9 Ιουν 2019

Ο γνωστός μας κ. Βαρουφάκης...



Eurokinissi
Η προβολή που πήρε το κόμμα του κ. Βαρουφάκη ΜΕΡΑ25 λίγο πριν από τις ευρωεκλογές, αλλά ιδιαίτερα μετά, με δεδομένη την παρ' ολίγο εκλογή ευρωβουλευτή, συνοδεύεται με χαρακτηρισμούς «αντισυστημική δύναμη», «αλέκιαστη αριστερά», νέα εναλλακτική δύναμη κ.λπ.

Με αφορμή, λοιπόν, όλη αυτήν την παραφιλολογία και τον εξωραϊσμό που επιχειρείται προφανώς με σκοπό τη στήριξή του ως υποδοχέα δυσαρεστημένων ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ, ξαναθυμίζουμε τις υπηρεσίες του κ. Βαρουφάκη, ο οποίος δεν μας είναι κάνας άγνωστος αλλά πολύ γνωστός ως υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ την περίοδο Γενάρης - Αύγουστος 2015.
«Νονός»...
Ο κ. Βαρουφάκης ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ την περίοδο Γενάρης - Αύγουστος του 2015 είναι πρώτα απ' όλα γνωστός για τα βαφτίσια του. Επί ημερών του, η τρόικα (ΕΕ - ΕΚΤ - ΔΝΤ) έγινε «θεσμοί», τα μνημόνια μετονομάστηκαν σε «συμφωνία» και η επέκταση των μνημονίων «παράταση της δανειακής σύμβασης» κ.ά. Εβαλε, δηλαδή, πλάτη ώστε σιγά - σιγά να καταλαγιάσει η λαϊκή αντίθεση στα μνημόνια, που βεβαίως παρέμενε σε θολό πλαίσιο. Είναι χαρακτηριστικές οι εξής τοποθετήσεις του:
Σε συνέντευξή του στο «Βήμα», ο Γ. Βαρουφάκης σημείωνε: «Εδώ υπάρχει ένα, αν θέλετε, σημειολογικό ζήτημα. Δηλαδή, από τη μια μεριά κατανοώ ότι οι εταίροι μας δεν μπορούν εύκολα να δεχτούν το ότι εμείς "θα σκίσουμε το μνημόνιο". Οτι θα κάνουμε μια συμβολική κίνηση που θα θεωρηθεί εχθρική. Και είναι κάτι το οποίο εγώ δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω, έτσι κι αλλιώς. Πολύ εύκολα μπορούμε να βρούμε μια τέτοια φράση που να καλύπτει και τη δική τους πλευρά και τη δική μας». Συμβολικό, λοιπόν, το σκίσιμο του μνημονίου και όχι πραγματικό.
Ταυτόχρονα, εισήγαγε τις έννοιες περί «λιτού βίου» και της «ήπιας λιτότητας», προκειμένου να στρογγυλέψει το γεγονός ότι, για ακόμα μια φορά, αντί να έρθει το τέλος των μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο, όπως υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν γίνει κυβέρνηση, ο λαός καλούνταν να υπομένει νέες θυσίες σε δικαιώματα, να συνεχίζει να ζει μέσα στο αντιλαϊκό μνημονιακό πλαίσιο των προηγούμενων χρόνων. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, την έννοια της «ήπιας λιτότητας» τη δανείστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ του 2004.
Γι' αυτόν το λόγο, μάλλον, η αστική τάξη της χώρας πρέπει να του οφείλει αρκετά για τον ρόλο που έπαιξε, μαζί βέβαια με όλη την υπόλοιπη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, στον ευνουχισμό των όποιων ριζοσπαστικών διαθέσεων του λαού.
Η «ρεαλιστική σύγκρουση»....
Αν και στο παρόν άρθρο δεν πρόκειται να ασχοληθούμε αναλυτικά με το πρόγραμμα του κόμματος του κ. Βαρουφάκη, εντούτοις έχει σημασία να ασχοληθούμε με το βασικό σύνθημά του περί «ρεαλιστικής σύγκρουσης». Δεν είναι τίποτα περισσότερο απ' αυτό που έκαναν ο κ. Βαρουφάκης και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τον Γενάρη μέχρι τον Αύγουστο του 2015.
Επί ημερών του ξεκίνησε μια μακροχρόνια αντιλαϊκή διαπραγμάτευση που προετοίμασε βήμα το βήμα και οδήγησε τελικά στο «μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ» τον Αύγουστο του 2015...
Θυμίζουμε ότι τον Φλεβάρη του 2015 στο Βερολίνο δήλωνε σε σχέση με το ισχύον τότε μνημόνιο: «Δεν είναι ότι θα πετάξουμε το τρέχον πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Θα έλεγα ότι το 60% - 70% των μέτρων θα τα θέλαμε και εμείς, το πρόβλημα είναι ότι του λείπει πολύ μεγάλος αριθμός πολύ σημαντικών μεταρρυθμίσεων». Μάλιστα, προστρέχει στον ΟΟΣΑ και στη γνωστή εργαλειοθήκη του, πραγματοποιεί συναντήσεις με τους εκπροσώπους του ιμπεριαλιστικού θεσμού, προκειμένου να ...συμπληρώσει το υπόλοιπο 30% των αναδιαρθρώσεων με νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Σημαντικός σταθμός αυτής της διαπραγμάτευσης είναι η συμφωνία στις 20 Φλεβάρη, που στην πραγματικότητα σημαίνει την κατοχύρωση των μέτρων όλων των προηγούμενων μνημονίων και το άνοιγμα του δρόμου για το επόμενο, το 3ο...
Είναι καθαρό σε όλη του την επιχειρηματολογία, σε όλα τα Eurogroup, στα οποία έδινε τα γνωστά γλυκανάλατα σόου, ότι κριτήριο της διαπραγμάτευσής του δεν ήταν βεβαίως η αποκατάσταση δικαιωμάτων και απωλειών του λαού, αλλά η εξασφάλιση της στήριξης της ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, χαλαρώνοντας ορισμένα μέτρα που δημιουργούσαν δυσκολίες.
Σε αυτό το πλαίσιο της προετοιμαζόμενης «σκληρής τελικής διαπραγμάτευσης» με ΕΕ και ΔΝΤ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προχωρά σε μια σειρά από μέτρα, όπως τη δέσμευση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων και της Τοπικής Διοίκησης, που έχουν βεβαίως ραγδαίες επιπτώσεις στη λειτουργία αυτών των οργανισμών που βέβαια πληρώνει ο λαός... Με δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο προετοιμάζονται μέτρα για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, δηλαδή για το ενδεχόμενο ο λαός να πληρώσει με άλλον τρόπο, με άλλη μορφή, ξανά τα σπασμένα για λογαριασμό του κεφαλαίου και της διαπραγμάτευσής τους με την ΕΕ.
«Αλέκιαστη αριστερά»;
Ο Γ. Βαρουφάκης εμφανίστηκε να διαφωνεί με την απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για την υπογραφή συμφωνίας τον Ιούλη του 2015, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση πρόδωσε την εντολή του δημοψηφίσματος. Ετσι προβάλλει το προφίλ του συνεπούς, που δεν τα δίπλωσε, δεν έκανε πίσω...
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η πρόταση της κυβέρνησης που κατέθεσε ο Βαρουφάκης και η πρόταση των ΕΕ - ΔΝΤ - ΕΚΤ που έβαλε η κυβέρνηση στο δημοψήφισμα διέφεραν ελάχιστα. Ουσιαστικά, το δίλημμα ήταν ο λαός να διαλέξει μνημόνιο...
Για να δούμε όμως τι έλεγε όταν, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, είχε παραστεί στο Eurogroup στις 22 Ιούνη 2015, όπου επιχειρηματολογούσε για την ανάγκη να γίνει δημοψήφισμα και διεκδικούσε παράταση του προγράμματος χρηματοδότησης για μερικές βδομάδες μέχρι να γίνει το δημοψήφισμα.
Ουσιαστικά, ο Γ. Βαρουφάκης περιέγραφε ότι η κυβέρνηση στήνει στις πλάτες του λαού μια απάτη, με σκοπό να περάσει τελικά η συμφωνία της με την τρόικα. Επικαλούνταν τη δυσκολία να περάσει η πρόταση της τρόικας από το Κοινοβούλιο, ενώ παραδεχόταν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα και των δικών τους προτάσεων. Ελεγε χαρακτηριστικά: «Αυτό που κάνει αδύνατο να περάσει το πακέτο των θεσμών από το Κοινοβούλιο είναι η έλλειψη απάντησης στο ερώτημα: Αυτά τα επώδυνα μέτρα τουλάχιστον θα μας δώσουν μια περίοδο ηρεμίας κατά την οποία θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις και μέτρα;». Ουσιαστικά, ζήτησε πίστωση χρόνου για να περάσει η κυβέρνηση στα πιο μαλακά, στα πιο ύπουλα, τα αντιλαϊκά μέτρα. Εδινε μάλιστα εγγυήσεις για την προσήλωση της κυβέρνησης στην υλοποίηση της αντιλαϊκής συμφωνίας: «Κάποιοι ανησυχούν ότι μια ψήφος στο "ναι" θα είναι μια ψήφος μη εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή μας (μιας και θα προτείνουμε ψήφο στο "όχι"), και σε αυτήν την περίπτωση δεν θα μπορούμε να υποσχεθούμε στο Eurogroup ότι θα είμαστε σε θέση να υπογράψουμε και να εφαρμόσουμε μια συμφωνία με τους θεσμούς. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Είμαστε αφοσιωμένοι δημοκράτες. Εάν ο λαός μας δώσει καθαρή εντολή για να υπογράψουμε τις προτάσεις των θεσμών, θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να το πράξουμε, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μια ανασχηματισμένη κυβέρνηση». Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση ήλπιζε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αλλά δεν της βγήκε... Αυτό φαίνεται και από το παρακάτω απόσπασμα: «Συνάδελφοι, η άρνησή σας για επέκταση του προγράμματος για μερικές βδομάδες ώστε να δώσουμε στον ελληνικό λαό τη δυνατότητα να μελετήσει ήσυχα και με ηρεμία την πρόταση των δανειστών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τις δεχθεί (σε αντίθεση με τη δική μας πρόταση) θα πλήξει μόνιμα την αξιοπιστία του Eurogroup ως ενός οργάνου δημοκρατικών αποφάσεων το οποίο αποτελείται από κράτη - μέλη που μοιράζονται όχι μόνο ένα κοινό νόμισμα, αλλά και κοινές αξίες».
Είναι καθαρό, λοιπόν, ότι ο κ. Βαρουφάκης υπηρέτησε πιστά το σχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για εξαπάτηση του λαού το καλοκαίρι του 2015 και του εξαναγκασμού του να δεχτεί μια από τις εκδοχές της αντιλαϊκής συμφωνίας. Το γιατί στη συνέχεια αποφάσισε να διαφοροποιηθεί από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι δικό του θέμα, πάντως όχι αποτέλεσμα πολιτικής συνέπειας.
Ολη η ιστορία φανερώνει ότι κάθε άλλο παρά φρέσκια και αντισυστημική δύναμη μπορούν να χαρακτηριστούν ο κ. Βαρουφάκης και το κόμμα του...

Οι μύθοι του ΣΥΡΙΖΑ και η πραγματικότητα για μισθούς - Συμβάσεις



Στο συνολικότερο παραμύθι που εντείνει προεκλογικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το παραμύθι της τάχα φιλολαϊκής διακυβέρνησης που «έδωσε μάχες» και υλοποίησε «θετικά μέτρα» για να «αντιστρέψει τον κοινωνικό όλεθρο που παρέλαβε», της διακυβέρνησης που έκανε «όσα θετικά πρόλαβε» και που τώρα «κινδυνεύουν» με τον ερχομό της ΝΔ, κεντρική θέση καταλαμβάνει η εξειδίκευση της απάτης για τα Εργασιακά.
«Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας με αύξηση μισθών... ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και υποστήριξη των νέων», υποστηρίζει χαρακτηριστικά σε συνεντεύξεις της η υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, επιχειρώντας - όπως και τα υπόλοιπα κυβερνητικά στελέχη - να φιλοτεχνήσει το δήθεν φιλεργατικό πρόσωπο της κυβέρνησης, η οποία «ενίσχυσε τη θέση των εργαζομένων» και αντιμάχεται υποτίθεται τη «νεοφιλελεύθερη πολιτική» της ΝΔ που απειλεί να μας γυρίσει «πίσω στα μνημόνια».
Η πραγματικότητα βέβαια και στα Εργασιακά, τα όσα βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, έρχονται να γκρεμίσουν και αυτό το παραμύθι, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε και βάθυνε την αντεργατική επίθεση των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Σε μια αντιλαϊκή σκυταλοδρομία, σε 4,5 χρόνια διακυβέρνησης από τον Γενάρη του 2015 μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρέτησε τους ίδιους αντεργατικούς στόχους, ενίσχυσε το οπλοστάσιο της εργοδοσίας για την εδραίωση της εργασιακής ζούγκλας και την ένταση της εκμετάλλευσης, προετοίμασε παντού το έδαφος για τα νέα χτυπήματα από την επόμενη κυβέρνηση. Οχι μόνο δεν «ενίσχυσε τη θέση των εργαζομένων», αλλά διατήρησε άθικτο όλο το αντεργατικό πλαίσιο των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και πάνω σε αυτό υπέγραψε μαζί τους το 3ο μνημόνιο, οι συνέπειες του οποίου όχι μόνο δεν «τελείωσαν», αλλά ξεδιπλώνονται κάθε μέρα που περνά στις ζωές των εργαζομένων, των ανέργων, των συνταξιούχων.
Φωτίζοντας μια κομβική πλευρά αυτής της συνέχειας της αντεργατικής επίθεσης, για την οποία η κυβερνητική προπαγάνδα επιχειρεί να κάνει το άσπρο μαύρο, ο «Ριζοσπάστης» αναδεικνύει σήμερα χαρακτηριστικές πλευρές της αντεργατικής κλιμάκωσης σε ό,τι αφορά τους μισθούς και τις Συλλογικές Συμβάσεις.
Διαρκής ενίσχυση του οπλοστασίου για το χτύπημα των μισθών
Διαψεύδοντας τα παραμύθια περί «αύξησης των μισθών» που πολλές φορές αναμασούν τα κυβερνητικά στελέχη, ακόμα και τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέχεια των κυβερνήσεων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, έδωσε όλα τα όπλα στην εργοδοσία για να συνεχίσει την επίθεσή της στους μισθούς των εργαζομένων.
  • Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που δεσμευόταν ότι ο πρώτος νόμος που θα έφερνε στη Βουλή θα ήταν η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, διατήρησε επί 4 ολόκληρα χρόνια τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ μεικτά, όπως και το αίσχος του «υποκατώτατου» των 511 ευρώ μεικτά για τους νέους κάτω των 25 χρόνων, δίνοντας τη δυνατότητα στην εργοδοσία, όχι μόνο να εκμεταλλεύεται τους εν λόγω άθλιους κατώτατους μισθούς, αλλά και να τους αξιοποιήσει ως μοχλό για να συμπιέσει παραπέρα συνολικά τους μισθούς των εργαζομένων.
  • Τον Φλεβάρη του 2019, τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης και... σε «μεταμνημονιακό» περιβάλλον, βάζοντας μπροστά το «καρότο» μερικών δεκάδων ευρώ στον κατώτατο μισθό (διαμορφώθηκε στα 650 ευρώ μεικτά, δηλαδή 100 ευρώ λιγότερα από όσο ήταν έως το 2012), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έβαλε σε εφαρμογή έναν από τους πιο εμβληματικούς μνημονιακούς νόμους: Τον νόμο 4172/2013 για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, γνωστό μέχρι τότε ως νόμο Βρούτση, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσε «νόμο - δολοφόνο» και έλεγε ότι θα τον καταργούσε, για να τον κάνει τελικά... νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου και με τη βούλα! Με την εφαρμογή του, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε μόνιμα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου θα γίνεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα», δηλαδή με βάση τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Με βάση ακριβώς αυτό το κριτήριο, τις «αντοχές» της «ανταγωνιστικότητας» και των καπιταλιστικών κερδών, η κυβέρνηση απορρίπτει σταθερά την απαίτηση εκατοντάδων συνδικάτων και τις τροπολογίες του ΚΚΕ για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει να συντηρήσει τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές με τη ΝΔ, κατά την ψήφιση της ενεργοποίησης του εν λόγω νόμου στη Βουλή, ο βουλευτής της ΝΔ και υπουργός Εργασίας της προηγούμενης κυβέρνησης (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ) Γ. Βρούτσης, παίρνοντας τον λόγο, εξέφρασε «θερμές ευχαριστίες στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, στην παρούσα υπουργό, κυρία Αχτσιόγλου», επειδή, όπως είπε, του «έκαναν την τιμή να χειροκροτήσουν ένθερμα και να υποστηρίξουν τον ν. 4172/2013 περί κατώτατου μισθού»! Μιλάμε για τέτοια... σύγκρουση σχεδίων! Αλήθεια, γιατί δεν μας λένε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που σπέρνουν κάλπικους εκβιασμούς: Με ποιον νόμο και ποια κριτήρια θα καθορίσει η επόμενη κυβέρνηση τον κατώτατο μισθό για το 2020; Η απάντηση βέβαια είναι γνωστή. Θα τον καθορίσει με βάση τον νόμο «Βρούτση - Αχτσιόγλου»! Αυτή είναι η κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κορυφαίο για την εργατική τάξη ζήτημα...
  • Ακόμα και η κατάργηση του αίσχους του «υποκατώτατου» μισθού - μετά από 4 χρόνια που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον εφάρμοσε στο ακέραιο - συνοδεύτηκε από ένα ακόμα δώρο προς το κεφάλαιο, με την επιδότηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση δηλαδή διασφάλισε ότι δεν θα επιβαρυνθεί ούτε στο ελάχιστο η μεγαλοεργοδοσία, απαλλάσσοντάς την από εισφορές που θα έπρεπε να πληρώνει και «ταΐζοντάς» την με κρατικό χρήμα από τα ματωμένα πλεονάσματα και τη φοροληστεία σε βάρος των εργαζομένων και του λαού! Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι η εργοδοσία θα συνεχίσει να βρίσκει φτηνή εργατική δύναμη, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα να αντικαθιστά συνεχώς «ακριβούς» εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας με νέους και φτηνότερους, συμπιέζοντας τελικά τους μισθούς για το σύνολο των εργαζομένων.
Η απάτη περί «επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων»
Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση προχώρησε στη μόνιμη κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, ισχυρίζεται ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 «επανέφερε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις» για τις κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις καθώς και τη δυνατότητα στο υπουργείο Εργασίας να τις κηρύσσει υποχρεωτικές στον αντίστοιχο κλάδο.
Πρόκειται, βέβαια, για ένα ακόμα προπαγανδιστικό τρικ, χωρίς αντίκρισμα για τους εργαζόμενους.
Καταρχάς, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, σχεδόν το 90%, συνεχίζει να εργάζεται χωρίς να καλύπτεται από καμία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αφού τίποτα δεν υποχρεώνει τις εργοδοτικές ενώσεις ακόμα και να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα για την υπογραφή ΣΣΕ.
Η πολυδιαφημισμένη «υποχρεωτικότητα», για την οποία μιλάει η κυβέρνηση, αφορά σε συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών, ενώ ακόμα και σε αυτούς τους λίγους κλάδους που μία σύμβαση κηρύσσεται υποχρεωτική (π.χ. στα ξενοδοχεία), η συνεχής γενίκευση της «ευελιξίας» αφήνει ξεκρέμαστο ένα πολύ μεγάλο και ολοένα αυξανόμενο τμήμα των εργαζομένων. Το διαμορφωμένο αντεργατικό πλαίσιο διασφαλίζει στη μεγαλοεργοδοσία τη δυνατότητα να παρακάμπτει Συμβάσεις, να εντείνει την εκμετάλλευση, διατηρώντας εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων ακόμα και μέσα στην ίδια επιχείρηση.
Πολύ περισσότερο, με ένα ακόμα δώρο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ προς το κεφάλαιο, η επέκταση μιας Συλλογικής Σύμβασης σε όλο τον κλάδο επαφίεται πλέον αποκλειστικά στην... «καλή θέληση» των εργοδοτικών οργανώσεων: Με εγκύκλιό της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τούς έδωσε τη δυνατότητα να μπλοκάρουν όλη τη διαδικασία για την υποχρεωτικότητα μιας κλαδικής ΣΣΕ, απλά και μόνο με το να μη δώσουν το μητρώο μελών τους για να πιστοποιηθεί αν η Σύμβαση καλύπτει το 50%+1 των εργαζομένων...
Η πρώτη εφαρμογή του εν λόγω... «βέτο» αφορά στην κλαδική ΣΣΕ στη Ναυπηγοεπισκευή που υπογράφηκε τον Νοέμβρη του 2017, κάτω από την πίεση απεργιών και πολύμορφων κινητοποιήσεων: Η κυβέρνηση αρνείται να κηρύξει τη Σύμβαση υποχρεωτική για όλο τον κλάδο, επικαλούμενη το γεγονός ότι η εργοδοτική ένωση δεν παραδίδει το αρχείο των μελών της.
Αντιλαϊκή σκυταλοδρομία
Το δίπολο που επιχειρούν να στήσουν προεκλογικά ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πέρα για πέρα κάλπικο. Η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, η τεράστια περικοπή των μισθών, η υπονόμευση των Συλλογικών Συμβάσεων, η εκτίναξη της «ευελιξίας», όλη η εργασιακή ζούγκλα φέρει ατόφια τη σφραγίδα των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Πρόσθετα σε όσα καταγράφονται παραπάνω για τους μισθούς και τις Συλλογικές Συμβάσεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προώθησε επίσης πλήθος άλλων χτυπημάτων στα εργατικά δικαιώματα, τα οποία θα παρουσιαστούν σε επόμενα φύλλα του «Ριζοσπάστη», όπως το χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, το χτύπημα στην κυριακάτικη αργία, η γενίκευση της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας, η διευκόλυνση των «δουλεμπορικών» γραφείων κ.ά.
Πάνω εκεί έρχεται να πατήσει τώρα η ΝΔ, που ετοιμάζεται να πιάσει το νήμα από εκεί που το αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ψηφίσει μαζί του όλη την προηγούμενη τετραετία μια σειρά εμβληματικούς «αναπτυξιακούς» νόμους, που χτυπάνε στην καρδιά τα εργατικά δικαιώματα και αυγατίζουν τα προνόμια για το κεφάλαιο...
Επομένως, το πραγματικό δίλημμα για τους εργαζόμενους δεν μπορεί να είναι ποιος θα συνεχίσει να εφαρμόζει από κυβερνητικές θέσεις τον εργασιακό μεσαίωνα, αλλά πώς θα ορθώσουμε ισχυρό ανάχωμα σε αυτήν την αντιλαϊκή σκυταλοδρομία, πώς ο λαός με ισχυρό ΚΚΕ θα οργανώσει την αντίστασή του από καλύτερες θέσεις, για να εμποδίσει αντιλαϊκά μέτρα, να διεκδικήσει πραγματική ανάκτηση των απωλειών του και τελικά, με τον αγώνα του, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια άλλη πολιτική που θα υπηρετεί τις δικές του ανάγκες.

«Ανυπομονεί» να παραλάβει την αντιλαϊκή σκυτάλη



«Ανυπομονησία» επικρατεί στα επιτελεία της ΝΔ για την παραλαβή της αντιλαϊκής σκυτάλης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την Πειραιώς να διακηρύσσει σε όλους τους τόνους προς τη μεριά του κεφαλαίου ότι είναι αποφασισμένη να αναλάβει τις αντιλαϊκές εκκρεμότητες της επόμενης μέρας σε ό,τι αφορά τόσο την καπιταλιστική οικονομία όσο και τη «γεωστρατηγική αναβάθμιση» της αστικής τάξης, μέσα από την εμπλοκή στα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στην περιοχή.
Αυτό είναι άλλωστε και το περιεχόμενο της «πολιτικής αλλαγής» που υπόσχεται η ΝΔ: Δέσμευση ότι ως κυβέρνηση θα προωθήσει ταχύτερα και πιο αποφασιστικά τις αντιλαϊκές «εκκρεμότητες» που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ και τις οποίες «υπενθύμισε» την περασμένη Τετάρτη η Κομισιόν στην έκθεσή της για τη «μεταμνημονιακή» εποπτεία.
Φυσικά, από το πρόγραμμα της ΝΔ δεν λείπει και η πλευρά της παραπέρα εμπλοκής στα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στην περιοχή για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, εκεί όπου ομολογουμένως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει βάλει πολύ ψηλά τον πήχη. Δεν περνά απαρατήρητη εξάλλου η συνάντηση Μητσοτάκη - Πάιατ την Πέμπτη, εκεί όπου ο πρόεδρος της ΝΔ «επανέλαβε τη στήριξή του στην περαιτέρω ενδυνάμωση του στρατηγικού διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών», δίνοντας μία ακόμα διαβεβαίωση ότι η σκυτάλη της εμπλοκής θα βρεθεί και επί κυβέρνησης ΝΔ σε «σίγουρα χέρια».
Με «ψήφο εμπιστοσύνης» από τις αγορές
Ταυτόχρονα, η ΝΔ αξιοποιεί τώρα ως «βαρύ χαρτί» αυτό που μέχρι χτες αξιοποιούσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας ότι «εγγύηση επιτυχίας» για την πολιτική της αποτελεί η στήριξη που απολαμβάνει το πρόγραμμά της από οικονομικούς κύκλους, επενδυτικούς οίκους και τις αγορές, στις οποίες φέρεται να επικράτησε «έκρηξη αισιοδοξίας» με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
Ετσι, τις προηγούμενες μέρες τα στελέχη της προέβαλαν αντιδράσεις όπως του επενδυτικού κολοσσού «Goldman Sachs», ο οποίος έγραψε πως «η νέα κυβέρνηση είναι λιγότερο πιθανό να αναιρέσει ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί στο παρελθόν (σ.σ. από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος υψηλότερου κόστους εργασίας, λιγότερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας των μισθών θα μειωνόταν κάτω από μια κυβέρνηση υπό τη ΝΔ».
Επικαλέστηκαν ακόμα τις «χαρές» της «JP Morgan», η οποία ανέφερε πως «μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της ΝΔ θα μπορούσε να αποδειχθεί θετικό για τις αγορές αποτέλεσμα, καθώς διαθέτει μια ατζέντα που είναι πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις», και αναλύσεις όπως αυτή της διεθνούς συμβουλευτικής εταιρείας «Eurasia Group», όπου επισημαίνεται πως η ΝΔ - όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ - δεν αναμένεται να θέσει σε αμφισβήτηση τη συμφωνία με τους δανειστές και θα ακολουθήσει πολιτική «συμβατή με τους στόχους που έχουν τεθεί στην ΕΕ».
«Διέξοδος» για το λαό...
Η ΝΔ είναι κόμμα που ιστορικά έχει πρωτοστατήσει στις αντιλαϊκές αντεργατικές αναδιαρθρώσεις, στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. Η θητεία όμως του ΣΥΡΙΖΑ, που αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής των προηγούμενων αντιλαϊκών κυβερνήσεων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τη χειραγώγηση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, που τον είχαν εμπιστευτεί ότι μπορεί να φέρει μια φιλολαϊκή διακυβέρνηση, της προκάλεσε αμηχανία και την ανάγκη με κάθε τρόπο να επιβεβαιώσει και να πλειοδοτήσει στην υλοποίηση των αντιλαϊκών στόχων.
Το αφήγημα του Κυρ. Μητσοτάκη δεν είναι καινούργιο. Αντιπαραθέτει παρεμβάσεις που διευκολύνουν την «ανάπτυξη», τις «επενδύσεις», «τη δράση των επιχειρήσεων» ως λύση για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλου του λαού.
Το σχήμα έχει ως εξής: «Η ανάπτυξη είναι που θα φέρει δουλειές και όσο πιο μεγάλη θα είναι η ανάπτυξη, τόσο πιο καλοπληρωμένες και με δικαιώματα θα είναι οι δουλειές». Τη λογική αυτή την αντιπαραθέτει στον ΣΥΡΙΖΑ, που τον κατηγορεί για «παροχές» και «ξαναμοίρασμα της φτώχειας», ξεχνώντας ότι μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα αστικά κόμματα ψήφιζαν στη Βουλή το μεγαλύτερο μέρος των αντιλαϊκών μέτρων και των προνομίων προς τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Ποιος δεν θυμάται τη ΝΔ να ψηφίζει, για παράδειγμα, τη μείωση της φορολογίας στα διανεμόμενα κέρδη από το 15% στο 10%; Ποιος δεν την θυμάται να ψηφίζει τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην απεργία ή την ενεργοποίηση του δικού της νόμου για τον κατώτερο μισθό, τον οποίο η ίδια ψήφισε ως μέτρο «θωράκισης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων» και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έθεσε σε εφαρμογή με την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία;
Φτάνει, μάλιστα, η ΝΔ να πλειοδοτεί στους «ρυθμούς ανάπτυξης», βάζοντας στόχους που δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην κίνηση της οικονομίας, με χαρακτηριστικό αυτό που είπε ο Κυρ. Μητσοτάκης την Πέμπτη από το βήμα του συνεδρίου του ΣΕΤΕ ότι «η οικονομία δεν πάει πουθενά με ρυθμούς ανάπτυξης του 2%. Χρειάζεται ρυθμούς ανάπτυξης του 3% - 4% (...) Και αυτή η ανάπτυξη δεν θα έρθει μέσα από την κατανάλωση. Θα έρθει μέσα από επενδύσεις».
...ο ίδιος αδιέξοδος δρόμος
Για την προσέλκυση «επενδύσεων» η ΝΔ προτάσσει ως βασικά στοιχεία την επιτάχυνση των «μεταρρυθμίσεων» από εκεί που τις αφήνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τις παραπέρα περικοπές δαπανών, την ταχύτερη προώθηση των «εμβληματικών» ιδιωτικοποιήσεων και της πολιτικής της «απελευθέρωσης» σε μια σειρά από κλάδους, όπως η Ενέργεια, και πάνω απ' όλα «την πάση θυσία μείωση της φορολογίας» για τους επιχειρηματικούς ομίλους, που όπως λένε θα στείλει «σαφές μήνυμα» στους επενδυτές.
Αυτό όμως που δεν λέει η ΝΔ, όπως βέβαια δεν λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι η αύξηση των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων, η ενίσχυση της ικανότητάς τους να τα βγάζουν πέρα με τους ανταγωνιστές τους, η δυνατότητα να κάνουν «δουλειές», να στήνουν νέες επιχειρήσεις και σε νέους τομείς (αυτά εννοούν όταν μιλάνε για ανάπτυξη), έχει ως προϋποθέσεις μια σειρά από αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα. Μέτρα που διευκολύνουν το ξεζούμισμα των μισθωτών, των εργαζομένων και σε αυτά περιλαμβάνεται όλο το αντεργατικό πακέτο που έχει εφαρμοστεί τα προηγούμενα χρόνια και άλλα που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη για το άμεσο μέλλον.
Προϋποθέτει, λοιπόν, αρνητικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, δουλειές χωρίς δικαιώματα. Προϋποθέτει συμπίεση των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων, φτάνοντας σήμερα να μιλάμε για γενιά των 300 ευρώ κ.λπ. Αλλά και μέτρα που παίρνουν από τους εργαζόμενους και δίνουν στους επιχειρηματικούς ομίλους μέσα από προνόμια, φοροαπαλλαγές, εισφοροαπαλλαγές κ.ά.
Δηλαδή, όλα αυτά που ήδη ζουν οι εργαζόμενοι και ιδιαίτερα οι νεότεροι ηλικιακά. Αυτά έκανε τα προηγούμενα χρόνια και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διαφημίζει σήμερα ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις έσπασαν ρεκόρ επί της διακυβέρνησής του, φτάνοντας - όπως ισχυρίζεται - στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 11ετίας.
Επίσης, δεν λένε ότι όπως έχει αποδείξει και η πανευρωπαϊκή εμπειρία, οι «επενδύσεις» και η «ανάπτυξή» τους δεν συνοδεύονται από δραστική μείωση της ανεργίας, που θα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αλλά από μεθόδους ανακύκλωσής της, με τη γενίκευση των μορφών εκ περιτροπής και ελαστικής εργασίας. Δεν σημαίνουν σταθερές θέσεις δουλειάς και σταθερό χρόνο εργασίας και πολύ περισσότερο δεν σημαίνουν αυξήσεις στους μισθούς, όταν η τάση είναι να συμπιέζεται προς τα κάτω ο μέσος μισθός.
Αρα οι θέσεις που λένε «θυσίες για την ανάπτυξη έτσι ώστε να μεγαλώσει η πίτα και να την μοιράσω πιο δίκαια (ΣΥΡΙΖΑ) ή θυσίες για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις ώστε η αγορά να προσφέρει περισσότερες και καλύτερες δουλειές (ΝΔ)» συγκλίνουν στο ένα και το αυτό: Στις θυσίες διαρκείας για το λαό.
Καβάλα στη συντηρητικοποίηση...
Η ΝΔ δεν διστάζει να διακηρύξει τους αντιλαϊκούς της στόχους, πολύ περισσότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που ο δεύτερος αξιοποιεί για να σηκώσει τον μπαμπούλα του «άγριου νεοφιλελευθερισμού που έρχεται».
Τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο της την έχει δώσει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, που με τη στάση του απογοήτευσε, ενίσχυσε συντηρητικές τάσεις στον λαό, την άποψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική από το σημερινό σύστημα, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι έξω από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Την ενίσχυση της άποψης ότι ταυτίζονται τα συμφέροντα εργοδοσίας και εργαζομένων, το γεγονός ότι λέρωσε στη συνείδηση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων τις αξίες του λαϊκού κινήματος, της προόδου, της αριστεράς.
Ετσι, σήμερα η ΝΔ μπορεί να μιλάει ανοιχτά και χωρίς να φοβάται για το εκλογικό της ποσοστό, για σκληρά μέτρα, με τη «σκληρή αλλά αναγκαία γλώσσα της αλήθειας», παρά το «σεμνό και ταπεινό» προεκλογικό ύφος των στελεχών της.
Να μιλάει ανοιχτά για νέες περικοπές ύψους 2 δισ. ευρώ από τις κρατικές δαπάνες, αφού πρώτα «παρουσιαστούν στους δανειστές και εξεταστούν από μηδενική βάση», όπως τονίζουν στελέχη της, ενώ ο συντονιστής του στρατηγικού σχεδιασμού, Τάκης Θεοδωρικάκος, «ψαλιδίζοντας» ακόμα παραπέρα τις όποιες λαϊκές προσδοκίες, ξεκαθάριζε μέσα στη βδομάδα πως «δεσμευόμαστε για πολλά χρόνια ακόμα για λιτότητα, γιατί αυτό έχει υπογράψει ο κ. Τσίπρας».
Στην ίδια λογική και η αποστροφή του αντιπροέδρου της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη, ο οποίος, δείχνοντας ότι η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ γίνεται στον «πάτο του βαρελιού» σε ό,τι αφορά τον λαό και τις ανάγκες του, έλεγε πως είναι η πρώτη φορά που «υπόσχεται στον λαό η κυβέρνηση ότι θα κάνει περισσότερα από ό,τι η αντιπολίτευση. Εχει γίνει αναστροφή του πράγματος».
Αυτοδυναμία και συναίνεση για τη «σταθερότητα» του κεφαλαίου
Το μεγάλο στοίχημα που θέτουν τα επιτελεία του κεφαλαίου για την κυβέρνηση της ΝΔ, αν αναλάβει την αντιλαϊκή σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι το πόσο αποτελεσματικά αυτή θα μπορέσει να λάβει γρήγορες αποφάσεις, που θα δικαιώσουν τις «θετικές προσδοκίες» των επενδυτών.
Σ' αυτό το κλίμα, ο Κυρ. Μητσοτάκης δηλώνει ότι θα επιδιώξει μια «ισχυρή και αποτελεσματική» κυβέρνηση, που όμως θα επιδιώξει τις μεγαλύτερες δυνατές «συγκλίσεις» με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, ακόμα και αν κατακτήσει την αυτοδυναμία.
Γνωρίζοντας, δηλαδή, πως η αντιλαϊκή ατζέντα που θα διαχειριστεί η όποια επόμενη κυβέρνηση είναι βαριά, ζητάει με όπλο την αυτοδυναμία, από θέση ισχύος, να διαμορφώνει και τις απαραίτητες συναινέσεις και συγκλίσεις με τις υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις, με δεδομένη πάντα τη συμφωνία τους στα βασικά ζητούμενα του κεφαλαίου.
Γι' αυτό και στελέχη της ΝΔ, όπως ο βουλευτής Κ. Αχ. Καραμανλής, υποστήριζαν μέσα στη βδομάδα ότι «η ΝΔ ήταν πάντα το κόμμα της συναίνεσης και της συνεννόησης», ενώ ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Ν. Δένδιας ζητούσε «καθαρή εντολή», παρουσιάζοντας την αυτοδυναμία που ζητάει η ΝΔ ως τάχα «μη φαλκίδευση της εντολής του λαού μέσα από υποχρεωτικές παραχωρήσεις» σε ένα ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας, την ώρα που διευκρίνιζε πως «αυτό δεν σημαίνει μη συνεργασίες την επόμενη μέρα»...

Δ. Μ.

TOP READ