Ο κομμουνιστής εικαστικός και λογοτέχνης, αγωνιστής της Εθνικής
Αντίστασης Γιώργος Φαρσακίδης αφιέρωσε την τέχνη του, όπως άλλωστε από
νωρίς αφιέρωσε και τη ζωή του, στο λαό, παλεύοντας για λευτεριά και
προκοπή, για πρόοδο και το σοσιαλισμό, μέσα από τις γραμμές της Εθνικής
Αντίστασης και του ΚΚΕ, δημιουργώντας έργα, αδιάψευστα ντοκουμέντα του
αγώνα και του πολιτισμού των εξορίστων.
Η στήλη παρουσιάζει απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Φαρσακίδη
«Ένδεκα ημέρες και τρεις χρονιές του Εμφυλίου» (εκδ. Νησίδες, 2005). Ο
λόγος στον ίδιο…
“Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί παρά μια εξιστόρηση
πραγματικών γεγονότων μιας ταραγμένης και οδυνηρής για τη χώρα μας
εποχής, όπως τα έχουν διαφυλάξει τα σχετικά ντοκουμέντα και η μνήμη…Στο
κείμενο πριγράφονται οι συνθήκες της κράτησης και της αναάκρισής μου,
καθώς και η διεξαγωγή της δίκης που ακολούθησε μετά από τρία χρόνια
παραμονής σε στρατόπεδα. Οι “ένδεκα ημέρες” στον τίτλο, αφορούν τη
σύλληψη, το χρόνο της κράτησής μου στο Α’ Αστυνομικό Τμήμα και την
Εθνική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης…Δεν έχω την πρόθεση να ανασκαλέψω πάθη
αμβλυμένα. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι πραγματικά…Στο μέτρο του
δυνατού προσπάθησα να αποφύγω τους χαρακτηρισμούς, έτσι που να μπορεί ο
αναγνώστης να κρίνει τους ήρωες του βιβλίου από τις πράξεις τους και
μόνο”.
Ο
Γιώργος Φαρσακίδης ανταρτοεπονίτης, έχοντας δεμένα τα χέρια μετά τον
βαρύ τραυματισμό από ριπή γερμανικού αυτόματου, που τον άφησε ανάπηρο.
Νωρίς το πρωί ήρθε ο κρεμανταλάς.
«Τα παπούτσια σου κι έξω!», φωνάζει. «Πού πας; Άσ’ την πετσέτα και άντε…»
Τον Λευτέρη αποβραδίς τον έχουνε πάρει. Οι απέναντι, στα κλεφτά, μου γνέφουνε κουράγιο.
Στο φορτηγάκι ο Ερίνης καθιστάς πλάι στον οδηγό. Στην καρότσα, μαζί
μου, ο κρεμανταλάς, ένας κοντόχοντρος γεροδεμένος ασφαλίτης κι ένας
χωροφύλακας με το αυτόματο.
Ανεβαίνουμε την Αγγελάκη, Σιντριβάνι, Εθνικής Αμύνης. Παρατηρώ τους
διαβάτες, την κίνηση, λες και τα βλέπω για πρώτη φορά. Βιάζονται,
κουβεντιάζουν, χαζεύουν βιτρίνες. Μια παρέα πιτσιρικάδες φορτωμένοι τις
σάκες, τιτιβίζουνε, περιμένοντας να περάσουν τη διάβαση. Τους κοιτάζω
και σκέφτομαι πως η ζωή θα κυλάει, όπως πάντα, και μετά από εμένα και
μετά από τις χιλιάδες νεκρούς του Εμφύλιου!
«Πρόσεχέ τον!», φωνάζει στη στροφή ο χοντρός κι ο χωροφύλακας μου
γραπώνει το μπράτσο. «Έτσι και δώσει σάλτο κάτω απ’ το τραμ, άντε μετά
να του πάρεις κουβέντα».
Στρίψαμε Πολωνίας [σημ. Αλεξάνδρου Σβώλου] και το αμάξι φρενάρισε μπροστά στο πολυώροφο της Γενικής Ασφαλείας.
Ο Ερίνης κατέβηκε πρώτος.
«Αρχίστε κι ερχόμαστε», λέει στους ασφαλίτες.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, τον ξαναβλέπω στο ισόγειο, μαζί με τον Αβραμόπουλο, να κουβεντιάζουν προφανώς με κάποιον ανώτερο.
Το ασανσέρ μάς έβγαλε σε έναν από τους τελευταίους ορόφους. Στην
ευρύχωρη αίθουσα, μακρόστενα τραπέζια και πάγκοι. Στους γυμνούς τοίχους,
καδραρισμένες δύο μεγάλες φωτογραφίες, αξιωματικών της χωροφυλακής,
«σφαγιασθέντων αγρίως υπό των εαμοβουργάρων»!
—Καλώς τα παιδιά…, μας υποδέχονται γελώντας οι «ντόπιοι». Τι έχουμε, παρτάκι;
—Δεν του φαίνεται και πολύ να μας αργήσει, ο φλώρος.
—Γιατί δεν τα λες, ρε μαλάκα, να ξεμπερδεύουμε;
Μου ήρθε η πρώτη.
—Καλά σου λέει ο συνάδελφος.
Με σπρώχνουν, χτυπώντας, ο ένας στον άλλον.
—Δώσε προθέρμανση!
—Χοντρέ, στο παράθυρο. Το νου σου, μη δώσει καμιά βουτιά πριν της ώρας.
—Πάσα, μαλάκα…
Με έχει πεθάνει μια κλωτσιά στην ουρίτσα, ζαλίστηκα κι έπεσα. Με πετάν, με κλωτσάν, μ’ ανασηκώνουν και ξαναρχίζουνε.
Κι άξαφνα, σωπάσαν.
«Βλέπω, τα παιδιά το πάν για πρωτάθλημα». Είναι η φωνή του
«ανώτερου». Δίπλα του ο Ερίνης κι ο Αβραμόπουλος. Ο Ερίνης ήρθε κοντά
μου:
—Ένα μονάχα σου λέω, έτσι, να σου φύγει ο τσαμπουκάς. Έχω τον Άσο!
—Έσπασε ο Ψηλός, συμπληρώνει ο Αβραμόπουλος. Όλα μας τα είπε.
—Αυτά κουβεντιάζαμε με τον στρατηγό…, συνεχίζει ο Ερίνης. Ποιος το περίμενε, κοτζάμ ντερέκι, να σπάσει στη δεύτερη «φάλαγγα»;
—Το μόνο που θέλω, παρεμβαίνει ο στρατηγός, είναι να τα διασταυρώσω με τα δικά σου.
—Όμως, τι σχέση έχω…, πάω να πω.
Η αγριόφατσα φρένιασε:
—Τι σχέση; Σε λίγο, θα σε κάνω να τα ξεράσεις και να τα φας.
Φεύγοντας ο στρατηγός είπε στους ασφαλίτες να είναι περήφανοι για την
εθνική προσφορά τους… «Και να το ξέρετε», συμπλήρωσε, «η πατρίς δεν
είναι αγνώμων».
—Μάγκες, και τώρα δουλειά, λέει ο Ερίνης. Τίγρη, τα εργαλεία.
Ο «Τίγρης», ένας ασφαλίτης ξεθωριασμένος, μικρόσωμος, ακούμπησε επιδεικτικά ένα βαλιτσάκι στον πάγκο και το άνοιξε.
—Αρχίστε, και όπως τα είπαμε…, τους λέει ο Ερίνης, τονίζοντας με
σημασία τις λέξεις. Ο χοντρός με χτύπησε ψηλά στο λαιμό και με σώριασε
χάμω.
—Γεια σου, ρε τσίφτη!
—Αμέ! καμαρώνει εκείνος. Ρίχνω και βόδι άμα λάχει!
Πεσμένο τ’ ανάσκελα, μου σφιχτοδένουν τις γάμπες μ’ ένα κορδόνι και μου σκεπάζουν τα μάτια.
—Μη του βγάζετε τ’ άρβυλα, τους λέει ο Ερίνης. Έχουν αρχίσει τη φάλαγγα.
«Επτά, οχτώ, εννέα…» Σε κάθε χτύπημα, ο πόνος διακλαδώνεται σ’
ολόκληρο το κορμί, περνάει στους μυς, στις κλειδώσεις, στους σπόνδυλους.
—Δεν μιλάς, δεν θες να μιλήσεις, κουφάλα, που τα ξέρουμε όλα;
—Φώναξε, μίλα.
«Τριάντα πέντε», μετράω, «τριάντα έξι, τριάντα εφτά…»
—Δως μου το εργαλείο, τους ακούω, να τον λιώσω τον πούστη.
—Βρε, ασ’ το κάτω. Τι το έχεις περάσει, γουρούνι για σφάξιμο;
Ο κρεμανταλάς προσπαθεί χτυπώντας να τραγουδήσει.
—Παράτα τις μαλακίες και μην αφήνεις σημάδια, τον διακόπτει ο Ερίνης.
Έχω ακούσει να λένε: «Έχει συνηθίσει στον πόνο»! Μα όσο τον έχω
γνωρίσει, δεν συνηθίζεται ο πόνος. Ο πόνος καταλύει τον άνθρωπο. Και την
κάθε φορά, φοβάσαι και αμφιβάλλεις. Και αντέχεις, αν το μπορέσεις, στην
«κόψη του ξυραφιού».
—Μίλα, μαλάκα… Μίλα να γλιτώσεις το απόσπασμα.
Και πάλι τα έχω μπερδέψει στο μέτρημα. Αλλά τι σημασία πια έχουν οι
αριθμοί! Πρέπει να είχα μουδιάσει. Οι παραστάσεις θολώνουν, μα παραμένει
ο πόνος. Ξέρω ότι πρέπει να προσανατολίζω τη σκέψη μου αλλού. Όμως
ετούτος ο πόνος, διάχυτος και κυρίαρχος, γεμίζει τα πάντα.
Νιώθω τα πόδια στη μέγγενη, κι είναι λες και μου ξεριζώνουνε μια-μια
τις αρθρώσεις. Μες στη θολούρα, τα χτυπήματα, μηχανικά και επίμονα,
σωρεύονται μέσα μου. Παγιδευμένος στον φόβο, ψάχνω για διέξοδο, ένα
θαύμα. Και δεν πιστεύεις σε θαύματα. Όμως δεν αντέχεται άλλο, κάτι
πρέπει να γίνει. Σφίγγω τα δόντια να μην ξεφωνίσω, και ούρλιαξα. Και
έγινε το θαύμα! Σταμάτησαν!
Κάποιος σκύβει από πάνω μου. Η φωνή του ήρεμη, τρυφερή:
«Πες τα παιδί μου, μη ντρέπεσαι. Κανείς δεν μπορεί να τ’ αντέξει».
Είναι ο Αβραμόπουλος. «Δεν τους βλέπεις; Διψάνε για αίμα. Θα σε
σακάτευαν πρώτα και πάλι θα μίλαγες. Τι θα κερδίσεις σωπαίνοντας, όταν
έχει μιλήσει ο αρχηγός; Έξω σε περιμένει η ζωή, να κάνεις σπουδές,
οικογένεια, παιδιά. Ήρθανε οι δικοί σου. «Δεν θ’ αντέξουμε τον χαμό
του», μου είπαν. Να ήσουν μόνος, αλλά με ποιο δικαίωμα φαρμακώνεις τους
άλλους; Έλα, πες μας τι ξέρεις, έλα αγόρι μου, δεν αγαπάς τη ζωή;»
Αν αγαπώ τη ζωή! Και τι δεν θα έδινα να γλιτώσω από τούτη την κόλαση.
Μου προτείνουν ζωή. Όμως μια «ζωή» κουβαλώντας νεκρούς, προδομένους
συντρόφους! Ωστόσο, ας μίλαγε ακόμα για λίγο. Αλλά ο Αβραμόπουλος
βιάζεται:
—Λοιπόν θα μου πεις; Θα μιλήσεις;
—Μα δεν τον ξέρω, σας το ’πα…
—Τζάμπα μας έχει φάει την ώρα, ξεφωνίζει ο Ερίνης. Βούλωσέ το, σου λέω.
Η πατσαβούρα βρεγμένη, βρωμοκοπάει χλωρίνη και κάτουρο. Σφίγγω τα δόντια μου, πολεμώντας να κρατήσω το στόμα κλειστό.
—Το κατσαβίδι… Κράτα του το σαγόνι, τα χέρια…
Τελικά κατάφεραν και μου την χώσαν στο στόμα. Μου έχει κοπεί η ανάσα.
Κάνω εμετό και τα καταπίνω, να μην πνιγώ. Η αναγούλα φέρνει σπασμό.
Νιώθω τα σπλάχνα μου να σπαρταράνε, και το στομάχι λες και ανέβηκε να
φρακάρει τον φάρυγγα. Θέλω, και δεν μπορώ, να τους δώσω να καταλάβουν
πως πνίγομαι. Πόδια και σώμα τινάχθηκαν κι από ό,τι ακούω, πρέπει να
χτύπησα κάποιον και να έχω παρασύρει τον πάγκο.
«Πού την βρήκε τη δύναμη!», ακούω τα τελευταία που λένε.
Στο λαρύγγι καούρα, στο στόμα αηδιαστική η βρώμα της πατσαβούρας.
«Κάναμε ό,τι μας είπες, γιατρέ», ακούω τη φωνή του Ερίνη.
«Ώστε φοβήθηκαν», σκέφτομαι, «και φώναξαν γιατρό». Διαπιστώνω ότι μπορώ και κουνάω τα πόδια.
—Ρίξτε του κι άλλο, συνέρχεται.
Μου ρίχνουν νερό. Τι ανακούφιση, Θεέ μου! Το πανί στα μάτια έχει
λασκάρει. Μπορώ και διακρίνω δυο καλογυαλισμένα παπούτσια και πολιτικό
παντελόνι. Θα ’ναι ο «γιατρός», και με το πόδι του μου πατάει το κεφάλι.
«Ξύπνα, κωλόπαιδο!». Έσκυψε πάνω μου κι ανασήκωσε την καλύπτρα.
—Είναι εντάξει, κύριε Ερίνη.
—Άντε παιδιά, τους λέει εκείνος. Και τώρα, με την επιστήμη παρούσα, να συνεχίσουμε!
Ο «γιατρός» τους δείχνει πώς να σφιχτοτυλίξουνε, τούτη τη φορά, τα κορδόνια και στα δυο μου μπράτσα.
Με ξαπλώνουν μπρούμυτα πάνω στον πάγκο, με δένουνε με μια πέτσινη ζώνη και μου περνάνε στο κεφάλι σακί.
—Κι από κάτω τα χέρια, με χειροπέδες.
—Κι αν νομίζεις, ότι θα σε σώσει η Επιτροπή τους —φοβερίζει ο Ερίνης—
να πού τους γράφω. Θα σου σακατέψω τα μέσα σου, πουσταριό, κι ούτε
σημαδάκι δεν θα βρούνε.
—Από ανακοπή καρδιάς, συμπληρώνει ο «γιατρός». Άλλωστε, ποιος θα πιστέψει αυτούς τους αλήτες;
Την «επιστημονική ολοκλήρωση» την εμπιστεύθηκαν στον Τίγρη, κι έχει αρχίσει να με χτυπάει με κάτι μαλακό και βαρύ.
—Στις κλειδώσεις, στους ώμους, στις γάμπες, καθοδηγεί ο «γιατρός».
Μέσα από τους γδούπους του «εργαλείου», ακούω βαριά την ανάσα του
Τίγρη. Τρομάζω τούτη την πνιγερή δυσφορία, κι ο πόνος μέσα στο στήθος
έχει γίνει αφόρητος.
Μίλα κομμούνα, μίλα σλαβόσπορε. Απόψε πεθαίνεις…
Δεν φώναξα. Όμως μου κλείνουν το στόμα. Μου σφίγγουνε τον λαιμό, να
με πνίξουν. Δεν μπορώ να ανασάνω και πολεμάω να ρίξω τον βράχο από πάνω
μου, να πάρω ανάσα. Κάποιος γελάει.
—Σαν το αγρίμι στο δόκανο…
Ένας τεράστιος τροχός… Με πονά, με ζαλίζει ο στρόβιλος…
«Δεν θ’ αντέξει…», τους ακούω και πάλι…
Μα δεν βλέπουν πως δεν μπορώ να ανασάνω; Μια κόκκινη ομίχλη μου
γεμίζει λάρυγγα, στόμα, ρουθούνια. Στα βλέφαρά μου βαραίνει η λάσπη. Με
γέρνει στο χώμα, το χώμα μυρίζει ευχάριστα και θέλω, πόσο θέλω, να
κοιμηθώ.
Νιώθω να με χτυπάνε στο πρόσωπο. «Τους καινούργιους δρόμους της
επιστήμης σου, τους έχω χεσμένους», ακούω καθαρά τη φωνή του Ερίνη. «Αν
τα τινάξει, δεν θα είσαι εσύ που θα φορτωθείς την ευθύνη…».
Ο «γιατρός» ψαχουλεύει να μου βρει τον σφυγμό. Κι όπως φοράει τα
ακουστικά και τα ’χει χαμένα, δείχνει αστείος. «Μην ανησυχείτε, κύριε
Ερίνη! Συνέρχεται». Παραμένω δεμένος στον πάγκο και στάζω νερά. Μου
έχουνε βγάλει το σακί και βλέπω στο πάτωμα τα κορδόνια κομμένα.
Ο Ερίνης ήρθε κοντά, μου ανασήκωσε το κεφάλι και δεν έβγαλε λέξη.
«Άιντε παιδιά, κατεβείτε στο δεύτερο», τον ακούω σε λίγο, «να βάλουμε κάτι στο στόμα μας».
Φύγανε όλοι. Το σανίδι από κάτω, λες και έχει βγάλει αγκάθια. Ζώντας
ακόμα τον εφιάλτη, του κάκου προσπαθώ να μετακινηθώ, να γυρίσω λίγο στο
πλάι. Ο Ερίνης έχει χάσει το κέφι του και συμπεραίνω, με ανακούφιση, ότι
φοβήθηκε μήπως μείνω στα χέρια τους. Κι αν το κατάλαβαν ότι για πολύ
δεν θ’ αντέξω και δεν με θέλουν νεκρό, θα πρέπει να σταματήσουν.
Ζορίστηκα κι ανασήκωσα το κεφάλι. Στον διπλανό πάγκο, σε δίσκο,
φλιτζανάκια του καφέ, νεροπότηρα και πάνω στο τραπέζι το βαλιτσάκι με τα
«εργαλεία», μισάνοιχτο. Τελικά δεν είμαι μόνος στην αίθουσα. Είναι κι ο
συνοδός χωροφύλακας με το αυτόματο. Κάθεται λίγο πιο πίσω και με
παρατηρεί σιωπηλός. Τον ρωτάω πόσο πήγε η ώρα, χωρίς να περιμένω
απάντηση. «Τρεις και δέκα», μου απαντά.
«Τρεις και δέκα!»
«Ήσουνα», μου λέει, «πολλή ώρα αναίσθητος». Σηκώθηκε, ήρθε κοντά και με ρωτάει πώς είμαι.
—Πώς να είμαι; Το βλέπεις και μόνος σου.
—Γιατί δεν τους τα λες, κακομοίρη μου; Θα σε πεθάνουν, δεν βλέπεις;
—Και τι να τους έλεγα, που δεν έχω ιδέα…
—Ξέρω κι εγώ…; Έμεινες κάποια φορά, κι είπαμε πως δεν θα ξαναζωντάνευες.
Το σάλιο στο στόμα μου, σκέτη χολή. Του έχω ζητήσει νερό. Πήγε να
ρίξει μια ματιά απ’ την πόρτα, ύστερα μου έφερε ένα ποτήρι νερό και μου
ανασήκωσε το κεφάλι να πιω.
—Αν με τσακώσουνε, κάηκα. Είσαι εντάξει;
—Εντάξει, του λέω. Σ’ ευχαριστώ.
Το χωροφυλακάκι ακούμπησε το ποτήρι στη θέση του και ξανακάθισε. «Ο
Θεός να βάλει το χέρι του», μουρμουράει, «έτσι που έχουμε γίνει».
Άραγες να το έχει συνειδητοποιήσει πόσο μέτραγε εκείνη την ώρα μία
κουβέντα κι ένα ποτήρι νερό; Πως κάποιος, που δεν έμαθε καν τ’ όνομά
του, θα τα φύλαγε για μια ζωή στην καρδιά του;
Από το κλιμακοστάσιο ακούστηκαν κουβέντες και βήματα.
«Τον ψόφιο κοριό…», μου ψιθυρίζει ο φρουρός.
Επέστρεψαν ένας-ένας οι ασφαλίτες, με έλυσαν και κατάφεραν να με στήσουνε όρθιο.
—Άκουσέ με, μου λέει ο Ερίνης, και σκέψου το. Ξανάδα τον στρατηγό.
Ξέρεις τι μου είπε; «Σου λύνω τα χέρια. Και ό,τι κι αν γίνει, θα σε
καλύψω». Το λοιπόν, τέρμα τα δίφραγκα.
Ο Ερίνης έχει ανάψει τσιγάρο. Δείχνει κουρασμένος, βρωμάει κρασίλα, και τα μάτια του πρησμένα και κόκκινα.
—Άντε, σαΐνια μου, λέει στους ασφαλίτες. Δεν θέλω σημάδια. Αλλιώς, ζωντανός ή νεκρός, μου είναι αδιάφορο, αρκεί να μιλήσει!
Με κουκούλωσαν και πάλι με το σακί, όμως αυτή τη φορά με τα χέρια
λυτά. Και πρέπει να το ξέρουν καλά ότι μέσα στο σακί αγριεύεις κι
αγχώνεσαι.
Τα «σαΐνια» με ρίξανε κάτω. Με σέρνουν στο πάτωμα, με κυλάν, με πατάν, με χτυπούν και βρίζουνε άσχημα.
—Τα τελευταία σου, πούστη.
—Κάνε την προσευχή σου.
—Ποια προσευχή, ρε μαλάκα, που δεν πιστεύει θεό.
—Στον Στάλιν, χαμούρα, στον Ζαχαριάδη…
Μ’ ανασηκώνουν και με βροντάνε με την πλάτη στο πάτωμα. Κάποιος ανέβηκε και χοροπηδάει πάνω στο στήθος μου.
—Ρε σεις, θα τον λιώσει ο χοντρός.
—Θα τον κολλήσω χαλκομανία στο πάτωμα.
Κάποιος σοφίστηκε κι αναποδογύρισαν τον πάγκο. Τον βάλανε στην κοιλιά μου και τον κάνουν τραμπάλα.
—Μίλα χαμούρα, μίλα κωλόπουστε…
Μου σμπαραλιάζουν τα σωθικά κι αγωνιώ να πάρω ανάσα. Και πάλι με
χτυπούν στο κεφάλι και με βροντάνε στο πάτωμα. Βάζω τα χέρια να φυλαχτώ,
αναγουλιάζω, και στο στόμα μου αίμα. Το σώμα παραλύει. Κι αυτός ακόμα ο
πόνος λες και ξεθώριασε. Και μονάχα όταν με χτυπάγανε πάνω στα
τραύματα, θυμάμαι που είχα πονέσει πολύ. Χάνω τις αισθήσεις μου,
συνέρχομαι κι ούτε ξέρω πια για πόσο καιρό και πόσες φορές.
Είμαι τ’ ανάσκελα. Ο Τίγρης, καθώς έβγαζε το σακί, λερώθηκε με
αίματα, και τσαντισμένος με κλωτσάει στα πλευρά. Μαζευτήκανε όλοι τους
από πάνω μου.
—Αρχηγέ, να τελειώνουμε.
—Μωρέ έτσι που πάει, δεν θα βγει ζωντανός από δω, απειλεί ο Ερίνης.
Βγάζει το περίστροφο και, γονατίζοντας, το στηρίζει στον κρόταφό μου.
—Θα μετρήσω ως τα πέντε, μου λέει, και πατώ την σκανδάλη. Ένα, δυο, τρία.
Δεν τον πιστεύω, αλλά ασυναίσθητα κλείνω τα μάτια.
—Τέσσερα, πέντε.
—Τρελάθηκες; φωνάζει ο Αβραμόπουλος. Με τους Οηέδες στα πόδια μας!
Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το χέρι του Αβραμόπουλου που κατέβασε το περίστροφο.
—Βρε, άσε με χάμω, ωρύεται ο Ερίνης. Έχω από τον στρατηγό «εν λευκώ».
—Ηρέμησε, έχεις όλο τον καιρό να το κάνεις. Όμως ξέρε το, όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι, εσύ θα φορτωθείς την ευθύνη.
—Και τι μου λες, δηλαδή, να τον αφήσω να ζήσει;
—Να ζήσει, ποιος το ’πε; Με τόσα παράθυρα γύρω μας!
—Κι αν τους το σφυρίξουνε οι κομμούνες, ότι δεν είναι ο πρώτος; Τι θα τους πω, πως δεν άνοιξε το αλεξίπτωτο;
—Όχι βεβαίως. Αλλά, όπως ξέρεις, όλοι γνωρίζουν ότι οι κομμουνισταί
προβαίνουν συχνάκις εις αυτοκτονίας, με σκοπόν την δυσφήμησιν της
Εθνικής Κυβερνήσεως!
Ο Ερίνης κάνει πως σκέφτεται:
—Τι λέτε, παιδιά;
—Τα είπε βαγγέλιο ο κύριος μοίραρχος…
—Τότε, εντάξει. Δέστε τον καλά, μη σκορπίσει, και φούντο.
Με σηκώνουν δύο-τρεις και μ’ ακουμπάνε στο περβάζι, να κρέμομαι ο μισός στο κενό.
—Ρε σεις, κοιτάτε και κάτω, μη σκοτώσετε άνθρωπο.
—Φύγετε, πέφτει.
Μου κρατάνε τα πόδια, και νιώθω να γλιστρώ στο κενό.
—Αρχηγέ, αμολάμε;
—Ρώτα τον πρώτα.
—Ρε συ, δεν θέλεις να ζήσεις;
—Έλα, τι περιμένετε;
—Μίλα, ηλίθιε…
Τα μηνίγγια μου παν να κλατάρουν. Κι άξαφνα, ακούω τον Ερίνη να τους φωνάζει να σταματήσουν:
—Δεν θα κολάσω την ψυχή μου με δαύτον. Ας τον στήσουν νομοτύπως στο απόσπασμα.
Μου τρίβουν χέρια και πρόσωπο με βρεμένο κουρέλι, να φύγουν τα
αίματα, και δεν θέλω ακόμα να το πιστέψω πως τέλειωσε. Οι ασφαλίτες
δείχνουν κακόκεφοι.
«Έχε χάρη που έζησες…», μουρμουράει ο κρεμανταλάς. «Αλλά πού να το εκτιμήσεις, καριόλη».
Βοηθώντας με ν’ ανεβώ στο αμάξι, το χωροφυλακάκι, που μου είχε δώσει
να πιω, μου σφίγγει με σημασία το μπράτσο και στην επιστροφή, έτσι όπως
είμαι, δεν μου έχουν περάσει τις χειροπέδες.
Το αυτοκίνητο με την όπισθεν, έχει κολλήσει στην πύλη. Με έσυραν
αμίλητοι και με πέταξαν στο κελί. Σε λίγο ζήτησα να με βγάλουν για την
«τουαλέτα». Δύο ασφαλίτες με πήγανε σηκωτό, κρατώντας με απ’ τις
μασχάλες και με στήσανε όρθιο να κατουρήσω.
Στην αυλή, όπως πάντα, κάνει βόλτες η κοπελιά. Στον πηγαιμό, όπως
διασταυρώθηκαν οι ματιές μας, μου είχε γνέψει, κουράγιο. Επιστρέφοντας,
την βλέπω, μ’ ένα πακέτο στο χέρι, να κουβεντιάζει με τον Ραπτόπουλο,
τον ψηλέα μοτοσικλετιστή της Ασφάλειας.
«Για τον συναγωνιστή», την ακούω να επιμένει.
Τελικά μου το έδωσαν. Κούρνιασα μες στα ρούχα και το άνοιξα. Μες στο
πακέτο, μισή φραντζόλα, ζεστή ακόμη και δύο κομμάτια χαλβά. Έγνοια και
προσφορά από χέρι συντρόφισσας. Ό,τι πολυτιμότερο! Με βουρκωμένα μάτια,
τα σφίγγω απάνω μου, τα ακουμπάω στα μάγουλα, τα γεμίζω φιλιά.
«Συναγωνίστρια», μουρμουράω, «συντρόφισσα!».
Δεν ξέρω ποια είναι, πώς λέγεται. Κάποιους μήνες αργότερα, θα διαβάσω
το όνομά της πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα. Κούλα Ελευθεριάδου! Η ηρωίδα
της Αντίστασης, στέλεχος του κινήματος. Η πρώτη επονίτισσα που
εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη, στα είκοσι δύο της χρόνια!
(Η Κούλα Ελευθεριάδου εκτελέστηκε μαζί με τον συνονόματο της Γρήγορη
Ελευθεριάδη. Ο Γρηγόρης Ελευθεριάδης υπήρξε, μετά την Απελευθέρωση,
γραμματέας της κομματικής μας οργάνωσης. Τον χειμώνα του 1943, σε μια
κομματική παράνομη σύναξη, σ’ ένα σπιτάκι της Τούμπας, ο Γρηγόρης μ’
έχει εντάξει στο κίνημα. Οι πρώτες εκτελέσεις είχαν γίνει στο μικρό
νεκροταφείο του συνοικισμού. Ο επόμενος τόπος των εκτελέσεων
οριστικοποιήθηκε πίσω από το Επταπύργιο και στα περισσότερα εκτελεστικά
αποσπάσματα αντικαταστάθηκαν οι φαντάροι από τους πρώην ταγματασφαλίτες,
τους φανατισμένους χωροφύλακες άνευ θητείας).