«Οι άνθρωποι έχουν μια φοβερή δύναμη να
διατηρούν ψευδαισθήσεις. Εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι ένας Θεός
μπορεί να χωρίσει στα δύο τη θάλασσα για να περάσει ο λαός του, ότι ένας
άνθρωπος μπορεί να πεθάνει και να αναστηθεί την τρίτη ημέρα, ότι αν
σκοτώσεις έναν κακοποιό ανοίγουν για σένα οι πόρτες του Παραδείσου, όπου
σε περιμένουν δεκάδες νεαρές παρθένες….» Μισέλ Ονφρέ (1959-)
Έφτασε η μεγάλη μέρα του χριστιανισμού. Η ύστατη, ανατριχιαστική αλλά και μεγαλειώδης επιβεβαίωση κάθε θεού.
Διότι πολύ απλά κάθε θεός έχει υποχρέωση να κατανικήσει το θάνατο, αρχής γενομένης από τον δικό του, και να υποσχεθεί πως και οι οπαδοί του, φυσικά υπό προϋποθέσεις, θα μπορέσουν να το πετύχουν.
Η εθνική γιορτή των απανταχού μεταφυσικών,
χριστιανών ορθοδόξων, καθολικών, διαμαρτυρομένων, αρχαίων Αιγυπτίων,
Ασσυρίων, Βαβυλωνίων, Φοινίκων, Περσών, Ελλήνων, χαρτοριχτών,
φλιτζανούδων, αστρολόγων και πλήθους άλλων απατεώνων και ανόητων οπαδών.
Η μεγαλύτερη δοκιμασία για την ανθρώπινη νοημοσύνη, ειδικά στις μέρες μας.
Από τις διηγήσεις των Ευαγγελιστών φαίνεται πως αυτοί που περιγράφονται
ως στενός κύκλος του υιού-θεού πιάστηκαν στον ύπνο και στάθηκαν
ιδιαιτέρως δύσπιστοι απέναντι στο μέγα γεγονός.
Στάση απολύτως φυσιολογική,
διότι όσο Εβραιοχριστιανοί κι αν ήσαν, δεν καταπίνεται εύκολα το να
αναστηθεί κάποιος, έστω και στα γραπτά.
Απ’ την άλλη, τι σκατά μάθαιναν τόσο καιρό που υποτίθεται πως συγχρωτίζονταν μαζί του;
Ξημερώματα της επόμενης μέρας
απ’ το Σάββατο (κυριακάτικα δηλαδή), γράφει ο Μαθιός (Ματθαίος 28: 1-15)
ότι πήγαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η… άλλη Μαρία (αναφέρεται στη θεομάνα όχι και τόσο τιμητικά) για προσκύνημα στον τάφο.
Με το που λένε καλημέρα στη φρουρά, γίνεται ένας μεγάλος σεισμός και ένας άγγελος κατεβαίνει απ’ τον ουρανό.
Οι φρουροί, που έπαιζαν πρέφα
αμέριμνοι, χλωμιάζουν – κι όχι μόνο, αλλά δεν είναι της στιγμής – και μ’
ελαφρά πηδηματάκια την κάνουν.
Ο άγγελος, που το πρόσωπό του ήταν «άσπρο σαν αστραπή» και το ρούχο του «άσπρο σαν το χιόνι» (ελπίζω να πιάνετε τη διαφορά), κυλάει πιο πέρα την πέτρα του τάφου και κάθεται πάνω της κουνώντας με χαριτωμενιά τα πόδια του, που κρέμονταν.
Η άλλη Μαρία, η μάνα του θεόπουλου ντε, έχοντας καεί από άγγελο, κάνει ασυναίσθητα πιο πέρα.
«Καλέ, πώς τρέμετε έτσι;»
απευθύνεται ο άγγελος στις κοψοχολιασμένες γυναίκες με τη γνωστή χάρη των αγγέλων. Και συνεχίζει:
«Ξέρω πως ζητάτε τον Ιησού τον
εσταυρωμένο (μυαλό ξυράφι ο άγγελος!). Αργήσατε. Αναστήθηκε, όπως είχε
πει, και την έκανε για Γαλιλαία. Μπείτε να δείτε τον τάφο και πηγαίνετε
να το πείτε στους μαθητές του.»
Οι γυναίκες μπήκαν στον τάφο, με
τον προσήκοντα δισταγμό βεβαίως, και βγήκαν τρέχοντας τραβώντας για
τους μαθητές. Στο δρόμο έπεσαν πάνω στον αναστημένο.
Μετά τις συνήθεις σε αυτές τις
περιπτώσεις χαιρετούρες και, ενώ αυτές έσκυψαν και προσκυνούσαν τα πόδια
του, τους είπε ο βρικόλακας να πάνε να πουν στους μαθητές του πως θα
τους περιμένει στη Γαλιλαία και πως είναι βιαστικός γιατί θα χάσει το… σύννεφο της γραμμής.
Οι φρουροί εν τω μεταξύ φτάνουν στους αρχιερείς έξω φρενών και τους λένε «το και το».
Επίσης, ζητούσαν το λόγο, γιατί
οι Εβραίοι χρησιμοποιούν στα γραπτά τους Ρωμαίους στρατιώτες και τους
βάζουν μάρτυρες σε αναστάσεις.
Τους καλοπιάνουν οι μεγαλοπαπάδες, τους εξηγούν πως έτσι κι αλλιώς όλα αυτά είναι βλακείες και στήνουν ένα παραμύθι πως τους πήρε ο ύπνος και πήγαν οι μαθητές του και βούτηξαν τον νεκρό. Στο τέλος, τους δίνουν και μια σαρανταοχτάωρη.
Οι στρατιώτες την κάνουν για το
καπηλειό, μπας και συνέλθουν, όπου ξεκοιλιάζονται στο ποτό ανύποπτοι για
το τι θα σημαίνουν όλα αυτά τα επόμενα 2.000 χρόνια και ποιος ξέρει
πόσα ακόμη.
Ο Λουκάς (24: 1-12) στο δικό του Ευαγγέλιο βάζει περισσότερες γυναίκες να επισκέπτονται το μνήμα, χωρίς να αναφέρει ποιες, οι οποίες κουβαλούσαν και αρώματα.
Βρήκαν την πέτρα να έχει μετακινηθεί απ’ τον τάφο, μπήκαν μέσα ψάχνοντας, αλλά ο αναστημένος την είχε κάνει.
Πάνω που σταυροκοπιόντουσαν (πρώιμα), εμφανίστηκαν δύο τύποι με αστραφτερά ρούχα και τις έχεσαν αρκούντως:
«Γιατί ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν θυμάστε τι σας είχε πει στη Γαλιλαία;»
Τότε αυτές θυμήθηκαν τι τους είχε πει και έτρεξαν στους έντεκα αποστόλους[1], αλλά και σ’ όποιον συναντούσαν στο δρόμο, και έλεγαν τα καθέκαστα.
Και ήταν αυτές οι γυναίκες (τώρα το λέει ο Λουκάς) η Μαρία η Μαγδαληνή, μια Ιωάννα σκέτο, η Μαρία η μάνα του Ιακώβου (μανία κι αυτή να μην τη λένε μάνα του θεόπουλου), και άλλες κυράτσες που ήταν μαζί τους.
Οι μαθητές, μόλις τις άκουσαν, έπεσαν κάτω απ’ τα γέλια βρίσκοντας άκρως ανόητα αυτά που έλεγαν. Κάποιος μάλιστα πέταξε:
«Ρε, τι λένε οι μαλακισμένες;»
Τότε ο Πέτρος έτρεξε στο μνήμα, όπου βρήκε μόνο τα σάβανα. Του κόπηκε το γέλιο και γύρισε στο σπίτι κατάπληκτος.
Και στη διήγηση του Μάρκου (16: 1-8) η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μάνα του Ιακώβου (και του βρικόλακα) την επομένη από το Σάββατο, και ενώ είχε ανατείλει ο ήλιος, κουβαλούσαν αρώματα, αλλά μαζί τους ήταν και η Σαλώμη.
Εδώ ο Μάρκος τις βάζει να αναρωτιούνται ποιος θα τις βοηθήσει να κυλήσουν την πέτρα, αλλά φτάνοντας διαπιστώνουν πως η πέτρα κείτεται παραπλεύρως του τάφου.
Μπαίνουν μέσα και βλέπουν έναν νεαρό με άσπρα να κάθεται δεξιά και τους κόβεται η χολή.
«Τον Ιησού ψάχνετε;» (Φαίνεται πως
οι άγγελοι δεν φημίζονταν για την ευφυΐα τους. Τι άλλο να ψάχνουν, ρε
βλαμμένε, ερμαφρόδιτε, στον τάφο του θεόπουλου;)
«Δεν είναι εδώ, να κοιτάξτε. Πηγαίνετε να το πείτε στους μαθητές
και στον Πέτρο. Να τρέξετε όλοι στη Γαλιλαία να τον συναντήσετε.»
Οι γυναίκες το έβαλαν στα πόδια έντρομες.
Ο
Ιωάννης (20: 1-10) βάζει μόνη τη Μαρία τη Μαγδαληνή να πηγαίνει στον
τάφο. Εκείνη βρίσκει την πέτρα να έχει μετακινηθεί και δεν τολμάει να
μπει μέσα, μιας που είναι μόνη της.
Γυρίζει στον Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο θεόπουλος αγαπούσε (εδώ ο Ιωάννης βλογάει τα γένια του) και τους λέει τα καθέκαστα.
Φεύγουν τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής (τον οποίο αγαπούσε ο αναστημένος και που ο συγγραφέας εννοεί τον εαυτό του) τρέχοντας για τον τάφο.
Αλλά ο αγαπημένος μαθητής τρέχει
γρηγορότερα και, προσπερνώντας τον Πέτρο, φτάνει πρώτος στον τάφο.
Βλέπει τους νεκρικούς επιδέσμους να είναι εκεί, αλλά δεν τολμά να μπει μέσα.
Φτάνει κι ο Πέτρος αγκομαχώντας, μπαίνει στο μνήμα και βρίσκει στο έδαφος το σάβανο αλλά και το σουδάριο[2], που όμως είναι πεταμένο στην άλλη πλευρά του τάφου.
Φως φανάρι πως ο βρικόλακας αναστήθηκε θυμωμένος και τα πέταγε από πάνω του καθώς έψαχνε την έξοδο της σπηλιάς.
Μπήκε κι ο καλός μαθητής και
πίστεψε, γιατί μέχρι τότε δεν έδιναν πολύ σημασία στο ότι ο δάσκαλός
τους πρέπει να αναστηθεί από τους νεκρούς. Γύρισαν σπίτι.
Όπως διαπιστώσατε, στις παραπάνω διηγήσεις γίνεται του… Εβραιοχριστιανού.
- Κατά τον ένα, γίνεται σεισμός και
ένας χαριτωμένος και τσαχπίνης άγγελος – που όμως οι υπόλοιποι
συγγραφείς τον αγνοούν – σπρώχνει την πέτρα
- αλλού υπάρχουν και αλλού δεν υπάρχουν φύλακες
- η μάνα του θεόπουλου, κοτζάμ Παναγία, αποκαλείται ξεδιάντροπα η άλλη Μαρία ή η μάνα του Ιακώβου
- άλλες γυναίκες στέλνει στον τάφο ο ένας Ευαγγελιστής, άλλες ο άλλος
- για τον άγγελο, κάποιος υποστηρίζει πως κατέβηκε ένας, άλλος πως κατέβηκαν πολλοί, άλλος πως δεν κατέβηκε κανείς
- ο Ιωάννης εκθειάζει τον γοργοπόδαρο μαθητή, δηλαδή τον εαυτό του, άλλα όλοι συμφωνούν πως υπήρξε βρικόλακας.
Οι μαθητές ύστερα από τόσο
συγχρωτισμό με τον νυν αναστημένο παραμένουν δύσπιστοι και άπιστοι, ενώ ο
βρικόλακας δεν παρουσιάζεται στην οικογένειά του, αλλά παίρνει τους
δρόμους.
Οι τρεις από τους Ευαγγελιστές υποστηρίζουν πως παρουσιάστηκε στη Μαρία τη Μαγδαληνή, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσουν οι ψίθυροι, να εκτεθεί η γυναίκα στον αιώνα τον άπαντα και να διακυβεύεται η θεϊκή αγαμία.
Ανεξάρτητα από το ποιες έτρεξαν στον τάφο, το θεόπουλο έπρεπε να αναστηθεί. Η επιβολή της ανάστασης και η αποδοχή της από τις μάζες είναι το θεμελιακό στοιχείο και η πεμπτουσία του χριστιανισμού.
Με αυτό τον τρόπο χτίζεται η εξαργύρωση της καταπίεσης στο υπερπέραν, η απάτη της εξιλέωσης των ταπεινών και καταφρονεμένων.
Επίσης, η ανάσταση είναι το διαβατήριο του χριστιανισμού για τη
μετέπειτα εξάπλωσή του, αλλά και η αλυσίδα με την οποία θα δέσει το
ποίμνιό του.
Με απύθμενο θράσος ο Παύλος δηλώνει:
«Εάν ο Ιησούς δεν αναστήθηκε, τότε η διδασκαλία και η πίστη μας είναι κενές. […] Εάν εν ταύτη τη ζωή μόνον ελπίζωμεν εις τον Χριστόν, είμεθα ελεεινότεροι πάντων των ανθρώπων» (ΙΕ΄, 14,19).
Και συνεχίζει:
«Ποιος από τους οπαδούς του πρώιμου
χριστιανισμού, που είχαν ταυτιστεί με το ρόλο του Μεσσία, μπορούσε μετά
το θάνατό του να παραδεχτεί πως έσφαλλε και ότι ο Μεσσίας είχε ένα τόσο
άδοξο τέλος;
Ποια ανταλλακτική αξία έναντι της
συνεχούς εξέγερσης των Εβραίων απέναντι στους Ρωμαίους εκείνης της
εποχής μπορούσε να κατευνάσει καλύτερα τα πνεύματα ή διατηρούσε σοβαρές
ελπίδες για να το κάνει;
Η ανάσταση έπρεπε να επινοηθεί, ώστε να
εδραιωθεί η πίστη προς τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού και να καλύψει μία
από τις σοβαρότερες ανάγκες των πιστών τότε και στο μέλλον.»[3]
Στην πραγματικότητα όμως, ο χριστιανισμός κάθε άλλο παρά καινοτομεί.
Το φαινόμενο του θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται γεννήθηκε και
συναντάται σε πολλούς γεωργικούς και ποιμενικούς λαούς πριν από αυτόν.
Πέρσες, Σύριοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Φοίνικες, Ινδοί, Εβραίοι, Αιγύπτιοι. Ακόμη και στην αμερικάνικη ήπειρο.
Όταν οι κονκισταδόρες[4]
αποβιβάστηκαν στη Νότιο Αμερική, διαπίστωσαν έκπληκτοι πως οι ντόπιοι
πίστευαν σ’ ένα θεό που τύφλα να έχει το δικό μας θεόπουλο.
Μέχρι τότε δεν υπήρχε
επικοινωνιακή σχέση μεταξύ των δύο κόσμων, άρα οι Ινδιάνοι σε καμία
περίπτωση δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν για αντιγραφή ή κλοπή ξένης
πνευματικής ιδιοκτησίας.
Απλώς οι Ινδιάνοι, έχοντας ταυτόσημες
μεταφυσικές ανησυχίες και ανάλογες με τους άγριους Μεσανατολίτες φυσικές
και κοινωνικές δυσκολίες, έδωσαν την ίδια λύση.
Ο θεός τους λεγόταν Κουετζαλκοάτλ και είχε σταυρωθεί σ’ έναν ξύλινο σταυρό.
Φυσικά, όπως ξέρουμε σήμερα, σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να τους
σώσει από τους Ισπανούς κατακτητές και αργότερα από όσους άλλους
αποίκησαν τη γη τους.
Στη χερσόνησο Γιουκατάν ο Μπακάμπ, γιος της παρθένας Τσιριμπίρας, παριστανόταν στεφανωμένος με ακάνθινο στεφάνι. Σταυρώθηκε και αυτός σε ξύλινο σταυρό, έμεινε τρεις μέρες πεθαμένος, έπειτα σηκώθηκε και το ’ριξε στις βόλτες.
Προφανώς πρόκειται για συγγενή του Κουετζαλκοάτλ.
Στη Βαβυλωνία ο Μαρντούκ πέθαινε κάθε χειμώνα και ανασταινόταν την άνοιξη.
Τακτικά ανασταινόταν και ο Άδωνις των Φοινίκων.
Όταν πέθαινε, οι πιστοί του αυτομαστιγώνονταν (και οι «δικοί» μας το
κάνουν σε κάποια μέρη ακόμη και σήμερα) και σε κάθε ανάστασή του
αλληλοσυγχαίρονταν με το «Άδωνις ανέστη».
Κάθε που πέθαινε, του έφτιαχναν ξύλινα αγάλματα που τα τοποθετούσαν σ’ ένα είδος φέρετρου και, αφού οι γυναίκες τα έπλεναν και τα άλειφαν με διάφορα αρωματικά, τα τύλιγαν σε υφασμάτινα σάβανα και τα έθαβαν. Δεν μπορεί κάτι θα σας θυμίζουν όλα αυτά.
Αλλά και ο Άττις δεν πήγαινε πίσω. Χτυπημένος με ιερή μανία από την ερωμένη του Κυβέλη, έκοψε τ’ αρχίδια του και τα κακάρωσε από αιμορραγία. Μετά τον ευνουχισμό του όμως αναστήθηκε και έγινε πάλι δεκτός από τη θεά.
Πενθώντας τα πάθη του στις 24 Μαρτίου, οι οπαδοί του αυτομαστιγώνονταν και την επομένη γιόρταζαν την ανάστασή του, γιατρεύοντας τις πληγές τους και ελπίζοντας πως θ’ αναστηθούν κι αυτοί.
Ακόμη παλαιότερα, εξασκούνταν στην ανάσταση ο Όσιρις των Αιγυπτίων (ο μετέπειτα Σέραπις των Ρωμαίων) και όποτε το κατάφερνε, συνήθως κάθε χρόνο, οι πιστοί του αλληλοσυγχαίρονταν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο των αλλόπιστων.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως η λατρεία του, καθώς και της αδελφής-συζύγου του Ίσιδας – λίγο μπλεγμένη σχέση – έφτασε μέχρι το 350 μ.χ.
Σ’ αυτή την επισκόπηση
αναστημένων θεών δεν πρέπει να παραλείψουμε τον Μίθρα. Ο Μίθρας ήταν
γιος θεού και γεννήθηκε σε μια σπηλιά.
Αποκαλούνταν «Αυτός που γεννήθηκε από βράχο». Τον παρίσταναν με ραβδί και σπαθί στο χέρι, όπως και τον Πέτρο αργότερα. Οι οπαδοί του σε τελετουργικά δείπνα έτρωγαν αγιασμένο ψωμί και έπιναν κρασί.
Γνώριζε
κι αυτός την τέχνη της ανάστασης και με τη βοήθειά του πίστευαν πως
ανασταίνονταν ή θα ανασταίνονταν όλοι οι νεκροί. Ο μιθραϊσμός των
Περσών, αρκετά διαδεδομένος την εποχή των πρώτων χρόνων του
χριστιανισμού, πέρασε αυτούσιος στη λατρεία των πρωτοχριστιανών.
Μπροστά σ’ όλους αυτούς τους αναστημένους δεν μπορούσαν να υστερούν οι αρχαίοι Έλληνες.
Έτσι, μετά την αρχική περιπέτεια
κατά τη γέννησή του, ο Διόνυσος, γεννημένος δεύτερη φορά από το μηρό
του πατέρα του, του Δία, ανασταινόταν ανελλιπώς κάθε χρόνο.
Άσχετα από το τι υποστηρίζει η επίσημη εκκλησία σχετικά με την «ανάσταση»
και με το αν ο Ιησούς είχε μόνο ανθρώπινη υπόσταση ή όχι και το αν
πέρναγε από τοίχους και πόρτες κλειστές, κανείς δεν τόλμησε να τα
αμφισβητήσει όλα αυτά, ειδικά από τη στιγμή που επικράτησε ο
χριστιανισμός
ως επίσημη θρησκεία του κράτους και ως τον 16ο αιώνα.
Η αιμοδιψής τρομοκρατία που ασκούσε όλα αυτά τα χρόνια η εκκλησία δεν επέτρεπε τέτοιου είδους ερωτήματα, ακόμη και για πολύ δευτερεύοντα ζητήματα.
Από την εποχή του Παύλου και των Ευαγγελιστών, και αργότερα επιστημονικότερα, χτίστηκε έντεχνα το προφίλ του Χριστού, έτσι ώστε να επιδράσει καταλυτικά στις λαϊκές μάζες της εποχής, ειδικά τα πρώτα χρόνια και πάντως πριν αποκτήσει η εκκλησία καθεστηκυία δύναμη, οπότε και σαφώς μετασχηματίζεται σε μηχανισμό καταπίεσης και τρομοκρατίας.
Παύλος
και Ευαγγελιστές, σε διαφορετικό βαθμό και με τον τρόπο του ο καθένας,
χτίζουν πάνω σε πέντε βασικά για την εποχή, και όχι μόνο, ζητήματα:
- Στην ισότητα απέναντι στο θεό, που αρκετοί –αφελώς αν και δικαιολογημένα– την ήλπισαν και κοινωνικοοικονομική,
- στην έννοια της αγάπης,
- στη δυνατότητα άφεσης αμαρτιών,
- στη μεταθανάτια ανταμοιβή έναντι των όσων υπομένονται στη ζωή
- και, φυσικά, στην περιβόητη
ανάσταση, η οποία και ακυρώνει, προσφέροντας τη μέγιστη ανταμοιβή, την
παράλογα απάνθρωπη ζωή των μαζών τότε και βιάζει τη λογική μας ακόμη και
σήμερα.
Αφαιρέστε την ανάσταση από το
χριστιανισμό, και η χριστιανική διδασκαλία χάνει το νόημα, τη δύναμη και
την προωθητική της ικανότητα ακόμη και στις μέρες μας.
Βεβαίως, και εδώ οι καθολικοί δείχνουν ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα.
Καθώς κατά καιρούς έχουν εγερθεί
σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να τη σκαπουλάρει κάποιος
από τη σταύρωση – έχουν αναφερθεί πολλές και αποδεδειγμένες περιπτώσεις
–, στην περίπτωση που υποθέσουμε πως ο Χριστός υπήρξε και πως
όλα τα ανιστόρητα και αντιφατικά των αποστόλων γειτνιάζουν με την
πραγματικότητα, η καθολική εκκλησία παίρνει στροφή προσπαθώντας να θολώσει το τοπίο, όπως θα δούμε παρακάτω.
Αναρωτηθήκατε ποτέ προς τι όλη
αυτή η σταυρολογία όλες τις φορές που βρεθήκατε σε οπτική επαφή μ’ έναν
εσταυρωμένο, πότε και πώς προέκυψε ο σταυρός;
Η ποινή που απαγγέλθηκε στον Ιησού, σύμφωνα με τις γραφές, δεν ήταν η σταύρωση, αλλά ο λιθοβολισμός.
Πολύ αργότερα, τον 4ο αιώνα,
προστέθηκε ο σταυρός ως ειδωλολατρικό σύμβολο πίστης στην πληθώρα
ανάλογων εξαρτημάτων της χριστιανικής θρησκείας. Οπότε σκαρφίστηκαν και τη σταύρωση.
Με διακήρυξή του, ο πάπας Ιωάννης ο 23ος στις 30/6/1960,
και εδώ βρίσκουμε μια από τις ακροβατικές στροφές, ανακρούει πρύμναν
υποστηρίζοντας πως μέσω του αίματος του Ιησού σώθηκε ο κόσμος, μαζί μ’
αυτόν κι εγώ ο αθεϊστής που σας γράφω, και όχι μέσω του θανάτου του.
Με λίγα λόγια, δεν έχει σημασία αν πέθανε ή όχι στο σταυρό. Κι αν δεν πέθανε, πολύ περισσότερο δεν αναστήθηκε, αλλά αυτό δεν λέγεται.
Χώρια που δεν υπήρξε, αλλά κατασκευάστηκε αιώνες μετά (Α΄ οικουμενική σύνοδος) από μίξη όλων των θεών της εποχής.
Φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος πάπας προετοίμαζε την αντίδραση της εκκλησίας στην έλευση της επιστήμης.
[1]. Συμμορία των έντεκα:
Αμερικανική κωμική περιπέτεια παραγωγής 2001 σε σκηνοθεσία Στίβεν
Σόντεμπεργκ, με πρωταγωνιστές τους Τζορτζ Κλούνεϊ, Μπραντ Πιτ, Ματ
Ντέιμον, Άντι Γκαρσία, Τζούλια Ρόμπερτς κ.ά. Ριμέικ ομότιτλης ταινίας του 1960.
[2]. Σουδάριο: Μαντίλι στο οποίο ήταν τυλιγμένο το κεφάλι.
[3]. ΙΕ΄, 14,19.
[4]. Ισπανοί εξερευνητές και κατακτητές. Εξολοθρευτές του γηγενούς (ινδιάνικου) πληθυσμού με τη βοήθεια της καθολικής εκκλησίας, που μέχρι τον προηγούμενο αιώνα αναρωτιόταν αν οι Ινδιάνοι έχουν… ψυχή.