3 Νοε 2017

Σαν δυο σταγόνες νερό



Ως «πλειοδοσία ευαισθησίας» απέναντι στα λαϊκά στρώματα, που στενάζουν από την πολιτική που οι ίδιοι υλοποιούν, εμφανίζουν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ τις προτάσεις τους για τη λεγόμενη «κοινωνική πολιτική».

Η πραγματικότητα είναι ότι η πλήρης στοίχισή τους στη στρατηγική του κεφαλαίου τούς οδηγεί να διαγκωνίζονται για το ποιος είναι ικανότερος να διαχειριστεί την εξαθλίωση και τη φτώχεια του λαού, αλλά και να ανοίξει νέα «χρυσωρυχεία» κερδοφορίας για το κεφάλαιο, κάνοντας τις προτάσεις τους να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.


Για παράδειγμα, η κυβέρνηση περιφέρει τις μέρες αυτές ως το απαύγασμα της «κοινωνικής ευαισθησίας» την αναδιανομή της φτώχειας και την απάτη του «κοινωνικού μερίσματος» από την υπεραπόδοση των ματωμένων πλεονασμάτων, τη φοροληστεία και το «συμμάζεμα» όλων των προνοιακών και κοινωνικών επιδομάτων σε ένα ελάχιστο επίδομα.

Η ΝΔ λέει ότι εκείνη πρώτη εφάρμοσε τα επιδόματα πτωχοκομείου και προτείνει τη γενίκευση ενός «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», με αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, ενοποίηση (δηλαδή νέο τσεκούρωμα) των επιμέρους επιδομάτων και διαμόρφωση «ενός μηχανισμού με εισοδηματικά κριτήρια», ό,τι ακριβώς υλοποιεί και η κυβέρνηση.

Τα ίδια και στην Υγεία, εκεί όπου η σημερινή κυβέρνηση πήρε από ΝΔ - ΠΑΣΟΚ τη σκυτάλη της εμπορευματοποίησης: Μιλάνε για τις μεγάλες ελλείψεις στα νοσοκομεία, λες και δεν είναι απότοκο των «εξοικονομήσεων» από τον κρατικό προϋπολογισμό για να βρεθούν λεφτά για τους στόχους του κεφαλαίου, ενώ και οι προσλήψεις που εξαγγέλλουν - «για να έρθουμε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο», λένε με μια φωνή - όχι μόνο θα είναι με ημερομηνία λήξης, χειρότερους όρους και υπό την αίρεση της επίτευξης των «δημοσιονομικών στόχων», αλλά ούτε κατά διάνοια δεν φτάνουν για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες.

Τσακώνονται για το ποιος είχε πρώτος την ιδέα για τη διανομή φαρμάκων κατ' οίκον στους καρκινοπαθείς, αλλά ούτε κουβέντα για το ότι η πολιτική τους έχει κάνει το φάρμακο είδος πολυτελείας για τους χρόνια πάσχοντες, αφήνοντας βασικά φάρμακα έξω από τις λίστες και απ' όσα καλύπτουν τα Ταμεία.

Την ώρα δε που η κυβέρνηση, μέσω των λεγόμενων μονάδων «Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας», αναθέτει στους «οικογενειακούς γιατρούς» ρόλο «κόφτη» των λαϊκών αναγκών, η ΝΔ συμφωνεί και επαυξάνει, προτείνοντας κι αυτή το «θεσμό του οικογενειακού γιατρού», με τις ίδιες ακριβώς αρμοδιότητες.

Ακόμα περισσότερο βγάζει μάτι η ταύτιση στα θέματα της Κοινωνικής Ασφάλισης: Με το πρόσχημα της μείωσης της ανεργίας και της «διάσωσης» των ασφαλιστικών ταμείων, που κεφάλαιο και κυβερνήσεις βούλιαξαν από κοινού, η ΝΔ δηλώνει έτοιμη για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας. Δέσμευση που έχει προλάβει όμως να «καπαρώσει» ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον πρωθυπουργό λίγες μέρες πριν να λέει στην «αναπτυξιακή» φιέστα ότι «με την πρώτη ευκαιρία» θα πραγματοποιήσει τον πόθο των καπιταλιστών.

Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, η ΝΔ μιλάει για «εθνική σύνταξη» με ανταποδοτικά χαρακτηριστικά και συνδεδεμένη με «ρήτρα ανάπτυξης», ανάλογα δηλαδή με την ανάκαμψη του κεφαλαίου, αλλά το ίδιο κάνει και ο νόμος - λαιμητόμος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που σμπαραλιάζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της Ασφάλισης, σπρώχνει στις «βασικές» συντάξεις πείνας την πλειοψηφία των συνταξιούχων, συνδέει τα δικαιώματα των ασφαλισμένων με την πορεία της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Από πάνω, και οι δυο προκαλούν τους συνταξιούχους παρουσιάζοντας ως «παροχές» την «αποκατάσταση των αδικιών στις συντάξεις χηρείας», ή την επιστροφή όσων παράνομα τους κρατούσαν για εισφορές Υγείας.

Τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος. Επιβεβαιώνουν ότι καπιταλιστική κερδοφορία και λαϊκές ανάγκες δεν «κολλάνε», ότι στο πλαίσιο της εξουσίας και της οικονομίας του κεφαλαίου οι όποιες κοινωνικές παροχές θα στριμώχνονται μόνιμα στη μέγγενη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, θα περιορίζονται σε ορισμένα μέτρα διαχείρισης της φτώχειας που διαρκώς θα μεγαλώνει και με στόχο να αποσπάσουν την ανοχή του λαού στην αντιλαϊκή πολιτική.

Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας», Ριζοσπάστης, Παρασκευή 3 Νοέμβρη 2017.

902gr

BIS: Η τράπεζα των ναζί



Όπως σημειώσαμε χτες, μεταξύ των χωρών που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της BIS ήταν και οι ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, οι ΗΠΑ εκπροσωπήθηκαν από μια ομάδα, που αντιπροσώπευε μερικούς από τους μεγαλύτερους πολιτειακούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως η Chase National Bank (Ροκφέλλερ), η JP Morgan, η Morgan Stanley κλπ, οι οποίοι διέβλεπαν πεδίο ενδιαφερουσών συνεργασιών με την Γερμανία και σπρώχνονταν για να πιάσουν καλή σειρά. Μεταξύ αυτών των οργανισμών ήταν και η J. Henry Schröder Banking Corporation της Νέας Υόρκης, όνομα που μάλλον δεν σας λέει τίποτε αλλά κρατήστε το κατά νου γιατί θα το βρούμε μπροστά μας.

Στην γερμανική ομάδα βρισκόταν ο Καρλ Μπλέσσινγκ, υψηλόβαθμο στέλεχος της Ράιχσμπανκ, ο οποίος είχε συντάξει ένα υπόμνημα με τον εύγλωττο τίτλο "Πώς πρέπει να συμπεριφερθεί η Ράιχσμπανκ στην BIS", όπου παρότρυνε την γερμανική κυβέρνηση να προσπαθήσει να αποκτήσει όσο μεγαλύτερη επιρροή μπορούσε μέσα στην BIS. Ο Μπλέσσινγκ καταλάβαινε κάτι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι άλλοι τραπεζίτες: η BIS δεν θα παρέμενε ένα απλό τεχνοκρατικό ίδρυμα αλλά θα εξελισσόταν σε πολιτικό οργανισμό. Όπως έγραφε ο ίδιος, "το γεγονός ότι οι πολεμικές επανορθώσεις ανατέθηκαν σε ένα τραπεζικό ίδρυμα, μετατρέπει φυσιολογικά αυτό το ίδρυμα σε πολιτικό, έστω κι αν κάτι τέτοιο δεν γίνεται παραδεκτό επίσημα".

Βασιλεία, 22/4/1930: Η πρώτη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της BIS

Ανάμεσα στους πολιτειακούς βρισκόταν και μια δαιμόνια γυναίκα, η Ελεάνορ Ντάλλες, αδελφή τού επί Αϊζενχάουερ υπουργού εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλλες και του διαβόητου κατοπινού διευθυντή τής CIA και τότε νομικού συμβούλου τής BIS Άλλεν Ντάλλες. Η Ελεάνορ έτρεφε βαθειά αντιναζιστικά αισθήματα (ήταν παντρεμένη με εβραίο) και οργιζόταν βλέποντας τους γερμανούς να προσπαθούν να ελέγξουν πολιτικά την BIS. Έτσι, έπιασε -και προπαγάνδισε- την ιδέα μετασχηματισμού τής BIS σε μια διεθνή οικονομική λίγκα, η οποία θα ασχολιόταν με τα οικονομικά ζητήματα όλου του κόσμου. "Αν δεν δώσουμε στην BIS την ισχύ και τα εργαλεία να λύνει τέτοια προβλήματα, το αποτέλεσμα θα είναι η επικίνδυνη εμφάνιση οικονομικών αντιπαλοτήτων (...) Για να αποφύγουμε τέτοιες καταστροφές, πρέπει η BIS να ενισχυθεί ώστε να αντιμετωπίζει τις επείγουσες ανάγκες που παρουσιάζονται", προειδοποιεί στο έργο της "The BIS at work". Δυστυχώς για την Ντάλλες, οι εξελίξεις στην Γερμανία ευνόησαν τα σχέδια του Μπλέσσινγκ και της παρέας του.

Στο μεταξύ, στο διοικητικό συμβούλιο της BIS συμμετέχει εκ μέρους της Γερμανίας ο παλιός γνωστός μας Χγιάλμαρ Σαχτ (*), πρώην διοικητής τής Ράιχσμπανκ. Ο Σαχτ είναι σαφώς ναζί αλλά όχι αντισημίτης, αφού πιστεύει ότι οι εβραίοι είναι χρήσιμοι στην οικονομία. Κατά την διάρκεια συνέντευξής του το 1930, προσπάθησε να πείσει τον εβραίο δημοσιογράφο Μπέλλα Φρομ να στηρίξει τον Χίτλερ: "Γιατί να μη δώσουμε στους εθνικοσοσιαλιστές μια ευκαιρία; Μου φαίνονται πολύ έξυπνοι".

Οι ναζί φαίνονταν "πολύ έξυπνοι" και στους πολιτειακούς τής BIS. "Η τάξη και η πειθαρχία στην Γερμανία είναι υποδειγματικές (...) η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού αισθάνεται ότι η τύχη τής Γερμανίας βρίσκεται στα χέρια ισχυρών ηγετών που εμπνέονται από καλή θέληση, έτσι ώστε είναι δικαιολογημένη η αισιόδοξη άποψη για μελλοντική ανάπτυξη", έγραφε ο Γκέητς ΜακΓκάρρα το 1933. Δυστυχώς, ο αντιπρόεδρος της BIS Καρλ Μέλκιορ δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό τού συναδέλφου του για την ναζιστική εξυπνάδα, αφού οι ναζί τον είχαν εξαναγκάσει σε παραίτηση. Την θέση του συμβούλιο κατέλαβε, μετά από υπόδειξη του Σαχτ, ο βαρώνος Κουρτ φον Σρέντερ (Kurt von Schröder), ιδρυτής τής J. Henry Schröder Banking Corporation που αναφέραμε στην αρχή. Να που άρχισε να δένει το γλυκό! 

Ο βαρώνος Κουρτ φον Σρέντερ ήταν ένας επιφανής οικονομολόγος, μέλος και χρηματοδότης του ναζιστικού κόμματος, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Χίτλερ να ανεβεί στην εξουσία. Στις αρχές τού 1933, μέσα στο χάος που είχαν προκαλέσει οι εκλογές του προηγούμενου Νοέμβρη, ο φον Σρέντερ οργάνωσε στην βίλλα του στην Κολωνία μια σύσκεψη ανάμεσα στον Χίτλερ και τον φον Πάπεν, με την παρουσία τού Ες, του Χίμμλερ και του Βίλχελμ Κέππλερ, συνδέσμου των ναζί με τους γερμανούς επιχειρηματίες.

Παρένθεση. Το 1932 ο Κέππλερ είχε ιδρύσει τον "Κύκλο Φίλων της Οικονομίας" (Freundeskreis der Wirtschaft), ένα σύλλογο γερμανών βιομηχάνων που ήθελαν να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με το ναζιστικό κόμμα, στον οποίο συμμετείχε ο Κουρτ φον Σρέντερ. Αργότερα, ο Κέππλερ θα ίδρυε τον "Κύκλο του Χίμμλερ" (Himmlerkreis), όπου συμμετείχαν επιχειρηματίες οι οποίοι τροφοδοτούσαν με χρήμα το αποθεματικό κεφάλαιο που διατηρούσε ο Χίμμλερ στην τράπεζα της Κολωνίας J.H.Stein (γνωστή ως "Τράπεζα των Βασιλιάδων των Καρτέλ"), ιδρυτής της οποίας ήταν ο Κουρτ φον Σρέντερ. Τώρα που έδεσε κανονικά το γλυκό, ας κλείσουμε την παρένθεση για να συνεχίσουμε.

Σ' εκείνη την σύσκεψη, ο Χίτλερ ανακοίνωσε τα σχέδιά του για μια αυτάρκη οικονομία. Σ' αυτά συμπεριλαμβανόταν μια πρωτοποριακή ιδέα: για να πάψει η εξάρτησή της από το εξωτερικό, η Γερμανία θα βασιζόταν σε συνθετικό πετρέλαιο και συνθετικό καουτσούκ. Την μεγάλη αυτή δουλειά θα αναλάμβανε η γιγάντια χημική βιομηχανία IG Farben, διευθύνων σύμβουλος της οποίας ήταν ο Χέρμαν Σμιτς. Λίγο αργότερα, δίπλα στον Σαχτ και τον φον Σρέντερ, βρέθηκε θέση στο διοικητικό συμβούλιο της BIS και για τον Χέρμαν Σμιτς.

Μ' αυτά και μ' αυτά, οι γερμανοί έβαλαν για τα καλά πόδι στην BIS. Έτσι, το 1938, κατά την προσάρτηση της Αυστρίας από την Γερμανία, η τράπεζα μπήκε στην μέση και φρόντισε να τηρηθούν τα προσχήματα ώστε ο αυστριακός χρυσός να μεταφερθεί στα ταμεία των ναζί. Το ίδιο ακριβώς έκανε και το 1939 με τον χρυσό τής Τσεχοσλοβακίας, όταν ο Χίτλερ εισέβαλε και διέλυσε την χώρα. Και έκανε πάλι το ίδιο κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με τον χρυσό όλων των χωρών που καταλάμβαναν οι γερμανοί [σημ.: Ευτυχώς για την Ελλάδα, εδώ υπήρχαν ο Βαρβαρέσος με τον Μαντζαβίνο].

Το 1943, ο υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Χένρυ Μόργκενταου έβαλε θέμα διάλυσης της BIS ως φιλοναζιστικής τράπεζας, με σκοπό να απελευθερωθούν τα χρήματα που είχαν αρπάξει οι γερμανοί από τους εβραίους και να επιστραφούν στους δικαιούχους τους. Η προσπάθειά του απέτυχε χάρη στην σθεναρή αντίσταση που πρόβαλε ο βρεττανός ομόλογός του Τζον Μαίυναρντ Κέυνς, ο οποίος πίστευε ότι η BIS θα βοηθούσε αποτελεσματικά στην μεταπολεμική αναστήλωση της διεθνούς οικονομίας και γι' αυτό έπρεπε να μείνει ζωντανή.

Δυο από τα μέλη του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της BIS: Ο Χγιάλμαρ Σαχτ (αριστερά)
με τον πολύ καλό του φίλο Μόνταγκιου Νόρμαν, διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας (1920-1944).

Επειδή το γλυκό άρχισε να παραδένει, ας σταματήσουμε κάπου εδώ για σήμερα, προσθέτοντας μόνο ένα κερασάκι. Το 1949, ο δανός ερευνητής και συγγραφέας Κάι Μόλτκε εξέδωσε το "Καταστήματα Πολέμου", όπου αποκάλυπτε το πώς η BIS βοηθούσε τα πολιτειακά και τα γερμανικά μονοπώλια να συνεργαστούν πριν αλλά και κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με εξαίρεση μια γερμανική έκδοση του 1952 (Krämer des Krieges: Die 5. Kolonne der Monopole), το βιβλίο τού Μόλτκε θάφτηκε κανονικά. Σημειωτέον ότι ο Μόλτκε συνελήφθη από την δανική αστυνομία το 1941 ως κομμουνιστής και στάλθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου έμεινε ως το τέλος του πολέμου.


[Σημείωση: Το σημερινό αλλά και το αυριανό σημείωμα ίσως να μη γράφονταν ποτέ αν δεν υπήρχε το αποκαλυπτικό βιβλίο του Adam Lebor με τίτλο "Tower of Basel: The shadowy history of the secret bank that runs the world" (Publicaffairs, Νέα Υόρκη, 2013).]

---------------------------------------
(*) "Τράπεζα της Ελλάδος - 7. Το clearing της δεκαετίας του '30", 29/1/2016

Κεν Λόουτς: Ο καπιταλισμός στη θεωρία είναι πολύ δυνατός, αλλά στην πράξη πολύ αδύναμος

Ο σπουδαίος και αγαπημένος και στη χώρα μας Άγγλος σκηνοθέτης Κεν Λόουτς («Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι», «Βροχή από πέτρες», «Το τραγούδι της Κάρλα», «Ψωμί και τριαντάφυλλα» κ.ά.), μίλησε σε εκδήλωση, καλεσμένος από το 30o Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.
Ο 81χρονος διάσημος δημιουργός ταινιών στρατευμένων στο πλευρό της εργατικής τάξης και των αδικημένων, απάντησε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων. Αντιγράφουμε από το ρεπορτάζ της Άννας Ρούτση στο elculture:
…Η κουβέντα ξεκίνησε με μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία, ότι δηλαδή τη δεκαετία του ’60 η άρχουσα τάξη ένιωθε πιο ασφαλής, δεν απειλούνταν κι έτσι αντίστοιχα υπήρχε μεγάλη ελευθερία στα ΜΜΕ. Εκείνη ήταν η εποχή που ο Λόουτς ξεκίνησε με τα ντοκιμαντέρ στη βρετανική τηλεόραση. Με την ανασφάλεια της σημερινής άρχουσας τάξης, δεν δίνονται πια εναλλακτικές λύσεις. Το χειρότερο, λέει, πλέον για έναν πολιτικό δεν είναι να τον πεις ανήθικο, αλλά anti business. Εξάλλου, το κύριο θέμα του brexit δεν είναι το πώς θα ζήσει καλύτερα ο κόσμος, αλλά οι μπίζνες. Σημειωτέον ότι ο ίδιος είχε εκφραστεί κατά του brexit και επισημαίνει τους κινδύνους για τον κινηματογράφο και τις συμπαραγωγές. Όπως, όμως λέει, ψηφίσαμε για να μείνουμε Ευρώπη, αλλά το ερώτημα είναι σε ποια Ευρώπη μένουμε, τι Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουμε. «Ειδικά το τι γίνεται στη ΝΑ Ευρώπη εκθέτει την Ένωση. Θέλουμε μια Ευρώπη με αλληλεγγύη, συνεργασία, ισότητα, όπου ο κόσμος δεν θα ξενιτεύεται για να ζήσει».
«Η ειρωνεία είναι ότι ο καπιταλισμός στη θεωρία είναι πολύ δυνατός, αλλά στην πράξη πολύ αδύναμος», λέει, τονίζοντας ότι το πνεύμα συντροφικότητας που αναπτύχθηκε μετά το ’45 αντιστράφηκε το ’80 με τη Θάτσερ. «Τώρα βέβαια, η υπεροψία των φιλελεύθερων κομμάτων δίνει πόντους στην αριστερά, με τον Τζέρεμι Κόρμπιν να συσπειρώνει χιλιάδες μέλη και νέο κόσμο. Ελπίζω να μη διασπαστούν όταν έρθουν στην εξουσία», λέει γελώντας.
Για το δε ζήτημα της Καταλονίας φαίνεται προβληματισμένος γιατί «δεν ακούω από τους αυτονομιστές Καταλανούς αιτήματα για κοινωνικές αλλαγές, για προβλήματα όπως η ανεργία. Πού είναι η εργατική τάξη; Επί Φράνκο οι Καταλανοί διώχτηκαν γιατί είχαν τέτοια αιτήματα. Πού είναι τώρα το σοσιαλιστικό κοινωνικό πρόγραμμα;»
«Αυτοί που μας εμπνέουν είναι όσοι λένε όχι», συνεχίζει. «Είναι δύσκολο να ξεφύγεις από το στερεότυπό σου και όσο πιο πολύ παλεύεις να το αποτάξεις, τόσο επιβεβαιώνεται κοινωνικά αυτή η εικόνα σου του βίαιου ατόμου», λέει αναφερόμενος και σε ταινίες του, όπως το Ladybird, Ladybird. «Είναι λυπηρό όταν δεν έχεις την πνευματική γενναιοδωρία να μπεις στη θέση του άλλου», ενώ με αφορμή το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» μιλά για τους ανθρώπους που αντιστέκονται στις ενέργειες της πολιτείας να παραχωρεί βασικές υπηρεσίες υγείας ή πρόνοιας σε ιδιωτικές εταιρείες. «Οι εργάτες στα τρένα δεν δέχτηκαν τις περικοπές προσωπικού που θα έθεταν σε κίνδυνο τους επιβάτες. Οι εργαζόμενοι στο job center του Σέφιλντ απήργησαν διακινδυνεύοντας τις δουλειές τους, εναντίον της κατάργησης πολλών  τοπικών γραφείων που δυσκολεύει την πρόσβαση του κόσμου στις παροχές».
Είναι ένα μακρύ ταξίδι πριν κάνεις μια πολιτική κίνηση. Και ποια η θέση των καλλιτεχνών; «Απλά λες την αλήθεια. Ούτε θέλω ν’ ακούω τη φράση “ο κινηματογράφος πρέπει..”. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βλέπεις τα πράγματα. Απλά να μη λες ψέματα… πράγμα που μας οδηγεί στο Χόλυγουντ! Δε μ’ ενδιαφέρει ο αμερικάνικος κινηματογράφος. Και δεν παίζουν και καλό ποδόσφαιρο! Η δύναμη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου είναι η ποικιλομορφία. Τα κοινά σημεία, οι διαφορές, οι αντιλήψεις… είναι εκπληκτικό! Και είναι αναγκαίο να τη διατηρήσουμε, είναι ευθύνη και της κοινωνίας. Να σώσουμε τα σινεμά που προβάλλουν ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Να παρεμβαίνουμε στις αγορές για την προστασία και τη στήριξή του».
«Από τύχη είμαι εδώ», λέει λίγο πριν φύγει. «Αν πάψουμε να πιστεύουμε, δεν θα είμαστε πια εδώ. Ο καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί. Δεν μπορούμε όμως να δράσουμε μόνοι, αλλά όλοι μαζί. Αλλιώς θα μας μαζεύουν έναν έναν…»

Επεσε σε ξέρα



«Επικοινωνιακό σόου» και μάλιστα «ετήσιο» χαρακτήρισε τη συμβολική κατάληψη του ΠΑΜΕ στο υπουργείο Εργασίας ο γγ του υπουργείου Ανδ. Νεφελούδης. Μέσω διαδικτύου, το στέλεχος της κυβέρνησης «παραπονιέται», επειδή όπως λέει, η κατάληψη είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η συνάντησή του με «εγκλωβισμένους» εργαζόμενους... Τι να πούμε για το δράμα που ζει η κυβέρνηση, να θέλει να... «βοηθήσει» τους εργαζόμενους και να μην μπορεί; Σε λίγο θα πουν ότι οι εργαζόμενοι είναι θύματα των κινητοποιήσεων του ΠΑΜΕ και όχι της αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση! Τα αιτήματα της χτεσινής κινητοποίησης είναι συγκεκριμένα και καταγράφονταν στο γιγαντοπανό που αναρτήθηκε στην πρόσοψη του υπουργείου της εργοδοσίας: Κανένας εργαζόμενος να μην αμείβεται με λιγότερα από 751 ευρώ, κάτω τα χέρια από το απεργιακό δικαίωμα, να απαγορευτούν πλειστηριασμοί - κατασχέσεις και να υπογραφούν Συλλογικές Συμβάσεις. Επ' αυτών, είναι γνωστές οι θέσεις της κυβέρνησης, που συνεχίζει με ζήλο την πολιτική των προηγούμενων. Γι' αυτό ο Νεφελούδης επιχειρεί αντιπερισπασμό με συκοφαντίες για το ΠΑΜΕ. Επεσε όμως ξανά σε ξέρα... Ειδικά οι εργαζόμενοι, που προκλητικά τους χαρακτηρίζει «εγκλωβισμένους», ξέρουν καλά ότι κανέναν καημό δεν έχει η κυβέρνηση για τα προβλήματά τους. Αν είχε, θα μπορούσε ως ελάχιστο μέτρο να υιοθετήσει τις προτάσεις των ταξικών συνδικάτων, για κατά προτεραιότητα αποζημίωση των εργαζομένων από τον πτωχευτικό κώδικα και να μην είχε απορρίψει την τροπολογία του ΚΚΕ, για διευρυμένη επιβολή κυρώσεων στα μέλη των ΔΣ εταιρειών που κρατούν «εγκλωβισμένους» χιλιάδες εργαζόμενους. Ως γνωστόν, όμως, τέτοιες προτάσεις καταλήγουν επιδεικτικά στον κάλαθο των αχρήστων του κεφαλαίου...

Ρωγμές...


Στις 875 δομές του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», απασχολούνται πανελλαδικά 3.500 εργαζόμενοι. Το πρόγραμμα δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και ανανεώνεται από χρόνο σε χρόνο, μέσα από προγράμματα της ΕΕ. Το ίδιο και οι συμβάσεις των εργαζομένων (προσλήφθηκαν μέσω ΑΣΕΠ), που παραμένουν «ορισμένου χρόνου» επί 15 έτη. Οι υπηρεσίες του προγράμματος απευθύνονται σε πάνω από 100.000 ανθρώπους, που κατατάσσονται στις λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες». Το σενάριο για την ιδιωτικοποίηση του προγράμματος παραμένει ενεργό, όσο το κράτος αποσύρεται από την Υγεία - Πρόνοια, η χρηματοδότησή του γίνεται με εφήμερους πόρους και οι εργαζόμενοι βρίσκονται κυριολεκτικά «στον αέρα». Εννοείται, βέβαια, ότι και στη σημερινή του μορφή, το πρόγραμμα υπολείπεται των πραγματικών αναγκών.
***
Απαντώντας χτες στη Βουλή σε Ερώτηση του ΚΚΕ, που στηρίζει το δίκαιο αίτημα των εργαζομένων για μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου και μόνιμη λειτουργία του Προγράμματος, ο υπουργός Εσωτερικών, Π. Σκουρλέτης, διαπίστωσε ανέξοδα ότι «πρέπει κάποτε να τερματιστεί» το καθεστώς «της εργασιακής ανασφάλειας και ομηρίας». Επανέλαβε για πολλοστή φορά ότι ετοιμάζει νομοθετική ρύθμιση «μέσα στο πλαίσιο που επιβάλλει αφ' ενός το Σύνταγμα και από την άλλη η ευρωπαϊκή νομοθεσία». Εγκάλεσε, μάλιστα, το ΚΚΕ ότι είναι κοροϊδία να λες «μετατρέψτε αυτόματα τις σημερινές συμβάσεις εργασίας χρόνου ή έργου σε μόνιμες και αορίστου, με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο» και προσπάθησε να διαχωριστεί από την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, λέγοντας ότι «το πρόβλημα δεν το δημιουργήσαμε εμείς». Κατηγόρησε το ΚΚΕ ότι δεν αναγνωρίζει τις καλές προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όταν μιλάει συλλήβδην «για μνημονιακές κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ» και εγκαλεί τη σημερινή κυβέρνηση, που «προσπαθεί, μέσα από τις όποιες μικρές ρωγμές αυτού του περιοριστικού πλαισίου, να κερδίζει πράγματα υπέρ των εργαζομένων». Διερωτήθηκε, επίσης, ειρωνικά για τη σχέση ανάμεσα στο «Βοήθεια στο Σπίτι» και τις πολιτικές για τα μονοπώλια, ενώ επικαλέστηκε τον «κανόνα» προσλήψεων - αποχωρήσεων από το Δημόσιο, ως ένα επιπλέον εμπόδιο για τη μονιμοποίηση των εργαζομένων.
***
Οι πράξεις και όχι οι διακηρύξεις είναι αυτές που κρίνουν την πολιτική της κυβέρνησης, η οποία έχει αποδειχτεί «μανούλα» στο ξεγέλασμα και τη χειραγώγηση του λαού. Οι εργαζόμενοι του «Βοήθεια στο Σπίτι» χόρτασαν από υποσχέσεις για μονιμοποίηση, αλλά φως δεν είδαν, παρά το γεγονός ότι μετράμε ήδη σχεδόν τρία χρόνια με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Αλλά και τώρα που υποτίθεται ότι «το νερό μπήκε στ' αυλάκι» για τη νομοθετική ρύθμιση, ο υπουργός ομολογεί ευθέως ότι αυτή θα είναι στο πλαίσιο του Συντάγματος και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, που θωρακίζουν την ευελιξία στην απασχόληση και διαιωνίζουν τις προσωρινές συμβάσεις και στο Δημόσιο. Βέβαια, τις ίδιες απαντήσεις έπαιρναν οι εργαζόμενοι και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, όταν πάλευαν για τη μονιμοποίησή τους. Επομένως, άξιος συνεχιστής ο ΣΥΡΙΖΑ της πολιτικής, αλλά και της κοροϊδίας τους! Καθόλου τυχαία, άλλωστε, η ευελιξία συνεχίζει να επεκτείνεται στο Δημόσιο και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως στους τομείς της Υγείας και της Πρόνοιας, ως στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου για φτηνότερο και πιο ευέλικτο κράτος, ώστε, από τη μια, να «εξοικονομούνται» χρήματα για κρατική στήριξη στις επενδύσεις και, από την άλλη, να δημιουργείται χώρος για επιχειρηματική δράση σε κερδοφόρους τομείς, που αφορούν στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες. Να πώς συνδέεται η άθλια κατάσταση στις κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες με την πολιτική για τα μονοπώλια. Κι ας το παίζει ο Σκουρλέτης αδαής και αθώος τάχα του αίματος...
***
Οσο για το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί τις «ρωγμές του περιοριστικού πλαισίου για να κερδίζει πράγματα για τους εργαζόμενους», η κατάσταση μιλάει από μόνη της: Το «περιοριστικό πλαίσιο» οριοθετείται από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, που υπηρετεί και αυτή η κυβέρνηση με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία. Γι' αυτό η ΕΕ, το αστικό σύνταγμα, τα μνημόνια, οι νόμοι υπονομεύουν ολοένα και περισσότερο τη μόνιμη και σταθερή δουλειά, υποθάλπουν την ευελιξία και την προσωρινότητα στην εργασία, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Οι «ρωγμές», τις οποίες επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι στην πραγματικότητα προσαρμογές μέσα στο ίδιο αντιδραστικό πλαίσιο, που δεν αντιστρέφουν, ούτε καν εκτονώνουν την αντιλαϊκή πραγματικότητα. Τι άλλαξε, για παράδειγμα, με τη μετατροπή των εργολαβικών εργαζομένων στα νοσοκομεία, σε υπάλληλους - εργολάβους του εαυτού τους; Τίποτα απολύτως! Χώρια που πολλοί χάνουν και τη δουλειά τους στη μετάβαση από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Αποδείχτηκε ξανά ότι δεν υπάρχει λύση που να υπηρετεί ταυτόχρονα τους εργαζόμενους και τα συμφέροντα της εργοδοσίας, του αστικού κράτους.
***
Η κυβέρνηση προσπαθεί μέσα κι από το παράδειγμα του «Βοήθεια στο Σπίτι» να σύρει τους εργαζόμενους σε συνθηκολόγηση με τη στρατηγική του κεφαλαίου, τη μισοδουλειά και τη μισοζωή, το χαμήλωμα των απαιτήσεων. Να τους συμφιλιώσει με τους περιορισμούς των αντιλαϊκών νόμων, των μνημονίων και των οδηγιών της ΕΕ, που υπηρετούν το καπιταλιστικό κέρδος. Καλλιεργεί κλίμα προσδοκιών και ανοχής στην πολιτική της, επικαλούμενη τις «καλές προθέσεις». Κοροϊδεύει ασύστολα τους εργαζόμενους, που πρέπει να αξιοποιήσουν την πείρα τους και την ομολογία της κυβέρνησης ότι στο σάπιο σύστημα που διαχειρίζεται, δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη δουλειά, ούτε πλήρης και δωρεάν φροντίδα για όσους την έχουν ανάγκη, με αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Γι' αυτό το «Βοήθεια στο Σπίτι» και άλλα προνοιακά προγράμματα είναι εφήμερα, λειψά και συχνά ανταποδοτικά, με εργαζόμενους σε μόνιμη ομηρία. Μόνο η πάλη σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, τα κόμματα, τις ιμπεριαλιστικές του ενώσεις, μπορεί να ανοίξει «ρωγμές» στο «μπετόν αρμέ» της αντιλαϊκής στρατηγικής του. Γι' αυτό χρειάζεται οι εργαζόμενοι να συνεχίσουν και να εντείνουν την πάλη για μόνιμη και σταθερή δουλειά, για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Υγεία - Πρόνοια για όλους. Να συμπορευτούν με το ΚΚΕ, που δείχνει και παλεύει για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, όπου κριτήριο για την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας θα είναι η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και όχι το κέρδος των καπιταλιστών.

Σαν δυο σταγόνες νερό


Ως «πλειοδοσία ευαισθησίας» απέναντι στα λαϊκά στρώματα, που στενάζουν από την πολιτική που οι ίδιοι υλοποιούν, εμφανίζουν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ τις προτάσεις τους για τη λεγόμενη «κοινωνική πολιτική».
Η πραγματικότητα είναι ότι η πλήρης στοίχισή τους στη στρατηγική του κεφαλαίου τούς οδηγεί να διαγκωνίζονται για το ποιος είναι ικανότερος να διαχειριστεί την εξαθλίωση και τη φτώχεια του λαού, αλλά και να ανοίξει νέα «χρυσωρυχεία» κερδοφορίας για το κεφάλαιο, κάνοντας τις προτάσεις τους να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.
Για παράδειγμα, η κυβέρνηση περιφέρει τις μέρες αυτές ως το απαύγασμα της «κοινωνικής ευαισθησίας» την αναδιανομή της φτώχειας και την απάτη του «κοινωνικού μερίσματος» από την υπεραπόδοση των ματωμένων πλεονασμάτων, τη φοροληστεία και το «συμμάζεμα» όλων των προνοιακών και κοινωνικών επιδομάτων σε ένα ελάχιστο επίδομα.
Η ΝΔ λέει ότι εκείνη πρώτη εφάρμοσε τα επιδόματα πτωχοκομείου και προτείνει τη γενίκευση ενός «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», με αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, ενοποίηση (δηλαδή νέο τσεκούρωμα) των επιμέρους επιδομάτων και διαμόρφωση «ενός μηχανισμού με εισοδηματικά κριτήρια», ό,τι ακριβώς υλοποιεί και η κυβέρνηση.
Τα ίδια και στην Υγεία, εκεί όπου η σημερινή κυβέρνηση πήρε από ΝΔ - ΠΑΣΟΚ τη σκυτάλη της εμπορευματοποίησης: Μιλάνε για τις μεγάλες ελλείψεις στα νοσοκομεία, λες και δεν είναι απότοκο των «εξοικονομήσεων» από τον κρατικό προϋπολογισμό για να βρεθούν λεφτά για τους στόχους του κεφαλαίου, ενώ και οι προσλήψεις που εξαγγέλλουν - «για να έρθουμε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο», λένε με μια φωνή - όχι μόνο θα είναι με ημερομηνία λήξης, χειρότερους όρους και υπό την αίρεση της επίτευξης των «δημοσιονομικών στόχων», αλλά ούτε κατά διάνοια δεν φτάνουν για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες.
Τσακώνονται για το ποιος είχε πρώτος την ιδέα για τη διανομή φαρμάκων κατ' οίκον στους καρκινοπαθείς, αλλά ούτε κουβέντα για το ότι η πολιτική τους έχει κάνει το φάρμακο είδος πολυτελείας για τους χρόνια πάσχοντες, αφήνοντας βασικά φάρμακα έξω από τις λίστες και απ' όσα καλύπτουν τα Ταμεία.
Την ώρα δε που η κυβέρνηση, μέσω των λεγόμενων μονάδων «Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας», αναθέτει στους «οικογενειακούς γιατρούς» ρόλο «κόφτη» των λαϊκών αναγκών, η ΝΔ συμφωνεί και επαυξάνει, προτείνοντας κι αυτή το «θεσμό του οικογενειακού γιατρού», με τις ίδιες ακριβώς αρμοδιότητες.
Ακόμα περισσότερο βγάζει μάτι η ταύτιση στα θέματα της Κοινωνικής Ασφάλισης: Με το πρόσχημα της μείωσης της ανεργίας και της «διάσωσης» των ασφαλιστικών ταμείων, που κεφάλαιο και κυβερνήσεις βούλιαξαν από κοινού, η ΝΔ δηλώνει έτοιμη για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας. Δέσμευση που έχει προλάβει όμως να «καπαρώσει» ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον πρωθυπουργό λίγες μέρες πριν να λέει στην «αναπτυξιακή» φιέστα ότι «με την πρώτη ευκαιρία» θα πραγματοποιήσει τον πόθο των καπιταλιστών.
Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, η ΝΔ μιλάει για «εθνική σύνταξη» με ανταποδοτικά χαρακτηριστικά και συνδεδεμένη με «ρήτρα ανάπτυξης», ανάλογα δηλαδή με την ανάκαμψη του κεφαλαίου, αλλά το ίδιο κάνει και ο νόμος - λαιμητόμος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που σμπαραλιάζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της Ασφάλισης, σπρώχνει στις «βασικές» συντάξεις πείνας την πλειοψηφία των συνταξιούχων, συνδέει τα δικαιώματα των ασφαλισμένων με την πορεία της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Από πάνω, και οι δυο προκαλούν τους συνταξιούχους παρουσιάζοντας ως «παροχές» την «αποκατάσταση των αδικιών στις συντάξεις χηρείας», ή την επιστροφή όσων παράνομα τους κρατούσαν για εισφορές Υγείας.
Τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος. Επιβεβαιώνουν ότι καπιταλιστική κερδοφορία και λαϊκές ανάγκες δεν «κολλάνε», ότι στο πλαίσιο της εξουσίας και της οικονομίας του κεφαλαίου οι όποιες κοινωνικές παροχές θα στριμώχνονται μόνιμα στη μέγγενη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, θα περιορίζονται σε ορισμένα μέτρα διαχείρισης της φτώχειας που διαρκώς θα μεγαλώνει και με στόχο να αποσπάσουν την ανοχή του λαού στην αντιλαϊκή πολιτική.

TOP READ