σβάστικες να κοσμούν τα στρατιωτικά τους πηλίκια, μετέφεραν με υπερηφάνεια  τα φέρετρα που κάλυπταν ουκρανικές σημαίες. Αποδόθηκαν τιμητικές βολές στη μνήμη των εθνικών ηρώων της Ουκρανίας του Bandera που κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο υποδέχθηκαν τον Χίτλερ ως ελευθερωτή. Τα πορτραίτα του Bandera σήμερα κοσμούν τα δημόσια κτίρια της χώρας.

Δείτε το βίντεο





Κυβερνητικές μεθοδεύσεις και στο βάθος νέα μέτρα

Κυβερνητικές μεθοδεύσεις και στο βάθος νέα μέτρα
Παρελκυστική τακτική με φόντο τα παζάρια με την εργοδοσία και τους «θεσμούς»

Από παλιότερη κινητοποίηση του ΠΑΜΕ
Από παλιότερη κινητοποίηση του ΠΑΜΕ
Την προσφιλή τακτική των μεθοδεύσεων και των επικοινωνιακών κόλπων υιοθετεί η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ και στην περίπτωση της προεκλογικής της δέσμευσης για άμεση επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ μεικτά, όπως και για την αποκατάσταση της νομοθεσίας για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις.
Την περασμένη Τρίτη, ο υπουργός Εργασίας Π. Σκουρλέτης, με επιστολή του προς τους «κοινωνικούς εταίρους» (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ), τους κάλεσε σε τριμερή συνάντηση την Τετάρτη 15 Απρίλη στο υπουργείο Εργασίας για να συζητήσουν «αναφορικά με το περιεχόμενο των σχεδιαζόμενων νομοθετικών παρεμβάσεων για τα θέματα του κατώτατου μισθού και των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη συνάντηση, αφού με τον καθένα από τους παραπάνω φορείς ο υπουργός Εργασίας έχει ήδη ανοίξει «διάλογο» απ' όταν ανέλαβε καθήκοντα.
Επιβεβαιώνοντας την παρελκυστική τακτική της κυβέρνησης, ο Π. Σκουρλέτης λέει ανοιχτά ότι η τριμερής της επόμενης Τετάρτης «αποτελεί μια ακόμη διαδικασία διαλόγου του υπουργείου με τους αρμόδιους κοινωνικούς φορείς», η οποία μάλιστα θα έχει και συνέχεια, καθώς ανακοινώνει ότι «δε θα εξαντληθεί με την τριμερή αυτή συνάντηση, διότι οι οργανώσεις σας θα έχουν τη δυνατότητα να εκφέρουν γνώμη και στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, στην οποία θα σταλεί σύντομα το νομοσχέδιο για σχετική γνωμοδότηση»!
«Κόκκινες γραμμές» για ποιον;
Την επόμενη ακριβώς μέρα, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν η νομοθετική πρωτοβουλία που εμφανίζει η κυβέρνηση έχει τη σύμφωνη γνώμη των «θεσμών», ο Π. Σκουρλέτης απάντησε επί λέξει:
«Στις συζητήσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή νομίζω ότι και οι δύο πλευρές κρατάνε για τον εαυτό τους τις δικές τους κόκκινες γραμμές και προχωράμε κάνοντας βήματα προς θετική κατεύθυνση. Οποιαδήποτε κάθετη άρνηση να γίνει πράξη ένα τέτοιο νομοσχέδιο νομίζω ότι εκκινεί από ιδεολογικές αγκυλώσεις και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια τέτοια στάση από μια κυβέρνηση που έχει σαν κορμό της το ΣΥΡΙΖΑ».
Η «διπλωματική» απάντηση του υπουργού Εργασίας επιβεβαιώνει ότι ακόμα και τα ελάχιστα που έταξε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ στο λαό βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση με τους εταίρους και άρα υπό την αίρεση μιας συμφωνίας μαζί τους. Αυτό δηλαδή που η κυβέρνηση παρουσιάζει ως τετελεσμένο γεγονός στην Ελλάδα (σ.σ. την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων), στην πραγματικότητα είναι το βασικό αντικείμενο στα παζάρια με τους λεγόμενους «θεσμούς»!
Στο ίδιο «παιχνίδι» βρίσκονται και οι εργοδότες, οι οποίοι θα αξιοποιήσουν τον επικείμενο «διάλογο» όχι μόνο για να κερδίσουν χρόνο απέναντι στους εργαζόμενους και να συντηρήσουν το κλίμα της αναμονής αλλά και για να προωθήσουν τις δικές τους αξιώσεις, όπως έκαναν και στις διμερείς συναντήσεις με τον υπουργό Εργασίας.
Η μεθόδευση είναι φανερή. Η συγκυβέρνηση, από τη μια, «πουλάει» στους εργαζόμενους «νομοθετικές παρεμβάσεις» χωρίς να δεσμεύεται συγκεκριμένα και, από την άλλη, παζαρεύει με τους δανειστές και τους εργοδότες τα ελάχιστα που είχε εξαγγείλει προεκλογικά, με στόχο να τα προσαρμόσει ακόμα περισσότερο στα μέτρα τους. Η παρελκυστική αυτή τακτική αποβλέπει στο να κερδίσει χρόνο η κυβέρνηση, να καλλιεργήσει κλίμα αναμονής και να φυλάξει τα νώτα της από τις εργατικές διεκδικήσεις.
Είναι, επίσης, βέβαιο ότι τα παζάρια με τους «θεσμούς» δεν περιορίζονται στο αν τα πράγματα θα παραμείνουν όπως έχουν σήμερα αλλά συζητιέται το εύρος και το χρονοδιάγραμμα των επόμενων αντεργατικών ανατροπών.
Χαρακτηριστική γι' αυτό είναι η δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων Δ. Στρατούλη, σε τηλεοπτικό σταθμό, όπου αναγνώρισε ευθέως ότι στην «διαπραγμάτευση» που γίνεται έχει τεθεί ζήτημα για νέες μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, νέο ψαλίδι στα εφάπαξ και στο ΕΚΑΣ, πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Ανάλογες δηλώσεις, ότι «στο τραπέζι είναι ασφαλιστικό και εργασιακά», έχουν κάνει και άλλα κυβερνητικά στελέχη. Κατά συνέπεια, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ομολογεί ότι αυτό που συζητά με τους εταίρους της είναι και η επιβολή επιπλέον αντεργατικών μέτρων. Να γιατί μιλάμε για μεθόδευση από την πλευρά της κυβέρνησης, που στόχο έχει να «αμολήσει μελάνι» στους εργαζόμενους.
Δεν αποκαθιστούν τις απώλειες
Σε ό,τι αφορά αυτά καθαυτά τα μέτρα που περιέχονται στους «άξονες διαλόγου» της κυβέρνησης, σε καμία περίπτωση δεν αποκαθιστούν τις τεράστιες απώλειες που υπέστη το εργατικό εισόδημα τα χρόνια της κρίσης. Κυρίως, όμως, αφήνουν στο απυρόβλητο όλο το αντεργατικό πλαίσιο και τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις που επιβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις σχετικές προτάσεις δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για επαναφορά έστω του παλιού καθεστώτος για τις ομαδικές απολύσεις, για τις μειώσεις στις αποζημιώσεις κλπ.
Ετσι, λοιπόν, η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ μεικτά -όπως προτείνεται από το υπουργείο Εργασίας ως αντικείμενο του «διαλόγου» με τους εργοδότες - προβλέπεται να γίνει σε δύο δόσεις με καταληκτική ημερομηνία τον Ιούλη του 2016. Δηλαδή, 17 μήνες μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης και τουλάχιστον τέσσερα ολόκληρα χρόνια από τη μείωση του κατώτατου μισθού με την ΠΥΣ 6/2012!
Ακόμα όμως και αν τηρηθεί αυτό το χρονοδιάγραμμα, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτερο θα βρίσκονται το δεύτερο εξάμηνο του 2016 με τον ίδιο ονομαστικό μισθό που βρίσκονταν και το πρώτο εξάμηνο του 2012.
Οταν, όμως, η κυβέρνηση αποδέχεται όλες τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (ενοικίαση, μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία) και με δεδομένη την αυξητική τάση που έχουν αυτές οι συμβάσεις στις νέες προσλήψεις, προς αντικατάσταση των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης, γίνεται φανερό ότι ακόμα και μια επαναφορά στο μέλλον του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ δεν μπορεί να καλύψει στο ελάχιστο τις πραγματικές απώλειες στο εισόδημα των χαμηλά αμειβομένων εργαζομένων.
Η «αναβάθμιση» του ΟΜΕΔ
Το ίδιο ισχύει και στο ζήτημα των άλλων ΣΣΕ αλλά και στις προτάσεις που διατυπώνονται για το ρόλο του ΟΜΕΔ. Η επαναφορά του ΟΜΕΔ στο καθεστώς που λίγο - πολύ λειτουργούσε πριν από την έκδοση της ΠΥΣ δε σημαίνει και επαναφορά των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων στα μισθολογικά επίπεδα πριν από τις τεράστιες μειώσεις που επιβλήθηκαν στους κλαδικούς μισθούς και την εξάπλωση των ατομικών συμβάσεων.
Επομένως, η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία που έχει καταργηθεί, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αποκατάσταση των κλαδικών συμβάσεων που ίσχυαν πριν την ΠΥΣ, η οποία επί της ουσίας τις κατάργησε και άνοιξε το δρόμο για την επιβολή μονομερώς από τους εργοδότες των ατομικών συμβάσεων με πολύ χειρότερους εργασιακούς όρους και μισθούς.
Με άλλα λόγια, όσο δεν αποκαθίστανται οι κλαδικές συμβάσεις στα όρια που βρίσκονταν το 2009, η όποια «αναβάθμιση» του ΟΜΕΔ δεν αποκαθιστά ούτε τις απώλειες των εργαζομένων, ούτε βέβαια «καταργεί τα μνημόνια» σε βάρος των μισθών και του εργατικού εισοδήματος.
Μάλιστα, η πρόταση που κάνει το υπουργείο να συνεκτιμάται «η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων» και να δημιουργηθεί «σώμα οικονομικών εμπειρογνωμόνων» δίπλα στο σώμα μεσολαβητών και διαιτητών, οι οποίοι θα καθορίζουν τις οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων απέναντι στα εργατικά αιτήματα, τελικά θωρακίζουν τον ρόλο του ΟΜΕΔ ως εργαλείο της εργοδοσίας.
Η υπόθεση στα χέρια των εργαζομένων
Μπροστά στις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης αλλά και στο ίδιο το περιεχόμενο των προτάσεων για τα εργασιακά, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να δείξουν καμιά εμπιστοσύνη, καμιά ανοχή. Στο κλίμα αναμονής που επιχειρεί να καλλιεργήσει η νέα συγκυβέρνηση χρειάζεται αυξημένη ετοιμότητα και επαγρύπνηση, συσπείρωση και οργάνωση στα συνδικάτα.
Να διεκδικήσουν τώρα οι εργαζόμενοι, χωρίς καθυστέρηση, την άμεση επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ με νόμο, ως βάση για περαιτέρω αυξήσεις. Να παλέψουν σε κάθε επιχείρηση και κλάδο για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που θα αποκαθιστούν τις τεράστιες απώλειες στους κλαδικούς μισθούς. Να μπει στην προμετωπίδα του κινήματος η πάλη για ανάκτηση των απωλειών, ξήλωμα του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου, ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.

Ανησυχούν στην Ευρωζώνη

Ανησυχούν στην Ευρωζώνη


«Την ανησυχία ότι η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη μπορεί να μην είναι αντάξια των προβλέψεων που έχουν διατυπώσει οι οικονομολόγοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μέχρι το 2017 εξέφρασαν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ευρωτράπεζας στη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε αρχές Μαρτίου. Σε δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας "Financial Times", μάλιστα, επισημαίνεται κομμάτι των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα εξής: "Δεν είναι βέβαιο μέχρι ποιο σημείο μπορεί να συνεχίσει να είναι υποστηρικτική η νομισματική πολιτική το 2017", δηλαδή όταν θα έχει λήξει το τρέχον πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων. Η τοποθέτηση αυτή είναι ενδεικτική του προβληματισμού της ΕΚΤ για την προοπτική ανάπτυξης στην Ευρωζώνη την επόμενη διετία.
Η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα μπορούσε να εξασθενήσει στο εγγύς μέλλον εάν οι τιμές του πετρελαίου ανακάμψουν δυναμικότερα απ' ό,τι προβλέπεται. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο είναι αρκετά πιο περίπλοκες τον τελευταίο καιρό. Στον απόηχο του προβληματισμού των αξιωματούχων της ΕΚΤ βρίσκονται οι καθυστερήσεις των κυβερνήσεων για την προώθηση ριζικών μεταρρυθμίσεων, που θα αναβαθμίσουν τη μεσοπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης» («Καθημερινή», 3/4/2015).
Για την ώρα, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με την αγορά ομολόγων και το τύπωμα ευρώ, έχει ενισχύσει το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη, στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά οι ρυθμοί ανάπτυξης και η κατανάλωση απέχουν από τα προ κρίσης επίπεδα.
Ολ' αυτά είναι ενδεικτικά της κατάστασης της καπιταλιστικής οικονομίας της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης για το 2015 εκτιμούν ότι θα είναι 1,3% του ΑΕΠ, ενώ το 2016, αναμένεται να φθάσει το 1,9%. Βεβαίως αυτές είναι εκτιμήσεις, προβλέψεις. Εχουν γίνει ανάλογες και στο παρελθόν που στην πορεία αναθεωρούνται προς τα κάτω ή ως τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή στο τέλος του χρόνου, οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν πιάνονται.
Η Κομισιόν μιλά για ανάπτυξη λόγω της αυξημένης εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης, της πολύ χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Ως προς το δεύτερο, πασχίζει η ΕΚΤ, αλλά ως προς το πρώτο, τα πράγματα είναι δύσκολα για δύο λόγους: Ο ένας είναι η μεγάλη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, και ο δεύτερος το γεγονός ότι η στασιμότητα στην οικονομία της Ευρωζώνης, η ύφεση στη Ρωσία, η επιβράδυνση στην Κίνα, δυσκολεύουν αφάνταστα τις εξαγωγές. Η εργατική δύναμη θα συνεχίσει να είναι φτηνή, γιατί η αύξησή της εμποδίζει την ανταγωνιστικότητα, μειώνει το ποσοστό κέρδους. Είναι μια αξεπέραστη αντίφαση του καπιταλισμού.
Την ίδια ώρα η ίδια η Κομισιόν εκτιμά ότι οι προοπτικές ανάπτυξης είναι για την ώρα περιορισμένες «λόγω του ασθενούς επενδυτικού περιβάλλοντος και της υψηλής ανεργίας». Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι βασικό μειονέκτημα για την καπιταλιστική ανάκαμψη είναι ότι δε γίνονται επενδύσεις. Πού στηρίζεται η όποια αισιοδοξία της Κομισιόν; Στις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, στην υποτίμηση του ευρώ λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ και στο Επενδυτικό Σχέδιο Γιούνκερ. Η τιμή του πετρελαίου μπορεί να αυξηθεί, ήδη αυξάνεται. Το φτηνό ευρώ μειώνει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ενώ το σχέδιο Γιούνκερ απαιτεί τεράστια ιδιωτικά κεφάλαια για να προχωρήσει. Αυτή η πραγματικότητα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το «στρίμωγμα» από την τρόικα στη χρηματοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ επιδρά και στη στασιμότητα, στην ύφεση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Βεβαίως, όλες αυτές οι ανησυχίες είναι των καπιταλιστών. Για τους εργαζόμενους επιφυλάσσουν την ίδια ζοφερή κατάσταση αν όχι χειρότερη. Ηδη π.χ. στην Ιταλία η κυβέρνηση Μ. Ρέντσι παίρνει νέα μέτρα ύψους 10 δισ. ευρώ. Και στην Ελλάδα της κατάργησης των μνημονίων ετοιμάζονται μέτρα 7 δισ. ευρώ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι είτε με ύφεση, κρίση, είτε με ανάκαμψη, τη νύφη την πληρώνουν οι λαοί. Που, αν δεν αποτινάξουν τον καπιταλισμό δε θα δουν καλύτερες μέρες.

Ανταγωνισμοί Ευρωπαϊκής Ενωσης - Κίνας

Ανταγωνισμοί Ευρωπαϊκής Ενωσης - Κίνας

Στις 24/3/2015, στο «Ριζοσπάστη» δημοσιεύσαμε ένα σύντομο ρεπορτάζ που έλεγε ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: «...χτες ήρθε στη δημοσιότητα απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία χαρακτηρίζει ως "παράνομες κρατικές ενισχύσεις", ποσά που προέρχονται από τις ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις, οι οποίες προβλέπονται στη συμφωνία της παραχώρησης της προβλήτας ΙΙ του ΟΛΠ στην COSCO.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση της ΕΕ, η Κομισιόν "κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν από την Ελλάδα υπέρ του φορέα εκμετάλλευσης του λιμένα "Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά ΑΕ" (PCT) και της μητρικής της εταιρείας "Cosco Pacific Limited" ("Cosco") παρείχαν στους δικαιούχους αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους, κατά παράβαση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις». Οπως αναφέρεται, τα οφέλη αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, φορολογικές απαλλαγές και η ΕΕ ζητά άμεσα «οι εταιρείες να επιστρέψουν τα πλεονεκτήματα που έλαβαν στο ελληνικό κράτος"».
Και σημειώναμε ότι:«Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι ρυθμίσεις αυτές προσφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην ΣΕΠ, τη θυγατρική δηλαδή που έχει συστήσει η COSCO για να παραλάβει την προβλήτα», θεωρεί δε ότι γίνεται αθέμιτος ανταγωνισμός, άρα και παράβαση των κανόνων της ΕΕ για κρατικές ενισχύσεις και ζητά από την κυβέρνηση να ανακτήσει αυτά τα ποσά.
Και συμπληρώναμε ότι αυτό γίνεται «στο πλαίσιο των έντονων ανταγωνισμών των επιχειρηματικών ομίλων και των κρατών που ανήκουν, οι οποίοι είναι σε πλήρη εξέλιξη, γύρω από υποδομές - "φιλέτα" της χώρας, όπως είναι το λιμάνι του Πειραιά».
Τα εμπόδια της Κομισιόν
Θα 'λεγε κανείς ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα αποτελούν έναν παράγοντα, ο οποίος συμβάλλει στις καπιταλιστικές επενδύσεις κάθε μορφής, ακόμη και αν πρόκειται να συνδυαστούν με αποκρατικοποιήσεις. Αποτελούν, όμως, και παράγοντα που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα. Ταυτόχρονα, εμφανίζεται να βάζει εμπόδια η ίδια η Κομισιόν σε εφαρμογή της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, στην οποία επιμένει όπως και το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι αποτελούν βασική προϋπόθεση καπιταλιστικής ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση και εννοείται ότι πρέπει να προωθηθούν γοργά. Το ίδιο είχε γίνει και με την πορεία ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, την οποία ήθελε να εξαγοράσει το ρωσικό μονοπώλιο «Gazprom» και ανέκοψε η Κομισιόν.
Τι φαίνεται; Οτι η Κομισιόν δεν θέλει άλλη επέκταση της δράσης του κινεζικού επιχειρηματικού ομίλου στην Ελλάδα και μάλιστα στο λιμάνι του Πειραιά που είναι πύλη εισόδου - εξόδου εμπορευμάτων προς και από ΕΕ για Ασία και Αφρική. Υπάρχει ένα στοιχείο στην υπόθεση που βοηθά να καταλάβουμε αυτή τη στάση της Κομισιόν. Τη συγκεκριμένη προβλήτα διεκδικεί, ανάμεσα σε άλλους επιχειρηματικούς ομίλους και έχει καταθέσει προσφορά, η «APM Terminals BV», διεθνικό μονοπώλιο διαχείρισης εμπορευματοκιβωτίων που διαθέτει ένα παγκόσμιο δίκτυο εγκαταστάσεων σε 71 λιμάνια και τερματικούς σταθμούς σε τουλάχιστον 48 χώρες, μεταξύ των οποίων και σε λιμάνια όπως το Pότερνταμ και το Λος Αντζελες, ενώ αποτελεί μέρος του πανίσχυρου δανέζικου ομίλου «Maersk», από τους κορυφαίους παγκοσμίως στο χώρο των μεταφορών. Το 2013, τα έσοδα της «APM Terminals» ανήλθαν στα 4,33 δισ. δολάρια. Δηλαδή ένας από τους ισχυρότερους ανταγωνιστές της COSCO διεθνώς.
Αλλά δεν αρκεί αυτό για να δείξει το μέγεθος των ανταγωνισμών μεταξύ ΕΕ και Κίνας. Πρόσφατα, στο «Bloomberg» υπήρχε ρεπορτάζ, σύμφωνα με το οποίο οι ευρωπαϊκές εταιρείες ελκύουν σε μεγάλο βαθμό τις κινεζικές επενδύσεις, ενώ σταδιακά οι Κινέζοι βάζουν στο στόχαστρο όλο και πιο γνωστές εταιρείες. Κινέζικοι επιχειρηματικοί όμιλοι έδειξαν ενδιαφέρον για ένα μεγάλο συγκρότημα 18 κτιρίων στο Βερολίνο και την ιταλική εταιρεία κατασκευής ελαστικών «Pirelli». Η Ευρώπη θεωρεί τους Κινέζους επενδυτές, ακόμη και όταν ελέγχονται από το κράτος, πιο ευπρόσδεκτες από, ας πούμε, τους Ρώσους.
Εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από κινέζικους ομίλους
Μέχρι το 2011, η Κίνα κυρίως υποδεχόταν ευρωπαϊκές επενδύσεις, όμως στη συνέχεια η κρίση συρρίκνωσε τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Ορισμένες κυβερνήσεις προσπαθούσαν απεγνωσμένα να κάνουν ιδιωτικοποιήσεις, ενώ σεβαστές εταιρείες έγιναν λιγότερο επιλεκτικές όσον αφορά επίδοξους επενδυτές. Κινέζοι επενδυτές εξαγόρασαν τη σουηδική «Volvo», απέκτησαν σημαντικό μερίδιο στη γαλλική «Peugeot - Citroen» και στον οίκο μόδας «Sonya Rykiel», μερίδιο στο λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα και στη Βρετανία την αλυσίδα ρεστοράν «Pizza Express» και την εταιρεία κατασκευής πολυτελών ρούχων «Aquascutum», αυξάνοντας εκθετικά τις κινεζικές επενδύσεις.
Το 2014, όταν έγιναν οι συμφωνίες για την «Peugeot» και την «Pizza Express», οι κινεζικές εξαγορές στην Ευρώπη έφτασαν σε επίπεδο ρεκόρ. Εκρηκτική είναι η άνοδος των ιδιωτικών κινεζικών επενδύσεων σε περιφερειακό επίπεδο, όπως για παράδειγμα στα ακίνητα της Πορτογαλίας και της Λετονίας στο πλαίσιο προγραμμάτων χορήγησης βίζας.
Η Ευρώπη είναι σχετικά φθηνή, είναι ανοιχτή και διαθέτει στοιχεία που κυνηγούν οι Κινέζοι επενδυτές, όπως τεχνολογία και ευρέως αναγνωρίσιμες μάρκες. Η συμφωνία για την «Pirelli» αφορά το δεύτερο. Ο επενδυτής είναι η κινεζική εταιρεία «China National Tire & Rubber Company», θυγατρική του κρατικού γίγαντα «ChemChina», και πουλάει 20 εκατομμύρια ελαστικά το χρόνο, αλλά κανείς δεν γνωρίζει τις μάρκες της, ονόματι «Rubber Six» και «Aeolus». Δεν διαθέτει τη λαμπρή αγωνιστική ιστορία της «Pirelli». Η «Pirelli» διαθέτει την πέμπτη πιο πολύτιμη μάρκα ελαστικών στον κόσμο.
Το «Bloomberg» σημειώνει επίσης ότι όταν παλιές ευρωπαϊκές εταιρείες πέφτουν στα χέρια κινεζικών κρατικών εταιρειών, το θέμα μετατρέπεται και σε γεωπολιτικό. Οι ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή, εκχωρούν μέρος της κληρονομιάς τους στην κινεζική κυβέρνηση, διευρύνοντας την παγκόσμια επιρροή της.
Τι φαίνεται από το ρεπορτάζ του «Bloomberg»; Οτι κινέζικοι επιχειρηματικοί όμιλοι κάνουν επιθετική πολιτική εξαγωγής κεφαλαίου στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη και επενδύουν, εξαγοράζοντας μονοπωλιακούς ομίλους σε τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η ένδυση - μόδα, η εστίαση, αλλά και τα ακίνητα, δηλαδή τομείς που αφενός έχουν μεγάλα μερίδια στην ευρωπαϊκή αλλά και στη διεθνή αγορά, ιδιαίτερα στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, άρα τους κάνει «μπάσιμο», απειλώντας τις θέσεις τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, αφετέρου ανεβάζει το κύρος της διεθνώς, επομένως δυναμώνει και μ' αυτή την παράμετρο τη θέση της στην παγκόσμια αγορά. Είναι, επίσης, ένας δείκτης που φανερώνει και τη λειτουργία της ανισόμετρης ανάπτυξης, αφού η οικονομία της Κίνας ενισχύεται, μέσω της ενίσχυσης των επιχειρηματικών της ομίλων, έναντι των ευρωενωσιακών, αλλά και των αμερικάνικων μονοπωλίων, άρα και των οικονομιών τους. Επομένως, η όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα σε ΕΕ - Κίνα μεγαλώνει. Αλλά έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός.
Δε συμφέρει τους εργάτες
Βεβαίως, απ' αυτές τις εξελίξεις και τις ευρωκινέζικες σχέσεις, ανεξάρτητα από το πώς εξελίσσονται, ωφελείται γενικά το κεφάλαιο. Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, δηλαδή οι παραγωγοί του πλούτου, αυτοί που με τη δουλειά τους αναπτύσσουν το κεφάλαιο, βρίσκονται σε ολοένα και χειρότερη θέση. Αλλωστε, χωρίς αυτήν την τάση, δηλαδή της σχετικής και απόλυτης χειροτέρευσης της θέσης της εργατικής δύναμης στον καπιταλισμό, το κεφάλαιο δεν μπορεί να αναπαράγεται διευρυμένα. Επομένως, η εργατική τάξη, οι σύμμαχοί της πρέπει να αντικαταστήσουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία με την κοινωνική. Χωρίς καπιταλιστές θα αναπτύσσεται η οικονομία με τη δουλειά τους, χωρίς κρίσεις, για την κάλυψη των δικών τους αναγκών.

TOP READ