Εν αρχή ην ο Κάππος
Η φετινή στρόγγυλη επέτειος από τον πρόωρο θάνατο του Κώστα
Κάππου έρχεται σε μια ιδιαίτερη προεκλογική συγκυρία, που προσφέρει πολύτιμη πείρα
για όποιον θέλει να τη λάβει υπόψη του και να βγάλει τα απαραίτητα διδάγματα. Άλλο
αν ο κυβερνητισμός είναι σαν έρωτας που τυφλώνει τις δυνάμεις του οπορτουνισμού
και τις μαγεύει, παρά τα απανωτά χαστούκια της ευρωενωσιακής πραγματικότητας –μόνο
αν είσαι παράφορα ερωτευμένος μπορείς να ανεχτείς το ξύλο σε μια σχέση. Αν όμως
δεν τρέμεις από μαζοχιστική ηδονή όταν σε χτυπάνε, αν δε θρηνείς για τις χαμένες
αυταπάτες που τσακίζονται στο έδαφος της πραγματικότητας, ψάχνοντας για άλλες
που θα τις αντικαταστήσουν, αν οργίζεσαι με τον κυβερνητικό κρετινισμό που πλασάρεται
με αριστερό περιτύλιγμα και φιλολαϊκό προφίλ, τότε είσαι σύντροφός μου, θα σου ‘λεγε
πιθανότατα ο Κάππος. Κι η παρακαταθήκη που μας άφησε, όχι μόνο το 89’, αλλά με
τη συνολική πολιτική του διαδρομή, είναι εμφατικά επίκαιρη σήμερα, εν όψει της
κάλπης της μεθεπόμενης Κυριακής, μετά και από την παταγώδη χρεοκοπία της πρώτη
φορά αριστεράς, που δεν έτυχε, λόγω προσώπων, αλλά πέτυχε, χάρη στο
καπιταλιστικό πλαίσιο ανάπτυξης που υπηρετούσε και δεν αμφισβητήθηκε ούτε στιγμή,
ούτε καν σε επιμέρους πτυχές του ή ως μια σκέψη, ως διαπραγματευτικό χαρτί,
κτλ.
Για τα αρχικά του Κάππου (ΚΚ) που συμπίπτουν με το
κομμουνιστικό κόμμα-κίνημα και τα δύο πι στο επίθετό του (γιατί το ένα ήταν για
το λαό) η κε του μπλοκ έχει ξαναγράψει στο παρελθόν και δεν κρίνει σκόπιμο να
τα αεπαναλάβει. Η αξία της πολιτικής διαδρομής του Κάππου δεν περιορίζεται στη
διαφωνία και τη στάση του για το 89’. Και άλλοι διαφώνησαν τότε εξάλλου, γράφοντας
πχ για το δίλημμα των καιρών τους, ρήξη ή ενσωμάτωση, για να καταλήξουν τελικά
στη ρήξη με τον επαναστατικό μαρξισμό και την ενσωμάτωση, με μερικά χρόνια
καθυστέρηση. Η ιδιαιτερότητα του Κάππου είναι ότι διαφώνησε στη βάση αρχών κι όχι
ενός στείρου συναισθηματικού ετεροπροσδιορισμού, και παρέμεινε πιστός σε αυτές,
επαναπροσεγγίζοντας παράλληλα το Κόμμα, για το οποίο έλεγε πως στην ουσία δεν είχε
φύγει ποτέ από τις γραμμές του.
Κι όταν λέμε πιστός, δεν εννοούμε χωρίς επιμέρους λάθη κι
αντιφάσεις. Μπορεί κανείς για παράδειγμα να προβάλει αρκετές ενστάσεις στο βιβλίο
του Κάππου για το σοβιετικό κοινωνικό σχηματισμό και την εκτίμησή του για ένα
ιστορικά ανέκδοτο κοινωνικό σύστημα, για τη δικτατορία του προλεταριάτου ως στάδιο
πριν από το σοσιαλισμό, κτλ. Κι είναι μάλλον προβληματική μια αναφορά του σε
παλιό άρθρο του, όπου, παρά τις σωστές του επισημάνσεις, επιχειρούσε να εντοπίσει
τη ρίζα του κακού για την πολιτική του Κόμματος στις αρχές της Αλλαγής και της
δεκαετίας του 80’, οπότε άρχισε να στραβώνει το πράγμα. Ενώ σε πολλά κείμενά
του επέκρινε τη συμμετοχή του Κουκουέ σε κυβερνήσεις με αστικές δυνάμεις, και όχι
τόσο άλλες μορφές κυβερνήσεων (πχ εργατική κυβέρνηση), κάτι που εξηγείται εν μέρει
από τα συγκεκριμένα γεγονότα εκείνης της περιόδου στα οποία εστίαζε εύλογα τα βέλη
της κριτικής του. Αυτές όμως είναι επιμέρους διαφωνίες, τις οποίες μπορεί να
συζητήσει κανείς με ένα σύντροφο, όπως ο Κάππος, και όχι απόκκλιση σε ζητήματα
αρχών και στρατηγικής.
Εξάλλου η ωρίμανση κι η εξέλιξη της σκέψης, η συνειδητοποίηση
μιας αλήθειας και της ουσίας των πραγμάτων και των γεγονότων που τρέχουν, δεν είναι
σχεδόν ποτέ μια ευθύγραμμη και μη αντιφατική διαδικασία. Ο Κώστας Κάππος αντέδρασε
στην προσπάθεια σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης του Κκε και της μετατροπής του σε
ένα αστικό, μεταρρυθμιστικό κόμμα της αριστερής πτέρυγας –ανεξάρτητα από την
αφορμή με την οποία εκδηλώθηκε η αντίδρασή του και τα επιμέρους επεισόδιά της.
Διαχώρισε γρήγορα τη θέση του απ’ τη νεοπαγή «νέα Αριστερά», διαγιγνώσκοντας
εγκαίρως και διορατικά το μεταμοντέρνο, μη κομμουνιστικό χαρακτήρα της. Χάριζε
μέρος της βουλευτικής του αποζημίωσης στο νησί της επανάστασης, την ηρωική Κούβα,
σε μια περίοδο που έβλεπε να μένει μόνη της και μετρούσε στα δάχτυλα των χεριών
τους πραγματικούς φίλους της. Έκανε πολύτιμες οικονομικές μελέτες για τον
ελληνικό καπιταλισμό και την εργατική τάξη της χώρας μας, που λείπουν πολύ από
τα αναλυτικά εργαλεία που διαθέτουμε σήμερα. Διετέλεσε, ως το θάνατό του, μέλος
του τελευταίου ΔΣ του ΚΜΕ, που έπαψε σιωπηλά να υφίσταται και στα παλιά του
γραφεία, λίγο πάνω από τη Βικτώρια, στεγάζεται πλέον το στέκι νεολαίας. Και πάνω
απ’ όλα είναι από τους ελάχιστους προβεβλημένους πρώην, που δεν πέρασαν απέναντι,
εξαργυρώνοντας το παρελθόν τους, δε χυδαιλόγησαν ποτέ για το Κόμμα, δεν έπαψε
να στέκεται κριτικά δίπλα του, διατηρώντας την αυτονομία της σκέψης του και τς
ενστάσεις του. Κι αυτή είναι η πιο σημαντική παρακαταθήκη που αφήνει για τον
καθένα μας: η διαλεκτική σύνδεση της κριτικής με τη στήριξη –γιατί κριτική, μόνο
σε κάτι που αγαπάς, μπορείς να κάνεις στην πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, ανήκε στους σπάνιους, εκλεκτούς συντρόφους
που δεν χρειάζονται τυπικά την ιδιότητα του κομματικού μέλους, για να είναι
κομμουνιστές. Ή μάλλον δε χρειάζονται την κάρτα μέλους, για να είναι ουσιαστικά
μέλη του. Εξάλλου, όπως έλεγε κι ο ίδιος δεν έφυγε ουσιαστικά ποτέ από τις
γραμμές του...