Θρησκευτική και έλλογη πίστη
Αν
κάποιος θέλει να βρει ένα πολιτικό αντίστοιχο της θρησκόληπτης παράκρουσης που
μας περικυκλώνει αυτές τις μέρες, δεν χρειάζεται να πάει πολύ μακριά. Η μαζική
λοβοτομή νουνεχών ανθρώπων, που θυσιάζουν οικειοθελώς την κριτική τους
ικανότητα κι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην κυβερνώσα αριστερά, μας
υπενθυμίζει κάτι πολύ απλό: ότι η θρησκεία πατάει πρωτίστως στην ανάγκη του
κόσμου να πιστέψει σε κάτι και να πιαστεί από κάπου. Και αυτή η… εσωτερική
δύναμη είναι αήττητη, δεν ανατρέπεται, ούτε κλονίζεται με λογικά επιχειρήματα,
εφόσον κατά βάση στερείται και η ίδια κάποιας λογικής βάσης. Σε μία πρόσφατη
ανάρτηση συνδέσαμε εξάλλου τη θρησκεία με τη σοσιαλδημοκρατία που είναι το
σύγχρονο όπιο του λαού. Η μεταφυσική κι ανορθολογική σκέψη, ως βασικό
χαρακτηριστικό της θρησκείας, βρίσκει μια καθαρή μορφή έκφρασης στο παραμύθι
του τρίτου δρόμου της διαταξικής συνεργασίας. Όπου ο λύκος θα δώσει τα χέρια να
συναδελφωθεί με το πρόβατο και θα συνεδριάσουν για να αποφασίσουν από κοινού τι
θα φάνε, ενώ τα λιοντάρια θα γίνουν φυτοφάγα. Κι όλοι μαζί οι λύκοι (αγκαλιά με
τα σκυλιά), θα φτιάξουν την ευρώπη των λαών και όχι μια λυκοσυμμαχία ή το λάκκο
των λεόντων για τους λαούς, που βγαίνουν χωρίς τον απαραίτητο ιδεολογικό
εξοπλισμό, πολιτικά γυμνοί και άοπλοι σαν τους πρωτοχριστιανούς μάρτυρες. Με τη
διαφορά πως αυτοί θυσιάζονταν με την ελπίδα πως θα ανταμειφθούν μετά θάνατο,
ενώ εμείς για τα κέρδη των αστών. Και δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε
τη δευτέρα παρουσία, για να φέρουμε στη γη την επουράνια έφοδο και την κοινωνία
του μέλλοντος. Όπου θα είναι πιο εύκολο να περάσει ένα χοντρό σκοινί –και μια
καμήλα ακόμα- από το μάτι της βελόνας, παρά να δεχτούνε οι εκμεταλλευτές να
παραδώσουν οικειοθελώς την εξουσία τους , χωρίς να πολεμήσουν με νύχια και με
δόντια, για να γαντζωθούν πάνω της.
Πολλοί
μας κατηγορούν για δογματικούς και κολλημένους με την κομμουνιστική ορθοδοξία,
που καταδικάζει όλες τις οπορτουνιστικές αιρέσεις, και με την περίοδο της
θρησκευτικής σχεδόν προσωπολατρίας για το σφο με το μουστάκι –και τον ζαχαριάδη
στα καθ’ ημάς- που λατρεύονταν σαν αλάθητοι θεοί. Είναι αν μη τι άλλο τραγική
ειρωνεία να ακούς αυτήν την κατηγορία από τους ιδεολογικούς ταγούς μιας περίπου
θρησκόληπτης εξουσίας, οι βασικές πεποιθήσεις της οποίας, μεταφρασμένες στη
δική μας διάλεκτο, θα μπορούσαν να αποδοθούν και με το «ο τάφος δεν Τον λυγά».
Αυτό
που επιλέγουν να αγνοούν σε κάθε περίπτωση είναι: αφενός πως αυτή η λατρεία
αποτύπωνε εν μέρει το κλίμα της εποχής, την αυθόρμητη σκέψη και το επίπεδο της
καθυστέρησης ενός λαού, που είχε μάθε να βλέπει τον τσάρο ως εκπρόσωπο του θεού
και δεν είχε προλάβει να απαλλαχτεί απ’ όλες τις ιδεοληψίες του παρελθόντος,
ενώ ως ένα βαθμό είχε ανάγκη να αναπαράγει και να χρησιμοποιεί τον παλιό τρόπο
σκέψης και να αντλεί έμπνευση και σιγουριά ότι ο πατερούλης τον προστατεύει πχ
κατά τη διάρκεια του πολέμου και του λυσσαλέου αγώνα κατά των ναζί. Και
αφετέρου πως η ειδοποιός διαφορά της έλλογης, συνειδητής πίστης από τη
θρησκευτική είναι πως βασίζεται στη δύναμη της γνώσης, της σφαιρικής ανάλυσης
και της αγωνιστικής, ιστορικής αισιοδοξίας που απορρέει από αυτήν. Οι
κομμουνιστές στρατεύονται οικειοθελώς και συνειδητά. Ξέρουν γιατί αγωνίζονται
κι έχουν κριτική κι αναλυτική ικανότητα. Και προπαντός ένα βασικό ελάττωμα για
τους στρατηγούς των διάφορων ιερών πολέμων (τζιχάντ). Ξέρουν να σκέφτονται. Και
δεν πιστεύουν χωρίς να ερευνούν την αλήθεια.
Βέβαια
η διαδικασία (προτσές) της γνώσης είναι
(όπως κάθε τι διαλεκτικό) αρκετά αντιφατική. Για κάθε καινούρια γνώση που
αποκτάμε, ανακαλύπτουμε νέα ερωτήματα, αντιλαμβανόμαστε τον πολύπλοκο χαρακτήρα
της πραγματικότητας. Έτσι μαζί με τις σιδερένιες γενικές νομοτέλειες και την
κατανόηση της κίνησης του κόσμου που μας προσφέρουν, κληρονομούμε κι ένα
πέλαγος καινούριων, σύνθετων ζητημάτων, που απειλούν να μας βουλιάξουν στα βάθη
τους και να μας ρίξουν στην ξέρα της αναποφασιστικότητας και της αδράνειας. Κι
αν τελικά υπάρχει κάτι που μπορεί να επισημανθεί ως κίνδυνος ή που μπορεί να
ζηλέψουμε συγκριτικά με άλλους καιρούς (τώρα που δεν υπάρχει η «ανώτερη δύναμη»
της σοβιετικής ένωσης) από τους αγωνιστές που έδρασαν την περίοδο της
προσωπολατρίας, είναι αυτό το πάθος, η αυτοθυσία, η σιδερένια θέληση και πίστη
–που μπορεί να φαίνεται θρησκευτική σε κάποιον εξωτερικό παρατηρητή- το
αλύγιστο φρόνημα.
Το
βασικό μειονέκτημα του θρησκευτικού οπίου δεν είναι προφανώς η πίστη κι η
θέληση που σου χαρίζει –έστω και μέσω κάποιας ψευδαίσθησης- πως μπορείς ακόμα
και βουνά να νικήσεις, αλλά η απραξία και η απάθεια που καλλιεργεί για όσα
συμβαίνουν σε αυτή τη ζωή, στο φθαρτό, υλικό κόσμο, και η πίστη σε μια φρούδα,
μεταθανάτια διέξοδο, που θα έρθει ουρανοκατέβατη, ως μάννα εξ ουρανού. Με τους
χριστιανούς που παλεύουν και αγωνίζονται σ’ αυτή τη ζωή δεν υπάρχει κάτι
σημαντικό να μας χωρίσει. Με τους άθεους πλην αφιονισμένους, βολεμένους
σοσιαλδημοκράτες, που περιμένουν από μία ψήφο να τους απαλύνει το μαρτύριο και
προσμένουν αδρανείς την άνωθεν σωτηρία, μας χωρίζει άβυσσος, που δε θα
γεφυρωθεί σε αυτή τη ζωή.