«Σήμερα
στις 4 η ώρα έπαψε να χτυπάει η φλογερή καρδιά ενός μεγάλου αγωνιστή
του λαού της Ελλάδας και της φιλειρηνικής ανθρωπότητας. (...) Ο
Μπελογιάννης έπεσε από τα αμερικάνικα βόλια που τα έριξαν οι δήμιοι
Πλαστήρας - Βενιζέλος. Ο Μπελογιάννης όμως ζει μέσα στις καρδιές
εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο Μπελογιάννης πέρασε στο πάνθεον των
μεγάλων ηρώων της προοδευτικής ανθρωπότητας» (Ανακοίνωση του ΠΓ της
ΚΕ του ΚΚΕ στις 30 Μάρτη του 1952, «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,
σελ. 252, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ετσι πέρασε στην
αιωνιότητα ο άνθρωπος που τον ξέρανε τα ελάτια, τα πλατάνια, καθώς ίδιος
μ' αυτά, περήφανος, στητός, αχούσαν απ' τη φωνή του τα ρουμάνια, «μπρος
για τη νίκη, για το κόμμα μπρος».
Ηταν 4.12, αχάραγα του Σαββάτου
προς Κυριακή 30 Μάρτη του 1952, όταν έπεσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα ο
Νίκος Μπελογιάννης, ο Ηλίας Αργυριάδης, ο Νίκος Καλούμενος και ο
Δημήτρης Μπάτσης.
Ο Μπελογιάννης έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας
στις 20 Δεκέμβρη 1950. Οι αστυνομικοί, που είχαν στήσει καρτέρι, τον
συνέλαβαν μόλις μπήκε στο σπίτι της οδού Πλαπούτα 30, κοντά στη Λεωφόρο
Αλεξάνδρας. Το σπίτι λειτουργούσε ως γιάφκα του παράνομου κομματικού
μηχανισμού.
Η σύλληψη ανακοινώθηκε από τον Τύπο στις 4 Γενάρη
1951. Στην εφημερίδα «Εμπρός» διαβάζουμε: «Απεκαλύφθη εις Αθήνας
κομμουνιστική οργάνωσις (...) Στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος
εκόμισεν εκ του εξωτερικού οδηγίας και χρήματα (...) τας οδηγίας και τα
χρήματα (...) έφερε ο εξ Αμαλιάδος κομμουνιστής Νικόλαος Μπελογιάννης
"συνταγματάρχης" του ΕΛΑΣ και ήδη μέλος του Πολιτικού Γραφείου του
κόμματος».
Μαζί με τον Μπελογιάννη παραπέμφθηκαν και δικάστηκαν
ακόμα 92 σύντροφοι. Οι 93 κομμουνιστές παραπέμφθηκαν στη δίκη με βάση το
νόμο 509/1947, ότι επεδίωξαν
«την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος».
Τα πραγματικά δεδομένα
|
Το
δημοσίευμα στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» στις 4 Γενάρη 1951. Στο ίδιο
περιέχεται αναλυτικά η εκπομπή του ραδιοσταθμού του Κόμματος από το
Βουκουρέστι
|
Μετά από την ήττα του
ΔΣΕ, το ΚΚΕ προσανατολίστηκε από την πρώτη στιγμή στη συγκρότηση
παράνομων Κομματικών Οργανώσεων. Οι παράνομες Κομματικές Οργανώσεις
αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης και της οργάνωσης του λαού στις
δύσκολες ώρες που ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και η ελληνική αστική
τάξη προσπαθούσαν με όλα τα μέσα να μετατρέψουν τη νίκη τους στα πεδία
των μαχών σε συντριβή και εξόντωση του εργατικού και γενικότερα του
λαϊκού κινήματος, πρωταρχικά του ΚΚΕ.
Οι κομμουνιστές που
παρέμειναν στην Ελλάδα, μαζί με νέα μέλη του Κόμματος που αψήφησαν τις
διώξεις του αστικού κράτους, πρωτοστάτησαν στον τιτάνιο αγώνα της
συνέχισης της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε καθεστώς
ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας.
Η δράση τους όχι
μόνο συντέλεσε αποφασιστικά στην ανόρθωση του λαϊκού φρονήματος και στην
αναδιοργάνωση του ηττημένου εργατικού κινήματος, αλλά αποτέλεσε και την
καλύτερη απάντηση στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία της εποχής, που
προσπαθούσε να επιβάλει την αντίληψη ότι ο αγώνας του ΚΚΕ ήταν
αποτέλεσμα της δράσης πρακτόρων ξένων συμφερόντων.
Η παρανομία
απαιτούσε τον επιτυχή συνδυασμό της νόμιμης και της παράνομης μορφής
δράσης, μέσα στις πολύ μεγάλες δυσκολίες και την πολυπλοκότητα των
συνθηκών της εποχής.
Τη σημασία της εδραίωσης και ανάπτυξης
παράνομων Κομματικών Οργανώσεων και της ανάγκης συνδυασμού της νόμιμης
και παράνομης δράσης εξέφραζε η Απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ
(1949).
Ο συνδυασμός της παράνομης δράσης - βασικό στοιχείο της
οποίας είναι η αποκεντρωμένη κομματική δράση - με τη νόμιμη δουλειά
σήμαινε τη συνέχιση της αυτοτελούς παρέμβασης των κομματικών δυνάμεων,
σε συνδυασμό με τη διάδοση των θέσεων του Κόμματος με νόμιμες μορφές
(Βουλή, Τύπο, μαζικές οργανώσεις κ.λπ.), προκειμένου να φτάνουν σε όσο
το δυνατό ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις. Βασικό στοιχείο της όλης δουλειάς
αποτελούσε η ύπαρξη δικτύου πληροφόρησης και μέσα στον κρατικό
μηχανισμό.
Σημαντικό ρόλο στην παράνομη δράση έπαιζε το
«Φροντιστήριο του Αγωνιστή», εκπομπή του σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα». Από
αυτήν μεταδίδονταν κομματικές αποφάσεις, ανακοινώσεις, σχόλια και
οδηγίες για τη λήψη μέτρων στήριξης της παράνομης και της νόμιμης
δουλειάς και της εξασφάλισης ενιαίας καθοδήγησης.
Το καθοδηγητικό
έργο ενισχυόταν είτε με την αποστολή στελεχών από το εξωτερικό, είτε με
την αξιοποίηση αγωνιστών που έβγαιναν από τις φυλακές και τις εξορίες.
Για
τις παράνομες Κομματικές Οργανώσεις επισημαινόταν στην Απόφαση της 7ης
Ολομέλειας της ΚΕ (1950): «Αποστολή της παράνομης Κομματικής Οργάνωσης
σήμερα είναι να εξασφαλίζει κάτω και απ' τις πιο δύσκολες συνθήκες γερή
σύνδεση του Κόμματος με την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα. Να
διαφωτίζει και να κινητοποιεί τις μάζες πάνω στη γραμμή του Κόμματος
για να την κάνει πράξη. Πρέπει να εξασφαλίζουμε αφοσιωμένους ως το
θάνατο αγωνιστές, προπάντων στους βασικούς κρίκους της κομματικής
διάρθρωσης, με γνώσεις και πείρα παράνομης δουλειάς. Να εξασφαλίσουμε
γερό παράνομο μηχανισμό. Μπολσεβίκικη επαγρύπνηση και αυστηρή τήρηση των
συνωμοτικών κανόνων» («Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμ. 7, σελ. 37-38,
εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1995).
Ο κεντρικός μηχανισμός του
Κόμματος προετοίμαζε και πραγματοποιούσε την αποστολή κομματικών
στελεχών στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσουν τις παράνομες Κομματικές
Οργανώσεις. Γι' αυτόν το σκοπό, η 7η Ολομέλεια (1950) αποφάσισε: «Το
βασικό πρόβλημα στην αναδιοργάνωση των Κομματικών Οργανώσεων είναι η
ολόπλευρη προετοιμασία των στελεχών που θ' αναλάβουν αυτό το έργο. Για
την καλύτερη αναδιοργάνωση του Κόμματος, η Ολομέλεια αποφασίζει να
δημιουργήσει τμήμα στελεχών και σχολών της ΚΕ» («Το ΚΚΕ. Επίσημα
Κείμενα», τόμ. 7, σελ. 38, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1995).
Από
την προετοιμασία αυτή πέρασαν πολλά από τα παλιότερα και νεότερα
στελέχη του Κόμματος, μέλη του ΠΓ, της ΚΕ και άλλα στελέχη. Δεκάδες
αγωνιστές, ατσαλωμένοι στους αγώνες που πρωτοστάτησε το ΚΚΕ τα
προηγούμενα χρόνια, στάλθηκαν στην Ελλάδα για να διατηρήσουν ζωντανούς
τους δεσμούς του Κόμματος με την εργατική τάξη και τις φτωχές λαϊκές
μάζες, έγιναν υπόδειγμα αυτοθυσίας και αφοσίωσης στην ταξική πάλη.
Ανάμεσα
στις δεκάδες στελεχών, που στάλθηκαν παράνομα στην Ελλάδα από το
εξωτερικό, ήταν τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Βοντίτσιος (Γούσιας) - 2 φορές- ,
Κώστας Κολιγιάννης και Γιώργης Ερυθριάδης (Πετρής). Ακόμα, τα μέλη της
ΚΕ Αύρα Παρτσαλίδου, Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές, Ρούλα Κουκούλου,
Μιλτιάδης Πορφυρογένης - 2 φορές -, Βασίλης Ζάχος, Καπέτα Αλέγκρα,
Μήτσος Δάλλας και άλλοι.
Η αποστολή του Μπελογιάννη
Το
ΚΚΕ προσπαθούσε να αξιοποιήσει τις όποιες νόμιμες δυνατότητες παρείχε η
λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος, συνδυάζοντας την παράνομη
δουλειά με τη νόμιμη, αλλά και να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες
οπορτουνιστικές πιέσεις που εκδηλώνονταν στο εσωτερικό του Κόμματος
καθώς και στον περίγυρό του.
Παράλληλα, τα χτυπήματα στις
Οργανώσεις από τις διωκτικές αρχές είχαν διαμορφώσει ένα κλίμα
«χαφιεδοφοβίας», που γινόταν αιτία πολλές συλλήψεις κομμουνιστών να
θεωρούνται αποτέλεσμα της ύπαρξης χαφιέδων στον παράνομο μηχανισμό και
όχι αποτέλεσμα διαφορετικών αιτιών, όπως της παραβίασης συνωμοτικών
κανόνων, τυχαίων περιστατικών και άλλων. Και όλα αυτά, τη στιγμή που η
ανασυγκρότηση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων πρόβαλε ως το υπ'
αριθμόν 1 καθήκον του Κόμματος, ενώ διαρκούσαν οι προσπάθειες πολλαπλής
υπονόμευσής του.
Την άνοιξη του 1949 υπεύθυνος του παράνομου
κομματικού κλιμακίου στην Ελλάδα ανέλαβε ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της
ΚΕ, αντικαθιστώντας τον Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος του ΠΓ, που είχε
πέσει στα χέρια της Ασφάλειας. Μαζί με τον Αναστασιάδη πιάστηκαν και
άλλοι καθοδηγητές των παράνομων Οργανώσεων καθώς και πολλοί ακόμα
σύντροφοι της Αθήνας και του Πειραιά. Οι Οργανώσεις σχεδόν εξαρθρώθηκαν.
Ο Νίκος Πλουμπίδης ζητούσε να έρθει στην Ελλάδα μέλος του ΠΓ για να
αναλάβει την καθοδήγηση των παράνομων Οργανώσεων μετά από τη σύλληψη του
Στέργιου Αναστασιάδη.
Το πρόβλημα των συλλήψεων είχε απασχολήσει
και την 7η Ολομέλεια της ΚΕ (14-18 Μάη 1950), η οποία αποφάσισε σχετικά
με τα παράνομα στελέχη στην Ελλάδα:
«Ολα τα κομματικά στελέχη
που τώρα δουλεύουν παράνομα στην Ελλάδα πρέπει να περάσουν στο εξωτερικό
για λόγους ασφάλειας των Κομματικών Οργανώσεων, για ξεκούραση και
μόρφωση και για να γίνει εξέταση με σκοπό να βρεθεί άκρη για τα σοβαρά
χτυπήματα που μας κατάφερε ο εχθρός στα τελευταία χρόνια» («Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος, σελ. 40, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Στο
πλαίσιο των μέτρων ανασυγκρότησης των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, η
7η Ολομέλεια προσέλαβε τους Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη ως
αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ.
Λίγες μέρες μετά την 7η Ολομέλεια, ο
Μπελογιάννης αναχώρησε για την Ελλάδα από την πολιτική προσφυγιά όπου
βρισκόταν, μέσω της διαδρομής Παρίσι - Ρώμη - Αθήνα. Εφτασε αεροπορικώς
στις 7 Ιούνη 1950, με το όνομα Ερρίκος Πανόζ στο αργεντινό του
διαβατήριο. Πέντε μήνες αργότερα, το Νοέμβρη του 1950, τον ακολούθησε ο
Νίκος Ακριτίδης.
Ο Μπελογιάννης δούλεψε ως καθοδηγητής των παράνομων Οργανώσεων του ΚΚΕ, μαζί και των Πλουμπίδη και Βαβούδη.
Σε
τηλεγράφημα, με ημερομηνία 21 Ιούνη 1950, που έστειλε στο ΠΓ μετά τον
ερχομό του, ο Μπελογιάννης ανέφερε για τους Πλουμπίδη και Βαβούδη, με
τους οποίους είχε εντολή να μη συνδεθεί:
«Από 1
Αρ. 31
Κ
Εφθασα 7 Ιούνη. Ρώμη ψώνισα ένα Ιταλό 300 δολάρια και έβγαλε τράνζιτο. Σας γράφω κρίσεις μου για ανθρώπους μας. Ο Μπ (Νίκος Πλουμπίδης)
είναι εντάξει (...) Αρρώστια και απομόνωση συντελούν βλέπει μερικά ζητήματα στενά σχολαστικά χλιαρά. Κουφός (Νίκος Βαβούδης)
μάλλον εντάξει. Σε άρρωστο Μπ, πρότεινε αναλάβει αυτός καθοδήγηση (Σταύρος Κασιμάτης «Οι παράνομοι», σελ. 177, εκδόσεις «Φιλίστωρ»).
Τον θέλουν στα μέτρα τους
Σχετικά
με την αποστολή του Νίκου Μπελογιάννη έχει διεξαχθεί έντονη
ιδεολογικοπολιτική επίθεση κατά του ΚΚΕ, κυρίως από την πλευρά του
οπορτουνιστικού χώρου. Στο επίκεντρο της επίθεσης βρίσκεται πρωταρχικά ο
χαρακτήρας του ΚΚΕ ως Κόμματος Νέου Τύπου, όπως επίσης και ο τότε ΓΓ
της ΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης.
Ο οπορτουνιστικός χώρος, δικαιολογώντας
επί της ουσίας την επίθεση της αστικής τάξης, έχει υποστηρίξει ότι η
αποστολή του Μπελογιάννη υπονόμευε την πορεία της πολιτικής και
δημοκρατικής ομαλότητας, που, όπως ισχυρίζεται, είχε ξεκινήσει από τον
Απρίλη του 1950, με το σχηματισμό της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα - Σοφ.
Βενιζέλου - Γ. Παπανδρέου. Εγραψαν σχετικά:
«Οταν ο Μπελογιάννης
έφυγε από το Βουκουρέστι, άφησε εκεί μια κομμουνιστική ηγεσία και ένα
Κόμμα που μολονότι είχε ηττηθεί, δεν είχε αποβάλει την αντάρτικη στολή
και την ψυχολογία του βουνού. Ο Ζαχαριάδης διακήρυσσε από το ραδιοφωνικό
σταθμό που είχε εγκαταστήσει στις ανατολικές χώρες ότι οι αντάρτες
κρατούν τα όπλα "παρά πόδα" (...) Ετσι στο εσωτερικό της χώρας άρχισε να
καλλιεργείται από το "σκληρό πυρήνα" της άκρας δεξιάς η ανησυχία ότι οι
κομμουνιστές ετοιμάζουν τον "τρίτο γύρο"» (Πότης Παρασκευόπουλος «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 19-20, εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ»).
Ακόμα:
«Και
ο Μπελογιάννης, σ' αυτή την υπόθεση (...) ήταν ο ιδεολόγος κομμουνιστής
που αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και πνευματική ηρεμία τις συνέπειες
ενός εμφυλίου πολέμου που, ενώ είχε λήξει από καιρό, οι "σκληροί"
πυρήνες των αντιπάλων συντηρούσαν το κλίμα του τεχνητά, σ' ένα απίθανο
και εθνικά επιζήμιο πολιτικό παιχνίδι (Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 10, εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ»).
Είναι
προφανές πως αυτές τις απόψεις τις χωρίζει βάθος αμέτρητο από κάθε
έννοια επαναστατικής αντίληψης και πρακτικής, που περιλαμβάνει και την
παράνομη, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε συνθήκες. Είναι απόψεις που
αρνούνται κάθε έννοια στοιχειώδους αντίστασης απέναντι στην
αιματοβαμμένη αστική εξουσία.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, ρήτορες
και συγγραφείς επιδίωξαν να αποσυνδέσουν τον Μπελογιάννη από το
πραγματικό γεγονός: Οτι έζησε και εκτελέστηκε ως στέλεχος του ΚΚΕ.
Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκαν και συνεχίζουν να ισχυρίζονται ότι ο
Μπελογιάννης δεν ανήκει στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκει στη λεγόμενη
«κομμουνιστική αριστερά» ή και γενικότερα στην «αριστερά»! Σε αυτήν τη
βάση, ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ υπηρετεί το κεφάλαιο και γενικά τους
ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, «τιμάει» και τον Μπελογιάννη, ενώ
ταυτόχρονα επιτίθεται στο ΚΚΕ που γεννά Μπελογιάννηδες.
Διάφοροι
επίσης έχουν επιχειρήσει να «τεκμηριώσουν» το παράδοξο, ότι ο
Μπελογιάννης, όπως και ο Πλουμπίδης, δεν ανήκουν στο ΚΚΕ, αλλά ότι
ανήκουν στον πολιτικό χώρο που βρίσκονται σήμερα τα συγγενικά τους
πρόσωπα!...
Οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ. Και βεβαίως δεν
ανήκουν πολιτικά στους συγγενείς τους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται οι
τελευταίοι ιδεολογικά ή και κομματικά. Είναι τελείως διαφορετικοί οι
συγγενικοί δεσμοί αίματος από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών
μας με το ΚΚΕ. Μόνο αυτοί οι δεσμοί μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά και
πολιτικά.
Οι δίκες
Η πρώτη δίκη του
Μπελογιάννη και των συντρόφων του άρχισε στις 19 Οκτώβρη 1951 στο
Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, που συνεδρίαζε στα δικαστήρια της οδού
Σανταρόζα. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αντισυνταγματάρχης της
Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ανδρέας Σταυρόπουλος και στρατοδίκες οι
ταγματάρχες Νικόλαος Κομνιανός, Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα
δικτάτορας), Γεώργιος Κοράκης και ο λοχαγός Θεμ. Κυριακόπουλος.
Με
τη στάση του στο δικαστήριο, ο Μπελογιάννης συνέτριψε το κατηγορητήριο,
υπεράσπισε την πολιτική του ΚΚΕ και τον αγώνα του ΔΣΕ:
«Αντιτάξαμε
βία στη βία. Δεν ήταν δυνατό να καθίσουμε και να λέμε "σφάξε με αγά
μου, ν' αγιάσω". Η πολιτική μας αυτή στηρίζονταν στο λαό, γι' αυτό και
τρία χρόνια αντιμετωπίσαμε τόσες δυσκολίες» («Νέος Κόσμος», Μάρτης 1954, σελ. 46, από το άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη, «ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ»).
Τέλειωσε την απολογία του με τα παρακάτω λόγια:
«Σας μίλησα για την πολιτική του ΚΚΕ. Θέλω όμως να τονίσω και αυτό: Οτι το ΚΚΕ έχει ρίζες στο λαό ποτισμένες με αίμα και δεν εξοντώνεται ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα.
Η πολιτική του απόβλεπε πάντοτε στο καλό του λαού και της χώρας μας. Σ'
αυτό αποβλέπει και σήμερα. Γι' αυτό και ο λαός το υποστηρίζει. (...)
Γι' αυτή μας την πολιτική με δικάζετε. Δεν ζητώ την επιείκειά σας. Θα
δεχτώ με περηφάνια και στωικότητα την καταδίκη μου και θαρραλέα θα
αντιμετωπίσω ακόμη και το εκτελεστικό σας απόσπασμα» («Νέος Κόσμος», Μάρτης 1954, σελ. 52, από το άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη, «ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ»).
Η δίκη διήρκεσε έως τις 16 Νοέμβρη. Από τους 93 κατηγορούμενους οι 12 καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Οι ασύρματοι
Δύο
μέρες πριν από τη λήξη της πρώτης δίκης, στις 14 Νοέμβρη 1951, δυνάμεις
της Κρατικής Ασφάλειας περικύκλωσαν τη βίλα «ΑΥΡΑ» στην Ανω Γλυφάδα και
το σπίτι της οδού Λυκούργου 39 στην Καλλιθέα. Η βίλα «ΑΥΡΑ», όπου ζούσε
η οικογένεια του Ηλία Αργυριάδη, παλιού στελέχους του ΚΚΕ, ήταν η
κρύπτη του ενός ασυρμάτου και το σπίτι της Καλλιθέας, όπου κατοικούσε η
οικογένεια του Νίκου Καλούμενου, επίσης παλιού στελέχους του Κόμματος,
ήταν η κρύπτη του δεύτερου ασυρμάτου. Σε αυτή βρισκόταν εκείνη την ώρα
και ο Βαβούδης. Στο μεταξύ, από τις 23 Οκτώβρη 1951 είχε συλληφθεί από
την Ασφάλεια Πειραιά ο δικηγόρος και οικονομολόγος Δημήτρης Μπάτσης (ο
Δημήτρης Μπάτσης ήταν διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού «Ανταίος».
Εγραψε το βιβλίο «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα»).
Ο Αργυριάδης
συνελήφθη, ενώ η γυναίκα του, Κατερίνα Δάλλα, που επίσης συνελήφθη και
βασανίστηκε άγρια, αφέθηκε ελεύθερη και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Η
ασυρματίστρια Ρούλα Λαζαρίδου είχε φυγαδευτεί από τον Βαβούδη.
Συνελήφθησαν επίσης ο Καλούμενος, η γυναίκα του Ουρανία και τα τρία
παιδιά τους, Μαρία, Μαργαρίτα και Πέτρος, καθώς και ο αδελφός της Ρούλας
Λαζαρίδου, Τάκης, που ήταν στρατιώτης. Ο Βαβούδης αυτοκτόνησε μέσα στην
κρύπτη.
Με το «στοιχείο» των ασυρμάτων άρχισε στις 15 Φλεβάρη
1952 η δεύτερη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και ακόμα 28 κομμουνιστών, με
την κατηγορία της
«διενέργειας κατασκοπείας κατά των συμφερόντων του κράτους».
Η
δίκη στο Α' Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών διεξήχθη με βάση τον μεταξικό
νόμο 375/1936, που ανασύρθηκε από τα συρτάρια και μπήκε σε εφαρμογή.
Με
την κατηγορία της κατασκοπείας, το αστικό κράτος επεδίωξε το διασυρμό
του ΚΚΕ ως κόμματος ξενοκίνητου, που η δράση του δήθεν ερχόταν σε ευθεία
σύγκρουση με τα συμφέροντα του λαού. Η κατηγορία εξυπηρετούσε το στόχο
της απομόνωσης του ΚΚΕ από το λαό, τη συκοφάντηση και το μηδενισμό της
ηρωικής δράσης του ενάντια στο γερμανοϊταλικό και βουλγαρικό και στη
συνέχεια στον αγγλικό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ο ταξικός αντίπαλος
κατασκεύασε αυτήν την κατηγορία διαστρέφοντας απόλυτα το περιεχόμενο του
προλεταριακού διεθνισμού, τον πατριωτισμό της εργατικής τάξης.
Στην Ελλάδα, η «Φωνή της Αμερικής» μετέδωσε:
«Η
δίκη Μπελογιάννη αποδεικνύει στον Ελεύθερο Κόσμο πως τα κομμουνιστικά
κόμματα, όπου κι αν βρίσκονται, δεν είναι πολιτικά κόμματα, όπως τα
υπόλοιπα, αλλά κατασκοπευτικές οργανώσεις» (Γιάννης Αγγέλου «Οι Κομμουνιστές - Μνήμες και Μαρτυρίες», σελ. 104, εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ»).
Το
αστικό κράτος είχε και άλλους λόγους που χρειαζόταν την αναβίωση του
συγκεκριμένου νόμου. Η επιλογή του συντασσόταν με τη διεθνή
αντικομμουνιστική υστερία και την ψυχροπολεμική πολιτική του
καπιταλισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ (29
Μάρτη 1951) καταδικάστηκαν σε θάνατο ως κατάσκοποι της Σοβιετικής
Ενωσης ο Τζούλιους και η Εθελ Ρόζενμπεργκ, που εκτελέστηκαν στην
ηλεκτρική καρέκλα στις 19 Ιούνη 1953.
Στις 18 Φλεβάρη 1952, η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου
«για τους πραγματικούς σκοπούς της νέας δίκης Μπελογιάννη» ανέφερε:
«Ποιος
θα πιστέψει το συνεργάτη του Ιταλού κατακτητή και τον οργανωτή της
δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ, το δήμιο του ελληνικού
λαού Ρέντη, τα παραμύθια και τα κατασκευάσματά του;
Ποιος θα πιστέψει την κατηγορία για κατασκοπεία τη στιγμή που ο επίσημος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον Ο(ργανισμό)
Ε(νωμένων)
Ε(θνών)
Κύρου από πολύ τώρα καιρό ζητούσε απ' την κυβέρνηση, όπως έγραψε το προσωπικό δημοσιογραφικό του όργανο, η "Εστία" της 12ηςτου
Δεκέμβρη 1951, οι κομμουνιστές να δικάζονται όταν δε συνεδριάζει η
γενική συνέλευση του ΟΕΕ και με την κατηγορία της κατασκοπείας,
ανεξάρτητα αν αυτή στέκει είτε όχι;
(...) Ποιος μπορεί να
αμφιβάλλει για τους πραγματικούς σκοπούς της νέας δίκης Μπελογιάννη,
όταν οι υπουργοί της παλατιανής καμαρίλας και του Πλαστήρα, Σακελλαρίου
και Ρέντης (...) δήλωναν στη Βουλή στις 10 του Δεκέμβρη του 1951 ότι η
πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ήταν λάθος, ότι έπρεπε να παραπεμφεί ο
Μπελογιάννης με τους συναγωνιστές του στο τακτικό στρατοδικείο, (...)
"θα είχον αναμφιβόλως σήμερον εκτελεστεί" (Ρέντης) και όταν ξέρει την
κανιβαλική δήλωση του Σακελλαρίου στην ίδια συνεδρίαση: "Σας δίνω το
λόγο μου ότι θα εκτελεσθούν όλοι";» («Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος, σελ. 241, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Σε επόμενη ανακοίνωση, στις 23 Φλεβάρη 1952,
«Η σκηνοθεσία καταρρέει. Κάτω τα χέρια απ' τον Μπελογιάννη», το ΠΓ κατάγγειλε:
«Ο
γνωστός (...) Ρέντης ομολόγησε χτες στη Βουλή ότι καταρρακώθηκε κιόλας η
εγκυρότητα του στρατοδικείου και της απόφασής του. (...) Το ΚΚΕ ποτέ
δεν έκρυψε την πολιτική του (...) δηλώνει ότι είναι πάντα έτοιμο να
δεχθεί μέσα στην ίδια την Αθήνα οποιαδήποτε πολιτική αντιδικία με τον
μοναρχοφασισμό και την αμερικανοκρατία, εφόσον θα εξασφαλίζονταν οι
απαραίτητες νομικές και πολιτικές εγγυήσεις, κάτω από την εποπτεία του
ίδιου του λαού και αρμόδιων διεθνών δημοκρατικών και προοδευτικών
οργανώσεων» («Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος, σελ. 246, 247, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Για
πολλούς λόγους, λοιπόν, το αστικό κράτος «ξεπάγωσε» το νόμο 375/1936
«περί κατασκοπείας» και οδήγησε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του
σε δεύτερη δίκη, παρά το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο οι εκτελέσεις
πολιτικών κρατουμένων είχαν σταματήσει και παρά το γεγονός ότι ο
Μπελογιάννης είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο με το νόμο 509/1947. Η
κατηγορία της κατασκοπείας ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να εμπέσει σε
αμνηστία, σε αντίθεση με τις καταδίκες με τον 509, για τις οποίες
διαφαινόταν ότι μπορούσε η ποινή του θανάτου να μετατραπεί σε ποινή
ισόβιων δεσμών.
Στο μεταξύ, ενώ κινήθηκε η διαδικασία παραπομπής
των θανατικών ποινών στο Συμβούλιο Χαρίτων, ογκώθηκε η διεθνής αντίδραση
για τη ματαίωση των εκτελέσεων και πύκνωσαν οι διαμαρτυρίες και τα
τηλεγραφήματα προς την κυβέρνηση και τον βασιλιά. Προσωπικότητες
παγκόσμιου κύρους, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Λουί Αραγκόν, ο Πωλ Ελυάρ, ο
Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Ζαν Κοκτώ και άλλοι, κινητοποιήθηκαν μαζί με
εκατομμύρια ανθρώπους για τη σωτηρία του Μπελογιάννη και των συντρόφων
του.
Η κατηγορία «περί κατασκοπείας» αντιμετωπίστηκε ως πρόκληση
από ανθρώπους των επιστημών και των τεχνών με διεθνές κύρος, ακόμα και
από πολιτικούς του αστικού κόσμου, οι οποίοι αντιμετώπισαν ευέλικτα
αυτήν την ασύστατη κατηγορία.
Το ΚΚΕ, με ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ, στις 18 Φλεβάρη 1952, διακήρυξε:
«Μας
κατηγορούν για παράνομη δράση. Τους απαντάμε: Το πιο νόμιμο και ιερό
δικαίωμα και υποχρέωση του κάθε πατριώτη Ελληνα είναι να παλεύει την
παρανομία τους και το νόμο τους. Η πιο άγια και απαραβίαστη νομιμότητα
σήμερα στην Ελλάδα είναι ο αγώνας, ο ανειρήνευτος και αποφασιστικός» («Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος, σελ. 243, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Υποδειγματική στάση
Η
στάση του Μπελογιάννη και άλλων κατηγορουμένων στη δεύτερη δίκη ήταν
υποδειγματική, όπως και στην πρώτη. Η επιχειρηματολογία τους
κατακεραύνωσε και συνέτριψε την κατασκευασμένη κατηγορία «περί
κατασκοπείας».
Ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάννης, στις σημειώσεις που κρατούσε στη διάρκεια της δίκης (υπάρχουν στο Αρχείο του ΚΚΕ), έγραφε:
«Τίποτα
το καινούργιο δεν προστίθεται τώρα. Λένε: 1. Παράνομος μηχανισμός. Από
το 1903 ο Λένιν, συνδυασμός νόμιμης και παράνομης δουλειάς. Γλαύκα στην
Αθήνα; Νόμιμη άμυνα. Το ΚΚΕ από το 1925 στην παρανομία. Σκοπός: το
μεγάλωμα της επιρροής μας για να καταχτήσουμε την πλειοψηφία. Πώς θα το
πετύχουμε; Δίνοντας εξετάσεις και αποδείχνοντας ότι είμαστε κόμμα του
λαού και της Ελλάδας. Αυτό γίνεται με τις νόμιμες οργανώσεις. Και το
πετυχαίνεις μόνον όταν διατηρείς και φυλάς την παράνομη οργάνωση. Γι'
αυτό και η μάχη κατά των παράνομων οργανώσεων. Γι' αυτό και η δίκη, ένας
σκοπός της είναι να τρομοκρατήσει όσους βοηθάνε την παράνομη οργάνωση».
«Δεν αρνιέμαι ότι ήρθα στην Ελλάδα για να συντελέσω στη σωστή εφαρμογή της πολιτικής γραμμής. Ποια είναι αυτή η πολιτική;
-
Στο εσωτερικό της χώρας: Ειρήνευση, δημοκρατία, γενική αμνηστία.
Σταματήσαμε τον ένοπλο αγώνα. Οι πρόσφυγες έξω δεν ετοιμάζουν καμιά
επίθεση. Ολοι θέλουν να γυρίσουν. Αμβλυνση των παθών, έμποροι του μίσους
που ζουν απ' αυτό.
- Εξωτερική πολιτική: Πιστεύουμε ότι πρέπει (σ.σ. να μείνουμε)
μακρυά από τον ενδεχόμενο πόλεμο.
(...) Πιστεύουμε ότι ένας καινούργιος πόλεμος δεν πρέπει να βρει την Ελλάδα αντίπαλο αλλά φίλο της Σοβιετικής Ενωσης.
(...)
Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής που εξυπηρετεί κ.λπ. μας
ενδιαφέρουν όλες οι εκδηλώσεις της πολιτικής. Πολιτικός τομέας,
οικονομικός, κοινωνικός, πνευματικός, και οι ενδεχόμενες πολεμικές
προετοιμασίες. Γενικά τα παρασκήνια Ζαχαράτου. Εμείς όμως κρυμμένοι.
Απ' αυτή την πλευρά φροντίζουμε να μαθαίνουμε ό,τι είναι δυνατό.
Για να ρυθμίζουμε την πολιτική μας. Το ίδιο όλοι ("Εθνος", "Αθηναϊκή").
Αν μας μισούν γι' αυτή, το ίδιο κι εμείς μισούμε στη βουλή επίτροπους αμερικάνους. Κατασκοπεία όμως όχι».
Και σε άλλο σημείο γράφει:
«Δεν χτυπιέται με τέτοια μέσα το Κ.
Εχει ρίζες βαθειές και ακατάλυτες, ποτισμένες στους αγώνες του για...
Πιστεύουμε στο πιο ωραίο ιδανικό που από τα αρχαία χρόνια οραματίστηκαν τα πιο φωτισμένα (σ.σ. μυαλά)
και αγωνιζόμαστε για να γίνει το ιδανικό αυτό πραγματικότητα στην Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο.
Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της πολύ περισσότερο από τους κατηγόρους μας
το δείξαμε όταν κινδύνευε κ.λπ.
Αγωνιζόμαστε
για να ξημερώσουν για τη χώρα μας καλύτερες, ευτυχισμένες ημέρες χωρίς
πείνα και πολέμους. Και για το σκοπό αυτό όταν χρειαστεί δίνουμε
αδίσταχτα τη ζωή μας» («Ριζοσπάστης», Κυριακή 19 Μάρτη 2017).
Την
1η Μάρτη εκδόθηκε η απόφαση του στρατοδικείου, που προέβλεπε την ποινή
του θανάτου για 8 κατηγορούμενους (Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης,
Νίκος Καλούμενος, Δημήτρης Μπάτσης, Ελλη Ιωαννίδου, Τάκης Λαζαρίδης,
Μιλτιάδης Μπισμπιάνος, Χαράλαμπος Τουλιάτος). Οι 4 πρώτοι εκτελέστηκαν
στου Γουδή, στις 30 Μάρτη 1952, ενώ στους άλλους 4 δόθηκε χάρη και η
ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Ο Μπελογιάννης καταδικάστηκε δις
εις θάνατον.