ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Με ένα γενικό τρόπο, η κάθε κοινωνία έχει την τάση
να θεωρεί ότι οι θεσμοί που την κυβερνούν είναι προορισμένοι να διαρκέσουν
αιώνια. Αυτή τουλάχιστον η αντίληψη αναπαράγεται συχνά από τους ιδεολόγους κάθε
κοινωνίας και το ίδιο συνέβαινε παντού και πάντα στο παρελθόν. Αυτό έχει σαν
αποτέλεσμα οι δοσμένες ιστορικά κοινωνίες να βρίσκονται ή να έχουν βρεθεί, και
τώρα και στο παρελθόν, πολύ πίσω από τις αντικειμενικές συνθήκες που
εμφανίζονται κάθε τόσο. Απέναντι στο νέο, που απειλεί τις παλιές δομές και τους
παλιούς θεσμούς, κάθε κοινωνία έχει την τάση να αμύνεται, να δημιουργεί μύθους
που κατοχυρώνουν μιαν αέναη μακροημέρευσή της και -όταν η πίεση των νέων
αναγκών γίνεται πολύ έντονη- η κοινωνία που απειλείται καταφεύγει στο παρελθόν,
σε καθυστερημένες, παρωχημένες καταστάσεις που τις αποκαλεί πολλές φορές
«μεταρρυθμίσεις», χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό με έναν τελείως λανθασμένο
τρόπο, διαστρεβλώνοντας δηλαδή το ιστορικό παρελθόν, καθώς «μεταρρυθμίσεις»
σήμαιναν πάντα μετατροπές προς την πρόοδο.
Ως επιστήμη η Ιστορία πρέπει πρώτα απ’ όλα να
αποτυπώσει και να αναφέρει το τι έχει συμβεί στο παρελθόν, καθώς και το πώς
έχει συμβεί. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Από την ίδια την ιστορική διήγηση
πρέπει να προκύπτει για ποιο λόγο τα πράγματα συνέβησαν έτσι και όχι
διαφορετικά. Τα γεγονότα που συμβαίνουν σε κάθε κοινωνία δεν είναι μια σειρά
από ασυντόνιστα και άσχετα μεταξύ τους επεισόδια. Αν ήταν έτσι, τότε η Ιστορία
δε θα ήταν επιστήμη, αλλά μια συνεχής ανεκδοτολογία. Αντίθετα, το πρόβλημα της
λογικής συνέχειας μέσα στη διαδοχή των γεγονότων απασχόλησε σχεδόν όλους τους
ιστορικούς, από την εποχή του Θουκυδίδη έως σήμερα. Η προσπάθεια αιτιολόγησης
των διαδοχικών γεγονότων, έτσι ώστε αυτά να καταλήγουν ως εντελώς φυσικό
συμπέρασμα της Ιστορίας1 και παρά τις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις πολλές
ιδεαλιστικές θεωρίες, κορυφώνεται στη διαλεκτική της Ιστορίας του Εγελου (G. W. F. Hegel)2.
Οπως παρατήρησε ο Ενγκελς3, ο Μαρξ ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αναλάβει το
έργο να αποσπάσει από την Εγελιανή λογική τον πυρήνα που περιέχει τις
πραγματικές ανακαλύψεις του Εγελου, καθώς και τη διαλεκτική μέθοδο,
απογυμνωμένη από το ιδεαλιστικό της περιτύλιγμα. Με τη μαρξιστική διαλεκτική
εγκαθιδρύθηκε ένας απόλυτα στέρεος και κατανοητός τρόπος ερμηνείας της εξέλιξης
της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ηταν πολύ φυσικό για την αστική τάξη των μέσων του
19ου αιώνα, την αστική τάξη που μόλις είχε στερεώσει οριστικά την εξουσία της
στην Ευρώπη και απολάμβανε την καταλήστευση των αποικιών της, για την τότε
αστική τάξη της υπερεκμετάλλευσης των προλεταριοποιημένων ακτημόνων αγροτών,
δηλαδή για την αστική τάξη του ελεύθερου ανταγωνισμού και των μεγάλων κερδών,
να εντοπίσει αμέσως τον εχθρό στη μαρξιστική ερμηνεία της παγκόσμιας Ιστορίας
(κοσμοθεωρία) και να πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την άμεση
καταπολέμησή της με έναν αληθινό καταιγισμό από διαφόρων τύπων ιδεολογήματα,
για να σταθεί κανείς αποκλειστικά σε αυτά, χωρίς να μνημονεύσει καθόλου τα
δραστικά, αστυνομικού και καταπιεστικού τύπου μέτρα που πάρθηκαν ενάντια στην
προσωπική ελευθερία και τη σωματική ακεραιότητα των οπαδών της μαρξιστικής
θεωρίας, που ονομάστηκαν κομμουνιστές από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, χάρη
στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ και Ενγκελς.
Οπως συμβαίνει συνήθως, μια καθυστερημένη χώρα όπως
η Ελλάδα είναι φυσικό να προσαρμόζει στο επίπεδό της και στις συνήθειές της τις
τακτικές αντιμετώπισης αυτών των «καινών δαιμονίων», δηλαδή την ικανότητα, όπως
έγραψαν οι Μαρξ και Ενγκελς, του να συλλαμβάνει κανείς την πραγματική
διαδικασία παραγωγής, αρχίζοντας από την απλή υλική παραγωγή της ζωής και να
κατανοεί ως βάση κάθε ιστορίας τη μορφή της αμοιβαίας σχέσης που συνδέεται με
αυτήν (την υλική παραγωγή της ζωής) και δημιουργήθηκε από την κοινωνία στα
διάφορα στάδια εξέλιξής της4. Ενάντια στην επιστημονική αυτή αλήθεια που
αποκλήθηκε «υλιστική» (καθώς οι ρίζες της βρίσκονται στη γήινη πραγματικότητα
και όχι στα ουράνια ιδεολογικά νεφελώματα), ξεχωρίζοντας πια οριστικά από τις
προηγούμενες ίδιας υλιστικής κατεύθυνσης, αλλά γενικής χρήσης θεωρίες5,
επιστρατεύθηκαν όλες οι παραλλαγές του ιδεαλισμού, από τις πιο ανορθολογικές,
θρησκευτικές, πλατωνικές κλπ., έως τις νεοεγελιανές που -με την αξιόλογη πέννα
του Κ. Παπαρρηγόπουλου- κατέληγαν στον έπαινο του νεοελληνικού αστικού κράτους
που έβλεπε στη διακήρυξη της Α΄Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου την πράξη
χειραφέτησής του από τη φεουδαρχική καθυστέρηση. Οπως ο Εγελος σχετικά με το
αυστηρό και αδέκαστο πρωσικό κράτος, έτσι και ο Παπαρρηγόπουλος (ίσως όχι και
τόσο άδικα τότε) έβλεπε στις νεοελληνικές αστικές δυνάμεις την κορύφωση των
προσπαθειών του έθνους. Οχι τυχαία ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θεωρείται από τους
αστούς ιστορικούς ο πιο έγκυρος ειδικός στην έρευνα της πορείας του ελληνισμού
διαμέσου των αιώνων και το πολύτομο έργο του εκδίδεται ακόμα και σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, ο ορθόδοξος κλήρος που στη
διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε διευρύνει τόσο τα προνόμιά του, έτσι ώστε τα
αντίστοιχα προνόμια που είχε επί βυζαντινών αυτοκρατόρων να φαίνονται ασήμαντα,
σύμφωνα με το Μαρξ6, έσπευσε να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση στη διδασκαλία
της Ιστορίας ήδη από την εποχή του υπερορθόδοξου Ι. Καποδίστρια, θέση που, mutatis mutandis7,
διατηρεί και έως σήμερα. Στη Βυζαντινή Ιστορία της Μέσης Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και
Λύκειο) π.χ. τα σχετικά με την Εικονομαχία κεφάλαια συνήθως παραλείπονται και
διδάσκονται αντίστοιχα θεολογικού περιεχομένου κεφάλαια από το βιβλίο των
Θρησκευτικών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, ότι τα κεφάλαια σχετικά με την
Εικονομαχία στον Παπαρρηγόπουλο, όπου εξαίρονται οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις
των Ισαύρων αυτοκρατόρων που χτύπησαν τον κλήρο, θεωρούνται διεθνώς από τα
καλύτερα της Ιστορίας του. Η καθυστέρηση του ελληνορθόδοξου ιδεολογικού
εποικοδομήματος απέναντι στην ελληνική αστική αντίληψη της Ιστορίας δεν έχει
χρεία άλλων μαρτύρων μετά από αυτό.
Το κύριο ιδεολόγημα που διδάσκεται ως κατευθυντήριο
νήμα της ελληνικής Ιστορίας -άλλοτε βροντερά και άλλοτε υποβολιμαία, ανάλογα με
τις πολιτικές συγκυρίες- είναι ο λεγόμενος «ελληνοχριστιανικός» ή, ακόμα
χειρότερα, «ελληνορθόδοξος πολιτισμός», μια δοξασία που θα είχε όλες τις
προϋποθέσεις να προκαλέσει τη γενική ιλαρότητα εφόσον συνεχίζει να διατυπώνεται
σοβαρά, αν οι ποικίλοι και αλλεπάλληλοι διωγμοί ενάντια σε όσους δεν την
αποδέχονταν, δε διακρίνονταν από το μεγάλο αριθμό τους διαχρονικά, καθώς και
από την εφευρετικότητα αυτών που τους εξαπέλυαν κάθε φορά. Οσο και αν μπορεί να
φαίνεται απίστευτο σε μια εποχή, οπότε ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά σήψη
και παρακμή και συντηρείται σε σημαντικό βαθμό από το βαρβαρικό και χυδαίο
στοιχείο η στριγκή σε εποχές ανοιχτής δικτατορίας και υπόκωφα απειλητική σε
εποχές κοινοβουλευτισμού θεωρία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού8, διδάσκεται
ακόμα στις Φιλοσοφικές σχολές, ιδιαίτερα σε αυτές των δυο αρχαιότερων ελληνικών
πανεπιστημίων, όπου κατακεραυνώνονται ex ca-thedra οι
εχθροί της, μαρξιστές.
Η μακρόπνοη αυτή προσπάθεια της ελληνικής άρχουσας
τάξης να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου την περίπου τραγελαφική θεωρία του
«ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» έχει την εξήγησή της. Αν από τον 4ο έως τον 7ο
αιώνα μ.Χ. η τότε ιστορικά δρώσα άρχουσα τάξη, δηλαδή η δουλοκτητικής
προέλευσης αρχαιοπρεπής συγκλητική αριστοκρατία που μιλάει ελληνικά στη μεγάλη
πλειοψηφία της, επιχειρεί με τη βοήθεια του ανώτερου κλήρου των επισκόπων να
επιβάλει δια πυρός και σιδήρου την Ορθοδοξία στους αιρετικούς φτωχούς
πληθυσμούς των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας (Συρία, Παλαιστίνη,
Αίγυπτος), που είναι αιρετικοί επειδή ο επίσημος ορθόδοξος χριστιανισμός δεν
άλλαξε περίπου την άθλια επιβίωσή τους, τότε η μεταφορά της στείρας αυτής
ιδεολογίας στις ανάγκες της ελληνικής αστικής τάξης του 19ου και του 20ού αιώνα
αντανακλά μια προσπάθεια της τάξης αυτής για υπεροχή και πρωτοκαθεδρία ανάμεσα
στους λαούς των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Παρόλο που οι αστικές τάξεις
συνηθίζουν να προβάλλουν ανεδαφικά εθνικιστικά ιδεολογήματα, από ό,τι είναι
σήμερα γνωστό, κανείς δε θεώρησε τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» και την
περιβόητη «Μεγάλη ιδέα» σαν συμπληρωματικά στοιχεία μιας ενιαίας πολιτικής
ιδεολογίας μιας άρχουσας τάξης που προσπαθούσε να κατοχυρώσει την ύπαρξη και
ηγεμονία της, χτυπώντας όχι τα φεουδαρχικά κατάλοιπα στη χώρα της, αλλά το
λαϊκό κίνημα και για το λόγο αυτό, καλλιεργούσε μια μεσσιανική αποστολή για τον
εαυτό της, κάποιο δήθεν λαμπρό πεπρωμένο στο εξωτερικό.
Για ολόκληρο το μεγάλο χρονικό διάστημα έως το
1974, οπότε η ανοιχτή δικτατορία μεταλλάχθηκε σε αστικό κοινοβουλευτισμό και το
ΚΚΕ βγήκε από την παρανομία, μαρξιστική ιστοριογραφία στην Ελλάδα περίπου δεν
υπήρχε, παρά τις πολύ αξιόλογες εξαιρέσεις του Γιάννη Κορδάτου και του Γιάννη
Ζέβγου, που όμως, πέρα από το ότι ήταν δυσπρόσιτες στο ευρύ κοινό, βρίσκονταν
κυριολεκτικά καταποντισμένες ανάμεσα σε ένα πλήθος επίσημων εγχειριδίων,
σχολικών βιβλίων, άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά κάθε είδους, διαλέξεων,
ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, εκκλησιαστικών κηρυγμάτων και ειδικών
εκδόσεων για την καταπολέμηση του «μισητού», του «βδελυρού» κλπ., κομμουνισμού.
Η γενικότερη όμως λαϊκή αγανάκτηση τότε προκαλούσε στην αστική τάξη την επείγουσα
ανάγκη να αλλάξει τακτική, εγκαταλείποντας τον υπερβολικά άκαμπτο και μάλιστα
βάναυσο μερικές φορές τρόπο, με τον οποίο προπαγάνδιζε ως τότε τις
αντιδραστικές της απόψεις. Καθώς δεν απολάμβανε πια την απόλυτη ασυδοσία που
διέθετε προηγούμενα, η αστική τάξη υποχρεώθηκε να αφήσει κάποιες διεξόδους,
ελεγχόμενες βέβαια. Ετσι, στην ελληνική «αριστερίζουσα» ιστοριογραφία
εμφανίζονται δυο τάσεις που και οι δυο τους έχουν σαν κύρια πηγή προέλευσης τη
σοσιαλδημοκρατία. Εμφανιζόμενη ως μαζικό κίνημα στην Ελλάδα, με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο που είχε εμφανιστεί και η αστική τάξη, δηλαδή καθυστερημένα
(επειδή οι παλιότερες απόπειρές της να ριζώσει στην Ελλάδα είχαν αποτύχει), η
σοσιαλδημοκρατία έφερνε μαζί της όλα τα παρακμιακά, εκφυλιστικά συμπτώματα των
δυτικοευρωπαίων ομογάλακτών της και, στη φάση συμπαιγνίας με την αστική τάξη
όπου βρισκόταν, ήταν φυσικό να συντελέσει, με τον τρόπο της, στη διατήρηση της
μαρξιστικής θεωρίας σε απόσταση από τις λαϊκές μάζες και κύρια, από τη νεολαία.
Η πρώτη τάση τής -υπό σοσιαλδημοκρατική πνευματική
ηγεσία- ελληνικής ιστοριογραφίας μετά το 1974, με αλλεπάλληλες αναπροσαρμογές
που όλες τους ήταν ενταγμένες κάτω από το βαρύγδουπο όνομα των «εκπαιδευτικών
μεταρρυθμίσεων», αποβλέπει στην υποβάθμιση του Μαρξισμού: Ο Μαρξισμός εμφανίζεται
βραχυλογικά στον αναγνώστη, που είναι πιθανό να γνωρίζει ελάχιστα γι’ αυτόν,
εμφανίζεται ως μια από τις πολλές υπάρχουσες θεωρίες για την Ιστορία, από τον Croce, τον Hume, τον Burke, τον Guizot, τον Vico.9 Ο
Μαρξισμός εμφανίζεται παράλληλα με το φιλελευθερισμό, τον ουμανισμό, το
ρομαντισμό, τη …διαλεκτική (εδώ αναφέρονται οι Maistre, Hegel, Hölderlin), ως
απλό τμήμα της υλιστικής αντίληψης στην Ιστορία, παράλληλα με τους D. F. Strauss και L. Feuerbach,
μερικές φορές μάλιστα, ως συμπέρασμα αναφέρονται με σκεπτικισμό οι φοβερές
περιπέτειες που υπέστη η ανθρωπότητα εξ αιτίας του ουτοπικού ζήλου των
Μαρξιστών. Ως σύγχρονες τέλος θεωρίες για την Ιστορία αναφέρονται διάφοροι,
όπως οι A. Comte, O. Spengler, M. Weber και
άλλοι πολλοί «κριτικοί» του Μαρξισμού. Η εντύπωση που απομένει στον αναγνώστη
είναι ότι ο Μαρξισμός αποτελεί μια από τις πάμπολλες αλληλοσυμπληρούμενες
θεωρίες που έχει και καλά, αλλά βεβαίως περισσότερα κακά, ακραία και επικίνδυνα
στοιχεία, και, βεβαίως επίσης καταδικαστέα, αν κρίνει κανείς από το πλήθος
εκείνων που του άσκησαν κριτική και τον «αναίρεσαν». Ετσι, και με πολύ πιο
πολιτισμένο τρόπο από τους εκκλησιαστικούς και εθνικιστικούς κρωγμούς,
«εξορκίζεται» το φάντασμα που δε λέει να σταματήσει να πλανάται πάνω από την
Ευρώπη εδώ και δυο αιώνες. Αξιοσημείωτο προς την κατεύθυνση αυτή είναι το
παράδειγμα του κ. Π. Τζερμιά.
Το βιβλίο του αποκαλείται: «"Karl Marx redivivus10".
Από τον "Υπαρκτό σοσιαλισμό" στην "Παγκοσμιοποίηση"», 2002,
εκδ. οίκος «Ι. Σιδέρης», γνωστός από πολλές εκδόσεις του σχετικά με «τους
κομμουνιστοσυμμορίτας». Η συγγραφική επίδοση του κ. Τζερμιά θα μπορούσε να
συνοψιστεί έτσι: Μια «εκσυγχρονισμένη» προσπάθεια της αστικής τάξης να
«αντιπαρατεθεί ιδεολογικά» στο Μαρξισμό, όχι απλά εγκαταλείποντας την
ευτελέστατη χυδαιότητα των προηγούμενων προσπαθειών, αλλά -πολύ περισσότερο-
επιρρίπτοντας ακριβώς κατηγορίες «φτηνών» επιχειρημάτων στους Μαρξιστές (όπως
π.χ. στο Δ. Γληνό σ. 61, παίρνοντας το μέρος του… Γ. Παπανδρέου του
πρεσβύτερου. «Tempora non mutaverunt mores»11 θα
μπορούσαμε να συμπληρώσουμε). Δια του κ. Τζερμιά, η ελληνική αστική τάξη
επιστρατεύει τη γερμανόφωνη μαρξολογία και όχι τα χιλιάδες γερμανόφωνα
μαρξιστικά πονήματα που έχουν δει το φως ως σήμερα. Οι γενικές γραμμές του
πονήματος: Ο Μαρξισμός είναι ένα Προκρούστειο δόγμα: Ο Προκρούστης ήταν ένας
δίκαιος που απλούστατα δεν καταλάβαινε ότι βασανίζει τους ανθρώπους. Ετσι
κακοποιείται, αλλά και πλαστογραφείται σε κάποιο βαθμό, όχι πολύ ο Μαρξ
(λατινικά Marx a domino Tzermia vitiatus, ή,
γερμανικά, Marx von Herrn Tzermias verfälscht)12.
Για να αποδείξει ότι είναι δόγμα ο Μαρξισμός, παραπέμπει στα πλείστα όσα
μαρξολογικά πονήματα και ανάμεσα σε ετερόκλητους, όπως Κ. Popper, Β. Brecht, Α. Koestler κ.ά.,
έχουμε και τους Κ. Καραμανλή τον πρεσβύτερο, το ζεύγος Ιωάννα Τσάτσου και Κωνσταντίνο
Τσάτσο, Α. Ανδριανόπουλο (που καταχειροκροτείται, σ. 267), Θ. Πάγκαλο, G. Soros, Γ.
Πανταγιά και πλείστους όσους, τελείως επίπεδα. Κάποια στιγμή, σε συνδυασμό με
το Φρέντυ Γερμανό (!) δεν αποφεύγει, όπως και πολλοί προηγούμενοι μαρξολόγοι,
να εκπέσει σε χυδαιότητες (σ. 282). «Das ist Deine Welt, so heisst eine Welt»13,
όπως έλεγε και ο Φάουστ στον πρώτο μονόλογό του. Ετσι όλες οι μαρτυρίες έχουν
την ίδια βαρύτητα, εκτός από εκείνες που ο κ. Τζερμιάς θεωρεί «μονοδιάστατες»,
«μονόχνωτες», «απολυτοποιημένες», «φτηνές», «μανιχαϊκές» και «δογματικές»,
δηλαδή τις μαρτυρίες των μαρξιστών που δε συνθηκολόγησαν σε ολόκληρη τη ζωή
τους και διώχθηκαν γι’ αυτό. Αυτό λοιπόν αποτελεί ολοκάθαρα πολιτική προσφορά
του κ. Τζερμιά στο υπάρχον καθεστώς (που ανδρώθηκε χτυπώντας το λαϊκό κίνημα).
Από εκεί και πέρα, ο εκδοτικός του οίκος τον αποκαλεί στο οπισθόφυλλο «διεθνούς
φήμης επιστήμονα», χωρίς να μνημονεύει τι είδους επιστημονικά πτυχία διαθέτει.
Γενικά, οι επιστήμονες δε συνηθίζουν να γράφουν «δεκάδες αυτοτελή έργα,
εκατοντάδες επιστημονικών μελετών και χιλιάδες άρθρα», όπως διαφημίζεται στο
εξώφυλλο. Ισως κάποιες εκατοντάδες και πάλι πολύ είναι. Ισως όμως ο κ. Τζερμιάς
να αποτελεί μια λαμπρή εξαίρεση του άχαρου κανόνα.
Ως συγγραφέας ο κ. Τζερμιάς είναι σχοινοτενής (prolixe) και
κουραστικός. Οι διαδοχικές «αναπτύξεις» του, όπως συνηθίζει να λέει (στα
γερμανικά Ausführungen), πολλές φορές επαναλαμβάνουν τα ίδια
και τα ίδια. Κάπου (σ. 386) ομολογεί ότι ο Μαρξ «πουλάει» (λεπτότατη έκφραση
ειρωνείας και ταυτόχρονα αγανάκτησης με προσπάθεια υποβάθμισης ενός
αδιαμφισβήτητου γεγονότος), ενώ κάπου άλλού (σ. 104 κ.ε.) επιχειρεί μια
υποβολιμαία προσπάθεια μέσα από την προσωπική ζωή του Μαρξ να φανεί ότι ήταν
άτομο ευτελές και αναξιόπιστο. Παράλληλα με την «προκρούστεια» λογική, όχι
μικρή θέση έχουν οι «αντιφάσεις», όπου ο Μαρξ «μπλέκεται».
Γενικό συμπέρασμα: Ας δεχτούμε να κατατάξουμε το
Μαρξ ανάμεσα στους σπουδαίους διανοητές (όπως π.χ. ο E. Bernstein),
παρ’ όλες τις ελλείψεις του (sic), αρκεί να εξοβελίσουμε την
επαναστατική διδασκαλία του. Ενας άλλος μεγάλος Γερμανός (όπως πολύ μεγάλος
Γερμανός ήταν ο Μαρξ), έγραψε κάποτε «Vernunft wird Unsinn»14.
Πρέπει αυτό να το γνωρίζει και ο κ. Τζερμιάς. Συμπερασματικά: Από επιστημονική
σκοπιά, το βιβλίο δεν ήταν δημοσιεύσιμο, καθώς δεν εμβαθύνει σε κανένα απολύτως
από τα πολλά θέματα, τα οποία υποτίθεται ότι πραγματεύεται πάνω στη βάση της
βιβλιογραφίας. Απανωτές παραπομπές και αλλεπάλληλα γεγονότα όχι και τόσο
σχετικά μεταξύ τους έχουν σαν σκοπό να παραδοθεί άνευ όρων ο όχι και τόσο εμβριθής
αναγνώστης. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια επιπλέον καθαρή αντικομμουνιστική
πολεμική, έστω και «εκσυγχρονισμένη», που έχει όμως τη θέση της μόνο σε
εφημερίδες.
Αυτό όμως που η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορούσε να
προσπεράσει αδιάφορα, αλλά ούτε και να το τοποθετήσει σε κάποιο ενδιάμεσο
σκαλοπάτι κάποιας ιεραρχικής κατάταξης -όπως είχε επιχειρήσει να τοποθετήσει το
Μαρξισμό ανάμεσα σε φυσιοδίφες, τεχνοτροπίες, φιλολογική κριτική κ.ά.- ήταν η
ακτινοβολία του γιγαντιαίου Κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στην περίοδο της
χιτλεροφασιστικής κατοχής, στο οποίο είχαν συμμετάσχει και σοσιαλδημοκράτες
ιδεολόγοι μαζί με την τότε σχετικά μικρή λαϊκή τους βάση. Ως το 1974 εξ άλλου η
επίσημη ιστοριογραφία του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και της
εθνικοφροσύνης έπαιρνε -ίσως όχι πάντα άμεσα, αλλά με αρκετή σαφήνεια- το μέρος
του δοσιλογισμού και της εθνοπροδοσίας. Ετσι, η σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ από
το 1974 και εξής άρχισε να καλλιεργεί σε όλο και μεγαλύτερη έκταση τη δεύτερη
ιστοριογραφική τάση που στηρίζεται στη «λαθολογία» και το «δογματισμό» του ΚΚΕ,
που οδήγησε το Κίνημα στην ήττα. Η εκδοχή αυτή, με αριστερίστικες και
κονφορμιστικές μικροαστικές καταβολές, υιοθετήθηκε αμέσως από τους κάθε είδους
οπορτουνιστές που έβρισκαν έτσι μια θαυμάσια ευκαιρία να περάσουν στην πλευρά
της άρχουσας τάξης διατηρώντας το φωτοστέφανο του «αριστερού». Η θεωρία της
«λαθολογίας» και του «δογματισμού» (πολλές φορές «σταλινικού δογματισμού») του
ΚΚΕ αποσκοπούσε, στο επίπεδο της ιστοριογραφίας, να διδάξει είτε ότι ο Μαρξισμός
δεν ήταν η κατάλληλη θεωρία για να επιτευχθούν οι στόχοι του κινήματος είτε ότι
ο Μαρξισμός δεν οδηγούσε σε κατάλληλη πολιτική για την εγκαθίδρυση του
σοσιαλισμού. Το τι εννοούσαν οι σοσιαλδημοκράτες ιστορικοί και οι σύμμαχοί τους
από το 1974 και εξής λέγοντας «σοσιαλισμός», έμελλε να φανεί στη συνέχεια.
Η σοσιαλδημοκρατία σε εκφυλισμένη μορφή
αντανακλούσε με έναν εξαιρετικά εύστοχο τρόπο τη μικροαστικοποίηση της
ιδεολογίας μιας σημαντικής μερίδας που θεωρούσε ότι επιτέλους «τώρα, ένας
ολόκληρος ΕΑΜογενής κόσμος συμμετέχει χάρη στο ΠΑΣΟΚ σε κοινωνικές διαδικασίες
από τις οποίες ήταν προηγουμένως αποκλεισμένος». Αρα, τα ΕΑΜικά ιδεώδη
πραγματοποιήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ. Οταν ο μικροαστικός εγωισμός αρχίζει να γράφει
Ιστορία, τότε μπορεί κανείς να εκτιμήσει τις αρετές των συντηρητικών ιστορικών.
Η μικροαστική ιστοριογραφία της σοσιαλδημοκρατίας
με τις δυο της τάσεις κυριάρχησε στην επίσημη εκφορά για περίπου δυο δεκαετίες,
ίσως και κάτι παραπάνω, ένα τέταρτο αιώνα, ίσως μέχρι λίγο αργότερα από τις
ανατροπές του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Αφήνοντας
τελείως άθικτο το περιεχόμενο της Αρχαίας και της Μεσαιωνικής Ιστορίας (τι θα
είχε να προσθέσει η ελληνική σοσιαλδημοκρατία στους βαρύγδουπους
Δυτικοευρωπαίους, κύρια συντηρητικούς ιστορικούς που κυριαρχούσαν απόλυτα στις
κλασικές και μεσαιωνικές σπουδές;), εισέβαλε βιαστικά στον εικοστό αιώνα για να
χαρακτηρίσει το ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ, σαν ένα κόμμα δογματικό και μονολιθικό με
την κακή απόχρωση των όρων αυτών, που, υπακούοντας σε ξένα προς την ελληνική
πραγματικότητα συμφέροντα (αυτό υπονοείται), δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις
ανάγκες της κοινωνίας, ενώ τα μέλη και οι οπαδοί του, που είχαν διαχρονικά μια
ηρωική συμπεριφορά, θυσιάστηκαν περίπου άδικα.
Για τη σοσιαλδημοκρατία, αντίθετα, τι εξαιρετικά
λαμπρή ιστορική προσωπικότητα ο …στρατηγός Πλαστήρας, στον οποίο αφιερώθηκαν
τιμητικές εκδηλώσεις, τηλεοπτικές εκπομπές και διάλογοι! Για να είναι κανείς
δίκαιος πρέπει να ομολογήσει ότι η σχετική βιβλιογραφία είχε την τύχη να μην
αυξηθεί αντίστοιχα. Μόλις ένα βήμα από την προσωπικότητα του Ν. Πλαστήρα
βρίσκεται η επίσης πολυ-υμνημένη προσωπικότητα του Γ. Παπανδρέου του
πρεσβύτερου, του αποκαλούμενου μερικές φορές και «γέρου της Δημοκρατίας». Εδώ η
κουτοπονηρία του μικροαστού διανοούμενου εντοπίζεται κύρια στο ότι, ενώ
προσποιείται ότι υμνεί άσπονδους εχθρούς της μοναρχίας (μόνο όταν αυτό τους
ήταν χρήσιμο), στην πραγματικότητα κάνει άνοιγμα στην αντίδραση, υμνώντας
αυτούς που με τα όπλα του R. Scobie
«έσωσαν» το αστικό καθεστώς από το λαϊκό κίνημα συμμαχώντας με τους ξένους
ιμπεριαλιστές. Στο επίπεδο συνεπώς της Ιστορίας που αποτελεί και ερμηνεία της
πολιτικής, η σοσιαλδημοκρατική διανόηση επιχειρεί προσέγγιση με την παραδοσιακή
αντίδραση.
Το κομβικό σημείο όμως που η ιστορική αντίληψη της
σοσιαλδημοκρατικής μικροαστικής διανόησης συνέπεσε απόλυτα με τη συντηρητική
ιστορική αντίληψη -και αυτό το τελευταίο σημαίνει καθαρά ότι η κορυφή
τουλάχιστον της σοσιαλδημοκρατίας έχει κατορθώσει επιτέλους να ενσωματωθεί στην
ελληνική άρχουσα τάξη, αδιάφορο αν αυτό το πέτυχε ως «νέα τζάκια» ή με κάποια
άλλου τύπου προσχώρηση- είναι η ιστορική προσωπικότητα και η πολιτική του Ε.
Βενιζέλου, που δεν είναι τυχαίο ότι ανακηρύχθηκε «εθνάρχης» σε ειδική για το
σκοπό αυτό συνεδρίαση της Βουλής, μειοψηφούντος του ΚΚΕ. Δεν υπάρχει ούτε ένα
σχεδόν βιβλίο Ιστορίας, όπου ο Βενιζέλος να μην αίρεται στα ύψη, τις
περισσότερες φορές εντελώς άκριτα ή με τελείως επιφανειακές κριτικές (π.χ.
οποία συμφορά το ότι προκάλεσε τις εκλογές του 1920 και τις έχασε15, οποίον
λάθος το αποτυχημένο κίνημα του 193516 και άλλα τέτοια). Το πράγμα όμως έχει
και κάποια βαθύτερη πτυχή: Οταν τόσο οι αντιδραστικοί όσο και οι
σοσιαλδημοκράτες δε διακρίνουν ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά στοιχεία στην
άσκηση πολιτικής από κάποιον, ανάλογα με τις συγκυρίες σε κάθε χρονική περίοδο
και -στη συγκεκριμένη περίπτωση- ανάμεσα στην πολιτική του Βενιζέλου την εποχή
1910-1915 (συλλογικός εκφραστής της αστικής τάξης για εθνική ολοκλήρωση), στη
συνέχεια την εποχή 1915-1920 (πιστός δορυφόρος ενός από τους δυο
ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς που αιματοκύλισαν τον κόσμο, με μόνο στόχο να
αποσπάσει η Ελλάδα εδαφικά οφέλη) και τέλος την εποχή 1928-1935 (προσέγγιση με
το Μουσολινικό φασισμό που ενέπνεε τον Πλαστήρα, σύμφωνο με το Μουσολίνι το
1934/5, ιδιώνυμο, φασιστικής έμπνευσης πραξικοπήματα βενιζελικών αξιωματικών,
προσπάθεια του ίδιου του Βενιζέλου να ηγηθεί της αστικής τάξης ενάντια στο
λαϊκό κίνημα), τότε είναι φανερό ότι οι σοσιαλδημοκράτες είναι εκείνοι που
παίρνουν το μέρος της Αντίδρασης και όχι το αντίστροφο. Ιδιαίτερα αντιδραστικοί
και σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να «περάσουν» στη νεολαία την τελευταία και
αντιδραστικότατη περίοδο του Βενιζέλου ως θετική.
Η σύμπλευση αυτή συντήρησης και σοσιαλδημοκρατίας
στο ιδεολογικό εποικοδόμημα της ερμηνείας της Ιστορίας είναι φυσικά απότοκος
της γενικότερης προσέγγισης, με την πάροδο του χρόνου, της σοσιαλδημοκρατίας με
την παραδοσιακή συντηρητική παράταξη σε διεθνές επίπεδο. Οταν προετοιμάζεται
μια συντριπτική επίθεση σε έναν εχθρό πολύ επικίνδυνο, όπως φαινόταν να είναι ο
υπαρκτός σοσιαλισμός ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, απαιτείται ανάμεσα στα
τόσα άλλα που επιτάσσει η συγκέντρωση δυνάμεων και μια ιδεολογική προσέγγιση
-αν όχι πλήρης ταύτιση- ανάμεσα σε όλους όσοι είναι αρχικά σύμφωνοι για τη
διατήρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Οι απίστευτες για πάρα πολύ κόσμο ανατροπές του
υπαρκτού σοσιαλισμού από το 1989 ως το 1991, πέρα από το ότι προκαλούν ακόμα
και σήμερα τεράστια σύγχυση και κρίση συνείδησης σε τρόπο ώστε το λαϊκό και
εργατικό κίνημα να έχει υποχωρήσει άτακτα διεθνώς, έφεραν και μια νέου τύπου
αντιδραστική ιδεολογική επίθεση: Από ό,τι είναι ως σήμερα γνωστό, ο κύριος
εκφραστής της νέας αυτής θεωρητικής κατασκευής ονομάζεται Francis Fukuyama και η
θεωρία του ονομάζεται «το τέλος της Ιστορίας» (ούτε λίγο ούτε πολύ). Σύμφωνα με
τον κ. Φουκουγιάμα, η Ιστορία ως επιστήμη υπήρχε -ή είχε λόγο ή δικαίωμα να
υπάρχει- όσον καιρό υπήρχε αυτός ο παγκόσμιας κλίμακας οικονομικός, πολιτικός,
κοινωνικός και ιδεολογικός ανταγωνισμός. Με τη νίκη της «δυτικού τύπου
δημοκρατίας» και του «δυτικού τρόπου ζωής» που κυριάρχησαν σε σχεδόν ολόκληρο
τον πλανήτη (πλανητοποίηση ή παγκοσμιοποίηση, από όπου και ο κάθε φορά πρόεδρος
των ΗΠΑ αποκαλείται και «πλανητάρχης»), οτιδήποτε αποκαλούσαμε προηγούμενα
«Ιστορία» έχει πάψει να υπάρχει μπροστά στον ενιαίο τρόπο ζωής που θα
ακολουθήσουμε στο εξής όλοι μαζί οι κάτοικοι του πλανήτη.
Παραμένει άγνωστο το πόσοι από όσους διάβασαν κάπου
τις απόψεις του κ. Φουκουγιάμα μπόρεσαν να δουν σε αυτό το κήρυγμα υποταγής και
εθελοδουλείας μια μεταφορά στον εικοστό και στον εικοστό πρώτο αιώνα του
γνωστού «Urbs aeterna orbem imperat»17.
Το βέβαιο είναι ότι, στην Ελλάδα τουλάχιστον, έσπευσε να επιδοκιμάσει, να
επαινέσει και να συστήσει θερμά προς ανάγνωση τις απόψεις του κ. Φουκουγιάμα
όχι κανένας άλλος αλλά ο …κ. Γ. Α. Παπανδρέου ο νεότερος, με μακροσκελές άρθρο
του στο «Βήμα της Κυριακής» και ο κ. Παπανδρέου ο νεότερος δε συνηθίζει να
αρθρογραφεί συχνά. Φυσικά, στη χώρα όπου τόσες δικτατορίες δεν κατάφεραν να
εξοντώσουν το Μαρξισμό, θα ήταν παράδοξο να βρουν κάποια απήχηση οι απόψεις
περί της Ιστορίας των κ.κ. Φουκουγιάμα - Παπανδρέου. Η έλλειψη απήχησης όμως
μιας θεωρίας που δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να επαληθευτεί, καθώς το
λαϊκό κίνημα έδειχνε ήδη κάποιες σποραδικές τάσεις να σηκώσει δειλά-δειλά το
κεφάλι και ο ιμπεριαλισμός βυσσοδομούσε ήδη με νέους τυχοδιωκτικούς
κατακτητικούς πολέμους, δεν ελαχιστοποιεί τη σημασία μιας φιλότιμης,
πραγματικά, προσπάθειας να «ριζώσει» στην Ελλάδα μια θεωρία αντίστοιχη με
εκείνη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, για την ανασφάλιστη εργασία των νέων μέχρι
τα 30 χρόνια, για τα δημιουργικά χρόνια εργασίας μετά τα 70 χρόνια, με τη
διατήρηση χασίς στα μπαλκόνια και τις ταράτσες των πολυκατοικιών, για την
έλλειψη taboo σε ό,τι αφορά την αλλαγή των συνόρων και την απεμπόληση
κάποιου τμήματος της εθνικής κυριαρχίας. Χωρίς αμφιβολία, αν πιστοποιεί κάποιο
τέλος η σημερινή ελληνική σοσιαλδημοκρατία δια του τότε μελλοντικού προέδρου
της, αυτό δεν αποκλείεται καθόλου να είναι της δικής της ιστορίας το τέλος.
Ισως επειδή έμοιαζε πολύ με κάλεσμα «προς κάμψιν
του αυχένος» στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ίσως πάλι για κάποιους άλλους
λόγους, η θεωρία του λεγόμενου «τέλους της Ιστορίας» ή εγκαταλείφθηκε αμέσως ή
έπεσε μόνη της στο κενό ή αποσύρθηκε για να χρησιμοποιηθεί και πάλι σε μια
ευνοϊκότερη συγκυρία, αδιάφορο το τι της συνέβη πραγματικά. Στο προσκήνιο μετά
τις ανατροπές του υπαρκτού σοσιαλισμού αρχίζει να προβάλλει όλο και περισσότερο
η θεωρία της «σύγκρουσης των πολιτισμών» (clashes of civilizations) του
γνωστού και μη εξαιρετέου κ. Samuel Huntington.
Εχοντας ως σημείο εκκίνησης τις παλιότερες απόψεις του Arnold Toynbee
σχετικά με τους λεγόμενους «ανταγωνισμούς ανάμεσα σε πολιτισμούς» (encounters between civilizations), o Huntington
σπεύδει να προβάλει στις σημερινές συνθήκες την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ που
ηγούνται του πιο προηγμένου και ανεπτυγμένου πολιτισμού, ο οποίος υφίσταται το
φθόνο, την υπονόμευση και την εχθρότητα των υπόλοιπων κατώτερών του πολιτισμών.
Επιχειρώντας να κινητοποιήσει τις «δυτικές κοινωνίες» ενάντια στους κατώτερους
πολιτισμούς, ο συγγραφέας εξοπλίζει τα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη απέναντι
στην ταξική πάλη. Οπως προηγούμενα ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσε με πυραύλους και
στρατούς να σώσει την οικουμένη από τον κομμουνισμό, έτσι και τώρα είναι
έτοιμος να κάνει το ίδιο ενάντια στους «κατώτερους πολιτισμούς» που τον
απειλούν, τσακίζοντας με όποιον τρόπο μπορεί -αλλά χωρίς να το ομολογεί σε κάθε
περίπτωση- το λαϊκό και εργατικό κίνημα. Τα συμπεράσματα είναι βεβαίως προφανή
και αφορούν την ίδια τη βάρβαρη φύση του ιμπεριαλισμού που παραμένει πάντα η
ίδια.
«Τι είναι κοινωνία, οποιαδήποτε και αν είναι η
μορφή της;», έγραφε ο Μαρξ στον Πάβελ Βασίλιεβιτς Αννένκοφ στις 28 Δεκέμβρη του
1846. «Είναι το προϊόν των αμοιβαίων πράξεων των ανθρώπων. Είναι οι άνθρωποι
ελεύθεροι να επιλέξουν αυτήν ή την άλλη μορφή κοινωνίας; Σε καμιά
περίπτωση. Φαντάσου ένα συγκεκριμένο επίπεδο των παραγωγικών
δυνάμεων των ανθρώπων και θα έχεις μια συγκεκριμένη μορφή εμπορίου και
κατανάλωσης. Φαντάσου ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης της παραγωγής και θα
έχεις ένα αντίστοιχο κοινωνικό σύστημα, μια αντίστοιχη οργάνωση της
οικογένειας, των κοινωνικών ομάδων ή τάξεων, με μια λέξη μια αντίστοιχη
κοινωνία πολιτών. Φαντάσου μια τέτοια κοινωνία πολιτών και θα έχεις ένα
αντίστοιχο με αυτήν πολιτικό σύστημα, ένα σύστημα που δεν είναι παρά η επίσημη
απεικόνιση της δοσμένης αυτής κοινωνίας πολιτών».
Το απόσπασμα παρατέθηκε ολόκληρο για να φανεί το
πόσο χονδροειδής είναι η θεωρία του Huntington που αντιπαραθέτει τις
υποτιθέμενες κατώτερες πολιτιστικά κοινωνίες (το ότι είναι κατώτερες δεν
λέγεται απερίφραστα, αλλά υπονοείται, καθώς δεν είναι «ελεύθερες» με τον τρόπο
που εννοούν την ελευθερία οι ΗΠΑ, αλλά προέρχονται από μια ανελεύθερη ιστορική
εξέλιξη) στις ανώτερες που -εκ των πραγμάτων πια- πρέπει να «αμυνθούν» απέναντι
στη βίαιη επιθετικότητα αυτών των «κατώτερων» κοινωνιών και να τους επιβάλουν
«εκ των άνω» ελευθερία και δημοκρατία, κατά το υπόδειγμα του «ελεύθερου
κόσμου». Mutatis mutandis,
πρόκειται για την ίδια περίπου επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούνταν και
απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό («κομμουνιστική τυραννία», «σιδηρούν
παραπέτασμα» κλπ.). Ετσι, με τελείως αντιεπιστημονικό τρόπο (ό,τι φαίνεται
μερικές φορές, αυτό είναι) η ιστορική εξέλιξη διαιρείται σε ελεύθερη και
ανελεύθερη!!!
Παρόλο που η θεωρία της λεγόμενης «σύγκρουσης των
πολιτισμών» επισημαίνεται άλλοτε με περιδεή και άλλοτε με υποβολιμαίο τρόπο σε
σποραδικά άρθρα σοβαροφανών αναλυτών, σε εφημερίδες μεγάλων εκδοτικών
συγκροτημάτων Τύπου και σε «παράθυρα» ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, στην
Ελλάδα τουλάχιστον δεν είχε καλύτερη τύχη από την ελαφρά προγενέστερη «αδελφή
εν όπλοις» θεωρία του δήθεν «τέλους της Ιστορίας». Τη σύγκρουση των πολιτισμών,
του κατώτερου με τον «ανώτερο και ελεύθερο» αμερικανικό, δε βγήκε ακόμα να τη
διατυμπανίσει κανένα επίλεκτο στέλεχος κάποιας μεγάλης πολιτικής Οικογένειας,
ούτε γέρος της Δημοκρατίας (που τον χώριζε από τον κομμουνισμό «το μέγα θέμα
της ελευθερίας», όπως έλεγε ο ίδιος) ούτε νεότερος πρόεδρος της Σοσιαλιστικής
Διεθνούς, όπως έγινε με τη θεωρία του Φουκουγιάμα και ο λόγος δεν πρέπει να
οφείλεται αποκλειστικά στο ότι οι Ελληνες -εξ αιτίας της μακρόχρονης πείρας
τους- μπορούν άνετα να ξεχωρίσουν τι είναι Ιστορία και τι ιμπεριαλιστική
προπαγάνδα. Χωρίς δισταγμό θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ένα αρκετά μεγάλο
ποσοστό της απόρριψης των αντιεπιστημονικών αυτών (και τόσο εύκολων στη σύλληψή
τους, ώστε να φαίνεται αμέσως για ποιο λόγο επινοήθηκαν) θεωριών στην Ελλάδα
οφείλεται στο ότι, με κύρια πρωτοβουλία του ΚΚΕ, εκδόθηκαν μια σειρά μαρξιστικά
βιβλία που διαβάστηκαν πολύ, ιδιαίτερα από τη νεολαία, από την Αγνωστη Ιστορία
του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ, μέχρι ορισμένα άλλα, σχετικά με διάφορες
περιόδους της ελληνικής Ιστορίας. Ετσι, η διαχρονική προσπάθεια της
καθυστερημένης και παρακμασμένης σοσιαλδημοκρατίας να διδάξει αμερικανόπνευστη
Ιστορία στην Ελλάδα πρέπει να περιμένει -στην καλύτερη περίπτωση γι’ αυτήν-
κάποια καλύτερη ευκαιρία στο μέλλον.
Η ύπαρξη όμως του επίσης αμερικανόπνευστου (ή
καλύτερα αγγλοσαξωνικού τύπου) δικομματικού αστικού πολιτικού συστήματος, όπου
και τα δυο κόμματα υπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο και διαφέρουν μεταξύ τους μόνο
σε επουσιώδη σημεία, όπως ήδη έγραφε ο Ενγκελς για το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ
στις 18 Μάρτη του 1891,18 οδηγεί σε εναλλαγή στους ίδιους ρόλους ή σε αλλαγές
στη σκυτάλη, πολύ περισσότερο εφόσον υπάρχουν ιδεολογικά κέντρα ως συλλογικοί
εκφραστές της αστικής τάξης που μοιράζουν κάθε φορά τους ρόλους (συντηρητικοί -
νεοφιλελεύθεροι ή, εναλλακτικά, σοσιαλδημοκράτες που εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερη
πολιτική) και τις τακτικές (συναίνεση ή ανούσια αντιπαράθεση στα τελείως
δευτερεύοντα). Ετσι, δε θα αργούσε να εμφανιστεί και μια νέα «εξ Αμερικής»
διαπρεπής πρόταση γραψίματος της Ιστορίας.
Οπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, η νέα
θεωρία που προβάλλεται τελευταία στην Ελλάδα -από τους συντηρητικούς της
εφημερίδας «Το Βήμα» και αυτή τη φορά- έχει σχέση: α) με το ότι η Ιστορία
πρέπει να ξαναγραφτεί και πάλι, με διαφορετικό τρόπο τώρα και β) με το ότι οι
απαρχές αυτής της κίνησης συνδέονται με το πανεπιστήμιο Yale,
δηλαδή με ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, όπου διδάσκουν και Ελληνοαμερικανοί που
διευθύνουν το εγχείρημα. Το πόσο διαπρεπής και αξιόπιστη είναι η νέα αυτή
πρόταση ή θεωρία εξαρτάται φυσικά από το βάθος και την ποιότητα των
επιστημονικών ερευνών που οδηγούν σε αυτήν.
Το σάλπισμα για τη νέα αυτή ιδεολογική επίθεση
δίνεται και πάλι από το «Βήμα»: «Πώς είναι δυνατόν στην Ελλάδα η Ιστορία να
γράφεται από τους ηττημένους (του Εμφύλιου Πολέμου) που γράφουν τόσα βιβλία και
όχι από τους νικητές;», θα διερωτηθεί με την ιερή αγανάκτηση που διακρίνει όχι
σπάνια τα άρθρα του ο κ. Γ. Μαρίνος, πρώην διευθυντής του «Οικονομικού
Ταχυδρόμου». Εδώ η «sancta simplicitas»19
του αυτοδίδακτου μόλις που καταφέρνει να κρύψει τις προθέσεις του ιεροεξεταστή.
Με το θέμα θα ασχοληθεί δια βραχέων και ο κ. Γ. Πρετεντέρης στο γνωστό
απαράμιλλο στυλ του «οι ηττημένοι που ζητάνε και τα ρέστα», αλλά αμφότεροι οι
ανωτέρω εμβριθείς αναλυτές δεν εκφράζουν παρά μόνο την αρχή μιας νέας
προσπάθειας της Αντίδρασης να επιβάλει έναν τρόπο ιστορικής σκέψης και έρευνας,
αντίστοιχο του επιπέδου που κυριαρχεί σήμερα εκεί όπου βασιλεύει ο
ιμπεριαλισμός.
Σε μια εποχή όπως η σημερινή, όταν η επιστημονική
έρευνα, συνεχώς ιδιωτικοποιούμενη, τείνει όλο και περισσότερο να περάσει
ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης, ο κοσμοπολιτισμός της τελευταίας
προωθεί τα πάσης φύσεως συνέδρια, «συμπόσια» ή «επιστημονικές συναντήσεις» που
οφείλονται κύρια στη γενναιοδωρία ιδιωτικών ιδρυμάτων και οργανισμών, κάποτε
και με κρατική επιχορήγηση και τα συνέδρια αυτά έχουν στο στενό και ευρύ κοινό
πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα από τις μελέτες που δημοσιεύονται στα γνωστά
επιστημονικά περιοδικά, εφόσον οι διοργανωτές τους τα παρουσιάζουν στον
ημερήσιο τύπο και στα τηλεοπτικά κανάλια και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Αντίθετα, οι μελέτες στα επιστημονικά περιοδικά γίνονται γνωστές μόνο σε έναν
πολύ στενό κύκλο επιστημόνων, ενώ τα συνέδρια αυτά χρηματοδοτούνται πολλές
φορές με προφανείς σκοπιμότητες. Τα συνέδρια, στα οποία προωθείται αυτό το
λεγόμενο «ξαναγράψιμο της νεότερης Ιστορίας» σύμφωνα με το πρωτότυπο «επί
μέρους» υλικό (δηλ. τις δευτερεύουσας σημασίας ιστορικές πηγές) και στα οποία
πρωτοστατεί ο κ. Σ. Καλύβας (καθηγητής, όχι Ιστορίας αλλά Πολιτικής Επιστήμης, nota bene),
απολαμβάνουν ευρύτατης δημοσιότητας που αναλαμβάνει η εφημερίδα «το Βήμα» (βλ.
π.χ. 9.7.06), η οποία, μάλλον όχι τυχαία όπως αρχίζει να προκύπτει,
διαμαρτυρόταν για τις ιστορικές δραστηριότητες και τις ιστορικές διεκδικήσεις
των ηττημένων του Εμφύλιου Πολέμου.
Επειδή -για να μην παρασυρόμαστε από το
βαθυστόχαστο του κ. Μαρίνου- είναι γνωστό ότι την εξουσία την έχουν οι νικητές,
ίσως όχι του 1946-1949, αλλά εκείνοι του 1989-1991, αρκεί ίσως ένα και μόνο
παράδειγμα για το πώς επιχειρείται σύμφωνα με τη νέα αυτή θεωρία του
«ξαναγραψίματος της Ιστορίας από δευτερεύουσες πηγές» να εξουδετερωθεί και να
κατασυκοφαντηθεί και πάλι ο θρύλος της Εθνικής Αντίστασης: Με χρησιμοποιούμενες
πηγές τα πρακτικά τοπικών δικαστηρίων (για την αιμοσταγή μεροληψία των οποίων
πολλά από αυτά αποκλήθηκαν τότε «θανατοδικεία») που καταδίκαζαν μαζικά τους
αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, οι ερευνητές υπό την αιγίδα του κ. Καλύβα
καταλήγουν στο ότι αυτοί που καταδικάστηκαν, καταδικάστηκαν κύρια εξ αιτίας
προσωπικών ζηλοφθονιών, μίσους και εκδικητικής μανίας (μια οικογένεια
«εθνικοφρόνων» π.χ. αρνείται να δώσει την κόρη της σε γάμο σε κάποιον, οπότε
αυτός για να τους εκδικηθεί …οργανώνεται στο ΕΑΜ και τους σφάζει. Το επίπεδο
είναι το ίδιο με εκείνο των serials που παίζονται τα απογεύματα στην
τηλεόραση του Kansas City). Το
παράδειγμα αυτό που χρησιμοποιείται ως pars pro toto20
είναι το ίδιο σοβαρό, όσο κάτι άλλες περιβόητα γνωστές παλιότερες
πλαστογραφίες, για δήθεν εθνοπροδοσίες του ΚΚΕ που μόνο πολύ ελάχιστοι (ανάμεσα
στους οποίους και ο κ. Μαρίνος) δε γνώριζαν επίσημα ότι ήταν πλαστογραφίες,
αλλά που κυκλοφορούσαν υποβολιμαία για πολλά χρόνια, όπως εξ άλλου και η
ολόπλευρη κατασυκοφάντηση της Εθνικής Αντίστασης από κράτος, εκκλησία,
ραδιόφωνο, σχολείο, πανεπιστήμιο, τύπο (όχι ολόκληρο), επί τρεις τουλάχιστον
δεκαετίες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το ότι και μόνο η εμφάνιση ορισμένων
βιβλίων από την αντίθετη πλευρά προκάλεσαν ρίγη αποτροπιασμού και κρωγμούς για
τους ηττημένους που γράφουν μαζικά Ιστορία.
Επειδή αυτό το τελευταίο εγχείρημα του
«ξαναγραψίματος της Ιστορίας» προς όφελος των νικητών βρίσκεται ακόμα σε
εξέλιξη, τα οποιαδήποτε συμπεράσματα θα ήταν επισφαλή. Κρίνοντας από το τι
γίνεται ως τώρα, φαίνεται ότι η προσπάθεια βρίσκεται στο στάδιο της συσπείρωσης
και εκπαίδευσης ενός όσο γίνεται μεγαλύτερου αριθμού νέων ιστορικών - που
πιθανότατα η εξαρτημένη από την άρχουσα τάξη πανεπιστημιακή intelligencia θα
επιχειρήσει σε λίγο καιρό να παρουσιάσει ως «αυθεντίες», όπως έχει κάνει πολλές
φορές στο παρελθόν, ώστε να καταλάβουν πανεπιστημιακές έδρες όπου ως τώρα
δεσπόζουν οι προπαγανδιστές του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», για την
προώθηση των «ερευνών» αυτού του είδους. Ετσι ανακυκλώνεται καρκινοβατώντας επί
τόπου επιστημονικά και το ανθρώπινο δυναμικό των ιστορικών της πλευράς των
νικητών που αποτελούν παμψηφία, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις, στους
πανεπιστημιακούς χώρους. Σε ό,τι αφορά τη Μέση Εκπαίδευση, η κατάσταση θα
μπορούσε να είναι αρκετά καλύτερη αλλά -πέρα από το αληθινό γεγονός ότι η
Ιστορία όλο και λιγότερο αποτελεί πεδίο ενδιαφέροντος για τους σημερινούς
μαθητές που πιέζονται αφόρητα και από παντού μπροστά στις Πανελλήνιες
εξετάσεις, έτσι, ώστε τα όσα θα διδάξει κάποιος προοδευτικός καθηγητής να
περάσουν σχεδόν απαρατήρητα- ο προοδευτικός δάσκαλος ή καθηγητής θα πρέπει να
προσέχει πολύ το τι θα πει και πώς θα το πει, και στα δημόσια, αλλά ιδιαίτερα
στα περιζήτητα «ιδιωτικά» σχολεία που -σύμφωνα με το αντιηρωικό πνεύμα της
εποχής μας- προσελκύουν τα βαλάντια και των «μη προνομιούχων».
Εχοντας αποτύχει να προωθήσει τις όποιες
αντιδραστικές θεωρίες για την Ιστορία που ήρθαν απ’ έξω, η επίσημα διδασκόμενη
ακαδημαϊκή Ιστορία στην Ελλάδα αρχίζει να δείχνει κάπως σαν απομονωμένη από τη
λαϊκή προσοχή και τα λαϊκά ενδιαφέροντα, ενώ οι προσπάθειες του «Βήματος»
φτάνουν σε μάλλον λίγα «ευήκοα ώτα». Αναπαράγοντας μόνιμα αλλά και τμηματικά τη
θεωρία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία προκαλεί
την περιφρόνηση της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής νεολαίας που -αν
προηγούμενα δεχόταν παθητικά αυτή την «εκ των άνω» επιστημονικά αστήρικτη και
αυταρχική διδαχή- τώρα αρχίζει και πάλι να διεκδικεί τον παραδοσιακά (καθώς η
νεολαία δεν αποτελεί κοινωνική τάξη) πρωτοποριακό της ρόλο σε μια κοινωνία όπου
και το λαϊκό κίνημα δείχνει ότι αρχίζει να ξεπερνάει, έστω και με πολύ αργούς
ρυθμούς, την κρίση διαρκείας από το 1989-1991. Κάποιοι αρχίζουν να βλέπουν ότι
το οποιοδήποτε αντιδραστικό απόφθεγμα για την Ιστορία ταιριάζει με τις
κραυγαλέα αντιδραστικές κατευθύνσεις της πολιτικής της άρχουσας τάξης και των
κομμάτων που τη στηρίζουν. Παραδείγματα που προέρχονται από πολλές πλευρές
συνοψίζουν παραστατικά την εικόνα. Οταν π.χ. σε μια συλλογική συμβολή διαφόρων
πανεπιστημιακών καθηγητών να γραφτεί η ιστορία του Καρλομάγνου (που
δημοσιεύθηκε στις «7 μέρες της Καθημερινής») διαβάζουμε στην εισαγωγή «για μας,
που ανήκουμε στη Δύση», είναι επόμενο να μπορεί να σκεφθεί ο αναγνώστης ότι αν
θεωρεί ότι δεν «ανήκει στη Δύση», μπορεί να επιληφθούν οι praetores urbani21 του
κ. Υπουργού Δημόσιας Τάξης (κάποτε είχαν χαρακτηριστεί και «αρχάγγελοι»). Αν η
Ιστορία αποτελείται από «τον τονισμό των μειζόνων και την αποσιώπηση των ελασσόνων»,
όπως έλεγε ένας συντηρητικός ιστορικός, καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών, τότε
στο παράδειγμα που μόλις παρατέθηκε και αφορά τον …Καρλομάγνο, το στοιχείο του
ελαφρά γελοίου που γράφεται στην εισαγωγή προκαλεί το συνειρμό μιας όχι και
τόσο μακρινής αστυνομικής απειλής και δείχνει με σαφήνεια ποια είναι εκείνα τα
στοιχεία της Ιστορίας που η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία επιδιώκει να προβάλει και
να τονίσει. Από ό,τι προηγήθηκε πιο πάνω, μάλλον οι καιροί δεν είναι τόσο
ευνοϊκοί γι’ αυτήν, γι’ αυτό και μια από τις μείζονες πρόσφατες προσπάθειές της
ήταν να «τελειώσει» την Ιστορία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Οπως λέει ο Μαρξ (K. Marx, «A Contribution to the Critique of Political Economy», Moscow 1977, 215): Η
σχέση της υπάρχουσας έως τώρα ιδεαλιστικής ιστοριογραφίας με τη ρεαλιστική
ιστοριογραφία. Ειδικότερα, το τι είναι γνωστό ως ιστορία του πολιτισμού, η
παλιά ιστορία της θρησκείας και των κρατών.
2. G. W. F. Hegel: «Vorlesungen über die Philosophie der
Geschichte». Einführung von Th. Litt, Stuttgart 1961, 39, 100-101, 105 passim (Διαλέξεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας. Εισαγωγή του Τ. Λιτ).
3. F. Engels: «Critical Review of Karl Marx», (έργο σημ. 1), Collected
Works 16, Moscow
1980, 474-475.
4. K. Marx - F. Engels: «The German Ideology», (b) History, Collected
Works 5, Moscow
1976, 43-45, 50-62.
5. F. Engels, στον Conrad Schmidt, 5 Αυγούστου 1890.
6. K. Marx, στον F. Engels, 3 Μαΐου 1854, Collected Works 39, Moscow 1983, 447.
7. Σημ. Σύντ. Τηρουμένων των αναλογιών.
8. Για το λεγόμενο «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» και τι μπορεί
να σημαίνει από μαρξιστική σκοπιά, πρβλ. Τ. Λουγγής: «Επισκόπηση Βυζαντινής
Ιστορίας (324-1204)», β΄ έκδοση «Σύγχρονη Εποχή» 1998, σελ. 110.
9. Βλ. π.χ. C. Antoni: «L’ Historisme», Genève 1963, passim. Ορισμένοι από
τους αναφερόμενους (Burke, Guizot) είναι
ιδιαίτερα αντιδραστικοί.
10. Redivivus = Μεταχειρισμένος ή από δεύτερο χέρι (The Oxford Latin Dictionary, Oxford 1984, s.v.: re-used, second-hand).
11. Σημ. Σύντ. «Οι καιροί δεν έχουν αλλάξει τα ήθη».
12. Σημ. Σύντ. Ο Μαρξ πλαστογραφημένος από τον κύριο
Τζερμιά.
13. Σημ. Σύντ. «Να ο κόσμος σου, κι αυτό κόσμος θα πει».
14. Σημ. Σύντ. «Η λογική γίνεται παράλογο».
15. Το Δεκέμβριο του 1920, ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές
από τη βασιλόφρονα Δεξιά που είχε σαν βασικό της σύνθημα το περιβόητο «οίκαδε»
(να επιστρέψουν οι στρατιώτες μας από τη Μικρά Ασία). Φυσικά, όταν κέρδισαν τις
εκλογές, οι βασιλικοί συνέχισαν με μεγαλύτερη προσήλωση την τυχοδιωκτική
Μικρασιατική εκστρατεία, ως το μοιραίο τέλος της.
16. Το Μάρτιο του 1935 επιχειρήθηκε κίνημα από βενιζελικούς
αξιωματικούς (Σ. Σαράφης, Ι. Στεφανάκος Χρ. Τσιγάντες κ.ά.) που απέτυχε και,
έτσι, άνοιξε ο δρόμος στον Γ. Κονδύλη να επαναφέρει ως πολίτευμα τη Βασιλεία με
ένα κραυγαλέα νόθο δημοψήφισμα.
17. Σημ. Σύντ. «Η αιώνια πόλη εξουσιάζει τον κόσμο».
18. F. Engels: «Preface to the "Civil War in France"of Karl Marx», 18.3.1891:
«…βρίσκουμε εκεί (στις ΗΠΑ) δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους
που παίρνουν εναλλάξ την κατοχή της κρατικής εξουσίας και την εκμεταλλεύονται
με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, και το έθνος
είναι ανίσχυρο απέναντι σε αυτά τα δυο μεγάλα καρτέλ πολιτικών, που για το
ειδέσθαι είναι υπηρέτες του, αλλά στην πραγματικότητα κυριαρχούν πάνω του και
το λεηλατούν».
19. Σημ. Σύντ. «Αγία απλοϊκότητα».
20. Σημ. Σύντ. Μέρος αντί όλου.
21. Σημ. Σύντ. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί.