Η Ίρμα Τέλμαν, κόρη του Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος
Γερμανίας, Έρνεστ Τέλμαν, που δολοφονήθηκε από τους ναζί, γράφει για τον
πατέρα της στο βιβλίο “Αναμνήσεις για τον Έρνεστ Τέλμαν” (εκδ. Σύγχρονη
Εποχή, 2η έκδοση, Αθήνα 2013), σκιαγραφώντας τη ζωή και τη δράση του,
αλλά και την πορεία της ταξικής πάλης στη Γερμανία στις δεκαετίες 1920
και ’30. Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο:
Το 1929 έγραψα στους γονείς μου τι θα επιθυμούσα για τα Χριστούγεννα. Μικρή ήταν η επιθυμία μου. Είχα γράψει διαγώνια στο χαρτί: «Θα ήθελα να πήγαινα κάποτε με αυτοκίνητο.»
Τέλος, ήρθε το μεγάλο βράδυ. Ο πατέρας γύρισε από το Βερολίνο, μα κανείς δε θυμόταν τα Χριστούγεννα.
Το απόγευμα λέει ο μπαμπάς: «Θα πάω στα γραφεία του Κόμματος, έχω δουλειά και μετά θα επισκεφτώ έναν άνεργο εργάτη. Θέλω να του κάνω μια μικρή έκπληξη.» Εγώ ήμουν έτοιμη ν’ αρχίσω τα κλάματα. Χριστούγεννα και κανείς δεν πρόσεξε τη μοναδική μου επιθυμία. Όταν έφτασε στην πόρτα ο πατέρας, του λέει η μαμά:
-Πάρε μαζί σου την Ίρμα.
Ο πατέρας χαμογέλασε:
-Πώς είναι δυνατό να έχει μια τέτοια επιθυμία; Δεν έχουμε καιρό για τέτοια.
Τα δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια μου.
-Ελα, πάρ’ την, καημένε, επέμεινε η μητέρα.
Και ο πατέρας μου είπε να φορέσω γρήγορα το παλτό μου, σταμάτησε στην άλλη γωνιά ένα ταξί και μπήκαμε.
Ήμουν ευτυχισμένη.
Σταματήσαμε στο κέντρο της πόλης σ’ ένα σπορ μαγαζί και μου αγόρασε μια κόκκινη φόρμα. Ύστερα είπε στο σοφέρ:
-Λοιπόν, φίλε, πήγαινε την κόρη μου ως τη γωνία της Μαρινεστράσε και άσε την εκεί.
Και γυρνώντας σε μένα:
-Βρίσκεις από εκεί το σπίτι και πας με τα πόδια.
Η χαρά φαινόταν στα μάτια μου όταν έφτασα στη μαμά.
-Και τι έβγαλες; με ρώτησε κείνη.
-Ήταν θαύμα, απάντησα.
Το βράδυ η μητέρα παρακάλεσε τον πατέρα να στολίσει το δέντρο μαζί μου. Εκείνη είχε κάποια δουλειά. Η μητέρα έφυγε κι εμείς κατεβήκαμε στο υπόγειο να κουβαλήσουμε το δέντρο. Εκεί μου διηγήθηκε ο πατέρας το πανάρχαιο έθιμό του. Μου είπε ότι πριν τον Χριστό οι άνθρωποι γιόρταζαν τα Χριστούγεννα ως γιορτή γυρίσματος του ήλιου.
-Ανέβαιναν στα βουνά -μου έλεγε- μάζευαν ξύλα και έφτιαχναν φωτιές που φώτιζαν μακριά τη χώρα. Πηδούσαν τότε νέοι και γέροι από πάνω τους, χόρευαν και ήταν χαρούμενοι γιατί ο ήλιος είχε γυρίσει και οι μέρες μεγάλωναν πάλι και θα ερχόταν ζέστη και χαρά.
Ο πατέρας σταμάτησε για λίγο και συνέχισε:
-Σήμερα ήμουν στο σύντροφο Β. Δεν έχει δέντρο για τα παιδιά του και ούτε ξύλα για θέρμανση. Στο Αμβούργο, όπως σε όλο τον κόσμο, εκτός βέβαια από τη Ρωσία, βασιλεύει η αθλιότητα και η ανεργία και, όπως στην πόλη μας, χιλιάδες παιδιά στη Γερμανία δεν έχουν ζέστη και δέντρο. Καλά δε θα ήταν αν όλα τα παιδιά είχαν δέντρο και θέρμανση;
Αυτή η σκέψη με λύπησε πολύ.
-Που λες, μπαμπά -είπα- δε θα φτιάξουμε κι εμείς δέντρο. Όταν τα άλλα παιδιά κρυώνουν, δε θα μπορέσω να το δω. Ας το κόψουμε και το ξύλο του ας το πάμε στο σύντροφο που ήσουν απόψε. Ίσως ζεστάνουν το δωμάτιο αν η μαμά θελήσει να μας δώσει και λίγα κάρβουνα ακόμα.
Ο πατέρας γέλασε, αλλά αμέσως σοβάρεψε ξανά.
-Δικό σου είναι το δέντρο -είπε- αν έτσι θέλεις, έτσι θα γίνει. Κόψε την κορυφή του.
Την έκοψα. Τον κορμό τον έσπασε ο πατέρας με το τσεκούρι, τα απομεινάρια μπήκαν σ’ ένα σακί, προσθέσαμε και κάρβουνα και προσάναμμα και χαρούμενοι τα ανεβάσαμε στην κουζίνα.
Η μητέρα στάθηκε ξαφνιασμένη στην πόρτα όταν ήρθε.
-Πότε θα στολίσετε το δέντρο; ρώτησε.
-Τι κάνατε τόση ώρα;
-Το κάναμε ξυλαράκια -είπα χαρούμενη- και ο μπαμπάς μου μιλούσε για τα Χριστούγεννα.
***Το βράδυ των Χριστουγέννων ο πατέρας μου διηγήθηκε το εξής ακόμα γεγονός:
«Τα Χριστούγεννα», έλεγε, «ήταν πάντα η πιο δύσκολη εποχή για μένα. Είχα πολλή δουλειά, γιατί εκτός από το μανάβικο, ο παππούς σου εμπορευόταν και έλατα που κόβαμε μόνοι στο δάσος. Θα ήμουν ως 11 χρονών, θυμάμαι, όταν μια μέρα με ξύπνησε ο παππούς σου με τα λόγια: ” Έρνεστ, σήμερα είμαστε για το δάσος.”
Έξω είχε παγωνιά. Αλλά το κρύο ξεχάστηκε γρήγορα μπροστά στην ομορφιά του δάσους. Τα έλατα κρέμονταν γεμάτα χιόνι και μέσα στα κλαδιά γυάλιζαν χιλιάδες κρύσταλλα. Κοίταζα αμίλητος. Ήταν τα ίδια απλά, πράσινα έλατα που τώρα έλαμπαν έτσι λουσμένα με χιόνι και πάγο. Κανένα παραμύθι δε μου τα έδειξε ποτέ τόσο όμορφα όπως τα έζησα. Γι’ αυτό και δε μ’ αρέσει ο στολισμός του δέντρου στα σπίτια. Χρυσόχαρτο και γυάλινες σφαίρες δε θα μπορούσαν να τα αντικαταστήσουν ποτέ. Ο παππούς δε μου άφησε πολλή ώρα για θαυμασμούς.
Προχωρούσε με πελώρια βήματα κι εγώ με τα κοντά μου ποδαράκια δυσκολευόμουν να ακολουθήσω. Αυτόν τον τραβούσε η δουλειά. Ήθελε να κόψει δέντρα πολλά για να βγάλει κέρδος κι εγώ τον βοηθούσα. Δεν ήμασταν οι μόνοι. Πολλοί ξυλοκόποι βρέθηκαν εκείνη τη μέρα εκεί και ο δασονόμος μοίραζε τη δουλειά. Σε μένα έπεσε το κουβάλημα των μικρών δέντρων και το στοίβαγμά τους. Χιόνι και πάγος γλιστρούσαν μέσα στο γιακά μου και έλιωναν στο μουσκεμένο από τον ιδρώτα και κόπο σώμα μου. Έτσι χάρηκα όταν μου είπαν να μαζέψω ξύλα για τη φωτιά που θα άναβαν. Πάντα μου άρεσε να κάθομαι μπρος στη φωτιά και να χαζεύω τις φλόγες.
Το βράδυ θα ερχόταν, λέει, ένα κάρο να μας πάρει. Χαιρόμαστε περιμένοντας, μάταια όμως. Νύχτωνε ήδη και τίποτα. Έτσι οι ξυλοκόποι κι ο παππούς μαζί αποφάσισαν να ξενυχτήσουμε σ’ ένα παλιό καπηλειό του δάσους που έπεφτε κάπως κοντά. Φτάσαμε γύρω στις 10.00 πατέρας μου είχε ήδη το πόμολο της πόρτας στο χέρι όταν γύρισε και με ρώτησε:
-Έρνεστ, πού είναι το τσεκούρι;
Έψαξε στο σακίδιο. Τίποτα, ήταν άδειο.
– Εσύ το είχες -φώναξε ο παππούς σου- στη φωτιά το είχες εσύ. Πού είχες πάλι το μυαλό σου; Στη στιγμή θα γυρίσεις πίσω στο δάσος και θα το φέρεις.
Εμένα μου κόπηκε η ανάσα. Μόνος νυχτιάτικα στο δάσος! Αλλά το άλλο λεπτό έτρεχα κιόλας και σκεφτόμουν τι όμορφα που θα είναι ακριβώς νυχτιάτικα. Ο πατέρας μου όμως φαίνεται το σκέφτηκε σε λίγα λεπτά αλλιώτικα.
-Εδώ θα μείνεις! μου φώναξε.
Αλλά εγώ έτρεχα και είχε μείνει μακριά πίσω η φωνή του. Έτρεχα και ακολουθούσα τα χνάρια μας στο χιόνι. Το φεγγάρι με φώτιζε. Ο δρόμος δεν έμοιαζε καθόλου μακρύς. Σε λίγο έφτασα στη φωτιά. Ήταν βέβαια περιορισμένη για να μην ανάψει κανένα δέντρο, αλλά ακόμα κοκκίνιζε η θράκα και πετούσε σπίθες. Προχωρούσα αργά. Τέτοια ησυχία δε γνώρισα αλλού, κι όμως όλη η φύση μιλούσε. Τόσο όμορφο δεν έχει άνθρωπος αντικρίσει το δάσος. Βρήκα το τσεκούρι, κοντοστάθηκα μπροστά στη φωτιά, ζέστανα τα χέρια μου και ήμουν ευτυχισμένος. Χαιρόμουν για όλα, για το τσεκούρι που ξαναβρήκα και για την ομορφιά.
Γυρίζοντας, το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από σύννεφα. Τα δέντρα φάνταζαν γίγαντες και είχε πυκνό σκοτάδι παντού. Διηγήσεις συμμαθητών μου μού ήρθαν στο νου για κλέφτες και πνεύματα του δάσους και φαντάσματα τρομερά. Φυσικά ποτέ δεν τα πολυπίστευα, αλλά… Οι φίλοι έλεγαν πάντα ότι έπρεπε να σφυρίζει κανείς ή να τραγουδάει δυνατά σε τέτοιες περιστάσεις για να μην τον πιάσει ο φόβος. Θέλησα ν’ αρχίσω, αλλά ντράπηκα τον εαυτό μου. Τα ζώα του δάσους, σκέφτηκα, δε σε πειράζουν και πνεύματα δεν υπάρχουν. Έτσι με το τσεκούρι μου στον ώμο, ψάχνοντας πού και πού για τα ίχνη μας, ένιωθα ελαφρός και χαρούμενος.
Όταν έφτασα πια στο καπηλειό, είχαν πάει όλοι για ύπνο. Πήρα λοιπόν κι εγώ το τσεκούρι και χτυπούσα στην πόρτα. Ο παππούς σου μου άνοιξε όλος χαρά που γύρισα, μα, όταν είδε το τσεκούρι, χάρηκε ακόμα πιο πολύ.
-Και δε φοβήθηκες, Έρνεστ, διόλου; με ρώτησε.
-Ποιο να φοβηθώ; είπα.
-Εγώ δε φοβάμαι ποτέ.»