Η αναγγελία της αποκατάστασης του Άρη Βελουχιώτη κι άλλων στελεχών
του ΚΚΕ, καθώς και της κυκλοφορίας του αναθεωρημένου Α’ τόμου του
Δοκιμίου ιστορίας του κόμματος, ήταν λογικό πως θα προκαλούσε πολλές
συζητήσεις και ποικίλες αντιδράσεις. Πλάι σε όσους ασκούν και θα
ασκήσουν καλόπιστη ή κακόπιστη, δίκαιη ή άδικη κριτική στην εισήγηση της
ΚΕ στην Πανελλαδική συνδιάσκεψη για το θέμα, βρίσκονται όσοι απλώς
περίμεναν με το δάχτυλο πάνω στο “repeat” την κατάλληλη αφορμή για να
ξαναπαίξουν τη χιλιοπαιγμένη κασέτα του “σταλινικού” και “δογματικού”
ΚΚΕ, χωρίς να ασχολούνται με μπαγκατέλες, όπως πχ. να τοποθετηθούν
επακριβώς στα όσα αναφέρει το κείμενο, μπας και γίνουν πιστευτότεροι και
στους μη εκ των προτέρων πεπεισμένους.
Αυτή τουλάχιστον την αίσθηση αποκομίσαμε από το άρθρο του εσχάτως συριζοφιλελέ Νίκου Μαραντζίδη, με τον τίτλο-που διεκδικεί δάφνες έμπνευσης και πρωτοτυπίας- “Ο Βελουχιώτης και η Εκκλησία του σταλινισμού”. Κι αυτό γιατί πέραν του ότι η λέξη “εκκλησία” και τα παράγωγά της εμφανίζονται 9 φορές στο κείμενο, ο συγγραφέας ούτε μισή φράση δεν αφιερώνει σε κριτική επί του περιεχομένου της εισήγησης, αναφέροντας ίσα-ίσα το “πιασάρικο” θέμα της αποκατάστασης Βελουχιώτη και των άλλων κομμουνιστών, προφανώς επειδή δε διάβασε τίποτε, άλλο, ούτε καν το ίδιο το σκεπτικό της εν λόγω αποκατάστασης. Αλλιώς θα ήξερε τουλάχιστον ότι το Δοκίμιο δεν καταπιάνεται μόνο με τις πρώτες δεκαετίες του κόμματος, αλλά επιχειρεί μια μελέτη της ανάδυσης του ελληνικού καπιταλισμού και των απαρχών του νεοελληνικού σχηματισμού αιώνες πριν ιδρυθεί ΚΚΕ ή ΣΕΚΕ.
Αυτό δεν τον εμποδίζει καθόλου βέβαια να αρχίσει το γνώριμο τροπάρι (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς έναν “εκκλησιαστικό” όρο) για το ΚΚΕ που λειτουργεί σαν Εκκλησία, ιδιαίτερα σε ιστορικά θέματα, για τη σωτηρίας της ψυχής των κομμουνιστών. Είναι εκπληκτικό μάλιστα ότι ως παράδειγμα τέτοιας “εκκλησιαστικής” σχέσης με την ιστορία, αναφέρει στοιχεία που μόνο ως αξιέπαινα μπορούν να κριθούν: “Καμία άλλη κομματική οικογένεια δεν έδωσε τόσο μεγάλο βάρος στην παρουσίαση του παρελθόντος και στην αφήγηση της ιστορίας. Σε κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν δημιουργήθηκαν «ιστορικά τμήματα» με τόση ισχυρή αίσθηση καθήκοντος συγγραφής της κομματικής ιστορίας. Κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν φρόντισε να εκδώσει τόσα βιβλία και να δημοσιεύσει τόσα άρθρα για την ιστορία του κόμματος.”
Συνεχίζει παρακάτω βέβαια με τη γκρίνια για το κομματικό αρχείο, παραβλέποντας σκόπιμα ότι κανένα άλλο κόμμα (για να μη μιλήσουμε για κρατικά αρχεία) δε δίνει τόσο εκτεταμένη-και συν τω χρόνω αυξανόμενη- πρόσβαση στα αρχεία του, τα οποία με πάρα πολύ κόπο έσωσε από φυσική καταστροφή πριν κάποια χρόνια. Ίσως βέβαια αυτό που ονειρεύεται είναι ένα κομματικό αρχείο αντίστοιχο με εκείνο του ΚΚΣΕ ή άλλων τέως ΚΚ της Ανατολικής Ευρώπης, πρακτικά προσβάσιμο μόνο σε αστούς ερευνητές πλέον (εξάλλου ο ίδιος έχει συγγράψει μαζί με τον Κ. Τσίβο σχετικό βιβλίο για τις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, βασισμένο σε τέτοιο αρχειακό υλικό) ή ακόμα-ακόμα ένα αρχείο που τμήματα του μοσχοπουλιούνται σε παλαιοπωλεία, όπως εκείνο του ΚΚ Ιταλίας. Σε όλες αυτές τις αιτιάσεις λανθάνει βέβαια ο ευσεβής πόθος του Μαραντζίδη και πολλών (τέως και νυν) ομοϊδεατών να μπορούν να έχουν άπαντες άποψη για την ιστορία του ΚΚΕ εκτός από τους ίδιους τους κομμουνιστές.
Παραμένοντας στα περί εκκλησίας βεβαίως, διερωτάται κανείς ποιες ακριβώς είναι και πόσο συχνά εξετάζουν αυτοκριτικά την ιστορία τους αυτές οι εκκλησίες με τις οποίες συγκρίνει το ΚΚΕ ο Μαραντζίδης. Γιατί η καθολική εκκλησία ας πούμε χρειάστηκε γύρω στα 359 χρόνια για να αποκαταστήσει το Γαλιλαίο το 1992, και πολλά περισσότερα για να ζητήσει δια στόματος Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ “συγγνώμη” για την Δ’ Σταυροφορία. Όσο για την ορθόδοξη, ομολογούμε ότι αυθόρμητα δε μας έρχεται τίποτε στο νου από άποψη αυτοκριτικής, ούτε καν για την καύση βιβλίων του νεοελληνικού διαφωτισμού ή την διαβόητη “Πατριαρχική διδασκαλία”, το μνημείο ραγιαδισμού που καλούσε τους υπηκόους του Σουλτάνου να κάτσουν στα αυγά τους.
Σε κάθε περίπτωση αν για κάτι είναι γνωστές οι εκκλησίες, αυτό είναι το δόγμα, δηλαδή μια απαράγραπτη αλήθεια που δεν αλλάζει και δεν αμφισβητείται στο χρόνο. Ο Μαραντζίδης ωστόσο από μόνος του ομολογεί, θεωρώντας το μάλιστα και αίτιο μομφής πως: “Αντίθετα πάντως απ’ ό,τι συχνά πιστεύεται, το ΚΚΕ κάθε άλλο παρά σταθερή θέση διατήρησε έναντι της δεκαετίας του ’40”. Για να συνεχίσει μετά ότι αποκατέστησε όψιμα τον Εμφύλιο και τους Βελουχιώτη και Ζαχαριάδη σταδιακά μετά το 1991, προβάλλοντας ως τότε τη “συμφιλιωτική” αφήγηση με επίκεντρο την εαμική εθνική αντίσταση. Σκόπιμα παραλείπει βέβαια να αναφέρει ότι αυτή η επιλογή του ΚΚΕ δε σχετίζεται μόνο με τις – αδιαμφισβήτητες πράγματι αλλαγές πολιτικής γραμμής, συνδεόμενες με την εξέλιξη της ιδεολογικής διαπάλης εντός κόμματος και στο διεθνές κίνημα-αλλά και με το γεγονός ότι αφενός ως τη μεταπολίτευση κανείς δε μιλούσε για την αντίσταση του ΕΑΜ παρά μόνο για να τη συκοφαντήσει, αφετέρου το αστικό κράτος είχε σε παρανομία το ΚΚΕ την ίδια περίοδο ενώ επισήμως ο εμφύλιος ήρθη μόλις το 1962. Είναι λογικό ασφαλώς οι αστοί και οι οργανικοί τους διανοούμενοι να λυσσάνε με την ανάδειξη της κορυφαίας στιγμής της ταξικής πάλης από το ΚΚΕ, που σπέρνει εφιάλτες ακόμα και σχεδόν 70 χρόνια μετά την ήττα της.
Εκεί που πραγματικά το πράγμα γίνεται φαιδρό, είναι όταν ο Μαραντζίδης εγκαλεί για “προπαγανδιστικό” και “αυτοδικαιωτικό” λόγο το ΚΚΕ όταν εξετάζει νηφάλια κι αυτοκριτικά την ιστορία του , καθώς ο μόνος μη προπαγανδιστικός λόγος είναι προφανώς η δικαίωση των ταγματασφαλιτών στο όνομα της “κόκκινης βίας”, στην οποία τόσο διακρίθηκαν ο ίδιος και ο (τέως) ομοϊδεάτης του Στάθης Καλύβας. Ειρωνεύεται μάλιστα ότι αυτή η “σωτηρία της ψυχής” δε θα βοηθήσει το κόμμα εκλογικά, προφανώς γιατί γνωρίζει μόνο την ψηφοθηρική χρήση της ιστορίας από τον τέως, αλλά ιδίως τον νυν πολιτικό του χώρο του Σύριζα, που από τη μια κάνει ό,τι μπορεί για να κλέψει από τη λάμψη του Βελουχιώτη, κι από την άλλη τον ξεκόβει από το κόμμα που τον ανέδειξε, θάβοντάς το.
Συνοψίζοντας, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται κανείς, άλλοτε οι κομμουνιστές είναι αντίχριστοι που καταστρέφουν τη θρησκεία μας, κι άλλοτε έχουν εγκαθιδρύσει μια κοσμική θρησκεία με δόγματα και εικονίσματα. Τα πάντα και τ’ανάποδά τους, ό,τι βολεύει τον καθένα, εν προκειμένω στο ποταμο-συριζαϊκό ακροατήριο που απευθύνεται ο συγγραφέας προκρίνεται η δεύτερη εκδοχή. Από μια άποψη βέβαια, είναι μάλλον τιμητικό να σε κατακρίνουν ως “Εκκλησία” οι ιεροκήρυκες του ανίερου. Εμείς δε θα διερωτηθούμε σε ποιον Θεό πιστεύει ο Νίκος Μαραντζίδης, εξάλλου η πολιτεία και το έργο του δίνουν εύγλωττα την απάντησή τους εδώ και χρόνια.
Αυτή τουλάχιστον την αίσθηση αποκομίσαμε από το άρθρο του εσχάτως συριζοφιλελέ Νίκου Μαραντζίδη, με τον τίτλο-που διεκδικεί δάφνες έμπνευσης και πρωτοτυπίας- “Ο Βελουχιώτης και η Εκκλησία του σταλινισμού”. Κι αυτό γιατί πέραν του ότι η λέξη “εκκλησία” και τα παράγωγά της εμφανίζονται 9 φορές στο κείμενο, ο συγγραφέας ούτε μισή φράση δεν αφιερώνει σε κριτική επί του περιεχομένου της εισήγησης, αναφέροντας ίσα-ίσα το “πιασάρικο” θέμα της αποκατάστασης Βελουχιώτη και των άλλων κομμουνιστών, προφανώς επειδή δε διάβασε τίποτε, άλλο, ούτε καν το ίδιο το σκεπτικό της εν λόγω αποκατάστασης. Αλλιώς θα ήξερε τουλάχιστον ότι το Δοκίμιο δεν καταπιάνεται μόνο με τις πρώτες δεκαετίες του κόμματος, αλλά επιχειρεί μια μελέτη της ανάδυσης του ελληνικού καπιταλισμού και των απαρχών του νεοελληνικού σχηματισμού αιώνες πριν ιδρυθεί ΚΚΕ ή ΣΕΚΕ.
Αυτό δεν τον εμποδίζει καθόλου βέβαια να αρχίσει το γνώριμο τροπάρι (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς έναν “εκκλησιαστικό” όρο) για το ΚΚΕ που λειτουργεί σαν Εκκλησία, ιδιαίτερα σε ιστορικά θέματα, για τη σωτηρίας της ψυχής των κομμουνιστών. Είναι εκπληκτικό μάλιστα ότι ως παράδειγμα τέτοιας “εκκλησιαστικής” σχέσης με την ιστορία, αναφέρει στοιχεία που μόνο ως αξιέπαινα μπορούν να κριθούν: “Καμία άλλη κομματική οικογένεια δεν έδωσε τόσο μεγάλο βάρος στην παρουσίαση του παρελθόντος και στην αφήγηση της ιστορίας. Σε κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν δημιουργήθηκαν «ιστορικά τμήματα» με τόση ισχυρή αίσθηση καθήκοντος συγγραφής της κομματικής ιστορίας. Κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν φρόντισε να εκδώσει τόσα βιβλία και να δημοσιεύσει τόσα άρθρα για την ιστορία του κόμματος.”
Συνεχίζει παρακάτω βέβαια με τη γκρίνια για το κομματικό αρχείο, παραβλέποντας σκόπιμα ότι κανένα άλλο κόμμα (για να μη μιλήσουμε για κρατικά αρχεία) δε δίνει τόσο εκτεταμένη-και συν τω χρόνω αυξανόμενη- πρόσβαση στα αρχεία του, τα οποία με πάρα πολύ κόπο έσωσε από φυσική καταστροφή πριν κάποια χρόνια. Ίσως βέβαια αυτό που ονειρεύεται είναι ένα κομματικό αρχείο αντίστοιχο με εκείνο του ΚΚΣΕ ή άλλων τέως ΚΚ της Ανατολικής Ευρώπης, πρακτικά προσβάσιμο μόνο σε αστούς ερευνητές πλέον (εξάλλου ο ίδιος έχει συγγράψει μαζί με τον Κ. Τσίβο σχετικό βιβλίο για τις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, βασισμένο σε τέτοιο αρχειακό υλικό) ή ακόμα-ακόμα ένα αρχείο που τμήματα του μοσχοπουλιούνται σε παλαιοπωλεία, όπως εκείνο του ΚΚ Ιταλίας. Σε όλες αυτές τις αιτιάσεις λανθάνει βέβαια ο ευσεβής πόθος του Μαραντζίδη και πολλών (τέως και νυν) ομοϊδεατών να μπορούν να έχουν άπαντες άποψη για την ιστορία του ΚΚΕ εκτός από τους ίδιους τους κομμουνιστές.
Παραμένοντας στα περί εκκλησίας βεβαίως, διερωτάται κανείς ποιες ακριβώς είναι και πόσο συχνά εξετάζουν αυτοκριτικά την ιστορία τους αυτές οι εκκλησίες με τις οποίες συγκρίνει το ΚΚΕ ο Μαραντζίδης. Γιατί η καθολική εκκλησία ας πούμε χρειάστηκε γύρω στα 359 χρόνια για να αποκαταστήσει το Γαλιλαίο το 1992, και πολλά περισσότερα για να ζητήσει δια στόματος Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ “συγγνώμη” για την Δ’ Σταυροφορία. Όσο για την ορθόδοξη, ομολογούμε ότι αυθόρμητα δε μας έρχεται τίποτε στο νου από άποψη αυτοκριτικής, ούτε καν για την καύση βιβλίων του νεοελληνικού διαφωτισμού ή την διαβόητη “Πατριαρχική διδασκαλία”, το μνημείο ραγιαδισμού που καλούσε τους υπηκόους του Σουλτάνου να κάτσουν στα αυγά τους.
Σε κάθε περίπτωση αν για κάτι είναι γνωστές οι εκκλησίες, αυτό είναι το δόγμα, δηλαδή μια απαράγραπτη αλήθεια που δεν αλλάζει και δεν αμφισβητείται στο χρόνο. Ο Μαραντζίδης ωστόσο από μόνος του ομολογεί, θεωρώντας το μάλιστα και αίτιο μομφής πως: “Αντίθετα πάντως απ’ ό,τι συχνά πιστεύεται, το ΚΚΕ κάθε άλλο παρά σταθερή θέση διατήρησε έναντι της δεκαετίας του ’40”. Για να συνεχίσει μετά ότι αποκατέστησε όψιμα τον Εμφύλιο και τους Βελουχιώτη και Ζαχαριάδη σταδιακά μετά το 1991, προβάλλοντας ως τότε τη “συμφιλιωτική” αφήγηση με επίκεντρο την εαμική εθνική αντίσταση. Σκόπιμα παραλείπει βέβαια να αναφέρει ότι αυτή η επιλογή του ΚΚΕ δε σχετίζεται μόνο με τις – αδιαμφισβήτητες πράγματι αλλαγές πολιτικής γραμμής, συνδεόμενες με την εξέλιξη της ιδεολογικής διαπάλης εντός κόμματος και στο διεθνές κίνημα-αλλά και με το γεγονός ότι αφενός ως τη μεταπολίτευση κανείς δε μιλούσε για την αντίσταση του ΕΑΜ παρά μόνο για να τη συκοφαντήσει, αφετέρου το αστικό κράτος είχε σε παρανομία το ΚΚΕ την ίδια περίοδο ενώ επισήμως ο εμφύλιος ήρθη μόλις το 1962. Είναι λογικό ασφαλώς οι αστοί και οι οργανικοί τους διανοούμενοι να λυσσάνε με την ανάδειξη της κορυφαίας στιγμής της ταξικής πάλης από το ΚΚΕ, που σπέρνει εφιάλτες ακόμα και σχεδόν 70 χρόνια μετά την ήττα της.
Εκεί που πραγματικά το πράγμα γίνεται φαιδρό, είναι όταν ο Μαραντζίδης εγκαλεί για “προπαγανδιστικό” και “αυτοδικαιωτικό” λόγο το ΚΚΕ όταν εξετάζει νηφάλια κι αυτοκριτικά την ιστορία του , καθώς ο μόνος μη προπαγανδιστικός λόγος είναι προφανώς η δικαίωση των ταγματασφαλιτών στο όνομα της “κόκκινης βίας”, στην οποία τόσο διακρίθηκαν ο ίδιος και ο (τέως) ομοϊδεάτης του Στάθης Καλύβας. Ειρωνεύεται μάλιστα ότι αυτή η “σωτηρία της ψυχής” δε θα βοηθήσει το κόμμα εκλογικά, προφανώς γιατί γνωρίζει μόνο την ψηφοθηρική χρήση της ιστορίας από τον τέως, αλλά ιδίως τον νυν πολιτικό του χώρο του Σύριζα, που από τη μια κάνει ό,τι μπορεί για να κλέψει από τη λάμψη του Βελουχιώτη, κι από την άλλη τον ξεκόβει από το κόμμα που τον ανέδειξε, θάβοντάς το.
Συνοψίζοντας, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται κανείς, άλλοτε οι κομμουνιστές είναι αντίχριστοι που καταστρέφουν τη θρησκεία μας, κι άλλοτε έχουν εγκαθιδρύσει μια κοσμική θρησκεία με δόγματα και εικονίσματα. Τα πάντα και τ’ανάποδά τους, ό,τι βολεύει τον καθένα, εν προκειμένω στο ποταμο-συριζαϊκό ακροατήριο που απευθύνεται ο συγγραφέας προκρίνεται η δεύτερη εκδοχή. Από μια άποψη βέβαια, είναι μάλλον τιμητικό να σε κατακρίνουν ως “Εκκλησία” οι ιεροκήρυκες του ανίερου. Εμείς δε θα διερωτηθούμε σε ποιον Θεό πιστεύει ο Νίκος Μαραντζίδης, εξάλλου η πολιτεία και το έργο του δίνουν εύγλωττα την απάντησή τους εδώ και χρόνια.