O στρατάρχης Πεταίν με τον Χίτλερ
Του Γιώργου Μαργαρίτη*
Ο Ιούλιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μήνας της σοσιαλδημοκρατίας. Πραγματικά το πολιτικό αυτό κίνημα που επικάθησε ρεφορμιστικά πάνω στο δυναμικό εργατικό κίνημα των βιομηχανικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, πήρε, μήνα Ιούλιο πάντοτε, τις δύο σημαντικές αποφάσεις που σφράγισαν την ιστορική του πορεία και αποκάλυψαν, πέρα από την όποια αμφιβολία, τον πραγματικό χαρακτήρα του.
Η πρώτη περίσταση είναι γνωστή: τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου 1914, όταν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έσερναν την Ευρώπη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοσιαλδημοκρατία της Β’ Εργατικής Διεθνούς, ισχυρή και σε πολλά κράτη κυρίαρχη κοινοβουλευτική πολιτική δύναμη, βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα του να αποδεχθεί ή μη την ψήφιση των «κονδυλίων πολέμου», δηλαδή των ειδικών οικονομικών μέτρων που θα επέτρεπαν την χρηματοδότηση του πολέμου και άρα την πραγματοποίησή του. Ως τότε η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιαζόταν ως ο βασικός υπέρμαχος της ειρήνης και διακήρυσσε επίμονα την πρόθεσή της να αντιταχθεί στην όποια πολεμική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα λόγια της όμως αποδείχθηκαν ψεύτικα και παραπλανητικά. Με μια εντυπωσιακή μεταστροφή θέσεων και λόγων, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ψήφισαν ομόθυμα τα πολεμικά κονδύλια -την χρηματοδότηση του πολέμου με έκτακτα μέτρα- και στις δύο πλευρές των αντίπαλων συνασπισμών.
Πολύ λίγοι ήσαν εκείνοι που αντιτάχθηκαν στην μεταστροφή αυτή και στην απόλυτη υποταγή του σοσιαλιστικού κινήματος στις πολεμόχαρες επιταγές του μονοπωλιακού, ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Ελάχιστοι αντιτάχθηκαν από αξιοπρέπεια, ο Ζαν Ζωρρές ανάμεσά τους. Άλλοι, λίγοι και αυτοί, αντιτάχθηκαν από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων καθώς διέγνωσαν ότι στις νέες συνθήκες οι εργάτες της Ευρώπης εκτός από το προϊόν του μόχθου τους θα έπρεπε πλέον να καταθέτουν στα πόδια των καπιταλιστών και το αίμα τους, και τη ζωή τους. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι ήταν ανάμεσα στους δεύτερους και από αυτούς θα ξεκινούσε λίγο αργότερα η πολιτική αναγέννηση του εργατικού κινήματος: ο Κομμουνισμός.
Η δεύτερη όμως εντυπωσιακή μεταστροφή των σοσιαλδημοκρατών είναι λιγώτερο γνωστή και, στις ημέρες μας, σχεδόν ξεχασμένη. Και αυτή, όπως και η πρώτη, έγινε μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο ενός παγκοσμίου πολέμου. Πραγματικά, στις συνθήκες ενός πολέμου οι ισχυροί του πλούτου και του αστικού πολιτικού συστήματος έχουν ανάγκη από όλες τις εφεδρείες τους -προφανώς και τις σοσιαλδημοκρατικές.
Στην Γαλλία, οι εκλογές του Απριλίου – Μαΐου 1936 είχαν δώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε δύο πολιτικούς σχηματισμούς που αυτοορίζονταν ως «αντι-δεξιοί»: στους Ριζοσπάστες (Radicaux), που περιλάμβαναν ένα πλατύ φάσμα αστών δημοκρατών, φιλελεύθερων, μεταρρυθμιστών, και στους Σοσιαλιστές του SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς -της Δεύτερης δηλαδή Διεθνούς της Σοσιαλδημοκρατίας). Τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και πιο ειδικά η απόπειρα πραξικοπήματος στο Παρίσι από την άκρα δεξιά στις 6 Φεβρουαρίου 1934, είχαν οδηγήσει σε προσέγγιση και -εν μέρει- σε συνεργασία τα «αντι-δεξιά» κόμματα: Ριζοσπάστες, Σοσιαλιστές αλλά και Κομμουνιστές. Πραγματικά, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με Γραμματέα τον Μωρίς Τορέζ, υιοθέτησε ανάμεσα στα 1934 και στα 1936 την πολιτική του ευρέως «Μετώπου», της κεντρικής δηλαδή πολιτικής συμμαχίας με κόμματα που -υπολογιζόταν- θα αντιτάσσονταν στην άνοδο της άκρας δεξιάς. Η πρακτική αυτή του ΚΚΓ ήταν μάλιστα το πρόπλασμα που οδήγησε όλη την Κομμουνιστική Διεθνή στην πολιτική των Ενιαίων, Λαϊκών και τελικά Εθνικών Μετώπων στα επόμενα χρόνια.
Η πολιτική αυτή συμφωνία κατέληξε στην δημιουργία, τον Μάιο του 1936,της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στην Γαλλία, κυβέρνηση όπου κυριαρχούσαν οι Ριζοσπάστες και οι Σοσιαλιστές, και στην οποία το ΚΚΓ -χωρίς να συμμετέχει- παρείχε την στήριξή του. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Σοσιαλιστής Λεόν Μπλούμ.
Η ανέφελη συνεργασία κράτησε λίγο. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που δημιούργησαν οι εργατικές κινητοποιήσεις του Μαΐου 1936, δεν στρατεύθηκε στην υπόθεση της προάσπισης της Δημοκρατίας απέναντι στο φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ισπανία τον Ιούλιο του 1936. Οι κυβερνήσεις του παρέμειναν προσηλωμένες στην βρετανική συμμαχία και αγνόησαν τις εκκλήσεις της Σοβιετικής Ένωσης για αποφασιστική συστράτευση ενάντια στον ναζισμό. Τελικά ακόμα και οι σπουδαίες κατακτήσεις της εργατικής τάξης του καλοκαιριού του 1936 -οι 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και η «άδεια μετ’ αποδοχών»- επρόκειτο να ακυρωθούν σε λίγους μήνες από τους ίδιους πολιτικούς συσχετισμούς. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είδε τις δυνάμεις του να ενισχύονται μέσα στον αρχικό ενθουσιασμό και τις προσδοκίες που καλλιέργησε η ενωτική δράση (στις εκλογές του 1936 διπλασίαζε τις ψήφους του σε σχέση με το 1932 -στα 1936 έφθασε το 1.500.000 ψήφους έναντι 2.000.000 των Σοσιαλιστών και 1.400.000 των Ριζοσπαστών), γνώρισε στη συνέχεια κλυδωνισμούς στη βάση των ταλαντεύσεων μιας πολιτικής την οποία δεν μπορούσε να ελέγξει. Τελικά, μέσα σε γενική απογοήτευση και σε διωγμούς, είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται ακριβώς την ώρα που πύκνωναν τα σύννεφα του φασισμού και του πολέμου. Σε αυτή την κρίσιμη φάση -από το 1937 ως το 1940- η εξουσία πέρασε στον Νταλαντιέ -ηγέτη των Ριζοσπαστών- που, στο όνομα των έκτακτων συνθηκών που προκαλούσε η κρίση και η προοπτική του πολέμου, πήρε σκληρά αντεργατικά μέτρα επιτρέποντας και καλλιεργώντας ταυτόχρονα τον αντικομμουνισμό και κάθε είδους αντιδραστική ιδεολογία (π.χ. ένα ξέφρενο αντισημιτισμό με πρώτο στόχο τον Λεόν Μπλουμ). Στελέχη και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, συνδικαλιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι βρέθηκαν σε διωγμό, πάρα πολλοί έχασαν τις δουλειές τους και φυλακίστηκαν. Οι πρόσφυγες του ισπανικού εμφυλίου κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με προοπτική να παραδοθούν στους Γερμανούς. Τέλος, λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του (εξήντα βουλευτές και ένας γερουσιαστής) καθαιρέθηκαν, και πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν ή εκτοπίστηκαν… Στις 9 Απριλίου 1940 με εισήγηση του Σοσιαλιστή (!) Σερόλ, υπουργού δικαιοσύνης, η κομμουνιστική δραστηριότητα χαρακτηρίστηκε «προδοτική πράξη η οποία δύναται να επισύρει την ποινή του θανάτου…»!
Ο δρόμος για τα χειρότερα είχε ανοίξει. Το γαλλικό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, επιλέγοντας τις διώξεις των κομμουνιστών ως πρώτο και βασικό μέτρο αντιμετώπισης του… ναζισμού στον επερχόμενο πόλεμο, έδειξαν ξεκάθαρα τις επιλογές και τις προθέσεις τους. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1940, ο γαλλικός στρατός -ο ισχυρότερος της Ευρώπης όπως διαφημιζόταν- κατέρρευσε χωρίς να πολεμήσει. Και την επαύριο της ανακωχής, το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας άρχισε να φλερτάρει ανοικτά με την ιδέα της προσχώρησης της Γαλλίας στην ναζιστική πολιτική πρόταση της Νέας Ευρώπης. Ένα μέρος των πνευματικών ελίτ της χώρας είχε ήδη σπεύσει να χαιρετίσει την «νέα ελευθερία» της Γαλλίας: «η σωτήρια ήττα», έτσι ονόμασε την συμφορά του Ιουνίου ο Σαρλ Μωρράς!
Με την δραστήρια παρέμβαση των ακροδεξιών παραγόντων, και ειδικά του Πιερ Λαβάλ, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε τελικά στη μεγάλη αίθουσα του Καζίνο του Βισύ, όπου είχε καταφύγει διωγμένη από το Παρίσι και το Μπορντώ. Εκεί, στο όνομα της διατήρησης του Κράτους, της (κοινωνικής) Τάξης και των αξιών της «Εργασίας, της Οικογένειας και της Πατρίδας» (Travail, Famille, Patrie), τέθηκε σε ψηφοφορία ο Συνταγματικός Νόμος (Loi Constitutionelle) που παραχωρούσε «απόλυτες εξουσίες» (Pleins Pouvoirs) στον γηραιό ακροδεξιό στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν. Στους 649 βουλευτές και γερουσιαστές παρόντες οι 569 υπερψήφισαν την πρόταση. Η Γ’ Γαλλική Δημοκρατία καταργήθηκε και στη θέση της εγκαθιδρύθηκε η «Γαλλική Πολιτεία» -το κράτος του Βισύ. Το κράτος αυτό αποτέλεσε το πρόπλασμα για τα πολιτικά συστήματα της ναζιστικής Νέας Ευρώπης. Ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, και στην Ελλάδα το πολιτικό καθεστώς της συνεργασίας με τους ναζί -η κυβέρνηση Τσολάκογλου- ονομάστηκε «Ελληνική Πολιτεία» και λειτούργησε με βάση το γαλλικό πρότυπο.
Για να επιστρέψουμε στην αφετηρία ας δούμε τη στάση των πολιτικών δυνάμεων στην κρίσιμη αυτή απόφαση. Μετά την αποβολή των Κομμουνιστών αντιπροσώπων, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση αποτελείτο από 846 αντιπροσώπους (βουλευτές και γερουσιαστές). Από αυτούς ήσαν παρόντες στο Καζίνο του Βισύ οι 649. Από αυτούς οι 569 ψήφισαν υπέρ των «απόλυτων εξουσιών», οι 80 εναντίον. Από τους 126 παρόντες Σοσιαλιστές -της SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς)- οι 36 καταψήφισαν την πρόταση, οι 90 όμως την υπερψήφισαν. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι έτεροι «σύμμαχοι» του Λαϊκού Μετώπου, Ριζοσπάστες της αριστεράς ή της δεξιάς, υπερψήφισαν επίσης την πρόταση. Ανάμεσα στους 80 που αντιτάχθηκαν στη δικτατορία του Πεταίν και τη συνακόλουθη στροφή προς τον ναζισμό και τον Άξονα, υπήρξαν αντίθετα και μερικοί δεξιοί ή συντηρητικοί, που για δικούς τους λόγους καταψήφισαν την πρόταση. Στην άλλη πλευρά, οι λίγοι πρώην βουλευτές του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που είχαν, τον Σεπτέμβριο του 1939, καταγγείλει το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης και τον «σταλινισμό», και ως εκ τούτου είχαν διαγραφεί από το ΚΚΓ, υπερψήφισαν ομόθυμα τις «απόλυτες εξουσίες» στον στρατάρχη Πεταίν. Ο δρόμος από τον αντι-σοβιετισμό και τον «αντι-σταλινισμό» ως την Νέα Ευρώπη του Χίτλερ και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού αποδείχθηκε εντυπωσιακά βατός και σύντομος…
Αυτό ήταν το θλιβερό τέλος των ενωτικών προσδοκιών του 1936. Αυτή ήταν η αξιοπιστία των «δημοκρατικών» δυνάμεων, με τη συνεργασία των οποίων θα αναχαιτιζόταν ο ναζισμός. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, γοητεύτηκε στο σύνολό του σχεδόν από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ναζισμού. Τόσο το αποφασιστικό ξερρίζωμα του Κομμουνισμού, η υποταγή του εργατικού κινήματος, όσο και η αποκατάσταση της παγκόσμιας κυρίαρχης θέσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και η δημιουργία μιας Νέας Ευρώπης, βρήκαν απήχηση σε όλες της πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου. Και μπροστά στο κοινό συμφέρον οι μεγάλες κουβέντες της σοσιαλδημοκρατίας περί αριστεράς, δημοκρατίας και προόδου, αποδείχθηκαν απλά πομφόλυγες.
* O Γιώργος Μαργαρίτης είναι ιστορικός, καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.