14 Νοε 2018


Μ. Καραγάτσης – Δικαιώνοντας λογοτεχνικά τους νικητές του εμφυλίου


Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή το 1960 ο Μ. Καραγάτσης, ένας από τους πιο πετυχημένους και δημοφιλείς ως σήμερα πεζογράφους της γενιάς του ’30. Τα μυθιστορήματά του, ανάμεσα τους “Ο Γιούγκερμαν”, “Ο Κίτρινος Φάκελος”, “Σέργιος και Βάκχος” και το ημιτελές κύκνειο άσμα του “Το 10” γνώρισαν αλλεπάλληλες εκδόσεις και αρκετά εξ αυτών γυρίστηκαν ως τηλεοπτικές σειρές με σημαντική επιτυχία. Συντηρητικός στις πολιτικές του ιδέες, σε πολλά έργα του διαφαίνεται ή αποτυπώνεται ρητά η αντικομμουνιστική του ιδεολογία. Ένα πολύ χαρακτηριστικό έργο που αποτυπώνει την ιδεολογική του στράτευση είναι το μυθιστόρημα “Οι λησταί των Αθηνών”, που δημοσιεύτηκε σε 60 συνέχειες στη δεξιά εφημερίδα βραδυνή τους πρώτους μήνες του 1952, για να εκδοθεί δεκαετίες μετά το θάνατό του σε βιβλίο, το οποίο επιχειρεί τη σύνδεση του φαινομένου της ληστοκρατίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα με το “συμμοριτισμό” που είχε πρόσφατα ηττηθεί στρατιωτικά, αλλά διατηρούσε πάντα τον κίνδυνο να “σηκώσει κεφάλι”, αν οι νικητές έδειχναν επιείκιεια. Ακολουθούν εκτεταμένα αποσπάσματα από το άρθρο του Τάσου Σακελλαρόπουλου, “Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών: Διάλογος μεταξύ 1870 και 1952: Η πολιτική λειτουργία ενός μυθιστορήματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα”, από την παρέμβασή του στο συνέδριο” Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και πολιτική”, στις 4 και 5 Απρίλη 2008, τα πρακτικά του οποίου κυκλοφόρησαν από τη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη το 2010.
Η ιστορική πόρτα εισόδου της λογοτεχνίας μπορεί να φωτίσει όψεις του παρελθόντος που με τρόπο έμμεσο έχουν διασωθεί στα κείμενα. Η λειτουργία της λογοτεχνίας ως παρατηρητηρίου το παρελθόντος μπορεί να μας δώσει την ιστορική διάσταση των πραγμάτων, σύμφωνα πάντοτε με τις ερωτήσεις που πρόκειται να θέσουμε. […]
Προσεγγίζουμε το συγκεκριμένο έργο του Καραγάτση όχι από την οδό που εκτιμά την ποιότητα της ηθογραφίας και την ένταση της ζωής των ηρώων του, αλλά από την οδό της πολιτικής ατμόσφαιρας που διακρίνει το κείμενο, διερευνώντας τα νήματα με τα οποία υφάνθηκε, προκειμένου να συνυφανθεί με την εποχή του. […]γιατί  γεφυρώνεται, έμμεσα, στο μυθιστόρημα αυτό η παράλληλη πορεία μιας ιστορίας του 1870 με την πραγματικότητα του 1952; Η’, τι εξυπηρετούσε η σύνδεση των δύο κόσμων, της Ελλάδας του 1870 και της Ελλάδας του 1952; Η’ ακόμη, ποιες τεχνικές και ποιο κλίμα επέλεξε να προβάλει ο Καραγάτσης από το 1870, προκειμένου να έχει απήχηση στο πολιτικό κλίμα του 1952; […]
Οι ληστές στα πρόθυρα των Αθηνών δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα Βραδυνή καθημερινά από τις 28 Ιανουαρίου ως τις 6 Απριλίου του 1952 και εκδόθηκαν σε βιβλίο μετά από πολλά χρόνια, το 1999, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με επιμέλεια του Θανάση Νιάρχου.
Στο έργο παρουσιάζεται η δραματική περιπέτεια που έζησε μια ομάδα δέκα περιηγητών, κυρίως Βρετανών, στην Αττικοβοιωτία του 1870, περιπέτεια που ξεκινά με την απαγωγή τους από την ομάδα ληστών του Τάκου Αρβανιτάκη, και τελειώνει μετά από 13 μέρες ομηρίας, με το θάνατο των τέσσάρων αιχμαλώτων που είχαν τελικά κρατηθεί από τους ληστές. Το γεγονός είναι πραγματικό και την εποχή εκείνη είχε προκαλέσει, όπως ήταν φυσικό, πολιτική κρίση, φέρνοντας την κυβέρνηση Θρασύβουλου Ζαΐμη σε αληθινό αδιέξοδο λόγω της επιμονής των ληστών, οι οποίοι, εκτός από λύτρα, ζητούσαν και αμνηστία. Η χορήγηση αμνηστίας στους ληστές κρίθηκε από το επίσημο κράτος, σε όλη τη διάρκεια της ομηρίας, αντισυνταγματική, σε μια προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας αλλά και του νέου βασιλιά να διαφυλάξουν το κύρος τους. Η αστυνομική έρευνα της υπόθεσης φώτισε και μια άλλη πλευρά, εκείνης της υπόγειας επικοινωνίας των ληστών με πολιτικό πρόσωπο στην Αθήνα, που εισηγείτο διαρκώς το επίμονο-διπλό και αδιέξοδο-αίτημα των ληστών και για αμνηστία και για λύτρα, προκειμένου να μειωθεί το κύρος της κυβέρνησης και να υποστεί πιέσεις από το βρετανικό παράγοντα.
Ως κίνητρο για την προσέγγιση του παρόντος άρθρου λειτούργησαν τα εισαγωγικά επεισόδια, με τα οποία ο συγγραφέας βάζει σε κίνηση εντός του μυθιστορήματος το ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο του Εμφυλίου Πολέμου. Πύλη είσόδου, που χρωμάτιζε πολιτικά τους κινδύνους από τη δράση των ληστών του 1870, γίνεται από τον Καραγάτση η τρέχουσα πραγματικότητα του 1952. Ο συγγραφέας παρουσιάζει στα πρώτα ατά επεισόδιο το αδιέξοδο μιας χήρας, μάνας ενός έφηβου ο οποίος αρνείται επίμονα να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής και σκοτώθηκε στη μάχη του Μακρυγιάννη το Δεκέμβριο του 1944 στην Αθήνα. Ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος απαξίωνε έντονα τη χωροφυλακή, αποδίδοντας ως έργο της τη δίξωη των κλεφτοκοτάδων και όχι τον επιτυχημένο αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας (πρόκειται για τον Εμφύλιο Πόλεμο), τον οποίο πίστωνε στον στρατό και τους αξιωματικούς του. Η χήρα μάνα, επιθυμώντας διακαώς να ακολουθήσει ο νεαρός το “στάδιο”, όπως λέει, του πατέρα του, ζήτησε βοήθεια  για την αναβάθμιση του κύρους της χωροφυλακής στα μάτια του γιου της από έναν συγγενή απόστρατο αξιωματικό της χωροφυλακής και συμπολεμιστή του πεσόντος πατέρα. […]
Το πρώτο σκέλος του σχεδίου του απόστρατου αξιωματικού της χωροφυλακής αναγνώριζε τη χωροφυλακή ως ισόβαθμη με τα άλλα στρατιωτικά και ημιστρατιωτικά σώματα στο εθνικό πάνθεον και αναδείκνυε συγχρόνως το ισχυρό δημόσιο κύρος της. Μετά τη δημιουργία του εθνικώς ευνοϊκού κλίματος υπέρ της χωροφυλακής, ο συγγραφέας ανέπτυξε το δεύτερο σκέλος τονίζοντας, μέσω της δράσης της στην απαγωγή του 1870, τη διαχρονική και εθνική της αξία, προβάλλοντας ωστόσο στη διάρκεια της αφήγησης ως καίρια προβλήματα την αδυναμία του κράτους έναντι των ληστών, τις παλινωδίες των πολιτικών προσώπων έναντι του προβλήματος, αλλά και την παρεμπόδιση του έργου της χωροφυλακής να αντιμετωπίσει τους ληστές που λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο και παράλληλα έπλητταν ανεπανόρθωτα το κύρος της αδύναμης Ελλάδας διεθνώς. Παρόν επίσης στην αφήγηση το στοιχείο της χωρίς κίνδυνο επικοινωνίας των ληστών, που κρατούσαν τους ομήρους, με το επίσημο και το ανεπίσημο κράτος. […]
Απέναντι στο βασικό πρόβλημα της ανεξέλεγκτης δράσης των ληστών του 1870, ο Καραγάτσης τοποθετεί δύο άξονες για την αντιμετώπιση τους: τα λύτρα που προτίθεται να δώσει το κράτος και την αμνηστία που ζητούν οι ληστές, τον έναν σε όφελος του κράτους, τον άλλο σε όφελος των ληστών. […] Αν στη λύση των λύτρων υπήρχε ανοχή, η επιμονή των ληστών για αμνηστία θα είχε για το συγγραφέα ως συνέπεια την ακύρωση του κράτους, εφόσον θα επέτρεπε στους ληστές την ένταξή τους στον έννομο βίο και στην κοινωνία, διατηρώντας έτσι τη δυνατότητα να απειλήσουν το κράτος ανά πάσα στιγμή. Φυσική, στην προκειμένη περίπτωση, η σύνδεση των ληστών με τους “συμμορίτες” Έλληνες αριστερούς. Αντιστοίχως εύκολη η σύνδεση με το συγχωροχάρτι, που δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να δοθεί στους ηττημένους του Εμφυλίου, δηλαδή την αμνηστία και στην ελεύθερη πολιτική λειτουργία. Για την ένταξη των αριστερών στις κρατικές δομές δεν ετίθετο ζήτημα.
Ερχόμαστε έτσι στον πολιτικό ρόλο του μυθιστορήματος. Η αιτία για την οποία ζητείται η αναζωπύρωση του αισθήματος του επικείμενου κινδύνου από τους ληστές, δηλαδή από τους αντιπάλους που επιβολεύονται το αδύναμο μετεμφυλιακό κράτος, θα πρέπει να αναζητηθεί στο πολιτικό πλαίσιο της εποχής, δηλαδή στη σύγκρουση για την πολιτική πορεία των πραγμάτων μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Σύγκρουση, που εκείνη τη χρονική στιγμή είχε ως αντικείμενο τα μέτρα επιείκειας της κυβέρνησης Πλαστήρα υπέρ των διωκόμενων αριστερών, κυρίως υπέρ του πλήθους των διωκομένων για έμμεση έστω συμμετοχή στην εαμική αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής. […]
Στο ίδιο έντονο ύφος ο Καραγάτσης κάλυπτε για τη Βραδυνή την περιοδεία του Παπάγου στην Πελοπόννησο. Κυρίαρχο στις ανταποκρίσεις του ήταν το πνεύμα του εθνικού κινδύνου εξαιτίας της καταρράκωσης που η κυβέρνηση Πλαστήρα είχε επιφέρει στο στρατό. Όσο πλησίαζαν οι ημέρες έναρξης των επεισοδίων των Ληστών, οι αναγγελίες στη Βραδυνή για την επικείμενη δημοσίευση πύκνωναν, με εμβληματική για το πνεύμα που μας ενδιαφέρει εκείνη της 23ης Ιανουαρίου στην οποία το έργο περιγράφεται ως “…ένα θαυμάσιο ιστορικό αφήγημα όπου ο αναγνώστης θα βρει πολλές ομοιότητες με όσα πρόσφατα και σημερινά έζησε και ζει”. […]
Δραματική σύμπτωση με την επικαιρότητα καταγράφεται στο φύλλο της 31ης Μαρτίου 1952, όταν, στο πεντηκοστό τρίτο επεισόδιο από τα εξήντα της σειράς των Ληστών, η αφήγηση περιγράφει τη χλευαστική δημόσια έκθεση των κομμένων κεφαλιών των ληστών του 1870, σε αντίθεση με τις τιμές που απέδιδε η χωροφυλακή στις σωρούς των Άγγλων νεκρών της σφαγής στο Δήλεσι. Στο ίδιο φύλλο της Βραδυνής δημοσιεύτηκε η περιγραφή της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του, με απαξιωτικές λεπτομέρειες για το σθέντος τους, το ύφος τους και την προσωπικότητά τους. Σκληρή σύμπτωση, η οποία, παρά το πνεύμα εκείνων των ημερών διατηρεί υψηλή δραματικότητα.
[…]
Η διατήρηση της πολεμικής έντασης του Εμφυλίου Πολέμου και σε καιρό ειρήνης, αποτέλεσε γρανάζι μιας μηχανής που κυριάρχησε στην πρακτική των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, ιδιαιτέρως εκείνων που διέθεταν ισχυρή κινηματική βάση. Η λειτουργία αυτή στην πολιτική ζωή εξυπηρετούσε τόσο την απαξίωση όσο και τη δαιμονοποίηση του πολιτικού αντιπάλου, ορίζοντας ως έκφρασής της, η λογοτεχνία έδρασε επικουρικά στη μηχανή αυτή, η ζεύξη δε λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας ίσως και ενισχυτικά. Ωστόσο, κάθε μορφή τέχνης περισσότερο αποτυπώνει πολιτικές στιγμές και γεγονότα παρά τα δημιουργεί. Άρα, η ευθύνη της δραματικότητας καλύτερα να αναζητηθεί σε πολιτικές αποφάσεις παρά στην καλλιτεχνική έκφραση, η οποία εξάλλου αποτελεί κυρίως προσωπική επιλογή του δημιουργού της.

Γερά στα χνάρια του Μελά… – Ο παπάς στη μαθητική πορεία, οι εθνικιστικές καταλήψεις και η πάλη των τάξεων

Η εικόνα έρχεται από την πόλη της Κατερίνης κι είναι η φωτογραφία ενός από τα πολλά σχολεία όπου οι μαθητές έχουν προχωρήσει σε κατάληψη με κύριο θέμα-αίτημα την… ελληνικότητα της Μακεδονίας. Το γράφουν μάλιστα με ένα σχεδόν γηπεδικό σύνθημα “γερά, στα χνάρια του Μελά”, που τονώνει το εθνικό φρόνημα, με το ίδιο περίπου ύφος που θα έλεγαν να πάνε στα μπουζούκια: “γερά, το βράδυ στον Καρρά”.
Αν οι ίδιοι μαθητές διεκδικούσαν με καταλήψεις Δημόσια και Δωρεάν Παιδεία, θα είχε μπει μπροστά η ανιαρή κασέτα ότι κάνουν κατάληψη για να χάσουν μάθημα, με αστεία αιτήματα για το “σχήμα της τυρόπιτας” και ότι τους υποκινούν εξωσχολικοί, μερίδα γονέων κτλ. Ενώ τώρα δηλαδή, εκφράζουν ώριμα αυτό που σκέφτονται, κι όχι αυτό που τους δασκάλεψαν πχ οι γονείς τους ή άλλοι παράγοντες. Μάλιστα…
Αυτό αποδεικνύεται εξάλλου και στο παρακάτω βίντεο, με τον παπά να μπαίνει επικεφαλής μιας μαθητικής πορείας (!) στο Κιλκίς και να καθοδηγεί το ποίμνιο, ενώ τραγουδάει το “Μακεδονία ξακουστή”…
Ένα παλιό σύνθημα καταληψιών λέει: “αν δεν μπορεί να μας καταλάβει το σχολείο, να το καταλάβουμε εμείς”. Μόνο που εδώ αντιστρέφεται το λογοπαίγνιο και το σχολείο -δηλαδή η αστική παιδεία με τον εθνικισμό που μπολιάζει στους μαθητές από τα μικράτα τους- έχει καταλάβει ήδη τους μαθητές που το καταλαμβάνουν, έχει γεμίσει το μυαλό τους με τις κυρίαρχες ιδέες. Το μέσο της κατάληψης δεν μπορεί ποτέ από μόνο του να γίνει επικίνδυνο από το σύστημα, ξεκομμένο από ένα αντίστοιχο περιεχόμενο στον αγώνα των μαθητών.
Το μόνο ελπιδοφόρο σε όλα αυτά είναι η διαπάλη των (σχολικών) τάξεων -ως προοίμιο της ταξικής πάλης- που αποτυπώνεται και σε ένα πανό με το σύνθημα: οι μαθητές δε σκύβουν το κεφάλι, παλεύουνε για μόρφωση και κοινωνία άλλη.
Το προσυπογράφουμε…

Νέα δίωξη κάτα της Δημοτικής Αρχής στην Πάτρα γιατί έκανε πάρκο ένα σκουπιδότοπο…

Έφθασε χθες το απόγευμα στον Δήμο Πατρέων, σχετικό έγγραφο από Αστυνομικό Τμήμα που ενημερώνει ότι κατόπιν παραγγελίας Εισαγγελέα και εγγράφου από την Κτηματική Υπηρεσία Νομού Αχαΐας διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τις παρεμβάσεις του Δήμου στην περιοχή του Κόκκινου Μύλου.
Ζητείται να δοθούν ονόματα και αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων Αντιδημάρχων και μάλιστα να ενημερωθούν το συντομότερο δυνατόν, ώστε να επισυναφθούν στη δικογραφία.
Συνεχίζουν και κλιμακώνουν τις διώξεις κατά της Δημοτικής Αρχής, επειδή σ’ ένα χώρο που ήταν σκουπιδότοπος, τον μετέτρεψε σε ένα όμορφο πάρκο για τις ανάγκες του πατραϊκού λαού.
Την πρώτη ευθύνη γι’ αυτές τις εξελίξεις έχει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ως προϊσταμένη Αρχή των αντίστοιχων Υπουργείων και Υπηρεσιών.
Οι παρατάξεις που στηρίζονται από το ΣΥΡΙΖΑ, τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, μονίμως λοιδορούν τη Δημοτική Αρχή, χλευάζουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις και τις χαρακτηρίζουν πανηγύρια, το έκαναν με την κινητοποίηση στον Κόκκινο Μύλο και το ίδιο έγινε με την μεγάλη πορεία κατά της ανεργίας, την παραχώρηση του θαλάσσιου μετώπου και την υπογειοποίηση του τρένου. Στηρίζουν με αυτόν τον τρόπο τις συνεχιζόμενες από την κυβέρνηση διώξεις.
Ο λαός της Πάτρας βλέπει, κρίνει και βγάζει συμπεράσματα.
Η μαζική κινητοποίηση των κατοίκων της περιοχής του Κόκκινου Μύλου ήταν μια πρώτη απάντηση.
Ο Δήμαρχος και όλη η Δημοτική Αρχή δεν τρομοκρατούνται.
Θα αντιμετωπίσουμε και αυτή τη δίωξη μαζί με τους εργαζομένους μας και τον πατραϊκό λαό.
Δεν θα κάνουμε ούτε βήμα πίσω. Ό,τι απολαμβάνει σήμερα ο πατραϊκός λαός (Νότιο Πάρκο, παιδικές κατασκηνώσεις) είναι αποτέλεσμα του αγώνα.
Ο σκουπιδότοπος που έγινε πάρκο, ανήκει στο λαό.
Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.

Ασφαλίτης τράβηξε όπλο σε απεργιακή φρουρά οικοδόμων


Η αυτοαποκαλούμενη «κυβέρνηση της αριστεράς» δεν διαστάζει να εφαρμόσει ολοένα και πιο απροκάλυπτα πρακτικές που θυμίζουν την μαύρη επταετία της χούντας.
Το κλίμα τρομοκρατίας που καλλιεργείται από τις αστυνομικές δυνάμεις με ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, καταγγέλλει η Ομοσπονδία Οικοδόμων.
Ασφαλίτης τράβηξε όπλο σε απεργιακή φρουρά οικοδόμωνΚι όλα αυτά μόλις λίγες μέρες πριν την έναρξη των εορτασμών για τη συμπλήρωση 45 χρόνων από την εξέργερση του Πολυτεχνείου.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση – καταγγελία της Ομοσπονδίας:
«Σήμερα το πρωί, ημέρα Πανελλαδικής Πανοικοδομικής Απεργίας, ασφαλίτης τράβηξε όπλο σε ομάδα απεργιακής περιφρούρησης συνδικαλιστών οικοδόμων στην Αθήνα, παρότι, από την αρχή οι συνάδελφοι ενημέρωσαν για την ιδιότητά τους.
Στη συνέχεια, κατέφθασαν στο χώρο κι άλλες αστυνομικές δυνάμεις (ΜΑΤ, ΔΙΑΣ) και εγκλώβισαν τους συνδικαλιστές με πρόθεση να προχωρήσουν σε προσαγωγές.
Κάτω από την αποφασιστική παρέμβαση της Ομοσπονδίας και του Συνδικάτου Οικοδόμων Αθήνας οι συνάδελφοι αφέθηκαν ελεύθεροι».
υπογραμμίζει η Ομοσπονδία και προσθέτει:
«Το σημερινό περιστατικό δεν είναι τυχαίο. Είναι συνέχεια ενός επεξεργασμένου σχεδίου, με σκοπό την τρομοκράτηση των εργαζομένων και των αγώνων τους.
Χτες, είχαμε Εισαγγελείς και Πρωτοδίκες να ζητάνε στοιχεία και ενημέρωση από το Συνδικάτο Οικοδόμων Θεσσαλονίκης για τις αρχαιρεσίες του, για το Συνέδριο της Ομοσπονδίας, τους επικεφαλής των παρατάξεων.
Πριν από λίγες μέρες, στον απεργιακό αγώνα των εργαζομένων στο γήπεδο της ΑΕΚ εμφανίστηκε αστυνομικός διευθυντής, που απειλούσε με Εισαγγελείς, λέγοντας ότι η απεργία είναι παράνομη, αποφασισμένη από μια «ισχνή μειοψηφία».
Ο Δ. Κουμπούρης παραδίδει στον αστυνομικό διευθυντή το πιστόλι και τις ταυτότητες του ασφαλίτηΕπίσης, πριν από λίγες μέρες στο Συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης αποκαλύφθηκε η παρουσία ασφαλίτη, που ήταν με συγκεκριμένη αποστολή από το «Συνδικαλιστικό» της Ασφάλειας».
Είναι φανερό ότι η υλοποίηση των αντεργατικών μέτρων και σχεδιασμών πάει χέρι -χέρι με την ένταση των κατασταλτικών μέτρων απέναντι στα Συνδικάτα, στη γραμμή πάλης που βάζει μπροστά τις ανάγκες των εργαζομένων.
Ούτε οι οικοδόμοι, ούτε οι εργαζόμενοι, ούτε οι αγώνες θα σταματήσουν, όσα αντιδραστικά σχέδια κι αν θέσουν σε λειτουργία διάφοροι μηχανισμοί.
Συσπειρωμένοι στην Ομοσπονδία μας, στα Συνδικάτα και τη γραμμή πάλης, θα τσαλακώσουμε τα σχέδιά τους και θα επιβάλουμε με τον αγώνα μας το δίκιο μας».

ΚΚΕ: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ επαναφέρει τον «χωροφύλακα»
στις δίκαιες κινητοποιήσεις των εργαζομένων

Σε σχόλιό του, για την επίθεση αστυνομικού με όπλο στην απεργιακή περιφρούρηση συνδικαλιστών οικοδόμων, το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρει τα εξής:
Ασφαλίτης τράβηξε όπλο σε απεργιακή φρουρά οικοδόμων«Το ΚΚΕ καταγγέλλει το νέο κρούσμα αστυνόμευσης του εργατικού κινήματος, μέσα σε λίγες μέρες, όπου σήμερα ασφαλίτης τράβηξε όπλο σε ομάδα απεργιακής περιφρούρησης συνδικαλιστών οικοδόμων, στην Αθήνα.
Φαίνεται ότι το κυβερνητικό σχέδιο των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, για ένταση της αστυνομοκρατίας ενάντια σε συνδικαλιστές, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη κι όπως αποδεικνύεται επαναφέρει τον «χωροφύλακα» στις δίκαιες κινητοποιήσεις των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι πρέπει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα να οργανώσουν τον αγώνα τους, δίνοντας απάντηση τόσο στα αντεργατικά – αντιλαϊκά μέτρα όσο και στην τρομοκρατία που ασκεί η κυβέρνηση».

Συμπεράσματα

Υπενθυμίζουμε πως πριν λίγες μέρες ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά έστειλε το ΣΔΟΕ σε σχολείο όπου στεγάζονται τα γραφεία της ΕΛΜΕ Πειραιά, μετά από ανώνυμη καταγγελία, ζητώντας ουσιαστικά από την ΕΛΜΕ να παραδώσει όλα τα στοιχεία,
που αφορούν την ζωή και την δράση του συλλόγου, φτάνοντας στο σημείο μάλιστα να κατασχέσουν κι έναν υπολογιστή.
Παρόλο που το απαράδεκτο περιστατικό έχει καταγγελθεί από πλήθος εκπαιδευτικών συλλόγων κι ΕΛΜΕ, ακόμα ο εισαγγελέας πρωτοδικών δεν έχει δώσει στοιχεία για το ποιος /οι έχουν κάνει την ανώνυμη καταγγελία.
Ενώ πριν από λίγους μήνες ένας ακόμα ασφαλίτης είχε πιαστεί σε αντι-ιμπεριαλιστική διαδήλωση φοιτητών που διαμαρτύρονταν για την συμμετοχή της χώρας μας στη νέα στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ στη Συρία.
Ασφαλίτης τράβηξε όπλο σε απεργιακή φρουρά οικοδόμων
Ο Δ. Κουμπούρης παραδίδει στον αστυνομικό διευθυντή το πιστόλι και τις ταυτότητες του ασφαλίτη που είχε πιαστεί σε συγκέντρωση του ΠΑΜΕ το 2002
Τα παραπάνω είναι μια τρανή απόδειξη ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά από πρωτοβουλίες κάποιων «περίεργων κρατικών λειτουργών», όπως θέλουν να εμφανίσουν τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης,
αλλά δείχνει ακριβώς ότι υπάρχει κυβερνητική στόχευση να χτυπηθεί συντονισμένα το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα
και να κατασυκοφαντηθούν τα σωματεία που έχουν μαζική κι ενεργή δράση μέσα στο εργατικό κίνημα.
Κι όλα αυτά την ίδια στιγμή που η «δικαιοσύνη» κλείνει τα μάτια και τα αυτά στις δεκάδες επώνυμες καταγγελίες για εκτεταμένη νοθεία σε μια σειρά σωματείων και Εργατικών Κέντρων όπου κυριαρχούν οι εργατοπατέρες του εργοδοτικού συνδικαλισμού.
Κι όσο το παραμύθι της «δίκαιης ανάπτυξης» ολοένα και θα αποκαλύπτεται στα μάτια του λαού είναι σίγουρο πως ακόμα περισσότερο φαινόμενα τρομοκρατίας και ωμής παρέμβασης στα συνδικάτα θα γίνουν κανόνας.
Με πληροφορίες από τον 902.gr



Την μοναδική φορά που οι ΗΠΑ έστειλαν στρατό ενάντια στους μπολσεβίκους έμαθαν τι σημαίνει επαναστάτης (Α’ Μέρος)






Από Panos στο Νοέ 14, 2018 Ατέχνως
 
Γράφει ο Πάνος Αλεπλιώτης //
Παιδιά της εργατικής τάξης, εργάτες γης και αγρότες, στην πλειοψηφία τους από το Ντιτρόιτ επιστρατεύτηκαν και εκπαιδεύτηκαν άρον τον άρον για να πολεμήσουν ενάντια στους Γερμανούς στην λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου τον Ιούλιο του 1919.
Το μυστικό ήταν επτασφράγιστο. Ο στόχος των Ιμπεριαλιστών ήταν να πνίξουν την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Την Επανάσταση του Λένιν.
Τα ερωτήματα τους έπνιγαν. Τι δουλειά έχουμε εμείς εδώ; Γιατί δεν τους αφήνουμε να λύσουν τα δικά τους προβλήματα όπως ξέρουν οι ίδιοι; Γιατί μας εξαπάτησαν;

Συμπάθησαν τον αγώνα των Bolos, όπως  λένε τους Μπολσεβίκους. Τα ερωτήματα έγιναν διαμαρτυρία που έφτασε μέχρι την εξέγερση ή την ανακωχή με τους Μπολσεβίκους χωρίς τους αξιωματικούς. Πολλοί άφησαν τα κόκαλά τους στην παγωμένη γη, στους -50 βαθμούς και στους βάλτους.


Η επίσημη Αμερική ποτέ δεν παραδέχτηκε πως έστειλε τον στρατό της εναντίον των Μπολσεβίκων. Ήταν η πρώτη φορά που Αμερικάνοι στρατιώτες βρέθηκαν απέναντι σε Ρώσους και έχασαν. Δεν ήταν όμως όποιοι κι όποιοι. Ήταν επαναστάτες και το δίκιο ήταν μαζί τους.
Υπερασπιζόταν την πατρίδα τους και την Επανάσταση και έτσι νίκησαν τους Αμερικάνους, τους Βρετανούς, τους Γάλλους, τους Λευκούς και απελευθέρωσαν την χώρα τους.
Στην σειρά των αναρτήσεων που είναι βασισμένη στα άρθρα του Michael M. Phillips θα δούμε, με έναν αφελή αμερικάνικο τρόπο αφήγησης, απολίτικο πολλές φορές να βγαίνει η αλήθεια μέσα από την απάτη αλλά και τον θάνατο νέων ανθρώπων σε μια αποστολή που δεν είχε καμμία σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας τους ή με άλλα ιδανικά.
Ήταν μια ιμπεριαλιστική απόβαση!
Δύο μήνες μετά την επιστράτευση
 βρέθηκαν στα δάση της Βόρειας Ρωσίας


«Στα τέλη του Φεβρουαρίου 1919, οι στρατιώτες του Β τάγματος του 339ου Συντάγματος του Αμερικάνικου εκστρατευτικού σώματος έφτασαν στα οριά τους όταν η δράση έδωσε τη θέση της στην ανταρσία.
Οι Αμερικανοί στρατιώτες νόμιζαν πως θα αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς στο Δυτικό Μέτωπο. Όμως τρεις μήνες μετά την ανακωχή της 11 Νοεμβρίου όπου έληξε ο Α Παγκόσμιος πόλεμος, ακόμη πολεμούσαν τους επαναστάτες Μπολσεβίκους στην Ρωσία στον παγωμένο Βορρά.
Δεκάδες συναδελφοί τους είχαν υποκύψει από γρίπη στο ταξίδι στη θάλασσα για το ρωσικό λιμάνι του Αρχάγγελου. Άλλοι είχαν σκοτωθεί στη μάχη με έναν εχθρό, οπλισμένο με την τοπική γνώση στα μονοπάτια και τα χωριά. Πληγωμένοι Αμερικάνοι είχαν παγώσει μέχρι θανάτου περιμένοντας διάσωσης στα χιονισμένα δάση». Έτσι αρχίζει το άρθρο του Michael M. Phillips στην Wall street journal.
Κατά τη διάρκεια της περιπέτειας τους και ιδιαίτερα τον χειμώνα, τα Αμερικανικά στρατεύματα αισθάνθηκαν παραπλανημένα από την κυβέρνησή τους, εξαπατημένοι από τους αξιωματικούς, κακοποιημένοι από τους συμμάχους και νικημένοι από τον αντίπαλο, πολεμώντας σε έναν πόλεμο που είχε ήδη τελειώσει.
Πολλοί Αμερικανοί έδειξαν γενναιότητα και ανδρεία στους βάλτους με την κατεψυγμένη λάσπη και στα δάση από πεύκα γύρω από τον Αρχάγγελο. Άλλοι ενέδωσαν στον πειρασμό της εξέγερσης.

Ναύτες του USS Olympia ποζάρουν με στρατιώτες του 339ου Συντάγματος Πεζικού που μόλις έφτασαν στον Αρχάγγελο. Sept. 6, 1918.
Η δυσαρέσκεια βγήκε στην επιφάνεια όταν οι άνδρες συνειδητοποίησαν ότι ο στρατός δεν είχε αρκετά τρόφιμα για να τους κρατήσουν μέχρι την επόμενη ημερομηνία διανομής. «Ειιι συνάδελφοι. Ας αφήσουμε την καταραμένη γκρίνια και ας κάνουμε κάτι» αναφώνησε ο Bill Henkelman σύμφωνα με τους άλλους στρατιώτες.
Ο  Henkelman και τρεις άλλοι συνέταξαν ένα τελεσίγραφο προς τον διοικητή του συντάγματος. «Αν δεν αποσυρθούμε από το μέτωπο μέχρι τις 15 Μαρτίου 1919, έγραφαν οι στρατιώτες, είμαστε αποφασισμένοι να αρνηθούμε να κινηθούμε εναντίον του εχθρού».
Ο Henkelman, που ήταν βαφέας αμαξωμάτων σε αυτοκινητοβιομηχανία στο Ντιτρόιτ πριν στρατολογηθεί, δήλωσε, όπως αναφέρουν οι υπόλοιποι, πως θα διασχίσει τις γραμμές του εχθρού μόνος, μεταφέροντας λευκή σημαία. Θα καλούσε σε γιορτή αποχαιρετισμού τους Μπολσεβίκους. Κατόπιν αυτός και οι άλλοι εξεγερμένοι θα φεύγαν  από τον πόλεμο.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, οι αξιωματικοί του στρατού των ΗΠΑ αντέδρασαν. Παρέπεμψαν τον Henkelman στο στρατοδικείο με την κατηγορία της προδοσίας, λιποταξίας και ανταρσίας, εγκλήματα που τιμωρούνται με θάνατο.

Κατά την ανάκριση, έσκισε την μπλούζα του και έδειξε το στήθος του στους ανακριτές. «Κοιτάξτε τις ψείρες, την βρωμιά,την δυσωδία. 
Είμαστε μισοπεθαμένοι από την πείνα», είπε στην υπεράσπισή του. 
«Αλλά κανένας από σας δεν έχει ψείρες ούτε υποφέρει από την πείνα».

Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να στείλει τον Σημίτη στη φυλακή και την Γιάννα Αγγελοπούλου στο δημαρχιακό θώκο!

        

Πρώτο ζήτημα άσχετο με το επόμενο
Ανοίγουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Επίσης ανοίγουν οι λογαριασμοί της συζύγου και του αδερφού του πρώην πρωθυπουργού, του Χρυσοχοΐδη και του Μαλέσιου . Γιατί ανοίγουν οι λογαριασμοί τους;! Εικάζεται ότι το άνοιγμα των λογαριασμών συνδέεται με την υπόθεση του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, του περίφημου C4i. Εικάζεται δηλαδή ότι τ’ «άρπαξαν» για την αγορά αυτού του συστήματος! Τελεία και παύλα!
Δεύτερο ζήτημα άσχετο με το προηγούμενο
Η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη, πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του «Αθήνα 2004», φαίνεται πως θα είναι υποψήφια δήμαρχος με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ! Τελεία και παύλα!
Ασημάκης

ΥΓ. Οι δύο ειδήσεις δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους! Τις συγχωνεύσαμε για να μη σπαταλάμε χώρο!

Το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων: Μια μηχανή θανάτου

Μια από τις σοβαρότερες συνέπειες της υιοθέτησης του διαβόητου Γ’ ψηφίσματος το 1946, που στρεφόταν ευθέως ενάντια στην κομμουνιστική και εαμική δράση,ένα χρόνο πριν την πλήρη απαγόρευση του ΚΚΕ και “των παραφυάδων” του, ήταν και η ίδρυση Έκτακτων Στρατοδικείων σε όλη την επικράτεια, επανδρωμένα ως επί το πλείστον με εν ενεργεία στρατιωτικούς, που τοποθετούνταν στη θέση τους αμέσως μετά τη θητεία τους στο μέτωπο, ώστε να διασφαλίζεται το μένος τους κατά των κατηγορουμένων. Βασικός στόχος των Έκτακτων Στρατοδικείων ήταν απηνής δίωξη οποιουδήποτε συμμετείχε στο ΔΣΕ, τον στήριζε υλικά, ηθικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, αλλά και η κατατρομοκράτηση  και η εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης του πληθυσμού συνολικά, καθώς ενώπιον του στρατοδικείου βρέθηκαν άνθρωποι είτε μόνο για τα φρονήματά τους, είτε επειδή κρίθηκαν ύποπτοι για την πιο ασήμαντη αφορμή, ανάμεσά τους και “υπεράνω υποψίας εθνικόφρονες”. Ένα παράδειγμα αρκετά αντιπροσωπευτικά για τη λειτουργία των Έκτακτων Στρατοδικείων της περιόδου είναι εκείνο του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων, που αποτελεί αντικείμενο του άρθρου της Δόμνας Κόφφα “Η πολιτική λειτουργία της στρατιωτικής δικαιοσύνης: Η περίπτωση του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων”, στο συλλογικό τόμο “Πόλεμος και Αντίσταση στη Θεσσαλία. Όψεις της ιστορίας της κατά τη δεκαετία του ’40”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
[…]
Το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 9 Μαΐου 1947. Αποτελούνταν από δύο τμήματα, το τμήμα Α’ με δικαιοδοσία στο νομό Τρικάλων και το τμήμα Β’ με δικαιοδοσία στο Νομό Καρδίτσας. Στην αίθουσα του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων εκδικάστηκαν από τον Μάιο του 1947 έως τον Απρίλιο του 1950, συνολικά 1082 υποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, το 1947 εκδικάστηκαν 321 υποθέσεις και επιβλήθηκαν διάφορες ποινές ή απαλλάχθησαν 897 άτομα, το 1948 εκδικάστηκαν 417 υποθέσεις που αφορούσαν 800 άτομα, το 1949 σε 332 υποθέσεις παραπέμπονταν 471 άτομα και το 1950 εκδικάστηκε η τύχη 25 ατόμων σε συνολικά 12 υποθέσεις. Το σύνολο όσων παραπέφθηκαν ανέρχεται σε 2193 άτομα. […]
Στο τμήμα Β’ της Καρδίτσας από τον Μάιο του 1947 έως τον Ιανουάριο του 1950 εκδικάστηκαν 604 υποθέσεις, οι οποίες αφορούσαν 1536 άτομα. Το 1947 εκδικάστηκαν 229 υποθέσεις και επιβλήθηκαν διάφορες ποινές ή απλλάχθηκαν 729 άτομα, το 1948 εκδικάστηκαν 146 υποθέσεις στις οποίες παραπέμφθηκαν 361 άτομα, το 1949 εκδικάστηκαν 214, στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές ή απαλλάχθηκαν 416 άτομα και τον Ιανουάριο του 1950 εκδικάστηκαν 15 υποθέσεις που αφορούσαν 30 άτομα. […]
Το 1947 και το 1948 το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων κορυφώνει τη λειτουργία του, γεγονός που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις τοπικές πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις, αλλά και πανελλαδικά. Η έναρξη της λειτουργίας του Στρατοδικείου ταυτίζεται όχι μόνο με την έναρξη της επιχείρησης Τέρμινους, αλλά και με την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού και τις μεθόδους που εφάρμοσε στη περιοχή, προκειμένου να πλήξει τις γραμμές των ανταρτών και τις πολιτικές οργανώσεις.
[…]
Κατά τη διάρκεια της Τέρμινους, κυρίως όμως στο τέλος των στρατιωτικών συγκρούσεων του Εμφυλίου, μαχητές και μέλη των πολιτικών οργανώσεων που τραυματίστηκαν ή αποκόπηκαν από τις μονάδες τους και κρύφτηκαν για να αποφύγουν την αιχμαλωσία ανακαλύφθηκαν από τον αντίπαλο, προδόθηκαν ή εξαναγκάστηκαν από την πείνα να εμφανιστούν και συνελήφθησαν.
Όσοι συνελήφθησαν ή αιχμαλωτίστηκαν και δεν εκτελέστηκαν αμέσως, τροφοδότησαν το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων. Οι αξιόποινες πράξεις που διώκονταν βάσει του Γ’ Ψηφίσματος, θεωρούνταν πως λάμβαναν χώρα κατ’εξακολούθηση, σε εκτεταμένο χρονικό διάστημα και σε διαφορετικά μέρη. […] Από τα αρχεία του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων προκύπτει πως ο κύριος όγκος των υποθέσεων που εκδικάστηκαν στις αίθουσές του, αφορά ανθρώπους οι οποίοι συνελήφθησαν το 1947 και πιο συγκεκριμένα την άνοιξη και το καλοκαίρι του ίδιου έτους, κατά τη διάρκεια δηλαδή της επιχείρησης Τέρμινους.
Από τα ανωτέρω συγκεντρωτικά στοιχεία προκύπτει ότι λίγο πάνω από τους μισούς αθωώνονται ή απαλλάσσονται πάσης ποινής. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν τη συνολική τάση των Έκτακτων Στρατοδικείω της περιόδου να αθωώνουν ή να απαλλάσσουν τελικά περίπου τους μισούς από όσους παραπέμπονταν. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία παρέμειναν προφυλακισμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, από μερικούς μήνες έως και ενάμιση χρόνο χωρίς, όπως δηλωνόταν να “συντρέχει λόγος αποζημίωσης για το διάστημα προφυλάκισης”.
Στα Τρίκαλα οι προφυλακισμένοι κρατούνταν στο στρατόπεδο της 9ης Μεραρχίας, το επονομαζόμενο από τη διοίκηση της Μεραρχίας και τον τοπικό τύπο ως “Αντι- Μπούλκες, το ψυχικόν εξιλαστήριον κρατουμένων δι’αντεθνική δράση”. Σύμφωνα με ένα άρθρο, τον Μάιο του 1947 κρατούνταν περίπου 1110 άτομα εκ των οποίων οι 65 ήταν γυναίκες. Οι κρατούμενοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερα τμήματα, ένα για τις ηλικίες 16-30 με περίπου 400 κρατούμενους, ένα δεύτερο για ηλικίες 31 -41, το τρίτο για την “υπερώριμον ηλικία” και ένα τέταρτο για τις γυναίκες. Οι κρατούμενοι χωρίζονταν και κατά επικινδυνότητα. Μαρτυρία της εποχής αναφέρει πως οι κρατούμενοι για μια περίοδο ξεπέρασαν τις 2500. […] Στο στρατόπεδο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, “η απομόνωση από τον έξω κόσμο ήταν απόλυτη. Καμιά επαφή. Ούτε με γράμμα. Ούτε όλοι οι δικηγόροι μπορούσαν να πάρουν άδεια να επισκεφτούν τους πελάτες τους…Οι ανακρίσεις γίνονταν στον ανατολικό στρατώνα από αξιωματικούς. Μπαίνοντας στο γραφείο του ανακριτή, δεξιά και αριστερά από το γραφείο του, στέκονταν δυο εύσωμοι μαυροσκούφηδες με γκλομπ. Και σε γνέψιμο του ανακριτή έπεφταν πάνω σου και σου έσπαζαν τα κόκαλα. Σπάνια έβγαινε κρατούμενος από το γραφείο αυτό χωρίς να δοκιμάσει την περιποίησή τους.”
Οι ποινές που επέβαλε το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων στοιχειοθετούν τη σκληρότητά του. Από τα συγκεντρωτικά στοιχεία παρατηρούμε ότι ειδικά το 1947 και το 1948 επιβάλλονται σύνήθως βαριές ποινές: θάνατος, ισόβια, πρόσκαιρα δεσμά από δέκα χρόνια και πάνω. Οι μικρότερες ποινές ή φυλάκιση κάτων των 5 ετών, ιδιαίτερα το 1949, αφορούν στην συντριπτική τους πλειοψηφία περιπτώσεις λιπομαρτυρίας, γεγονός που παραπέμπει στην απροθυμία των μαρτύρων κατηγορίας να καταθέσουν ενώπιον του στρατοδικείου. […]
Οι βαριές ποινές, οι θανατικές καταδίκες και το υψηλό ποσοστό των εκτελέσεων αποδεικνύουν τον τιμωρητικό, εκδικητικό ρόλο του Έκτακτου Στρατοδικείου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, μια σημαντικά αρνητική συνέπεια της επιχείρησης Τέρμινους για τον Δημοκρατικό Στρατό ήταν η αποδιάρθρωση των πολιτικών οργανώσεων και του δικτύου υποστήριξης των ανταρτών στις περιφέρειες των Τρικάλων και της Καρδίτσας. […] Οι μαρτυρίες της εποχής, περιγράφοντας το τρομοκρατικό κλίμα, αναφέρουν πως δεκάδες άνθρωποι κατηγορήθηκαν για αυτοαμυνίτες, για τροφοδότες των ανταρτών, σύρθηκαν στα Έκτακτα Στρατοδικεία και καταδικάστηνκαν σε βαριές ποινές. Πράγματι, και η μελέτη του Τύπου της εποχής επιβεβαιώνει τις παραπάνω περιγραφές. Τόσο κατά την παρουσίαση των συλλήψεων από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, όσο και από τα ρεπορτάζ που κάλυπταν κάποιες από τις δίκες του στρατοδικείου, οι άνθρωποι που δικάζονταν παρουσιάζονταν ως μέλη της Αυτοάμυνας.
Εκτός από τους ένοπλους αντάρτες, που καταδικάζονται και εκτελούνται, οι πρώτες καταδίκες σε θάνατο στοχεύουν στην παραδειγματική τιμωρία όλων όσων ανήκαν στο δίκτυο υποστήριξης του Δημοκρατικού Στρατού και τις πολιτικές οργανώσεις. Ήδη πριν την έναρξη της λειτουργίας του Έκτακτου Στρτοδικείου στα Τρίκαλα συλλφθέντες, μέλη των πολιτικών οργανώσεων, παραπέμπονται στο στατοδικείο της Λάρισας. Οι αιχμάλωτοι της Νιάλας, ανάμεσά τους στελέχη του ΚΚΕ της Καρδίτσας και της Θεσσαλίας, στάλθηκαν αμέσως στο στρατοδικείο της Λαμίας, όπου και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Στελέχη του ΚΚΕ ή του εργατικού και του ΕΑΜικού κινήματος είχαν ελάχιστες πιθανότητες να γλιτώσουν το εκτελεστικό απόσπασμα, όπως καταδεικνεύει η περίπτωση του Κώστα Αρίδα, του Στέφανου Κουτσή, εθνοσυμβούλου της ΠΕΕΑ, του γιατρού Δημοσθένη Γρίβα από την Καρδίτσα και του Βαγγέλη Κορκότζιαλου, προέδρου του εργατικού κέντρου Καρδίτσας. Το μήνυμα καταδείκνυε την αποφασιστικότητα του κράτους και του κυβερνητικού στρατού να αποκεφαλίσει την πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ – ΚΚΕ και να ξεμπερδεύει οριστικά με τους κομμουνιστές και τους αντάρτες, εξοντώνοντάς τους βιολογικά και πολιτικά, ξεριζώνοντας τις βάσεις υποστήριξης και τις πολιτικές τους οργανώσεις.
Παραδειγματική είναι και η τιμωρία οκτώ τουλάχιστον στρατιωτών οι οποίοι λιποτάκτησαν και εντάχθηκαν στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του στρατιώτη Αβραμόπουλου, στη δίκη του οποίου ο Βασιλικός Επίτροπος ξεκίνησε την αγόρευσή του “με τον περίφημο όρκον των Αθηναίων Εφήβων “ου καταισχύνω τα όπλα” δια να καταδείξη την βαρύτητα του αδικήματος της λιποταξίας, ιδιαιτέρως εις την Ελλάδα με την υπέροχον εθνικήν παράδοσιν”.
[…]
Παράλληλα με τις επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, το Έκτακτο Στρατοδικείο λειτουργεί συμπληρωματικά στην “εκκαθάριση” της περιοχής από πραγματικά ή υποτιθέμενα στηρίγματα του Δημοκρατικού Στρατού […]. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση ενός αγρότη και μιας οικοκυράς από ένα χωριό των Τρικάλων, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο γιατί, παρόλο που το χωριό τους είχε εκκενωθεί από το στρατό ως “συμμοριοκρατούμενο”, οι ίδιοι δεν έφυγαν αλλά έμειναν εκεί “βόσκοντες τα πρόβατά τους”. Σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, οι δυο κατηγορούμενοι ήταν αριστερών φρονημάτων” δεν πρέπει όμως να είχαν κάποια σχέση με τους αντάρτες και οι μάρτυρες δεν τους θεωρούσαν επικίνδυνους. Το Στρατοδικείο τους αθώωσε, οι κατηγορούμενοι, να και είχαν ήδη μείνει προφυλακισμένοι τουλάχιστον ένα εξάμηνο, δεν αποζημιώθηκαν για την ταλαιπωρία τους […].
Ο σκοπός της λειτουργίας των Έκτακτων Στρατοδικείων δεν είχε σχέση με την απονομή δικαιοσύνης και ως εκ τούτου τα φαινόμενω δικών χωρίς μάρτυρες κατηγορίας, δίκες ανθρώπων που δεν είχαν σχέση μεταξύ τους, με χαλκευμένα κατηγορητήρια τα οποία στήριζαν η Ασφάλεια, μέλη των ΜΑΥ ή καταθέσεις χωροφυλάκων, ήταν πολύ συχνά. […]
Πολλοί κατηγορούμενοι ήταν προγραμμένοι χωρίς οι στρατοδίκες να περιμένουν την απόδειξη του κατηγορητηρίου μέσω της προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων. […]
Η λειτουργία των Έκτακτων Στρατοδικείων επικύρωνε και ενίσχυε την επιβολή και την καταστολή και συνέτεινε στην πειθάρχηση της κοινωνίας, επιτείνοντας το πλαίσιο της ασφυξίας. […] Αρκούσε κυριολεκτικά μια κουβέντα για να κινηθεί η δικαστική διαδικασία και κάποιος να παραπεμφθεί στο Έκτακτο Στρατοδικείο, ακόμα και αν δεν ήταν κομμουνιστής, αριστερός ή έστω συμπαθών. […]Ενδεικτική είναι η περίπτωση ενός διευθυντή δημόσιας υπηρεσίας, ο οποίος κατηγορήθηκε από έναν υπολοχαγό και σύρθηκε στο Στρατοδικείο για παράβαση του νόμου 755/17. Οι δυο τους συνομιλούσαν στο τρένο και ο κατηγορούμενος διηγούνταν την περιπέτειά του κατά την αιχμαλωσία του από τους αντάρτες. Σύμφωνα με έναν μάρτυρα κατηγορίας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος ασφαλείας του τρένου και παρών στη συζήτηση, ο κατηγορούμενος έλεγε ότι “οι συμμορίται πιστεύουν ότι θα νικήσουν κι έχουν ενθουσιασμό. Έλεγαν ότι την άνοιξη θα εφοδιαστούν και με αεροπλάνα και τότε θα νικήσουν. Οι στρατιώται δεν εκτελούνται υπό των συμμοριτών αδιακρίτως, ενώ οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥ άνευ διαδικασίας. Ότι τον ανέκρινε ένας δικηγόρος από τη Λάρισα, ο οποίος το εφέρθη πολύ καλά”. Σύμφωνα με τη γνώμη του μάρτυρα κατηγορίας, αν αυτά τα έλεγε ο κατηγορούμενος σε αφελείς “θα ηδύνατο να προκαλέσωσι ανησυχία”. Αν και δεν κατέβαλε ο κατηγορούμενος προσπάθειες να γίνεται ακουστός, εκείνη τη στιγμή δεν σχημάτισε καλή γνώμη γι’αυτόν. Μετά έμαθε ότι πρόκειται για καλό εθνικιστή, με πλούσια δράση μάλιστα. Οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν για την εθνικιστική δράση του κατηγορούμενου και για το πόσο ταλαιπωρήθηκε, τον καιρό της παραμονής του στο βουνό, ενώ ένας μάρτυρας υπεράσπισης, κατέθεσε πως γνωρίζει αυτόν που άσκησε την κατηγορία “ως τύπο έξαλλο και ευερέθιστο”. Ο διευθυντής αθωώθηκε.
Η λειτουργία του έκτακτου στρατοδικείου Τρικάλων συμπλήρωνε το πλαίσιο καταστολής και τρομοκράτησης του πληθυσμού της περιοχής. Οι χιλιάδες που πέρασαν από τις αίθουσές του, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, προστίθενται σε όσους εξορίστηκαν ως επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια. Με το μανδύα της νομιμότητας εκατοντάδες άνθρωποι στην περιφέρεια της Καρδίτσας και των Τρικάλων εκτελέστηκαν. Εκτός από αυτές τις νόμιμες σφαγές, το κράτος νομιμοποιούσε ουσιαστικά και τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών μέσω των επικηρύξεων που δημοσιεύονταν στα Φύλλα Εφημερίδας της Κυβέρνησης. Στις αίθουσες του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων εμπεδωνόταν το μήνυμα πως η οποιαδήποτε ανάμειξη με το ΚΚΕ και το Δημοκρατικό Στρατό ήταν θανατηφόρα, όπως και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο που διαμορφώθηκε. Τα έκτακτα στρατοδικεία, ως ένα ακόμη όπλο, συνέβαλαν καθοριστικά στην τρομοκράτηση και την πειθάρχηση της κοινωνίας, ιδιαίτερα εκείνου του τμήματος που αλλιώς την ονειρευόταν.

«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»


«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»
Το 1978 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος ο τόμος διηγημάτων του κομμουνιστή λογοτέχνη, δημοσιογράφου και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή με τίτλο «Το φιμωμένο φως». Τα δεκατέσσερα διηγήματα που συγκεντρώνονται σ’ αυτό το βιβλίο, αγκαλιάζουν μια συγκλονιστική περίοδο από την ιστορία της χώρας μας: τον εμφύλιο πόλεμο. Ο συγγραφέας, μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ο ίδιος, και αργότερα πολιτικός πρόσφυγας για πολλά χρόνια, μεταφέρει κάτι από τη δραματική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης. Από «Το φιμωμένο φως» παραθέτουμε δυο διηγήματα που ξεχωρίσαμε.
Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;
«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»
Πέντε έξι βάρκες κυλούσανε στη Μικρή Πρέσπα. Σκοτάδι πίσσα. Κάποιο καθυστερημένο πολυβόλο μιλούσε για θάνατο μέσα στη νύχτα.
Δεν τους ένοιαζε που κάνανε φασαρία, που χτυπούσανε τα κουπιά στο νερό. Ήταν και τα βογγητά, που δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν. Ήταν κι από κάποια ξαφνική φωνή, ουρλιαχτό, γυναίκα ή άντρας. Γεμάτες οι βάρκες τραυματίες.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσά τους η Βάσω, πιο βαριά.
Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της.
Στη Γιουγκοσλαβία, στο χωριό Μπούλκες που είχαν συγκεντρωθεί οι πολιτικοί πρόσφυγες το 1945, της κάνανε κριτική για τη στάση της εκείνη κι η Βάσω σηκωνότανε κι έκανε αυτοκριτική με το κεφάλι σκυφτό, τέτοια αυτοκριτική που έλεγες πως δε θα σκάσει ποτέ πια το χείλι της! Η πονηρή! Τα πράσινα μάτια της είχαν μια ειρωνεία που έσφαζε.
Τώρα τραυματισμένη στη βάρκα από τη μάχη στο Μαλιμάδι. Και παντού, σ’ όλες τις βάρκες κοπελιές λαβωμένες. Ήταν από ένα τάγμα όλο κορίτσια δεκαοχτώ με είκοσι πέντε χρόνων. Και πολλές από τη Νάουσα που ’χαν ανέβει στο βουνό μετά την αντάρτικη επίθεση. Να, μια από αυτές τις κοπέλες ή δεν ήξερε πως όταν ρίξει με το πάντζερ πρέπει να κοιτάξει πίσω της να δει αν υπάρχει εμπόδιο, ή τρόμαξε και βιάστηκε να πατήσει τη σκαντάλη… Αν γίνει αυτό, μπορεί να χτυπηθείς εσύ ο ίδιος, ή να σκοτώσεις κανέναν από τους δικούς σου, γιατί αν τα αέρια βρούνε εμπόδιο γυρνάνε πίσω σαν λάβα και σε καίνε.
Μια φωτοβολίδα άστραψε ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους, και του Λίνου του φάνηκε πως τα μάτια της Βάσως γελούσαν. Ειρωνικά.
«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;».
Ο Λίνος έσκυψε πάνω της, στο σκοτάδι.
— Βάσω!…
Γύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τον αναγνώρισε;
— Θα γίνεις καλά, θα δεις…
Σαχλαμάρες!… Τι, θα γίνει καλά…
Η Βάσω είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του, αλλά σαν να μην τον έβλεπε, σαν να κοίταγε κάπου πέρα, ή κάπου πριν…
Εκεί, στο Μπούλκες παίζανε τα «γράμματα». Να, είναι ένα παιγνίδι που γράφεις μόνο το πρώτο γράμμα μιας φράσης και τα όμοιά του, και αντί για τ’ άλλα βάζεις παύλες και ο συμπαίχτης πρέπει να μαντέψει ποια είναι τ’ άλλα γράμματα και τι λέει η φράση.
Στο παιγνίδι η Βάσω έβαζε και φράσεις ερωτικές!
«Α- — — – α-α– — -α -α—-».
Ο Λίνος το ’χε βρει: «αν σου πω σ’ αγαπώ τι θα κάνεις;».
Γίνονται, τώρα, τέτοια πράματα στο Μπούλκες; Ξεσπιτωμένοι, προδομένοι, πικραμένοι, ξεριζωμένοι κι η Βάσω με τις αγάπες!
Άστραψε κάπου πιο κοντά μια φωτοβολίδα κι είδε το πρόσωπό της. Την είχαν κάψει τα αέρια από το πάντζερ της Ναουσιώτισσας. Του φάνηκε σαν εφιάλτης. Θεέ μου, τι πρόσωπο!…
Κάποιος από τους τραυματίες βόγκηξε μέσα στη βάρκα. Ο άλλος δεν ακουγότανε καθόλου. Ο σύντροφός του τράβαγε κουπί, χωρίς να προσέχει να μην κάνει θόρυβο. Πότε πότε καμιά ριπή πολυβόλου γάζωνε το μαύρο πανί της λίμνης, στα τυφλά. Βγήκε ξαφνικά και το φεγγάρι, που καλύτερα να μην έβγαινε γιατί τώρα έβλεπε καθαρά το πρόσωπο της Βάσως. Εκείνη γύρισε τα μάτια της κατά πάνω του και ψιθύρισε.
— Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;
— Θα γίνεις καλά, Βάσω!…
Εκείνη γύρισε αργά αργά το κεφάλι και κοίταξε το νερό. Μαύρο. Ή κόκκινο ;
«Να προσέχω, σκέφτηκε ο Λίνος. Να προσέχω μη μου πέσει στο νερό!».
Μα η Βάσω είχε μια μικρή «μπερέτα».
Την είδε να βγάζει την «μπερέτα» ή δεν την είδε; Άκουσε τον πυροβολισμό ή δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δεν θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.
Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω στο όνειρό του, η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή, η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:
«Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ’ εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο, πως δεν μπορώ να ζήσω έ τ σ ι. Σ’ εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη χαρά που δεν χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ’ εξορκίζω, Λίνο, μη μ’ εμποδίσεις! Σ’ αυτά που χάσαμε και σ’ αυτά που περιμένουμε, μη μ’ εμποδίσεις!».
Σαν σε όνειρο…
Δεν είναι σίγουρος αν είδε το χέρι της, αν είδε εκείνο το μαυριδερό πράμα κοντά στην καρδιά της, αν άκουσε τον πυροβολισμό. Συνήλθε από τη φωνή του συντρόφου του που τράβαγε κουπί:
— Λίνο! Τι κάνεις; Δεν την είδες που αυτοχτόνησε;
Ο Λίνος κοίταξε το σύντροφό του και ψιθύρισε:
— Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;
—Να πάρει η οργή, αγανάχτησε ο άλλος. Τι σας φέρνουνε εδώ αφού έχετε αδύνατα νεύρα; Πρόσεχε τους άλλους, μην έχουμε τα ίδια. Πρέπει να τους πάμε στο ορεινό χειρουργείο. Θέλεις, δηλαδή, να φάμε κατσάδα;
Οι βάρκες, γεμάτες τραυματίες κυλούσανε βαριές στην Μικρή Πρέσπα…
***
Δεν ξέρεις μερικά πράματα…
Βρέχει. Περπατάμε σκυφτοί, με τους γιακάδες σηκωμένους, ο ένας δίπλα στον άλλον. Μόνο λίγες ομπρέλες ανοιγμένες. Καθώς δυναμώνει η βροχή, μερικοί τρέχουν να πάρουν θέση κάτω από καμιά ομπρέλα.
Ακούγεται μόνο κάτι σαν ψίθυρος.
Τα πόδια στα βρεμένα πλακάκια, η βροχή, τα δέντρα που βρέχονται και βρέχουν — όλα κάνουν ένα σούσουρο σαν ανάμνηση. Σαν τους ψίθυρους που έχουμε μέσα μας.
—Από πότε είσαι μέλος του κόμματος, μπάρμπα;
—Από πριν…
—Από πριν; Τι θα πει από πριν; Από πριν — πότε; Πριν να γεννηθείς εσύ, πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, πριν απ’ το δεύτερο — πριν.
Δε μας λες κάτι για κείνη την απεργία, μπάρμπα;
—Ποιαν απεργία;
—Εκείνη που σε καταδικάσανε σε θάνατο.
— Ααα, καλά! γελάει ο μπάρμπας. Πάει καιρός από τότε. Μέτρα: 1920
—Μα για μια απεργία να σε καταδικάσουνε σε θάνατο;
— Μα ήταν απεργία για την Ειρήνη.
—Καλά, για την Ειρήνη, μα πάλι σε θάνατο;
—Εσύ, παιδί μου δεν ξέρεις μερικά πράματα! κουνάει το κεφάλι του ο μπάρμπας και σου λέει την ιστορία.
Τα θυμάται όλα, μέρη, ονόματα, φάτσες — όλα. Έφευγε ένα τραίνο με δυο τάγματα, λέει και σώνει και καλά να το σταματήσουνε. Ας λέγανε, λέει πως τα τάγματα πάνε στη Μικρασία — ψέματα! Στη Ρωσία τα στέλνανε. Ήταν τότε, με την «Επέμβαση», και δεν έπρεπε, βλέπεις να λείπουν οι Έλληνες κι ας είχαμε τότε τα δικά μας, για ν’ αποσώσουμε με τη λευτεριά του τόπου. Κι ας ετοιμαζότανε η πληγή στη Μικρασία.
—Και πέτυχε η απεργία;
—Μπα, δεν πέτυχε, γιατί είμαστε λίγοι τότες. Βρήκαν ανθρώπους να κινήσουν τα τραίνα, κι εμείς, οι σοσιαλιστές, όλοι κι όλοι πέντε. Μα το τραίνο το καθυστερήσαμε.
—Πώς, μπάρμπα;
—Με δυο βαρέλια λίπος!
Βρήκανε, λέει, δυο βαρέλια λίπος, και το αδειάσανε σε μια ανηφοριά πάνω στις ράγες. Το τραίνο αγκομαχούσε και τσούλαγε πίσω. Όσο να καθαρίσουνε τις γραμμές είδαν κι έπαθαν! Να κοιλοπονάμε στη Μικρασία και να στέλνουμε στρατό στη Ρωσία!
— Μα, πάλι, σε θάνατο, μπάρμπα;
— Δεν ξέρεις μερικά πράματα… Πρώτον ήμουνα στρατιώτης. Δεύτερον, οι αστοί κατάλαβαν τι τους περίμενε από τη Ρωσία.
Και βρέχει… Τώρα δε φυλάγεται κανείς. Ούτε φημερίδα πάνω από το κεφάλι, ούτε τσάντες — άχρηστες κι οι ομπρέλες. Μούλια είμαστε όλοι.
Περπατάμε κολλητά ο ένας κοντά στον άλλον, ώμο με ώμο πες, σαν να το ΄χουμε ανάγκη αυτή τη στιγμή, νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες και παιδιά. Περπατάμε ανάμεσα στα μάρμαρα, στους σταυρούς, στα λουλούδια.
—Και τ άλλο, με την ομελέτα, μπάρμπα;
Μ’ αυτό πια, με την ομελέτα, τον βγάζεις τον μπάρμπα κουτό των κουτών! Ήταν ένας κοκκινομάλλης γέρος — γέρο τον θυμόμαστε — με φακίδες στο στρογγυλό του πρόσωπο. Υδραυλικός.
—Α, για την ομελέτα; Ήταν τότε που ήμουνα σύνδεσμος με τα αδερφά κόμματα, στην Ευρώπη. Με είχαν ταράξει στην ομελέτα!
—Δηλαδή;
—Τι δηλαδή; Ταξίδευα συνέχεια, μια στη Βιέννη, μια στο Παρίσι, αύριο στη Ρώμη! Κι έτρωγα όλο ομελέτα, πρωί ομελέτα, μεσημέρι ομελέτα, βράδυ ομελέτα!
—Και γιατί μπάρμπα;
—Άκου, γιατί! Εσύ δεν ξέρεις μερικά πράματα, παιδί μου! Εγώ, τότε, ήμουνα σύνδεσμος κι είχα τέσσερα διαβατήρια. Μόνο τα ρούσικα ήξερα, που τα ’χα μάθει στην εξορία… Από τ’ άλλα κάτι λίγα…
Ταξίδευε, λέει, πάντα σαν έμπορος κι έπιανε, γιατί, έτσι όπως ήταν κοκκινομάλλης και με φακίδες, τον περνούσανε για εβραίο. Και δεν έπρεπε να κάνει κανένα λάθος ήθελε να μιλάει πολύ λίγο, λέει, για να μην καταλάβουν από την προφορά του πώς είναι ξένος. Γι’ αυτό στα εστιατόρια, στα τραίνα, στα ξενοδοχεία η παραγγελιά του για φαγητό ήταν πάντα μια: «ομλέτ!».
—Καλά, μωρέ μπάρμπα, χάθηκε να μάθεις κάνα δυο λέξεις ακόμη ας πούμε «φασόλ», «σούπ», για να μη σε ταράξουνε στην ομελέτα;
—Εσύ παιδί μου, δεν ξέρεις μερικά πράματα! σε κοιτάει παραξενεμένος αληθινά ο μπάρμπας. Κι αν έκανα κάνα λάθος στην προφορά; Θα ’ταν σαν να περπατούσα και με τα τέσσερα ψεύτικα διαβατήρια κρεμασμένα στο στήθος! Κι ύστερα…
— Κι ύστερα, να σου πω τη μαύρη αλήθεια, το φαγητό το θυμόμουνα μόνο όταν καθόμουνα να φάω… συμπληρώνει, σαν το σκέφτεται μόλις τώρα αυτό και σαν να ντρέπεται κιόλας που δεν του ’χε περάσει τότε από το μυαλό.
Η βροχή δε λέει να σταματήσει. Μπροστά κάπου, ακούγεται σκάψιμο. Σκάβουν ακόμη. Ανάμεσα από τα δέντρα, που βρέχουν κι αυτά τώρα πιο πολύ, έρχονται κι άλλοι. Φίλοι του μπάρμπα. Όλοι γνωστοί.
Δε μιλάνε όμως. Κοιτάζονται και κουνάνε το κεφάλι, τον ώμο, το χέρι, κατά το συνήθειο του καμένου: «Να, αυτά είναι…» ή, «δε βαριέσαι!», η «ε, τι να κάνουμε;» —τέτοια. Καλά, που ‘χει κάτω πέτρινες πλάκες και δεν πατάμε λάσπες…
—Πες μας για τη δραπέτευση, μπάρμπα.
—Ποιαν απ’ όλες;
—Εκείνη, με το κουτάλι!
—Α, ναι, λέει. Είχα βρει ένα κουτάλι και σκέφτηκα να το σκάσω από τη φυλακή.
—Πότε ήταν;
—Δε θα ‘ταν το τριάντα εφτά;
— Κι έσκαψες λαγούμι;
—Εκατό μέτρα λαγούμι για να βγω από το κελί, ίσα έξω στον τοίχο της φυλακής.
— Και το χώμα που το ’βαζες;
—Έκανα τα παντελόνια φουφούλες και το ‘βγαζα από το κελί, στο «μέρος», με το συμπάθειο!
— Πόσο σου πήρε αυτή η δουλειά;
—Δε θα πήρε έξι μήνες;
—Και δραπέτευσες;
—Ειδοποίησα το Κόμμα: «είμαι έτοιμος», λέω!
—Γιατί;
—Τι γιατί, παιδί μου; Εσύ δεν ξέρεις μερικά πράματα! Για να δραπετεύσεις, πρέπει να ’χεις την άδεια του κόμματός, γιατί, τι νομίζεις; Για καθένα που το σκάει, σφίγγουν τα λουριά στη φυλακή! Εσύ, δηλαδή, ελεύθερο πουλί και οι άλλοι, οι σύντροφοί σου στην απομόνωση;
—Ναι, καλά, το καταλαβαίνω… Λέω, το Κόμμα σου είπε: βγες, αφού είσαι έτοιμος.
—Το Κόμμα είχε ανάγκη από άλλον.
—Δηλαδή;
—Τι δηλαδή, μωρέ, τι δηλαδή; Είχαμε ένα σύντροφο στην ίδια φυλακή που ’πρεπε να ’ναι έξω για να οργανώσει τον παράνομο μηχανισμό.
Αλλάξανε, λέει, κελιά, μετά τον πρωινό περίπατο στην αυλή, και βγήκε ο άλλος ο φυλακισμένος που έπρεπε να δουλέψει παράνομα. Ο μπάρμπας έμεινε στη φυλακή. Τον βάλανε τρεις μήνες στην απομόνωση, κοντέψανε να τον σαπίσουνε.
—Και πότε δραπέτευσες, μπάρμπα;
—Το σαρανταένα.
—Δεν τα κατάφερες νωρίτερα;
—Ίσια ίσια που τα κατάφερνα, γι’ αυτό κι έμεινα στη φυλακή και στα νησιά, ύστερα. Οργάνωνα τις δραπετεύσεις. Εγώ έφυγα με την τελευταία, μόλις μπήκαν οι χιτλερικοί.
Τώρα δεν έχει πλάκες, και βουτάμε στη λάσπη. Στεκόμαστε όρθιοι στη βροχή. Ο παπάς είναι κάπως μακριά και δεν τον βλέπουμε. Ακούμε μόνο τη φωνή του:
«…ανάπαυσον τον δούλον σου Γεώργιον!..»
Γιώργη τον λέγανε; Εμείς τον ξέραμε «μπάρμπα». Ύστερα περνάμε ένας ένας από την πλάκα που γράφει και τ’ άλλο του όνομα: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ. Κι άλλες πλάκες γύρω και σταυροί με ονόματα… Και από κάτω: πολιτικός πρόσφυγας — για να ξεχωρίζουν οι ντόπιοι νεκροί από τους Έλληνες.
Κι εμείς όρθιοι, όλοι, δε λέμε να φύγουμε. Με τα μάτια καρφωμένα στις πλάκες. Ακούμε τη βροχή. Και τον τελευταίο ψίθυρο, του μπάρμπα.
«Ένα παράπονο έχω, μωρέ! Να πεθάνω στην πατρίδα!…».
***
Ο Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής γεννήθηκε στις 24 Δεκέμβρη του 1925 και πέθανε στις 21 Μάρτη του 1996. Κομμουνιστής λογοτέχνης, δημοσιογράφος, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, που χάρισε απλόχερα το ταλέντο του στο λαό του, στην υπόθεση του αγώνα για μια καλύτερη, ανθρώπινη ζωή, για το σοσιαλισμό.
Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής (1925-1996)
Τα χρόνια της δημιουργίας του τα μοίρασε ανάμεσα στην Αθήνα και το Βουκουρέστι, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας από το 1949 ως το 1968, οπότε επαναπατρίστηκε. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από το στίχο και την ποίηση, έως το θέατρο και το σενάριο. Έγραψε αστυνομικά, παιδικά, έγραψε στίχους που έχουν τραγουδήσει εκατομμύρια Έλληνες, χωρίς να ξέρουν ότι αυτός είναι ο δημιουργός τους. Δικοί του είναι οι στίχοι στα τραγούδια “Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους”, “Σαν ατσάλινος γίγας”, “Ο Μπελογιάννης ζει”, κ.ά. Έγραψε σενάρια, έγινε κινηματογραφικός καλλιτεχνικός διευθυντής, γύρισε δική του ταινία με τίτλο “Οι δρόμοι έχουν αναμνήσεις”, που είχε μεγάλη επιτυχία και απέσπασε πολλά διεθνή βραβεία. Επί χούντας δούλεψε στη διαφήμιση και έγραφε με ψευδώνυμο. Παρά την τεράστια ποικιλία του γραπτού έργου του, παρά τις χρονικές αποστάσεις μεταξύ των έργων του, όλα έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Φέρουν τη σφραγίδα της φιλοσοφίας του δημιουργού τους, έχουν στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη, τη λευτεριά και την πρόοδο. Όλα διέπονται από την ίδια ουμανιστική ευαισθησία και την ίδια συγκινησιακή ένταση. Ο Ραβάνης είναι μαχητής μιας ιδέας. Η τέχνη του φοράει άρματα. Είναι στρατευμένη στην υπόθεση του λαού του. Έχει νεύρο, αποπνέει δυναμισμό, βάθος, κινείται σε υψηλά επίπεδα. (Βιογραφικά στοιχεία από biblionet.gr).

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

Απ’το κακό και τ’άδικο διωγμένοι

Αυτή είναι η μικρή εισαγωγή του Θανάση Κ. Βογιατζή στο βιβλίο του “Τα ΕΑΣΑΔια – Μέρες δοσιλογισμού στο Βόλο”, που είναι ένας μικρός θησαυρός πληροφοριών για την τοπική ιστορία, αλλά μέσω αυτής και για το γενικό ιστορικό πλαίσιο εκείνης της ηρωικής εποχής, σε ευθεία αντίθεση με το αναθεωρητικό ρεύμα της ιστορίας, που επιλέγει να την εξετάσει σε μικροκλίμακα για να βρει υποπεριπτώσεις που θα αναιρούν τα πορίσματά της και θα την ξαναγράφουν υπό άλλο, βολικό γι’αυτούς πρίσμα. Αξίζει τον κόπο να το προμηθευτείτε από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή και να το μελετήσετε:
Ανέβηκες για άλλη μια φορά τις σκάλες, αυτές τις σκάλες που είχες ανέβει χιλιάδες φορές τα τελευταία 17 χρόνια, για να μπορέσεις να πουλήσεις την ικμάδα του έρωτα του μυαλού σου, τον ενθουσιασμό της ηλικίας σου, το τρεχαλητό της καθημερινότητάς σου…Τα ίδια πρόσωπα που έβλεπες αυτά τα χρόνια, την ίδια στιγμή κατέβαιναν τα ίδια σκαλιά, λίγο πριν σε είχαν πουλήσει σαν ένα κομμάτι κρέας στο αφεντικό τους!
Πόσο είχαν αλλάξει τα τελευταία χρόνια και πόσο θα άλλαζαν τις επόμενες ώρες, μέρες, χρόνια, τα χρόνια της κρίσης τους. Πού άραγε να το ξέρεις ή να το υπολογίσεις, πού το είχες διαβάσει, αλλά όλα αμφισβητούνται, είχες μάθει πολύ μικρός, εκείνο το βράδυ μπαίνοντας στο λεωφορείο, επιστρέφοντας στην πόλη, στο σπίτι σου, μετά από μία σκληρή, την πιο νεανική αντιπαράθεση, που σε σημάδεψε στην ψυχή και στο μέτωπο. Όμως είχες μάθει από εκείνο το σχολείο – έτσι το έλεγες – ότι μόνο με τον αγώνα, το σκληρό πόλεμο, μπορείς να μείνεις όρθιος, σαν περπατάς και να σε χαιρετάνε από την καρδιά τους οι άλλοι.
Ήταν διαφορετικά τότε και τα επόμενα χρόνια που ήρθαν τη δεκαετία του ’80. Τότε ζητούσαν την ενσωμάτωση στους μηχανισμούς τους, να γίνει κατ’εικόνα και ομοίωση της κοινωνίας τους, του συντηρητισμού, του μικροαστικού οφελισμού. Τώρα οι μηχανισμοί τους δε συγχωρούν, και δεν τους φτάνει να είσαι ήσυχος. Τώρα, απλά κόβουν το κεφάλι μέχρι να δουν αίμα στο δρόμο. Καθηλωμένο το μυαλό, χαράμι κι η ζωή! Το ηρωικό να γίνεται φόβος για τους άλλους, να μιλούν χαμηλόφωνα, τρομοκρατημένα, στα χαμένα…
Τη δεκαετία του ’80 ζητούσαν να μπεις στις τοπικές για να βολέψεις τα αναπάντητα από τους αιώνες ταξικής καταπίεσης ερωτήματά σου. Τη δεκαετία του ’90 να καταστρέψεις το όνειρό σου, να το ξεχάσεις και να το πεις εφιάλτη της παλιάς καλής εποχής. Τη δεκαετία του 2000 να γίνεις σαν αυτούς που πρόδωσαν την ψυχή τους…Η κρίση τους ερχόταν ολόρθη μέσα σε γκισέ πολυεθνικών εταιρειών και αιμοσταγών τραπεζών, σε θέλανε τώρα πτώμα με κομμένο κεφάλι απέναντι στις ιονίζουσες οθόνες της φενάκης, χωμένο στα στρώματα, αμίλητο από το φόβο, χωρίς πράξη και σκέψη. Να βλέπεις πέρα-δώθε δοσίλογους και εξουσιαστές σε νέα πανηγύρια στις πλατείες του χαμού. Το πρώτο μέτρο καταστολής η απομόνωση, η καταγγελία της καθημερινής σου δουλειάς, σηκώνεται κεφάλι, κόβει κεφάλι…Δεν υπάρχει έλεος, και για μνημόσυνο πλέον τις μέρες αυτές, ξεκινώντας από εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη του 2011 που σε ήθελαν κιμά από τη μηχανή τους , για να υπερηφανεύονται ότι αυτό το έκαναν. Προς γνώση και συμμόρφωση για τους υπόλοιπους και τους επόμενους που δεν τον πήραν είδηση. Από τότε κύλισε αρκετό νερό στις μέρες, πέρασαν κι έγιναν είλωτες αυτοί, παρεΐτσα με τους χρυσαυγίτες, των απογόνων των Ταγμάτων, τα ΕΑΣΑΔια, τους ρουφιάνους και τους ξεπουλημένους συνδικαλιστές που τους σέρνουν και όλο το υπόλοιπο συνονθύλευμα των εξουσιαστών και των αφεντικών, όπως εξιστορείται.
Όμως, πώς είναι αυτή η ζωή φτιαγμένη…! Δε γνώριζαν, ωστόσο, αυτό το στιχάκι που σιγοψιθύριζες εκείνη τη μέρα που σε είδα κάτω, κάτω από κάτι παλιές σημαίες που λες κι έρχονταν από το μέλλον, γιατί τις κρατούσαν ακόμα νεώτεροι από σένα, που τις θαύμαζες, μία έκλαιγες γοερά, σκληρά και συνέχεια, μέσα από το ατελείωτο χαμόγελό σου, ανάμεσα στα διαλείμματα της ταξικής χαράς: “Κρυφά και φανερά σ’ακολουθούνε, οι συμμορίες κι οι βασανιστές και ψάχνουν μέρα και νύχτα να σε βρούνε, μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές, το χώμα που πατούν να προσκυνούνε…”!
Διότι, ό,τι αναφορικό ακολουθεί αποτελεί την κοινωνική και προσωπική αφύπνιση ανθρώπων, σε χρόνους κάτω από την μπότα του κατακτητή και με το θάνατο να κρέμεται πάνω απ’το κεφάλι κάθε εξεγερμένου σαν καρμανιόλα, κι όχι σα μέρες σημερινές, που οι ζωές φεύγουν έτσι απλά, καθημερινά, ειρηνικά και συνηθισμένα. Ανθρώπων που αποφάσισαν μέσα από αυτή την αφύπνιση των συνειδήσεών τους να αφήσουν πίσω τους τον παλιό κόσμο και να ταξιδέψουν αλλού. Γι’αυτό και το ταξίδι τους αυτό δεν είχε γυρισμό…Είχαν ξεγράψει πλέον από το λεξιλόγιο των επιλογών τη φράση “επιστροφή στο παρελθόν” και με ό,τι ακολουθούσε, δεν πρόδωσαν το ταξίδι αυτό και το πήγαν μέχρι εκεί που ήθελαν και μπόρεσαν, αφήνοντας μια χαραμάδα ιστορίας, αν την βρουν οι επίγονοί τους, ν’ανοίξουν όλο το φως που μένει θαμμένο κάτω από τόνους σκουριά και χώμα!
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

TOP READ