Την επαύριο της 71ης επετείου από τη λήξη του, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος εξακολουθεί να εξάπτει τα πνεύματα και να προκαλεί αντιπαραθέσεις με σαφείς αναφορές στο σήμερα, όπως αποδεικνύει και η υπόθεση Στεφανή, που κατέληξε μετά τις έντονες αντιδράσεις σε απόσυρση της παρουσίας του υφυπουργού Άμυνας στη φιέστα “κατά των συμμοριτών”. Με αφορμή το συγκεκριμένο ιστορικό ορόσημο, επιλέξαμε να μεταγράψουμε ένα από τα εισαγωγικά κεφάλαια στον πρώτο τόμο της “Ιστορίας του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949”, του Γιώργου Μαργαρίτη, το οποίο εστιάζει στο γενικότερο ιστορικό ευρωπαϊκό πλαίσιο που προετοίμασε το έδαφος για τη διεξαγωγή αυτής της μέχρις εσχάτων εμφύλιας σύγκρουσης, εστιάζοντας στις μεταλλαγές της πρόσληψης των εμφυλίων από το 19ο αι. στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με κρίσιμο σημείο καμπής την εμπειρία του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.Ο Εμφύλιος πόλεμος την εποχή του ολοκληρωτικού πολέμου
Οι εμφύλιοι, οι “αδελφοκτόνοι” πόλεμοι χαρακτηρίστηκαν με τα πλέον μελανά χρώματα από την ιστοριογραφία κυρίως του 19ου αιώνα. Η τελευταία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ιδέα της εθνικής ενωτικής πορείας, της φυλετικής και πολιτισμικής ταυτότητας, της οποίας οποιαδήποτε ρήξη δεν μπορούσε παρά να θεωρηθεί παθολογικό σύμπτωμα, μεταφυσικών διαστάσεων τραγωδία, ατύχημα και εκτροχιασμός από τα πεπρωμένα και απόδειξη βαθύτατης κρίσης και παρακμής. Το έθνος, στους εμφυλίους, “έτρωγε τις σάρκες του”, κάτι πολύ δύσκολα μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Στην ιστοριογραφία της περιόδου, οι εμφύλιοι πόλεμοι, από την αρχαία Ρώμη ως τους θρησκευτικούς πολέμους, με όλα τα ενδιάμεσα και τα συμπληρωματικά, παρουσιάζονταν ως περίοδοι δοκιμασίας ή παρακμής, “σκοτεινές εποχές” αποδείξεις αδιεξόδων και κρίσης του πολιτισμού. Για την ερμηνεία τους επιστρατεύθηκαν τα ηθικοπλαστικά και οι ρίζες τους συνδέθηκαν με τις πλέον ταπεινές ιδιότητες των ανθρώπων: τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία, τα ανεξέλεγκτα πάθη, την αγραμματοσύνη και το φασισμό, τα μίση, κάθε είδος δαίμονα τέλος πάντων. Ο ρομαντισμός βρήκε στο πεδίο αυτό μια πλούσια φλέβα τραγικών καταστάσεων.
Μερικά χρόνια αργότερα, στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο, η αντίληψη για τον εμφύλιο πόλεμο είχε αλλάξει ριζικά. Προφανώς υπήρχαν ακόμα πολλοί που θεωρούσαν τον εμφύλιο κατάρα για την κοινωνία, ένα από τα δεινά που απειλούν την ευημερία και την ευτυχία των ανθρώπινων κοινωνιών. Στο χώρο, όμως, της πολιτικής και της κοινωνικής παρέμβασης, η ιδέα της εμφύλιας σύγκρουσης είχε πλέον επισημοποιηθεί και είχε ενταχθεί ως βασική επιλογή στις προτεινόμενες τακτικές και μεθόδους. Πολιτικά κόμματα και κινήματα επέλεγαν, σε μεγάλο ποσοστό και χωρίς αυτό να προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη στην κοινωνία, στρατιωτική οργάνωση στις δομές τους και πολεμική προοπτική στις παρεμβάσεις τους. Το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών, σε όλες τις εκφράσεις του, τα συνδικάτα, οι εργατικές ενώσεις, το φασιστικό κίνημα, τα κινήματα της άκρας Δεξιάς εν γένει ακολούθησαν τέτοιες διαδρομές. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων εποχής -μαχητικό απόσπασμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς- είχε εκ κατασκευής αυτή την προοπτική. Οι εξελίξεις στη Ρωσία επιβεβαίωσαν την αναγκαιότητα και τη λειτουργικότητά της. Με άλλα λόγια, η πολεμική σύγκρουση εμφύλιου χαρακτήρα είχε επισημοποιηθεί ως πιθανή επιλογή, ως “συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα”.
Προφανώς μέσα σε πολύ λίγα χρόνια πολλά πράγματα άλλαξαν. Οι βαθμιαίες μετατοπίσεις, ώσπου να φτάσουμε στην αποδοχή του εμφύλιου πολέμου ως βασικού μέσου για την επίτευξη μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής και πολιτικής μεταβολής, σηματοδοτούσαν ένα δρόμο μακρύ και πολύπλοκο, του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν είναι μονοσήμαντα και εύκολα διακριτά. Τα βασικά πεδία των αλλαγών που χρειάστηκαν για να οδηγηθούμε σε αυτήν την ανατροπή των αντιλήψεων απλώθηκαν στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, με άμεσο αντίκρισμα στο αντίστοιχο των πολιτικών πρακτικών και των ιδεών. Μόνο επιγραμματικά μπορούμε να θίξουμε εδώ μερικές από αυτές τις αλλαγές. Εκείνες που αφορούν τις σχέσεις των ανθρώπων με ορισμένου είδους βία αποτελούν ίσως ένα πρώτο πεδίο αναζητήσεων.
-.-
Όσο ο 19ος αιώνας πλησίαζε προς το τέλος του, τόσο η σχέση των
ανθρώπων με τη βία άλλαζε, γινόταν πιο φυσική και καθημερινή, απλωνόταν
σε δραστηριότητες ανύποπτες ως τότε. Οι νέες καταστάσεις αποτυπώνονταν
στις κοινωνικές συμπεριφορές και μέσα από αυτές άρχισαν προοδευτικά να
κρούουν την πόρτα της πολιτικής. Πλήθος ιδεολογικά και κοινωνικά ρεύματα
συνηγορούσαν αυτής της εξέλιξης. Ο νιτσεϊσμός, ο νεορομαντισμός, η
αίσθηση παρακμής και αυτοκαταστροφής ως αντίδοτου της προόδου: των
αδικιών, δηλαδή, των ανισοτήτων και των μεταλλάξεων που αυτή
δημιουργούσε. Ίσως να είναι τυχαίο, ίσως όμως και όχι, ότι η εξέλιξη
αυτή έγινε πιο διακριτή μετά από δύο σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Το
θρίαμβο των προσδοκιών περί εθνικής ολοκλήρωσης που ήρθε με την εθνική
συγκρότηση των δύο μεγάλων, όσο και πολυδιασπασμένων, ευρωπαϊκών εθνών,
της Ιταλίας και της Γερμανίας, αλλά και τη μετεξέλιξη ενός διακρατικού
πολέμου, του Γαλλογερμανικού του 1870, σε κανονικό εμφύλιο πόλεμο.Οι ενδείξεις για τη ριζική αλλαγή της σχέσης μεγάλων τμημάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών με τη βία ήταν συχνά υπόγειες, εντοπίστηκαν όμως και συζητήθηκαν πολύ στην εποχή τους. Η εμφάνιση της μονομαχίας σε στρατιωτικούς και αριστοκρατικούς κύκλους, λόγου χάρη, ή η καθιέρωση αυτοκαταστροφικών και θανατηφόρων παιχνιδιών, όπως η ρωσική ρουλέτα, περίπου την ίδια εποχή. Σε πιο ταπεινά στρώματα και χώρους, στο μικροαστικό και μεσοαστικό χώρο εξαπλώθηκαν βίαιες, όσο και αυτοκαταστροφικές συνήθεις, οι επονομασθείσες “επιδημίες αυτοκτονιών”, οι οποίες τόσο πολύ βασανίζουν ένα σημαντικό κλάδο της σύγχρονής μας ιστοριογραφίας. Το χαρακτηριστικό ήταν η κοινωνική διάσταση και η κοινωνική αναφορά αυτών των διαβημάτων. Αφορούσαν κυρίως τάξεις και στρώματα του πληθυσμού που βρίσκονταν σε ασταθείς ισορροπίες μέσα στον έντονο στοβιλισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς το τέλος του προπροηγούμενου αιώνα. Η αριστοκρατία συνθλιβόμενη ανάμεσα στην αφύσικη, εκτός εποχής και εξέλιξης, δόξα της και τον εμφανή πλέον, γεμάτο αδιέξοδα αναχρονισμό της. Τα μεσοστρώματα, επίσης, στριμωγμένα ανάμεσα στην προσδοκία της περαιτέρω κοινωνικής ανέλιξης και την απειλή της πτώσης στο προλεταριακό υπόστρωμα. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε μερικές πιο ειδικές κατηγορίες σε αυτά τα πεδία: την εύθραυστη είσοδο των γυναικών, λόγου χάρη, στο ενεργό κοινωνικό στερέωμα που, ρευστή και αβέβαιη, τις οδηγούσε πολύ συχνά σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, προς μεγάλο σκανδαλισμό της τότε ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Αυτές οι ενδείξεις αυτοκαταστροφικής πρακτικής τρέφονταν από τις κοινωνικές αστάθειες και πιέσεις και συχνά εμπεριείχαν διακηρύξεις κατά κάποιον τρόπο προς την κοινωνία, στο όνομα της οποίας λάμβαναν χώρα. Τόνιζαν την έννοια της κοινωνικής ταυτότητας, έστω και μέσα από την ακύρωσή της. Η ζωή είχε νόημα μέσα στο πλαίσιο αξιών που η κοινωνία όριζε, την τιμή, την αξιοπρέπεια, τον αυτοπροσδιορισμό και το δικαίωμα επιλογής στο προσωπικό πεδίο. Ο θάνατος σε μονομαχία ή η αυτοκτονία διακήρυσσε αυτές τις αρχές, που έκαναν υποφερτή τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία και επιθυμητή τη ζωή. Η ρήξη αυτών των κοινωνικών συμβολαίων, η αδικία και η ατίμωση έφερναν την επιθυμία του θανάτου. Οι άνθρωποι, ορισμένοι έστω άνθρωποι -τέτοιες ιδέες δεν περνούσαν λόγου χάρη σε θρησκευόμενους αγρότες- θεωρούσαν ότι η ακύρωση των συμβολαίων καθιστούσε το άτομο αναλώσιμο. Η αυτοκαταστροφή έγινε έσχατο προπύργιο στην υπόθεση της προπάσπισης της προσωπικής ταυτότητας, της θέσης του ατόμου, δηλαδή, μέσα στην κοινωνία. Έσχατο καταφύγιο στις πιέσεις ενός κόσμου ρευστού, που εύκολα μπορούσε να κλείσει προσωπικούς δρόμους και προοπτικές.
Αυτές οι ιδέες, αν και τις συμμερίζονταν πολλοί, περιφέρονταν για αρκετές δεκαετίες στο ατομικό, στο προσωπικό επίπεδο. Χρειαζόταν ένας ισχυρός καταλύτης για να τις μετατρέψει σε συλλογικές πρακτικές. Να τις συνδέσει με την πολιτική, με άλλα λόγια. Ο τρομερός αυτός καταλύτης ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πριν φθάσουμε σε αυτόν και στις αλλαγές που επέφερε στις σχέσεις των Ευρωπαίων με τη βία και τη διαθεσιμότητά τους προς την αυτοκαταστροφή -την αναλωσιμότητά τους αν προτιμάτε- ας εξετάσουμε κάτι παράλληλο. Τη σχέση των Ευρωπαίων με τον πόλεμο, με την ιδέα του πολέμου.-.-
Προς το τέλος του 19ου αιώνα ο πόλεμος είχε εξωτική χροιά για τους Ευρωπαίους. Στην ίδια την Ευρώπη, από το 1815 και μετά, οι πόλεμοι και μικρή διάρκεια είχαν και συγκριτικά λίγα θύματα και πολύ απείχαν από το ανατρέψουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Τίποτα δηλαδή που να μοιάζει με τους Ναπολεόντειους Πολέμους που προηγήθηκαν ή με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που θα ακολουθούσε. Από το 1871 δε και μετά, ίσως να το οφείλει στο Βίσμαρκ αυτό η Ευρώπη, έπαψαν ακόμη και αυτές οι εφήμερες συρράξεις. Οι Ευρωπαίοι ζούσαν ειρηνικά, η Ευρώπη όχι. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, χιλιάδες ναυτικά μίλια μακριά, αρκετοί από τους Ευρωπαίους πολεμούσαν στο όνομα του μεγαλείου των εθνών τους. Στη δεκαετία του 1880 οι αποικιακές εκστρατείες έφθαναν ως τις πλέον ξεχασμένες περιοχές της αμερικανικής γης και, συντρίβοντας, όταν χρειαζόταν, τις τυχόν αντιρρήσεις, εγκαθιστούσαν στα πέρατα της οικουμένης το ευρωπαϊκό διοικητικό σύστημα και μαζί του τον ευρωπαϊκό, λεγόμενο, πολιτισμό.
Ο πόλεμος μέσα σε αυτές τις συνθήκες, περνούσε, για την Ευρώπη, μια περίοδο εξημέρωσης. Δεν αφορούσε το μέσο Ευρωπαίο, ήταν μια μακρινή υπόθεση. Γινόταν για καλό σκοπό, για τον εκπολιτισμό των βαρβάρων και την ένταξή τους στον κόσμο των ευρωπαϊκών αξιών. Ήταν επωφελής, δημιουργούσε δουλειές, άνοιγε ευκαιρίες. Προκαλούσε μια αίσθηση ενότητας και ανωτερότητας ταυτόχρονα μεταξύ των λευκών και Ευρωπαίων. Αίσθηση που λειτουργούσε ακόμη και στα μικροαστικά και στα εργατικά στρώματα. Όλοι αισθάνονταν δια του πολέμου εκπολιτιστές απέναντι στους άγριους βαρβάρους. Ο πόλεμος στα χρόνια αυτά εξωραΐτηκε, έγινε, μέσα από τα φυλετικά και πολιτιστικά του χαρακτηριστικά, μια αποδεκτή ιστορία, μια περιπέτεια στην οποία περισσότερο ή λιγότερο ρομαντικοί ήρωες άξιζε να αφιερώσουν τον εαυτό τους. Σε κοινωνικό επίπεδο, έγινε κάτι περισσότερο. Ο πόλεμος-περιπέτεια έγινε για πολλές από τις κοινωνικές ομάδες που ταλάνιζε η κοινωνική αστάθεια σύμβολο υπέρβασης των ταξικών τους ανησυχιών και φόβων. Στην πολύ εργατική Αγγλία, θύελλες ενθουσιασμού συνόδευαν κάθε αναχώρηση στρατευμάτων για να πολεμήσουν το Μαχντί στο Σουδάν ή τους Μπόερς. Όταν, μετά το 1905-1906, απογειώθηκαν οι ανταγωνισμοί των εξοπλισμών και κάθε ευρωπαϊκή δύναμη έσπευσε να πολλαπλασιάσει τους εξοπλισμούς και να κατασκευάσει τα
, η διευρυνόμενη οικονομία πολέμου πολλαπλασίασε τις λειτουργίες του τελευταίου μέσα στον κοινωνικό ιστό. Η αποκατάσταση της εικόνας του πολέμου τότε, στην “μπελ επόκ”, άνοιξε το δρόμο για την επανένταξή του στις πρακτικές των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στο κάτω-κάτω σημαντικές λαϊκές -θα λέγαμε- κινητοποιήσεις στήριξαν ή επέβαλαν την απόφαση των ηγετών, τον Ιούλιο του 1914, για το ξεκίνημα του Μεγάλου Πολέμου.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθε σε μια τέτοια εποχή. Αυτός ο πόλεμος ήταν ταυτόχρονα τμήμα και αποτέλεσμα των διεργασιών που περιγράψαμε και ταυτόχρονα καταλύτης που θα τους έδινε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η πρώτη του συνέπεια ήταν ότι δημιούργησε το τόσο απαραίτητο για τις βαθιές αλλαγές κενό. Στη διάρκειά του υπήρξε κατ’ αρχήν πλήρης αναθεώρηση της πολιτικής. Η αξιοπιστία των θεσμών και των κρατικών μηχανισμών δέχτηκε ισχυρό πλήγμα, σχεδόν εκμηδενίστηκε. Δεν επρόκειτο μόνο για τα καθεστώτα και η ανατροπή των τελευταίων, σε πολλά από τα κράτη που δέχτηκαν ιδιαίτερες πιέσεις, δεν εξομάλυνε καταστάσεις. Επρόκειτο για άμεση αμφισβήτηση των αξιών και των κανόνων που νομιμοποιούσαν και στήριζαν τους θεσμούς, την κοινωνική συνοχή αν προτιμάτε. Η μαζική –η κατάχρηση της λέξης μας αποκρύπτει εδώ τα μεγέθη: για περισσότερα από τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους πρόκειται- συμμετοχή στην εμπειρία των χαρακωμάτων, της μαζικής καταστροφής και του ολέθρου ήταν αρκετή ώστε να κλονίσει τις όποιες κοινωνικές αναφορές και βεβαιότητες. Οι φαντάροι στα χαρακώματα ήταν αλλοτριωμένοι ως προς τον τελικό στόχο, ως προς την τακτική που τα επιτελεία επέλεγαν, ως προς τις πολιτικές επιδιώξεις που συντηρούσαν αυτό τον πόλεμο. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί πολεμάμε» ήταν ακόμη πιο αόριστη από την ανάλογη των εργοστασιακών εργατών: τι φτιάχνουμε, για ποιον το φτιάχνουμε; Όλ’ αυτά τα εμπιστεύονταν, ή μάλλον αναγκαστικά τα παραχωρούσαν στους αόρατους ηγέτες, στα απρόσωπα σχέδια, κρατώντας για τον εαυτό τους την πειθαρχία, τη μηχανιστική κίνηση που επέβαλλαν οι τεχνικές και οι κανονισμοί. Μην ξεχνάμε ότι ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε με άξονα το παράλογο. Πέρα από την προάσπιση ενός συστήματος συμμαχιών, σχέσεων και ισορροπιών, οι αντίπαλοι δεν είχαν σοβαρές -ανάλογες του μεγέθους της πολεμικής εμπλοκής- προτάσεις για τους στόχους του πολέμου. Στην ουσία, ουδείς ζήταγε κάτι συγκεκριμένο από τον αντίπαλό του, με τον οποίο όμως είχε εμπλακεί σε έναν μέχρι τελικής καταστροφής αγώνα.
Ο πόλεμος παρουσιαζόταν με τον τρόπο αυτό ως αυτοσκοπός, ως αυτόνομη και αυτόφωτη καταστροφική κατάσταση όπου το διακριτό ζητούμενο δεν ήταν μόνο ή καταστροφή του αντιπάλου ως καθεστώτος, ως οικονομικής οντότητας, ως στρατιωτικής δύναμης, ως διπλωματικής απειλής και ό,τι άλλο. Ως ζητούμενο παρουσιαζόταν η υποταγή, η «άνευ όρων» παράδοση της κοινωνίας ολόκληρης, από τα υψηλά κλιμάκια της καθεστωτικής και κρατικής ιεραρχίας ως τον τελευταίο αγρότη, εργάτη ή πολίτη του εχθρού. Για εξανδραποδισμό της κοινωνίας επρόκειτο, στην πιο απόλυτη μορφή του. “Αν οι τεχνικές δυνατότητες συμβάδιζαν με τις προθέσεις, τότε ζητούμενο θα ήταν η εξαφάνιση της αντίπαλης κοινωνίας η έστω η συρρίκνωσή της σε όλα τα επίπεδα- δημογραφικό, οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό- ως το σημείο που θα γινόταν εφικτή η χωρίς όρια υποταγή της. Ο αποκλεισμός της Γερμανίας μετά την ανακωχή του Νοεμβρίου του 1918, η πείνα, η αναταραχή και το θανατικό που προκάλεσε ανέδειξαν, με τον πληρέστερο τρόπο, τις νέες προθέσεις. Ο κόσμος έγινε ρευστός, τόσο ρευστός όσο επέβαλλε ο μοναδικός αξιόπιστος κανόνας που απέμενε. Ο κανόνας αυτός ήταν η απόλυτη, περίπου μεταφυσική, επικράτηση, ο νικητής είχε κάθε δικαίωμα επί του ηττημένου και ως ηττημένος λογιζόταν πλέον μια κοινωνία ολόκληρη. Ο κανόνας της υπεροχής, αυτής που μετριόταν με τη βία, κυριάρχησε στη διπλωματία και από εκεί πέρασε στην πολιτική, στις κοινωνικές σχέσεις. Η ταξική αναμέτρηση, όπως και πλήθος άλλες αναμετρήσεις, αναβαπτίστηκε σε αυτή τη νέα λογική. Η πολιτική πρόθεση, η πολιτική τακτική προσανατολίστηκε στη με κάθε μέσο καταστροφή του αντιπάλου. Οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις κλονίστηκαν τόσο βαθιά από τις αξίες αυτές, που ήταν αδύνατον να γυρίσουν πίσω στο παρελθόν. Λέγεται ότι αυτή η μεγάλη σύγκρουση του 1914-1918 ριζοσπαστικοποίησε τις κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές. Όσον αφορά τον προσδιορισμό των στόχων και των προθέσεων, η λέξη ριζοσπαστικοποίηση είναι μάλλον ήπια. Πολύ απλά, το ζήτημα της εξόντωσης, της υποταγής, της καταστροφής του απέναντι, είτε αυτός ήταν πολιτικός είτε κοινωνικός είτε οικονομικός χώρος, έγινε νόμιμη και επιθυμητή πρόθεση. Εκείνο πού απέμενε ήταν η τεχνική στήριξη των προθέσεων. Η προσαρμογή της πολιτικής και της κοινωνικής οργάνωσης, με άλλα λόγια “Επρόκειτο για τη «στρατιωτικοποίηση» της κοινωνίας πρώτα και της πολιτικής ως συνέπεια. Η εκβιομηχάνιση του πολέμου, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις αρχές του 20οΰ αιώνα και στη διάρκεια τουΑ’ Παγκόσμιου Πολέμου, δημιούργησε αυτές τις προϋποθέσεις. Η αλλαγή δεν συνίστατο μόνο στην καθολική επιστράτευση και στη συμμετοχή πολλαπλάσιου -σε σύγκριση με το παρελθόν- ποσοστού της κοινωνίας, άμεσα ή έμμεσα, στα πολεμικά δρώμενα. Το νέο στοιχείο, που μπορούσε να μεταβάλει τους όρους της πολιτικής παρέμβασης, ήταν ότι η πολεμική οργάνωση μπορούσε να εντάξει -να υποτάξει- στις ανάγκες της το σύνολο των λειτουργιών του κοινωνικού χώρου, διαρθρώνοντάς τις με άξονα μια μηχανιστική λογική που μπορούσε, φυσικά, νά υπηρετήσει τίς άνάγκες τού «ολοκληρωτικού» πολέμου, άλλά πού, ταυτόχρονα, φαινόταν ικανή νά έπιβληθεΐ καί νά έπαναδιατάξει τίς κοινωνικές σχέσεις καί ισορροπίες. Οί ριζοσπαστικές πολιτικές θέσεις βρήκαν στό σχήμα αύτό τήν άπόδειξη γιά τό έφικτό τών τολμηρών προτάσεών τους.
Μία από τις βασικές προϋποθέσεις αυτής της αλλαγής ήταν να μικρύνει η απόσταση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και τους πολεμιστές. Δεν πρόκειται ούτε για κάτι εύκολο ούτε για κάτι αυτονόητο. Στο ξεκίνημα του ευρωπαϊκού κόσμου, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, η απόσταση που χώριζε τους πολεμιστές από τους ταγμένους στην εργασία και τους ταγμένους στην προσευχή ήταν, όσον αφορά τις πολεμικές δεξιότητες, αβυσσαλέα. Ακόμη και όταν οι στρατοί έγιναν πιο μαζικοί, η αποτελεσματικότητα των επαγγελματιών του πολέμου πολύ απείχε από οτιδήποτε μπορούσε να τους αντιτάξει στο πεδίο αυτό η υπόλοιπη κοινωνία. Το όλο πρόβλημα έμεινε ημιτελές στον καιρό του Ναπολέοντα και η λύση του μεταφέρθηκε ακριβώς στους καιρούς που ενδιαφέρουν την παρούσα εισήγηση. Η ανάγκη για μαζικούς στρατούς, προϊόντα της γενικής επιστράτευσης, ικανούς να μεταβάλουν σε πολεμικό μέτωπο όλο το μήκος των συνόρων και ολόκληρο το βάθος μιας κοινωνίας, έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της ταύτισης πολίτη και πολεμιστή.
Οι τεχνικές του πολέμου έγιναν μαζικές και απλοποιήθηκαν ώστε να μπορούν να γίνουν κτήμα ενός ολοένα ευρύτερου τμήματος της κοινωνίας. Μιμήθηκαν στον τομέα αυτό και πλησίασαν τις τεχνικές της βιομηχανικής εργασίας, όπου το ζητούμενο ήταν η συμμετοχή στη βιομηχανική παραγωγική διαδικασία του φθηνότερου είδους εργάτη: του ανειδίκευτου. ‘Οπως οι τεχνίτες, οι μαστόροι, παραχώρησαν προοδευτικά τη θέση τους στους ανειδίκευτους εργάτες με βάση μια νέου τύπου οργάνωση της εργασίας, έτσι και στα πεδία των μαχών οι επαγγελματίες του πολέμου έδωσαν τη θέση τους στους επίστρατους φαντάρους. Τα όπλα απλοποιήθηκαν περίπου όσο και οι εργαλειομηχανές. Οι τακτικές στο πεδίο της μάχης έγιναν τεχνικές, οι αυτοματισμοί πολλαπλασιάστηκαν μαζί με τα εγχειρίδια και τα δόγματα που προνοούσαν για κάθε απρόβλεπτο, κατά τρόπο ώστε νά εξαλείφουν κάθε αυτοσχεδιασμό, κάθε αυτενέργεια, έξω από τα σχέδια και την πειθαρχία του στρατεύματος. Ο πόλεμος έγινε μια δεξιότητα όπως οι ανάλογες της καθημερινής ζωής, ένα είδος εργοστασίου. Με λίγα λόγια, όσοι ήταν σε θέση να εργαστοϋν και να παράγουν ήταν πλέον σε θέση και να πολεμήσουν. Η κοινωνία των μετόπισθεν υποτάχθηκε στις ανάγκες του μετώπου. Οργανώθηκε δηλαδή παραγωγικά και κοινωνικά έτσι ώστε να στηρίζει και να τροφοδοτεί την πολεμική προσπάθεια, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες που η τελευταία έθετε, να ακολουθεί τα σχέδια του στρατού και των επιτελείων του. Στην υπηρεσία του πολέμου ο κοινωνικός χώρος απέκτησε τη δική του πειθαρχία, τους δικούς του κανονισμούς και νόμους, τις ιδιαίτερες λειτουργίες του, καθ’ υπαγόρευση των επιταγών του πολέμου. Με τον τρόπο αυτό έγινε τμήμα του, εντάχθηκε σε αυτόν. Κανένας κοινωνικός χώρος δε διέφυγε από αυτή την πολεμική συγκεντρωτική και πειθαρχημένη συμμετοχή. Μέσα από αυτή, η πολιτική ως κοινωνική λειτουργία απέκτησε νέες προδιαγραφές. Τον βασικό στόχο της συλλογικής προσπάθειας τον υπηρετούσαν οι μαχητές του μετώπου. Τα επιτελεία τους, οι ηγεσίες τους, τον προσδιόριζαν και οργάνωναν τα σχέδια, τις τακτικές με τις όποιες θα τον πετύχαιναν. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν, πειθαρχούσαν, στήριζαν. Στη μετά τον Α’ Παγκόσμιο πολιτική σκέψη η διάρθρωση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό η ίδια ένα ιδεολογικό και οργανωτικό κέντρο, ως επιτελείο, καθόριζε τους στόχους και τις τακτικές. Οι μάχιμοι, τα ενεργά μέλη, οι οργανωμένοι, αποφασισμένοι και αναλώσιμοι, έφτιαχναν το μέτωπο της παρέμβασης, κατ’ εικόνα και ομοίωση του πολεμικού μετώπου. Γύρω από αυτές τις δυνάμεις διαρθρωνόταν το κίνημα και ο κοινωνικός χώρος, σε σχέση ιεραρχικά υποδεέστερη, σε θέση πειθαρχίας και υποταγής σε όσα η ηγεσία είχε προκρίνει ως υπηρετούντα το κοινό καλό. Τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα διαρθρώθηκαν ως μικρογραφίες των στρατών του Α’ Παγκοσμίου.
Την επαύριο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όλα, οι προϋποθέσεις και τα στοιχεία του ολοκληρωτικού πολέμου, βρίσκονταν σταθερά στη θέση τους. Η έννοια της καταστροφής, της απαξίωσης και της εξόντωσης του αντιπάλου, η συμμετοχή όλων των πόρων, ανθρώπινων η υλικών, της κοινωνίας στην πολεμική προσπάθεια, η ιεράρχηση των θεσμών με βάση τις αξίες και τις ανάγκες του ολόπλευρου πολέμου. Το ίδιο συνέβαινε με τα στοιχεία αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ολοκληρωτική πολιτική παρέμβαση. Με τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις δηλαδή που αντιμετώπιζαν την πολιτική αντιπαράθεση με όρους ολοκληρωτικού πολέμου. Όλα τα στοιχεία, των όποιων την εμφάνιση περιγράψαμε συνοπτικά προηγουμένως, ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Η έννοια της αυτοκαταστροφής και του αναλώσιμου, η πολεμική δεξιότητα, η στρατιωτική πειθαρχία και οργάνωση, η γενική αποδοχή ή και επίκληση του πολέμου. Ο πρώτος υποσχόταν νέους πιο καταστροφικούς κύκλους στις μελλοντικές μεταξύ εθνών αναμετρήσεις. Η δεύτερη έθετε την ιδέα του εμφύλιου πολέμου ως συστατικού των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών στο εσωτερικό μιας χώρας. Στην ουσία, πολλά από τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού και του εμφύλιου ήταν κοινά, οπωσδήποτε προέρχονταν από κοινές ρίζες. Θα μπορούσαμε μάλιστα να συμπτύξουμε τα δύο αυτά κεφάλαια σε ένα και το αυτό αν στη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής δεν περιλαμβανόταν μία ολοκληρωμένη πρόταση για την υπέρβαση όλων αυτών και την επαναστατική ανάπλαση του κόσμου. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος με τις καταστροφικές του προδιαγραφές μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τη μετατροπή του σε επανάσταση. Η τελευταία θα ξεκινούσε από το επαπειλούμενο μηδέν για να ξαναχτίσει σε νέες βάσεις τις κοινωνίες των ανθρώπων, ακυρώνοντας όλους τους παράγοντες που είχαν οδηγήσει τα πράγματα ως εδώ.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της περιόδου της Γ’ Διεθνούς, όπως το προσδιόρισε η λενινιστική αντίληψη στην περίοδο τού Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν το πιο τυπικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής. Από τη λογική τού ολοκληρωτικού πολέμου δεν αντλούσε μόνο στοιχεία για την οργανωτική του δομή και λειτουργία, εμπνεόταν τρόπους παρέμβασης και διεκδίκησης. Στην πορεία της Γ’ Διεθνούς ή έννοια του κομμουνιστή είχε ταυτιστεί με τις έννοιες όπλο και ένοπλη σύγκρουση. Ο δρόμος προς την εξουσία λογιζόταν ως πόλεμος και μάχη περισσότερο παρά ως κοινοβουλευτική ή άλλου τύπου εξέλιξη. Και αυτό χωρίς να αποτελούν τα κομμουνιστικά κόμματα εξαιρέσεις ή μοναδικές περιπτώσεις σε αυτό το τακτικό πεδίο. Ακόμη και τα πλέον αξιοπρεπή αστικά κόμματα συγκροτούσαν εκείνο τον καιρό πολεμικά τμήματα, ομάδες κρούσης. Οι πολιτικές νεολαίες, πέρα από τη συμβολική πολιτική τους σημασία, ήταν συχνά το μεγάλο έμπεδο ή μονάδες κρούσης, πάντα έτοιμες για την περίπτωση πού ή πολιτική θα περνούσε από το κοινοβούλιο και τούς διαδρόμους στα οδοφράγματα και την ένοπλη αντιπαράθεση. Ο εμφύλιος πόλεμος μετατράπηκε λοιπόν, από ατύχημα του έθνους, σε βασικό στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε πολλά κράτη της Ευρώπης έγινε ισχυρή προοπτική και δυνατότητα. Με διάφορες μορφές, στοιχεία του εκδηλώθηκαν στα περισσότερα από τα ευρωπαϊκά κράτη, σε λίγα δε, εκεί όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων το επέτρεπαν, πήρε τη μορφή τακτικού πολέμου, της πλέον ολοκληρωτικής μορφής. Γενικά ακολούθησε τις τύχες του ολοκληρωτικού πολέμου. Στο Β’ Παγκόσμιο, ο εμφύλιος έγινε συστατικό, αναγκαίο συμπλήρωμα ενός πολέμου που πλησίασε περισσότερο από κάθε άλλο στην ιστορία την έννοια του ολοκληρωτικού. Παραδόξως, την έννοια του εμφυλίου πολέμου τη δάμασε και τελικά την εξοβέλισε από το πολιτικό προσκήνιο ο Ψυχρός Πόλεμος. Όταν δηλαδή η εκδήλωση κάποιας ευρωπαϊκής εμφύλιας σύγκρουσης κινδύνεψε να γίνει συστατικό και αφετηρία γενικότερου πολέμου, ο έλεγχος του οποίου μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από ορισμένα αποδεκτά, στη διπλωματία και στις αντοχές των ενδιαφερομένων, πλαίσια. Στο κάτω – κάτω οι Ευρωπαίοι, μετά από παθήματα και πικρές εμπειρίες, έπαψαν να θεωρούν τον εαυτό τους ή τον κοινωνικό χώρο τους αναλώσιμους. Ακόμα και για την πλέον αξιοπρεπή υπόθεση.