Τα τελευταία χρόνια, από την κρίση
και έπειτα, αυτό που σταδιακά, μεθοδικά, με διάρκεια και προοπτική στο
μέλλον αναδεικνύεται ως βασικός ανταγωνιστικός πόλος του πολιτικού
συστήματος είναι τα λεγόμενα «αντισυστημικά», «λαϊκιστικά» κόμματα ή οι
αντίστοιχοι πολιτικοί εκπρόσωποι «αντισυστημικών», «λαϊκιστικών»
απόψεων. Από την άλλη, ο έτερος «συστημικός» πόλος στο λίγο πολύ
δικομματικό παιχνίδι πολιτικών συμμαχιών διαμορφώνεται ως η ένωση των
πρώην ανταγωνιστών του δικομματικού συστήματος, δηλαδή μια ένωση των
«νηφάλιων» φωνών της Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς.
Θεωρώντας πως η βασική στρατηγική
του πολιτικού συστήματος είναι η αναπαραγωγή, η διαιώνιση του
καπιταλισμού και η μη δυνατότητα αμφισβήτησής του, είναι προφανές πως οι
δύο καινούριοι πόλοι συγκροτούνται στη βάση και στις παραδοχές του
ίδιου οικονομικού συστήματος·
εξυπηρετώντας και εκφράζοντας, όμως, σημαντικές δευτερεύουσες
στρατηγικές επιδιώξεις, χωρίς την αναγνώριση των οποίων δεν μπορεί να
εξηγηθεί αυτή η μετάβαση στο νέο σκηνικό του πολιτικού συστήματος.
Οι ισχυρές ταλαντώσεις, δηλαδή, που συμβαίνουν στην οικονομική βάση
αντικειμενικά μεταφράζονται και μετασχηματίζονται σε αντίστοιχες ισχυρές
ταλαντώσεις που συμβαίνουν στο πολιτικό πεδίο εκφράζοντας αλλά και με
σκοπό να διαχειριστούν τις προηγούμενες· και αυτές οι ταλαντώσεις έχουν ως παράγωγο αυτόν το νέο πολιτικό πόλο, τον «λαϊκιστικό», τον «αντισυστημικό», τον «ακραίο».
Σε παγκόσμια κλίμακα, στο νέο πόλο συμβατικά μπορούν να συμπεριληφθούν το «Κίνημα Πέντε Αστέρων» του Γκρίλλο στην Ιταλία, το «AfD» στη Γερμανία, το «Εθνικό Μέτωπο» της Λε Πεν στη Γαλλία, το PVV
«Κόμμα για την Ελευθερία» του Βίλντερς στην Ολλανδία, αντίστοιχα
κόμματα στις χώρες του Βίσεγκραντ και της Σκανδιναβίας, οι πολιτικές
δυνάμεις στη Βρετανία που τέθηκαν επικεφαλής της επιλογής του Brexit
(Φάρατζ), ο Τραμπ στις ΗΠΑ κ.λπ. Η συνεκτική αδρή γραμμή που ενώνει
όλους αυτούς τους σχηματισμούς, κατά τους «νηφάλιους» αντιπάλους τους,
είναι ο «λαϊκισμός» και η «αντισυστημικότητα» που φέρνουν αυτοί ως
πρακτική και επιλογή στο πολιτικό σκηνικό. Κάνω εδώ μια προσπάθεια να
εξηγήσω την σημασία, το υπέδαφος και τη λειτουργία αυτών των εννοιών σε
σχέση με τη φύση αυτού του νέου πολιτικού πόλου και τη θέση του στις
γενικότερες οικονομικές – πολιτικές μεταβάσεις των τελευταίων ετών.
Αρχικά, ο νέος αυτός πολιτικός
πόλος προκύπτει από την επενέργεια της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης στο
σώμα των κοινωνιών, κρίση στην οικονομική βάση που επιφέρει αντίστοιχες
παρενέργειες στη διαχείριση του πολιτικού συστήματος και της συναίνεσης.
Πλέον ο διαχωρισμός Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να
εγκολπώσει όλες τις βασικές λειτουργίες που πρέπει να εξυπηρετεί ένα
σταθερό και «αξιοπρεπές» αστικό πολιτικό σύστημα. Δεν μπορεί, δηλαδή, να
κρατά μια λίγο ως πολύ κοινή πολιτική ατζέντα στη βάση ανώδυνων
τριτεύοντων θεμάτων, δεν μπορεί να κάνει ελαφρές υποχωρήσεις μπρος στη
δυναμική του εργατικού κινήματος, δεν μπορεί να διαμορφώνει εύκολα
κυβερνητικές συμμαχίες που θα υπακούουν σ’ αυτό το δίπολο, δεν μπορεί ο
εκάστοτε κυβερνητικός σχηματισμός να πέφτει σχετικά ατσαλάκωτος και με
μικρές εκλογικές απώλειες. Δεν μπορεί, σε τελική ανάλυση, όταν όλα γύρω
αλλάζουν να πασχίζει το πολιτικό σύστημα να τα ενσωματώσει με εργαλεία
του αλλαγμένου παρελθόντος που αντιστοιχούν σε φάση καπιταλιστικής
ανάπτυξης .
Σ’ αυτή την περίπτωση, η επίτευξη
συναίνεσης θα αποτύγχανε, αφού ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού θα
έμενε εκτός της πολιτικής εκπροσώπησης. Για το αστικό πολιτικό σύστημα,
αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη ανεπιθύμητο, σε ορισμένες περιπτώσεις,
μάλιστα, σε κάποιο βαθμό αυτό επιδιώκεται. Πρόκειται για το «απολιτίκ»
φαινόμενο, οι βασικές συνέπειες του οποίου οδηγούν στην πολιτική απάθεια
μη συμμετοχής, στην ανώδυνη συλλήβδην απαξίωση της πολιτικής ως «μη
χρήσιμης» ή ως «μη ηθικής» και στην πλαστή εξύψωση της αποκλειστικής
ατομικής γνώμης που δεν συντάσσεται με καμία άλλη και συνεπώς δεν αποκτά
την υλική δύναμη να διεκδικήσει με αξιώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις,
μάλιστα, δεν υπάρχει καν κάποιο αντικείμενο διεκδίκησης·
απλά μια προσπάθεια επιβίωσης μέσω ατομικών στρατηγικών που δεν περνάνε
μέσα από κάποια συλλογικότητα, αφού «τα δεδομένα είναι αυτά» και «η
πολιτική είναι για άλλους».
Η πολυδιάσπαση αυτή, στη βάση του
«απολιτίκ», είναι επιθυμητή από το πολιτικό σύστημα όταν γίνεται με
μικρή δοσολογία και όταν δεν υπάρχουν φλέγοντα οικονομικά – κοινωνικά
ζητήματα που κάνουν την κοινωνία να βράζει. Τότε, το πολιτικό σύστημα
εμφανίζει εύρυθμη λειτουργία, πετυχαίνει υψηλή πολιτική συναίνεση στους
συμμετέχοντες, διατηρεί αρκετό πληθυσμό – και κυρίως της νεολαίας –
εκτός δυνατότητας αμφισβήτησης μέσω της μη συμμετοχής, ενώ αναδύεται και
ο λόγος περί «μεταδημοκρατίας», περί «τέλους των ιδεολογιών» ως
επιστέγασμα σε όλη αυτή την προοπτική απρόσκοπτης λειτουργίας χωρίς τις
πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος.
Όταν, αντίθετα, η δοσολογία του
«απολιτίκ» ξεφεύγει και τείνει να συμπεριλάβει ευρύτερες απογοητευμένες ή
«αγανακτισμένες» μάζες του πληθυσμού και συνεπώς μη διαχειρίσιμες, όταν
η κοινωνία δέχεται συντονισμένη επίθεση χωρίς απάντηση απ’ τη μεριά της
και όταν η όποια πολιτική απάντηση είναι εξ ορισμού εκτός πολιτικού
διαλόγου από τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς στη βάση του «There Is No Alternative (TINA)»,
τότε ακριβώς προκύπτει η ανάγκη για την ενσωμάτωσή τους ξανά στο
πολιτικό σύστημα μέσω του «νέου». Και το «νέο» έρχεται να επιτελέσει
αυτή ακριβώς τη λειτουργία: να δώσει μια νέα απάντηση και να ενσωματώσει
μ’ αυτήν τον πληθυσμό της κοινωνίας, να κατασκευάσει πάλι συν τω χρόνω
έναν δικομματισμό – διπολισμό που θα προσφέρει αστικές εναλλακτικές
επιλογές σε πλευρές των προβλημάτων της κοινωνίας. Απ’ αυτές τις
λειτουργίες προκύπτει και το «λαϊκιστικό» και «αντισυστημικό» του
πράγματος.
«Λαϊκιστικό» γιατί α) οι
προοπτικές των νέων πολιτικών σχηματισμών είναι να αποτελέσουν βασικό
πολιτικό πόλο, να ενσωματώσουν δηλαδή μεγάλο μέρος του πληθυσμού κάτω
από τα πολιτικά τους συνθήματα, β) γιατί στην προσπάθειά τους αυτή
συνδέουν την κοινή αναφορά τους στο «λαό» με αντιφατικά μεταξύ τους
πράγματα ακόμα και για τα όρια της αστικής ιδεολογίας και γ) γιατί αν
και αναδυόμενοι από διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές μήτρες συντάσσονται
σε συγκεκριμένα αστικά διλήμματα από την ίδια πλευρά και εμφανίζονται,
έτσι, να αποτελούν κοινό πολιτικό πόλο. Γι’ αυτό, άλλωστε, η «νηφάλια»
Κεντροαριστερά ή/και Κεντροδεξιά κάνει λόγο για Αριστερό ή Δεξιό
«λαϊκισμό» συνενώνοντάς τους σε έναν, κάτι που της είναι χρήσιμο: από τη
μία επισημαίνει ότι κάθε επιλογή ενάντια στο «TINA»
που υπερασπίζεται η ίδια είναι μη επιτρεπτή και μη εφικτή («νηφάλιος»
αυταρχισμός – μονόδρομος), ενώ από την άλλη υποδεικνύει τον πολιτικό
αντίπαλο που «πρέπει», κατ’ αυτήν, «να εκφράζει πλέον τον λαό» και
συμβάλλει, έτσι, απ’ τη μεριά της στη συγκρότηση του νέου, ευνοϊκού γι’
αυτήν, πόλου και στη διαμόρφωση του νέου πολιτικού σκηνικού (ορισμός
νέων διλημμάτων – έκφρασή τους από νέους πολιτικούς αντιπάλους).
«Αντισυστημικό» γιατί α) η έκφραση
του κόσμου σε περίοδο κρίσης «ανοίγει» σε ευρύτερο φάσμα, οξύνεται
περισσότερο και το πολιτικό πεδίο πρέπει τώρα να συμπεριλαμβάνει, έστω
και λεκτικά, σε μια ευρύτερη βεντάλια όλες τις πιθανές εκφάνσεις αστικών
πολιτικών επιλογών και εργαλείων, ακόμα και εν δυνάμει εκτός
κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος (έμμεση υποβολή ιδέας επιλογής
αντικοινοβουλευτικής οδού), β) γιατί μ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό τα όρια
των πολιτικών επιλογών στο σύνολό τους έχουν αναφορά στο πολιτικό και
όχι στο οικονομικό σύστημα·
άρα το «TINA» εδώ ενώ δείχνει να αίρεται στη βάση δημιουργίας
εναλλακτικής επιλογής, στην ουσία δημιουργώντας την καταλαμβάνει πλέον
ολόκληρο το πεδίο: και «συστημικών» και «αντισυστημικών» πολιτικών
επιλογών (γενικευμένη απόλυτη πολιτική ενσωμάτωση), γ) γιατί μ’ αυτόν
τον χαρακτηρισμό συντηρείται η ιδέα του «νηφάλιου Κέντρου» μέσω του
ετεροπροσδιορισμού,
αφού η «αντισυστημικότητα» ταυτίζεται από τη μία με την έκφραση του λαού
και από την άλλη με μεγαλύτερη ένταση εθνικισμού, ρατσισμού,
αντικομμουνισμού (συναίνεση και ανταγωνισμός σε αντιδραστική μετατόπιση
πολιτικής ατζέντας) και δ) με την «αντισυστημικότητα» ως έννοια
παρέχεται η δυνατότητα να ταυτίζονται οι δυνάμεις που μιλούν ενάντια στο
οικονομικό σύστημα με τις δυνάμεις που συγκροτούν το νέο πόλο και που
φέρονται να αμφισβητούν είτε μόνο το πολιτικό σύστημα, είτε μόνο την
παρούσα φάση και πρόσωπα του πολιτικού συστήματος, όπως παρέχεται εξίσου
η ίδια δυνατότητα όταν π.χ. γίνεται λόγος γενικά για «ευρωσκεπτικισμό»
(θεωρία δύο άκρων και αντικομμουνισμός).
Κοινές βάσεις και των δύο
εννοιολογήσεων, «λαϊκισμού» και «αντισυστημικότητας» αποτελούν είτε
διαχρονικές αξίες με αυξομειούμενη κατά περιόδους ένταση π.χ.
αντικομμουνισμός, είτε παλιές αξίες που τίθενται πάλι λόγω της
οικονομίας στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση π.χ. εθνικισμός, φασισμός,
ρατσισμός και ξενοφοβία, είτε νέες / παλιές απολίτικες αξίες που
σχετίζονται με την ιδέα ότι το κράτος λειτουργεί ως επιχείρηση και άρα, η
αναμέτρηση των πολιτικών δυνάμεων και προσώπων πρέπει να γίνεται στη
βάση του ποιος είναι ο καλύτερος μάνατζερ, ποιος είναι ο καλύτερος
διαχειριστής εσόδων – εξόδων, ποιος μπορεί να «εμπνεύσει» τους
εργαζόμενους κ.λπ.
Στο ίδιο υπέδαφος βρίσκονται
ιδεολογήματα που αντιμετωπίζουν την οικονομία και την πολιτική ως κάτι
το άμεσο και στατικό και άρα προτείνουν λύσεις «άμεσες» με σκοπό να
αποκαταστήσουν τον στατικό χαρακτήρα τους. Να αντιμετωπίσουν τις
«εξωγενείς», δηλαδή, μικροαλλαγές που γίνονται και επηρεάζουν αρνητικά
ένα κατά τα άλλα φυσικοποιημένο άρτιο σύστημα, μια φυσιολογική τάξη
πραγμάτων. Τέτοιες π.χ. είναι η εναλλαγή πολιτικών προσώπων με
υποτίθεται ικανότερα πολιτικά πρόσωπα, η εναλλαγή κυβερνήσεων με
σκάνδαλα με άλλες υποτίθεται καθαρότερες, η στοχοποίηση των μεταναστών
και προσφύγων ως αποδιοπομπαίων τράγων για την ανεργία, η άρση της
παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας στη βάση της εθνικής
«καθαρότητας», το θέμα αποκλειστικά του νομίσματος ως βάση του
οικονομικού προστατευτισμού, οι αποσχιστικές τάσεις περιοχών που νιώθουν
οικονομικά ισχυρές κ.λπ.
Η υπόδειξη πολιτικών λύσεων, δηλαδή, που εκφράζονται σε διαφορετικό
κάθε φορά μείγμα από τις «νέες», «λαϊκιστικές», «αντισυστημικές»
δυνάμεις με διακηρυγμένο σκοπό όχι το με προοπτική παρόν και μέλλον των
σύγχρονων λαϊκών αναγκών, αλλά την αποκατάσταση ενός εξευγενισμένου στη
συλλογική μνήμη παρελθόντος.
Αξιοποιούνται, έτσι, οι
αντικειμενικές οικονομικές ανάγκες που ανέδειξε η κρίση, για να
προσαρμοστούν και να αντιπαρατεθούν στον κατεστημένο αστισμό ως
εναλλακτικός ή/και επιθετικότερος αστισμός, για να κατευθυνθούν μέσω
μιας ιδεολογίας που δηλώνει ανώνυμη σ’ ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ή αν
υπήρξε είχε ως μέλλον το τραγικό σήμερα. Παρακάμπτονται και ακυρώνονται,
έτσι, οι δυνατότητες που αναδεικνύονται σε περίοδο κρίσης ο
υποκειμενικός παράγοντας να συνειδητοποιήσει τις σημερινές του ανάγκες
και δυνατότητες, να αναπτύξει ταξική συνείδηση στη βάση των δικών του
συμφερόντων και να επιδιώξει να οικοδομήσει το δικό του μέλλον.