Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, παλιός βουλευτής
και υπουργός της Νέας Δημοκρατίας, σε μια επιφυλλίδα του με τίτλο «Η
τύχη των αγωνιστών» μέσα από μια σειρά διαστρεβλώσεις, αποσιωπήσεις και
μισές αλήθειες επιχειρεί να αγιοποιήσει τον Κώστα Σπέρα, με άμεσο στόχο
να πλήξει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ. Παρουσιάζει τον Σπέρα ως έναν
αναρχοσυνδικαλιστή αγωνιστή, απλό και ανιδιοτελή, που το ΚΚΕ τον
δολοφόνησε το 1943 επειδή είχε ιδεολογικές διαφορές με αυτό, επειδή
«αρνήθηκε την κομματική μονοκρατορία». Το γραπτό του Ανδριανόπουλου, με
τις αποκρύψεις που κάνει, είναι πλήρως ανιστόρητο, υπηρετεί μόνο την
αντι-ΚΚΕ εμπάθεια.
Ο Κώστας Σπέρας (1893-1943) είχε γεννηθεί
στη Σέριφο, μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου απέκτησε και
σημαντική για την εποχή μόρφωση, αποφοιτώντας από τη Λεόντειο, όπου
πρωτογνωρίστηκε με τις αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις τις οποίες και
υποστήριξε. Το 1916 εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του λεγόμενου
Εθνικού Διχασμού στην Ελλάδα, βρέθηκε ξανά στη Σέριφο όπου πήρε μέρος
στην απεργία των μεταλλωρύχων, η οποία βάφτηκε στο αίμα, δίπλα στον
ηρωισμό και την αυτοθυσία των εργατών, αρνητικό σημείο είναι ότι οι
απεργοί ζήτησαν την προστασία των δυνάμεων της Αντάντ.
Από το 1910 είχε δραστηριοποιηθεί στο
Εργατικό Κέντρο Αθηνών και το Σοσιαλιστικό Κέντρο του Νικολάου
Γιαννιού, το 1918 πήρε μέρος στο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Στο ΣΕΚΕ
πήρε μέρος από την ίδρυσή του το 1918 έως τον Απρίλη 1920, οπότε
επιτροπή που ασχολήθηκε με την «Υπόθεση Σπέρα» αποφάσισε τον αποκλεισμό
του από το Κόμμα, για το λόγο «της δημοσιεύσεως εξυβριστικής εναντίον
του Κόμματος επιστολής σε αντισοσιαλιστική εφημερίδα» («Ριζοσπάστης»
11/4/1920).
Αρχικά ο Σπέρας υποστήριζε ένα κράμα
αναρχοσυνδικαλιστικών απόψεων που μείωναν την ανάγκη οργανωμένης
πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης. Σε αυτά τα πλαίσια ήταν αντίθετος
στην οργανική σύνδεση ΣΕΚΕ και ΓΣΕΕ. Η οργανική σύνδεση ούτως ή άλλως
δεν ήταν σωστή, καθώς ένα εργατικό συνδικάτο που επιδιώκει να ενώσει το
σύνολο των μελών της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι τμήμα του
Κόμματος της εργατικής τάξης που απαιτεί ανώτερο επίπεδο συνείδησης και
είναι ανώτερη μορφή οργάνωσης. Ο Σπέρας όμως δεν εναντιώνονταν από αυτή
τη σκοπιά, αλλά από σκοπιά που μείωνε – εξαφάνιζε το ρόλο του Κόμματος.
Παρά αυτές τις θέσεις του ο Σπέρας
προσπάθησε να παίξει ένα πιο σύνθετο παιχνίδι αξιοποιώντας αντιφάσεις
και καθυστερήσεις του νεαρού ΣΕΚΕ. Έτσι μαζί με τον Φανουράκη και άλλους
την άνοιξη του 1921 δημιούργησε οργάνωση και ομώνυμη εφημερίδα με τίτλο
«Νέα Ζωή», μέσα από την οποία αυτοπαρουσιαζόταν ως ακραιφνής
υπερασπιστής «των 21 όρων της ΚΔ» που είχαν αποφασιστεί στο Δεύτερο
Συνέδριο της ΚΔ το 1920 και αφορούσαν τη σφυρηλάτηση των επαναστατικών
χαρακτηριστικών των ΚΚ. Αυτούς τους όρους το ΣΕΚΕ τους είχε μεν
δημοσιεύσει, αλλά τους υιοθέτησε ανεπιφύλακτα μόλις το 1924, τότε
μετονομάστηκε και σε ΚΚΕ (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Το πιο πιθανό είναι πως οι διάφορες θέσεις
που τυχοδιωκτικά υποστήριξε ο Σπέρας για να αποσπάσει εργάτες από το
ΣΕΚΕ, δεν τις πίστευε καν – το έκανε για λόγους διείσδυσης,
προβοκαρίσματος.
Μέσα σε ένα χρόνο, το 1922, ο Σπέρας και η
ομάδα του εγκατέλειψαν την κριτική στο ΣΕΚΕ με βάση τους 21 όρους και
δημιούργησαν το λεγόμενο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα. Στις εκλογές του
1924 υποστήριξε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Στις 16 Μάη 1925 ομάδα χαφιέδων και
εργατοκάπηλων με επικεφαλής τον Σπέρα και δύναμη κρούσης τη συντεχνία
των αμαξηλατών (ιδιοκτητών αμαξών), με τη συνδρομή του Στρατού και της
Αστυνομίας κατέλαβαν το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, πήραν τη σφραγίδα, το
Αρχείο του και ο Στρατός ανέλαβε τη φρούρησή του. Ο αστικός Τύπος σε
συγχορδία πρόβαλε την ενέργεια του Σπέρα ως κίνηση υπέρ των μη
κομμουνιστών εργατών, των συντηρητικών. Στις 18 Μάη 1925, ο
«Ριζοσπάστης» καταγγέλλει τον Σπέρα ως χαφιέ του Α’ Σώματος Στρατού, ως
λαθρέμπορο καπνού, που δεν εκπροσωπούσε τίποτα καθώς το Σωματείο των
Σιγαροποιών είχε παύσει να τον εκλέγει, επίσης αποκαλύπτει το ποιόν όσων
πραξικοπηματικά αυτοανακηρύχθηκαν διοίκηση του ΕΚΑ, όπως του
Στρουτζάκη, προέδρου των ιδιοκτητών αμαξηλατών. Την ενέργεια του Σπέρα
κατήγγειλαν η εκλεγμένη διοίκηση του ΕΚΑ, εργατικά σωματεία και
ομοσπονδίες (επισιτιστές, οικοδόμοι, σιδεράδες, ξυλουργοί – επιπλοποιοί,
οι εργάτες του Πουλόπουλου κ.ά.). Παρά τις διαμαρτυρίες το ΕΚΑ συνέχιζε
να φρουρείται από το Στρατό, με το πρόσχημα να μην οξυνθούν οι σχέσεις
«συντηρητικών και κομμουνιστών εργατών». Την ίδια στιγμή, τον Ιούνη
1925, συνελήφθη η εκλεγμένη διοίκηση του ΕΚΑ, Βλέντζας, Βγενόπουλος και
Τσατσάκος. Μετά από εβδομάδες το ΕΚΑ επανήλθε στα χέρια των εργατών, για
λίγες μέρες καθώς ακολούθησε η δικτατορία του Πάγκαλου (Ιούνης 1925 –
Αύγουστος 1926) που συνέλαβε ξανά τη διοίκηση του ΕΚΑ.
Στην περίοδο της παγκαλικής δικτατορίας στις
23 Φλεβάρη 1926 ο Σπέρας εμφανίζεται ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη
των κομμουνιστών στο Α’ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, όπου δικάζονταν επί
εσχάτη προδοσία κατηγορούμενοι ως αυτονομιστές της Μακεδονίας. Στις
εφημερίδες της εποχής υπάρχουν εκτενή αποσπάσματα από την κατάθεσή του.
Ανάμεσα στις αναλύσεις του για την ΚΔ και τη συνεργασία της με τους
Κομιτατζήδες κ.ά. υποστήριξε «…ότι κατά την γνώμην του οι κατηγορούμενοι ηθέλησαν να αυτονομήσουν την Μακεδονίαν και την Θράκην…».
Η δικτατορία προσπάθησε να έχει και ορισμένο
φιλελεύθερο προφίλ, οργάνωσε δημοτικές εκλογές, εκλογές για Πρόεδρο
της Δημοκρατίας κ.ά. Σε αυτά τα πλαίσια συνήλθε και το Γ΄ Συνέδριο της
ΓΣΕΕ στις 28 Μάρτη 1926. Σε αυτό το συνέδριο πήραν μέρος εκπρόσωποι από
σωματεία-σφραγίδες, ενώ η δικτατορία συνέλαβε και αρκετούς συνέδρους για
να αλλοιώσει τους συσχετισμούς. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια αναφέρει τον Σπέρα
ως εκείνον που καταδείκνυε τους συλληφθέντες. «Ο άλλοτε ασυγκράτητος
επαναστάτης Σπέρας επικεφαλής των αστυνομικών συλλαμβάνει τους οπαδούς
του Κόμματος» («Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις Ολκός, 1975, σελ. 180). Το Γ’ Συνέδριο πήρε
απόφαση για την αποχώρηση της ΓΣΕΕ από την Προφιντέρν, που μέχρι τότε
ήταν μέλος της. Αυτό το συνέδριο, που μόνο κομμουνιστικό δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί, αποφάσισε τη διαγραφή του Σπέρα από τη ΓΣΕΕ για την
απροκάλυπτα αντεργατική δράση του, ως εντελώς καμένο χαρτί.
«…Το Γʼ Πανελλαδικό Συνέδριο, λαβόν υπʼ όψιν
την στάσιν την οποίαν ετήρησεν ο Κ. Σπέρας εις όλους τους αγώνας της
εργατικής τάξεως, την δήλωσιν του ιδίου ότι έλαβεν εκ μέρους των αστών
χρήματα διαα την δημιουργία αντεργατικού κόμματος και τας γενομένας επί
του ζητήματος τούτου συζητήσεις αποφασίζει τον αποκλεισμό του Κ. Σπέρα
εκ του Συνεδρίου και τον στιγματίζει ως εχθρό της εργατικής τάξεως.
Ψηφίστηκε διʼ ανατάσεως των χειρών όλων…».
Για τη μέχρι τότε και την παραπέρα διαδρομή
του ο κύριος Ανδριανόπουλος γράφει: «Η αντιπαράθεση κορυφώνεται στο
συνέδριο της ΓΣΕΕ του 1926 που καταλήγει στη διαγραφή του. Το ΚΚΕ
έκτοτε, παρά τους εργατικούς του αγώνες, τον θεωρεί εχθρό». Ποιοι ήταν
οι «εργατικοί αγώνες» του Σπέρα μετά το 1926;
Μετά την πτώση της παγκαλικής δικτατορίας, η
ομάδα που είχε οργανωθεί από τον Σπέρα, προκάλεσε νέα επέμβαση στο ΕΚΑ
με αποτέλεσμα τη δολοφονία του επισιτιστή Δημήτρη Πατλάκα, στις 19
Οκτώβρη 1926.
Παραπέρα, ο Σπέρας μαζί με τον Στρουτζάκη
και άλλους οργανώνει κάποια «Επιτροπή Ανεργίας» η οποία
δραστηριοποιείται ως απεργοσπαστικός μηχανισμός. Στις 9 Μάρτη 1927 η
«Επιτροπή Ανεργίας» προσφέρεται στις αρχές για το σπάσιμο της απεργίας
των αρτεργατών. «…ουδεμία δυσχέρεια θα
προκύψη (…) έστω και αν η απεργία πραγματοποιηθή διότι η επιτροπή
συνεννοηθήσα με τους ανέργους αρτεργάτας και γενικώς με τους εργάτας
τροφίμων θα είνε σε θέσιν να ανταποκριθή από της πρώτης στιγμής εις τας
ανάγκας του κοινού αρκεί να θελήση η Κυβέρνησις να επιτάξη τους
κλιβάνους και τα λοιπά καταστήματα τροφίμων…» (εφημερίδα «Εμπρός», 10
Μάρτη 1927).
Η κυβέρνηση του Βενιζέλου, εφαρμόζοντας το
Ιδιώνυμο, έβαλε στο στόχαστρο την ταξική συνομοσπονδία Ενωτική ΓΣΕΕ,
οργάνωσε δίκη και την έθεσε εκτός νόμου. Στις 19 Δεκέμβρη του 1929 ο
Σπέρας ήταν μάρτυρας κατηγορίας κατά της Ενωτικής ΓΣΕΕ.
Μετά το 1930 ο Σπέρας διορίστηκε υπάλληλος
στους Σιδηροδρόμους και από το 1934 δραστηριοποιείται στο φασιστικό
κόμμα (Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος) του Γεώργιου Μερκούρη, το
οποίο εξέδιδε την εφημερίδα «Εθνική Σημαία». Ο Σπέρας φιγουράρει μεταξύ
όσων παραβρέθηκαν στα εγκαίνια των γραφείων του Κόμματος Μερκούρη, ως
εκπρόσωπος των εργατών. Ενώ επιδίδεται σε αντικομμουνιστική αρθρογραφία
στην «Εθνική Σημαία», με τους γνωστούς ασφαλίτικους χαρακτηρισμούς για
τους κομμουνιστές ως όργανα της Μόσχας και ως «πρόβατα» για τους εργάτες
που αγωνίζονταν στο ταξικό κίνημα.
Το κόμμα του Μερκούρη διαλύθηκε από τη
δικτατορία Μεταξά – είχαν και οι φασίστες τις διαφορές τους. Κάποια
στιγμή ο Σπέρας συνελήφθη και εκτοπίστηκε, μόνο που δεν είχε να κάνει με
πολιτικό αδίκημα. Οι περισσότερες αναφορές λένε ότι μαζί με την εργασία
του στο σιδηρόδρομο ήταν και υπεύθυνος σε καφενείο- παράνομη
χαρτοπαικτική λέσχη.
Στην περίοδο της Κατοχής συνδέθηκε με το
περιβάλλον του Νικόλαου Καλύβα και άλλων δοσίλογων συνδικαλιστών. Ο
Καλύβας έγινε διορισμένος κατοχικός πρόεδρος της ΓΣΕΕ και αργότερα
υπουργός Εργασίας της κατοχικής κυβέρνησης.
Σχετικά με το τέλος του Σπέρα, ο
Ανδριανόπουλος για να το κάνει ακόμα πιο δραματικό γράφει: «Το 1943 ο
καπετάν Ορέστης του ΕΛΑΣ, τον κάλεσε σε συνάντηση στη Μάντρα. Φεύγοντας
από το σπίτι του, χάθηκαν τα ίχνη του. Αποκεφαλίστηκε από τους
εκτελεστές της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα) Είναι άγνωστο πού
πετάχτηκε το πτώμα του… Κι όλα αυτά επειδή αρνήθηκε την κομματική
μονοκρατορία. Ο “Ριζοσπάστης” υποδέχτηκε ως εξής την είδηση του θανάτου
του: “Πιάσαμε επιτέλους το κάθαρμα τον Σπέρα…” (28-10-1943). Η τύχη των
πραγματικών αριστερών αγωνιστών…».
Πράγματι, ο «Ριζοσπάστης» στις 25 και όχι
στις 28 Οκτώβρη 1943 γράφει: «Το 34ο Σύνταγμα Αττικής κοντά σ’ άλλους
έπιασε και το κάθαρμα Σπέρας σταλμένο για κατασκοπεία απ’ την ομάδα
Λαζαρή του ΕΔΕΣ». Δηλαδή δίνει την ουσία της υπόθεσης. Προσθέτοντας ένα
«επιτέλους», που δεν είχε γραφτεί, το κάνεις να φαίνεται ως ξεκαθάρισμα
λογαριασμών που από το 1920 ξοφλήθηκαν το 1943. Επίσης να σημειώσουμε
ότι η ΟΠΛΑ δεν υπήρχε καν τον Σεπτέμβρη 1943.
Τι είχε γίνει και ο Σπέρας έπεσε στα χέρια
του ΕΛΑΣ; Τον Σεπτέμβρη 1943 μαζί με τον αξιωματικό του Στρατού
Αποστόλη Κοκμάδη κινήθηκε από την Αθήνα στη Μάνδρα. Ο Κοκμάδης είχε
σκοπό να καταταχτεί στον ΕΔΕΣ. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Γιώργη
Μπουτσίνη, διοικητή του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας, οι
Σπέρας και Κοκμάδης ενώ βρισκόντουσαν σε σπίτι στη γερμανοκρατούμενη
Μάνδρα Αττικής έκαναν πολλές συζητήσεις ενάντια στο ΕΑΜ, πράγμα που
κίνησε τις υποψίες καθώς ήταν άγνωστοι στο χωριό, κινήθηκε ο ΕΛΑΣ τους
έπιασε και τους μετέφερε στα Δερβενοχώρια. Νωρίτερα ο ΕΛΑΣ είχε πιάσει
διάφορους κατασκόπους. Ο Σπέρας αναγνωρίστηκε και όπως επιβάλλουν οι
νόμοι του πολέμου εκτελέστηκε. Όχι βέβαια για τις απόψεις του του 1920,
αλλά για τη δοσιλογική του δράση που έστελνε τους αγωνιστές στα
εκτελεστικά αποσπάσματα των ναζί.
Ο συνταξιδιώτης του Σπέρα, Απόστολος
Κοκμάδης, που επίσης αιχμαλωτίστηκε, όχι μόνο δεν εκτελέστηκε από τον
ΕΛΑΣ, αλλά μετά από ένα διάστημα κράτησής του, βλέποντας τον αγώνα, την
αυτοθυσία, τις στερήσεις των μαχητών του ΕΛΑΣ προσχώρησε εθελοντικά στις
γραμμές του. Αργότερα πολέμησε ως αξιωματικός στον ΔΣΕ και ακολούθησε
το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς.