Η αμαρτωλή ιστορία των Airbus A340 (1)
Δεν ξέρω αν στα χτεσινά τηλεοπτικά δελτία-ο-θεός-να-τα-κάνει-ειδήσεων
έπαιξε το χαρμόσυνο μαντάτο αλλά μπορεί να σας ενημερώσει το ιστολόγιο
ότι τα δυο Airbus A340 που μας είχαν ξεμείνει, πουλήθηκαν επί τέλους! Το
ανακοίνωσε επισήμως το ΤΑΙΠΕΔ: "Κατά
τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου του
ΤΑΙΠΕΔ, η Turboshaft FZE ανακηρύχτηκε ως προτιμητέος αγοραστής στη
διαγωνιστική διαδικασία για την πώληση των δύο αεροσκαφών Airbus
A340-300, υποβάλλοντας προσφορά ύψους 4,2 εκατ. δολαρίων".
Υποψιάζομαι ότι δεν καταλαβαίνετε πού το πάω. Κατά πάσα πιθανότητα δε, δεν έχετε ιδέα για ποια αεροσκάφη μιλάω. Κατανοητό. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, λοιπόν. Προσδεθείτε και... καλή πτήση να έχουμε!
Η ιστορία μας αρχίζει το 1990, όταν η διοίκηση του τότε εθνικού μας αερομεταφορέα, της καλής μας Ολυμπιακής, κλείνει μια συμφωνία με την Airbus για δυο Α300 με option άλλα δυο αεροσκάφη. Το 1992, λίγο πριν πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι δυο πλευρές συμφωνούν την τροποποίηση της σύμβασης, επειδή η Ολυμπιακή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα Α300 ήσαν ακατάλληλα για τον σκοπό που τα ήθελε, δηλαδή την αντικατάσταση των Boeing 747 στις μακρυνές πτήσεις. Αντί γι' αυτά, η Ολυμπιακή θα προμηθευόταν τέσσερα Α340.
Επειδή η Ολυμπιακή δεν είχε τα κάπου 800 εκατ. δολλάρια που απαιτούνταν για να γίνει η δουλειά, θα έπαιρνε δάνεια διαρκείας 10 και 12 ετών, εξοφλητέα με μηνιαία τοκοχρεωλύσια. Αυτά, όμως, χρειάζονται και εγγυητή, οπότε η σύμβαση ολοκληρώθηκε με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Εκεί, μπήκε στην μέση η Κομμισσιόν, η οποία εν τέλει ενέκρινε την παροχή εγγυοδοσίας εκ μέρους του δημοσίου μέχρι το ποσό των 378 εκατομμυρίων δολλαρίων "για την ανανέωση του στόλου" της εταιρείας. Δηλαδή, η έγκριση της Κομμισσιόν δόθηκε για το 50% του εκτιμώμενου κόστους, πράγμα που σήμαινε ότι η Ολυμπιακή θα έπρεπε να βρει καλύμματα για άλλα 378 εκατομμύρια. Εν πάση περιπτώσει, παρά τα ζόρια, η δουλειά έκλεισε το 1997. Την επόμενη χρονιά, η εταιρεία παρέλαβε τα πρώτα δυο αεροσκάφη και το 1999 τα άλλα δυο.
Κάπου εδώ αρχίζουν τα μπερδέματα. Ενώ η συμφωνία της Ολυμπιακής έγινε κατ' ευθείαν με την Airbus, τα πρώτα δυο αεροσκάφη φτιάχνονται για κάποια Observatory Enterprises Ltd και τα άλλα δυο για κάποια Ottinger Enterprises Ltd, πάντοτε όμως για λογαριασμό τής Ολυμπιακής, στην οποία έχει συμφωνηθεί να νοικιαστούν. Με άλλα λόγια, η δουλειά μπερδεύεται με την υιοθέτηση ενός συστήματος ενδιάμεσης χρηματοδότησης.
Κατά παράξενο τρόπο, η Observatory και η Ottinger έχουν την έδρα τους στην ίδια διεύθυνση: Λεωφόρος Μακαρίου Γ' 2-4 και Ευαγόρου, στο Capital Center της Λευκωσίας, γνωστό και ως Μέγαρο Τριανταφυλλίδη. Ο 5ος και ο 9ος όροφος αυτού του κτηρίου χρησιμοποιούνται από την δικηγορική εταιρεία Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί ΕΠΕ, η οποία ειδικεύεται στην ίδρυση και παρακολούθηση εξωχώριων εταιρειών (offshore). Αν το όνομα αυτής της δικηγορικής εταιρείας δεν σας φαίνεται τελείως άγνωστο, είναι επειδή πριν λίγα χρόνια είχε εμπλακεί στις πολύκροτες υποθέσεις Βατοπεδίου και Τσοχαντζόπουλου. Και στις δυο αυτές υποθέσεις ήταν ανακατεμένη μια οφσόρ ονόματι Torcaso, την οποία είχε ιδρύσει και διαχειριζόταν η δικηγορική φίρμα τού Άντη Τριανταφυλλίδη.
Καθώς οι συμπτώσεις είναι πολλές, συνεχίζω το ψάξιμο στο διαδίκτυο αναζητώντας στοιχεία για τις δυο κυπριακές εταιρείες. Δεν παραξενεύομαι καθόλου διαπιστώνοντας ότι τα παράξενα συνεχίζονται. Σύμφωνα με τα επίσημα κυπριακά αρχεία, η μεν Observatory ιδρύθηκε στις 16/12/1998 και έχει ήδη διαλυθεί η δε Ottinger ιδρύθηκε στις 9/9/1999 και είναι ακόμη σε λειτουργία. Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, μόλις η Ολυμπιακή ήταν έτοιμη να παραλάβει τα πρώτα δυο αεροπλάνα το 1998, φτιάχτηκε από κάποιους (;) μια εταιρεία στο τσακ-μπαμ και της είπε "άσε, τα φτιάχνω εγώ, στα δίνω να κάνεις την δουλειά σου και τα βρίσκουμε". Κι όταν, τον επόμενο χρόνο, ήταν έτοιμη να παραλάβει τα άλλα δυο, φτιάχτηκε με τον ίδιο τρόπο μια άλλη εταιρεία που της είπε το ίδιο πράγμα. Και η Ολυμπιακή δέχτηκε και στις δυο περιπτώσεις. Και μαζί της, δέχτηκε και το ελληνικό κράτος, που είχε εγγυηθεί για τα δάνεια της Ολυμπιακής. Έχουμε, δηλαδή, ένα χοντρό αλισβερίσι μέσω εταιρειών ειδικού σκοπού. Καλά δεν κατάλαβα; Τώρα, να ρωτήσω γιατί ποτέ κανείς δεν μας εξήγησε τους λόγους για τους οποίους μια κρατική εταιρεία και το ίδιο το κράτος επέλεξαν να κάνουν δουλειά μέσω κυπριακών εταιρειών ή θα θεωρηθώ εξαιρετικά αφελής;
Αν αναρωτιέστε πώς γίνεται αυτό το παιχνίδι, πάμε να ανοίξουμε το ΦΕΚ Β' 339/28-3-2001 (*) και θα καταλάβετε πολλά. Αν μου επιτρέπετε, θα κάνω μια προσπάθεια να τα συνοψίσω:
- Κλείνει συμφωνία η Ολυμπιακή με την Airbus για ένα αεροσκάφος.
- Μπαίνει στην μέση η Ottinger να φτιάξει το αεροσκάφος και να το νοικιάσει στην Ολυμπιακή.
- Η Ottinger δεν έχει λεφτά, οπότε παίρνει δυο δάνεια από την Airbus (!), τα οποία θα ξοφλήσει με τα νοίκια που θα εισπράττει από την Ολυμπιακή και τα οποία εγγυάται το ελληνικό κράτος.
- Στο μεταξύ, η Ottinger βάζει στο παιχνίδι των δανείων την Credit Lyonnais και την Royal Bank of Canada (RBC), η οποία χρησιμοποιεί ως ενδιάμεσο την RBC Dominion Securities.
- Για το ελληνικό δημόσιο όλα γίνονται καλά, οπότε οι εγγυήσεις του επεκτείνονται σε όλους αυτούς. Σημειωτέον ότι το ελληνικό δημόσιο γνωρίζει τα χάλια της Ολυμπιακής, άρα ξέρει πως οι εγγυήσεις του θα καταπέσουν αργά ή γρήγορα και θα χρειαστεί να πληρώσει.
Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση να ρωτήσω τον αναγνώστη κάτι απλό: αν έχεις μπροστά σου μια δουλειά οκτακοσίων εκατομμυρίων δολλαρίων, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να επιλέξεις να την κάνεις σε συνεργασία με μια εταιρεία που ιδρύθηκε χτες; Υποθέτω μόνο μία: να γνωρίζεις από την καλή κι από την ανάποδη τα αφεντικά της εταιρείας αλλά και να τα εμπιστεύεσαι. Σωστά; Ωραία. Συνεννοηθήκαμε και κλείνουμε την παρένθεση.
Όλα αυτά είναι απλές διαδικασίες που έχουν την ευλογία ενός ευνομούμενου κράτους, το οποίο κόπτεται υπέρ της διαφάνειας. Όσα είδαμε στο παραπάνω ΦΕΚ δεν είναι παρά ένα δείγμα. Μόνο το 2005, ο τότε υπουργός οικονομίας και οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης επικύρωσε δώδεκα (!) συμβάσεις (ήδη υπογεγραμμένες από τον Μιχάλη Λιάπη και τον Πέτρο Δούκα) μεταξύ δημοσίου και τρίτων περί υπεισέλευσης του κράτους στη θέση της Ολυμπιακής Αεροπορίας για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις που αυτή είχε καταρτίσει με την Ottinger για τα δυο Α340. Εξυπακούεται ότι τα ίδια έγιναν και με την άλλη κυπριακή εταιρεία, την Observatory αλλά ας μη μπούμε σε λεπτομέρειες γιατί θα χαθούμε σε έναν λαβύρινθο δανείων, αποφάσεων, εγγυήσεων κλπ.
Εν πάση περιπτώσει, με τούτο και μ' εκείνο, τα αεροπλάνα ήρθαν και ο στόλος τής Ολυμπιακής ανανεώθηκε. Ώσπου φτάνει το 2009 και η Ολυμπιακή πωλείται στην MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου. Μόνο που ο Βγενόπουλος δεν θέλει να αγοράσει τα τέσσερα Α340 επειδή δεν ενδιαφέρεται να συνεχίσει τις μακρυνές πτήσεις. Έτσι, τα τέσσερα αεροσκάφη, τα οποία έχουν κοστίσει κάπου 800 εκατομμύρια δολλάρια, μένουν αμανάτι στο ελληνικό κράτος, το οποίο αρχίζει να ψάχνει κάποιον να του τα πουλήσει. Και τώρα αρχίζουν καινούργιες ομορφιές, τις οποίες θα δούμε αύριο.
---------------------------------------------
(*) Προσέξτε στην πρώτη σελίδα του ΦΕΚ την ακριβή διεύθυνση της Ottinger: Λεωφόρος Μακαρίου 2-4, 9ος όροφος...
Υποψιάζομαι ότι δεν καταλαβαίνετε πού το πάω. Κατά πάσα πιθανότητα δε, δεν έχετε ιδέα για ποια αεροσκάφη μιλάω. Κατανοητό. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, λοιπόν. Προσδεθείτε και... καλή πτήση να έχουμε!
Τα δυο Airbus Α340 "παρκαρισμένα" στο αεροδρόμιο των Σπάτων. Η στάθμευση και η -απαραίτητη για να μη καταστραφούν- συντήρησή τους κόστιζε 60.000 ευρώ μηνιαίως. |
Η ιστορία μας αρχίζει το 1990, όταν η διοίκηση του τότε εθνικού μας αερομεταφορέα, της καλής μας Ολυμπιακής, κλείνει μια συμφωνία με την Airbus για δυο Α300 με option άλλα δυο αεροσκάφη. Το 1992, λίγο πριν πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι δυο πλευρές συμφωνούν την τροποποίηση της σύμβασης, επειδή η Ολυμπιακή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα Α300 ήσαν ακατάλληλα για τον σκοπό που τα ήθελε, δηλαδή την αντικατάσταση των Boeing 747 στις μακρυνές πτήσεις. Αντί γι' αυτά, η Ολυμπιακή θα προμηθευόταν τέσσερα Α340.
Επειδή η Ολυμπιακή δεν είχε τα κάπου 800 εκατ. δολλάρια που απαιτούνταν για να γίνει η δουλειά, θα έπαιρνε δάνεια διαρκείας 10 και 12 ετών, εξοφλητέα με μηνιαία τοκοχρεωλύσια. Αυτά, όμως, χρειάζονται και εγγυητή, οπότε η σύμβαση ολοκληρώθηκε με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Εκεί, μπήκε στην μέση η Κομμισσιόν, η οποία εν τέλει ενέκρινε την παροχή εγγυοδοσίας εκ μέρους του δημοσίου μέχρι το ποσό των 378 εκατομμυρίων δολλαρίων "για την ανανέωση του στόλου" της εταιρείας. Δηλαδή, η έγκριση της Κομμισσιόν δόθηκε για το 50% του εκτιμώμενου κόστους, πράγμα που σήμαινε ότι η Ολυμπιακή θα έπρεπε να βρει καλύμματα για άλλα 378 εκατομμύρια. Εν πάση περιπτώσει, παρά τα ζόρια, η δουλειά έκλεισε το 1997. Την επόμενη χρονιά, η εταιρεία παρέλαβε τα πρώτα δυο αεροσκάφη και το 1999 τα άλλα δυο.
Κάπου εδώ αρχίζουν τα μπερδέματα. Ενώ η συμφωνία της Ολυμπιακής έγινε κατ' ευθείαν με την Airbus, τα πρώτα δυο αεροσκάφη φτιάχνονται για κάποια Observatory Enterprises Ltd και τα άλλα δυο για κάποια Ottinger Enterprises Ltd, πάντοτε όμως για λογαριασμό τής Ολυμπιακής, στην οποία έχει συμφωνηθεί να νοικιαστούν. Με άλλα λόγια, η δουλειά μπερδεύεται με την υιοθέτηση ενός συστήματος ενδιάμεσης χρηματοδότησης.
Κατά παράξενο τρόπο, η Observatory και η Ottinger έχουν την έδρα τους στην ίδια διεύθυνση: Λεωφόρος Μακαρίου Γ' 2-4 και Ευαγόρου, στο Capital Center της Λευκωσίας, γνωστό και ως Μέγαρο Τριανταφυλλίδη. Ο 5ος και ο 9ος όροφος αυτού του κτηρίου χρησιμοποιούνται από την δικηγορική εταιρεία Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί ΕΠΕ, η οποία ειδικεύεται στην ίδρυση και παρακολούθηση εξωχώριων εταιρειών (offshore). Αν το όνομα αυτής της δικηγορικής εταιρείας δεν σας φαίνεται τελείως άγνωστο, είναι επειδή πριν λίγα χρόνια είχε εμπλακεί στις πολύκροτες υποθέσεις Βατοπεδίου και Τσοχαντζόπουλου. Και στις δυο αυτές υποθέσεις ήταν ανακατεμένη μια οφσόρ ονόματι Torcaso, την οποία είχε ιδρύσει και διαχειριζόταν η δικηγορική φίρμα τού Άντη Τριανταφυλλίδη.
Καθώς οι συμπτώσεις είναι πολλές, συνεχίζω το ψάξιμο στο διαδίκτυο αναζητώντας στοιχεία για τις δυο κυπριακές εταιρείες. Δεν παραξενεύομαι καθόλου διαπιστώνοντας ότι τα παράξενα συνεχίζονται. Σύμφωνα με τα επίσημα κυπριακά αρχεία, η μεν Observatory ιδρύθηκε στις 16/12/1998 και έχει ήδη διαλυθεί η δε Ottinger ιδρύθηκε στις 9/9/1999 και είναι ακόμη σε λειτουργία. Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, μόλις η Ολυμπιακή ήταν έτοιμη να παραλάβει τα πρώτα δυο αεροπλάνα το 1998, φτιάχτηκε από κάποιους (;) μια εταιρεία στο τσακ-μπαμ και της είπε "άσε, τα φτιάχνω εγώ, στα δίνω να κάνεις την δουλειά σου και τα βρίσκουμε". Κι όταν, τον επόμενο χρόνο, ήταν έτοιμη να παραλάβει τα άλλα δυο, φτιάχτηκε με τον ίδιο τρόπο μια άλλη εταιρεία που της είπε το ίδιο πράγμα. Και η Ολυμπιακή δέχτηκε και στις δυο περιπτώσεις. Και μαζί της, δέχτηκε και το ελληνικό κράτος, που είχε εγγυηθεί για τα δάνεια της Ολυμπιακής. Έχουμε, δηλαδή, ένα χοντρό αλισβερίσι μέσω εταιρειών ειδικού σκοπού. Καλά δεν κατάλαβα; Τώρα, να ρωτήσω γιατί ποτέ κανείς δεν μας εξήγησε τους λόγους για τους οποίους μια κρατική εταιρεία και το ίδιο το κράτος επέλεξαν να κάνουν δουλειά μέσω κυπριακών εταιρειών ή θα θεωρηθώ εξαιρετικά αφελής;
Αν αναρωτιέστε πώς γίνεται αυτό το παιχνίδι, πάμε να ανοίξουμε το ΦΕΚ Β' 339/28-3-2001 (*) και θα καταλάβετε πολλά. Αν μου επιτρέπετε, θα κάνω μια προσπάθεια να τα συνοψίσω:
- Κλείνει συμφωνία η Ολυμπιακή με την Airbus για ένα αεροσκάφος.
- Μπαίνει στην μέση η Ottinger να φτιάξει το αεροσκάφος και να το νοικιάσει στην Ολυμπιακή.
- Η Ottinger δεν έχει λεφτά, οπότε παίρνει δυο δάνεια από την Airbus (!), τα οποία θα ξοφλήσει με τα νοίκια που θα εισπράττει από την Ολυμπιακή και τα οποία εγγυάται το ελληνικό κράτος.
- Στο μεταξύ, η Ottinger βάζει στο παιχνίδι των δανείων την Credit Lyonnais και την Royal Bank of Canada (RBC), η οποία χρησιμοποιεί ως ενδιάμεσο την RBC Dominion Securities.
- Για το ελληνικό δημόσιο όλα γίνονται καλά, οπότε οι εγγυήσεις του επεκτείνονται σε όλους αυτούς. Σημειωτέον ότι το ελληνικό δημόσιο γνωρίζει τα χάλια της Ολυμπιακής, άρα ξέρει πως οι εγγυήσεις του θα καταπέσουν αργά ή γρήγορα και θα χρειαστεί να πληρώσει.
Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση να ρωτήσω τον αναγνώστη κάτι απλό: αν έχεις μπροστά σου μια δουλειά οκτακοσίων εκατομμυρίων δολλαρίων, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να επιλέξεις να την κάνεις σε συνεργασία με μια εταιρεία που ιδρύθηκε χτες; Υποθέτω μόνο μία: να γνωρίζεις από την καλή κι από την ανάποδη τα αφεντικά της εταιρείας αλλά και να τα εμπιστεύεσαι. Σωστά; Ωραία. Συνεννοηθήκαμε και κλείνουμε την παρένθεση.
Όλα αυτά είναι απλές διαδικασίες που έχουν την ευλογία ενός ευνομούμενου κράτους, το οποίο κόπτεται υπέρ της διαφάνειας. Όσα είδαμε στο παραπάνω ΦΕΚ δεν είναι παρά ένα δείγμα. Μόνο το 2005, ο τότε υπουργός οικονομίας και οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης επικύρωσε δώδεκα (!) συμβάσεις (ήδη υπογεγραμμένες από τον Μιχάλη Λιάπη και τον Πέτρο Δούκα) μεταξύ δημοσίου και τρίτων περί υπεισέλευσης του κράτους στη θέση της Ολυμπιακής Αεροπορίας για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις που αυτή είχε καταρτίσει με την Ottinger για τα δυο Α340. Εξυπακούεται ότι τα ίδια έγιναν και με την άλλη κυπριακή εταιρεία, την Observatory αλλά ας μη μπούμε σε λεπτομέρειες γιατί θα χαθούμε σε έναν λαβύρινθο δανείων, αποφάσεων, εγγυήσεων κλπ.
Εν πάση περιπτώσει, με τούτο και μ' εκείνο, τα αεροπλάνα ήρθαν και ο στόλος τής Ολυμπιακής ανανεώθηκε. Ώσπου φτάνει το 2009 και η Ολυμπιακή πωλείται στην MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου. Μόνο που ο Βγενόπουλος δεν θέλει να αγοράσει τα τέσσερα Α340 επειδή δεν ενδιαφέρεται να συνεχίσει τις μακρυνές πτήσεις. Έτσι, τα τέσσερα αεροσκάφη, τα οποία έχουν κοστίσει κάπου 800 εκατομμύρια δολλάρια, μένουν αμανάτι στο ελληνικό κράτος, το οποίο αρχίζει να ψάχνει κάποιον να του τα πουλήσει. Και τώρα αρχίζουν καινούργιες ομορφιές, τις οποίες θα δούμε αύριο.
---------------------------------------------
(*) Προσέξτε στην πρώτη σελίδα του ΦΕΚ την ακριβή διεύθυνση της Ottinger: Λεωφόρος Μακαρίου 2-4, 9ος όροφος...