18 Ιουλ 2019

Ο “πράσινος καπιταλισμός” και η κλιματική αλλαγή

Ανεξάρτητα από την ορολογία που χρησιμοποιείται, ανεξάρτητα αν περάσαμε από την κλιματική αλλαγή στην κλιματική κρίση, το ζητούμενο ήταν και παραμένει η συνειδητή προσπάθεια από πολλούς, είτε να περιθωριοποιήσουν είτε να αποκρύψουν τις πραγματικές αιτίες του φαινομένου.
Η οικολογική κρίση αντί να αποτελέσει την αφορμή για την ανάδειξη των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών φαινομένων και των παρενεργειών τους στο μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, έγινε το ανάχωμα για την υποβάθμιση αυτών των φαινομένων με συγκεκριμένη πάντοτε πολιτικοϊδεολογική στόχευση και κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκαν εσκεμμένα από την νεοφιλελεύθερη ελίτ, αλλά και τους σοσιαλφιλελεύθερους, συγχύσεις, παρερμηνείες και συσχετίσεις που αποπροσανατολίζουν την κοινωνία από το πραγματικό πρόβλημα.
Σε ό,τι αφορά την οικολογία, δυο είναι οι βασικές προσεγγίσεις.
Η πρώτη αφορά αυτή που εξετάζει την σχέση ανθρώπου (ως μεμονωμένο άτομο) – περιβάλλοντος. Σε αυτή, η οικολογική κρίση είναι έργο και προϊόν του ανθρώπου και αφορά κυρίως αυτό που ονομάζουμε περιβαλλοντισμό, τον οποίον υποστηρίζουν όλοι οι νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλφιλελεύθεροι, μαζί με την οικολογική σούπα των δήθεν ακτιβιστών (Greenpeace, WWF και άλλους). «… το κοινό χαρακτηριστικό των περιβαλλοντικών προσεγγίσεων είναι ότι παίρνουν ως δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς το οποίο με κατάλληλες οικονομικές πολιτικές και τεχνολογίες θα μπορούσε να γίνει “φιλικό προς το περιβάλλον”. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν όλα τα πρώην και νυν ευρωπαϊκά πράσινα κόμματα, τα οποία αποδέχονται πλήρως την Νέα Τάξη και την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς…». [Τ. Φωτόπουλος, «Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική δημοκρατία»]
Υποστηρίζεται στην λογική αυτή, ότι η λύση θα έλθει από φωστήρες περιβαλλοντιστές και ακτιβιστικές οργανώσεις όπως Greenpeace, WWF (τις οποίες στην καλύτερη περίπτωση μόνο αντισυστημικές δεν τις λες). Έτσι αρκεί η σωστή χρήση των τεχνολογιών έτσι ώστε να γίνουν φιλικότερες προς το περιβάλλον. Βέβαια αποσιωπούν ότι η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη, αλλά και ότι η ίδια διέπεται και αναπαράγει τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής της οικονομίας της αγοράς, η οποία είχε και έχει ως βασικό στόχο την μεγιστοποίηση του κέρδους. Πρόκειται δηλαδή για ένα «πρασίνισμα» του καπιταλισμού, το οποίο αρχίζει από την κατάργηση των πλαστικών καλαμακίων και τελειώνει στην χρήση φιλικών προς το περιβάλλον κλιματιστικών και αυτοκινήτων (και τα δυο αυτά, όπως και ακόμα περισσότερα επιτυγχάνουν το κέρδος των καπιταλιστών). Δηλαδή το πρόβλημα μετατοπίζεται και συγκαλύπτεται πίσω από το μεμονωμένο άτομο.
Η δεύτερη προσέγγιση εστιάζει στην σχέση ανθρώπου (ως κοινωνικό άτομο) – περιβάλλοντος, και άρα πρέπει να δούμε τις συσχετίσεις και τις αλληλεπιδράσεις στο εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο οποίο είναι οργανωμένη η κοινωνία.
Ίσως είναι κουραστική αλλά πάντως απαραίτητη η παράθεση μερικών αριθμών.
Σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή και το φαινόμενο του θερμοκηπίου (το οποίο και αυτό ως όρος έχει στρεβλωθεί επιστημονικά), για 750 χρόνια το επίπεδο του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα παρέμενε σταθερό, ενώ αυξήθηκε κατά 30% με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς. Επίσης, οι ΗΠΑ, δηλαδή το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού, προκαλεί το 23% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αν θέλουμε να μιλήσουμε και για την Ελλάδα, μεταξύ 1955 και 1998 κάηκαν 13 εκατομμύρια στρέμματα δασικής γης, αλλά είναι εντυπωσιακό ότι μόνο το 2 εκατομμύρια στρέμματα από αυτά κάηκαν πριν την μεταπολίτευση. Δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό κάηκε όταν η Ελλάδα μέσω της ΕΟΚ εντάχτηκε στην διεθνοποιημένη οικονομία, που διψούσε για βίλες, ανεξέλεγκτη αύξηση της τουριστικής εκμετάλλευσης και γενικευμένης τσιμεντοποίησης των πόλεων διαμέσου των μεγαλοεργολάβων του συστήματος.
Η κερδοφορία της οικονομικής ελίτ, είτε με φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες είτε όχι, ήταν και παραμένει η αιτία της οικολογικής κρίσης. Άλλωστε, είτε μιλάμε για την διάσκεψη του Ρίο, είτε για την συμφωνία του Κιότο και του Παρισιού, ούτε η ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ ούτε κανένα άλλο κράτος δεν μίλησε για μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, αλλά για την σταθεροποίησή τους.
Στην δεύτερη αυτή προσέγγιση, της κοινωνικής οικολογίας και του οικοσοσιαλισμού, το κρίσιμο είναι η ανατροπή της οικονομίας της αγοράς. Το ζητούμενο είναι ένας γενικότερος κοινωνικός μετασχηματισμός, όπου στόχος θα είναι η ενσωμάτωση της κοινωνίας στην φύση και η αποσύνδεση της οικολογίας από τον περιβαλλοντισμό, όπου κάθε οικολογικός μαϊντανός (Greenpeace, WWF κ.α.) το μόνο που επιδιώκει είναι το «πρασίνισμα» του καπιταλισμού.
ΑΛΛΩΣΤΕ ΟΤΑΝ ΤΟ 90% ΣΧΕΔΟΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΝΑ ΤΟ ΘΕΩΡΟΥΝ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ!

Ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ για πρόεδρο της Βουλής έναν ακροδεξιό; – Ναι αλλά η Κανέλλη…

Τι είναι είδηση για τα ΜΜΕ; Ο κλασικός ορισμός λέει πως αν ένας σκύλος δαγκώσει έναν άνθρωπο, δεν αποτελεί είδηση. Είδηση θα ήταν το αντίστροφο, δηλαδή αν ένας άνθρωπος δάγκωνε έναν σκύλο.
Τι είναι είδηση για τους “δεν είμαι Συριζοτρόλ αλλά”…; Καλή ερώτηση. Ας δούμε πρώτα τι δεν είναι είδηση.
Όταν πχ ένας ακροδεξιός βουλευτής της ΝΔ -ούτε καν ο Δένδιας με τις… “ANTIFA” δάφνες- που έσταζε χολή και αντικομμουνισμό για τον ήρωα Μπελογιάννη, βγαίνει Πρόεδρος της Βουλής, παμψηφεί πλην Λακεδαιμονίων του ΚΚΕ, και με τις αριστερές ψήφους των Συριζαίων, αυτό δεν είναι σοβαρή είδηση. Όχι τόσο για να σηκώσουν το θέμα και να ασχοληθούν σοβαρά.
Όταν οι Συριζαίοι βουλευτές χαριεντίζονται με αυτούς της ΝΔ και χαλαρώνουν στο διάλειμμα της ορκωμοσίας, σίγουρα δεν είναι είδηση. Αν όμως βρουν μια φωτογραφία της Κανέλλη με την Ντόρα Μπακογιάννη, είναι είδηση μεγατόνων, κι αρχίζουν το τροπάρι για το βρώμικο ’89. Μπορεί ο Σύριζα να είναι μια μετεξέλιξη του Συνασπισμού, που είχε πάρει κι αυτός μέρος στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, αλλα αυτοί νιώθουν γνήσιοι απόγονοι του ΠΑΣΟΚ, και έχουν απόλυτο δίκιο.
Κι αν η Λιάνα κοιτούσε απλώς την Μπακογιάννη στα θεωρεία της Βουλής και δεν έβγαζαν selfie, δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει η δύναμη της εικόνας και των ψευδών ειδήσεων, στα οποία ειδικεύονται. Η’ μάλλον των μη ειδήσεων, εν προκειμένω. Και βασικά σημασία έχει να ξεχαστεί ο ακροδεξιός Τασούλας και τα “αριστερά” δεκανίκια της ΝΔ που τον έβγαλαν και με τις δικές τους ψήφους.
Είδηση εξάλλου δεν είναι να συνεργάζονται ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Εγκαινίασαν επίσημα της συνεργασία τους στο τρίτο μνημόνιο και έκτοτε την ανανεώνουν συχνά-πυκνά. Είδηση θα ήταν αν τα Συριζοτρόλ ασχολούνταν με αυτό και δεν ανακάλυπταν κάτι άλλο για να πετάξουν τη μπάλα στην εξέδρα κι ακόμα παραπέρα.
Εδώ είχαν καταπιεί αμάσητη επίσημη φωτογραφία υπουργών και στελεχών τους με τους -επίσης επισήμως προσκεκλημένους -Κασιδιάρη και Παππά στο Καστελλόριζο, στον Τασούλα θα κολλούσαν;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΕΒ και η «συνέχεια του κράτους» με τη Ν.Δ.




Πλήρως ικανοποιημένος ο ΣΕΒ από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, απαίτησε από τη Ν.Δ. και πέτυχε, το έργο του ΣΥΡΙΖΑ να περιφρουρηθεί και να συνεχιστεί αδιαλείπτως! Για την προστασία αυτή πέτυχε την τοποθέτηση του Γενικού Διευθυντή του ΣΕΒ, Άκη Σκέρτσου*, στην καίρια θέση του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ αρμόδιο για το συντονισμού του κυβερνητικοί έργου!

Τι θέλει να προστατέψει ο ΣΕΒ; Το είπε ο ίδιος ο Άκης Σκέρτσος. Μιλώντας στη ΓΣ του ΣΕΒ (16/6/2019) αποκάλυψε πλήρως τον λόγο, όπως μας λέει το σχετικό δελτίο τύπου του ΣΕΒ: «κατά τον προηγούμενο χρόνο χάρη στις συστηματικές παρεμβάσεις του Συνδέσμου … ΑΠΟ ΤΑ 96 ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ 280 ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΨΗΦΙΣΤΗΚΑΝ ΜΕ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ 62% ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΒ».
(τα κεφαλαία δικά μας)

Σε αυτό τον ρυθμό του ΣΥΡΙΖΑ θα τους συντονίζει όλους!

Τώρα ναι, θα είναι τιμή για το ΚΚΕ να τον βρίζουν οι συριζαίοι που δεν στήριξε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τι να στηρίξει δηλαδή; Τα νομοσχέδια του ΣΕΒ;

*Ο Άκης Σκέρτσος διετέλεσε Γενικός Διευθυντής του Σ.Ε.Β. από τον Ιούνιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2019. Έχει υπηρετήσει σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα κατά την πενταετία 2009-2014, με πιο πρόσφατη αυτή του Διευθυντή του Γραφείου Υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα (Ιούλιος 2012 – Ιούνιος 2014).

Δείτε το Δελτίο Τύπου του ΣΕΒ από τη Γ.Σ.


Τον σκότωσε γιατί δεν έβρισκε να παρκάρει – Προκαλεί ο Ρουπακιάς στην απολογία του

Ξεκίνησε σήμερα η πολυαναμενόμενη απολογία του καθ’ ομολογίαν δολοφόνου του Παύλου Φύσσα, παρουσία αρκετού κόσμου, ανάμεσά τους και ο πατέρας του δολοφονημένου αντιφασίστα μουσικού, Τάκης Φύσσας. Ο Γιώργος Ρουπακιάς εμφανίστηκε αμετανόητος για την πράξη του, δε βρήκε μια κουβέντα μεταμέλειας ή συγγνώμης, αναγνωρίζοντας ως μόνο “λάθος” του ότι τράβηξε το μαχαίρι. Ούτε λίγο ούτε πολύ προσπάθησε να παρουσιαστεί ουσιαστικά ως αμυνόμενος απέναντι στον Παύλο Φύσσα, ο οποίος, όπως ισχυρίστηκε, του επιτέθηκε με γροθιές, παραδεχόμενος πάντως πως το θύμα του ήταν εντελώς άοπλο. Για το γεγονός ότι ο ιατροδικαστής δεν πιστοποίησε κανένα απολύτως τραύμα ή ένδειξη επίθεσης πάνω του, ο Ρουπακιάς ουσιαστικά άφησε να εννοηθεί πως πρόκειται για κάποια σκευωρία σε βάρος του, επειδή τάχα κατά την εξέταση ο ιατροδικαστής είχε διαπιστώσει τέτοια σημάδια.
Ισχυρίστηκε πως δε γνώριζε το Φύσσα κι ότι δεν υπήρχε καμία στοχοποίηση του μουσικού από τη ΧΑ. Επί λέξει παρουσίασε το έγκλημά του μια “απλή ανθρωποκτονία”, η οποία φουσκώθηκε γιατί ήταν πολιτικό το θέμα. Επί της ουσίας, ο ίδιος κι ο συνήγορός του εμμέσως πλην σαφώς παρουσίασαν το έγκλημα ως αποτέλεσμα … έλλειψης πάρκιγνκ. Κι αυτό γιατί ο Ρουπακιάς μαζί με άλλους χρυσαυγίτες απλά σκόπευαν να πάνε στην καφετέρια “Κοράλλι”, για να “απεγκλωβίσουν” ένα δικό τους, αλλά μη βρίσκοντας να παρκάρει μπήκε ανάποδα στην Τσαλδάρη, όπου τάχα του επιτέθηκε ο Φύσσας. Μάλιστα στην ερώτηση γιατί απλά δεν έφυγε απάντησε ότι “είχε κίνηση” και δεν μπορούσε να συνεχίσει αντίθετα. Ισχυρίστηκε πως δεν ήθελε ούτε καν να τραυματίσει το θύμα του, παρότι μετά το χτύπημα στο μηρό τον μαχαίρωσε και στην καρδιά, “πάνω στην τρέλα του”. Όσο για το μαχαίρι, υποστήριξε πως ήταν για να κόβει τα φελιζόλ από τις κούτες με τα ψάρια που μετέφερε, βοηθώντας την αδερφή του στα δυο ιχθυοπωλεία που εκείνη διαθέτει. Αρνήθηκε πως είπε στους αστυνομικούς το διαβόητο “είμαι δικός σας”, ενώ σε κάποια στιγμή αναρωτήθηκε με περίσσιο θράσος “γιατί να κάνει κάτι που θα κατέστρεφε τη ζωή του”, με πλήρη αδιαφορία για τη ζωή που αφαίρεσε και τις ζωές των αγαπημένων του ανθρώπων που κατέστρεψε. Επιπλέον, με αδιανόητο κυνισμό, στο ερώτημα αν έκανε κάποια πράξη απαξίας, απάντησε εξισώνοντας χυδαία το φονικό με τη δική του τύχη: “Αν έχω κάνει κάποια πράξη απαξίας; Εδώ έχω κλείσει δυο σπίτια, του παιδιού και το δικό μου.”
Αξιοπρόσεκτο είναι πως ο Ρουπακιάς ανασκεύασε την αρχική του κατάθεση, όπου κατονόμαζε μια σειρά ατόμων, αποδίδοντάς το γεγονός σε “σύγχυση” και “συναισθηματική φόρτιση της στιγμής”. Ακόμα, επιχείρησε να δημιουργήσει εντυπώσεις, λέγοντας πως ανήκε από τα 13 ως τα 17 στην ΚΝΕ, αλλά “μετά αποχώρησα και εκτός που δε με ενδιέφερε κιόλας είχε διαλυθεί. Είχε γίνει Αριστερό Ρεύμα, Συνασπισμός, και τέτοια…”, μιλώντας δηλαδή σαν άνθρωπος που δεν έχει περάσει ούτε απέξω, και προκαλώντας μουρμουρητά στο ακροατήριο. Εύλογα ρωτήθηκε για το τι έγινε στο μεγάλο μεσοδιάστημα, όπου ο δολοφόνος απάντησε εξαιρετικά αόριστα ότι “δεν είχε ανακατευτεί”  κι ότι δεν κοιτούσε “αν ένα κόμμα είναι δεξιό ή αριστερό”. Υποστήριξε πως τη ΧΑ την προσέγγισε μετά τις εκλογές του 2012, “επειδή του άρεσαν αυτά που λέγανε”, αλλά ότι δεν είχε ούτε τα 20 ευρώ για την εγγραφή του, με αποτέλεσμα να μη γραφτεί ποτέ, παρότι ομολόγησε τη συμμετοχή του σε διάφορες δράσεις κι εκδηλώσεις του κόμματος, υποστηρίζοντας πως αντέδρασε στη θέα “όπλων με μπίλιες” σε κατασκήνωση της οργάνωσης. Τέλος, επιχείρησε να υποτιμήσει τη νοημοσύνη των ακροατών, επαναλαμβάνοντας το γνωστό τροπάρι περί “αρχαιοελληνικού χαιρετισμού”, που απλά έτυχε να τον κάνει και ο Χίτλερ και πως αποκλείεται 600.000 “να γίναμε ναζί”.
Η ανταπόκριση από το GoldenDawnWatch συνεχιζόταν ως την ώρα που γραφόταν αυτές οι γραμμές, κι η Κατιούσα θα επανέλθει με νέο, ολοκληρωμένο κείμενο αργότερα.

«Η Στραβοκώσταινα»

 του Αργύρη Εφταλιώτη

Α δεν έπιανε μπόρα πάνω στον Άη Λιά, α δεν άνοιγαν οι καταρράκτες τουρανού στ’ αψηλότερο εκείνο βουνό του νησιού, κι α δε με στέλνανε σ’ ένα χωριό να κονέψω, δε θα σας έλεγα τώρα την ιστορία της Στραβοκώσταινας!
Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Στραβοκώσταινα» του Αργύρη Εφταλιώτη
«Έτσι κι αλλιώς, ο Αργύρης Εφταλιώτης δεν ήταν συγγραφέας μεγάλης πνοής (…) τα λιγοστά διηγήματά του δεν υπερβαίνουν συνήθως το ηθογραφικό επίπεδο…και δεν διαθέτουν μήτε το ψυχογραφικό βάθος ενός Βιζυηνού μήτε την ποιητική αλχημεία ενός Παπαδιαμάντη. Παραταύτα, τα διηγήματα αυτά, εμπνευσμένα από αγάπη για τον απλό άνθρωπο, της νησιώτικης κυρίως Ελλάδας, από σεβασμό για τον τρόπο ζωής του, από στοργή για τα αισθήματα και τα έθιμά του, γραμμένα με ειλικρίνεια και ψυχική ευγένεια, με χάρη και γλωσσική μετριοπάθεια, εξακολουθούν να μας θέλγουν και να μας συγκινούν. Τα σύντομα και καλοδουλεμένα αφηγήματά του νόμιμα διεκδικούν μια θέση μέσα στην πεζογραφική μας κληρονομιά».
Τα παραπάνω είναι γραμμένα στην εισαγωγή του βιβλίου του Αργύρη Εφταλιώτη, «Μαρίνος Κοντάρας και άλλες Νησιώτικες Ιστορίες» (εκδ. Πατάκης, 1998). Από αυτή τη συλλογή το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα.
Η στήλη είχε παρουσιάσει ένα ακόμα διήγημα του Αργ. Εφταλιώτη από της «Νησιώτικες ιστορίες», από άλλη όμως έκδοση (εκδ. Καλοκάθη – Σμυρνιωτάκης, χ.χ.), μαζί με στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του, που μπορείτε να δείτε εδώ.
(Η κεντρική φωτογραφία της ανάρτησης είναι του Κώστα Μπαλάφα)
Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Στραβοκώσταινα» του Αργύρη Εφταλιώτη
Ο Αργύρης Εφταλιώτης
Η Στραβοκώσταινα
του Αργύρη Εφταλιώτη
Ποιος το περίμενε πως ύστερ’ από μια μπόρα θα φύτρωνε μια ιστορία! Να όμως που γίνουνται και τέτοια θάματα. Α δεν έπιανε μπόρα πάνω στον Άη Λιά, α δεν άνοιγαν οι καταρράκτες τουρανού στ’ αψηλότερο εκείνο βουνό του νησιού, κι α δε με στέλνανε σ’ ένα χωριό να κονέψω, δε θα σας έλεγα τώρα την ιστορία της Στραβοκώσταινας!
Γύριζ’ από τη χώρα· μιας μέρας ταξίδι, βουνά και πέτρες όσες θέτε, μα μ’ έναν καλόν αγωγιάτη που ήξερε να μιλά του αλόγου του, κ’ ήξερε και τάλογό του να τον ακούγη. Το καημένο το ζω σκάλωνε τα μονοπάτια ανάμεσα στ’ αγκάθια και στις στοιβιές σα γίδι, και τόσο ήσυχα, που δε σε κούραζε. Κείνο που ένοιωθα λιγάκι είταν το σαμάρι, και κάτι σκοινιά στο πλάγι μου που κρατούσαν το σεντούκι.
Ο ήλιος είτανε βασιλεμένος μισή ώρα, και θέλαμε άλλες τρεις ώρες για να φτάσουμε στο χωριό. Μα είτανε μισοφέγγαρο, και λογαριάζαμε πως θα προφτάσουμε ν’ ανεβούμε τα βουνά και να κατεβούμε τον κάμπο μας με το φως του. Το είπαμε δεν το είπαμε, και τα σύννεφα άρχιζαν να μαζεύουνται. Βρισκούμαστε τώρα μέσα σ’ ένα δάσος. Μια ξαφνική αστραπή, κι άρχισε το πανηγύρι. Η βροντή μάς ξεκούφανε. Είπαμε πως πολύ κοντά πρέπει νάπεσε ταστροπελέκι. Ακόμα δεν το είπαμε, κι άλλη μια κανονιά μάς χαιρετά μέσα στην άγρια σιωπή, κι αρχινάει ένα βαρύ κι αδιάκοπο βοητό. Είταν οι χοντρές οι σταλαματιές που έπεφταν απάνω στα φύλλα. Όσο πήγαινε μεγάλωνε το βοητό, ώσπου κατάντησε χαλασμός κόσμου. Πού και πού άστραφτε και βρόντα, κι από την αστραπή ως τη βροντή δεν περνούσε μήτε όση ώρα το λέω. Είτανε σωστή βροχή του βουνού.
Ώσπου να βγούμε από το δάσος, τα ρούχα μας κολνούσαν απάνω μας. Η βροχή άρχισε να λιγοστεύη, και γλήγορα σταμάτησε ολότελα. Το μαύρο το σύννεφο πέρασε, και το φεγγάρι γελούσε πάλι. Μα εγώ τότες δε γελούσα, γιατί κρύωνα. Κ’ είτανε κι Οκτώβρης μήνας. Λέω λοιπόν του αγωγιάτη, – Πάμε στο χωριό εκείνο κατά τη ραχούλα.
Σε μισή ώρα τα πέταλα του αλόγου σπιθοβολούσαν απάνω στις πέτρες του σοκακιού που χώριζε το χωριό σε δυο μαχαλάδες. Ένας καφενές, δύο τρία αργαστηράκια, με πέντ’ έξη λιοκαμένους χωριανούς καθισμένους απ’ έξω, και κατάλαβα πως βρισκούμαστε στην αγορά.
Ρωτούμε στον καφενέ πού μπορούμε να περάσουμε τη νύχτα.
– Καλώς ορίστε, αποκρίνεται ένας τους.
Εγώ, θαρρώντας πως ήθελε να μας φιλέψη αυτός, πηδώ από τάλογο, τονε χαιρετώ και τόνε ρωτώ πού είναι το σπίτι του. Γλήγορα όμως κατάλαβα πως το καλώς ορίσατε είταν απλό χαιρέτισμα, καθώς που συνηθίζουνε στα χωριά να καλωσορίζουν και να καλημερίζουν κάθε ξένο, κι ας μη τον είδαν και ποτές τους. Αληθινή ευγένεια και χάρη, που μοσκοβολάει στα βουνά εκείνα πάνω.
Ξαναρωτώ λοιπόν πού μπορούμε να ξενυχτέψουμε.
– Και πού αλλού παρά στης Στραβοκώσταινας; μου κάνει ο φίλος.
Εγώ που, ερχάμενος κατά το χωριό, συλλογιόμουν πως ίσως εύρω και κανένα αγριολούλουδο ν’ ανθοβολή μοναχό του, είπ’ αμέσως μέσα μου, – Να τ’ αγριολούλουδο! Η Στραβοκώσταινα!
Έρχεται λοιπόν μαζί μας ένα παιδί με το φανάρι, και πάμε στης Στραβοκώσταινας.
Φαίνεται πως το μυρίστηκαν πως έρχουνται μουσαφίρηδες, γιατί στην αυλόθυρα μάς περίμν’ έν’ αγώρι ως δεκάξη χρονώ μ’ ένα λυχνάρι στο χέρι, κ’ ένας άνθρωπος καλοφορεμένος, φέσι ό,τι βγήκε από το καλούπι, τσόχινο λεμπαντέ και γιαντερί, βρακί κι αυτό τσόχινο, καλά στρωμένο, κι όχι με πολλές κόφες, ζωνάρι πλατύ και καλά διπλωμένο, άσπρες κάλτσες, πατημένες γόβες, και μικρό κομπολόγι στο χέρι. Αυτός είταν ο δάσκαλος του χωριού και τον είχαν προσκαλέσει να μου κάμη φαίνεται τα «ικράμια».
Η αυλή είτανε σκεπασμένη με μια κληματαριά, και τα πεσμένα φύλλα δείχανεν πως κι από δω δυνατή βροχή πρέπει να πέρασε. Ο μικρός πήρε τον αγωγιάτη να του δείξη τον αχερώνα και το μαγερειό, κι ο δάσκαλος πήρε μένα στο σπίτι. Το σπίτι είτανε μια «μέσα αυλή» που έφεγγ’ από την πάστρα, μια σκάλα με σανίδια κίτρινα σαν το κεχλιμπάρι, ύστερα ένα χαγιάτι απάνω, μιντέρι στη μια μεριά, καταντικρύ η πόρτα της καλής κάμαρας, κι από τον άλλον τοίχο η πόρτα που έμπαινες στο «μέσα σπίτι», το καθαυτό σπίτι, το Άγιο των Αγίων, που πρέπει να το ιστορήσουμε δω πέρα λιγάκι, γιατί πάνε πια να χαθούν κι αυτά τα «μέσα σπίτια». Πενήντα χρόνια και τώρα δεν τα χτίζουν πια.
Τα «μέσα σπίτια» είναι όλα σ’ ένα σχέδιο καμωμένα. Οι τοίχοι τους χοντροί σαν κάστρα, και με μεγάλες πέτρες χτισμένοι. Το μάκρος τους, ίσια με το μάκρος του σπιτιού, και το φάρδος, του μισού σπιτιού. Είναι χωρισμένα σε δυό. Το ένα, το κάτω μέρος, που πιάνει δυό τρίτα της κάμαρας, και τάλλο, ο σοφάς, καμιά δυό πήχες αψηλότερα, μ’ ένα σκαλί στη μέση για ν’ ανεβαίνης. Κάτω από το σοφά είναι ο αποκρέββατος, που κατεβαίνεις και τονε βρίσκεις γεμάτο σφίδες, κ’ οι σφίδες πάλι γεμάτες ξερά σύκα, αμύγδαλα, καρύδια, ρετσέλια, ελιές μαύρες, ελιές άσπρες, ελιές αλάκερες, ελιές κλαστάδες (σπασμένες). Ο σοφάς είναι τριγυρισμένος από μιντέρια. Εκεί είναι τα παραθύρια, που βλέπουνε στο περιβόλι. Κάποτες έρχεται το γιασουμί και τυλίγεται στα κάγκελα των παραθυριών.
Στο κάτω μέρος του «μέσα σπιτιού», ύστερα από το Κονοστάσι, που πρέπει νάχη όλους τους αγιούς του χωριού και του σπιτιού, στολίζουν τους τοίχους ολοτρόγυρα και τα ράφια, μ’ όλο το έχει του σπιτικού απάνω: σινιά, ταψιά, λεγκέρια, χαρανιά, καπάκια, όλα γανωμένα και γυαλιστερά. Ύστερα τα πιατικά και τα γυαλικά, κ’ ύστερα, α δεν έχη τίποτις άλλο, αραδιάζουν κυδώνια, ρόδια, χειμωνικά, πεπόνια, κι άλλα πωρικά. Τα καλλίτερα τα πωρικά όμως θα τα βρήτε κρεμασμένα στο δίχτυ από τη στέγη, που είναι μαύρη, και κάποτε στολισμένη με κόκκινα ξόμπλια, καθώς  και το σιμιδάκι (μέση δοκός μάς έλεγε ο δάσκαλος). Από πάνω η στέγη είναι δώμα, που το κατρακυλούν ύστερ’ από τη βροχή να μη στάζη.
Το κάτω αυτό μέρος του «μέσα σπιτιού» είναι στρωμένο με χαλιά το χειμώνα. Αντίς μιντέρια εδώ έχουμε τσελτέδες, κι αντίς καρέγλες σεντούκια αραδιασμένα στον τοίχο, και κει μέσα είναι κρυμμένα όλα τα προικιά κι όλα τα νυφικά της φαμελιάς. Τη «γωνιά» δεν την ανάβουν ποτές τώρα. Τώρα έχουμε το μαγκάλι μοναχά. Τη γωνιά την άναβαν τον παλιόν καιρό, και ξαπλώνουνταν κοντά στους δαυλούς και κοιμούνταν. Τώρα την έχουνε για στολίδι, κ’ είναι κάτασπρη σαν το χιόνι από το άλειβε άλειβε ασβέστη. Απάν’ από τη γωνιά, ράφια τόν’ απάς στάλλο με τα καλλίτερα φαρφουριά. Και στην άκρη του κάτω κάτω ραφιού, το θεμιατό για το Κονοστάσι. Φως άλλο δεν έχει παρά το λυχνάρι που κρεμιέται στη γωνιά, και το καντήλι των εικόνων.
Θαρρώ πως τα είπαμε τα πιο σπουδαία.
Και τώρα ας σας ρωτήσω εσάς, αρχοντόπουλα της ρωμιοσύνης, που πάτε στην Ευρώπη και ξοδεύετε τα μαλλιοκέφαλά σας: πώς δεν κάνετε κάθε χρόνο , κι απόνα ταξίδι στα νησιά μας, να τα δήτε όλ’ αυτά κι άλλα πιο περίεργα κι όμορφα, και να τα ξέρετε, και να ταγαπάτε, σα δικά σας που είναι, και να μην αδειάζη το πουγγί σας. Εμόνο τρέχετε στα ξένα, και δεν το βλέπετε πως τα μεγαλήτερα έθνη σ’αυτήν την Ευρώπη σας είνε κείνα που θαμάζουνε τα δικά τους, αυτά τα χωριάτικα που τα θαρρείτε ασήμαντα, και που θαρχίσουνε νάρχουνται καμιά μέρα οι Φράγκοι κοπαδιαστα να τα σεργιανίζουνε και να λεν πως ζουν ακόμα οι χάρες κ’ οι όμορφιές της Οδύσσειας, και τότες θα ταγαπήσουμε και μεις από μίμηση, κι όχι από δικό μας γούστο! Αμέτε, αμέτε γλήγορα, κάθε χρόνο κ’ ένα νησί. Θα βρήτε φιλοξενία, θα βρήτε φίλους, θα βρήτε απόλαψες που μελλιούνια δεν τις αγοράζουνε στην Ευρώπη, και θα γυρίζετε μ’ ανοιχτή καρδιά και με καινούρια πλεμόνια στη σκονισμένη σας την Αθήνα.
Σαν πήγα κι άλλαξα στην καλή την κάμαρα, κ’ ήρθε κ’ η παρακόρη και μου έχυσε νερό και νίφτηκα, και μου έδωσε το προσόψι και σκουπίστηκα, πέρασα στο «μέσα σπίτι», και βλέπω αντικρύ μου μια αρχόντισσα, που με καλωσορίζει με σιγανή και γλυκειά φωνή και με συμμαζεμένο χαμόγελο. Εγώ περίμενα να δω καμιά γρια γυναίκα το πολύ μ’ ένα μάτι, και τώρα βλέπω τη χαριτωμένη αυτή κυρά, με δυό μαύρα, μεγάλα μάτια, που είχαν ακόμα μέσα τους όλη τη φωτιά κι όλη τη λάμψη της νιότης της. Φορούσε φεσάκι με τσεμπέρι τυλιγμένο τριγύρω και φορτωμένο φλωριά, και με μαβιά μεταξωτή φούντα απλωμένη ολοτρόγυρα στην κορφή, φορούσε και γερντάνι μαργαριταρένιο μ’ ένα κωνσταντινάτο στα στήθια της. Το σαλβάρι της δε φαίνουνταν τώρα καθώς άλλοτες που φορούσαν οι γυναίκες καβάδια. Η κερά Δέσποινα (και της ταίριαζε αυτό τόνομα καλλίτερ’ από τάλλο) φορούσε σκούρο φουστάνι, μ’ ένα ψιλοκαμωμένο κι ανοιχτούτσικο κοντογούνι.
Παραμέσα, απάνω στον τσελτέ, μισοσηκώθηκε ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, όμορφος κι αυτός. Μας καλωσόρισε μ’ ένα παράξενο χαμόγελοιο. Είταν ο Στραβοκώστας, ο άντρας της αγγελοκαμωμένης Δέσποινας. Και τονε λέγανε Στραβοκώστα, γιατί δεν είχε μάτια ο δύστυχος.
Η ομιλία μας είταν απλή και καρδιακή σαν καθίσαμε. Τους είπα ποιος είμουν, και μ’ ήξεραν. Εγώ ντράπηκα που δεν τους ήξερα, γιατί κατάλαβα πως είχα να κάμω με την πιο αρχοντική φαμελιά του χωριού, φαμελιά ταπεινή μια φορά και βυθισμένη στη φτώχεια, μα τώρα πρώτη στην καλοτυχιά και το καλό τόνομα. Σε λιγάκι μπαίνει μέσα κι ο γιος του, ξυπνό παλικάρι που άστραφταν τα μάτια του. – Αγάπης παιδί, είπα με το νου μου σαν τον ξαναείδα τώρα. Αυτός είτανε που μας κρατούσε το λυχνάρι στην αυλόθυρα.
Ύστερ’ από μισής ώρας κουβέντα, στρώθηκε το τραπέζι. Ήρθε η παρακόρη, κατέβασε το μεγαλήτερο το σινί, τόβαλε απάνω στο σιντεφένιο σκαμνί, τα μαξιλάρια τριγύρω, κι απάνω τους το μακρύ και κεντημένο μεσσάλι, που το παίρνουν όλοι στα γόνατά τους σαν καθίσουν, και σαν τα συγύρισε όλα, έφερε το φαγεί. Η κερά Δέσποινα, που έλειψε λίγες στιγμές να πάη να δη τι γίνεται στο μαγεριό, ξαναμπήκε και μας είπε να κοπιάσουμε. Ύστερα πήρε από το χέρι τον Κώστα της, και τον κάθισε κοντά της.
Κάμαμε το σταυρό μας, είπαμε το «καλώς σας ηύραμε», κι αρχίσαμε. Ο κυρ Κώστας – τώρα είχαμε και μια λουσέρνα στο τραπέζι, και τον έβλεπε καλλίτερα – είτανε ζωηρότατος άνθρωπος. Όλα του μιλούσαν, μόνο τα μάτια του δε μιλούσαν! Ήθελε να μάθη το τι είδα και τι έμαθα στα ταξίδια μου. Και σαν του διηγούμουν, ξεχνούσε το φαγεί του, και καθώς που πολεμούσε να με κοιτάξη με το χουλιάρι στο χέρι, έπαιζαν κ’ έτρεμαν τα χείλη του από την ευχαρίστηση κι από την περιέργεια.
Η κερά Δέσποινα είχε λίγα λόγια, μα μετρημένα και διαλεχτά. Μια της ματιά, μια της λέξη, και τηνε σέβουσουν. Το πρόσωπό της, το σύστομο, ο λαιμός, τα μικρά χέρια, όλα της είτανε ομορφιά και χάρη, κι απάνω σε κείνη τη χάρη είτανε θρονιασμένη μια δύναμη, ένας χαραχτήρας, που έλεγες κι ο Θεός την έπλασε να δείξη πόση καλοτυχιά μπορεί να κατεβάση στον κόσμο.
Ο μικρός δε μιλούσε παρά σαν τονε ρωτούσαμε τίποτις. Έτρωγε με πολλή όρεξη, και δεν τον έμελλε σαν τον πείραζαν. Το χρέος του έκανε κι ο δάσκαλος, και στο φαγεί και στο κρασάκι. Μας άκουγε κι αυτός με πολλή περιέργεια, και σαν τους έλεγα για κανέναν τόπο που δεν γνώριζαν, αυτός τους δίδασκε την Γεωγραφία, ίσως λιγάκι σα να κρατούσε το δείχτη στο χέρι, μα όχι και πολύ δασκαλήσια. Είταν του κόσμου κι αυτός. Είχε ταξιδέψει ως την Αθήνα.
Τέλειωσε το δείπνο, μας έφερε η παρακόρη τη λεκάνη και νιφτήκαμε, σηκώθηκε το τραπέζι, η κερά Δέσποινα πήρε ταργόχειρό της, και μεις ακόμη τα λέγαμε. Του μικρού τα μάτια είτανε στυλωμένα πάνω μου. Η μάννα του μου έλεγε πως πρώτη φορά τον έβλεπε να μην τον παίρνη ο ύπνος ύστερ’ απ’ το φαγεί. Έτσι πέρασε  άλλη μια ώρα. Εγώ τότες είπα να με συμπαθήσουνε γιατί είμουν κουρασμένος, και τους καλονύχτισα. Τότε έφυγε κι ο δάσκαλος σπίτι του.
Σαν ξαπλώθηκα και ραχάτευα στο μαλακό και καταδεχάμενο  εκείνο το στρώμα, άρχισα να συλλογούμαι με τι τρόπο να μάθω την ιστορία της Στραβοκώσταινας. Δεν μπορεί να μην έχη την ιστορία της τέτοια γυναίκα, με τέτοιον άντρα, είπα. Από δω είχα, από κει είχα, βρήκα τον τρόπο. Είναι Σάββατο βράδυ, συλλογίστηκα κ’ είπα· αύριο δεν έχει σκολειό. Θα πάρω λοιπόν το δάσκαλο μαζί μου και θα μου τα πη στο δρόμο. Κ’ έτσι έγινε.
Το πρωί σα σηκώθηκα, και πήρα το βύσσινο το γλυκό, κ’ ήπια τον καφέ και τους αφήκα γεια, και τους παρακάλεσα να καταδεχτούν και κείνοι καμιά φορά στο δικό μας, παίρνω τάλογο και πηγαίνω ίσια κατά την αγορά. Είχα σκοπό να γυρέψω το σκολειό και να βρω το δάσκαλο. Μα ο φίλος είτανε στον καφενέ, ό,τι γύρισε από τη λειτουργιά κ’ έπινε τον καφέ του. Του ξήγησα πως τον ήθελα να με συντροφέψη ως το χωριό μας, και να γυρίση πίσω Δευτέρα ξημέρωμα. Αν και κοσμογυρισμένος, του φάνηκε μακρινό το ταξίδι. Με τα πολλά τον κατάπεισα νάρθη μαζί μου ως το μισό δρόμο, για να είναι πίσω το μεσημέρι. Πήρε λοιπόν ένα καλό γαδουράκι, και ξεκινήσαμε.
Είτανε μια χαρά ο δρόμος εκείνος ανάμεσα στις ελιές, μεγαλήτερη όμως ευχαρίστηση μού έδιναν τα παλικάρια που ράβδιζαν κ’ οι κοπέλες που μάζευαν από κάτω, γιατί αν και Κεριακή, καιρό δεν είχανε να χάνουνε τώρα, που πλάκωνε ο χειμώνας.
Έτσι πηγαίνοντας και ρωτώντας τίνος είναι το χτήμα και τίνος τάλλο βρεθήκαμε και μπροστά στα χράφια της Στραβοκώσταινας.
– Μεγάλα χτήματα, λέω του δασκάλου. Πλούσιοι πρέπει να είναι.
– Και ήσαν πτωχότατοι άλλοτε, μου κάνει ο δάσκαλος.
– Να λοιπόν που γίνονται σερμαγιές και δω πέρα. Για πες μου, να σε χαρώ, πώς τ’ απόχτησαν. Και πώς τυφλώθηκε ο χρυσός εκείνος άνθρωπος και ποια είναι η χαριτωμένη εκείνη γυναίκα;  Πες μου την ιστορία της. Έχουμε ακόμα ως μια ώρα δρόμο να κάνουμε.
– Ο Θεός ευλόγησε τα έργα αυτών και…
– Να σου πω, δάσκαλέ μου, του λέω. Θα πης, είναι Κεριακή σήμερα, μα θα σε παρακαλέσω να μου κάμης μια χάρη. Ν’ αφήσης την Κεριακάτικη σου τη γλώσσα πίσω στο χωριό, και να κρατήσης την καθημερινή σου μοναχά. Βλέπεις και γω μ’ αυτή ταξιδεύω. Πού να τηνε σηκώνη το γαδουράκι σου την άλλη μ’ όλα της τα στολίδια! Ξέχας τηνε, γεια σου, και θυμήσου και συ τα νιάτα σου, και πες μου τα καθώς τάλεγε η μαννούλα σου, ώρα της καλή.
Είτανε φρόνιμος ο δάσκαλος, και μπήκε αμέσως στο νόημα. Γέλασε λοιπό με τη καρδιά του, ύστερα συλλογίστηκε λιγάκι, κι άρχισε.
– Θα σας πάρω τώρα ως δεκαοχτώ χρόνια πίσω, τότες που η κερά Δέσποινα είταν είκοσι χρονών κοπέλλα, και με μια ομορφιά, που το τραγούδι της περνούσε από κάθε παλικαριού στόμα. Είταν ορφανή, και κατοικούσε σ’ αυτό το τωρινό σπίτι της. Είχε κ’ ένα χτηματάκι, αυτή εδώ τη μικρή γωνιά πίσω από τον πλάτανο. Δικό της άλλο δεν είχε μαζί της, παρά μια θειά της, τη θειά Περμαθούλα, τη μοιρολογίστρα, που ράγιζαν κ’ οι πέτρες σαν έβγαινε με τα λείψανα, και δερνότανε, κ’ έλεγε:
«Ωχού, κλωστροποδιά μου,
Ωχού, τση ντα να ποίσου!»
Τι να ποιήσω.
– Γεια σου, να μου ζήσης, δάσκαλε, του κάνω. Βλέπεις πού είναι τα καθαυτό τα Ελληνικά; μπρος τώρα· λέγε.
Ο δάσκαλος χαμογέλασε και πήγε μπρος.
– Η Δέσποινα είτανε φτωχή, μα είχε δυό μεγάλα στολίδια: ομορφιά και τιμή. Σπάνια στολίδια στο δικό σας, το μεγάλο τον κόσμο που γυρίζετε, να τα βρήτε, και τα δυό μαζί. Εδώ στα βουνά τα βλέπουμε πολύ συχνά αυτά τα δυό λουλούδια κοντά κοντά.
Δε θέλησα να του εναντιωθώ, να μη χαλάσω την ιστορία. Τον αφήκα λοιπό να λέη.
– Η Δέσποινα καθότανε μια βραδιά, Σαββάτο βράδυ, απάνω στο σοφά του «μέσα σπιτιού», με το μάγγανο μπροστά της. Είταν αρραβωνιασμένη με τον Κωστάκη του Λάμπρου, κι όλος ο κόσμος είχε να κάνη με την αγάπη τους. Η Δέσποινα τραγουδούσε ολημερίς μπροστά στο μάγγανο, κι ο Κώστας στα χωράφια που δούλευε, κ’ είταν κι αυτός όμορφο παλικάρι, και μια φωνή σαν το μέλι. Σαν έγυρε ο ήλιος εκείνο το Σάββατο, σηκώνεται η Δέσποινα, ανάβει το καντήλι, θεμιάζει, συγυρίζεται, και πάει στο παράθυρο να ποτίση τα λουλούδια της. Ό,τι πήγε στο παράθυρο, μπήγει μια φωνή η μοιρολογίστρα η θειά της μες στην αυλή: «Βουρή σεις, Βουρή σεις. Στα όρ’ στα βνα, τση στα κλαδιά, τση στα ξηρά τα δέντρα! Τί’ νη τούτου του κακό που μάς ήβρη!» Στην Κανταξινή τάλεγε αυτά, που ήρθε και της έφερε τα μαύρα μαντάτα. Και τι μαντάτα! Ο δόλιος ο Κώστας έβαζε φωτιά σ’ ένα φουρνέλλο μέσα σ’ ένα χωράφι που άνοιγαν, και πρι να προφτάση να φύγη κόρωσε το μπαρούτι, του τσουρούφλιασε το πρόσωπο, του έβγαλε και τα μάτια του. Τον ανεβάζανε στο σπίτι του μισοζώντανο. Σαν τονε στρώσανε στο μιντέρι, και πρόσμενα το γιατρό απ’ ένα άλλο χωριό, και μαζεύτηκαν όλες οι κλαψάρες γριές της γειτονιάς, κ’ έβλεπαν τη μάννα να μαλλοσέρνεται, και τον Κώστα να μουγκρίζη από τον πόνο, άρχισαν κι αυτές τα μοιρολόγια, κ’ είτανε χερότερο κι από λείψανο. Είμουν και γω εκεί, δώδεκα χρόνων παιδί, κ’ έβλεπα. Κι αυτά δεν είταν τίποτις. Το μεγάλο το κακό έγινε σαν πρόβαλε η χαριτωμένη εκείνη κοπέλλα με τη θειά της, κίτρινη σα φλωρί, τα δυό της μεγάλα μάτια ορθάνοιχτα από την τρομάρα, το στόμα της άλαλο, και μήτε σταλαματιά δάκριο! Πού δάκρια τέτοιες ώρες! Αυτά έρχουνται ύστερα, σαν πέρασ’ η φουρτούνα και μαλάκωσ’ η καρδιά μας.
Θυμούμαι σαν την ένοιωσε ο καημένος ο Κώστας σιμά του και γύρεψε να της πη πως δεν έχει τίποτα, και πως γλήγορα θα γειάνη. Η φωνή του δεν ακούστηκε πολλή ώρα, γιατί άξαφνα η μοιρολογίστρα η θειά Περμαθούλα ξέσπασε σ’ ένα μοιρολόγι που τρόμαξε όλη η γειτονιά. Κ’ οι άλλες οι γριές, δος του και ν’ αναρρουφούνε, με την ποδιά στα μάτια!
Μέσα σ’ όλη εκείνη την παραζάλη, μόνο το κορίτσι βαστάχτηκε. Σηκώθηκε σα βασίλισσα ανάμεσά τους, και τις πρόσταξε να σωπάσουν. Και τότες φάνηκε η δύναμη της σπάνιας αυτής γυναίκας. Και σώπασε ο κόσμος, κ’ έστρωσαν το στρώμα, κ’ έβαλαν το παιδί μέσα. Κι από μοιρολογίστρες, έγιναν όλες γιάτραινες τώρα. Άλλη έφερνε τριανταφυλλόπηττες, άλλη μολόχες, κι άλλη θαματουργές εικόνες, να γλυτώσουν το παιδί. Κατά τα μεσάνυχτα έφτασε κι ο γιατρός. Κι άμα τον είδε, μας είπε πως τα μάτια του δεν έχουν γιατρειά.
Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες κάθουνταν η δόλια Δέσποινα πλάγι του. Της έλεγαν πως είταν και ντροπής να ξημερώνεται έτσι μια αρραβωνιασμένη κοπέλα στο πλάγι ενός παλικαριού. «Αυτός είναι ο άντρας μου» γύριζε κ’ έλεγε. «Δεν έχω να δώσω κανενός λόγο. Θα τον γιατρέψω, κι απέ θα τον πάρω». Και πνίγουνταν η φωνή της στα δάκρια.
Ο κόσμος τάπαιρνε αυτά για λόγια της λύπης και της στενοχώριας. Σα σηκώθηκε όμως ο Κώστας, και τον πήρ’ ένα πρωί από το χέρι και πήγε σπίτι της, και στολίστηκε, και μαζί με τη θειά της (που δεν της έπεφτε λόγος, κι ας τόθελε), πήγαιναν οι τρεις τους στην εκκλησιά, έτριψαν όλοι τα μάτια τους, και φώναξαν,
– Κρίμα στο κορίτσι!
– Κρίμα σε σας που το θαρρείτε, φώναζε κ’ η Δέσπω, απλώνοντας τόμορφο χέρι της με το μπιμπιλωτό το μανίκι.
Για καλή τους τύχη ο παππάς συγγενής όντας του Κώστα, και ξέροντας πωως η Δέσποινα είχε καλά προικιά από τη μάννα της, δεν έβγαλε δυσκολίες. Και σε μια μέρα μέσα ο Κώστας άλλο δεν είχε να λυπάται, παρά που δεν μπορούσε να δη το θησαυρό που του χάρισε ο Θεός. Μα και σ’ αυτό το δυστύχημά του απάνω χωράτευε ο καημένος, κ’ έλεγε πως του έφερε κ’ ένα καλό η στραβομάδα, που τους πάντρεψε πιο γλήγορα!
Η αγάπη, η αληθινή αγάπη που τα κάνει όλα μέλι γάλα, άρχισε αμέσως να βασιλεύη στο σπιτικό τους. Είταν Αύγουστος, και μονομιάς ανασκουμπώθηκε στη δουλειά η Δέσποινα. Είχε μεγάλα σχέδια στο νου της. Είτανε φιλόδοξη και περήφανη, και τόβαλε στο κεφάλι της να δείξη του κόσμο που τηνε λυπούνταν, τι μπορεί να κάμη μια Σταρβοκώσταινα.
Ολημερίς η Δέσποινα δούλευε στο χωράφι, κι ο Κώστας πότε νερό κουβαλούσε τον τοίχο τοίχο, πότ’ ελιές, πότε σύκα. Κάποτες έπαιρνε και τον νταμπουρά του και τραγουδούσε της λυγερής εκεί που δούλευε.
Έτσι πέρασαν κανέ δύο χρόνια. Γεννήθηκε και το μωρό τους κι ο κόσμος τώρα άρχισε να θαμάζεται τη μεγάλη την καλοτυχιά που έπεσε στο σπίτι της Στραβοκώσταινας. Τός, που πολλές κοπέλελς χωρατεύοντας έλεγαν πως θα γυρέψουν κι αυτές στραβόν άντρα! Ό,τι έπιανε στο χέρι της η κερά Δέσποινα γινότανε μάλαμα. Τα μαξούλια της είταν τα καλλίτερα, κι ο κόσμος πλέρωνε και κάτι παραπάνω για ν’ αγοράση απ’ τα χωράφια της. Χωράφια λέω, γιατί είταν τρία χωράφια τώρα, κ’ ύστερα έγιναν όλα εκείνα που είδατε.
Σαν πέρασαν άλλα δυό τρία χρόνια, η κερά Δέσποινα δε δούλευε πια απατή της. Είχε δουλευτάδες και παραγιούς. Είταν αρχόντισσα τώρα, και της έπρεπε. Κανένας δεν τηνε ζούλευε, γιατί η καρδιά της είταν πάντα η ίδια. Όλοι τηνε σέβουνταν και τηνε φοβούνταν κιόλας, γιατί ο λόγος της είχε βάρος και δύναμη. Κατάντησε να πηγαίνη ο κόσμος να τη συμβουλεύεται στις διαφορές του. Τέτοιο κεφάλι αντρίκιο είχε με τα γυναίκεια εκείνα κάλλη.
Ο Κώστας, δεν του ερχότανε να μην έχη κι αυτός μια δουλειά, κ’ έγινε ψάλτης. Μα τώρα την παράτησε την ψαλτική. Η διασκέδασή του τώρα είναι να βάζη τον Πέτρο να του διαβάζη ιστορίες το βράδυ. Τη μέρα πότε με τους γειτόνους, πότε με μικροδουλειές του, περνάει τον καιρό του. Η κερά Δέσποινα, αν και τα χτήματα τώρα τα κοιτάζει ο Πέτρος, καιρό να καθίσει δε βρίσκει. Πότε με το σπιτικό της, πότε με τα πάθια των γειτόνων της, όλο σε δουλειά βρίσκεται. Πού πηγαίνει και ξετρυπώνει ένα σωρό φτώχειες και συφορές, και γω δεν ξέρω. Αλλού δίνει δουλειά για βοήθεια, αλλού παράδες, αλλού καρπό. Η χαρά της είναι να κάνη καλό. Όποιος ξένος έρθη στο χωριό μας, στης Στραβοκώσταινας θα πάη. Αυτό έγινε και με λόγου σας.
– Μεγάλη μου ευτυχία, καθώς που έγινε, είπα του δασκάλου, και δυστυχία μου που δεν ήξερα σε ποιας αληθινής βασίλισσας παλάτι κοιμήθηκα ψες. Και να τόξερα! Κύριος οίδε πότε θα ξαναπεράσω από το χωριό σας.
Εδώ χωριστήκαμε, ο δάσκαλος γύρισε πίσω, και γω τράβηξα μπρος κατά τον κάμπο μας, που άρχισε να μισοφαίνεται τώρα.

Πίσω από την κουβέντα για το άσυλο


Το πανεπιστημιακό άσυλο έχει μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης ΝΔ, στο πλαίσιο του δόγματος «νόμος και τάξη». Στην προσπάθειά της αυτή, αξιοποιεί διάφορα προσχήματα ή κρούσματα «ανομίας», όπως η διακίνηση ναρκωτικών μέσα στα πανεπιστήμια, το λαθρεμπόριο που γίνεται σε κάποιες σχολές (π.χ. ΑΣΟΕΕ) ή διάφορα επεισόδια από διάφορους δήθεν «αντιεξουσιαστές» και μηχανισμούς και άλλες εγκληματικές πράξεις.
Η αλήθεια είναι πως το ήδη υπάρχον πλαίσιο μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα στα πανεπιστήμια και ότι τέτοια φαινόμενα τα συναντάει κανείς και σε χώρους όπου δεν υπάρχει άσυλο. Ακόμα, όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία 25 χρόνια με τις πολιτικές τους καθήλωναν την υποχρηματοδότηση, με αποτέλεσμα την ενίσχυση προβλημάτων έλλειψης φωτισμού, φύλαξης, που διαμορφώνουν το έδαφος για τέτοια φαινόμενα.
Για να κατανοήσουμε τι κρύβεται πίσω από την προσπάθεια κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, χρειάζεται να δούμε ποια είναι η πολιτική που ακολουθείται εδώ και χρόνια στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
***
Μαζί με την υποχρηματοδότηση και την υποβάθμιση των σπουδών το κύριο χαρακτηριστικό είναι η επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων, η άμεση εμπλοκή των επιχειρήσεων μέσα στις σχολές. Είναι αυτές που καθορίζουν τα προγράμματα σπουδών, τον προσανατολισμό των διαφόρων ερευνητικών, με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας τους.
Οπως λοιπόν η «δημοκρατία» τους «σταματά έξω από τις πύλες των εργοστασίων», έτσι και στο πανεπιστήμιο - επιχείρηση δεν χωράει το άσυλο που προστατεύει το αναφαίρετο δικαίωμα των φοιτητών να συζητάνε, να αποφασίζουνε συλλογικά και να οργανώνουν τον αγώνα για τις σύγχρονες ανάγκες τους στη μόρφωση, στη δουλειά και τη ζωή.
Οι επιχειρηματικοί όμιλοι θέλουν σιγή νεκροταφείου μέσα στα πανεπιστήμια, ώστε να μπορούν να κάνουν ανενόχλητοι τις μπίζνες για τα κέρδη τους στις πλάτες των φοιτητών, για να εφαρμόζεται χωρίς εμπόδια η πολιτική που σαρώνει τα δικαιώματά τους και στην Ανώτατη Εκπαίδευση!
Απέναντι στα σχέδια της ΝΔ για ένταση της καταστολής των αγώνων των φοιτητών δεν μπορεί να βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, βουλευτές του οποίου υπερασπίζονται την κατάργηση του ασύλου. Για παράδειγμα, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τζάκρη δεν κρατήθηκε και δήλωσε σε συνέντευξή της ότι «δεν είναι δυνατόν εν έτει 2020 μια αριστερή κυβέρνηση να μην έχει καταργήσει το άσυλο!».
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε ως κυβέρνηση στην ενίσχυση της καταστολής ενάντια σε μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενους, επί 4,5 χρόνια υπηρέτησε την επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το πόρισμα Παρασκευόπουλου όχι μόνο συκοφάντησε το άσυλο, αλλά και άνοιξε το δρόμο για την κατάργησή του στην πράξη.
***
Το άσυλο κατακτήθηκε με σκληρούς και αιματηρούς αγώνες από φοιτητές και εργαζόμενους, δεν ήταν ποτέ δεδομένο. Το άσυλο μπορούν να το υπερασπιστούν οι φοιτητικοί σύλλογοι, οι συνδικαλιστικοί φορείς των εργαζομένων και των πανεπιστημιακών στα πανεπιστήμια, το εργατικό - λαϊκό κίνημα συνολικά, μέσα από τον συλλογικό και οργανωμένο αγώνα που βάζει στο στόχαστρο την πολιτική η οποία διαμορφώνει την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα ιδρύματα (και αξιοποιείται και ως πρόσχημα για το χτύπημα του ασύλου) και ο οποίος αγώνας διεκδικεί την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του λαού και της νεολαίας στη μόρφωση, στη δουλειά, στη ζωή. Οι κινητοποιήσεις στις οποίες καλεί το ΜΑΣ το επόμενο διάστημα μπορούν να είναι η αρχή.

Καμία αναμονή




Ξεκίνησε χτες η κοινοβουλευτική περίοδος με τον νέο αντιλαϊκό συσχετισμό που αποτυπώθηκε στις εκλογές της 7ης Ιούλη.
Η αλλαγή φρουράς στη διακυβέρνηση, με τη νέα κυβέρνηση ΝΔ, σημαίνει ένταση της πολιτικής στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων σε βάρος της εργατικής - λαϊκής πλειοψηφίας. Η φράση που ακούστηκε περισσότερο στις τελετές παράδοσης - παραλαβής από τους υπουργούς της ΝΔ, ότι «δεν ήρθαμε για να γκρεμίσουμε αλλά για να χτίσουμε πάνω στα θετικά» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δίνει το στίγμα τους: Κάθε επόμενη κυβέρνηση έρχεται να «χτίσει» πάνω στο αντιλαϊκό έργο της προηγούμενης, με βάση το ίδιο «αρχιτεκτονικό» σχέδιο των επιχειρηματικών ομίλων και της αστικής τάξης, στο όνομα της «συνέχειας του κράτους».
Αυτό άλλωστε έγινε απόλυτα ξεκάθαρο από τις εργοδοτικές ενώσεις, τους συνδέσμους των βιομηχάνων και τα επιμελητήρια, που με τις απαιτήσεις τους έβαλαν τον πήχη για τη νέα κυβέρνηση από την επομένη των εκλογών.
Αλλά και η συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ, την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών, υπενθύμισε την ανάγκη προώθησης όλων των αντιλαϊκών δεσμεύσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και που θα πρέπει να συνεχίσει η κυβέρνηση της ΝΔ. Ματωμένα πλεονάσματα, αναδιαρθρώσεις και νέα προνόμια υπέρ του κεφαλαίου, ιδιωτικοποιήσεις, ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων με ακόμη χειρότερο τρόπο σε βάρος των αδύναμων δανειοληπτών και πολλά άλλα. Στην ίδια κατεύθυνση και οι πρόσφατες παρεμβάσεις των «θεσμών» από το βήμα του συνεδρίου του «Economist».
Η «αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ αφορά διαφορετικές εκδοχές και τρόπους εφαρμογής της ίδιας στρατηγικής, την οποία άλλωστε υπηρέτησε ως κυβέρνηση, στρώνοντας το έδαφος για να έρθει πιο «γκαζωμένη» η ΝΔ. Ούτε τη στρατηγική της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας αμφισβητεί, ούτε την υποταγή των ΑΕΙ στις επιχειρήσεις, ούτε τους «τρεις πυλώνες» στην Κοινωνική Ασφάλιση, ούτε την αντιδραστική πολιτική της ΕΕ στο Προσφυγικό - Μεταναστευτικό. Ούτε βέβαια τα ματωμένα πλεονάσματα και τις δεσμεύσεις, που έχουν τη δικιά του υπογραφή. Αλλωστε, με αυτά πολιτεύτηκε 5 χρόνια.
Δεν είναι τυχαίο ότι υπόσχεται «υπεύθυνη αντιπολίτευση»...
Το ίδιο ισχύει και για το ΚΙΝΑΛ, το ΜΕΡΑ25, την Ελληνική Λύση, που ουσιαστικά θα σιγοντάρουν, θα δίνουν χέρι βοηθείας στην κυβέρνηση για να περνά χωρίς σκοπέλους το αντιλαϊκό της έργο.
Ο λαός θα έχει στο πλευρό του μόνο το ΚΚΕ. Τη μοναδική πολιτική δύναμη που υπερασπίζεται τις ανάγκες του λαού, που δίνει όση δύναμη διαθέτει στην οργάνωση της πάλης, στην ενίσχυση του αγώνα για τη μοναδική φιλολαϊκή διέξοδο, με το λαό στην εξουσία και ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει.
Με αποκλειστικό κριτήριο την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, τη διεκδίκηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων, θα συνεχίσει μέσα στους καθημερινούς αγώνες, έτσι ώστε να αυξηθούν οι εστίες αντίστασης και αντεπίθεσης, ριζωμένες σε κάθε χώρο δουλειάς. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα αξιοποιήσει και την κοινοβουλευτική του δύναμη. Θα φέρει ξανά στη Βουλή τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, θα αποκαλύπτει, θα ξεσκεπάζει τα αντιδραστικά - αντιλαϊκά μέτρα.
Αυτό το σύνθετο και δύσκολο καθήκον της εργατικής - λαϊκής αντιπολίτευσης είναι η μόνη στάση που μπορεί να ασκήσει πίεση για θετικά μέτρα για το λαό, να βάλει εμπόδια στα μέτρα της κυβέρνησης, των μηχανισμών της καπιταλιστικής μεγαλοεργοδοσίας, που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ριζικές αλλαγές και ανατροπές. Καμία αναμονή, λοιπόν...

TOP READ