Παρουσιάζεται σήμερα ένα υποκεφάλαιο της εισαγωγής της νέας έκδοσης του τμήματος ιστορίας της κε του κκε "ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ ʼ44. Κρίσιμη ταξική σύγκρουση (Άρθρα και ντοκουμέντα)"
Ο
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν το αποτέλεσμα των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών
αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής των αγορών και πηγών πρώτων
υλών. Η μεγάλη οικονομική κρίση του καπιταλισμού (1929-1933) επιτάχυνε τις
ανακατατάξεις στο συσχετισμό δυνάμεων, ενώ νέα κρίση εκδηλώθηκε το 1938. Ο
καπιταλιστικός ανταγωνισμός, σε
συνδυασμό με το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης –άρα και της ανισόμετρης
πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης των καπιταλιστικών κρατών- οδήγησε στην εκ
νέου αναβάθμιση κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, κυρίως της Γερμανίας και της
Ιαπωνίας.
Η
ισχυροποίηση του γερμανικού ιμπεριαλισμού εδραίωσε τις βλέψεις του να πάρει τη
ρεβάνς από τις Γαλλία-Βρετανία μετά τη σε βάρος του Συνθήκη των Βερσαλιών, με
την οποία σφραγίστηκε το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Από την άλλη η
Ιαπωνία, επιδιώκοντας την κυριαρχία στην Ανατολική Ασία, είχε εντείνει τις
πολεμικές προετοιμασίες της, για να υπερισχύσει των ΗΠΑ, του κύριου αντίπαλού
της και ανταγωνιστή στον Ειηνικό Ωκεανό. Και εννέα μήνες ύστερα από την έναρξη
του πολέμου, η Ιταλία εγκατέλειψε τη «στάση αναμονής», για να συμμαχήσει με τον
Χίτλερ, αναζητώντας και αυτή «ζωτικό χώρο». Για αυτούς τους λόγους ο Β’
Παγκόσμιος Πόλεμος δεν προκλήθηκε μόνο από το φασιστικό Άξονα (Γερμανία –
Ιαπωνία – Ιταλία), αλλά και από τους βασικότερους νικητές του Α’ Παγκόσμιου
Πολέμου, τις «δημοκρατίες» των ΗΠΑ – Γαλλίας – Βρετανίας.
Ο
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ως ιμπεριαλιστικός και τέτοιος παρέμεινε σε όλη
τη διάρκειά του. Η ύπαρξη των μεταξύ τους αντιθέσεων δεν εξάλειφε βεβαίως τον
κοινό στόχο τους να ανατρέψουν την εργατική εξουσία και τη σοσιαλιστική
οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ. Αυτή η στρατηγική των ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας – Γαλλίας δεν
άλλαξε ακόμα και τότε που συμμάχησαν με την ΕΣΣΔ, όταν εκείνη είχε ήδη δεχτεί
την επίθεση του γερμανικού ιμπεριαλισμού και αναγκαστικά είχε εμπλακεί στον
πόλεμο.
Γι’
αυτό και αρχικά οι «δημοκρατικές» κυβερνήσεις των ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας – Γαλλίας
δεν είδαν με αρνητικό μάτι την άνοδο στην εξουσία των Χίτλερ – Μουσολίνι. Με το
δόλιο πρόσχημα του «κατευνασμού» της Γερμανίας παρέδωσαν σε αυτή χώρες της
Ευρώπης (3), όπως την Αυστρία και τη μισή Τσεχοσλοβακία (Σύμφωνο του Μονάχου).
Ενίσχυσαν τον Φράνκο στην Ισπανία (πολιτική της μη… επέμβασης) (4) και άφησαν
ανενόχλητες την Ιταλία και την Ιαπωνία να εισβάλουν η πρώτη στην Αβησσυνία
(Αιθιοπία) και η δεύτερη στην Κίνα. Και αυτά, πριν αρχίσει ο δεύτερος πόλεμος.
Επιχειρούσαν να στρέψουν τη Γερμανία και την Ιαπωνία εναντίον της Σοβιετικής
Ένωσης, με σκοπό να εξασθενίσουν και τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές και μετά οι
ΗΠΑ – Βρετανία – Γαλλία να μπουν στη μέση ως κυρίαρχες και να επιβάλουν τους
όρους τους. Ταυτόχρονα υπήρχαν και οι αντιθέσεις ΗΠΑ – Βρετανίας – Γαλλίας, με
την πρώτη να αποβλέπει στην επέκταση και εδραίωση της ηγετικής παρουσίας της
και στην Ευρώπη. Απ’ αυτή την άποψη τη βόλευε και η εξασθένιση σε ένα βαθμό της
Βρετανίας και της Γαλλίας στη διαμάχη τους με τη Γερμανία.
Τις
προθέσεις και τους στόχους τους οι σύμμαχοι της Σοβιετικής Ένωσης [τους] έδειξαν
σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, με πιο χαρακτηριστικό το γεγονός ότι
πραγματοποίησαν την απόβαση στη Νορμανδία μόλις τον Ιούνη του 1944, όταν πια ο
Κόκκινος Στρατός ετοιμαζόταν να απελευθερώσει τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης,
για να βαδίσει προς το Βερολίνο.
Η
Σοβιετική Ένωση πήρε μέρος στον πόλεμο για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής
πατρίδας, για τα συμφέροντα των λαών. Τέτοιο αγώνα έκαναν και τα ΚΚ όπου Γης,
τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιφασιστικά κινήματα, στην Ελλάδα το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
και η ΕΠΟΝ. Οι αστικές αντιστασιακές οργανώσεις στήριξαν τον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο από τη σκοπιά του ενός πόλου ενάντια στον άλλο, το φασιστικό.
Μόλις
τέλειωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και άρχισε η περίοδος του λεγόμενου Ψυχρού
Πολέμου, δηλαδή της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και της ανοιχτής διαπάλης
του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό, αναδιατάχθηκαν διεθνώς οι συμμαχίες. Η
Ιαπωνία, που ήταν τμήμα του Άξονα, έγινε αμέσως σύμμαχος των ΗΠΑ, παρότι
δέχτηκε από αυτές δύο ατομικές βόμβες (Χιροσίμα, Ναγκασάκι). Σύμμαχός τους
έγινε και η Γερμανία.
Οι
διεθνείς ενδοαστικές αντιθέσεις, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του
πολέμου, διαπέρασαν και το εσωτερικό των χωρών. Η αστική τάξη στα ευρωπαϊκά
καπιταλιστικά κράτη χωρίστηκε σε «γερμανόφιλη» και σε «αγγλόφιλη», λόγω οικονομικών
συμφερόντων, καθώς και γιατί η κάθε πλευρά θεώρησε ότι το εγγλέζικο ή το
γερμανικό κράτος (ανάλογα ποιο επέλεξε αυτή) ήταν πιο ικανό να προστατέψει τα
συνολικά αστικά συμφέροντα. Έτσι, ως παραδείγματα, μέρος της γαλλικής αστικής
τάξης συνεργάστηκε με τη Γερμανία (κυβέρνηση του Βισί). Το άλλο την πολέμησε. Η
κυβέρνηση της Πολωνίας ήταν πρόθυμη να συμμαχήσει με τη Γερμανία 5. Τελικά
συμμάχησε με τους Αγγλογάλλους. Και όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Πολωνία, η
κυβέρνησή της έφυγε και πήγε στο Λονδίνο. Η σουηδική σοσιαλδημοκρατική
κυβέρνηση μετέτρεψε τη Σουηδία 6 σε βάση της Γερμανίας μέχρι το 1943.
Η
διαίρεση στην Ελλάδα ήταν ολόπλευρη: Οι τεταρτοαυγουστιανοί συγκρούστηκαν με
τους δωσίλογους, παρότι οι τελευταίοι ήταν επίσης τεταρτοαυγουστιανοί, βασικά
στηρίγματα και αυτοί της δικτατορίας των Μεταξά-Γκλίκσμπουρκ (1936-1941). Οι
φιλοβασιλικοί συνέχιζαν να συγκρούονται με τους αντιβασιλικούς, μια διαμάχη για
το πολιτειακό που διαρκούσε δεκαετίες, ενώ και από τις δυο πτέρυγες υπήρχαν
συνεργάτες των κατακτητών. Οι απόντες (με έδρα το Κάιρο) ξιφουλκούσαν με τους
κυβερνώντες δωσίλογους, από τους οποίους άλλοι ήταν αγγλόφιλοι και άλλοι
γερμανόφιλοι. Όμως ενιαίος στόχος όλων ήταν η υπεράσπιση της αστικής εξουσίας.
Στις
αναλύσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και του ΚΚ της Σοβιετικής
Ένωσης, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηριζόταν αρχικά ως ιμπεριαλιστικός –βλέπε
πχ το 18ο Συνέδριο του ΠΚΚ (μπ) το1939- και στη συνέχεια ως
αντιφασιστικός - εθνικοαπελευθερωτικός – πατριωτικός. Σε αυτή τη βάση
συγκροτήθηκαν και οι αντιφασιστικές συμμαχίες.
Οι
αντιφάσεις για το χαρακτήρα του πολέμου είχαν αντανάκλαση και στα γράμματα του
Ν. Ζαχαριάδη, όπου στο α’ ανοικτό γράμμα (31 Οκτώβρη 1940) ο ελληνοϊταλικός
πόλεμος χαρακτηριζόταν ως εθνικοαπελευθερωτικός από την ελληνική πλευρά, ενώ
στα δύο άλλα που ακολούθησαν (26 Νοέμβρη 1940 και 15 Γενάρη 1941), ο
ελληνοϊταλικός πόλεμος χαρακτηριζόταν ως ιμπεριαλιστικός.
Σημειώσεις
3.
Η Συμφωνία του Μονάχου υπογράφτηκε στις 30 Σεπτέμβρη 1938 μεταξύ της ναζιστικής
Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας. Η Συμφωνία
προέβλεπε το διαμελισμό και τελικά την παράδοση της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ.
Η ΕΣΣΔ προθυμοποιήθηκε να συνδράμει στην Τσεχοσλοβακία. Η τσεχοσλοβακική
κυβέρνηση ωστόσο επέλεξε να μην αξιοποιήσει το σχετικό Σύμφωνο που προϋπήρχε
μεταξύ των δύο χωρών και προέβλεπε τη σοβιετική στρατιωτική βοήθεια σε
περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Η Συμφωνία του Μονάχου χαιρετίστηκε από τις
αστικές τάξεις όλου του κόσμου ως «η ειρήνη της εποχής μας» (διατύπωση του
Βρετανού πρωθυπουργού Ν. Τσάμπερλεν), ενώ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και
τυμπανοκρουσίες από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση
του ηγέτη της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας και πρωθυπουργού του Λαϊκού Μετώπου Λ.
Μπλουμ την επαύριο της υπογραφής της Συμφωνίας πως «τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε
πάλι ήσυχοι». (Ουίλιαμ Φόστεδρ, Ιστορία των Τριών Διεθνών, σελ 533, εκδ.
Γνώσεις, Αθήνα, χ.χ).
4.
Η Ισπανία του Μεσοπολέμου χαρακτηριζόταν από έντονες ενδοαστικές αντιθέσεις
(ειδικά μετά την πτώση της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα το 1930 και την
έναρξη της «Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας», που οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο με
την έκρηξη της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης το 1929. Στις 15 Γενάρη 1936
συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚ Ισπανίας το Λαϊκό Μέτωπο (ΚΚΙ, Σοσιαλιστικό
Κόμμα, Δημοκρατική Αριστερά, κ. ά.), το οποίο στις εκλογές του ίδιου έτους
κέρδισε οριακή πλειοψηφία έναντι του Εθνικού Μετώπου που είχαν σχηματίσει μια
σειρά αστικά κόμματα. Αμέσως ενεργοποιήθηκαν ζυμώσεις μεταξύ των τμημάτων
εκείνων της ισπανικής αστικής τάξης που προσανατολίζονταν πλέον στην επιβολή
ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας. Η στρατιωτική φασιστική κίνηση εκδηλώθηκε στις
17-18 Ιούλη 1936, με επικεφαλής το στρατηγό Φ. Φράνκο. Έτσι ξεκίνησε ο
Ισπανικός Εμφύλιος. Η ισπανική σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην
υπονόμευση της μαχητικότητας του λαού, με τάσεις συμβιβασμού με τους φασίστες.
Από την άλλη και η διεθνής σοσιαλδημοκρατία έπαιξε υπονομευτικό ρόλο, με το
«αδελφό» Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας να πρωτοστατεί στη διεθνή απομόνωση της
Δημοκρατικής Ισπανίας που πραγματοποιήθηκε μέσα από την πολιτική της δήθεν «μη
επέμβασης». Η Γερμανία και η Ιταλία συνέδραμαν ποικιλοτρόπως τις στρατιές του
Φράνκο, ενώ το μόνο κράτος που στάθηκε στο πλευρό του αγωνιζόμενου ισπανικού
λαού ήταν η ΕΣΣΔ. Η διεθνιστική αλληλεγγύη του παγκόσμιου εργατικού κινήματος
υπήρξε επίσης τεράστια κι εκφράστηκε ιδιαίτερα μέσα από τη συγκρότηση των
«Διεθνών Ταξιαρχιών» (μεταξύ των οποίων και ο λόχος «Νίκος Ζαχαριάδης» των
Ελλήνων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών). Στις 4-5 Μάρτη 1939 εκδηλώθηκε
πραξικόπημα με επικεφαλή το ηγετικό στέλεχος των Σοσιαλιστών Χ. Μπεστέιρο και
το συνταγματάρχη Σ. Κασάντο, οι οποίοι, με το σύνθημα «κυβέρνηση χωρίς τους
κομμουνιστές» σχημάτισαν μια «Εθνική Χούντα Άμυνας» και υπό το πρόσχημα της
«έντιμης ειρήνης» άνοιξαν τις πύλες της ισπανικής πρωτεύουσας στα φασιστικά
στρατεύματα. Η Μαδρίτη έπεσε στος 28 Μάρτη 1939.
5.
Η συμφωνία ναυάγησε επειδή η Γερμανία ζητούσε να προσαρτήσει το Γκντανσκ και να
εξασφαλίσει «διάδρομο» στην Πομερανία προς την Αν. Πρωσία. Η κυβέρνηση της
Πολωνίας δε δέχτηκε και για προστατευτεί από τη Γερμανία προσχώρησε σε συμμαχία
με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία. Ωστόσο, όταν η Γερμανία επιτέθηκε στην Πολωνία
(1 Σεπτέμβρη 1939), η Μ. Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά του
Χίτλερ, αλλά μόνο στα λόγια. Ήταν ο πόλεμος που έμεινε στην ιστορία ως ένας
«παράξενος πόλεμος».
6.
Στη Σουηδία η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Π. Α. Χάνσον, μετά την κατάληψη
της Δανίας και της Νορβηγίας από τα γερμανικά στρατεύματα, έδωσε το πράσινο φως
στη ναζιστική Γερμανία να χρησιμοποιεί τα λιμάνια και τους σιδηροδρόμους της
χώρας για τη μεταφορά έμψυχου δυναμικού και άψυχου πολεμικού υλικού. Έτσι,
«μέσα από τη Σουηδία άρχισε να διαμετακομίζεται γερμανικό πολεμικό υλικό με
προορισμό τη Φινλανδία. Γερμανικά μεταφορικά σκάφη μετέφεραν εκεί στρατεύματα
χρησιμοποιώντας για κρησφύγετο τα χωρικά ύδατα της Σουηδίας και μάλιστα ως το
χειμώνα του 1942/43, συνοδεύονταν από μονάδες του σουηδικού πολεμικού ναυτικού…
Η πιο ποικίλη βοήθεια –από τα πυρομαχικά ως τα δέματα τροφίμων- έφτανε από τη
Σουηδία στη Φιλανδία». Ταυτόχρονα η Σουηδία έγινε ο κύριος προμηθευτής της
Γερμανίας στο απαραίτητο για την πολεμική της βιομηχανία σιδηρομετάλλευμα, το οποίο
μετέφερε ανενόχλητα με δικά της πλοία, μιας και η ίδια ήταν δήθεν «ουδέτερη»
χώρα. (Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τομ. Ι, σελ 393-4, εκδ.
Μέλισσα, Αθήνα). Η «σχέση» αυτή διακόπηκε από τη σουηδική πλευρά (σοφά…
σκεπτόμενη) μόνο μετά τις εποποιίες του Κόκκινου Στρατού στις μάχες του
Στάλινγκραντ και του Κουρσκ το 1943.