14 Ιαν 2018

The Stars War: Ο Τελευταίος Skywalker

Δεν είναι δύσκολο να μισήσεις το The Last Jedi. Ειλικρινά καταλαβαίνω αυτούς που μπορεί να μην τους άρεσε. Εγώ όμως το λάτρεψα.
Αν θέλουμε να θεωρήσουμε την τέχνη γενικότερα ένα τρόπο έκφρασης, η τελευταία ταινία της σειράς Star Wars, είχε φαρδιά-πλατιά την σφραγίδα ενός δημιουργού. Θα ήταν πανεύκολο να χρεώσουμε την δημιουργία των καινούριων ταινιών στην εξαγορά του ονείρου και της φαντασίας ενός ανθρώπου αποκλειστικά (γιατί ο George Lucas ήταν εκ βαθέων ένας μοναχικός καβαλάρης/καλλιτέχνης που δεν ήθελε ούτε κατά διάνοια να βγάλει λεφτά) από έναν πολυεθνικό κολοσσό, που βγάζει πλέον τις ταινίες από γραμμή εργοστασιακής παραγωγής. Βασικά, το είχαν οι ίδιοι, οι άνθρωποι της Disney, ανακοινώσει. Θέλανε στις ταινίες της σειράς (7, 8, 9) να ξαναφέρουν στο κοινό την αίσθηση των παλιών Star Wars, και στις εμβόλιμες ταινίες (Rogue One, Solo κλπ) να δοκιμάσουν διαφορετικές δημιουργικές “φωνές”. Παπάκια μάντολες και ξεφτισμένα φωτόσπαθα. Το Rogue One ήταν cookie-cutter storytelling με πολύ μπλέξιμο του στούντιο στην παραγωγή. Στο Solo έχουν ήδη αλλάξει 2 σκηνοθέτες. Μπορείς να κατηγορήσεις το The Force Awakens άμα θέλεις ότι όργωσε στα σκαμμένα, αλλά αυτό που έκανε ο Rian Johnson με το The Last Jedi ήταν τελείως διαφορετικό.
Η alt-right στις ΗΠΑ έχει χαράξει την κριτική ως προς την ταινία. “Πάρα πολύ δυνατοί γυναικείοι χαρακτήρες”, “μας τα έπρηξε με το περιβαλλοντικό μήνυμα”, “έφτιαξε μια ολόκληρη σκηνή (σ.σ. o Finn και η Rose στον Canto Bight) για να μας πει πόσο κακός είναι ο καπιταλισμός και η απελευθέρωση του εμπορίου όπλων” κλπ κλπ, χρησιμοποιώντας παράλληλα την νοσταλγία σαν κύριο όπλο. “O Luke δεν είναι ο παλιός καλός Luke. Είναι άδικο να τον βλέπουμε σαν γερασμένο γκρινιάρη που επέλεξε να απομονωθεί γιατί απέτυχε μια φορά” και “αυτό δεν είναι το Star Wars που ξέραμε παλιά”.
Αλήθεια μικρέ μου φαν μπόι; Δηλαδή όταν ο δάσκαλος Yoda έχασε από τον Sheev Palpatine (δεν τον αποκαλώ αυτοκράτορα, δεν κατοικώ στο γαλαξία του) τί έκανε; Δεν πήγε στον Dagoba για να τσαλαβουτάει στους βάλτους και να γκρινιάζει στα force ghosts των παλιών συντρόφων του; Ο Obi-Wan δεν πήγε στον Tatooine να κάνει κολλητιλίκια με Tusken Raiders και να τρώει άμμο μετά την εντολή 66; Τί διαφορετικό έκανε ο Luke από τους μαλάκες δάσκαλους που τον διδάξανε στη μαλακία του;
Δεν λέω ότι το The Last Jedi είναι αριστούργημα, προς λαού. Απέχει πάρα πολύ από τέλειες ταινίες, ανεπανάληπτες στιγμές της 7ης τέχνης σαν το Soy Cuba, το Idi I Smotri, το Evil Dead 2 ή το Deadpool. Αλλά έκανε κάτι που δεν το περίμενα. Είχε επιτέλους νόημα. Τα πρώτα αυθεντικά Star Wars ήταν μια συγκεκριμένου τύπου περιπέτεια. Το καλό το παλικάρι από το φτωχικό βλαχοχώρι, με τη βοήθεια του μάγου Μέρλιν (Obi-Wan) βρίσκει το excalibur (φωτόσπαθο), μαθαίνει ότι είναι αρχοντοχωριάτης (“I am your father”), και σώζει το βασίλειο από τους κακούς. The End, ωραίο και αναμενόμενο. Σβήνεις τον εγκέφαλο, βάζεις τα μάτια στη νεκρά και το βλέπεις ξεκούραστα. Το The Last Jedi πήρε αυτή την ωραία ιστοριούλα και την αποδόμησε(sic) τελείως.
Απαντάει σε καφτά (με φι) ερωτήματα που έβαζε πάντα το διαγαλαξιακό κίνημα. Τί παθαίνει το καλό παλικαράκι 30 χρόνια μετά; Άμα κάποιος Τζεντάι είναι καλός στην περιφρούρηση, πάει να πει ότι θα είναι καλός και για καθοδήγηση; Γιατί δεν βγαίνει το force ghost του Yoda στο τηλέφωνο κυρία Στάη μου;
Και οι απαντήσεις, αν και δεν ήταν πάντα καλές, ήταν κατατοπιστικές, και σημαντικές, ως επιτεύγματα:
-H Rey, η βασική μας ηρωΐδα,  δεν είναι αριστοκράτισσα, αλλά είναι η κόρη των μπεκρήδων λούμπεν προλετάριων που θα πουλάγανε και το παιδί τους για να συνεχίσουν να ζούνε στην παραισθησιογόνα νιρβάνα τους και να διαιωνίζουν το σύστημα…
-Ο γάμος της πριγκηπέσας με τον κομπιναδόρο λαθρέμπορα κατέληξε εκεί που καταλήγει σχεδόν το 55% των γάμων στον ανεπτυγμένο δυτικό καπιταλισμό. Χώρισαν.
-Ο καγκουροπιλότος που ήθελε να μπιστολιάσει όλους τους πλανήτες και να πηδήξει όλο το σύμπαν είχε άδικο, και έφαγε τα μούτρα του από την καθοδήγηση γιατί όσο αυτός βγιαζότανε(sic) να νικήσει μόνος του, δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες.
-Ο σκουπιδιάρης που καθάριζε τις χέστρες των διαστημικών ναζί, μπορεί να γίνει ήρωας της επανάστασης.
-Παρόλα αυτά, ο τίμιος αυτός λαϊκός ήρωας, άμα εμπιστεύεται τους κάγκουρες που θέλουν να τα κάνουν όλα βιαστικά για να τελειώνουνε μια ώρα αρχύτερα, θα αναλώνεται σε αποστολές χωρίς νόημα σε καζινοπλανήτες.
-Παραπαρόλα αυτά, άμα δεν μπορείς να σώσεις το γαλαξία, σώσε ό,τι πλησιέστερο μπορείς στον καζινοπλανήτη που έμπλεξες. Ακόμα κι αν αυτό είναι σαν τους καγκουροαλογογατόπαρδους από τον Χάρη Πότερ.
-Ο Luke o Skywalker απέτυχε σαν δάσκαλος. Όλοι οι δάσκαλοι αποτυγχάνουν, όσο νομίζουν ότι ο ρόλος τους είναι να βεβαιωθούνε ότι οι μαθητές τους έχουν “μάθει την ύλη”. Σκοπός του δάσκαλου είναι να σε βοηθήσει να ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΙΣ την ύλη, και να την αμφισβητείς, και να δημιουργήσεις δική σου ύλη με τα έργα σου και τις ιδέες σου. Όταν ο ίδιος το κατανόησε αυτό, με τη βοήθεια του κανονικού Yoda, του πλαστικού, όχι του CGI, τότε έγινε ξανά δάσκαλος.
-Πήρε την ιστορία από τα τις γραμμές του τραίνου, και την έβγαλε στη βουνοπλαγιά για να τρέξει ελεύθερη. “Τί θέλατε παιδάκια; Να είναι ο Snoke ο Darth Plagueis; Να είναι η Rey η κόρη του Obi-Wan ή του Luke ή του Boba Fett; Να αποδειχτεί ότι ο Chewbacca είναι τριτοξάδελφος του ναύαρχου Ackbar από τη μεριά της μάνας του; Να αποδειχτεί ότι ο πλανήτης που κατούραγε ο Luke από το βράχο ότι είναι ο Tython; Να αποδειχτεί ότι ο Poe Dameron είναι μακρινός απόγονος του Darth Revan και ότι ο Finn είναι μετενσάρκωση του Jolee Bindo; ΟΧΙ ΣΕ ΟΛΑ!”
The Stars War: Ο Τελευταίος Skywalker
Εν κατακλείδι, το The Last Jedi δεν είναι τίποτα συνταρακτικό, αλλά έκανε μια μεγάλη μαγκιά. Πήρε το Star Wars από τα χέρια των φανατικών super-fans (υπερβολή της υπερβολής, μιας και το fan βγαίνει από το fanatic, αλλά ταιριάζει), και το έδωσε στα χέρια όλων των υπολοίπων. Και ναι, εντάξει, μπορεί να μην γουστάρουνε όσοι έχουν περάσει 4000 ώρες της ζωής τους διαβάζοντας όλη τη λογοτεχνία του Star Wars legends universe. Μπορεί να ξενερώσουνε όσοι ξέρουν τα πάντα για την εποχή των Knights Of The Old Republic και αγαπημένος τους χαρακτήρας είναι ο Blitz o Jawa. Μπορεί να απογοητευτούνε όσοι περιμένανε τον κόσμο τους να μείνει ίδιος και απαράδεκτος, όπως ήταν πάντα. Αλλά…
Αλλά και αυτοί κάποια μέρα θα κάνουνε παιδιά. Κι αυτά τα παιδιά, κάποια στιγμή στη ζωή τους θα κοιτάξουν προς τα αστέρια, και θα σηκώσουν τη σκούπα τους και θα κάνουν το γνώριμο ηχητικό εφέ “βζίιιου βζζζζζάου”…
Αυτά τα παιδιά θα αλλάξουνε τον κόσμο. Έστω και αν είναι μόνο σε ένα μακρινό γαλαξία, προς το παρόν.

(το παρόν κείμενο αποτελεί προϊόν πρόχειρης σκέψης του Τοτέμ, του Μεγάλου Πίκολο και μερικών άλλων της παρέας, και επ ουδενί δεν εκφράζει την άποψη του site για την ταινία γενικότερα)

Ο διαχρονικός βρώμικος ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας:

 

R.P. Dutt
Πώς η σοσιαλδημοκρατία βοηθάει το φασισμό να πάρει την εξουσία
(Φασισμός και κοινωνική επανάσταση)

[...]
Πρώτον, η σοσιαλδημοκρατία αποδιοργανώνει το προλεταριάτο και τον προλεταριακό αγώνα. Η σοσιαλδημοκρατική και συνδικαλιστική ηγεσία δρα ως εκπρόσωπος των εργοδοτών και της άρχουσας τάξης στις γραμμές των εργατών, κηρύττοντας την ηττοπάθεια και την αντίθεση στην πάλη, ενώ εκεί όπου το ξέσπασμα του αγώνα τους γίνεται αναπόφευκτο τον διασπά ευθέως εκ των έσω.

Αυτό καθίσταται απολύτως σαφές στο ρόλο που παίζει η σοσιαλδημοκρατία στις απεργίες. Εμφανές παράδειγμα αυτής της διαδικασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις επακόλουθες αποκαλύψεις, αποτελεί η μεγάλη απεργία στα εργοστάσια πυρομαχικών, στη Γερμανία, το Γενάρη του 1918, η οποία παραλίγο να βγάλει τη Γερμανία από τον πόλεμο και να την εναρμονίσει με τη Ρωσική Επανάσταση
Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες Έμπερτ, Μπράουν και Σάιντεμαν, με απόφαση της ηγεσίας τους, ανέλαβαν την καθοδήγηση της απεργίας, καλώντας τους εργάτες ακόμα και να παρακούσουν τις εντολές για κινητοποίηση. 
Επίσης, ο στόχος της συμμετοχής τους στην απεργιακή επιτροπή, όπως οι ίδιοι υποστήριξαν πολλά χρόνια αργότερα, ήταν να καταπνίξουν την απεργία. Το 1924, ο Έμπερτ έκανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση απέναντι στην εναντίον του κατηγορία για προδοσία, η οποία τον εγκαλούσε ως καθοδηγητή της απεργίας το Γενάρη του 1918. [...]
Ο Έμπερτ υποστήριξε τα εξής στη δίκη (Times, 11 Δεκέμβρη 1924):
Είχε ζητηθεί να πάρουν οι Σοσιαλιτές τον έλεγχο της απεργίας, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. [...] Δήλωσε [ο Έμπερτ] ότι είχε μπει στην απεργιακή επιτροπή για να βάλει τέλος στην απεργία το συντομότερο δυνατό.
Ο Σάιντεμαν δήλωσε στην ίδια δίκη (Times, 13 Δεκέμβρη 1924):
Η απεργία ξέσπασε χωρίς να το γνωρίζουμε. Γίναμε μέλη της απεργιακής επιτροπής με την ακλόνητη πρόθεση να την τερματίσουμε τάχιστα μέσω διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση. Συναντήσαμε μεγάλη αντίδραση στις απεργιακές επιτροπές: ήμασταν γνωστοί ως "οι στραγγαλιστές της απεργίας."
[...]
Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε στην Ιταλία στο ζήτημα της κατάληψης των εργοστασίων, όπου η ρεφορμιστική ηγεσία πέτυχε αυτό που όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ως αποτυχία τους: την άμεση επιστροφή των εργοστασίων στον καπιταλισμό.
[...]
Μόνο με την καταφανή και επαναλαμβανόμενη διάσπαση του μετώπου της εργατικής τάξης δια της μεθόδου της σοσιαλδημοκρατίας εκ των έσω, μαζί με την απορρέουσα αποδυνάμωση και αποθάρρυνση των εργατών ανοίγει ο δρόμος για το φασισμό.
[...]
Αυτός είναι ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο η σοσιαλδημοκρατία συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία: αποδιοργανώνοντας το μέτωπο της εργατικής τάξης, σπάζοντας τις απεργίες, αποδοκιμάζοντας την ταξική πάλη, κηρύσσοντας τη νομιμότητα και την εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό, αποβάλλοντας όλα τα μαχητικά στοιχεία, διασπώντας τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης.

Η σοσιαλδημοκρατία θέτει στην πρώτη γραμμή τον πόλεμο κατά του κομμουνισμού. Το γερμανικό παράδειγμα έχει δείξει ότι η σοσιαλδημοκρατία κάνει το παν στην απροκάλυπτη συμμαχία της με τους στρατοκράτες και τη Λευκή Φρουρά ώστε να συντρίψει την επαναστατικοποίηση των εργατών. Ωστόσο, το σύνθημα για πόλεμο κατά του κομμουνισμού είναι το σύνθημα του φασισμού. Η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός προσφέρουν, ουσιαστικά, ανταγωνιστικές υπηρεσίες στην αστική τάξη για τη θανάτωση του κομμουνισμού.

Με την περαιτέρω πορεία της μεταπολεμικής περιόδου, η σοσιαλδημοκρατία παρέχει όλο και πιο θετική βοήθεια στην κατεύθυνση της έλευσης του φασισμού, με τη συμβολή της στην ενδυνάμωση του καπιταλιστικού μηχανισμού και της καπιταλιστικής δικτατορίας. 
Η σοσιαλδημοκρατία συμβάλλει στην υλοποίηση των οικονομικών μέτρων για την ενδυνάμωση του μονοπωλιακού καπιταλισμού (εξορθολογισμός, κλπ)· στηρίζει την εντεινόμενη καπιταλιστική δικτατορία όπως αυτές των Μπρούνινγκ και Ρούζβελτ, ενώ η ίδια βοηθάει στην εισαγωγή και εφαρμογή μέτρων εντεινόμενης δικτατορίας. 
Αυτό καθίσταται εμφανές με εντυπωσιακό τρόπο την περίοδο της δεύτερης κυβέρνησης των Εργατικών, 1929-1931,  με το Νόμο για τα Ανθρακωρυχεία και το Νομοσχέδιο για τη Μετακίνηση στο Λονδίνο, την επιβολή μισθολογικών μειώσεων στην υφαντουργία μέσω δικαστικών αποφάσεων της διαιτησίας, τη σύλληψη και καταδίκη εκατοντάδων εργατών βάσει του Νόμου περί Συνδικαλισμού, καθώς και την κυριαρχία του υποκόπανου και τη φυλάκιση εξήντα χιλιάδων στην Ινδία. [...] 
Ομοίως, η πρωσική Σοσιαλδημοκρατική Κυβέρνηση πράγματι κόμπαζε υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, όταν την απομάκρυνε ο φον Πάπεν, ότι "είχε προκαλέσει περισσότερους θανάτους στην Αριστερά από ό,τι στη Δεξιά": 
Η πρωσική Κυβέρνηση είναι σε θέση να αποδείξει με στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας ότι η αστυνομική παρέμβαση έχει προκαλέσει περισσότερους θανάτους στην Αριστερά από ό,τι στη Δεξιά και τα αστυνομικά μέτρα έχουν καταφέρει περισσότερα πλήγματα στην Αριστερά από ό,τι στη Δεξιά (Υπόμνημα των Μπράουν και Σέβερινγκ στον Χίντεμπουργκ, διαμαρτυρόμενοι για την απομάκρυνση της κυβέρνησης:  B.Z. Am Mittag, 9 Ιούλη 1932).
Στο τελικό στάδιο,  καθώς το φασιστικό κίνημα βρίσκεται όλο και πιο κοντά στην εξουσία, η σοσιαλδημοκρατία προσφέρει την τελική και αποφασιστική βοήθειά της διαφωνώντας και αναχαιτίζοντας το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης κατά του φασισμού --το μοναδικό μέσο για να αποτραπεί η έλευση του φασισμού στην εξουσία-- και επικεντρώνοντας τις ελπίδες της στην αυταπάτη της νόμιμης άμυνας, στην ψήφο, στη "δημοκρατία", στις μετριοπαθείς κυβερνήσεις και τελικά στην στήριξη των προφασιστικών και φιλοφασιστικών δικτατοριών (Μπρούνινγκ, Ντόλφους) ως το "μικρότερο κακό."

Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Σέβερινγκ απαγορεύει και διαλύει το Κόκκινο Μέτωπο, ενώ επιτρέπει τα Τάγματα Εφόδου.
Η σοσιαλδημοκρατία αρνείται τις επανειλημμένες επείγουσες εκκλήσεις του κομμουνισμού για ενιαίο μέτωπο κατά τη διάρκεια του κρίσιμου έτους 1932 και το πρώτο τέταρτο του 1933. 
Η συγκεκριμένη τακτική καθιστά αναπόφευκτη τη νίκη του φασισμού.

Το ζήτημα της διάσπασης της εργατικής τάξης
[...]
Ωστόσο, παρά το γερμανικό παράδειγμα, η σοσιαλδημοκρατία συνεχίζει να αρνείται και να αντιτίθεται στο ενιαίο μέτωπο, σε όλες τις χώρες. Την ίδια στιγμή, μαζί με την απερίφραστη άρνησή της για ενιαίο μέτωπο, η σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί συχνά να διαστρεβλώνει την αιτία για τη διάσπαση της εργατικής τάξης, επιρρίπτοντας στον κομμουνισμό και την Κομμουνιστική Διεθνή την ευθύνη αυτής της εξέλιξης

Είναι απαραίτητο, συνεπώς, να αναλυθεί περαιτέρω αυτό το κρίσιμης σημασίας ζήτημα της διάσπασης της εργατικής τάξης και των αιτιών που την προκαλούν.

Η ανάλυση που επιρρίπτει τη διάσπαση της εργατικής τάξης στον κομμουνισμό και στη Κομμουνιστική Διεθνή είναι τόσο ιστορικά όσο και από την άποψη της τρέχουσας πρακτικής εσφαλμένη.

Η διάσπαση της εργατικής τάξης χρονολογείται από το 1914, πριν την ύπαρξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. 
Προκλήθηκε από τις κυρίαρχες επίσημες ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, οι οποίες εγκατέλειψαν τις υποσχέσεις και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη Διεθνή, αντιβαίνοντας ευθέως τις αρχές που διέπουν τα κόμματά τους και προσχωρώντας στο καπιταλιστικό στρατόπεδο
Η διάσπαση πήρε επισήμως σάρκα και οστά όταν οι εν λόγω ηγεσίες διέγραψαν εκείνους τους βουλευτές που ψήφισαν κατά των πολεμικών πιστώσεων, σύμφωνα με τις διεθνιστικές υποχρεώσεις τους, καθώς και τα τμήματα που τους στήριζαν. 
Όλα τα προαναφερόμενα συνέβαιναν ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου, πριν προκύψει η Κομμουνιστική Διεθνής. Το να υποστηρίζει κανείς ότι την ευθύνη της διάσπασης φέρουν οι επαναστάτες είναι σαν να λέει ότι ο Λίμπκνεχτ θα έπρεπε να έχει ψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις.

Η διάσπαση βάθαινε όσο το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου εξελισσόταν στο δίλημμα: επανάσταση της εργατικής τάξης ή στήριξη της Λευκής Φρουράς για το αιματοκύλισμα της επανάστασης των εργατών. Οι Μενσεβίκοι ενώθηκαν με τους Τσαρικούς και το διεθνή ιμπεριαλισμό προκειμένου να πάρουν τα όπλα εναντίον της κυριαρχίας των εργατών· οι ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας όπλισαν τα σώματα των αντεπαναστατών αξιωματούχων για να αιματοκυλίσουν τους επαναστάτες εργάτες.
[...]
Είναι φανερό ότι η ευθύνη για τη διάσπαση βαραίνει αποκλειστικά τα τμήματα που εγκατέλειψαν το κομματικό πρόγραμμα και ενώθηκαν με τον καπιταλισμό και όχι εκείνα που το στήριξαν και συνέχισαν να τον αντιμάχονται. [...] Η ενότητα της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας με τον καπιταλισμό αναπόφευκτα διασπά την εργατική τάξη και αποτελεί την αιτία αυτής της διάσπασης. 

Martin Niemöller: «Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές, δε μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής»

 







Το τσιτάτο πασίγνωστο, ο εμπνευστής του λιγότερο, καθώς λόγω μιας επίμονης ιστορικής παρεξήγησης η ρήση εδώ στην Ελλάδα συχνά αποδίδεται στο Μπρεχτ. Κι όμως, ο πάστορας Martin Niemöller ανήκει στις πιο φωτεινές μορφές της γερμανικής αντίστασης στο ναζισμό, ο οποίος και μετά τον πόλεμο είχε πλούσια δράση, ιδίως στο φιλειρηνικό κίνημα. 

Το τσιτάτο πασίγνωστο, ο εμπνευστής του λιγότερο,  καθώς λόγω μιας επίμονης ιστορικής παρεξήγησης η ρήση εδώ στην Ελλάδα συχνά αποδίδεται στο Μπρεχτ. Κι όμως, ο πάστορας Martin Niemöller (Μάρτιν Νιμέλερ) ανήκει στις πιο φωτεινές μορφές της γερμανικής αντίστασης στο ναζισμό, ο οποίος και μετά τον πόλεμο είχε πλούσια δράση, ιδίως στο φιλειρηνικό κίνημα. 

Γιος πάστορα ο ίδιος, γεννήθηκε στις 14 Γενάρη 1892 στο Λίπσταντ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Αποφοίτησε από το Ευαγγελικό Γυμνάσιο του Βούπερταλ το 1910 και στη συνέχεια ακολούθησε στρατιωτική καριέρα στο αυτοκρατορικό ναυτικό, μάλιστα υπηρέτησε ως αξιωματικός σε διάφορες θέσεις στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις υπηρεσίες του βραβεύτηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξεως.


Martin Niemöller: «Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές, δε μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής»
 Ο Martin Niemöller αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού στον Α’ Π.Π.

Όπως πολλοί βετεράνοι του Μεγάλου Πολέμου, ο Niemöller απέρριπτε τη δημοκρατία της Βαιμάρης, μάλιστα το 1920 υπηρέτησε στο Φράικορπς του Μύνστερ. Μάλιστα κατά την εξέγερση του Κόκκινου Στρατού του Ρουρ (εργατικός στρατός περίπου 50.000 μελών, στον οποίο συμμετείχαν αναρχοσυνδικαλιστές, κομμουνιστές και ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, με στόχο την καταπολέμηση του αποτυχημένου τελικά πραξικοπήματος του Καπ, στις αρχές του 1920), πρωτοστάτησε ως διοικητής του Γ’ τάγματος του Φράικορπς στην καταστολή των εξεγερμένων εργατών. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα σταδιοδρομίας στη γεωργία, είχε ξεκινήσει το 1919 σπουδές ευαγγελικής (δηλαδή λουθηρανικής) θεολογίας στην ίδια πόλη. Οι ακροδεξιές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν αρχικά στην αγκαλιά του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, το οποίο ψήφιζε από το 1924, ενώ παράλληλα προχωρούσε η εκκλησιαστική του καριέρα. Το 1931 διορίστηκε ως πάστορας στο Βερολίνο.

Χαιρέτισε την άνοδο της εξουσίας των ναζί, τους οποίους υποστήριζε τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής τους. Από νωρίς όμως είχε έρθει για θεολογικούς και οργανωτικούς λόγους σε σύγκρουση με τους λεγόμενους “Γερμανούς Χριστιανούς”, το λουθηρανικό εκκλησιαστικό ρεύμα που συνδέθηκε στενότερα με τους ναζί, επιδιώκοντας μεταξύ άλλων τη δημιουργία ενός “άριου” χριστιανισμού, αποκαθαρμένου από ιουδαϊκά στοιχεία. Αμφιταλαντευόμενος ωστόσο μεταξύ της αντίθεσής του στην απομάκρυνση των μη άριων από εκκλησιαστικά αξιώματα και της φιλοναζιστικής του στάσης, προσπάθησε αρχικά να συμβιβάσει τα αντίθετα, προτρέποντας ιερείς εβραϊκής καταγωγής να μη διεκδικούν ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα. Ο αντισημιτισμός του ήταν δεδομένος, ωστόσο τόνιζε ότι το χριστιανικό “αγάπα τον εχθρό σου”, απαγόρευε οποιουδήποτε είδους καταναγκασμό σε βάρος τους. 

Ακόμα κι όταν ίδρυσε τελικά τη λεγόμενη Ομολογητική Εκκλησία μεταξύ 29 και 31 Μαΐου 1934, με στόχο τον πλήρη θεολογικό διαχωρισμό από τους “Γερμανούς Χριστιανούς”, οι θέσεις του παρέμεναν ακραία συντηρητικές, την ίδια χρονιά μάλιστα δημοσίευσε τα πολεμικά του απομνημονεύματα. Ωστόσο η οργάνωσή του εξαρχής περιήλθε στη δυσμένεια του καθεστώτος, κάτι που αποτυπώθηκε και στη συνάντηση Χίτλερ- Niemöller, όταν ο πρώτος του ξεκαθάρισε πως θεωρούσε τον εκκλησιαστικό αγώνα της Ομολογητικής Εκκλησίας ως πόλεμο εναντίον του κράτους. Ο πάστορας μάταια προσπαθούσε να πείσει πως η κριτική του γινόταν ως πρόταση βελτίωσης του εθνικοσοσιαλισμού. Η πρώτη του σύλληψη ήρθε το 1935, όταν επέκρινε, μαζί με εκατοντάδες άλλους πάστορες, τις λεκτικές επιθέσεις του βασικού θεωρητικού των ναζί, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ.

Martin Niemöller: «Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές, δε μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής»
Martin Niemöller: «Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές, δε μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής»
Την πρώτη Ιούλη 1937 ο Niemöller συνελήφθη εκ νέου. Μια μεγάλη εκστρατεία αλληλεγγύης διεθνώς αλλά και εντός γερμανικών ενοριών δε στάθηκε ικανή να αποτρέψει την καταδίκη του, στις 7 Φλεβάρη το 1938 σε επτά μήνες φυλάκιση. Καθώς είχε ήδη εκτίσει την ποινή του στο διάστημα της προφυλάκισης, θεωρητικά θα έπρεπε να απελευθερωθεί. Ωστόσο η Γκεστάπο τον συνέλαβε κατά την έξοδό του και τον έστειλε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ζαξενχάουζεν, ενώ μόνο χάρη σε διεθνή παρέμβαση αποτράπηκε η εκτέλεσή του. Με το ξέσπασμα του πολέμου ωστόσο, ο Niemöller ζητά από το Χίτλερ να υπηρετήσει ως διοικητής υποβρυχίου, απόφαση που δικαιολόγησε μετά τον πόλεμο λέγοντας ότι εκείνη την εποχή η αντίστασή του στο ναζισμό ήταν θρησκευτική, ταυτόχρονα όμως το λουθηρανικό ήθος επέτασσε να πολεμήσει για την πατρίδα του. 

Το 1941 μεταφέρθηκε στο Νταχάου, όπου συνειδητοποίησε την συνυπευθυνότητα τόσο της Καθολικής, όσο και της Ευαγγελικής Εκκλησίας για την άνοδο του ναζισμού. Με το τέλος του πολέμου απελευθερώνεται από τους Αμερικανούς στη διάρκεια της μεταφοράς του στο Νότιο Τιρόλο της Ιταλίας, όπου επρόκειτο να εκτελεστεί.

Ο συντηρητισμός κι ο αντικομμουνισμός του Niemöller δεν είχε σβήσει μετά την εμπειρία του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1945 τάχθηκε υπέρ μιας ενεργότερης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, για να ανακόψει τον πλήρη έλεγχο της Γερμανίας από τους Ρώσους. Επίσης τάχθηκε κατά του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους και υπέρ της επανίδρυσης των εκκλησιαστικών σχολείων. Τον επόμενο χρόνο καταδίκασε τη δίκη της Νυρεμβέργης ως “βαθιά συσκότιση της δημόσιας συνείδησης”, ενώ καταλόγιζε στους Συμμάχους την πρόθεση “να εξαλείψουν το γερμανικό έθνος από τη ρίζα του”. Αρνητικά στάθηκε, από συντηρητική σκοπιά ωστόσο, απέναντι στην ίδρυση της ΟΔΓ το 1949 την οποία χαρακτήριζε “τέκνο που συνελήφθη στη Ρώμη και γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον”.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ωστόσο σημειώνεται ραγδαία μεταστροφή στις αντιλήψεις του, καθώς υιοθετεί ριζοσπαστικά φιλειρηνικές θέσεις και προσεγγίζει ακόμα και τους μισητούς ως χθες κομμουνιστές στον αγώνα του κατά του γερμανικού επανεξοπλισμού, της επαναφοράς της στρατιωτικής θητείας, και κατά των ατομικών όπλων. Εν μέσω οξύτατης κριτικής επισκέφτηκε το 1952 τον Πατριάρχη της Μόσχας στην ΕΣΣΔ. Τα επόμενα χρόνια έγινε πρόεδρος σε σειρά φιλειρηνικών οργανώσεων και οργανώσεων υπέρ των αντιρρησιών συνείδησης. 
Το 1967 ταξίδεψε στο Βόρειο Βιετνάμ, ενώ την ίδια χρονιά έγινε επίτιμος πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Επικρίσεις, δεδομένου του αντισημιτικού του παρελθόντος, είχε δεχτεί στις αρχές της δεκαετίας, λόγω της άρνησής του να συμμετάσχει στην πρωτοβουλία εκκλησιαστικών ανδρών για την αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της ΟΔΓ και του ισραηλινού κράτους. Ο ίδιος προέβαλε το επιχείρημα πως είχε μεγαλύτερη κατανόηση για την αραβική πλευρά και του “ήταν νεφελώδες για ποιο λόγο η Εκκλησία θα μπορούσε ή θα της επιτρεπόταν να έχει θετικό ενδιαφέρον για το κράτος του Ισραήλ”. Σταδιακά οι θέσεις του γινόταν όλο και ριζοσπαστικότερες, καθώς έγινε διακεκριμένος υποστηρικτής της λεγόμενης Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης (APO, οργάνωσης που είχε ξεπηδήσει από τους κόλπους του φοιτητικού κινήματος, ποικίλων αριστερίστικων αναφορών), ενώ αποχώρησε οργανωτικά από τη Λουθηρανική Εκκλησία, θεωρώντας πως η τελευταία είχε εξαντλήσει τα όποια περιθώρια μεταρρύθμισης.  

Martin Niemöller: «Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές, δε μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής»
Σε διαδήλωση κατά των πυρηνικών το 1964, στο κρατίδιο της Έσσης
Για τις επιλογές του, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, δέχτηκε σκληρή κριτική στην ΟΔΓ, ιδίως λόγω της προσέγγισης του προς κομμουνιστικές ιδέες, αλλά και την εγγύτητά του στον υπαρκτό σοσιαλισμό, καθώς του είχε απονεμηθεί τόσο το βραβείο Λένιν το 1966, όσο και το Χρυσό Μετάλλιο Ειρήνης της ΓΛΔ το 1977, που ήταν μερικές μόνο από τις διακρίσεις που έλαβε σε διεθνές επίπεδο. Απεβίωσε σε ηλικία 92 ετών (6 Μάρτη 1984) στο Βίσμπαντεν. Σήμερα πάνω από 30 δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του, όπως συμβαίνει και με σχολεία, συλλογές αρχείων και διάφορα ιδρύματα κι οργανώσεις που ιδρύθηκαν προς τιμήν του. 

Κλείνουμε με την ρήση που καθιέρωσε ανεξίτηλα την υστεροφημία του, της οποίας η επικαιρότητα θα παραμένει πάντα ανατριχιαστική, όσο η μήτρα του φασισμού, ο καπιταλισμός μένει άθικτη ως την επόμενη τερατογένεση:
“Όταν οι ναζί πήραν τους κομμουνιστές, σιώπησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα, αφού δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης. Όταν πήραν τους συνδικαλιστές, σιώπησα, επειδή δεν ήμουν συνδικαλιστής. Όταν πήραν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.”


Τζιμάκο, δώσε τη σημαία στη Λουκά! – Όταν ο Ριζοσπάστης στήριζε τον Πανούση

Από χτες πολλοί είναι αυτοί που θυμούνται κι ανεβάζουν στο δίκτυο κάτι ιδιαίτερο ή βιωματικό σχετικά με τον Τζίμη Πανούση, από όσα έζησε ή ειπώθηκαν γι’ αυτόν: πχ μια συναυλία ενάντια στην πυρηνική ενέργεια, όπου συμμετείχε μαζί με άλλους καλλιτέχνες κι ανάμεσά τους το… Γιώργο Νταλάρα.
Με αυτή τη λογική, θεωρήσαμε ενδιαφέρον να θυμίσουμε κάτι σχετικό με τη δίκη του Τζίμη Πανούση το 2000, όταν θεωρήθηκε πως προσέβαλε την ελληνική σημαία, παρουσιάζοντας μια πρωτότυπη εκδοχή με το σφυροδρέπανο στη θέση του σταυρού.
Αναδημοσιεύουμε λοιπόν ένα άρθρο του Παύλου Ριζαργιώτη από το Ριζοσπάστη της εποχής και τη στήλη Διακριτικά που στηρίζει ανοιχτά (και όχι απλώς διακριτικά) την ελευθερία έκφρασης του Πανούση και το ιδιαίτερο σατιρικό, καλλιτεχνικό του στιλ.
Δε γελάμε εύκολα στη σημερινή εποχή του καθημερινού άγχους, της συνεχούς στενοχώριας, της «κυριλάτης σοβαροφάνειας» και της «χυδαίας σοβαρότητας», από την οποία λείπει το ευφυές χιούμορ, η καυστική σάτιρα, ακόμα και η έξυπνη, καλοσυνάτη πλάκα. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το κύμα γέλιου, που με κατέλαβε, όταν είδα τον Τζίμη Πανούση να ξεφεύγει, για μια στιγμή, από τους χωροφύλακες, που τον είχαν συλλάβει και να φωνάζει, με ύφος δήθεν μετανιωμένου εγκληματία, προς τα «ματσούκια» των τηλεοπτικών καναλιών: «Εγώ τον σκότωσα»! Το ίδιο κύμα γέλιου με κυρίευσε και όταν, μετά την καταδίκη του από το δικαστήριο, δήλωνε προς τους καιροφυλακτούντες «ματσουκοφόρους»: «Η Δικαιοσύνη νίκησε, περισσότερα θα σας πει η κυρία Λουκά»!
Πάντα πίστευα και πιστεύω ότι το ευφυές κι ανατρεπτικό χιούμορ είναι πολύ αποτελεσματικό όπλο, όταν στρέφεται κατά της εξουσίας, όποια μορφή κι αν έχει αυτή. Η αποδοχή του «εγκλήματος» και η αναγνώριση του «αδέκαστου» της Δικαιοσύνης – τα καυστικά «εγώ τον σκότωσα» και «η Δικαιοσύνη νίκησε» – του Τζίμη Πανούση είναι ηχηρό ράπισμα στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παίρνει τη μορφή της εισαγγελικής έδρας, η οποία «διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλον» και ενός δικαστηρίου, που γουρλώνει απειλητικά το ένα μάτι προς τον κατηγορούμενο και κλείνει πονηρά το άλλο προς τον κατήγορο. Ταυτόχρονα, είναι δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο της «μιντιοκρατίας», που δείχνει τη δύναμή της, εξευτελίζοντας τους αδύναμους και συνηγορώντας υπέρ των δυνατών.
Ο εισαγγελέας κατηγόρησε τον σατιρικό καλλιτέχνη ότι, κυκλοφορώντας την περίφημη αφίσα, προσέβαλε το εθνικό σύμβολο της Ελλάδας, τη σημαία μας. Και ο «Τζιμάκος» απάντησε, με χιούμορ, πως αδίκως κατηγορείται, αφού στην αφίσα για το δίσκο του, δε ζωγραφιζόταν η ελληνική, αλλά η σημαία της Παραγουάης. Το δικαστήριο τάχθηκε με τον εισαγγελέα – η δικαστική εξουσία είναι σοβαρή, δεν καταλαβαίνει από χιούμορ – ικανοποιώντας την κυρία Λουκά, η οποία, βλέποντας την αφίσα της σημαίας με το σφυροδρέπανο στη θέση του σταυρού, ένιωσε να προσβάλλεται η εθνική υπερηφάνεια και η θρησκευτική της συνείδηση.
Το γεγονός ότι πολλοί άλλοι, που δεν έχουν τις «ευαισθησίες» της «θεούσας» του «ερωτοδικείου», ένιωσαν να προσβάλλονται, επειδή, μαζί με τον «ιδιόμορφο» καλλιτέχνη, στο εδώλιο του κατηγορουμένου, «κάθισε» η ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση και στην εισαγγελική έδρα εκπροσωπήθηκε η λογοκρισία, δεν απασχόλησε καθόλου το δικαστήριο. Το γεγονός, επίσης, ότι αυτοί που πράγματι προσβάλλουν μονίμως το εθνικό σύμβολο της Ελλάδας είναι άλλοι – π.χ., οι σημερινοί κυβερνώντες, που την κατέβασαν την ελληνική σημαία στα Ιμια, κατόπιν απαίτησης των Τούρκων και εντολής του Κλίντον και την υπέστειλαν στη Λάρισα, για να υψώσουν στη θέση της αυτήν του ΝΑΤΟικού στρατηγείου, ή κάποιοι πρόγονοί τους, οι οποίοι την παρέδωσαν στους Γερμανούς κατακτητές – που θα έπρεπε να βρεθούν κάποτε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, δε φαίνεται να ενδιαφέρει τη δικαστική εξουσία.
Υποπτεύομαι ότι η δημοσιοποίηση – μέσω των «ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ» – της θέσης μου υπέρ του Τζίμη Πανούση , μπορεί να παρεξηγηθεί από κάποιους φίλους μου, οι οποίοι αποδέχονται θεωρητικώς την πλήρη ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά δεν αντέχουν τη σκληρότητα ενός χιούμορ καυστικού, ανατρεπτικού, εν πολλοίς ισοπεδωτικού και ενίοτε άδικου. Ελπίζω, δε, να μην παρεξηγηθώ από κάποιον εισαγγελέα και βρω κι εγώ τον μπελά μου. Για καλό και για κακό, πάντως, σπεύδω να δηλώσω ότι ουδεμίαν ιδεολογική συγγένεια, ουδέ και προσωπική γνωριμία έχω με τον Τζίμη Πανούση .
Ομως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχω είναι να παρεξηγήσει τη στάση μου ο ίδιος ο «Τζιμάκος» και – αν και παραμένω πιστός του σφυροδρέπανου – να με συμπεριλάβει στους φίλους του, τους οποίους περιποιείται δεόντως και, ιδιαιτέρως, στη σάτιρά του. Και τότε «μαύρο φίδι που μ’ έφαγε»…
Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ
Για να μη θεωρηθεί πως αυτά αποτελούν “μεμονωμένο κρούσμα” και προσωπικές απόψεις “εκτός γραμμής” παραθέτουμε και τους συνδέσμους με το δημοσίευμα του Ριζοσπάστη για τη σύλληψη του Τζίμη Πανούση και μια ανταπόκριση από τη δίκη του και την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου. Ξεχωρίζει μεταξύ άλλων η στιγμή όπου ο Α. Καφετζόπουλος ως μάρτυρας υπεράσπισης λέει στην έδρα: ” Στην αρχή νόμισα ότι προσεβλήθη το ΚΚΕ, λόγω της χρήσης του σφυροδρέπανου… Μετά έμαθα ότι κινήθηκε αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας“.

Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό

Στο πλαίσιο των 100χρονων από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, η ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ διοργανώνει εκδήλωση με Ελληνες απόφοιτους σχολών των σοσιαλιστικών χωρών. Τίτλος της εκδήλωσης είναι «Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό» και θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 14 Γενάρη 2018, στις 6 μ.μ., στη Μουσική Σκηνή «Κρεμλίνο», στον Πειραιά (Καραΐσκου 119 – πλατεία Κοραή).
Θα μιλήσει ο Μάκης Παπαδόπουλος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, και θα ακολουθήσει μουσικό πρόγραμμα με απόφοιτους σχολών από τις σοσιαλιστικές χώρες.

Συγνώμη για το δούλεμα

Οι εργαζόμενοι του MEGA είναι οι χαμένοι της υπόθεσης που θα κληθούν να πληρώσουν τα σπασμένα απ’ το κλείσιμο του καναλιού. Τα μονοπώλια κι οι καπιταλιστές που εμπλέκονταν σε αυτό δεν πρόκειται να χάσουν ούτε ευρώ απ’ τα κέρδη τους.
Οι εργαζόμενοι του MEGA έβγαλαν δικό τους δελτίο στον αέρα. Σε αυτό ζήτησαν δυο φορές συγνώμη απ’ το κοινό για τη στάση που κράτησαν και τα ψέματα που έλεγαν τα χρόνια του μνημονίου.
(Δείτε στο βίντεο από το 1:21:40 και μετά:)
Η ειλικρινής μεταμέλεια όμως κρίνεται στην πράξη απ’ τις λεπτομέρειες. Απ’ τα πλάνα με την ανασκόπηση της πορείας του καναλιού, όπου φιγουράρουν οι ίδιες ασώματες κεφαλές και τα χρυσοπληρωμένα παπαγαλάκια του συστήματος. Ή απ’ τη διάθεση κάποιων να έρθουν σε συνεννόηση με τα μεγάλα κεφάλια, να μη θίξουν πρόσωπα και καταστάσεις, μπας και μπορέσουν να βρουν κάποια λύση, για να σώσουν το κανάλι. Χάνουν έτσι το δικαίωμα στη διεκδίκηση, που σημαίνει αξιοπρέπεια.
Οι… προοδευτικοί των social media εξαντλούν το ριζοσπαστισμό τους σε χαιρέκακα σχόλια για την τύχη του καναλιού, που ήταν ένα είδος μνημονιακού συμβόλου. Αγνοούν (;) πως αυτά στην πραγματικότητα στρέφονται κατά των εργαζόμενων που διεκδικούν τα χρήματα που τους οφείλονται κι όχι ενάντια στους μετόχους του καναλιού που υπαγόρευαν τη μνημονιακή γραμμή. Σα να μισούν τους ίδιους τους συναδέλφους τους, αντί να δίνουν το χέρι τους σε όποιον σηκώνεται.
Την ίδια στιγμή, τα κανάλια παραμένουν ιδιωτικά, στα χέρια εργολάβων κι εφοπλιστών κι η κυρίαρχη προπαγάνδα που λέει πως δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, ισχυρότερη από ποτέ.
Όσο οι από κάτω στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου ή γλείφουν τους από πάνω για να τους καλοπιάσουν και να βολευτούν, ας μην περιμένουμε τίποτα καλύτερο…

TOP READ