30 Ιαν 2012

1916: Το κίνημα της «Εθνικής Αμυνας»


1916: Το κίνημα της «Εθνικής Αμυνας»
Ο Βενιζέλος και οι συνεργάτες τους στην Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβρη του 1916.
Στις 17 Αυγούστου 1916εκδηλώνεται στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της«Εθνικής Αμυνας», με ιθύνοντα νου τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αποτέλεσμα του κινήματος που στρεφόταν κατά των επιλογών της μοναρχίας ήταν η διαίρεση της χώρας για ένα διάστημα στο «κράτος των Αθηνών» και το «κράτος της Θεσσαλονίκης». Το κίνημα της Εθνικής Αμυνας ήταν το αποτέλεσμα της λυσσώδους μάχης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής που η καθεμιά προσπαθούσε να τραβήξει την Ελλάδα στο πλευρό της στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί έχουν το βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος υποστηρίζει την «ουδετερότητα» της Ελλάδας», αφήνει ουσιαστικά το οχυρό Ρούπελ στα χέρια των Γερμανοβουλγάρων, εγκαταλείπει αβοήθητη τη σύμμαχο Σερβία, παραδίδει ολόκληρο Σώμα ελληνικού στρατού στους Γερμανούς. Απ' την άλλη οι Αγγλογάλλοι έχουν τον Βενιζέλο που υποστηρίζει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ.
Αυτή την ωμή αγγλογαλλική επέμβαση στην Ελλάδα καταδίκασε απερίφραστα ο Λένιν. «Πεθαίνουν με την πείνα, έγραφε ο ηγέτης των μπολσεβίκων, ολόκληρη χώρα, ολόκληρο λαό, για να τον αναγκάσουν ν' αλλάξει πολιτική».

ΣΕΡΙΦΟΣ Ενα εργατικό Κιλελέρ η απεργία των μεταλλωρύχων στα 1916



ΣΕΡΙΦΟΣ
Ενα εργατικό Κιλελέρ η απεργία των μεταλλωρύχων στα 1916
Ο πρώτος νεκρός της απεργίας της Σερίφου, ο νεόνυμφος Θεμιστοκλής Κουζούπης
Η Σέριφος είναι το τρίτο από τον Πειραιά νησί των Δυτικών Κυκλάδων, μετά την Κέα και την Κύθνο. Στη δυτική πλευρά του νησιού έχει διαδραματιστεί, στις αρχές του περασμένου αιώνα, ένα από τα πιο πρώιμα και πιο δραματικά επεισόδια στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος: Η αιματηρή απεργία των μεταλλωρύχων του 1916, μια απεργία που εξελίχθηκε σε ανοιχτή ταξική σύγκρουση, με τέσσερις νεκρούς από την πλευρά των απεργών, αλλά και δύο νεκρούς χωροφύλακες.
Η μεταλλευτική δραστηριότητα στη Σέριφο είναι πανάρχαιη, συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας. Φαίνεται ότι τα μεταλλεία λειτουργούσαν διαρκώς, με τη χρησιμοποίηση εκτεταμένης δουλικής εργασίας, όπως και κατά τη διάρκεια της - ιδιότυπης, στα νησιά των Κυκλάδων - Βενετοκρατίας (1208 - 1537).
Ουσιαστικά, η ιστορία των μεταλλείων της Σερίφου ξεκινά κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Από τη συγκρότηση ακόμη του ελληνικού κράτους, πολλοί κεφαλαιούχοι ενδιαφέρθηκαν να αποκτήσουν άδεια εξόρυξης μεταλλευμάτων, σε πολλές περιοχές του νεοσύστατου κράτους. Η πρώτη άδεια εκμετάλλευσης των μεταλλείων της Σερίφου δόθηκε το 1869, με βασιλικό διάταγμα του Οθωνα στην «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία», για την εξόρυξη και εκμετάλλευση μαγνητικού και ανθρακικού σιδήρου. Η εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει ετησίως 3 λεπτά φόρο ανά τόνο, για κάθε ένα από τα παραχωρημένα στρέμματα, φόρο καθαρού εισοδήματος που προσδιοριζόταν κάθε χρόνο από το φορολογικό νόμο και μέρισμα 5 τοις χιλίοις στους ιδιοκτήτες των μεταλλοφόρων κτημάτων. Μετά από αλλεπάλληλες εκδόσεις αδειών σε ιδιώτες, για την εξόρυξη ποικίλων μεταλλευμάτων και την κακή διαχείριση από την πλευρά των εργολάβων, που οδήγησε την εταιρία στα πρόθυρα της πτώχευσης, το 1880, τα μεταλλεία περιήλθαν στη γαλλική μεταλλευτική εταιρία του Λαυρίου. Η νέα εταιρία ονομάστηκε «Σέριφος - Σπηλιαζέζα», δραστηριοποιήθηκε για τρία χρόνια και το 1883 διέκοψε, με σοβαρές ζημιές, τη λειτουργία της.
Κωνσταντίνος Σπέρας
Νέα, σημαντική περίοδος για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Σερίφου (κυρίως του σιδηρομεταλλεύματος) ξεκινά το 1885, με την εμφάνιση στο νησί ενός ικανότατου τυχοδιώκτη, του γερμανού μεταλλειολόγου Αιμίλιου Γρόμαν, ο οποίος συνεβλήθη με την εταιρία «Σέριφος - Σπηλιαζέζα» και ανέλαβε εργολαβικά την εξόρυξη.
Ο αδίστακτος Γερμανός αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πραγματοποίησης συσσώρευσης, χωρίς ο ίδιος να καταβάλει το παραμικρό αρχικό κεφάλαιο. Ο Γρόμαν πειθανάγκαζε τους ιδιοκτήτες των - μικρών έως νανωδών - κλήρων, να του εκχωρούν τα χωράφια τους, χωρίς να τους αποδίδει το νόμιμο μέρισμα και εξαναγκάζοντάς τους να δουλεύουν στην εξόρυξη με γλίσχρο μεροκάματο. Σε μια επίδειξη «φιλάνθρωπου» πνεύματος απέναντι στους άθλια πληρωμένους εργάτες του, ίδρυσε δημοτικό σχολείο στο Μέγα Λειβάδι (όπου και η έδρα της επιχείρησης) και ένα υποτυπώδες νοσοκομείο στο κοντινό Μέγα Χωριό. Το προσωπικό, βέβαια, των ιδρυμάτων αυτών, πληρωνόταν από τους ίδιους τους εργάτες.
Επί των ημερών του πρεσβύτερου Γρόμαν, ο οποίος πέθανε το 1906, εξορύχθηκαν 2.800.000 τόνοι σιδηρομεταλλεύματος. Στη Σέριφο, προσέφευγαν, για να δουλέψουν στα μεταλλεία, νησιώτες από τα γύρω νησιά, αλλά και από την απέναντι πελοποννησιακή ακτή. Τα επώνυμα «Πελοποννήσιος» και «Μονεμβάσιος», που επιχωριάζουν στη Σέριφο, μαρτυρούν τη μακρινή καταγωγή αυτών που τα φέρουν.
Νησί προλεταρίων
Η άγονη Σέριφος δεν υπήρξε ποτέ νησί αλιέων, εμπόρων και καπεταναίων, όπως ήταν για παράδειγμα η γειτονική Σίφνος. Το 19ο αιώνα, μετατράπηκε σε κάτι πολύ σπάνιο για τον ελλαδικό χώρο: Σε νησί προλετάριων. Παρατηρείται μία σημαντική, για τα πληθυσμιακά δεδομένα του νησιού, συγκέντρωση της εργατικής τάξης. Ο πληθυσμός, από 2.134 κατοίκους το 1880, ανεβαίνει στους 4.000 το 1912. Η συγκέντρωση αυτή αποτυπώνεται και στην οικιστική φυσιογνωμία του νησιού: Τα κυβόσχημα, λευκά σπίτια της Χώρας, τυπικά κυκλαδίτικα με την πρώτη ματιά, κρύβουν μια ιδιαιτερότητα: Για να περάσεις στο δεύτερο δωμάτιο του ίδιου σπιτιού (συνήθως αυτά αποτελούνται από ένα υπνοδωμάτιο και μια κουζίνα, όπου συγκεντρώνεται η οικογένεια), πρέπει να βγεις στο δρόμο και να μπεις από άλλη πόρτα. Οι εργάτες, που έρχονταν από άλλες περιοχές, έχτιζαν πρώτα ένα δωμάτιο για να μείνουν, και, αργότερα, όταν έφερναν όλη τους την οικογένεια, έχτιζαν και το δεύτερο, όπως και όπου μπορούσαν.
Εργάτες μεταλλωρύχοι στο χώρο δουλιάς τους, στις αρχές του περασμένου αιώνα
Υπήρχαν (μερικά ερείπια έχουν σωθεί μέχρι σήμερα) κοντά στις περιοχές όπου γινόταν η εξόρυξη, σπίτια - τρώγλες που κατασκεύαζε η εταιρία για τους εργάτες. Παρά τη «φιλάνθρωπη» διαχείριση του πρεσβύτερου Γρόμαν, οι συνθήκες ζωής και εργασίας ήταν θλιβερές. Γλίσχρα μεροκάματα, άθλιες συνθήκες υγιεινής, 20ωρη (!) πολλές φορές δουλιά, μέσα στις στοές, από τις οποίες είχαν αφαιρεθεί τα υποστυλώματα! Σε μια στοά μήκους 3 χλμ. που ενώνει τους δύο βασικούς τόπους εξόρυξης, το Μέγα Λειβάδι και τον Κουταλά, φημολογείται (αλλά δυστυχώς, τα στοιχεία είναι ατεκμηρίωτα, λόγω της ελλιπούς έρευνας) ότι έχουν βρει το θάνατο πάνω από 3.000 εργάτες!
Δυστυχώς, πάρα πολλές είναι οι αδιερεύνητες πλευρές των δραστηριοτήτων της εταιρίας. Μία από αυτές αφορά και το για πού προοριζόταν το μετάλλευμα. Θρυλείται ότι, μεγάλο τουλάχιστον μέρος του, εξαγόταν προς τη Γερμανία και ότι προοριζόταν για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Η αλήθεια είναι ότι στα υπόγεια της ερειπωμένης πια έδρας της διοίκησης των μεταλλείων, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από γερμανικά εγχειρίδια πολέμου. «Από τα σπλάχνα του νησιού μας, βγήκε το γερμανικό μέταλλο δύο παγκοσμίων πολέμων», λένε οι γέροι Σερφιώτες: πολλοί από αυτούς, έχουν προλάβει να δουλέψουν στα μεταλλεία και πάσχουν από ασθένειες των πνευμόνων - κληρονομιά της δουλιάς τους στα έγκατα της γης.
Οι ήδη άθλιες συνθήκες ζωής των μεταλλωρύχων της Σερίφου, επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο με την ανάληψη της εργολαβίας των μεταλλείων από το νεότερο Γρόμαν, τον Γεώργιο, που διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1906. Οι Γρόμαν είχαν, επίσης, κατορθώσει να ελέγχουν πολιτικά το νησί, έχοντας δημιουργήσει στο πλάι τους μια ομάδα πιστών τους υπαλλήλων, που λειτουργούσαν ως επιστάτες και μαγκουροφόροι πραιτοριανοί. Αλλά και λόγιοι, «εγγράμματοι», τουλάχιστον υπάλληλοί τους, φαίνεται ότι έκαναν κάθε προσπάθεια να διαμορφώσουν την εικόνα ενός «εργοδότη - πατερούλη», που νοιάζεται και φροντίζει τους «εργάτες - παιδιά του». Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ο Εμμανουήλ Γ. Ανδρόνικος, διευθυντής της «Γρωμαννείου Σχολής» (του σχολείου που λειτουργούσε στο Μέγα Λειβάδι), για να εξυμνήσει τους «μεγάλους ευεργέτες»: «Ολοι» - σ.σ. εννοεί τους εργάτες - «ζουν με ζηλευτή αρμονία και άνεση, διότι βρίσκονται κάτω από την προστασία και βρίσκουν θαλπωρή και καταφύγιο, στο παρελθόν μεν από τον αείμνηστο πατέρα (Αιμίλιο Γρώμμαν), σήμερα δε από τον πολυαγαπημένο του γιο (το Γεώργιο), όπως ακριβώς ένα μεγάλο και ψηλό δέντρο που φυτρώνει στη μέση της ερήμου».
Το παραπάνω κείμενο είναι γραμμένο στα 1906. Δέκα χρόνια μετά, να πώς περιγράφει, σε μάλλον ήπιο και υπηρεσιακό ύφος, πλευρές των συνθηκών ζωής των μεταλλωρύχων, το υπόμνημα του νεοσυσταθέντος σωματείου τους, προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας:
«(...) εις το βασίλειον Σερίφου, αι ώραι εργασίας είναι κανονισμέναι από της Ανατολής μέχρι της δύσεως ηλίου, με διακοπή μιας ώρας κατά τους χειμερινούς μήνας, και 2 έως 2 1/2 κατά τους θερινούς, ήτοι 9 - 12». Και παρακάτω:
«Ασφάλεια καμία δεν υπάρχει μεταξύ των εργατών μεταλλωρύχων διότι η εταιρεία με τον σκοπόν να καρπωθεί κέρδη εύκολα από δύο μηνών διέταξε κι κρημνίζονται οι στύλοι μεταλλεύματος οίτινες μένουν προς στήριξη των στοών κατά τους κανόνες της μηχανικής. (...) Υποχρεούμεθα να καταβάλλωμεν 2% επί των ημερομισθίων μας διά το ταμείον αλληλοβοήθειάς μας, αλλά κανείς εργάτης δεν ηξεύρει τι ποσόν συνάζεται πού κατατίθεται και ποίος το διαχειρίζεται. Μόνον ιατρική περίθαλψις και τα στοιχειώδη φάρμακα τους παρέχονται και όχι πάντοτε».
Η ίδρυση του σωματείου
Το 1916, είναι μία χρονιά «στο μάτι του κυκλώνα», τόσο για τα εν γένει πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, όσο και για την ανέλιξη του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος. Είναι η χρονιά της κορύφωσης της σύγκρουσης ανάμεσα στις μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης για το αν θα βγει η Ελλάδα ή όχι στον πόλεμο. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων επιδιώκει την έξοδο της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, ενώ οι βασιλικοί προκρίνουν την ευμενή, προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, ουδετερότητα. Πιέσεις ασκούνται και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές, ενώ στην ουσία υπάρχουν δύο κυβερνήσεις: Η βασιλική της Αθήνας και η φιλοβενιζελική της «Εθνικής Αμυνας» στη Θεσσαλονίκη.
Η στάση απέναντι στον πόλεμο αποτελεί κομβικό ζήτημα και για το αδύναμο και κατακερματισμένο ακόμη σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, που, ωστόσο, μπαίνει σιγά - σιγά, στο δρόμο της ενοποίησής του και της αποσαφήνισης της φυσιογνωμίας του. Βέβαια, η ιδεολογική διαπάλη που αναπτύσσεται ανάμεσα στους διάφορους σοσιαλιστικούς ομίλους και τις οργανώσεις δεν μπορεί, αντικειμενικά, να έχει την αντανάκλασή της στο μικρό νησί των Κυκλάδων. Εκείνο όμως που αποτυπώνεται, τη χρονιά αυτή, στη συνείδηση και στις δραστηριότητες των κατοίκων του είναι η ένταση της ταξικής αγανάκτησης. Αυθόρμητη στην αρχή, ωριμάζει και αποκρυσταλλώνεται στη δημιουργία σωματείου «εργατών μεταλλευτών», στις 24 Ιουλίου. Η τρίτη παράγραφος του 2ου άρθρου, ορίζει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό του σωματείου, τα ακόλουθα:
«Η αλληλεγγύη με τους οργανωμένους εργάτας όλης της Ελλάδος και όλου του κόσμου, διά την άμυνα υπέρ των εργατικών δικαίων και την καταπολέμηση της εκμεταλλεύσεως από το κεφάλαιον, με τελικόν σκοπόν να δημοσιοποιηθούν τα μέσα παραγωγής να γίνουν τα εκ της εργασίας αγαθά αποκλειστική απόλαυσις των παραγωγών των και να παύσει η εκμετάλλευσις του ανθρώπου από τον όμοιόν του».
Στη συγκρότηση του σωματείου των μεταλλωρύχων συντέλεσε ουσιαστικά ο Κωνσταντίνος Σπέρας, ικανός συνδικαλιστής και μέλος της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Πειραιά (Σερφιώτης στην καταγωγή). Ωστόσο, ο ρόλος του δεν είναι καθαρός: γενικά, χαρακτηρίζεται ως «αναρχοσυνδικαλιστής». Ηταν κάθετα αντίθετος με τη δημιουργία πολιτικού κόμματος που θα έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο για το προλεταριάτο και, παρ' όλο που συμμετείχε στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, το 1918, στην ουσία διαφώνησε με τη συγκρότησή του και διαγράφτηκε στο 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, το 1920. Η στάση του, στην απεργία που ακολούθησε, ήταν αρκετά συμβιβαστική, αλλά και - για λόγους που θα δούμε αμέσως παρακάτω - ύποπτη για εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων από εκείνους της εργατικής τάξης.
Η πρώτη οργανωμένη δράση οδηγεί στην απεργία
Το σωματείο των μεταλλωρύχων της Σερίφου συγκροτήθηκε, πάντως, με άμεσο στόχο και αίτημα τον περιορισμό των αυθαιρεσιών του Γρόμαν, την καθιέρωση του 8ωρου, την αύξηση των ημερομισθίων και τη λήψη μέτρων προστασίας. Στις 7 Αυγούστου του 1916, και μετά από σειρά υπομνημάτων προς τα αρμόδια υπουργεία, ξεσπά η απεργία. Οι μεταλλωρύχοι αρνούνται να φορτώσουν το ανδριώτικο πλοίο «Μανούσι», που ήρθε να παραλάβει σιδηρομετάλλευμα, για τη Γερμανία, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, για τη Γλασκώβη, όπως λένε οι εκπρόσωποι της εταιρίας. Στις 21 Αυγούστου, φτάνουν στη Σέριφο 10 (κατ' άλλους 12) χωροφύλακες, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου, άνθρωπο εντελώς χαρακτηριστικό του επαγγέλματός του, με την εντολή να καταπνίξουν την απεργία. Ο Χρυσάνθου βιαιοπραγεί εναντίον των πάντων, σε όλη την πορεία του αποσπάσματος από το λιμάνι του νησιού στο Μέγα Λειβάδι, ενώ φυλακίζει την ηγεσία του σωματείου - ανάμεσά τους και τον Σπέρα. Ο χώρος της απεργίας και της συγκέντρωσης των εργατών είναι η κλειστή παραλία του Μεγάλου Λειβαδιού: δεξιά, καθώς κοιτάζουμε τη θάλασσα, βρίσκονται οι εγκαταστάσεις εξόρυξης και η γέφυρα φόρτωσης, όπου είναι συγκεντρωμένοι οι εργάτες. Αριστερά, βρίσκεται το κτίριο της διοίκησης των μεταλλείων. Το απόσπασμα της χωροφυλακής δίνει προθεσμία 5 λεπτών στους συγκεντρωμένους για να φορτώσουν το πλοίο. Οταν η προθεσμία εκπνέει, πυροβολεί τους απεργούς εν ψυχρώ. Ενας εργάτης, ο Θεμιστοκλής Κουζούπης, πέφτει αμέσως νεκρός, και ακολουθούν άλλοι τρεις. Οι απεργοί δε μένουν με σταυρωμένα τα χέρια: Ακολουθεί γενικευμένη σύρραξη, στην οποία συμμετέχουν ενεργά γυναίκες και παιδιά. Τραυματίζονται 10 χωροφύλακες, ενώ λιθοβολούνται μέχρι θανάτου ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου και ο αστυνόμος Σερίφου Τριανταφύλλου, ο οποίος γκρεμίζεται από τη γέφυρα φόρτωσης στη θάλασσα. Κατά την τοπική μάλιστα παράδοση, είναι γυναίκα εκείνη που συνθλίβει με την πέτρα το κεφάλι του υπομοίραρχου!
Η σύρραξη έδειχνε τάσεις περαιτέρω γενίκευσης σε όλο τον πληθυσμό του νησιού. Ο Σπέρας - που είχε εν τω μεταξύ απελευθερωθεί - κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να συγκρατήσει το πλήθος. Η αντιφατική του στάση απέναντι στα γεγονότα, φαίνεται αρκετά καθαρά από τα όσα ο ίδιος περιγράφει στο μικρό βιβλίο που έγραψε, στις φυλακές Τζιβάρα της Σύρου.
«Φθάσαντες εις το κέντρον της κωμοπόλεως, συνεκεντρώθημεν εις την πλατείαν, εκεί δε αφού ωμίλησα διά μακρόν εξιστορήσας εις τον λαόν τα της συμπλοκής, απεφασίσθη να ζητήσωμεν ξένη προστασίαν μην έχοντες πλέον ουδεμίαν εμπιστοσύνη εις την Κυβέρνησιν των Αθηνών.
Πάραυτα, μετά την απόφασιν του λαού, διέταξα τους οπλισμένους εκ των απεργών να καταλάβουν το τηλεγραφείον, την Αστυνομίαν, το ειρηνοδικείον κτλ.. δημόσια ιδρύματα».
Και παρακάτω:
«Τακτοποιήσαντες προχείρως τα πράγματα, συνετάξαμεν έγγραφον προς τον αρχηγόν της εν Μήλω ναυλοχούσης συμμαχικής μοίρας εκθέτοντες τα της συμπλοκής και τακτοποιούντες την απόφασιν των κατοίκων όπως τεθούν υπό την προστασίαν της Γαλλικής Δημοκρατίας...».
Ηταν τα πρώτα σκιρτήματα ταξικής συνειδητοποίησης
Δεν έχουμε στα χέρια μας επαρκή στοιχεία για να τεκμηριώσουμε μία συγκροτημένη άποψη. Ωστόσο, μπορούμε να διατυπώσουμε μια υπόθεση εργασίας. Η εξέγερση των εργατών της Σερίφου το 1916, ήταν αναμφίβολα μια μεγαλειώδης εκδήλωση ταξικού φρονήματος, που εξελίχθηκε σε ανοιχτή ταξική σύγκρουση (και που έληξε με μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών). Αναντίρρητα, έδωσε στην ελληνική εργατική τάξη τους πρώτους νεκρούς ήρωές της, μέσα στον εικοστό αιώνα. Η πολιτική καθοδήγηση όμως της απεργίας αυτής ήταν όχι μόνο λειψή αλλά, κατά τη γνώμη μας, και ύποπτη. Με την επίκληση της προστασίας των δυνάμεων της Αντάντ, ο Σπέρας, που καθοδήγησε την εξέγερση, προσπάθησε, πρακτικά, να θέσει το εργατικό κίνημα του νησιού, στο πλευρό, αν όχι στην υπηρεσία, του ενός από τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς που έσερναν τους λαούς στο σφαγείο του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, της μιας από τις δύο αντιμαχόμενες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης. Σε τίποτα βέβαια, οι προσπάθειες αυτές δε μειώνουν τον ηρωισμό και τη θυσία των μεταλλωρύχων που με τον ηρωισμό της απελπισίας τους και της ταξικής τους οργής δημιούργησαν αυτό το εργατικό Κιλελέρ, στην καρδιά του Αιγαίου.
Τα μεταλλεία της Σερίφου λειτούργησαν μέχρι το 1964. Νέοι νεκροί, από εργατικά ατυχήματα, προστέθηκαν στη μακρά σειρά των θυμάτων που οι μνήμες τους εξακολουθούν να στοιχειώνουν τις στοές. Οταν οι κληρονόμοι του Γρόμαν βρήκαν πλουσιότερες φλέβες μεταλλεύματος στη Νότια Αφρική, τα εγκατέλειψαν. Εάν επισκεφτεί κανείς σήμερα το Μέγα Λειβάδι και τον Κουταλά θα δει ένα υποβλητικό τοπίο: Βαγονέτα και ράγες παρατημένα σαν να λειτουργούσαν μέχρι χτες, μισογκρεμισμένες γέφυρες φόρτωσης, είσοδοι στοών σαν γοτθικές αψίδες. Στο Μέγα Λειβάδι το έδαφος είναι κόκκινο από το σιδηρομετάλλευμα και τον ήλιο που τα απογεύματα του καλοκαιριού μένει για πολλή ώρα στο δυτικό ορίζοντα και η θάλασσα έχει το βαθύ πράσινο του οινοπνεύματος. Στη γωνία, το νεοκλασικό κτίριο της (φασματικής) πλέον εταιρίας, με τους σκονισμένους φοίνικες, δυστυχώς τελεί υπό κατάρρευση. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες (η οικογένεια Αγγελόπουλου) το «χάρισε» πρόσφατα στο Δήμο της Σερίφου, ωσάν να μην είναι χτισμένο και τούτο, όπως και όλα τα άλλα βιομηχανικά ερείπια με το αίμα, τον ιδρώτα, τη σάρκα, αυτού του κομματιού της ελληνικής εργατικής τάξης που είναι οι μεταλλωρύχοι του νησιού. Και δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς τη στιγμή που, σε μιαν άλλη κοινωνία, τα ερείπια αυτά θα συντηρηθούν και θα αποδοθούν σε ένα ευτυχισμένο, νικηφόρο προλεταριάτο, ως εργαλεία μνήμης και διαπαιδαγώγησης. Μέχρι τότε, ο επισκέπτης του νησιού, ας μην παραλείψει να επισκεφτεί αυτόν τον τόπο της θυσίας και, με το μπρούσκο, αρωματισμένο με θρούμπι και θυμάρι κόκκινο σερφιώτικο κρασί, ας κάνει μια σπονδή στη μνήμη των χιλιάδων νεκρών των στοών και των τεσσάρων ηρωικών νεκρών του 1916.
Πηγές:
  • «Μέχρι Σερίφου», Θεοδώρου Κ. Αργουζάκη, Αθήνα 1904.
  • Γ. Κορδάτος: Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδ. Μπουκουμάνη, 1972.
  • «Η αιματηρή απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου», έκδ. Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων Ελλάδας.
  • Κωνσταντίνος Σπέρας: Η απεργία της Σερίφου (ήτοι: αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916, εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου), εκδ. Ιστορία, Πλους 1ος, Βιβλιοπέλαγος

Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ*
*Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Η διαμόρφωση των εθνών - κρατών στα Βαλκάνια και το «Μακεδονικό»



Η διαμόρφωση των εθνών - κρατών στα Βαλκάνια και το «Μακεδονικό»
Εικονογράφηση για τη Διάσκεψη του Βουκουρεστίου
Η ιστορική πορεία του «μακεδονικού» ζητήματος κατά τον 19ο ως και τις αρχές του 20ού αιώνα θεμελιώθηκε ουσιαστικά πάνω σε τρεις βασικούς, άρρηκτα αλληλένδετους και διαλεκτικά διαμορφούμενους άξονες: α) Το ρόλο του ελληνικού αστικού εθνικισμού στο πλαίσιο συγκρότησης και διεύρυνσης του νεοσύστατου έθνους - κράτους της Ελλάδας («Μεγάλη Ιδέα»). β) Τις αντίστοιχες ιστορικοπολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και γ) τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή (το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα»).
Οι διεργασίες που είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του σημερινού γεωγραφικού - εθνογραφικού χάρτη της περιοχής διήνυσαν μια ιστορική διαδρομή που δεν υπήρξε καθόλου ευθύγραμμη ή ομαλή. Τουναντίον, σημαδεύτηκε από διαρκείς αντιθέσεις και συνθέσεις, έντονες κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις και αδυσώπητους ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστικά, που διαιωνίζονται ως και τις μέρες μας, καθιστώντας τις σελίδες αυτές της Ιστορίας επίκαιρες όσο ποτέ.
Η άνοδος των βαλκανικών αστικών εθνικισμών - Η σύγκρουση των μεγαλοϊδεατισμών
Ο μεγαλοϊδεατισμός - σαφώς με πολλές παραλλαγές - υπήρξε σε γενικές γραμμές κοινός τόπος για τον ανερχόμενο αστικό εθνικισμό σε πολλές χώρες, τόσο της ανατολικής (Μεγάλη Σερβία, Μεγάλη Βουλγαρία, Μεγάλη Ουγγαρία, Μεγάλη Ρουμανία, Μεγάλη Αλβανία, κλπ.), όσο και της δυτικής Ευρώπης (Μεγάλη Ολλανδία, Μεγάλη Γερμανία, κλπ.).
Οι ηγέτες των κρατών της Βαλκανικής Συμμαχίας. Λιθογραφία εποχής
Από τα μέσα - τέλη του 19ου αιώνα, ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός, ο στρατηγικός προσανατολισμός, δηλαδή, της ελληνικής αστικής τάξης προς επέκταση του οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού χώρου, όπου διεκδικούσε ηγεμονεύουσα θέση και ρόλο, άρχισε να «υπονομεύεται» από τις αντίστοιχες εθνικές αστικές τάξεις άλλων αναδυόμενων εθνών - κρατών, οι οποίες εμφανίζονταν ολοένα και πιο επιθετικά ως ανταγωνίστριες δυνάμεις στο μοίρασμα των εδαφών (και αγορών) της κλυδωνιζόμενης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τις αντιθέσεις αυτές υποδαύλιζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, δημιουργώντας πλασματικές προσδοκίες, στρέφοντας τον ένα λαό εναντίον του άλλου, σχηματίζοντας και διαλύοντας συμμαχίες ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Ταυτόχρονα, αδυνάτιζε ο «παμβαλκανικός» χαρακτήρας της ελληνικής αστικής τάξης που κατείχε έως τότε ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή (η θέση του ελληνικού κεφαλαίου συνέδραμε καταλυτικά στην εμφάνιση και άνοδο «επιμέρους» βαλκανικών εθνικισμών, καθώς και στα «ανθελληνικά» χαρακτηριστικά που συχνά έλαβαν).
Από την άλλη, η Βουλγαρία διεκδικούσε ηγεμονική θέση στα Βαλκάνια και διαδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη, κ.ά.). Η Ρουμανία πρόβαλε αξιώσεις για την περιοχή της Θεσσαλίας, όπου, κατά τις αντιλήψεις της, κατοικούσαν βλάχικοι πληθυσμοί. Η Αλβανία διεκδικούσε την Ηπειρο, ως και την Αρτα. Συνάμα «η κάθε μια εμφανίζει δικές της στατιστικές, αναβιώνει ιστορικά δικαιώματα, κινητοποιεί επιστήμονες και σοφούς».1
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μακεδονίας, όπου ο Γ. Ζέβγος, παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα από το έργο του Jacques Angel «Λαοί και Εθνη των Βαλκανίων» (1920), έγραφε: «Ενας Ελληνας, ο Νικολαΐδης, τοποθετεί στα τρία μακεδονικά βιλαέτια (Κόσσοβο, Μοναστήρι, Σαλονίκη) 576.000 τούρκους, 656.000 έλληνες, 454.000 σλαύους. Ενας βούλγαρος, ο Κάντσεφ τοποθετεί 489.000 τούρκους, 225.000 έλληνες, 1.184.000 βούλγαρους, 700.000 σέρβους. Ενας σέρβος, ο Γκόπτσεβιτς, βρίσκει 231.000 τούρκους, 201.000 έλληνες, 57.000 βούλγαρους, 2.048.000 σέρβους.» 2
Η ελληνική αποστολή στη Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου. Από αριστερά στα δεξιά, καθισμένοι: λοχαγός Κ. Πάλλης, Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος, Ελ. Βενιζέλος, Δ. Πανάς, Ν. Πολίτης. Ορθιοι: Θ. Πετρακόπουλος, Σ. Γεωργόπουλος, Κ. Μαρκαντωνάκης, Σ. Κωνσταντινίδης, λοχαγός Αλ. Εξαδάκτυλος και Μ. Τσαμαδός
Σχολιάζοντας τις κινήσεις αυτές, ο Ε. Ροΐδης έγραψε το 1875: «Αλλ' αι επωφελέστερον εσχάτως επιδιωχθείσαι εθνογραφικαί μελέται, αποδεικνύουσι καθ' εκάστην δυσχερεστέραν πάσαν απόπειραν δικαίας διανομής της τουρκικής κληρονομίας. Τας δε δυσχερείας του έργου επαυξάνει, αδύνατον καθιστώσα οιονδήποτε συμβιβασμόν, οι παρά τοις λαοίς τούτοις επιφοίτησις της αρχής των εθνοτήτων. Καθ' ην ώραν οι πλείστοι των κατοίκων της χερσονήσου κηρύσσονται έτοιμοι να υποστώσι πάσαν καταστροφήν και εξόντωσιν μάλλον ή να υπομείνωσι τη στέρησιν του αλβανισμού, βουλγαρισμού ή ρουμανισμού αυτών, τα δε παρέχοντα το πολύτιμον τούτο προνόμιον γεωγραφικά όρια ουδαμού είνε ευχάρακτα και πολλαχού ουδέ καν ορατά, ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί αδελφικής συμβιώσεως εθνών βλεπόντων καθ' ύπνους μεγάλην Βουλγαρίαν, αρχαίαν Σερβίαν, αλβανικόν κράτος, Ρουμανίαν μέχρι Πίνδου και Ελλάδα μέχρι του Αίμου, ήτοι την ανέφικτον ανάγκην ν' αλληλοσφαγώσιν, αφού δεν υπάρχει επί του χάρτου τόπος ικανός να συνυπάρξωσι τα όνειρα ταύτα».
Και αυτό επειδή, ενώ κάθε εθνότητα παρουσίαζε κατά τόπους συμπαγείς πληθυσμούς, στο σύνολο των υπό διεκδίκηση εδαφών, το τότε υπάρχον πολυεθνικό μωσαϊκό σήμαινε αναπόφευκτα πως: «προς διαλλαγήν των φυλών της ανατολής απαιτείται ή να λάβωσιν όσα εκάστη διεκδικεί, όπερ απολύτως ακατόρθωτον ή να παραιτηθώσι του ονείρου των, πεισθείσαι ότι αδύνατος είνε η πραγματοποίησις αυτού. Αλλά προς τοιούτον σωφρονισμόν και χρόνος απαιτείται μακρός και αγώνες πιθανώς αιματηροί...». Μόνη λύση: Η συνεργασία των λαών, αίτημα που μετουσιώθηκε τότε στο όραμα για μια Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία.3
Το ζήτημα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας
«Το ζήτημα της ομοσπονδιακής οργάνωσης εμφανίστηκε εδώ (σημ: στα Βαλκάνια) παράλληλα με αυτό της εθνικής χειραφέτησης. Το κήρυγμα άλλωστε του Ρήγα Βελεστινλή για την εξέγερση όλων των λαών της Ανατολής εναντίον του οθωμανικού δεσποτισμού και τη συγκρότηση μιας ομοσπονδιακού τύπου Δημοκρατίας, αν και ανήκε στα τέλη του 18ου αιώνα, θεωρούνταν ακόμα (τον 19ο αιώνα) από πολλούς επίκαιρο.» 4
Το αίτημα για μια ομόσπονδη Βαλκανική υιοθετήθηκε από πολλά τμήματα της προοδευτικής διανόησης και των αστών δημοκρατών του 19ου αιώνα, τα οποία έβλεπαν στην ενότητα των λαών των Βαλκανίων το μόνο δρόμο για τον υπερκερασμό των «εθνικών διαφορών» (που προμήνυαν εθνικές συγκρούσεις), την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, και την ευημερία όλων των εθνοτήτων στα υπό διαμόρφωση έθνη - κράτη. Η δημοκρατική ομάδα των Πανά και Λυκιαρδόπουλου, για παράδειγμα, διακήρυττε πως «Συμμεριζόμεθα (την ιδέα της βαλκανικής ομοσπονδίας) πληρέστατα, καθ' όσον και ημείς φρονούμεν ότι το πολυθρύλητον ανατολικόν ζήτημα πρέπει να λυθεί ουχί υπό ταύτης ή εκείνης της (ευρωπαϊκής) Δύναμης, αλλ' υπ' αυτών τούτων των ενδιαφερομένων βαλκανικών λαών, εν πνεύματι ομονοίας και αδελφότητος των εργαζομένων.» 5
Ομολογουμένως το αίτημα για μια ομόσπονδη Βαλκανική αδυνάτισε προς τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον Λ. Χασιώτη, οι «βασικές αιτίες για την εξέλιξη αυτή υπήρξαν: α) Η ουσιαστική υπαγωγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις επιλογές των "προστάτιδων" Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας, κυρίως μετά το 1856, και β) η κυριαρχία στο ιδεολογικό τοπίο της Ελλάδας της "Μεγάλης Ιδέας".» 6 Ωστόσο, στη βόρεια Ελλάδα - και ιδιαίτερα στους κόλπους του αναπτυσσόμενου συνδικαλιστικού κινήματος - διατηρούνταν εν πολλοίς η πεποίθηση πως «η λύση του εθνικού προβλήματος των πολλαπλών εθνικών ομάδων των Βαλκανίων θα περνούσε μέσα από τον αγώνα για την κοινωνική απολύτρωση των λαών, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής πολυεθνικής Πολιτείας». Ακολούθως, η πρωτοπόρα συνδικαλιστική οργάνωση της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, αντικατοπτρίζοντας την πολυεθνική γεωγραφία της πόλης, υπήρξε πολυεθνική και στη σύνθεσή της, οργανωμένη σε ομοσπονδιακή βάση.7
Μακεδονία και εθνική ολοκλήρωση
Η επανάσταση του 1821 στο μακεδονικό χώρο περιορίστηκε κυρίως στη Χαλκιδική υπό την ηγεσία του Φιλικού Ε. Παππά και καταπνίγηκε πριν το πέρας του έτους. Στην εξέλιξη αυτή συνηγόρησαν πολλοί παράγοντες: Η ύπαρξη πολυάριθμου μωσαϊκού εθνοτήτων (και συμπαγής μουσουλμανικός πληθυσμός), ισχυρών τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς και η απροθυμία των προκρίτων (που διατηρούσαν σημαντικά προνόμια) και της Εκκλησίας να στηρίξουν υλικά ή ηθικά τον Αγώνα.8
Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφηκε στη Διάσκεψη του Λονδίνου το πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Απαντώντας στο πρώτο από τα 28 ερωτήματα που υπέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στον Ι. Καποδίστρια ενάμιση περίπου χρόνο νωρίτερα (Οκτώβρης 1828) περί των γεωγραφικών / ιστορικών ορίων τού υπό σύσταση ελληνικού κράτους, ο τελευταίος απάντησε: «Εάν οδηγηθώμεν εκ της ιστορίας, εκ των σωζομένων εισέτι μνημείων της αρχαιότητος και εκ της γνώμης των περιηγητών και γεωγράφων, η έκτασις αυτής της χώρας θέλει έχει οροθετικήν γραμμήν προς άρκτον την αρχομένην από τας εκβολάς της Βοϊούσας, εκτεινομένην δε προς τα άνω διά του ποταμού αυτού μέχρι της πηγής του και διερχομένην διά τη σειράς των ορέων του Ζαγορίου και Μετζόβου και διά της του Ολύμπου μέχρι του κόλπου της Θεσσαλονίκης».9 Οι ελληνικές λοιπόν γεωγραφικές και ιστορικές διεκδικήσεις προσδιορίστηκαν αρχικά μέχρι το ύψος του Ολύμπου και του κόλπου της Θεσσαλονίκης.
Στα έτη που ακολούθησαν, το γνήσιο αίτημα των υπόδουλων Ελλήνων για απελευθέρωση διαστρεβλώθηκε από το περιεχόμενο που προσέδωσε σε αυτό ο αστικός εθνικισμός. Οι ζυμώσεις, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις στο μακεδονικό χώρο οξύνθηκαν.
Τον Σεπτέμβρη του 1885 ξέσπασε κίνημα στην ανατολική Ρωμυλία με αίτημα την ένωση της επαρχίας με τη Βουλγαρία. Η κίνηση αυτή θορύβησε τους οπαδούς του μεγαλοϊδεατισμού στην Ελλάδα που οργάνωσαν συλλαλητήρια καταγγέλλοντάς την ως «ανθελληνική» (βλέπε για παράδειγμα ομιλία Γ. Καπετανάκη στην πλατεία Συντάγματος).
Ο Χ. Τρικούπης (πλέον στην αντιπολίτευση) δήλωσε σχετικά σε συνέντευξή του στην αγγλική εφημερίδα «Pal Mall Gazette»: «Η Ελλάς ενδιαφέρεται τετραχώς κατά την ενεστώσαν κρίσιν: Η πρώτη αυτής ασχολία πρέπει να είναι η περί του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, όστις θα απορροφηθεί υπό των Βουλγάρων εάν οι Δυνάμεις αναγνωρίσωσι τη μετά της βουλγαρικής ηγεμονίας ένωσιν της Ρωμυλίας. Κατά δεύτερον λόγον η Ελλάς ενδιαφέρεται διά τη Μακεδονίαν, ήτις δύναται να διαιρεθεί εις τρία τμήματα: Τη μεσημβρινήν ήτις είναι και θα είναι ελληνική, οτιδήποτε και αν συμβεί, την κεντρικήν την περιλαμβάνουσαν ελληνικούς πληθυσμούς και την αρκτικήν τη μη οικούμενην υφ' Ελλήνων. Την Ελλάδα απασχολεί η Κεντρική Μακεδονία ης οι κάτοικοι αναγνωρίζουσι τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και ουχί τη βουλγαρικήν εξαρχίαν, αλλ' επειδή ενταύθα ο ελληνικός πληθυσμός δεν αποτελεί συναφή πληθυσμόν, είναι σχεδόν βέβαιον ότι, εάν η χώρα περιέλθει υπό τη σερβικήν κυριαρχίαν ή τη βουλγάρικην, οι κάτοικοι θα εκσλαβισθώσιν, ενώ εάν υπό την Ελλάδα θα εξελληνισθώσιν ολοσχερώς.» 10
Σε μια άλλη συνέντευξή του, δήλωσε επίσης σχετικά: «Ο Τούρκος εκλείπει και πολύ ταχέως. Οταν έλθει ο μέγας πόλεμος, ως αφεύκτως θα συμβεί μετά τρία, πέντε, οκτώ έτη, η Μακεδονία θα γίνει Ελληνική ή Βουλγάρικη κατά τον νικήσαντα. Αν τη λάβωσιν οι Βούλγαροι, δεν αμφιβάλλω ότι εντός ολίγων ετών θα είναι ικανοί να εκσλαβίσωσι τον πληθυσμόν μέχρι των Θεσσαλικών συνόρων. Αν ημείς τη λάβωμεν, θα τους κάμωμεν όλους Ελληνας μέχρι της Ανατολικής Ρωμυλίας.» 11
Ενόψει μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής επιχείρησης της Ελλάδας στη Μακεδονία (ως απάντηση στις κινήσεις της Βουλγαρίας), κινητοποιήθηκαν προληπτικά ο αγγλικός και ιταλικός στόλος προβαίνοντας σε «ειρηνικό αποκλεισμό» της χώρας. Τελικά, η ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία, τροφοδοτώντας τους μεγαλοϊδεατικούς σχεδιασμούς της ντόπιας άρχουσας τάξης και θέτοντάς τους παράλληλα σε τροχιά σύγκρουσης με τους αντίστοιχους ελληνικούς.
Η κινητικότητα στη Μακεδονία συνεχίστηκε το επόμενο διάστημα: Το φθινόπωρο του 1893 ιδρύθηκε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ή Κομιτάτο των Σαντραλιστών), μέλος της οποίας «μπορούσε να γίνει κάθε κάτοικος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας χωρίς καμιά διάκριση γλώσσας, εθνικότητας, θρησκείας και πολιτικοφυλετικών πεποιθήσεων», και που σκοπός της ήταν «η βελτίωση της πολιτικής και κοινωνικής θέσης των κατοίκων της Μακεδονίας», αλλά και η «απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών προς όφελος των ακτημόνων αγροτών και η Αυτονομία της Μακεδονίας». Στο πλαίσιο του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού σχηματίστηκε, δύο χρόνια μετά, η «Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (Κομιτάτο των Βερχοβιστών), η οποία και προχώρησε σε δολοφονίες πολιτικών / εθνικών αντιπάλων («οι κομιτατζήδες που ανήκανε στο Κομιτάτο των βερχοβιστών έβγαζαν από τη μέση κάθε Ελληνα ή Τούρκο που δεν εκτελούσε τις εντολές τους»). Στο φόντο των παραπάνω εξελίξεων στην περιοχή, ιδρύθηκε το 1904 το ελληνικό «Μακεδονικό Κομιτάτο». Οι συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων ομάδων γενικεύτηκαν ως το 1908 (μέχρι την Επανάσταση των Νεότουρκων), ενώ στην ίδια τη Βουλγαρία εντάθηκαν οι διώξεις ενάντια στο ελληνικό στοιχείο (1900-1906).12
Οι «λογαριασμοί» τέθηκαν επί τάπητος κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο (1912). Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτού, όχι μόνο δεν ικανοποίησαν τις επεκτατικές ορέξεις των αρχουσών τάξεων των εμπλεκόμενων κρατών, αλλά δημιούργησαν εκ νέου πρόσθετες επιδιώξεις και διεκδικήσεις. Ενας καινούριος «γύρος» αναδιανομής των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτος, με τους μέχρι πρόσφατα «συμμάχους» να μετατρέπονται «εν μία νυκτί» σε εχθρούς και αντίστροφα.
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) ολοκληρώθηκε η γεωγραφική ενσωμάτωση της Μακεδονίας (του ελληνικού τμήματος, όπως το ξέρουμε σήμερα) στην ελληνική επικράτεια. Βέβαια, στο πλαίσιο των παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων για τη συμμετοχή των βαλκανικών χωρών στον πρώτο παγκόσμιο στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, η κυβέρνηση Βενιζέλου δε φαίνεται να είχε ιδιαίτερους ενδοιασμούς να παραχωρήσει στη Βουλγαρία την περιοχή της Καβάλας - Δράμας - Σαριμπασάν, με αντάλλαγμα τη Δυτική Μικρά Ασία. 13
Η γεωγραφική προσάρτηση της Μακεδονίας συνοδεύτηκε από την εθνική - πληθυσμιακή ανασύνθεσή της σχεδόν 10 χρόνια αργότερα. Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων «έλυσε» ριζικά το ζήτημα της εθνικής ανομοιογένειας στη Βόρεια Ελλάδα. Η Εκθεση της Ελληνικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση των Προσφύγων είναι αποκαλυπτική ως προς τη μεταβολή στην πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας: Το 1912 οι Ελληνες αποτελούσαν μόλις το 42,6% του συνόλου, με τους μουσουλμάνους να έρχονται από κοντά δεύτεροι (39,4%) και τους Βούλγαρους να ακολουθούν (9,9%). Οι Ελληνες αποτελούσαν πλειοψηφία μόλις στις 11 από τις 25 επαρχίες - νομούς της περιοχής. Τους 300.000 και πλέον μουσουλμάνους «αντικατέστησαν» περίπου 638.000 πρόσφυγες (το 52,2% των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα). Μετά την Ανταλλαγή, οι Ελληνες αποτελούσαν πλέον το 88,8% του συνόλου των πληθυσμών της Μακεδονίας. 14Βέβαια, εκκρεμούσε η ενσωμάτωση (κοινωνική, πολιτιστική, οικονομική) των ίδιων των προσφύγων στο ελληνικό κράτος, διαδικασία που θα αποδεικνυόταν τόσο δύσκολη όσο και μακρόχρονη (με μια μεγάλη μερίδα των γηγενών πληθυσμών να τους θεωρεί «ξένους», κλπ.).
Επίλογος
Γιατί έχει αξία σήμερα η εξέταση της ιστορικής πορείας του «Μακεδονικού»; Πρώτον, γιατί αποκαλύπτεται η σαθρότητα των επιχειρημάτων του αστικού εθνικισμού (περί «απευθείας απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου», κλπ.), ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται οι καταστροφικές συνέπειες από τη διαχρονική καπήλευση και διαστρέβλωση των εννοιών «πατρίδα» και «πατριωτισμός». Πρόκειται για έναν «εθνικό μανδύα», που αποκρύπτει ή εξευμενίζει τα πραγματικά αίτια πίσω από τις «εθνικές» συγκρούσεις και ανταγωνισμούς στην περιοχή: Τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις, σε συνδυασμό με τις επιμέρους επιδιώξεις των αστικών τάξεων των εμπλεκόμενων μερών στα Βαλκάνια.
Παράλληλα, ξεσκεπάζεται η υποκρισία του αστικού κοσμοπολιτισμού, που αντιπροτείνει δήθεν ως παράγοντα σταθερότητας την οικονομική διείσδυση και ηγεμονία του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή. Διαχωρίζει, επίσης, τις «Μεγάλες Δυνάμεις» (ΗΠΑ και ΕΕ) σε καλές και κακές, λες και ο ιμπεριαλισμός μεσολάβησε ποτέ υπέρ οποιουδήποτε άλλου εκτός από τον εαυτό του. Οι διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη στις μέρες μας ελλοχεύουν σοβαρούς κινδύνους για τους λαούς των Βαλκανίων. Η στάση του αντιιμπεριαλιστικού λαϊκού κινήματος σε όλες τις χώρες θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ευόδωση ή κατάργηση των σχεδιασμών αυτών.
1. Ζέβγος Γ. (1946) «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας. Β` μέρος» (Αθήνα: Τα Νέα Βιβλία Α.Ε.) σελ. 93.
2. ό.π. σελ. 133-134.
3. Οπως παρατίθεται στο Ζέβγος Γ. (1946) ό.π. σελ. 94-95.
4. Χασιώτης Λ. (2001) «Η Ανατολική Ομοσπονδία» (Αθήνα: Βάνιας) σελ. 17.
5. Παρατίθεται στο Ζέβγος Γ. (1946) ό.π. σελ. 95-96. Βλέπε επίσης Κιτρομιλίδης Π. (1998) «Ρήγας Βελεστινλής: Θεωρία και Πράξη» (Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων).
6. Χασιώτης Λ. (2001) «Η Ανατολική Ομοσπονδία» (Αθήνα: Βάνιας) σελ. 18.
7. Μπεναρόγια Α. (1986) «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου» (Αθήνα: Κομμούνα / Ιστορική Μνήμη) σελ. 9-10, 22.
8. Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 10, σελ. 261-270.
9. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμος 2, σελ. 244.
10. Στο Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος ΧΙΙ, σελ. 478-479.
11. «Μαγχεστριανός Φύλακας», 6 Ιουλίου 1889, ό.π. σελ. 499.
12. Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος ΧΙΙΙ, σελ. 39-45.
13. Ο.π. σελ. 420 και 525.
14. Greek Refugee Settlement Commission (1926) «Greek Refugee Settlement» (Geneva: League of Nations).


Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


ΒΑΛΚΑΝΙΑ Αποσιωπημένες πτυχές της Ιστορίας


ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Αποσιωπημένες πτυχές της Ιστορίας
1915: Οταν η ελληνική αστική τάξη θα αντάλλασσε τμήμα της Μακεδονίας με την υπόσχεση της Μικράς Ασίας
Α' Παγκόσμιος πόλεμος: Απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη
Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιδιώκοντας την είσοδο της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο με το μέρος της, η Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) απέδωσε στις αντίστοιχες κυβερνήσεις διακοίνωση, «συμβουλεύοντάς» τις να διευθετήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους διαφορές, ενώ ειδικότερα στη Βουλγαρία υποσχέθηκε εδαφικά ανταλλάγματα επί των Μακεδονίας και Θράκης. Η άρχουσα τάξη της τελευταίας ωστόσο προσανατολιζόταν προς τις Κεντρικές Δυνάμεις, τον έτερο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ενώ παράλληλα η Σερβία βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση υπό το βάρος της επίθεσης των αυστροουγγρικών δυνάμεων.
Ενόψει της επικείμενης επίθεσης στα Δαρδανέλια, το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στις πολεμικές επιχειρήσεις τέθηκε ακόμα πιο επιτακτικά. Ετσι, «οι Σύμμαχοι προσεκάλεσαν ημιεπισήμως την Ελλάδα όπως τους βοηθήσει εν Δαρδανελλίοις. Αντί της βοηθείας ταύτης της προσέφερον το βιλαέτιον της Σμύρνης».1
Ο Δ. Α. Κόκκινος αναφέρει σχετικά στο έργο του «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος»: «Αι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα ως προς Βουλγαρίαν ήσαν σαφείς. Θα εντάσσοντο συγχρόνως παρά το πλευρόν των συμμάχων και η μεν Βουλγαρία θα ελάμβανε προσφερόμενα εκ μέρους της Ελλάδος το Σαρισαμπάν, την Δράμαν και την Καβάλαν, η δε Ελλάς δεκαπλάσιαν έκτασιν εις την Μικράν Ασίαν, όταν θα εγίνετο εκεί επιτυχής εκστρατεία. Δηλαδή η Ελλάς θα έδιδε τμήματα της χώρας και θα ελάμβανε ως αντιστάθμισμα εδάφη τα οποία δεν είχον εις τας χείρας των εκείνοι οι οποίοι τα υπέσχοντο».2 Ακόμα και τμήμα του Τύπου της εποχής αντιμετώπισε την πρόταση με ειρωνεία: «Ελάτε να κερδοσκοπήσωμεν. Ελάτε να διακινδυνεύσωμεν την Μακεδονίαν διά τον νομόν Αϊδινίου. Ελάτε να εκστρατεύσωμεν εις τα τυφλά με την ιδέαν ότι χαράττομεν πολιτικήν μεγαλεπήβολον».3Ομως το δέλεαρ ήταν πολύ ελκυστικό για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει.
Ετσι, σε υπόμνημά του στις 11 Γενάρη 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο «να παραχωρηθή προς τους Βούλγαρους το τμήμα Καβάλας, Δράμας, Σαρισαμπάν, υπό τας εξής ρητάς προϋποθέσεις: 1) Η Βουλγαρία θα ελάμβανεν αμέσως μέρος εις τον πόλεμον μετά της Ελλάδος, Ρουμανίας, Σερβίας υπέρ της Συνεννοήσεως. 2) Ο πόλεμος θα ήτο νικηφόρος. 3) Η Ελλάς θα ελάμβανε την Δυτικήν Μικρασίαν, χώραν ίσης περίπου επιφανείας με ολόκληρον την τότε ελευθέραν Ελλάδα και κατοικούμενην από 800.000 Ελληνας αντί των 30.000 του τμήματος Καβάλας. 4) Η Ελλάς θα ελάμβανε την περιφέρειαν της Γευγελής. 5) Αι προς την Βουλγαρίαν παραχωρήσεις θα επραγματοποιούντο κατά την υπογραφήν της ειρήνης και όταν η Ελλάς ανέκτα τα ιδικά της μικρασιατικά εδάφη».4
Το σχετικό κείμενο δημοσιεύτηκε από φιλελεύθερες (φιλοβενιζελικές) εφημερίδες της Αθήνας στις 20 Μάρτη 1915. Βρετανικά κρατικά έγγραφα όμως δείχνουν πως οι σχεδιασμοί της Αντάντ για πραγματοποίηση «ικανοποιητικών εδαφικών παραχωρήσεων της Μακεδονίας» προς την Βουλγαρία, δεν περιελάμβαναν αρχικά παρά μια αόριστη νύξη που συνοψίζονταν στο ότι «δεσμευόμαστε να βρούμε αλλού αποζημίωση για την Ελλάδα». Οι παραχωρήσεις αυτές θεωρούνταν ως «μια θυσία που προσφέρεται στον κοινό σκοπό».5
«Δεν θα εδίσταζα», τόνιζε μεταξύ άλλων ο Βενιζέλος, «όσο οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθεί ο εν Τουρκία ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος...». Η ουσία βέβαια βρισκόταν στο δεύτερο: στη «δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος».6 Η αναφορά στους δοκιμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς δεν αποτελούσε παρά το πρόσχημα, ένα περισσότερο «ευγενές» περιτύλιγμα, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα δευτερεύοντα παράγοντα, στη στοιχειοθέτηση της εν λόγω επιχείρησης.
Εχει ενδιαφέρον το γεγονός πως δύο χρόνια περίπου πριν, ο Βενιζέλος είχε αντικρούσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε παραχώρησης προς τη Βουλγαρία με το εξής σκεπτικό: «η Ελλάς ουδέν δύναται να παραχωρήση εκ του εδάφους της εις την Βουλγαρίαν... Η Ελλάς εάν επρόκειτο να παραχωρήση τι θα έπρεπε να παραχωρήση ελληνικότατους πληθυσμούς περιλαμβάνοντας και την πόλιν της Καβάλας, είτε να εκθέση την ασφάλειαν των συνόρων της προς την Θεσσαλονίκην...».7
Στο Β' Υπόμνημά του προς τον Βασιλιά στις 17 Γενάρη 1915 πρόσθετε πως «αι παραχωρήσεις εν Μ. Ασία, ων εισήγησίς μοι εγένετο δύνανται να λάβουν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγότερον πλούσια Ελλάς». Το επιχείρημα του ασύγκριτου - σε σχέση με άλλες διεκδικούμενες περιοχές - πλούτου της Μικράς Ασίας επαναλαμβάνεται και πάλι στη συνέχεια του Υπομνήματος, προτού γίνει καν λόγος για τους ελληνικούς πληθυσμούς.8
«Ως προς τον τρόπον της παραχωρήσεως», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 21 Μάρτη1915, «ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την σκέψιν ότι διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων θα εξησφάλιζε την υπό της Βουλγαρίας εξαγοράν της περιουσίας των κατοίκων, οι οποίοι θα μετηνάστευον εις την Ελλάδα και ότι θα αντηλλάσσοντο οι Ελληνικοί και Βουλγαρικοί πληθυσμοί εκατέρωθεν, ήτοι οι εν Μακεδονία Βουλγαρικοί και οι εις το παραχωρηθησόμενον τη Βουλγαρία τμήμα Ελληνικοί». Οπως διαπιστώνουμε, το απάνθρωπο μέτρο της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε προκύψει για τους ελληνικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς του υπό διαπραγμάτευση τμήματος της Μακεδονίας πολύ πριν το 1923 (μετά την Μικρασιατική Καταστροφή). Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή είχαν καταφύγει ήδη δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες από τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που είχε προσαρτήσει η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).
Οι προτάσεις Βενιζέλου δεν έγιναν αποδεκτές από το Επιτελείο Στρατού (Ι. Μεταξάς), που αιτιολόγησε τη στάση του υπογραμμίζοντας πως «η επέκτασις εις την Μικρασίαν ήτο και στρατιωτικώς ασύμφορος και πολιτικώς επικίνδυνος διά την Ελλάδα».9 Οι Σύμμαχοι από την άλλη καθιστούσαν σαφές πως οι όποιες μελλοντικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία συνδέονταν άμεσα με την εγκατάλειψη της Καβάλας και των περιχώρων της από τους Ελληνες.10Τελικά, καμιά διπλωματική ενέργεια δεν έλαβε χώρα σχετικά, αφού σύντομα η Βουλγαρία τάχθηκε με το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Το μοναρχικό - αντιβενιζελικό μπλοκ έσπευσε να εκμεταλλευτεί πολιτικά τις εξελίξεις ασκώντας δριμεία κριτική στις επιδιώξεις του Βενιζέλου. Στις εκλογές της 31ης Μάη 1915 το κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δ. Γούναρη κέρδισε 66 έδρες στη Μακεδονία, έναντι μόλις 5 του κόμματος των Φιλελευθέρων (συν μία ενός ανεξάρτητου βενιζελικού). Οι σοσιαλιστές της Φεντερασιόν εξέλεξαν επίσης 2 βουλευτές στη Θεσσαλονίκη. Χάρη στη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών που κέρδισε στη λεγόμενη «Παλαιά Ελλάδα» ο Βενιζέλος επανεκλέχθηκε πρωθυπουργός.
Αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του Παλατιού γύρω από το ζήτημα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνομιλίες μεταξύ του Κωνσταντίνου και του πρέσβη της Βουλγαρίας Πασάρωφ, στον οποίο και δήλωσε εμπιστευτικά στις 18 Αυγούστου 1915: «Ο Βενιζέλος... φοβείται ότι, καταλαμβάνοντες την Μακεδονίαν, θα γίνετε κατά 1,5 εκατομμύριον ισχυρότεροι και επικίνδυνοι δι' ημάς. Εγώ δε συμμερίζομαι την πολιτικήν αυτήν διότι δεν μπορώ να εμποδίσω την πρόοδον του (βουλγαρικού έθνους)... Και αφού οι δύο λαοί είμεθα με την Γερμανίαν, το δυσκολώτερον των ζητημάτων μας, το της Καβάλας, θα το λύσωμεν ικανοποιητικώς διά τας δύο χώρας, διότι το ζήτημα τούτο είναι διά σας μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν».11
Ολα τα παραπάνω σπάνια αναδεικνύονται και ακόμα πιο σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Οι αναθεωρητές και πλαστογράφοι της Ιστορίας παραγνωρίζουν συνειδητά διαχρονικά στοιχεία της πολιτικής της αστικής τάξης. Πόλεμοι, σφαγές, βίαιες και αναγκαστικές εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών από τις εστίες τους (όπως η Ανταλλαγή των Πληθυσμών)... Ετσι λύνουν οι άρχουσες τάξεις το «Εθνικό Ζήτημα» την εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου οι εθνικές μειονότητες δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στο μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου.
--------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Αι δύο ανταποκρίσεις του Εσπερινού Ταχυδρόμου», όπως αναδημοσιεύονται στο «Εμπρός» 3/3/1915.
2. Κόκκινος Δ. Α. (1971) «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος», τόμος 3 (Αθήνα, «Μέλισσα») σελ. 1.134.
3. «Αι δύο ανταποκρίσεις του Εσπερινού Ταχυδρόμου», όπως πριν.
4. Βεντήρης Γ. (1931) «Η Ελλάς του 1910-1920» (Αθήνα, «Ικαρος») σελ. 270.
5. Εγγραφα του Foreign Office, 23 και 26 Γενάρη 1915, Φάκελος 173/11, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
6. Α' Υπόμνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, 11 Γενάρη 1915.
7. Απάντηση Βενιζέλου σε τηλεγράφημα του Ιωνέσκου (τέλη 1912), Φάκελος 173/265, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
8. Οπως παρατίθεται στην εφημερίδα «Εμπρός» 22/3/1915.
9. Βεντήρης Γ., όπως πριν, σελ. 269-273.
10. Τηλεγράφημα Δ. Σισιλιανού προς το υπουργείο των Εξωτερικών, 8/8/1915, Φάκελος 173/10, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
11. Οπως παρατίθεται στο Βουρνάς Τ. (2001) «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Β' (Αθήνα, «Πατάκης») σελ. 167.


Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι δρ Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Αστική δημοκρατία και σοβιετική δημοκρατία


Αστική δημοκρατία και σοβιετική δημοκρατία
«
Η αστική τάξη αρέσκεται, φυσικά, να ονομάζει "ελεύθερες", "ίσες", "δημοκρατικές", "παλλαϊκές" τις εκλογές που γίνονται κάτω από αυτές τις συνθήκες, επειδή οι λέξεις αυτές χρησιμεύουν για την απόκρυψη της αλήθειας, για την απόκρυψη του ότι η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η πολιτική εξουσία παραμένουν στους εκμεταλλευτές και γι' αυτό ούτε λόγος μπορεί να γίνει για πραγματική ελευθερία, για πραγματική ισότητα για τους εκμεταλλευόμενους, δηλαδή για την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού. Την αστική τάξη τη συμφέρει και της χρειάζεται να κρύβει από το λαό τον αστικό χαρακτήρα της σύγχρονης δημοκρατίας, να την παρουσιάζει σαν δημοκρατία γενικά, ή σαν "καθαρή δημοκρατία", και οι Σάιντεμαν, καθώς και οι Κάουτσκι, επαναλαμβάνοντας το αυτό εγκαταλείπουν στην πράξη την άποψη του προλεταριάτου και περνούν με το μέρος της αστικής τάξης». (Β.Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 37, σελ. 389).
Η αστική δημοκρατία λειτουργεί και δρα ως ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης πάνω στην εργατική τάξη, σ' όλο το λαό. Η αστική δημοκρατία είναι συνώνυμο της ταξικής κυριαρχίας μιας χούφτας εκμεταλλευτών ενάντια στην τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού. Η αστική δημοκρατία, ως μορφή διακυβέρνησης του κράτους είναι το συνώνυμο της βίας των καπιταλιστών, των ιδιοκτητών των μεγάλων μέσων παραγωγής πάνω στους εργάτες, γιατί διαφορετικά δεν μπορούν να διατηρούν αυτή την ιδιοκτησία και την εξουσία, προκειμένου να εκμεταλλεύονται τους εργάτες. Αλλά, η κυριαρχία της αστικής τάξης στην κοινωνία, η εξασφάλιση και η διαιώνιση της βίας και της καταπιεστικής εκμετάλλευσης, πρέπει να φαίνεται ελεύθερη και να φαίνεται ότι αναδεικνύεται απ' όλη την κοινωνία «δημοκρατικά». Αυτός είναι ο ρόλος των αστικών κοινοβουλευτικών εκλογών, ως μέσου διατήρησης της αστικής δημοκρατίας του αστικού κράτους. Είναι η στιγμιαία και κάτω από άνισους όρους έκφραση της λαϊκής βούλησης για την επιλογή των εξουσιαστών. Οταν, βεβαίως, η εργατική τάξη, τ' άλλα λαϊκά στρώματα συνειδητοποιούν την ανάγκη να επιβάλλουν τη δική τους θέληση, είτε αμφισβητώντας την πολιτική με την οποία τους εξουσιάζουν, είτε αμφισβητώντας το ίδιο το σύστημα εκμετάλλευσης, την εξουσία που το επιβάλλει και τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, τότε την καθημερινή βία του καταναγκασμού των εργατών να πουλούν της εργατική τους δύναμη για να ζήσουν, παράγοντας πλούτο που ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές, την αντικαθιστά η κρατική βία και καταστολή και η δύναμη των όπλων των κυρίαρχων. Τότε αποκαλύπτεται μεγαλόπρεπα η αυτού μεγαλειότης, η δικτατορία του κεφαλαίου, αφού τέτοια είναι η αστική δημοκρατία.
Αυτή η δημοκρατία έχει θωρακιστεί και με τους απαραίτητους και αναγκαίους νόμους. Η νομιμότητα γι' αυτήν είναι η νομιμότητα της βίας των εκμεταλλευτών ενάντια στους εκμεταλλευόμενους. Οι καπιταλιστές επιδιώκουν να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, να απομυζούν όσο το δυνατό μεγαλύτερη υπεραξία από την εργατική δύναμη. Να εντείνουν την εκμετάλλευση. Αυτό είναι το δίκιο τους, αυτή είναι η νομιμότητά τους, ανάλογο και το αστικό δίκαιο. Μα οι εργάτες επιδιώκουν να μειώνουν την εκμετάλλευση, ώσπου να την καταργήσουν, να κάνουν δική τους όλη την υπεραξία, άρα να κοινωνικοποιήσουν τα μέσα παραγωγής, αυτός είναι ο νόμος τους, αυτό και το δίκαιό τους. Και έτσι έχουμε δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, που αντιμετωπίζεται μόνο με τη βία. Αλλά, η βία της κοινωνικής μειοψηφίας, (αστική τάξη), πάνω στην κοινωνική πλειοψηφία, (λαϊκές μάζες), είναι εντελώς αντίθετη από την επαναστατική βία των λαϊκών μαζών, προκειμένου να γίνουν κοινωνικά κυρίαρχες, να αντικαταστήσουν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής με την κοινωνική ιδιοκτησία σ' αυτά και να μετατρέψουν την ατομική ιδιοποίηση του πλούτου που παράγουν σε παλλαϊκή ιδιοποίηση.
Μα γι' αυτό το σκοπό απαιτείται η επιβολή της δημοκρατίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στη διακυβέρνηση του δικού τους κράτους, δηλαδή η δημοκρατία της τεράστιας κοινωνικής πλειοψηφίας ως κυρίαρχης πλέον, αφού ανατρέπει την αστική εξουσία και τσακίζει το αστικό κράτος. Χρειάζεται δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου, που ως διακυβέρνηση του εργατικού κράτους, τραβάει στην πολιτική, στη διαχείριση των υποθέσεων της κοινωνίας, την τεράστια πλειοψηφία του λαού.
Ας παρακολουθήσουμε πώς έλυσε αυτά τα ζητήματα η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, αφομοιώνοντας την πείρα της Παρισινής Κομμούνας για το τράβηγμα της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού, των λαϊκών μαζών, στην πολιτική και τη διακυβέρνηση, εδραιώνοντας τη δική τους εξουσία.
«Η ουσία της Σοβιετικής εξουσίας συνίσταται στο ότι η μαζική οργάνωση ακριβώς των τάξεων που καταπιέζονταν από τον καπιταλισμό, δηλαδή των εργατών και των μισοπρολεταρίων, (αγροτών που δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργασία και είναι αναγκασμένοι να πουλούν διαρκώς και ένα μέρος της εργατικής τους δύναμης), αποτελεί τη μόνιμη και αποκλειστική βάση όλης της κρατικής εξουσίας, ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού. Ακριβώς αυτές οι μάζες, που ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, αν και ισότιμες σύμφωνα με το νόμο, στην πραγματικότητα παραμερίζονταν με χίλιους δυο τρόπους και τερτίπια από τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή και την άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, προσελκύονται τώρα σε μια μόνιμη, απαραίτητη, και ταυτόχρονα αποφασιστική, συμμετοχή στη δημοκρατική διακυβέρνηση του κράτους». (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 37, σελ. 500).
Οτι αυτό το σύστημα δέχτηκε επίθεση από την αστική τάξη είναι ιστορικά καταγραμμένο, μα ήταν και αναμενόμενο, αφού οργανώθηκε ο μοχλός κατάργησής της που ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου. Η οποία τραβώντας ολόκληρη την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην κοινωνικοπολιτική δράση, αφού καταργήσει επαναστατικά το αστικό κράτος, οικοδομεί την κοινωνία που εξαλείφει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής αντικαθιστώντας τη με την κοινωνική, (παλλαϊκή), ιδιοκτησία, προκειμένου να εξαλειφθεί η βάση εκμετάλλευσης και πλουτισμού των λίγων εις βάρος των πολλών.
Αλλά αυτή η μορφή οργάνωσης του κράτους και της εργατικής δημοκρατίας δέχτηκε τα πυρά των οπορτουνιστών, γιατί κατάργησε την καθολική ελευθερία, δηλαδή την ελευθερία των καπιταλιστών και την ανύπαρκτη ισότητα εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων στη λειτουργία της δημοκρατίας. Αλλά: «Αληθινή ελευθερία και ισότητα θα υπάρχει στο καθεστώς που οικοδομούν οι κομμουνιστές, σ' αυτό δε θα υπάρχει η δυνατότητα πλουτισμού σε βάρος άλλων...». (Β.Ι. Λένιν Απαντα τ. 37, σελ. 495).
Ενα ακόμη, επίσης, στοιχείο το οποίο είναι τυπικό στη λειτουργία της δημοκρατίας, οι εκλογές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων του λαού, αν δεν αντιμετωπίζεται σε συνδυασμό με το θεμελιακό, που είναι το ταξικό περιεχόμενο της δημοκρατίας, ουσιαστικά, ταυτίζει τη δημοκρατία με την αστική δημοκρατία. Πώς έλυσε η Οχτωβριανή Επανάσταση αυτό το ζήτημα των εκλογών για την ανάδειξη των εκπροσώπων που θα διευθύνουν την κοινωνία, το κράτος; «Τα Σοβιέτ είναι η άμεση οργάνωση των ίδιων των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων μαζών, η οποία τούς κάνει πιο εύκολη τη δυνατότητα να οργανώνουν οι ίδιες το κράτος και να το κυβερνούν με κάθε δυνατό τρόπο. Ακριβώς η πρωτοπορία των εργαζομένων και των εκμεταλλευόμενων, το προλεταριάτο των πόλεων, έχει από την άποψη αυτή το πλεονέκτημα ότι είναι καλύτερα συνενωμένο, χάρη στις μεγάλες επιχειρήσεις, του είναι πιο εύκολο να εκλέγει και να επιβλέπει τους αιρετούς εκπροσώπους του. Η σοβιετική οργάνωση διευκολύνει αυτόματα τη συνένωση όλων των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων γύρω από την πρωτοπορία τους, το προλεταριάτο... Οι έμμεσες εκλογές για τα μη τοπικά Σοβιέτ, κάνουν όλο το μηχανισμό πιο φτηνό, πιο ευκίνητο, πιο προσιτό στους εργάτες και τους αγρότες σε μια περίοδο που η ζωή βράζει και που πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να ανακαλείται πολύ γρήγορα ο τοπικός βουλευτής, ή να στέλνεται στο γενικό συνέδριο των Σοβιέτ».(Β.Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 37, σελ. 257).


Λ.


Κράτος, βία και ταξική πάλη


Κράτος, βία και ταξική πάλη
Το Ισραήλ, με τη συνδρομή των ΗΠΑ, διεξάγει πόλεμο ενάντια στον παλαιστινιακό λαό. Οι ΗΠΑ έχουν κηρύξει και διεξάγουν δεκαετή πόλεμο στο όνομα της πάταξης της «τρομοκρατίας», σήμερα στο Αφγανιστάν, αύριο στο Ιράκ και ποιος ξέρει πού αλλού. Πρόσφατο είναι το ανεπιτυχές αμερικανόπνευστο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα κατά του εκλεγμένου Προέδρου της Ούγο Τσάβες. Σ' όλα αυτά τα παραδείγματα, αν ρωτηθεί κάποιος ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο, η απάντηση είναι η βία. Η βία όμως είναι αυτό που φαίνεται. Αλλά τι γεννά τον πόλεμο, τη βία;
«Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» (Κλάουζεβιτς, «Περί του πολέμου»).
Πίσω λοιπόν από το φαινόμενο του πολέμου και της βίας, φαινόμενο των ταξικών κοινωνιών, κρύβονται συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Σήμερα η ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων με μοχλούς την κρατική βία (άλλωστε το κράτος είναι ο μοχλός κυριαρχίας της άρχουσας τάξης πάνω στην εκμεταλλευόμενη, άρα μοχλός βίας), τον πόλεμο, επιτίθεται καθολικά ενάντια στην εργατική τάξη, τους λαούς, βαφτίζοντάς τους «τρομοκράτες», προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της από τη δράση των λαών για τα δικά τους συμφέροντα. Δράση που έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων σε κάθε χώρα και διεθνώς. Ταξική πάλη διεξάγει και η άρχουσα τάξη. Ας δούμε λοιπόν το φαινόμενο της βίας και τη σχέση του με την ταξική πάλη.
«
Το κράτος και η βία του, στη μακρόχρονη ιστορία των ταξικών κοινωνιών, πάντοτε ορθώνανε την απειλή της φυσικής εξόντωσης στις καταπιεζόμενες τάξεις που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους...
Το κράτος δεν υπήρχε πάντα στην ιστορία του ανθρώπου, αλλά εμφανίστηκε όταν ο καταμερισμός της εργασίας και η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής διέσπασαν την πρωτόγονη κοινωνία των γενών σε τάξεις. Για το μαρξισμό η δημιουργία των τάξεων γέννησε το κράτος σαν μηχανισμό κυριαρχίας και επιβολής των εκμεταλλευτών στους εκμεταλλευόμενους, η αδικία και η εκμετάλλευση της εργασίας γέννησαν τη βία σαν μέθοδο επιβολής της θέλησης της άρχουσας τάξης.
Η βία σαν υλική δύναμη της κρατικής εξουσίας των καπιταλιστών ορθώνεται απειλητικά στον αγώνα της εργατικής τάξης για να αποτινάξει τα δεσμά της καταπίεσης. Το κράτος και η αστική δημοκρατία μαζί με τις μορφές της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία της αστικής τάξης, που με τη βία, πότε καλυμμένη και πότε ανοιχτή επιβάλλει την κυριαρχία του συστήματος. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, το κεφάλαιο και το κράτος του περνάνε την αντίδραση σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας, η αστική τάξη υπερφαλαγγίζει τις τυπικές δημοκρατικές μεθόδους και επιβάλλει συχνά βίαιες στρατιωτικές - φασιστικές δικτατορίες.
Στον τομέα της ιδεολογίας, η αστική τάξη μαζί με την κοινωνική δημαγωγία καλλιεργεί την απροκάλυπτη εξύμνηση της βίας σαν νόμιμο δικαίωμα αποκλειστικά της κρατικής πολιτικής για να εξασφαλίσει την "ασφάλεια" των πολιτών και τα "συμφέροντα των εθνών".
Οι κομμουνιστές δεν είναι θιασώτες της βίας και του πολέμου. Ο μαρξισμός - λενινισμός απορρίπτει τις θεωρίες που αποδίδουν στη βία καθοριστικό ρόλο στην ιστορία. Ταυτόχρονα, όμως, δεν αρνιέται καθόλου το ρόλο της βίας στον ένα ή στον άλλο μηχανισμό πραγματοποίησης της ιστορικής αναγκαιότητας, γιατί, όπως έγραφε ο Μαρξ, αναφερόμενος στο προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό, που επιταχύνθηκε με την κρατική βία: "Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας όταν αυτή εγκυμονεί τη νέα. Η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη". Οι κομμουνιστές είναι αντίθετοι και πολέμιοι κάθε μορφής ατομικής "τρομοκρατίας" και τυχοδιωκτισμού, υπερασπίζονται όμως το δικαίωμα της εργατικής τάξης και του λαού να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφή πάλης για να καμφθεί η εκδήλωση κρατικής βίας που στρέφεται ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
Ο Λένιν στην αντιπαράθεσή του με τους οπαδούς της ατομικής τρομοκρατίας δήλωνε ότι: "Η σοσιαλδημοκρατία θα συνιστά πάντα την αποφυγή του τυχοδιωκτισμού και θα ξεσκεπάζει αλύπητα τις αυταπάτες που καταλήγουν αναπόφευκτα στην πλήρη απογοήτευση. Πρέπει να θυμούμαστε ότι το επαναστατικό κόμμα τότε μονάχα είναι άξιο του ονόματός του, όταν καθοδηγεί στην πράξη το κίνημα της επαναστατικής τάξης. Πρέπει να θυμούμαστε πως κάθε λαϊκό κίνημα παρουσιάζει ατελείωτη ποικιλία μορφών, επεξεργαζόμενο συνεχώς νέες, απορρίπτοντας τις παλιές, τροποποιώντας είτε συνδυάζοντας παλιές και νέες μορφές. Και χρέος μας είναι να παίρνουμε ενεργό μέρος σ' αυτό το προτσές της επεξεργασίας των μεθόδων και των μέσων πάλης".
Η ιστορία των κοινωνιών είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, που πραγματοποιείται με άλματα τη στιγμή της κορύφωσης της πάλης όταν εκδηλώνεται η κοινωνική επανάσταση. Τότε ακριβώς το κράτος των εκμεταλλευτών, σαν υλική δύναμη που ενσαρκώνει τη θέλησή τους, με τη βία στρέφει όλη τη δύναμή του για να τσακίσει τις επαναστατικές δυνάμεις. Το επαναστατικό κίνημα σ' αυτή την τεράστια δύναμη καταστολής και κατάπνιξης είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με τη δική του δύναμη αντίστασης και απελευθέρωσης.
Η ιστορία έχει δείξει ότι καμιά κοινωνική επανάσταση δεν πραγματοποιείται δίχως μαζική πολιτική δράση, δίχως άσκηση επαναστατικής βίας, ακόμη και ένοπλης λαϊκής πάλης, όταν το κράτος των εκμεταλλευτών στρέφει όλους τους μηχανισμούς του, ιδεολογικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, για την καταστολή της θέλησης του λαού. Ο βαθμός και οι μορφές της βίας όμως πάντα καθορίζονται κυρίως από το βαθμό και τις μορφές επίθεσης των κυρίαρχων τάξεων.
Η πάλη της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στην πολιτική κυριαρχία των μονοπωλίων, για να στεφθεί με επιτυχία, πρέπει να θέσει το ζήτημα της εξουσίας, που είναι και η καρδιά της πολιτικής πάλης. Οι καπιταλιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι πολιτική που δε θίγει την κρατική τους εξουσία κινείται στα όρια του συστήματος, δεν μπορεί να τους ανατρέψει. Δεν αρκεί η αποδοχή της πάλης των τάξεων, αλλά χρειάζεται αγώνας για την τελική της κατάληξη που είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Η ανατροπή της πολιτικής εξουσίας των μονοπωλίων απαιτεί μια νέα εξουσία που σαν κρατική εξουσία εμπεριέχει τη βία, όμως εδώ πρόκειται για βία της πλειοψηφίας του λαού σε βάρος της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών που δεν αποδέχονται, όπως έχει δείξει η ιστορία, την ήττα τους και επιχειρούν να παλινορθώσουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς. Η κύρια λειτουργία της λαϊκής εξουσίας είναι η δημιουργική, η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της κοινωνίας με κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς εκμετάλλευση, αλλά με γνώμονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης, του λαού και με την ολόπλευρη συμμετοχή τους.
Χωρίς επαναστατική βία, έλεγε ο Λένιν για την Οχτωβριανή Επανάσταση, το προλεταριάτο δεν μπορούσε να νικήσει. Αποτελούσε όμως απαραίτητη και δικαιολογημένη μέθοδο σε ορισμένες μόνο στιγμές της, μόνο όταν υπήρχαν ορισμένες και ειδικές συνθήκες, "... ενώ η οργάνωση των προλεταριακών μαζών, η οργάνωση των εργαζομένων ήταν και παραμένει η πολύ πιο βαθιά, μόνιμη ιδιότητα αυτής της επανάστασης και όρος της νίκης της... η πιο βαθιά πηγή των νικών της".
Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναδεικνύει σαν ένα ποιοτικό γνώρισμα για το ρόλο και την προοπτική του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης σε μια ανοδική πορεία ανάπτυξης - που φυσικά προϋποθέτει και ανάλογες αντικειμενικές εξελίξεις - τη συμμετοχή των μαζών: "Στην πορεία της πάλης και στο βαθμό που βαθαίνει ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού λαϊκού μετώπου, οργανωμένου από τα κάτω και από τα πάνω, ικανού να συσπειρώνει στη δράση όλο και ευρύτερες λαϊκές μάζες.
Αποκτά ποιοτικά γνωρίσματα ανώτερα από τα μαζικά κινήματα και τις οργανώσεις τους. Τα όργανα αυτού του Μετώπου είναι τα επιτελεία του αγώνα σε κάθε επίπεδο, οργανωτές, καθοδηγητές σκληρών ταξικών συγκρούσεων. Δεν περιορίζονται στην άσκηση πίεσης και ελέγχου πάνω στο αστικό κράτος και στους άλλους αστικούς θεσμούς.
Κινητοποιούν το λαό, ώστε να ματαιώνει αντιλαϊκές επιλογές, να μην πειθαρχεί στους επάνω. Διαμορφώνουν μέσα στην πάλη νέους λαϊκούς θεσμούς, σε σύγκρουση με τους αστικούς θεσμούς που νομιμοποιούν τη δικτατορία των μονοπωλίων. Διαπαιδαγωγούν και προετοιμάζουν το λαό να αξιοποιεί όλες τις μορφές της πάλης και να είναι σε θέση να τις εναλλάσσει γρήγορα και ανάλογα με τις εξελίξεις. Τα καθοδηγητικά όργανα του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού λαϊκού μετώπου, οι λαογέννητοι θεσμοί που εμφανίζονται στη διάρκεια της αναμέτρησης και των ταξικών αγώνων αποτελούν τα έμβρυα της νέας πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της"».
Από το άρθρο, «Ο πόλεμος, η βία και η πάλη των τάξεων» του Αποστόλη Παπά, «ΚΟΜΕΠ», Τεύχος 1/2002.

TOP READ