«…Πεθαμένοι ή τρελοί θα κάνετε δήλωση»* – Το καψόνι της δίψας
Επιμέλεια: Οικοδόμος //ΜαΜακρόνησος, τόπος μαρτυρίου και θυσίας. 60000 υπολογίζονται όσοι –άντρες και γυναίκες- κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκράτες μεταφέρθηκαν εκεί από το επίσημο ελληνικό κράτος στα χρόνια του εμφυλίου με στόχο την «αναμόρφωσή» τους σε «εθνικόφρονες» πολίτες.
Φαντάροι και αξιωματικοί «επικίνδυνοι» για το στράτευμα, αξιωματικοί του ΕΛΑΣ και έφεδροι αξιωματικοί που είχαν πάρει μέρος στην εθνική αντίσταση, πολίτες που συλλαμβάνονταν «προληπτικά», πολιτικοί κρατούμενοι από διάφορες φυλακές της χώρας, πολιτικοί εξόριστοι, έχτισαν στο ξερονήσι με τον ιδρώτα και το αίμα τους μικρές πολιτείες, μνημεία, θέατρα, χώρους άθλησης, εργοστάσιο, ναούς, επιβλητικά κτίρια, πολυτελείς βίλες για τους αξιωματικούς, μεγάλες δεξαμενές νερού…
Οι ίδιοι ζούσαν στριμωγμένοι μέσα σε άθλιες σκηνές που τις έζωναν τα πυκνά συρματοπλέγματα, εκτεθειμένοι στους αέρηδες που «θέριζαν», πότε στην παγωνιά και πότε στην αβάσταχτη ζέστη, υποφέροντας από πείνα και -όχι λίγες φορές- από δίψα.
Ο αγωνιστής εικαστικός καλλιτέχνης και συγγραφέας Γιώργος Φαρσακίδης, που έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο, περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο το καψόνι της δίψας που επέβαλλαν στους κρατούμενους οι δήμιοι-δεσμοφύλακές τους για να τους τσακίσουν τις αντοχές και να τους αποσπάσουν την πολυπόθητη για το καθεστώς «δήλωση μετανοίας». Αντιγράφουμε από το λεύκωμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ, εκδ. Σκυτάλη (οι εικόνες από το ίδιο βιβλίο):
Πολλά ακριβομάθανε οι χιλιάδες που «φιλοξένησε» η Μακρόνησος. Κι απ’ όσα φρικτά έχουν γνωρίσει, δυο τα βασικά που θα μπορούσε να ζητήσει αυτός ο τόπος για τον κολασμένο του θυρεό. Τρέλα το ένα. Δίψα το δεύτερο.
Σ’ αυτό το νησί το νεράκι ποτέ του δεν το ’χει χορτάσει ο άνθρωπος. Με τον καημό του νερού αφήσαν από παλιά, πλήθος αμέτρητο, τα κόκαλά τους στα βράχια του και οι Τούρκοι αιχμάλωτοι και τα προσφυγικά μπουλούκια της Μικρασίας.
Πολλοί και πρωτότυποι οι τρόποι να βασανίζεις τον άνθρωπο. Κι απ’ τους χειρότερους σίγουρα είναι και το καψόνι της δίψας. Και τέτοια καψόνια το πολιτικό σύρμα του Α.Ε.Τ.Ο. πέρασε δύο. Τέσσερις μέρες το πρώτο, τρεις το επόμενο.
Αποβραδίς μας είχανε φέρει μπακαλιάρο και λάχανο. Την άλλη μέρα οι στάμνες δε φύγανε να γεμίσουν. Η φοντάνα, μας είπαν, δεν έφερε. Στη σκηνή μας μια στάμνα κι ένα λαγήνι μικρό για ρεζέρβα.
Δεύτερη μέρα!
Για το καψόνι της πέτρας δε βγάλαν κανένα. Της στάμνας το νερό σώθηκε.
Μετρήσαμε το λαγήνι, σαράντα τέσσερα και κάτι φλιτζανάκια μικρά — σαράντα δυο εμείς.
Να το μοιράσουμε πρότεινε κάποιος. Ο «κουμπάρος ο Θέμος» έχει άλλη γνώμη. Δεν ξέρουμε λέει πόσο θα κρατήσει ακόμα. Καλύτερα όποιος βρεθεί στην ανάγκη ας το πάρει, θες όλο, θες σε δυο, σε τρεις δόσεις, τη μέρα ή τη νύχτα, μονάχος του.
Τρίτη μέρα!
Τα παραπέτα κατεβασμένα, όλη η σκηνή ξαπλωμένη, κακόκεφη. Αποφεύγουμε κάθε περίσσια κίνηση ακόμα και την κουβέντα. Με το λαγήνι ξοφλήσαμε.Τρία φλιτζανάκια περίσσεψαν. Για το Βαβάκο.
Οι αλφαμίτες λύκοι γυροφέρνουνε όλη μέρα απ” έξω. Μονάχα ο Χασάπης χώνει τη μούρη του για λίγο: Κουμούνες πώς πάει; Χα… Χα… Καμιά κουβέντα μαζί τους, κανένα παράπονο.
Με το σούρουπο ξεμυτίζεις ν’ ανασάνεις τ’ αγέρι της θάλασσας, ψάχνεις τις γωνιές, στα σκουπίδια, για φλούδι πορτοκαλιού, λαχανόφυλλο. Κι όλη τη νύχτα στριφογυρνάς να σε πάρει ο ύπνος, να ξεχαστείς. Σαν τον πάρεις για λίγο, χειρότερα. Βλέπεις συντριβάνια, νερά τρεχούμενα, γάργαρα, λαχταριστά. Μόνο π’ όταν το πίνεις είναι ζεστό, δεν ξεδιψάει κι όλο πίνεις…
Είναι κι η στέρνα στην αυλή με τα χρυσόψαρα κι η δαμασκηνιά η ανθισμένη και το λούκι με το νερό. Κάτι σε σφίγγει στο λαιμό να σε πνίξει, δυο χέρια… Πολεμάς να ξεφύγεις, να πιεις… Πετιέσαι. Και ξανά και πάλι απ’ την αρχή, όσο να ξημερώσει.
Τέταρτη μέρα!
Τ” αντίσκηνο πυρώνει στον ήλιο. Το σάλιο στέγνωσε, κόλλησε στο λαιμό. Το στόμα ξένο, σαν να πρήστηκε και μια αίσθηση μια γεύση αλλόκοτη. Ως πότε; Να μας αποτελειώσουνε έτσι;
Ο Βαβάκος ήρεμος, ήπιε το τελευταίο του φλιτζανάκι. Αρπαχτικές οι ματιές διασταυρώνονται απ’ τις γωνιές, λες και ρωτάνε: Να ’χει από γνωστικό άραγε πιότερο την ανάγκη να πιει;
Ντρέπεσαι με τη σκέψη…
Κατά τις έντεκα ακούστηκε: Παιδιά, πήραν τις στάμνες. Στη μία, τις φέρανε.
Βγήκε ένας μας προς νερού του, έσκυψε κι ήπιε. Όλες οι στάμνες… γεμάτες με θάλασσα.
Ακόμα μια νύχτα. Μια νύχτα, καυτή, φοβερή, αξημέρωτη.
Το μεσημέρι της πέμπτης μέρας! Τις ξαναφέρανε επιτέλους γεμάτες νερό. Το καψόνι είχε τελειώσει…
* Ένα από τα συνθήματα στο “Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών” (ΕΣΑΙ) της Μακρονήσου.