Όπως είπαμε κιόλας, αν ο τίτλος
ανταποκρινότανε στο περιεχόμενο, τότε το βιβλίο του Κάουτσκι θα έπρεπε
να ονομαστεί όχι «Δικτατορία του Προλεταριάτου», αλλά «Επανέκδοση των
Επιθέσεων της Αστικής Τάξης Ενάντια στους Μπολσεβίκους».
Τις παλιές «θεωρίες» των μενσεβίκων για
τον αστικό χαρακτήρα της ρωσικής επανάστασης, δηλαδή την παλιά
παραμόρφωση του μαρξισμού από τους μενσεβίκους (που ανασκευάστηκε από
τον Κάουτσκι στο 1905!) μας τις ξανασερβίρει τώρα ο θεωρητικός μας. Όσο
ανιαρό κι αν είναι το ζήτημα αυτό για τους ρώσους μαρξιστές, πρέπει να
σταματήσουμε σ’ αυτό.
Η ρωσική επανάσταση είναι μια
αστική επανάσταση, λέγανε όλοι οι μαρξιστές της Ρωσίας πριν από το 1905.
Αντικαθιστώντας οι μενσεβίκοι το μαρξισμό με το φιλελευθερισμό,
συμπεραίνανε απ’ αυτό: το προλεταριάτο λοιπόν δεν πρέπει να πάει πιο
πέρα απ’ όσο επιτρέπει η αστική τάξη, πρέπει ν’ ακολουθήσει μια πολιτική
συνεννόησης με την αστική τάξη. Oι μπολσεβίκοι λέγανε πως αυτό
είτανε μιαν αστικοφιλελεύθερη θεωρία. Η αστική τάξη προσπαθεί να
αναδιοργανώσει το κράτος κατά τον αστικό τρόπο, δηλαδή με τρόπο
μεταρρυθμιστικό και όχι επαναστατικό, διατηρώντας όσο είναι δυνατό και
τη μοναρχία και τη μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία και όλα τ’ αλλά. Το
προλεταριάτο πρέπει να φέρει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως το
τέλος χωρίς ν’ αφήσει να «δεθεί» από το μεταρρυθμισμό της αστικής τάξης.
Οι μπολσεβίκοι διατύπωναν έτσι το
συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στην αστική επανάσταση: το
προλεταριάτο, σέρνοντας από πίσω του τους χωρικούς, εξουδετερώνει τη
φιλελεύθερη αστική τάξη και καταστρέφει ολότελα τη μοναρχία, τη
φεουδαρχία και τη μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία.
Σ’ αυτή τη συμμαχία του προλεταριάτου με
την αγροτιά γενικά, δείχνεται ο αστικός χαρακτήρας της επανάστασης,
γιατί η αγροτιά αποτελείται από μικροπαραγωγούς τοποθετημένους στο
έδαφος της εμπορευματικής παραγωγής. Έπειτα, προσθέτανε τότε οι
μπολσεβίκοι, το προλεταριάτο ενώνει μαζί του όλο το μισοπρολεταριάτο
(όλους τους εργάτες και εκμεταλλευόμενους), εξουδετερώνει τη μεσαία
αγροτική τάξη και ρίχνει κάτω την αστική τάξη· νά σε τί συνίσταται η
σοσιαλιστική επανάσταση, σ’ αντίθεση με την αστικοδημοκρατική (κοίτα τη
μπροσούρα μου του 1905: «Δυο τακτικές» που ανατυπώθηκε στη συλλογή : «Δώδεκα Χρόνια», Πετρούπολη, 1907).
Ο Κάουτσκι πήρε έμμεσα μέρος σ’ αυτή τη
συζήτηση το 1905, αφού ρωτήθηκε απ’ τον Πλεχάνοφ που είτανε τότε
μενσεβίκος και εκφράστηκε στο βάθος εναντίον του, πράγμα που προκάλεσε
την εποχή εκείνη τους σαρκασμούς του μπολσεβίκικου τύπου. Ο Κάουτσκι δε
βγάζει πια μιλιά για τις τοτινές συζητήσεις (φοβάται μήπως αποστομωθεί
από τις ίδιες του τις διακηρύξεις!), αφαιρώντας έτσι από το γερμανό
αναγνώστη κάθε δυνατότητα να κατανοήσει το βάθος του ζητήματος. Ο
Κάουτσκι δεν είταν δυνατό να εκθέσει στους γερμανούς εργάτες στα 1918,
ότι στα 1905 είταν υπέρ της συμμαχίας των εργατών με τους χωρικούς και
όχι με τη φιλελεύθερη αστική τάξη, ούτε με ποιους όρους σύσταινε τη συμμαχία αυτή, ούτε ποιο πρόγραμμα είχε υπ’ όψη του για τη συμμαχία αυτή.
Βαδίζοντας έτσι ο Κάουτσκι προς
τα πίσω με το πρόσχημα της «οικονομικής ανάλυσης» και με αλαζονικές
φράσεις για τον «ιστορικό υλισμό», συνηγορεί σήμερα υπέρ της υποταγής
των εργατών στην αστική τάξη,αναμασάει, παίρνοντας τσιτάτα από
το μενσεβίκο Μάσλοφ, τις παλιές φιλελεύθερες αντιλήψεις των μενσεβίκων
με τις παραθέσεις αυτές πάει να παρουσιάσει σαν κάτι νέο την
οπισθοδρομικότητα της Ρωσίας και από την καινούργια αυτή ιδέα βγάζει το
παλιό αυτό συμπέρασμα, πως σε μιαν αστική επανάσταση δε μπορούμε να
τραβήξουμε μακρύτερα από την αστική τάξη! Κι αυτό, παρ’ όλα όσα είπανε ο
Μαρξ και ο Έγκελς, συγκρίνοντας την αστική επανάσταση του 1789-1793 στη
Γαλλία με την αστική επανάσταση του 1848 στη Γερμανία!
Προτού περάσουμε στο κύριο «επιχείρημα»
και στο ουσιαστικό περιεχόμενο της «οικονομικής ανάλυσης» του Κάουτσκι,
ας δούμε την περίεργη σύγχυση ιδεών και την έλλειψη σκέψης του συγγραφέα
που φαίνεται κιόλας από τις πρώτες φράσεις:
«Η οικονομική βάση της Ρωσίας» προφητεύει ο “θεωρητικός”μας, «είναι
και σήμερα ακόμα η γεωργία και ιδιαίτερα η μικρή αγροτική παραγωγή. Απ’
αυτή ζουν τα τέσσερα πέμπτα, για να μην πούμε τα πέντε έκτα του
πληθυσμού», (σ. 45). Πρώτα – πρώτα, αγαπητέ θεωρητικέ, σκεφτήκατε
καθόλου τον αριθμό των εκμεταλλευτών που βρίσκονται ανάμεσα σ’ αυτή τη
μάζα των μικροπαραγωγών; Ούτε το ένα δέκατο βέβαια κι ακόμα λιγότερο
στις πόλεις, όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η μεγάλη παραγωγή. Πάρτε
ακόμα και τον πιο απίθανο αριθμό και υποθέστε ότι οι εκμεταλλευτές που
χάνουνε το δικαίωμα ψήφου είναι το ένα πέμπτο των μικροπαραγωγών. Ακόμα
και τότε θα δείτε πως τα 66 % μπολσεβίκοι στο πέμπτο συνέδριο των Σοβιέτ
αντιπροσωπεύανε την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πρέπει ακόμα να
προσθέσουμε σ’ αυτό, ότι ένα σημαντικό ποσοστό Εσέροι της αριστεράς
είτανε πάντοτε υπέρ της εξουσίας των Σοβιέτ. (Κατ’ αρχή, όλοι οι Εσέροι
της αριστεράς είτανε υπέρ της εξουσίας των Σοβιέτ). Κι όταν ένα μέρος
απ’ αυτούς ρίχτηκε στην περιπέτεια εκείνη με τις ταραχές του Ιούλη του
1918, δυο καινούργια κόμματα αποσπάστηκαν από το παλιό κόμμα: το κόμμα
των «λαϊκών κομμουνιστών» και το κόμμα των «επαναστατών κομμουνιστών»
(ανάμεσα στους Εσέρους της αριστεράς που αναδειχτήκανε από το παλιό
κόμμα στις πιο σπουδαίες κρατικές θέσεις μπορούμε να αναφέρουμε το Σαξ
από την πρώτη ομάδα και τον Κολεγκάγιεφ από τη δεύτερη). Συμπέρασμα: ο
ίδιος ο Κάουτσκι ανασκεύασε, ώ! εντελώς άθελα του, το γελοίο αυτό θρύλο,
πως οι μπολσεβίκοι έχουν μαζί τους μονάχα τη μειοψηφία του πληθυσμού.
Σκεφτήκατε έπειτα, αγαπητέ μου
θεωρητικέ, ότι ο μικροπαραγωγός χωριάτης αμφιταλαντεύεται αναγκαστικά
ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη; Αυτή τη
μαρξιστική αλήθεια την επικυρωμένη απ’ όλη τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία
ο Κάουτσκι την «ξέχασε» πάρα πολύ έγκαιρα, γιατί κονιορτοποιεί όλη την
ανανεωμένη απ’ αυτόν μενσεβίκικη «θεωρία».
Αν ο Κάουτσκι δεν το είχε ξεχάσει
αυτό, πώς θα μπορούσε ν’ αρνηθεί την αναγκαιότητα της δικτατορίας του
προλεταριάτου σε μια χώρα όπου επικρατούν οι μικροπαραγωγοί;
Ας εξετάσουμε τώρα το ουσιαστικό περιεχόμενο της «οικονομικής ανάλυσης» του θεωρητικού μας.
Ότι η σοβιετική εξουσία είναι δικτατορία, αυτό είναι αδιαφιλονίκητο, λέει ο Κάουτσκι. «Είναι όμως η δικτατορία του προλεταριάτου;», (σ. 34). «Σύμφωνα
με το σοβιετικό Σύνταγμα, οι χωρικοί που αποτελούνε την πλειοψηφία του
πληθυσμού, έχουνε δικαίωμα συμμετοχής στη νομοθεσία και στη διοίκηση.
Ό,τι μας δίνουν λοιπόν για δικτατορία του προλεταριάτου, αν αυτή θα
μπορούσε να εφαρμοστεί με συνέπεια κι αν γενικά μια τάξη μπορούσε να
ασκήσει άμεσα τη δικτατορία, πράγμα που είναι δυνατό μονάχα σ’ ένα
κόμμα, δε θάτανε τίποτ’ άλλο από δικτατορία της αγροτιάς», (σ. 35).
Και, καταγοητευμένος ο αγαθός Κάουτσκι από έναν τόσο βαθύ και τόσο πνευματώδη συλλογισμό, το ρίχνει στην ειρωνεία: «Απ’
αυτό βγαίνει, πως το ασφαλέστερο μέσο να φτάσουμε χωρίς κλονισμούς στην
πραγματοποίηση του σοσιαλισμού, θα είτανε να τον εμπιστευθούμε στα
χέρια των χωρικών», (σ. 35).
Με πλήθος από λεπτομέρειες και εξαιρετικά
σοφές, περικοπές από το μισοφιλελεύθερο Μάσλοφ, παρουσιάζει ο
θεωρητικός μας την καινούργια αυτή ιδέα, πως οι χωρικοί δηλαδή
ενδιαφέρονται να είναι πάνω η τιμή του σταριού και να διατηρείται σε
χαμηλά επίπεδα ο μισθός των εργατών κτλ. κτλ. Η έκθεση τόσο πρωτότυπων
ιδεών προκαλεί τόσο μεγαλύτερη πλήξη, όσο ο συγγραφέας δίνει, μικρότερη
προσοχή στα πραγματικά νέα φαινόμενα που βγαίνουν απ’ τον πόλεμο, δηλαδή
λ. χ. ότι οι χωρικοί ζητάνε σ’ αντάλλαγμα του σταριού τους όχι λεφτά,
μα εμπορεύματα, ότι οι χωρικοί στερούνται από εργαλεία που είναι αδύνατο
να τα βρουν σ’ οποιαδήποτε τιμή. Θα ξαναγυρίσουμε πάνω σ’ αυτό.
Έτσι λοιπόν κατηγορεί ο Κάουτσκι
το κόμμα του προλεταριάτου, τους μπολσεβίκους, ότι αναθέσανε τη
δικτατορία, ότι αναθέσανε το καθήκον της πραγματοποίησης του σοσιαλισμού
στα χέρια της μικροαστικής αγροτιάς. Θαυμάσια, κύριε Κάουτσκι! Αλλά,
σύμφωνα με τη φωτισμένη γνώμη σας, ποιά θάπρεπε λοιπόν να είταν η στάση
ενός προλεταριακού κόμματος απέναντι στη μικροαστική αγροτιά;
Εδώ ο θεωρητικός προτίμησε να σωπάσει, γιατί θυμήθηκε φαίνεται την παροιμία: «Τα λόγια είναι ασήμι, αλλά η σιωπή χρυσάφι». Όμως προδόθηκε από την παρακάτω σκέψη:
«Στα πρώτα βήματα της Σοβιετικής
Δημοκρατίας, τα αγροτικά Σοβιέτ είτανε οργανώσεις της αγροτικής τάξης,
παρμένης στο σύνολο της. Τώρα η δημοκρατία αυτή διακηρύχνει ότι τα
Σοβιέτ είναι οργάνωση των προλεταρίων και των φτωχών χωρικών. Οι εύποροι
χωρικοί χάνουν το δικαίωμα εκλογής στα Σοβιέτ. Ο φτωχός χωρικός
θεωρείται εδώ σαν ένα μόνιμο και μαζικό προϊόν της αγροτικής
σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης κάτω από τη “δικτατορία του προλεταριάτου”», (σ. 43).
Τί δηκτική ειρωνεία! Θα την ακούσετε στη
Ρωσία από το στόμα του πρώτου τυχόντα αστού. Οι αστοί χαίρονται να
βλέπουν τη Σοβιετική Δημοκρατία ν’ αναγνωρίζει ανοιχτά την ύπαρξη φτωχών
χωρικών. Περιγελάνε το σοσιαλισμό. Δικαίωμά τους. Αλλά ο
«σοσιαλιστής» που βρίσκει θέμα να γελάσει επειδή, ύστερα από ένα
τετράχρονο πόλεμο από τους πιο καταστρεπτικούς, υπάρχουν σε μας –και θα
υπάρχουν για καιρό– φτωχοί χωρικοί, ένας τέτοιος «σοσιαλιστής» μονάχα σ’
ένα περιβάλλον από αποστάτες μπορούσε να γεννηθεί.
Ακούστε τη συνέχεια:
«…Η Σοβιετική Δημοκρατία επεμβαίνει
το δίχως άλλο στις σχέσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς χωρικούς,
όχι όμως χωρίς να προχωρήσει σε μια νέα διανομή της γής. Για να
αντιμετωπίσουν τις επισιτιστικές ανάγκες των κατοίκων των πόλεων
στέλνουν στα χωριά αποσπάσματα από οπλισμένους εργάτες και παίρνουν με
τη βία από τους πλούσιους χωρικούς το περίσσευμα τους σε στάρι. Ένα
μέρος απ’ αυτό το στάρι πηγαίνει στους κατοίκους της πόλης, το άλλο
στους φτωχούς χωρικούς», (σ. 48).
Φυσικά, ο σοσιαλιστής και μαρξιστής
Κάουτσκι είναι βαθιά αγανακτισμένος με την ιδέα ότι ένα παρόμοιο μέτρο
μπορεί να επεκταθεί πέρα απ’ τα περίχωρα των μεγαλουπόλεων (και σ’ εμάς
απλώνεται σ’ ολόκληρη τη χώρα). Ο σοσιαλιστής και μαρξιστής Κάουτσκι
παρατηρεί αποφθεγματικά και με το αμίμητο, απαράμιλλο και υπέροχο φλέγμα
(ή βλακεία) του φιλισταίου: «…Αυτές οι απαλλοτριώσεις των
ευπόρων χωρικών φέρνουνε ένα καινούργιο στοιχείο αναταραχής και εμφύλιου
πολέμου στη λειτουργία της παραγωγής (…εμφύλιος πόλεμος στη «λειτουργία της παραγωγής» δεν είναι κιόλας κάτι το υπερφυσικό;…) που για να εξυγιανθεί έχει επείγουσα ανάγκη από ησυχία και ασφάλεια», (σ. 49).
Ναι, μάλιστα, η ησυχία και η
ασφάλεια των εκμεταλλευτών και των κερδοσκόπων του σταριού, που κρύβουν
το περίσσευμά τους, παραβιάζουν το νόμο για το μονοπώλιο των σιτηρών και
καταδικάζουνε στην πείνα τον πληθυσμό των πόλεων, ναι, για όλ’ αυτά έχει δίκιο ν’ αναστενάζει ο μαρξιστής και σοσιαλιστής Κάουτσκι και να χύνει πικρά δάκρυα. «Είμαστε όλοι μας σοσιαλιστές και μαρξιστές και διεθνιστές» φωνάζουν εν χορώ οι κύριοι Κάουτσκι, Χάινριχ Βέμπερ (Βιέννη), Λογκέ (Παρίσι), Μακντόναλ (Λονδίνο) κτλ. Είμαστε
όλοι μας υπέρ της επανάστασης της εργατικής τάξης, μονάχα …μονάχα με
τον όρο ότι δε θα διαταράξει την ησυχία και την ασφάλεια των κερδοσκόπων
του σταριού! Και την απύθμενη αυτή δουλοφροσύνη απέναντι στους
καπιταλιστές τηνέ σκεπάζουμε με τη «μαρξιστική» θεωρία για τη
«λειτουργία της παραγωγής»… Αν όλ’ αυτά είναι μαρξισμός, πως να
ονομάσουμε τότε τη δουλοπρέπεια απέναντι στην αστική τάξη;
Δείτε πάνω – κάτω πού καταλήγει ο
θεωρητικός μας. Κατηγορεί τους μπολσεβίκους πως θέλουν να παρουσιάσουν
τη δικτατορία των χωρικών για δικτατορία του προλεταριάτου. Ταυτόχρονα
μας κατηγορεί ότι φέρνουμε τον εμφύλιο πόλεμο στα χωριά (το θεωρούμε
αυτό τιμή μας), ότι στέλνουμε στα χωριά αποσπάσματα από οπλισμένους
εργάτες, που διακηρύχνουν ανοιχτά ότι εφαρμόζουν τη «δικτατορία του προλεταριάτου και των φτωχών χωρικών»
και βοηθάνε τους φτωχούς αυτούς χωρικούς να πάρουν από τους
κερδοσκόπους και τους πλούσιους χωρικούς το περίσσευμα του σταριού που
κρύβουν, παραβιάζοντας το νόμο για το μονοπώλιο των σιτηρών.
Από το ένα μέρος ο μαρξιστής μας
θεωρητικός είναι υπέρ της καθαρής δημοκρατίας, υπέρ της υποταγής της
επαναστατικής τάξης –οδηγητή των εργατών και των εκμεταλλευομένων– στην
πλειοψηφία τού πληθυσμού (κατά συνέπεια και στους εκμεταλλευτές). Από το
άλλο μέρος, πάει να μας αποδείξει τον αναπόφευκτο αστικό χαρακτήρα της
επανάστασης, κι αυτό γιατί η αγροτική τάξη στο σύνολό της τοποθετείται
στο επίπεδο των αστικών κοινωνικών σχέσεων. Ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι υπερασπίζει την ταξική προλεταριακή άποψη, τη μαρξιστική άποψη!
Αυτό δεν είναι «οικονομική ανάλυση», μα
χάος και σύγχυση που δε μπορεί να γίνει χειρότερη. Αντί για μαρξισμό,
μας δίνει ψίχουλα από φιλελεύθερες θεωρίες και άφθονη δουλικότητα
απέναντι στην αστική τάξη και τους κουλάκους.
Το ζήτημα που μπέρδεψε έτσι ο Κάουτσκι το είχαν κατά βάθος ξεκαθαρίσει οι μπολσεβίκοι από το 1905. Ναι,
η επανάσταση μας είναι αστική, όσο βαδίζουμε μαζί με την αγροτιά στο
σύνολο της. Αυτό το ξέραμε πολύ καλά και τόχουμε επαναλάβει εκατοντάδες
και χιλιάδες φορές από το 1905. Ποτέ δεν προσπαθήσαμε, ούτε να πηδήξουμε
τον αναγκαίο αυτό σταθμό της ιστορικής εξέλιξης, ούτε να τον
καταργήσουμε με διατάγματα.Καταβάλλοντος κάθε προσπάθεια να μας
«συγχύσει» στο σημείο αυτό, ο Κάουτσκι φανερώνει μόνο τη σύγχυση των
ιδεών του και το φόβο του να θυμηθεί αυτά που είχε γράψει στα 1905, τότε
που δεν είταν ακόμα αποστάτης.
Από το μήνα Απρίλη του 1917, πολύ
πριν από την επανάσταση του Οκτώβρη και την κατάληψη της εξουσίας από
μας, λέγαμε ανοιχτά και εξηγούσαμε στο λαό: Τώρα η επανάσταση δε θα
μπορέσει να σταματήσει εκεί γιατί η χώρα άνοιξε δρόμο, ο καπιταλισμός
πήγε μπροστά, η καταστροφή πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις, που θα απαιτήσει
είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε μια μεγαλύτερη πρόοδο, ως το
σοσιαλισμό. Γιατί δεν υπάρχει άλλο μέσο να πάει μπροστά, να
σωθεί, η εξαντλημένη από τον πόλεμο χώρα και να ανακουφιστούν τα βάσανα
των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων –δεν υπάρχει άλλο μέσο.
Όλα γίνανε ακριβώς όπως τα είχαμε
προβλέψει. Η πορεία της επανάστασης επικύρωσε την ορθότητα των σκέψεών
μας. Στην αρχή, μαζί με «ολόκληρη» την αγροτιά ενάντια στη μοναρχία,
ενάντια στους μεγαλογαιοκτήμονες, ενάντια στη φεουδαρχία (και σ’ αυτό η
επανάσταση μένει αστική, αστικοδημοκρατική). Ύστερα, με τη φτωχή
αγροτιά, με το μισοπρολεταριάτο, μαζί με όλους τους εκμεταλλευόμενους
ενάντια στον καπιταλισμό, μαζί και τους πλούσιους χωρικούς, τους
μαυραγορίτες, τους κερδοσκόπους· και η επανάσταση γίνεται σοσιαλιστική. Να
προσπαθήσεις να ορθώσεις τεχνητά ένα σινικό τείχος ανάμεσα στη μια και
την άλλη, να τις χωρίσεις τη μια από την άλλη διαφορετικά και όχι από το
βαθμό προετοιμασίας του προλεταριάτου και το βαθμό της ένωσής του με
τους φτωχούς του χωριού, είναι σα να παραμορφώνεις στο έπακρο το
μαρξισμό, σα να τον εκφυλίζεις και να τον αντικατασταίνείς με το
φιλελευθερισμό. Αυτό καταντάει σα να θέλεις, με ψευτοεπιστημονικές
επικλήσεις στον προοδευτικό χαρακτήρα της αστικής τάξης σε σχέση με τη
φεουδαρχία, να εξυπηρετήσεις την αντίδραση, υπερασπίζοντας την αστική
τάξη απέναντι, στο σοσιαλιστικό προλεταριάτο.
Εξ άλλου, αν τα Σοβιέτ παρουσιάζουν μια μορφή και έναν τύπο ασύγκριτα ανώτερο από το δημοκρατισμό,είναι
γιατί, οργανώνοντας και τραβώντας στην πολιτική τη μάζα των εργατών και
των χωρικών, είναι ο πιο κοντινός στο «λαό» θεσμός, με την έννοια που
μιλούσε ο Μαρξ στα 1871 για την αληθινά λαϊκή επανάσταση, και παρέχουν
το πιο ευαίσθητο βαρόμετρο της ανάπτυξης των μαζών, της αύξησης της
πολιτικής τους ωριμότητας, της ταξικής τους ωριμότητας. Το Σοβιετικό
Σύνταγμα δε γράφτηκε σύμφωνα μ’ ένα «σχέδιο», δε συντάχτηκε πάνω σ’ ένα
γραφείο και δεν επιβλήθηκε στους εργάτες από τους αστούς νομικούς. Όχι,
το Σύνταγμά μας βγήκε από την ίδια την εξέλιξη της πάλης των τάξεων στο
μέτρο που ωρίμαζαν οι ταξικοί ανταγωνισμοί. Την απόδειξη γι’ αυτό μας τη
δίνουν ίσα – ίσα τα ίδια τα γεγονότα, που είναι αναγκασμένος να
αναγνωρίσει ο Κάουτσκι.
Στην αρχή, τα Σοβιέτ
συγκεντρώνανε στις γραμμές τους την αγροτική τάξη στο σύνολό της. Η
έλλειψη κουλτούρας, η καθυστέρηση και η αμάθεια των φτωχών χωρικών,
άφηναν τη διεύθυνση στα χέρια των κουλάκων, των πλουσίων, των
καπιταλιστών, της μικροαστικής τάξης, των μικροαστών διανοουμένων. Είταν
η εποχή της κυριαρχίας της μικροαστικής τάξης, των μενσεβίκων και των
σοσιαλεπαναστατών (για να τους παίρνει κανείς για σοσιαλιστές πρέπει να
είναι βλάκας ή αποστάτης σαν τον Κάουτσκι).
Αναγκαστικά κι αναπόφευκτα η
μικροαστική τάξη ταλαντευότανε ανάμεσα στη δικτατορία της αστικής τάξης
(Κερένσκι, Κορνίλοφ, Σαβίνκοφ) και τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Γιατί, η μικροαστική τάξη, από τους βασικούς χαρακτήρες της οικονομικής
της κατάστασης, είναι ανίκανη για κάθε ανεξάρτητη δράση. Ας
ειπωθεί παρεκβατικά, πως ο Κάουτσκι απαρνιέται ολότελα το μαρξισμό όταν,
στην ανάλυση του για τη ρωσική επανάσταση, επιμένει στη νομική και
τυπική έννοια «δημοκρατία», που επιτρέπει βέβαια στην αστική τάξη να
μασκάρει την κυριαρχία της και να εξαπατά τις μάζες, ξεχνώντας πως
δημοκρατία σημαίνει πραγματικά πότε δικτατορία της αστικές τάξης, πότε
ανίσχυρο μεταρρυθμισμό της μικροαστικής τάξης που υποτάσσεται σ’ αυτή τη
δικτατορία κτλ. Απ’ αυτό θα μπορούσε να βγει το συμπέρασμα, κατά τον
Κάουτσκι, πως σε μια καπιταλιστική χώρα υπάρχουν αστικά κόμματα, ένα
προλεταριακό κόμμα (οι μπολσεβίκοι) που σέρνει πίσω του την πλειοψηφία,
τη μάζα του προλεταριάτου, μα πως δεν υπάρχουν μικροαστικά κόμματα! Οι
μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες δεν είχαν τάχα ταξικές ρίζες, ρίζες
μέσα στη μικροαστική τάξη!
Οι δισταγμοί της μικροαστικής
τάξης, των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών, διαφωτίσανε τις μάζες
και απομακρύνανε την τεράστια πλειοψηφία τους, ολόκληρη τη «βάση» τους,
όλους τους προλετάριους και μισοπρολετάριους, από τέτοιους «αρχηγούς».
Στα Σοβιέτ επικράτησαν οι μπολσεβίκοι (στην Πετρούπολη και στη
Μόσχα γύρω στον Οκτώβρη του 1917), ενώ το σχίσμα ανάμεσα στους
σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους μεγάλωνε.
O θρίαμβος της μπολσεβίκικης
επανάστασης σημείωνε το τέλος των δισταγμών, εξασφάλιζε την ολοκληρωτική
καταστροφή της μοναρχίας και της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας, που πριν
από την επανάσταση του Οκτώβρη δεν είχε ακόμα καταστραφεί. Φέραμε
την αστική επανάσταση στο τέλος της. Ολόκληρη η αγροτική μάζα βάδισε
πίσω μας. Η αντίθεσή της με το σοσιαλιστικό προλεταριάτο δεν είτανε
δυνατό να εκδηλωθεί αμέσως. Τα Σοβιέτ συγκεντρώνανε τότε την αγροτική
τάξη γενικά. Η ταξική διαφοροποίηση στους κόλπους της αγροτικής τάξης
δεν είχε ακόμα ωριμάσει, δεν είχε ακόμα εξωτερικευτεί.
Η πορεία αυτή αναπτύχθηκε το καλοκαίρι
και το φθινόπωρο του 1918. Η αντεπαναστατική εξέγερση των Τσεχοσλοβάκων
αφύπνισε τους κουλάκους. Απ’ όλη τη Ρωσία πέρασε ένα κύμα από εξεγέρσεις
των κουλάκων. Ούτε απ’ τα βιβλία, ούτε από τις εφημερίδες, μα από τη
ζωή μαθαίνουν οι φτωχοί χωρικοί πως τα συμφέροντα τους δε συμβιβάζονται
με τα συμφέροντα των κουλάκων, των πλουσίων, της αγροτικής
μπουρζουαζίας.
Οι «σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς», σα
μικροαστικό κόμμα που είτανε, καθρεφτίζανε τους δισταγμούς των μαζών και
ακριβώς το καλοκαίρι του 1918 διασπάστηκαν: ένα μέρος απ’ αυτούς πήγε
με τους Τσεχοσλοβάκους (στάση της Μόσχας, κατά την οποία ο Προχιάν που
έγινε για μια ώρα κύριος του τηλεγραφείου πληροφόρησε τη Ρωσία για την
ανατροπή των μπολσεβίκων· έπειτα, προδοσία του Μουράβιεφ, διοικητή της
στρατιάς που πολεμούσε τους Τσεχοσλοβάκους, κτλ.)· ένα άλλο μέρος έμεινε
πιστό στους μπολσεβίκους. Η ολοένα και οξύτερη κρίση του επισιτισμού
στις πόλεις έκανε να μπαίνει ολοένα και πιο επιτακτικά το πρόβλημα του
μονοπωλίου των σιτηρών, που ξέχασε ολότελα ο θεωρητικός μας στην
οικονομική του ανάλυση, επαναλαμβάνοντας τους παλιούς αφορισμούς που
βρήκε εδώ και δέκα χρόνια στο Μάσλοφ.
Το παλιό αστικοτσιφλικάδικο κράτος, καθώς
επίσης και το λαϊκοδημοκρατικό κράτος, έστελνε στα χωριά ένοπλα
αποσπάσματα που βρισκόντανε πραγματικά στη διάθεση της αστικής τάξης.
Αυτό ο κ. Κάουτσκι το αγνοεί! Δε βλέπει καθόλου σ’ αυτό «δικτατορία της
αστικής τάξης» –πού τέτοιο πράγμα! Πρόκειται για «καθαρή δημοκρατία»,
προ παντός αφού επικυρώνεται κι από ένα αστικό κοινοβούλιο! Ότι ο
Αφξέντιεφ και ο Σ. Μάσλοφ, σε συμφωνία με τους Κερένσκι, Τσερετέλλι και
άλλά στοιχεία του σοσιαλεπαναστατικού και μενσεβίκικου ωραιόκοσμου,
συλλάβανε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1917 τα μέλη των αγροτικών
επιτροπών, γι’ αυτό ο Κάουτσκι δεν «άκουσε καθόλου να γίνεται λόγος»· για όλα αυτά δε βγάζει λέξη!
Αυτό συμβαίνει γιατί το αστικό
κράτος, που εφαρμόζει τη δικτατορία της αστικής τάξης διαμέσου της
λαϊκής δημοκρατίας, δε μπορεί να ομολογήσει μπροστά στο λαό ότι υπηρετεί
την αστική τάξη, δε μπορεί να πει την αλήθεια, είναι υποχρεωμένο να
υποκρίνεται.
Αντίθετα, το κράτος του τύπου της
Κομμούνας, το σοβιετικό κράτος, λέει καθαρά και ξάστερα στο λαό την
αλήθεια, διακηρύχνοντας πως είναι δικτατορία του προλεταριάτου και των
φτωχών χωρικών και ίσα – ίσα η ειλικρινής αυτή ομολογία φέρνει κοντά του
δεκάδες εκατομμύρια καινούργιους πολίτες, που καταπιέζονται αδιάφορο
κάτω από ποια λαϊκή δημοκρατία και που με τα Σοβιέτ παίρνουνε μέρος στην
πολιτική, στη δημοκρατία, στη διοίκηση του κράτους. Η σοβιετική
δημοκρατία στέλνει στα χωριά αποσπάσματα από οπλισμένους εργάτες,
διαλεγμένους πρώτα – πρώτα ανάμεσα στους πιο προχωρημένους από τις
πρωτεύουσες.
Οι εργάτες αυτοί φέρνουν το σοσιαλισμό
στο χωριό, τραβάνε κοντά τους τη φτωχή αγροτιά, την οργανώνουν, τη
μορφώνουν και τη βοηθάνε να σπάσει την αντίσταση της αστικής τάξης.
Όλοι όσοι παρακολουθούν το ζήτημα κ’
έχουν περάσει από την επαρχία, λένε πως μονάχα τώρα, καλοκαίρι και
φθινόπωρο του 1918, κάνουν τα χωριά μας την «επανάσταση του Οκτώβρη»,
δηλαδή την προλεταριακή. Τα πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Το κύμα από
εξεγέρσεις των κουλάκων παραχωρεί τη θέση του στην εξόρμηση των φτωχών
χωρικών, στην αύξηση των «επιτροπών φτωχών χωρικών». Βλέπουμε
ν’ αυξάνει στο στρατό ο αριθμός των κομμισάριων αξιωματικών, διοικητών
μεραρχιών και στρατιών που βγήκαν μεσ’ από τους εργάτες.
Ενώ ο Κάουτσκι, τρομαγμένος από την κρίση
του Ιούλη (1918) και τις φωνές της αστικής τάξης, τρέχει πηδώντας πίσω
της και γράφει ολόκληρη μπροσούρα διαποτισμένη απ’ την ιδέα πως οι
μπολσεβίκοι βρίσκονται στις παραμονές τις ανατροπής τους από τους
χωρικούς, ενώ βλέπει στην αποσκίρτηση των σοσιαλεπαναστατών της
αριστεράς ένα «στένεμα» (σ. 39) του κύκλου εκείνων που υποστηρίζουνε
τους μπολσεβίκους, την ίδια στιγμή πλαταίνει ατέλειωτα ο πραγματικός
κύκλος των οπαδών του μπολσεβικισμού, αφού δεκάδες και δεκάδες
εκατομμύρια φτωχοί χωρικοί απαλλαγμένοι πια απ’ την κηδεμονία και την
επιρροή των κουλάκων και της αγροτικής μπουρζουαζίας, τραβιούνται στην
ανεξάρτητη πολιτική ζωή.
Χάσαμε εκατοντάδες
σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, διανοούμενους χωρίς χαρακτήρα,
κερδοσκόπους του χωριού, καταχτήσαμε όμως εκατομμύρια αντιπροσώπους της
φτωχής αγροτιάς.[6]
Ένα χρόνο μετά την προλεταριακή
επανάσταση στις πρωτεύουσες, ξέσπασε κάτω από την επίδρασή της και με τη
συνδρομή της, η προλεταριακή επανάσταση στα πιο απομακρυσμένα χωριά. Η
σοβιετική εξουσία και ο μπολσεβικισμός βγήκαν απ’ αυτήν οριστικά
στερεωμένοι και αποδείχτηκε οριστικά ότι δεν υπάρχει πια μέσα σ’
ολόκληρη τη χώρα δύναμη ικανή να μας κλονίσει.
Αφού τέλειωσε την αστικοδημοκρατική
επανάσταση μαζί με την αγροτική τάξη γενικά, το προλεταριάτο της Ρωσίας
πέρασε οριστικά στη σοσιαλιστική επανάσταση, καταφέρνοντας να
διαφοροποιήσει το χωριό, να τραβήξει με το μέρος του τους αγροτικούς
προλετάριους και μισο-προλετάριους και να τους συνασπίσει ενάντια στους
κουλάκους και την αστική τάξη, μαζί και την αγροτική αστική τάξη.
Αν το μπολσεβίκικο προλεταριάτο
στις πρωτεύουσες και στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα δεν είχε κατορθώσει
να συνασπίσει γύρω του τους φτωχούς του χωριού και να τους ξεσηκώσει
ενάντια στους πλούσιους χωρικούς, τότε θα είχαμε την απόδειξη πως η
Ρωσία δεν είταν «ώριμη» για τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε η
αγροτική τάξη θάμενε «μια», δηλαδή θάμενε κάτω από την οικονομική,
πολιτική και ηθική κυριαρχία των κουλάκων, των πλουσίων, της αστικής
τάξης, τότε δε θάβγαινε απ’ τα όρια της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.
Αλλά, ας ειπωθεί μέσα σε παρένθεση, αυτό και πάλι δε θα απόδειχνε πως το
προλεταριάτο δεν έπρεπε να καταλάβει την εξουσία, γιατί μόνο το
προλεταριάτο έφερε πραγματικά την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως το
τέρμα της εξέλιξής της, μόνο το προλεταριάτο έκανε μια σοβαρή προσπάθεια
να επισπεύσει την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, μόνο το
προλεταριάτο δημιούργησε το σοβιετικό κράτος, δεύτερο σταθμό μετά την
Κομμούνα, στο δρόμο για το σοσιαλιστικό κράτος.
Από το άλλο μέρος, αν το
μπολσεβίκικο προλεταριάτο δεν ήξερε να περιμένει τη διαφοροποίηση των
τάξεων στο χωριό, αν δεν ήξερε να την προετοιμάσει, ούτε να την
πραγματοποιήσει, και αν προσπαθούσε, πριν από τον Οκτώβρη-Νοέμβρη 1917,
να «διατάξει» τον εμφύλιο πόλεμο ή την «εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού»
στις αγροτικές περιφέρειες, αν δοκίμαζε να απαλλαγεί απ’ την προσωρινή
συμμαχία με την αγροτική τάξη γενικά, χωρίς να κάνει ορισμένες
παραχωρήσεις στο μεσαίο χωρικό, κτλ., αυτό τότε θάτανε ένας
μπλανκιστικός τρόπος παραμόρφωσης του μαρξισμού, θάταν μια απόπειρα της
μειοψηφίας να επιβάλει τη θέληση της στην πλειοψηφία, θάτανε
θεωρητικός παραλογισμός και θάταν σα να μη καταλαβαίνουμε ότι η αγροτική
επανάσταση είναι κι αυτή ακόμα μια αστική επανάσταση και πως χωρίς μια
σειρά από μεταβατικές βαθμίδες είναι αδύνατο να την μετατρέψουμε σε
σοσιαλιστική επανάσταση σε μια καθυστερημένη χώρα.
Σ’ αυτό το εξαιρετικά σοβαρό θεωρητικό
και πολιτικό ζήτημα ο Κάουτσκι μπέρδεψε τα πάντα, ενώ στην πράξη
αποδείχτηκε απλός λακές της αστικής τάξης, που για να την ευχαριστήσει
ουρλιάζει εναντίον της δικτατορίας του προλεταριάτου.
* * *
Ο Κάουτσκι μπέρδεψε ίσως ακόμα
περισσότερο κ’ ένα άλλο ζήτημα από τα πιο ενδιαφέροντα και σοβαρά,
δηλαδή αν τέθηκε καλά κατ’ αρχήν κι αν εφαρμόστηκε όπως έπρεπε έπειτα το
νομοθετικό έργο της Σοβιετικής Δημοκρατίας σχετικά με το αγροτικό
ζήτημα, στο δυσκολότερο και ταυτόχρονα σπουδαιότερο αυτό μέρος της
σοσιαλιστικής μεταβολής. Θα είμασταν άπειρα ευγνώμονες σε κάθε μαρξιστή
της Δύσης που, αφού λάβαινε γνώση, τουλάχιστο των κυριότερων
ντοκουμέντων, θάκανε την κριτική της πολιτικής μας, γιατί θα πρόσφερε
έτσι σε μας μια τεράστια υπηρεσία και θα βοηθούσε από το άλλο μέρος την
επανάσταση που ωριμάζει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μα αντί για κριτική, ο
Κάουτσκι μάς προσφέρει ένα απίθανο θεωρητικό κομφούζιο, που μεταμορφώνει
το μαρξισμό σε φιλελευθερισμό, ενώ στα πρακτικά ζητήματα καταφεύγει σε
στείρες, χολιασμένες και φιλισταϊκές επιθέσεις ενάντια στους
μπολσεβίκους. Ας κρίνει μόνος του ο αναγνώστης:
«Η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία δεν
είτανε δυνατό να διατηρηθεί. Από την πρώτη μέρα κιόλας έγινε φανερό πως
είτανε καταδικασμένη από την επανάσταση. Είταν ανάγκη να δοθεί στον
αγροτικό πληθυσμό…». Αυτό δεν είναι σωστό, κ. Κάουτσκι:
αντικατασταίνετε ό,τι είναι φανερό για σας με κείνο που οι διάφορες
τάξεις σκέφτονται γι’ αυτό το ζήτημα. Η ιστορία της επανάστασης απόδειξε
πως η κυβέρνηση συνασπισμού αστών, μικροαστών, μενσεβίκων και Εσέρων
είχε σαν πολιτική της τη διατήρηση της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας. Η
καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ο νόμος του Σ. Μάσλοφ και η σύλληψη των
μελών των αγροτικών επιτροπών. Χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου,
δε θα μπορούσε ποτέ να νικήσει ο «αγροτικός πληθυσμός» τον ενωμένο με
τον καπιταλιστή γαιοκτήμονα.
«…Αλλά με ποια μορφή θα γινόταν, δεν υπήρχε καμιά ομοφωνία πάνω σ’ αυτό. Διάφορες λύσεις προτάθηκαν…»
(Ο Κάουτσκι ενδιαφέρεται προπαντός για την «ομοφωνία» των σοσιαλιστών,
όποιοι κι αν είναι αυτοί που διεκδικούν αυτό τον τίτλο. Ότι όμως οι
βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας πρέπει αναγκαστικά να
ζητήσουν διαφορετικές λύσεις, αυτό το ξεχνάει,…).
«…Από σοσιαλιστική άποψη, η
λογικότερη λύση θάτανε να μετατραπούν οι μεγάλες επιχειρήσεις σε κρατική
ιδιοκτησία και να ανατεθεί στους χωρικούς, που ως τότε απασχολούνταν
εκεί σα μισθωτοί εργάτες, η καλλιέργεια των μεγάλων ιδιοκτησιών με μορφή
συνεταιρισμών. Αλλά η λύση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη αγροτικών
εργατών και τέτοιοι εργάτες δεν υπάρχουν στη Ρωσία. Μια άλλη λύση θάτανε
η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία να μετατραπεί σε κρατική ιδιοκτησία και να
μοιραστεί σε μικρούς κλήρους που θα μπορούσαν να νοικιάσουν οι ακτήμονες
χωρικοί· θάχαμε ακόμα κ’ έτσι κάποιο βαθμό σοσιαλισμού…».
Ο Κάουτσκι ξενοιάζει όπως πάντα με το
περίφημο: Πρέπει κανείς ν’ αναγνωρίσει χωρίς ν’ αναγνωρίσει
αναγνωρίζοντας. Παίρνει διάφορες λύσεις και τις βάζει τη μια πάνω στην
άλλη, χωρίς να ρωτήσει –που είναι το μόνο σωστό και το μόνο μαρξιστικό
–ποιοι πρέπει να είναι οι σταθμοί απ’ όπου θα περάσουμε για να φτάσουμε
από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, κάτω απ’ αυτούς ή εκείνους τους
ιδιαίτερους όρους. Στη Ρωσία υπάρχουν αγροτικοί εργάτες, λίγοι βέβαια,
κι ο Κάουτσκι δεν έθιξε το ζήτημα που τέθηκε από την εξουσία των Σοβιέτ,
πως θα περάσουμε δηλαδή στην κοινή και συνεταιριστική καλλιέργεια. Το πιο περίεργο όμως είναι που ο Κάουτσκι θέλει να βλέπει «ορισμένο βαθμό σοσιαλισμού»
στην εκμίσθωση μικρών κλήρων γης. Πρόκειται στο βάθος για ένα
μικροαστικό σύνθημα, που δεν έχει καμιά σχέση με το σοσιαλισμό. Αν το
«κράτος» που εκμισθώνει τη γη δεν είναι κράτος του τύπου της Κομμούνας,
μα μια αστικοκοινοβουλευτική δημοκρατία (όπως το υποθέτει πάντοτε ο
Κάουτσκι), τότε η εκμίσθωση της γης με μικρούς κλήρους δε μπορεί να
είναι άλλο από μια τυπική φιλελεύθερη μεταρρύθμιση.
Ότι η σοβιετική εξουσία κατάργησε κάθε
ιδιοκτησία της γης, ο Κάουτσκι δε βγάζει λέξη γι’ αυτό. Ακόμα χειρότερα.
Αναφέροντας τα διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας, επιδίδεται σε μιαν
απίστευτη λαθροχειρία έτσι που να παραλείπει το ουσιαστικό.
Αφού αποφάνθηκε ότι η «μικρή παραγωγή δημιουργεί το απόλυτο δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής», ότι η Συντακτική είναι η «μόνη εξουσία»
που θα μπορούσε να εμποδίσει το μοίρασμα (άποψη που θα προκαλέσει τα
γέλια στη Ρωσία, γιατί όλος ο κόστος ξέρει πως οι εργάτες και οι χωρικοί
δεν αναγνωρίζουν παρά μόνο την εξουσία των Σοβιέτ, ενώ η Συντακτική
έχει γίνει το σύνθημα των Τσεχοσλοβάκων και των μεγαλογαιοκτημόνων), ο
Κάουτσκι εξακολουθεί:
«Ένα από τα πρώτα διατάγματα της σοβιετικής κυβέρνησης διακηρύχνει:
1) Η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία καταργήθηκε αμέσως χωρίς καμιάν αποζημίωση.
2) Τα κτήματα των μεγαλογαιοκτημόνων και τα κληροδοτήματα, τα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά κτήματα μαζί μ’ όλο τους το υλικό, έμψυχο και άψυχο, τα κτίριά τους και τα υποστατικά τους περνούν στις τοπικές αγροτικές επιτροπές των Σοβιέτ των αγροτικών αντιπροσώπων της περιφέρειας, ώσπου το αγροτικό ζήτημα να ρυθμιστεί από τη Συντακτική Συνέλευση».
2) Τα κτήματα των μεγαλογαιοκτημόνων και τα κληροδοτήματα, τα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά κτήματα μαζί μ’ όλο τους το υλικό, έμψυχο και άψυχο, τα κτίριά τους και τα υποστατικά τους περνούν στις τοπικές αγροτικές επιτροπές των Σοβιέτ των αγροτικών αντιπροσώπων της περιφέρειας, ώσπου το αγροτικό ζήτημα να ρυθμιστεί από τη Συντακτική Συνέλευση».
Ο Κάουτσκι αναφέρει μονάχα τις δυο αυτές παραγράφους και συμπεραίνει:
«Η παραπομπή στη Συντακτική έμεινε
νεκρό γράμμα. Στην πραγματικότητα, οι αγρότες των διαφόρων περιοχών
μπορούσαν να την κάνουνε τη γη ό,τι θέλανε», (σ. 47).
Ορίστε δείγματα της «κριτικής» του Κάουτσκι!
Νά μια «επιστημονική» εργασία, που
μοιάζει παράξενα με ψέμα. Υποβάλλουν στο Γερμανό αναγνώστη την ιδέα ότι
οι μπολσεβίκοι συνθηκολόγησαν με τους χωρικούς πάνω στο ζήτημα της
ατομικής ιδιοκτησίας της γης, ότι οι μπολσεβίκοι αφήσανε τους χωρικούς
να κάνουν ως και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες (στις διάφορες
περιοχές) ό,τι θέλουνε!
Στην πραγματικότητα, το διάταγμα που
εκδόθηκε στις 26 Οκτώβρη 1917, περιλαβαίνει όχι δυο μα πέντε άρθρα,
χώρια από τις οκτώ παραγράφους του «υπομνήματος», που λέγεται εκεί πως «πρέπει να χρησιμέψει σαν οδηγός».
Στο άρθρο 3 του διατάγματος λέγεται, ότι όλα τα κτήματα περνάνε στο «λαό» και πως πρέπει να γίνει «προσεκτική απογραφή όλων των δημευθέντων αγαθών» και να εξασφαλιστεί «αυστηρή επαναστατική φρούρηση».
Το «υπόμνημα» λέει, ότι «καταργείται για πάντα το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη», ότι «εδάφη που περιλαβαίνουν αγροτικές εκμεταλλεύσεις πολύ αναπτυγμένες απαλλάσσονται απ’ το μοίρασμα», ότι «όλο
το υλικό των γαιών που δημεύτηκαν, άψυχο και έμψυχο, περνάει δίχως
αποζημίωση στην αποκλειστική κυριότητα του κράτους ή της κοινότητας
ανάλογα με την έκταση ή την αξία των χωραφιών αυτών» και, τέλος, ότι «η γη στο σύνολο της αποτελεί μέρος της αγροτικής περιουσίας του λαού».
Έπειτα, τον ίδιον καιρό που αποφασίζονταν η διάλυση της Συντακτικής (5-1-1918), το 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ υιοθέτησε μια «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού», που αποτελεί τώρα μέρος του βασικού νόμου της Σοβιετικής Δημοκρατίας.
Το άρθρο II, παράγραφος Ι αυτής της Διακήρυξης αναφέρει ότι: «η ατομική ιδιοκτησία της γης καταργήθηκε» και ότι «τα πρότυπα αγροκτήματα και επιχειρήσεις γίνονται εθνική ιδιοκτησία».
Κατά συνέπεια, η παραπομπή στη Συντακτική
δεν έμεινε νεκρό γράμμα, γιατί ένα άλλο εθνικό αντιπροσωπευτικό σώμα,
με άπειρα μεγαλύτερο εθνικό κύρος για τους χωρικούς, επιφορτίστηκε να
ρυθμίσει το αγροτικό ζήτημα.
Έπειτα στις 6 (19) Φλεβάρη 1918,
δημοσιεύτηκε ο νόμος για την κοινωνικοποίηση της γης που, για μια ακόμα
φορά, επικυρώνει την κατάργηση κάθε ιδιοκτησίας πάνω στη γη, και
αναθέτει τη διαχείριση των γαιών και όλου του υλικού των ιδιωτικών
κτημάτων στις σοβιετικές αρχές, κάτω από τον έλεγχο της ομοσπονδιακής
σοβιετικής εξουσίας και θέτει σαν αντικείμενο της διαχείρισης των γαιών:
«την ανάπτυξη της κολεκτιβιστικής καλλιέργειας πιο συφερτικής από
την άποψη της οικονομίας της εργασίας και των προϊόντων, σε βάρος της
ατομικής καλλιέργειας, για να εξασφαλίσουμε το πέρασμα στη σοσιαλιστική
οικονομία», (άρθ. 11 § ε).
Θεσπίζοντας την ισότητα στην επικαρπία του εδάφους, ο νόμος απαντάει έτσι στην ερώτηση: «ποιός έχει το δικαίωμα να κατέχει γη;», (άρθ. 20): «Στο
έδαφος της Ομοσπονδιακής Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ρωσίας μπορούν να
κατέχουν κλήρους γης για την εξασφάλιση δημόσιων και προσωπικών αναγκών:
α) Για έργα εκπαίδευσης και μόρφωσης: 1. Το κράτος στο πρόσωπο των
οργάνων της σοβιετικής εξουσίας (ομοσπονδιακής, περιφερειακής,
επαρχιακής, διαμερίσματος, δήμου και κοινότητας): 2. Οι δημόσιοι
οργανισμοί (κάτω από τον έλεγχο και με την εξουσιοδότηση της τοπικής
σοβιετικής εξουσίας): β) Για σκοπούς αγροτικής εκμετάλλευσης: 3. Οι
αγροτικές κομμούνες. 4. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί. 5. Οι αγροτικές
κοινότητες. 6. Οι οικογένειες ή άτομα…»
Ο αναγνώστης βλέπει, ότι ο Κάουτσκι
διαστρέβλωσε ολότελα τα πράγματα και παρουσίασε στο γερμανό αναγνώστη
ολωσδιόλου ψεύτικα την αγροτική πολιτική και νομοθεσία του προλεταριακού
κράτους στη Ρωσία.
Όσο για τα σοβαρά και θεμελιώδη θεωρητικά προβλήματα, ο Κάουτσκι δεν ξέρει ούτε καν να τα θέσει.
Τα ζητήματα αυτά είναι:
1.Ισότητα στην επικαρπία του εδάφους και
2.Εθνικοποίηση της γης –και το ένα και το
άλλο ανταποκρίνονται στο σοσιαλισμό γενικά και στο πέρασμα από τον
καπιταλισμό στον κομμουνισμό ιδιαίτερα.
3.Κοινή καλλιέργεια της γης, σαν πέρασμα
από τη μικρή κομματιαστή εκμετάλλευση στη μεγάλη κολεκτιβιστική
εκμετάλλευση. Ο τρόπος που τέθηκε αυτό το ζήτημα στη σοβιετική νομοθεσία
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σοσιαλισμού;
Στο πρώτο ζήτημα, είναι αναγκαίο να
αποκαταστήσουμε προπαντός τα δυο ακόλουθα βασικά γεγονότα: α)
Λαβαίνοντας υπ’ όψη την πείρα του 1905 (παραπέμπω για παράδειγμα στο
έργο μου που καταπιάνεται με το αγροτικό ζήτημα στην πρώτη ρωσική
επανάσταση), υπογράμμιζαν οι μπολσεβίκοι τη σπουδαιότητα, από την άποψη
της προόδου και της δημοκρατικής επανάστασης, του συνθήματος της
ισότητας και, στα 1917, πριν από την επανάσταση του Οκτώβρη,
εξακολουθούν να την επαναλαβαίνουν· β) δημοσιεύοντας το νόμο για
την κοινωνικοποίηση της γης που «ψυχή» του είναι το σύνθημα της
ισότητας στην επικαρπία της γης οι μπολσεβίκοι διακηρύξανε με απόλυτη
ακρίβεια και καθαρότητα: η ιδέα αυτή δεν είναι δική μας, δεν είμαστε
σύμφωνοι μ’ αυτό το σύνθημα, όμως θεωρούμε χρέος μας να το εφαρμόσουμε,
γιατί είναι απαίτηση της τεράστιας πλειοψηφίας των χωρικών και οι ιδέες
και απαιτήσεις της πλειοψηφίας των εργαζομένων πρέπει να δοκιμάζονται
και να ξεπερνιούνται απ’ αυτούς τους ίδιους. Αυτά δε μπορείς ούτε να τα
καταργήσεις, ούτε να πηδήξεις από πάνω τους. Εμείς οι
μπολσεβίκοι θα βοηθήσουμε τους χωρικούς να εγκαταλείψουν τα μικροαστικά
συνθήματα για να περάσουν όσο το δυνατό ταχύτερα και ευκολότερα στα
σοσιαλιστικά συνθήματα.
Ένας θεωρητικός του μαρξισμού, που θα
ήθελε με την επιστημονική του ανάλυση να βοηθήσει την εργατική
επανάσταση, θάπρεπε να πει πρώτα-πρώτα αν είναι αλήθεια πως η ιδέα της
ισότητας στην επικαρπία της γης έχει επαναστατική δημοκρατική αξία από
την άποψη της ολοκλήρωσης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Έπειτα, οι
μπολσεβίκοι είχαν δίκιο να υποστηρίζουν με την ψήφο τους (και να
τηρούνε με τη μεγαλύτερη νομιμοφροσύνη) το μικροαστικό νόμο για την
ισότητα;
Ο Κάουτσκι δε μπόρεσε καν να δει που βρίσκεται θεωρητικά ο κόμπος του ζητήματος.
Δε θα μπορέσει ποτέ ν’ αρνηθεί ο
Κάουτσκι, ότι η ιδέα της ισότητας δεν έχει προοδευτική και επαναστατική
αξία στην αστικοδημοκρατική επανάσταση. Η επανάσταση αυτή δε μπορεί να
πάει πιο πέρα. Φτάνοντας ως το τέρμα, αποδείχνει μπροστά στις μάζες όλο
και πιο καθαρά, πιο γρήγορα και πιο εύκολα, την ανεπάρκεια των
αστικοδημοκρατικών λύσεων, την ανάγκη να βγούμε από το πλαίσιό τους και
να περάσουμε στο σοσιαλισμό.
Η αγροτιά που ανέτρεψε τον τσαρισμό και τους μεγαλογαιοκτήμονες, δεν ονειρεύεται άλλο από την ισότητα,και
καμιά δύναμη στον κόσμο δε θα μπορούσε να αντιταχτεί στους χωρικούς
τους απαλλαγμένους από τους γαιοκτήμονες και από το
αστικοκοινοβουλευτικό δημοκρατικό κράτος.
Οι προλετάριοι λένε στους
χωρικούς: θα σας βοηθήσουμε να φτάσετε ως τον «ιδεώδη» καπιταλισμό,
γιατί ισότητα στην επικαρπία του εδάφους είναι καπιταλισμός φτασμένος
στο ιδανικό του σημείο, από την άποψη του μικροπαραγωγού. Ταυτόχρονα θα
σας κάνουμε να δείτε την ανεπάρκεια αυτού του συστήματος και την ανάγκη
του περάσματος στην κολεκτιβιστική καλλιέργεια της γης.
Θάταν ενδιαφέρον να δούμε τί θάκανε ο
Κάουτσκι για να ανασκευάσει την ορθότητα μιας τέτοιας κατεύθυνσης στην
πάλη των χωρικών από μέρους του προλεταριάτου. Αλλά ο Κάουτσκι προτίμησε
ν’ αποφύγει το ζήτημα…
Έπειτα, ο Κάουτσκι εξαπάτησε αναίσχυντα
τους γερμανούς αναγνώστες αποκρύβοντας τους ότι στο νόμο για τη γη η
σοβιετική εξουσία έδοσε ξεκάθαρα την προτίμηση της στις κομμούνες και
στους συνεταιρισμούς, που τους βάζει στην πρώτη γραμμή.
Με την αγροτιά ως το τέλος της
αστικοδημοκρατικής επανάστασης, με τα φτωχά προλεταριακά και
μισοπρολεταριακά στοιχεία της αγροτιάς προς τη σοσιαλιστική επανάσταση!
Αύτη ήτανε η πολιτική των μπολσεβίκων κι αυτή είναι η μόνη μαρξιστική
πολιτική.
Απ’ όλα αυτά βγαίνει ένας κυκεώνας χωρίς
τέλος. Σημειώστε πως ο Κάουτσκι στα 1918 επιμένει πάνω στον αστικό
χαρακτήρα της ρωσικής επανάστασης. Ο Κάουτσκι στα 1918 φωνάζει: «Όχι πιο πέρα!». Και ο ίδιος αυτός Κάουτσκι βλέπει «κάποιο βαθμό σοσιαλισμού»
(για την αστική επανάσταση) στη μικροαστική μεταρρύθμιση, στην
εκμίσθωση μικρών κλήρων γης στους φτωχούς χωρικούς (δηλαδή σ’ ένα μέτρο
που πλησιάζει στην ισότητα!!).
Ας καταλάβει όποιος μπορεί!
Πέρα απ’ αυτό, ο Κάουτσκι, δείχνει φιλισταϊκή ανικανότητα να εκτιμήσει την πραγματική πολιτική ενός δοσμένου κόμματος.
Παραθέτει τις φράσεις του μενσεβίκου
Μάσλοφ, παραβλέποντας σκόπιμα την πραγματική πολιτική του μενσεβίκικου
κόμματος στα 1917 όταν σε «συνασπισμό» με τους γαιοκτήμονες και τους
Καντέ, εκθείαζε πραγματικά την αγροτική μεταρρύθμιση των φιλελευθέρων
και τη συνεννόηση με τους μεγαλογαιοκτήμονες (απόδειξη οι συλλήψεις
μελών των αγροτικών επιτροπών και το νομοσχέδιο του Σ. Μάσλοφ). Ο
Κάουτσκι δεν πρόσεξε, ότι η φράση του Π. Μάσλοφ για τον αντιδραστικό και
ουτοπιστικό χαρακτήρα της μικροαστικής ισότητας, στην πραγματικότητα
καμουφλάρει τη μενσεβίκικη πολιτική συνεννόησης ανάμεσα στους χωρικούς
και τους μεγαλογαιοκτήμονες (δηλαδή εξαπάτηση των χωρικών από τους
μεγαλογαιοκτήμονες) αντί για την επαναστατική ανατροπή των
μεγαλογαιοκτημόνων από τους χωρικούς.
Ωραίος «μαρξιστής» αυτός ο Κάουτσκι!
Οι μπολσεβίκοι ίσα – ίσα κάνανε
αυστηρή διάκριση ανάμεσα στην αστικοδημοκρατική και τη σοσιαλιστική
επανάσταση –φέρνοντας ως το τέλος την πρώτη, άνοιξαν την πόρτα στη
δεύτερη. Μόνη επαναστατική πολιτική, μόνη μαρξιστική πολιτική.
Ο Κάουτσκι χάνει τον καιρό του, επαναλαμβάνοντας τα σαλιαρίσματα των φιλελευθέρων. «Πουθενά
ακόμα και ποτέ, δεν περάσανε οι μικροκαλλιεργητές στην κολεκτιβιστική
παραγωγή κάτω από την επίδραση θεωρητικής προπαγάνδας», (σ. 50).
Πολύ έξυπνο!
Πουθενά και ποτέ οι μικροκαλλιεργητές μιας μεγάλης χώρας δε βρέθηκαν κάτω από την επίδραση ενός προλεταριακού κράτους.
Πουθενά και ποτέ οι
μικροκαλλιεργητές δεν κήρυξαν το φανερό ταξικό αγώνα των φτωχών χωρικών·
ενάντια στους πλούσιους, δηλαδή τον εμφύλιο πόλεμο μέσα στους κόλπους
της αγροτικής τάξης, με την υποστήριξη που έδοσε στους φτωχούς χωρικούς,
με την προπαγάνδα, την ιδεολογική, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική
βοήθεια, η προλεταριακή εξουσία.
Πουθενά και ποτέ δεν είχανε τόσο
θησαυρίσει με τον πόλεμο οι κερδοσκόποι και οι πλούσιοι και ποτέ η
εξαθλίωση της αγροτικής τάξης δεν είταν τόσο μεγάλη.
Ο Κάουτσκι επαναλαμβάνει τα ίδια τα
τριμένα τα παλιά, αναμασάει την παλιά βοσκή, τρομάζοντας ακόμα και να
σκεφτεί τα καινούργια καθήκοντα της προλεταριακής δικτατορίας.
Κι αν για τον κ. Κάουτσκι οι χωρικοί δεν
έχουν αρκετά εργαλεία για τη μικρή παραγωγή και το προλεταριακό κράτος
τους βοηθάει να προμηθευτούνε μηχανές για την κολεκτιβιστική καλλιέργεια
της γης, αυτό είναι «θεωρητική προπαγάνδα»;
Ας περάσουμε στο πρόβλημα της
εθνικοποίησης της γης. Οι λαϊκοί μας, μαζί και όλοι οι σοσιαλεπαναστάτες
της αριστεράς, αρνιούνται ότι αυτό που έγινε σε μας, είναι εθνικοποίηση
του εδάφους, πέφτοντας έτσι σε μια θεωρητική πλάνη. Στο μέτρο που
παραμένουμε στο πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής και του
καπιταλισμού, κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας της γης σημαίνει
εθνικοποίησή της. Η λέξη «κοινωνικοποίηση» δεν εκφράζει παρά μια τάση,
μιαν επιθυμία, την προετοιμασία για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Τότε, ποια πρέπει να είναι η στάση των μαρξιστών απέναντι στην εθνικοποίηση της γης;
Κ’ εδώ ο Κάουτσκι δεν ξέρει καν να θέσει
το θεωρητικό ζήτημα, ή –που είναι ακόμα χειρότερο– αποφεύγει σκόπιμα το
ζήτημα, αν και γνωρίζει, όπως είναι γνωστό από τις ρωσικές δημοσιεύσεις,
τις παλιές συζητήσεις των ρώσων μαρξιστών πάνω στην εθνικοποίηση του
εδάφους τη δημοτικοποίηση (ανάθεση των μεγάλων κτημάτων στην τοπική
αυτοδιοίκηση), πάνω στο μοίρασμα της γης.
Είναι μια πραγματική προσβολή
εναντίον του μαρξισμού ο ισχυρισμός του Κάουτσκι ότι η ανάθεση των
μεγάλων κτημάτων στο Κράτος και η εκμίσθωσή τους κατά μικρούς κλήρους
στους χωρικούς που δεν έχουν αρκετή γη, θάτανε «κάποιος βαθμός σοσιαλισμού». Δείξαμε ήδη πως δεν υπάρχει εδώ τίποτα το σοσιαλιστικό.Ακόμα περισσότερο, δεν υπάρχει εδώ ούτε αστικοδημοκρατική επανάσταση φτασμένη στο τέρμα της.
Η μεγάλη δυστυχία του Κάουτσκι είναι ότι
έχει εμπιστοσύνη στους μενσεβίκους. Απ’ αυτό βγήκε ένα περίεργο πράγμα.
Έτσι ο Κάουτσκι που εκθειάζει τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασής μας
και κατηγορεί τους μπολσεβίκους ότι τους κατέβηκε να βαδίσουν προς το
σοσιαλισμό, παρουσιάζει ο ίδιος σα σοσιαλισμό μια φιλελεύθερη
μεταρρύθμιση, και μάλιστα χωρίς να φτάσει η μεταρρύθμιση αυτή ως την
ολοκληρωτική εξάλειψη των μεσαιωνικών επιβιώσεων στις σχέσεις της
έγγειας ιδιοκτησίας! Όπως οι μενσεβίκοι σύμβουλοί του, ο Κάουτσκι
παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής της φιλελεύθερης αστικής τάξης που
φοβάται την επανάσταση, αντί να υπερασπίσει τη συνεπή αστικοδημοκρατική
επανάσταση.
Πραγματικά, γιατί να μετατρέψουμε σε
εθνική ιδιοκτησία μόνο τα μεγάλα κτήματα, και όχι ολόκληρη τη γη; Η
φιλελεύθερη αστική τάξη κατορθώνει να διατηρήσει μ’ αυτό το μάξιμουμ από
την παλιά κατάσταση πραγμάτων (δηλαδή το μίνιμουμ συνέπειας στην
επανάσταση) και τη μεγαλύτερη δυνατότητα επιστροφής στην παλιά αυτή
κατάσταση πραγμάτων. Η ριζοσπαστική αστική τάξη, δηλαδή εκείνη που
εννοεί να φέρει την αστική επανάσταση ως το τέρμα, διατυπώνει το σύνθημα
της εθνικοποίησης του εδάφους.
Σε μια εποχή πολύ, παραπολύ μακρινή –εδώ
και είκοσι χρόνια πάνω-κάτω– ο Κάουτσκι είχε γράψει ένα ωραίο μαρξιστικό
έργο πάνω στο αγροτικό ζήτημα. Δε μπορεί λοιπόν ν’ αγνοεί τις
υποδείξεις του Μαρξ πάνω σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή ότι η εθνικοποίηση
της γης είναι ίσα – ίσα ένα ολοκληρωμένο σύνθημα της αστικής τάξης. Ο
Κάουτσκι δε μπορεί ν’ αγνοεί την πολεμική του Μαρξ εναντίον του
Rodbertus και τις αξιόλογες διευκρινίσεις του στις «Θεωρίες για την Υπεραξία» όπου παρουσιάζει ανάγλυφα την επαναστατική σπουδαιότητα, από αστικοδημοκρατική άποψη, της εθνικοποίησης του εδάφους.
Ο μενσεβίκος Π. Μάσλοφ, που ο Κάουτσκι
είχε την ατυχία να τον διαλέξει για σύμβουλό του, αρνιότανε ότι οι ρώσοι
χωρικοί μπορούσαν να δεχτούν την εθνικοποίηση όλης της γης. Η αντίληψη
αύτη του Μάσλοφ μπορούσε, ως κάποιο σημείο, να συνδεθεί με την
«πρωτότυπη» θεωρία (που αντιγράφει τους αστούς κριτικούς του Μαρξ),
δηλαδή με την άρνησή του της απόλυτης προσόδου και την αναγνώριση του
«νόμου» (ή του «γεγονότος» κατά το Μάσλοφ) της «μειούμενης γονιμότητας του εδάφους».
Στην πραγματικότητα, ήδη κατά την
επανάσταση του 1905, είχε αποδειχτεί ότι η τεράστια πλειονότητα των
χωρικών της Ρωσίας –κοινοτικών και ατομικών– είταν υπέρ της
εθνικοποίησης όλων των γαιών. Η επανάσταση του 1917 επικύρωσε το πράγμα
και υστέρα από την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο τόφερε ως
το τέρμα του. Οι μπολσεβίκοι έμειναν πιστοί στο μαρξισμό. Δε ζητούσαν
καθόλου (στο πείσμα του Κάουτσκι που τους κατηγορεί γι’ αυτό χωρίς να
φέρνει ούτε σκιά απόδειξης) να «πηδήξουν» πάνω από την αστικοδημοκρατική
επανάσταση. Κατά πρώτο λόγο οι μπολσεβίκοι βοήθησαν τους ιδεολόγους
αστούς δημοκράτες της αγροτιάς, τους πιο ριζοσπαστικούς, τους πιο
επαναστατικούς, τους πιο κοντινούς στο προλεταριάτο, δηλαδή τους
σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, να καταλάβουν τι είτανε πραγματικά η
εθνικοποίηση της γης. Η ατομική ιδιοκτησία του εδάφους καταργήθηκε στη
Ρωσία από τις 26 Οκτώβρη 1917, δηλαδή από την πρώτη κιόλας μέρα της
προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης.
Έτσι δημιουργήθηκε η πιο τέλεια βάση από
την άποψη της εξέλιξης του καπιταλισμού (πράγμα που ο Κάουτσκι δε θα
μπορούσε ν’ αρνηθεί χωρίς νάρθει σε ρήξη με το Μαρξ), μαζί με την
εγκαθίδρυση του ευλύγιστου αγροτικού καθεστώτος για το πέρασμα στο
σοσιαλισμό. Από αστικοδημοκρατική άποψη η επαναστατική ρωσική αγροτιά δε
μπορεί να τραβήξει μακρύτερα· γιατί, από την άποψη αυτή, δε θα μπορούσε
να υπάρξει τίποτα το πιο «ιδεώδες» ούτε τίποτα το πιο «ριζοσπαστικό»
από την εθνικοποίηση και την ισότητα στην επικαρπία του εδάφους. Είναι
οι μπολσεβίκοι και μόνον οι μπολσεβίκοι που με την ίδια τη νίκη της
προλεταριακής επανάστασης βοηθήσανε την αγροτιά να ολοκληρώσει
πραγματικά την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Και μόνον έτσι κάνανε το
μάξιμουμ για να ευκολύνουν και να επισπεύσουν το πέρασμα στη
σοσιαλιστική επανάσταση.
Μπορεί να κρίνει κανείς απ’ αυτό τί
απίθανο κομφούζιο προσφέρει στους αναγνώστες του ο Κάουτσκι κατηγορώντας
τους μπολσεβίκους ότι δεν καταλαβαίνουν τάχα τον αστικό χαρακτήρα της
επανάστασης και απομακρύνεται ο ίδιος από το μαρξισμό ως το σημείο να
περνάει στα μουγκά την εθνικοποίηση της γης και να παρουσιάζει τη
φιλελεύθερη αγροτική μεταρρύθμιση τη λιγότερο επαναστατική (από αστική
άποψη) σαν «κάποιο βαθμό σοσιαλισμού»!
Ερχόμαστε τώρα στο τρίτο από τα ζητήματα
που ανακινήσαμε πιο πάνω. Πρόκειται για το ζήτημα ως ποιο μέτρο η
προλεταριακή δικτατορία στη Ρωσία κατανόησε την ανάγκη για το πέρασμα
στην κολεκτιβιστική καλλιέργεια της γης. Κ’ εδώ πάλι ο Κάουτσκι κάνει
κάτι που μοιάζει παράξενα με ψέμα παραθέτοντας μόνο τις «θέσεις» ενός
μπολσεβίκου που εκθειάζει το πέρασμα στην κοινή εργασία της γης. Αφού
παραθέτει μια απ’ αυτές τις θέσεις ο «θεωρητικός» μας αναφωνεί με ύφος
θριαμβευτικό: «Δυστυχώς το να διακηρύχνεις ένα καθήκον δε σημαίνει
ότι τόχεις εκπληρώσει κιόλας. Η κολεκτιβιστική καλλιέργεια στη Ρωσία
είναι ακόμα καταδικασμένη, για την ώρα, να μείνει στο χαρτί. Πουθενά και
ποτέ ακόμα οι μικροκαλλιεργητές δεν πέρασαν στην κολεκτιβιστική
παραγωγή κάτω από την επίδραση μιας θεωρητικής προπαγάνδας», (σ. 50).
Πουθενά και ποτέ ακόμα δεν έγινε
φιλολογική άπατη σαν κι αυτήν που κάνει ο Κάουτσκι. Παραθέτει «θέσεις»,
δε λέει όμως τίποτα για το νόμο της σοβιετικής εξουσίας. Μιλάει για
«θεωρητική προπαγάνδα», μα δε λέει τίποτα για την προλεταριακή κρατική
εξουσία που κρατάει στα χέρια της εργοστάσια και εμπορεύματα! Ό,τι ο
μαρξιστής Κάουτσκι έγραψε στα 1899 στο «Αγροτικό Ζήτημα» πάνω
στα μέσα που διαθέτει το προλεταριακό κράτος για να οδηγήσει βαθμιαία
τους μικροκαλλιεργητές στο σοσιαλισμό, ο αποστάτης Κάουτσκι το ξέχασε το
1918.
Βέβαια, μερικές εκατοντάδες αγροτικές
κομμούνες και σοβιετικές εκμεταλλεύσεις (δηλαδή μεγάλες ιδιοκτησίες που
καλλιεργούνται από εργατικούς συνεταιρισμούς για λογαριασμό του κράτους)
που υποστηρίζονται από το κράτος –δεν είναι πολλά. Μπορεί όμως να
ονομάσει κανείς «κριτική» τη βουβαμάρα του Κάουτσκι πάνω σ’ αυτό;
Η εθνικοποίηση της γης που
γίνεται στη Ρωσία από τη δικτατορία του προλεταριάτου εξασφάλισε
καλύτερα την αποπεράτωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης,
ακόμα και για την περίπτωση όπου η νίκη της αντεπανάστασης θα μας
ξανάφερνε από την εθνικοποίηση στο μοίρασμα (ανέλυσα ειδικά το
ενδεχόμενο αυτό σε μια μελέτη μου για το αγροτικό πρόγραμμα των
μαρξιστών στην επανάσταση του 1905). Πέρα απ’ αυτό, η εθνικοποίηση της
γης έδοσε στο προλεταριακό κράτος τις περισσότερες δυνατότητες για να
περάσει στο σοσιαλισμό τη γεωργία.
Συγκεφαλαιώνουμε: Ο Κάουτσκι μας
προσφέρει στη θεωρία ένα απίθανο ανακάτωμα με ολοκληρωτική εγκατάλειψη
του μαρξισμού· στην πράξη, δείχνει τη δουλοπρέπειά του απέναντι στην
αστική τάξη και τους αστούς μεταρρυθμιστές. Ωραία κριτική στ’ αλήθεια!
Ο Κάουτσκι αρχίζει την «οικονομική ανάλυσή» του για τη βιομηχανία με τούτο το μεγαλειώδη συλλογισμό:
Υπάρχει στη Ρωσία μεγάλη καπιταλιστική
βιομηχανία. Δε θάταν δυνατό να οικοδομηθεί πάνω σ’ αυτή τη βάση η
σοσιαλιστική παραγωγή; «Θα μπορούσε να το σκεφτεί κανείς αυτό, αν ο
σοσιαλισμός βρισκότανε στο γεγονός ότι οι εργάτες που δουλεύουν σ’ αυτά ή
σε κείνα τα ορυχεία και εργοστάσια τα ιδιοποιούνταν για να τα
εκμεταλλευτούν το καθένα χωριστά», (σ. 52). «Τη στιγμή που γράφω τις γραμμές αυτές, 5 Αυγούστου», προσθέτει ο Κάουτσκι, «μεταδίδεται
απ’ τη Μόσχα ότι ο Λένιν έβγαλε ένα λόγο στις 2 Αυγούστου όπου λέει:
“Οι εργάτες κρατούν γερά τις φάμπρικες στα χέρια τους και οι χωρικοί δε
θα παραδόσουνε τη γη στους γαιοκτήμονες. Το σύνθημα “τα εργοστάσια στους
εργάτες, η γη στους χωρικούς”είταν ως τα τώρα “αναρχοσυνδικαλιστική
διεκδίκηση και όχι σοσιαλδημοκρατική”», (σ. 52-53).
Αναδημοσιεύσαμε στο ακέραιο το χωρίο αυτό
για να μπορέσουν οι ρώσοι εργάτες που σέβονταν πρώτα τον Κάουτσκι
–δικαιολογημένα– να αντιληφθούν οι ίδιοι τις μέθοδες αυτού του αυτόμολου
που έχει περάσει στο στρατόπεδο της αστικές τάξης.
Συλλογιστείτε λιγάκι: Στις 5 Αυγούστου,
τότε που υπήρχαν κιόλας ένα σωρό διατάγματα πάνω στην εθνικοποίηση των
εργοστασίων στη Ρωσία, και οι εργάτες δεν είχαν «ιδιοποιηθεί» κανένα απ’
αυτά τα εργοστάσια μα είχαν γίνει όλα ιδιοκτησία της Δημοκρατίας, στις 5
Αυγούστου, ο Κάουτσκι ξεκινώντας από μιαν ολοφάνερα άτιμη
ερμηνεία μιας φράσης του λόγου μου, υποβάλλει στους γερμανούς αναγνώστες
του την ιδέα ότι στη Ρωσία τα εργοστάσια μεταβιβάστηκαν ατομικά στους
εργάτες!
Ύστερα απ’ αυτό, μέσα σε δεκάδες γραμμές, ο
Κάουτσκι λέει και ξαναλέει πως δεν πρέπει να παραδώσουμε χωριστά τα
εργοστάσια στους εργάτες! Αυτό δεν είναι «κριτική» μα μια μέθοδος λακέ
της αστικής τάξης, στρατολογημένου από τους καπιταλιστές για να
συκοφαντεί την εργατική επανάσταση.
Πρέπει να μεταβιβάσουμε τα εργοστάσια στο
κράτος, ή στις κομμούνες, ή στους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, γράφει
κι όλο γράφει ο Κάουτσκι. Και τελικά προσθέτει: «Αυτό το δρόμο γυρεύουν τώρα ν’ ακολουθήσουν στη Ρωσία…».
Τώρα!! Πότε δηλαδή; Τον Αύγουστο; Ο Κάουτσκι δε θα μπορούσε να ζητήσει
από τους Στάϊν, Άξελροντ και άλλους φίλους της ρωσικής αστικής τάξης να
του μεταφράσουν τουλάχιστο το διάταγμα για τα εργοστάσια;
«… “Ώς που έχουν προχωρήσει, δε
φαίνεται ακόμα. Η πλευρά αυτή της Σοβιετικής Δημοκρατίας έχει σε κάθε
περίπτωση ύψιστο ενδιαφέρον για μας, όμως δυστυχώς πλέει ακόμα ολότελα
μέσα στα σκοτάδια. Φυσικά, δε λείπουν τα διατάγματα… (Γι’ αυτό ο Κάουτσκι αγνοεί το περιεχόμενό τους ή το κρύβει από τους αναγνώστες του!), όμως
δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα αυτών των
διαταγμάτων. Η σοσιαλιστική παραγωγή είναι αδύνατη χωρίς μια στατιστική
πλατιά, λεπτομερειακή, σίγουρη και γοργή. Είναι εκείνο που η Σοβιετική
Δημοκρατία δε μπόρεσε ακόμα να δημιουργήσει ώς τα τώρα. Ό,τι μαθαίνουμε
για την οικονομική δραστηριότητά της, είναι εξαιρετικά αντιφατικό και
ανεξακρίβωτο. Είναι κι αυτό ένα από τα αποτελέσματα της δικτατορίας και
της συντριβής της δημοκρατίας. Δεν υπάρχει ούτε ελευθερία τύπου, ούτε
ελευθερία λόγου”», (σ. 53).
Νά πως γράφεται η ιστορία! Από τον
ελεύθερο τύπο των καπιταλιστών και των ανθρώπων του Ντούτοφ, ο Κάουτσκι
θα μπορούσε να αντλήσει πληροφορίες για τα εργοστάσια που έχουν περάσει
στους εργάτες… Κι αλήθεια αυτός ο «σοβαρός επιστήμονας», ο τοποθετημένος
πάνω από τις τάξεις, είναι αμίμητος! Ο Κάουτσκι δε θέλει να
ξέρει τίποτα για τα αναρίθμητα γεγονότα που μαρτυρούν ότι τα εργοστάσια
έχουν μεταβιβαστεί αποκλειστικά και μόνο στη Δημοκρατία, ότι
διευθύνονται από έναν οργανισμό της εξουσίας των Σοβιέτ, το Ανώτατο
Συμβούλιο της Εθνικής Οικονομίας, που απαρτίζεται κυρίως από
αντιπροσώπους των εργατικών συνδικάτων. Πεισματικά, με την επιμονή του «άνθρωπου του κλεισμένου μέσα σε γυάλα», επαναλαμβάνει ολοένα: Δόστε μου μιαν ειρηνική δημοκρατία, δίχως εμφύλιο πόλεμο, δίχως δικτατορία, με μια καλή στατιστική. (Η
Σοβιετική Δημοκρατία δημιούργησε μια Διεύθυνση Στατιστικής που
αποτελέστηκε από τους καλύτερους στατιστικολόγους της Ρωσίας, μα είναι
αυτονόητο πως είναι αδύνατο να επιτύχει κανείς γρήγορα μιαν ιδεώδη
στατιστική). Με μια λέξη, μια επανάσταση χωρίς επανάσταση, χωρίς
μανιασμένη πάλη, χωρίς βιαιότητες, να τί ζητάει ο Κάουτσκι. Είναι το
ίδιο σα να ζητάει κανείς μιαν απεργία χωρίς την εξαπόλυση των παθών
ανάμεσα σε εργάτες κ’ εργοδότες. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεχωρίσουμε έναν
τέτοιο «σοσιαλιστή» από έναν οποιονδήποτε φιλελεύθερο γραφειοκράτη!
Και ξεκινώντας απ’ αυτό το «συγκεκριμένο
υλικό», δηλαδή παραλείποντας σκόπιμα και με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση τα
αμέτρητα γεγονότα, ο Κάουτσκι «συμπεραίνει»: «Είναι αμφίβολο ότι
χάρη σε αληθινά πρακτικά επιτεύγματα και όχι με διατάγματα το ρωσικό
προλεταριάτο πέτυχε στη Δημοκρατία των Σοβιέτ περισσότερα απ’ ό,τι
θάπαιρνε απ’ τη Συντακτική όπου όπως και στα Σοβιέτ κυριαρχούσαν
σοσιαλιστές αν και διαφορετικής απόχρωσης», (σ. 58).
Μαργαριτάρι, δεν είν’ αλήθεια;
Συμβουλεύουμε τους θαυμαστές του Κάουτσκι να διαδόσουν αυτό το απόφθεγμα
όσο γίνεται πλατυτέρα ανάμεσα στους ρώσους εργάτες. Αληθινά δε θα
μπορούσε ο Κάουτσκι να προσφέρει καλύτερη επιχειρηματολογία για να μας
βοηθήσει να εκτιμήσουμε το βάθος του πολιτικού του ξεπεσμού. Κι ο
Κερένσκι είτανε «σοσιαλιστής», σύντροφοι εργάτες, μόνο που είτανε
«διαφορετικής απόχρωσης»! Ο ιστορικός Κάουτσκι περιορίζεται στο επίθετο,
στον τίτλο, που «ιδιοποιήθηκαν» οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς και οι
μενσεβίκοι. Όσο για τα γεγονότα που μαρτυράνε ότι επί Κερένσκι οι
μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς υποστήριζαν την
ιμπεριαλιστική πολιτική και τα πλιατσικολογήματα της αστικής τάξης, γι’
αυτά ο ιστορικός Κάουτσκι δε θέλει να γίνεται λόγος. Ότι η Συντακτική
έδοσε την πλειοψηφία ακριβώς στους ήρωες αυτούς του ιμπεριαλιστικού
πολέμου και της αστικής δικτατορίας, αυτό το περνάει με διάκριση στα
μουγκά. Και θέλει να κάνει «οικονομική ανάλυση».
Για να τελειώνουμε, νά ακόμα ένα δείγμα αυτής της «οικονομικής ανάλυσης»: «…Ύστερα
από εννιάμηνη ύπαρξη η Σοβιετική Δημοκρατία, αντί να επεκτείνει τη
γενική ευζωία, βρίσκεται στην ανάγκη να εξηγήσει από πού προέρχεται η
γενική αθλιότητα», (σ. 41).
Οι Καντέ μάς έχουν συνηθίσει σ’ αυτού του
είδους τους συλλογισμούς. Έτσι σκέφτονται όλοι οι θεράποντες της
αστικής τάξης στη Ρωσία. Δόστε μας λοιπόν, λένε, τη γενική καλοπέραση
ύστερα από εννιά μήνες, ύστερα από τέσσερα χρόνια καταστροφικό πόλεμο,
ενώ το ξένο κεφάλαιο βοηθάει γερά το σαμποτάζ και τις εξεγέρσεις της
αστικής τάξης στη Ρωσία. Πραγματικά δεν υπάρχει πια καμιά διαφορά, σκια
διαφοράς, ανάμεσα στον Κάουτσκι και τον αντεπαναστάτη αστό. Τα γλυκόλογα
γύρω από το «σοσιαλισμό» επαναλαμβάνουν αυτό που λένε ωμά και δίχως
περιστροφές, δίχως φτιασίδι, οι οπαδοί του Κορνίλοφ, του Ντούτοφ και του
Κράσνοφ στη Ρωσία.
* * *
Οι γραμμές αυτές γράφτηκαν στις 9 Νοέμβρη 1918. Τη
νύχτα της 9 προς τη 10 έφτανε από τη Γερμανία η είδηση για το αρχίνισμα
της νικηφόρας επανάστασης, πρώτα στο Κίελο και στις άλλες παραλιακές
πόλεις της βόρειας Γερμανίας όπου η εξουσία πέρασε στα χέρια των Σοβιέτ
των εργατών και στρατιωτών, ύστερα στο Βερολίνο όπου το Σοβιέτ πήρε
όμοια στα χέρια του την εξουσία.
Το συμπέρασμα που έμενε να γράψω για τη μπροσούρα μου σχετικά με τον Κάουτσκι και την προλεταριακή επανάσταση γίνεται περιττό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[6] Στο 6ο Συνέδριο των Σοβιέτ (7-9/11/1918) πήρανε μέρος με θετική ψήφο 967 αντιπρόσωποι, απ’ τους οποίους οι 950 είτανε μπολσεβίκοι. Με συμβουλευτική ψήφο 351, απ’ τους οποίους οι 335 μπολσεβίκοι. Συνολικά 97 % μπολσεβίκοι.
Γράφτηκε: τον Οχτώβρη του 1918 από τον Λένιν ενάντια στις ρεφορμιστικές συκοφαντίες του Καρλ Κάουτσκι κατά των Μπολσεβίκων
Πηγή: Εκδόσεις «Προμηθέας» 1966 – «Νέοι Στόχοι» 1973
Επιμέλεια – Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης – Ι. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 10 Γενάρη 2010
Μετάφραση: Λ. Μιχαήλ