18 Μαΐ 2020

Για την απαράδεκτη επέμβαση της αστυνομίας στην πλατεία Καλλιθέας στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης

Η συγκέντρωση ατόμων στην Πλατεία Καλλιθέας στην Ανώ Πόλη της Θεσσαλονίκης έδωσε αφορμή στην αστυνομία να παρέμβει με βίαιο τρόπο για να απομακρύνει τους συγκεντρωμένους.
Για απαράδεκτη επέμβαση της αστυνομίας κάνει λόγο η Οργάνωση Περιοχής Κεντρικής Μακεδονίας της ΚΝΕ.
Σε ανακοίνωσή της σημειώνει:
«Μετά από δύο μήνες εγκλεισμού είναι αυτονόητη η σωματική και ψυχική ανάγκη, “η έξοδος από το σπίτι” των εργαζόμενων και της νεολαίας της Θεσσαλονίκης. Ειδικά, σε μία περίοδο με αύξηση της θερμοκρασίας είναι λογικό οι εργαζόμενοι και η νεολαία της πόλης να επιζητούν χώρους αναψυχής και χαλάρωσης.
Η κυβέρνηση αντί να στέλνει τα ΜΑΤ, να καταφεύγει σε απαγορεύσεις και κλείσιμο πλατειών, να κάνει υποδείξεις για το μη συνωστισμό, πρέπει εδώ και τώρα να πάρει μέτρα για να εξασφαλιστούν, να διαμορφωθούν περισσότεροι χώροι πρασίνου, αναψυχής και άσκησης του λαού της Θεσσαλονίκης.
Είναι παράλογο και αντιφατικό, όταν η ίδια η διαμόρφωση του αστικού ιστού οξύνει τη συγκέντρωση και το συγχρωτισμό, να είναι ατομική ευθύνη του λαού να βρει διέξοδο. Η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης και των προηγούμενων διαχρονικά, είναι υπεύθυνη που αφήνει δημόσιους χώρους αναξιοποίητους ή ιδιωτικοποιούνται και μετατρέπει με το νέο νομοσχέδιο, το φυσικό περιβάλλον σε “κρανίου τόπο”.
Ενδεικτικό της κατάστασης που διαμορφώνεται για τους όρους ζωής και διαβίωσης στη Θεσσαλονίκη είναι τα στοιχεία που υπολογίζουν σε 2,7 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο.
Είναι βολικό, επίσης, για την κυβέρνηση να ρίχνει την ευθύνη την “αντικοινωνικότητα” και την “ανεύθυνη στάση” όλων αυτών, που εδώ και δύο μήνες επικροτούσε για την τήρηση με αποφασιστικότητα των μέτρων προστασίας.
Είναι ώρα να δυναμώσει η οργάνωση και η διεκδίκηση περισσότερων χώρων πρασίνου και άσκησης, ελεύθερων δημοσιών χώρων σε κάθε γειτονιά, κόντρα στα σχέδια της κυβέρνησης για εμπορευματοποίηση κάθε σπιθαμής γης.
Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ μέσα από πλήθος δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών το επόμενο διάστημα και με τις δυνάμεις τους στους Φοιτητικούς Συλλόγους, τα σωματεία και τα συνδικάτα των εργαζόμενων, θα πρωτοστατήσουν στην πάλη για τη διέξοδο αυτή».

Λαϊκή Συσπείρωση Θεσσαλονίκης

Την απερίφραστη καταδίκη της για την επίθεση των ΜΑΤ  ενάντια σε νέους στην Πλατεία Καλλιθέας, το περασμένο Σάββατο εκφράζει η «Λαϊκή Συσπείρωση» Θεσσαλονίκης.
Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωσή της, αναφέρει:
«Μετά δύο μήνες εγκλεισμού, ο κόσμος, η νεολαία αναζητά χώρους συνάντησης και χαλάρωσης. Σε μια πόλη χωρίς δημόσιους χώρους, με όποιους απέμειναν να βρίσκονται στο στόχαστρο συμφερόντων για εμπορική εκμετάλλευση.
Αλίμονο αν κάθε “διατάραξη κοινής ησυχίας” οδηγεί σε επέμβαση των ΜΑΤ. Αλίμονο αν για λόγους προστασίας της υγείας (για την οποία αναμφισβήτητα πρέπει να τηρούνται κανόνες) αντιμετωπίζεται έτσι κάθε “συνωστισμός”. Θα έπρεπε όλες οι παραλίες το προηγούμενο Σαββατοκύριακο να γίνουν “πεδία μάχης”.
Ωστόσο, η “πρωτοβουλία” του επικεφαλής της Δημοτικής Αστυνομίας να στηρίξει την επέμβαση των ΜΑΤ, σε περιστατικό που δεν εμπλεκόταν η Δημοτική Αστυνομία και η -μέχρι αυτή την ώρα- “σιωπή” του δημάρχου προκαλούν εύλογα ερωτηματικά αν η επέμβαση των ΜΑΤ είχε την έγκρισή του. Είναι προτιμότερο ο δήμος να στρέψει τους ελέγχους σε χώρους “αναγκαστικού συνωστισμού” όπως οι εργασιακοί χώροι, τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, την ευθύνη του για τις συνθήκες υγιεινής στα σχολεία. Και να μη στρώνει το χαλί για αστυνομικές επεμβάσεις ιδιαίτερα όταν έχει “λερωμένη τη φωλιά του” (αναφερόμαστε στη συγκέντρωση, με εντολή του δήμου, 250 σχολικών καθαριστών στο ΣΜΑ, υπό βροχή, τη πρώτη μέρα της απαγόρευσης συγκεντρώσεων).
Οι επόμενες μέρες ανοίγματος της αγοράς θα δείξουν πού πραγματικά έχει στραμμένη την προσοχή του ο δήμος.
Σε κάθε περίπτωση, όλο και λιγότεροι πείθονται ότι τα περιοριστικά μέτρα και η επίκληση της “ατομικής ευθύνης” έχουν μόνο στόχο τη προστασία της υγείας. Η καταστολή των λαϊκών ελευθεριών, τα νομοσχέδια απαγόρευσης των συγκεντρώσεων ξεκίνησαν πριν την πανδημία. Αποδεικνύοντας ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση ήταν αναμενόμενη (επιταχύνθηκε από την πανδημία) και τα μέτρα καταστολής των λαϊκών αντιδράσεων μεθοδεύονται πριν απ’ αυτήν.
Κυβερνήσεις και δήμαρχοι αλλάζουν. Τα μνημόνια (με οποιαδήποτε μορφή) μένουν.
ΔΕΝ ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΙΩΠΗΛΟΙ – ΜΕΝΟΥΜΕ ΔΥΝΑΤΟΙ».

Ο ιός και ο υιός...





Έρχεται πείνα. Ερχεται κι εμβόλιο. Ερχεται ανεργία. Ερχεται και πόλεμος. Ξεφτιλίστηκαν οι τιμές των καυσίμων. Ξεφτιλίστηκε κι η ανθρώπινη ζωή. Μόνον στα Ελληνικά όμως βρίσκεις αυτήν τη φριχτή συνήχηση: Ο ιός κι ο υιός. Σε μια παγκοσμιοποιημένη νοσηρότητα και μια κυρίαρχη βαρβαρότητα βρίσκω καταφύγιο στην υπέροχη φράση του ποιητή, πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου. Και πατάω έτσι, πέρα από το άκουσμα της συνήχησης, για να γεφυρώσω την άβυσσο της αντίθεσης στην ουσία και την πραγματικότητα των λέξεων. Εξ ορισμού ο ιός είναι ένα φριχτό παρόν, είναι αόρατος στο μάτι, στην ψυχή, ως και στο κορμί, ίσαμε τη στιγμή που μπορεί να μετατραπεί σε τέρας και να σε καταπιεί. Οχι απλά ως κορμί. Κι ως υπόσταση αυτή καθαυτή, όταν ακούς πως επειδή τον συνάντησες μπορεί και να σκοτώσεις κάποιον άλλον. Αν επιζήσεις μπορεί να γίνεις και πειραματόζωο, κι ενδεχομένως ένας άνθρωπος που ζει σ' έναν κόσμο που δεν ξέρει για να τον διατηρήσει ή να τον αλλάξει.
 
Ο άλλος υιός είναι πραγματικά, φυσικά κι ουσιαστικά το μέλλον. Είναι ο επόμενος. Για να ζήσει πρέπει να κρατηθεί με επαναστατική σχεδόν φούρια κι επιμονή στη διαφορετική του ορθογραφία. Κι εκεί έρχεται ο λαός, στη γοητεία της διαχρονικότητας της γλώσσας, και τον κάνει γιο. Παραληρώ; Δε νομίζω. Αυτές τις μέρες της πανδημίας, του εγκλεισμού, και του ελεγχόμενου απεγκλωβισμού, κάτι σαν την αποφυλάκιση υπό όρους, όλοι γύρω μου, μικροί, μεγάλοι, γραμματιζούμενοι κι απαίδευτοι, άρρωστοι και υγιείς, άνδρες και γυναίκες και μικρά παιδιά και γέροι, ψάχνουν στα σεντούκια του μυαλού τους, εκείνα τα ωραία ορυχεία του ανθρώπινου γένους, όπου κρύβονται δυνάμεις και φαντασία πέρα από την επιβίωση, κάτι για να μπορέσουν να σχεδιάσουν το ροκ του μέλλοντός τους.
 
Κι είναι αυτή η ρημάδα η εποχή της τεχνολογικής εξέλιξης χαοτικά φλύαρη και σ' ένα βαθμό πνιγηρή, καθώς ένας όγκος πληροφοριών, πιο ψηλός κι απ' τα Ιμαλάια, κι ένας ωκεανός από απόψεις, πιο μεγάλος κι από όλους μαζί της Γης, που έρχονται καθημερινά και κρύβουν εκείνα τα ψήγματα από τα οποία μπορείς να κρατηθείς και να λάμψει το σκοτάδι. Πού πήγε η χαρά; Πόσο θα ζούμε χωρίς αγκαλιά; Τι γεύση έχει το σάλιο του αγαπημένου στο φιλί; Πότε θα πάψει το χάδι να είναι οφθαλμοπορνεία; Λες και σκόρπισαν χύμα οι αγωνιώδεις ερωτήσεις, καμιά φορά περιβεβλημένες την αθωότητα των μικρών παιδιών που βγαίνουν απ' τη μήτρα κλαίγοντας, και πασχίζουν να ζήσουν παίζοντας και γελώντας το παιχνίδι της ζωής κι ας ξέρουν πως το τέλος είναι και δεδομένο και ίδιο για όλους.

Παρά ταύτα επιμένω πως στη συνήχηση του ιού και του υιού είναι που πρέπει να παρέμβουμε, απ' το παρόν ως το μέλλον, και μάλιστα άμεσα, εδώ και τώρα, για να μη γίνουμε διαχειριστές της επιβίωσης, αλλά δημιουργοί καλύτερης ζωής. Ετσι αναρωτιέμαι πόσο γρήγορα πρέπει να ανοίξουμε τη συζήτηση για την ελευθερία του ανθρώπου. Κόντρα στο ρεύμα, το κυρίαρχο, που θέλει να μιλάμε για τα προβλήματα της ελεύθερης αγοράς, που πρέπει να λυθούν από αιχμαλωτισμένους ανθρώπους. Αιχμαλωτισμένους από τους φόβους τους, τ' αφεντικά, την τύχη κι άλλα τέτοια που ρίχνονται στο τραπέζι των λέξεων. Γιατί την εργασία τη σβήσαμε αποδεχόμενοι την απασχόληση, αλλά τη ρίζα της στο έργο την κρατήσαμε στην ανεργία που θεριεύει.
 
Προτείνω ν' αρχίσουμε αποτινάσσοντας την εύκολη, γενικευμένη, ύπουλη απειλή «ο κόσμος δεν πρόκειται να είναι ποτέ ο ίδιος». Σιγά ωρέ! Και πότε έπρεπε να μείνει, και πότε έμεινε ίδιος ο κόσμος. Θέλει προσοχή αυτός ο τοίχος στην ομορφιά, την εξέλιξη, τη συλλογική εμπειρία και συνείδηση, τον πλούτο της γνώσης και των τεχνικών μέσων, που υψώνουν οι χειραγωγοί των μαζών, για να διευρύνουν πάνω στο κύμα της αρνητικής συγκυρίας την εξουσία τους σε βάρος της ελευθερίας μας.
 
Αλλωστε, ο χρόνος δε δείχνει ποτέ από μόνος του τίποτα. Τον αντιλαμβανόμαστε μόνον ως φθορά. Τον νικάμε μόνο με δράση, συμπυκνώνοντας πολλές φορές σε μια στιγμή μια ολόκληρη ζωή. Δε λέω καλό καλοκαίρι γιατί έρχεται ερήμην μας, και δεν πιστεύω ότι χορταίνει κανείς, αγνοώντας ότι είναι κι εποχή θερισμού...

ΕΕ: Η ρεμδεσιβίρη μπορεί να λάβει αρχική έγκριση τις επόμενες ημέρε

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) Γκουίντο Ράσι δήλωσε σήμερα ότι η αρχική έγκριση για τη ρεμδεσιβίρη της αμερικανικής φαρμακευτικής εταιρίας Gilead για τη θεραπεία της COVID-19 μπορεί να δοθεί τις επόμενες ημέρες.
Ο EMA έχει ήδη συστήσει να χορηγείται το εν λόγω φάρμακο σε ασθενείς ακόμη και πριν αυτό λάβει όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις.
«Ίσως μια υπό όρους έγκριση για την κυκλοφορία στην αγορά μπορεί να εκδοθεί τις επόμενες ημέρες», δήλωσε ο Ράσι, σε ακρόαση στο ευρωκοινοβούλιο στις Βρυξέλλες. Εκτός από τη ρεμδεσιβίρη, ο Ράσι δήλωσε άλλες θεραπείες για την COVID-19 που ίσως να είναι γρήγορα διαθέσιμες είναι αυτές που βασίζονται σε μονοκλωνικά αντισώματα, που μπορούν να «εξουδετερώσουν» τον νέο κορονοϊό (SARS-CoV-2) που προκαλεί την ασθένεια COVID-19.

«Δεν πρέπει να πνίγουμε το δίκιο μας»



Στο πόρταλ λάβαμε την επιστολή ενός νέου εργαζόμενου στο Εμπόριο την οποία και δημοσιεύουμε:
«Όχι πως πριν την πανδημία ήταν καλύτερα τα πράγματα. Όχι πως δεν υπάρχουν σε καθημερινή βάση τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης και της πολύ χαμηλά αμειβόμενης δουλειάς, σε σχέση με το υπερκέρδος του εργοδότη. Όχι πως πίσω από τις κλειστές πόρτες που σπάνια περνά η επιθεώρηση εργασίας (υποστελεχωμένη και δυσλειτουργική), η ένταση της εργασίας, το ωράριο της εργασίας, όποτε αυτό απαιτείται, ή μάλλον επιθυμείται, δεν αυξάνονται ραγδαία.
Ωστόσο, την περίοδο του ιού και της καραντίνας, ειδικά για τους νεότερους εργαζόμενους, που δεν προλάβαμε τα σκληρότερα χρόνια της οικονομικής ύφεσης στην αγορά εργασίας, συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο. Σε μια κατάσταση όπως αυτή, όπου η κυβέρνηση δίνει στους εργοδότες όλα τα εφόδια, όλες τις διευκολύνσεις που με λύσσα και λαχτάρα αυτοί ζητούν, όπου πετάνε το καρότο και κρατάνε με κάθε επισημότητα το μαστίγιο, όπου γίνεται η μέγιστη δυνατή προσπάθεια από όλα τα μέσα του συστήματος τα εργασιακά δικαιώματα να ξεχαστούν και να σωπάσουν αυτοί που τα θυμίζουν, είναι δύσκολο να περιγράψει κάποιος την αίσθηση που επικρατεί στους χώρους δουλειάς. Μια φράση έρχεται μόνο στο μυαλό. Μυρίζει αίμα.
Το αίμα του εργαζόμενου, ακόμη και με την κυριολεκτική έννοια της φράσης, αφού τα μέσα υγιεινής και προστασίας δεν παρέχονται, τα απαραίτητα μέτρα δεν τηρούνται, αποτελούν ”κόστος” για την επιχείρηση.
Για πολλούς εργαζόμενους στον κλάδο μας, αυτόν του Εμπορίου, ο όγκος της δουλειάς στις επιχειρήσεις που εργάζονται αυξήθηκε κατακόρυφα. Η ένταση της εργασίας βρέθηκε στα ύψη, ειδικά εκεί που αρκετοί συνάδελφοι κατέληξαν σπίτι, στην αναστολή, να μην ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Περισσότερη δουλειά λοιπόν, με λιγότερο κόστος για τον εργοδότη και οι μηχανές στο φουλ. Ωράρια δεν υπάρχουν για πολλούς. ”Να βγει η δουλειά. Να βοηθήσουμε την επιχείρηση μέσα στην κρίση. Πάει καλά η εταιρεία, θα κρατήσετε τις δουλειές σας”. Αυτά και άλλα πολλά ακούγονται από εργοδότες και διοίκηση. Από κοντά και οι απειλές, αφού η ασυδοσία έχει ξεπεράσει κάθε επίπεδο. Και ο εργαζόμενος μόνος, πνιγμένος στην εργασία και στο φόβο για την υγεία του, τη δουλειά του και για το τι θα ξημερώσει την επόμενη ημέρα για αυτόν και τους ανθρώπους του.
Πολλές οι σκέψεις, αλλά και ένα συμπέρασμα, μια ανάγκη. Δεν πρέπει να είμαστε μόνοι στον χώρο δουλειάς. Δεν πρέπει να πνίγουμε το δίκιο μας, επειδή ”δεν αλλάζει τίποτα”, επειδή ”θα στοχοποιηθούμε”. Δεν πρέπει να δώσουμε άλλο χώρο στην αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση. Πρέπει να ξεκινήσει η συζήτηση στους χώρους δουλειάς, για τα προβλήματα, τους περιορισμούς και τις συνθήκες εργασίας. Να τεθούν αιτήματα με βάση τις δικές μας ανάγκες. Τις ανάγκες αυτών που παράγουν τον πλούτο. Μαζί μπορούμε πολλά, φάνηκε μέσα στην πανδημία η πραγματική δύναμη του εργαζόμενου, η σημασία του για την παραγωγή και τη σταθερότητα της κοινωνίας.
Ακόμη, φάνηκε για άλλη μια φορά με τον πιο άγριο τρόπο η επιθυμία των εργοδοτών να μας πατήσουν κάτω, και θα συνεχίσουν να το κάνουν, αν τους αφήσουμε. Καλύτερα δεν μπορεί να ειπωθεί από το πανό που ύψωσαν οι εργαζόμενοι των σούπερ μάρκετ στη Γαλλία στη συγκέντρωσή τους. Τα κέρδη σας, οι νεκροί μας».
Στο πόρταλ λάβαμε την επιστολή ενός νέου εργαζόμενου στο Εμπόριο την οποία και δημοσιεύουμε:
«Όχι πως πριν την πανδημία ήταν καλύτερα τα πράγματα. Όχι πως δεν υπάρχουν σε καθημερινή βάση τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης και της πολύ χαμηλά αμειβόμενης δουλειάς, σε σχέση με το υπερκέρδος του εργοδότη. Όχι πως πίσω από τις κλειστές πόρτες που σπάνια περνά η επιθεώρηση εργασίας (υποστελεχωμένη και δυσλειτουργική), η ένταση της εργασίας, το ωράριο της εργασίας, όποτε αυτό απαιτείται, ή μάλλον επιθυμείται, δεν αυξάνονται ραγδαία.
Ωστόσο, την περίοδο του ιού και της καραντίνας, ειδικά για τους νεότερους εργαζόμενους, που δεν προλάβαμε τα σκληρότερα χρόνια της οικονομικής ύφεσης στην αγορά εργασίας, συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο. Σε μια κατάσταση όπως αυτή, όπου η κυβέρνηση δίνει στους εργοδότες όλα τα εφόδια, όλες τις διευκολύνσεις που με λύσσα και λαχτάρα αυτοί ζητούν, όπου πετάνε το καρότο και κρατάνε με κάθε επισημότητα το μαστίγιο, όπου γίνεται η μέγιστη δυνατή προσπάθεια από όλα τα μέσα του συστήματος τα εργασιακά δικαιώματα να ξεχαστούν και να σωπάσουν αυτοί που τα θυμίζουν, είναι δύσκολο να περιγράψει κάποιος την αίσθηση που επικρατεί στους χώρους δουλειάς. Μια φράση έρχεται μόνο στο μυαλό. Μυρίζει αίμα.
Το αίμα του εργαζόμενου, ακόμη και με την κυριολεκτική έννοια της φράσης, αφού τα μέσα υγιεινής και προστασίας δεν παρέχονται, τα απαραίτητα μέτρα δεν τηρούνται, αποτελούν ”κόστος” για την επιχείρηση.
Για πολλούς εργαζόμενους στον κλάδο μας, αυτόν του Εμπορίου, ο όγκος της δουλειάς στις επιχειρήσεις που εργάζονται αυξήθηκε κατακόρυφα. Η ένταση της εργασίας βρέθηκε στα ύψη, ειδικά εκεί που αρκετοί συνάδελφοι κατέληξαν σπίτι, στην αναστολή, να μην ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Περισσότερη δουλειά λοιπόν, με λιγότερο κόστος για τον εργοδότη και οι μηχανές στο φουλ. Ωράρια δεν υπάρχουν για πολλούς. ”Να βγει η δουλειά. Να βοηθήσουμε την επιχείρηση μέσα στην κρίση. Πάει καλά η εταιρεία, θα κρατήσετε τις δουλειές σας”. Αυτά και άλλα πολλά ακούγονται από εργοδότες και διοίκηση. Από κοντά και οι απειλές, αφού η ασυδοσία έχει ξεπεράσει κάθε επίπεδο. Και ο εργαζόμενος μόνος, πνιγμένος στην εργασία και στο φόβο για την υγεία του, τη δουλειά του και για το τι θα ξημερώσει την επόμενη ημέρα για αυτόν και τους ανθρώπους του.
Πολλές οι σκέψεις, αλλά και ένα συμπέρασμα, μια ανάγκη. Δεν πρέπει να είμαστε μόνοι στον χώρο δουλειάς. Δεν πρέπει να πνίγουμε το δίκιο μας, επειδή ”δεν αλλάζει τίποτα”, επειδή ”θα στοχοποιηθούμε”. Δεν πρέπει να δώσουμε άλλο χώρο στην αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση. Πρέπει να ξεκινήσει η συζήτηση στους χώρους δουλειάς, για τα προβλήματα, τους περιορισμούς και τις συνθήκες εργασίας. Να τεθούν αιτήματα με βάση τις δικές μας ανάγκες. Τις ανάγκες αυτών που παράγουν τον πλούτο. Μαζί μπορούμε πολλά, φάνηκε μέσα στην πανδημία η πραγματική δύναμη του εργαζόμενου, η σημασία του για την παραγωγή και τη σταθερότητα της κοινωνίας.
Ακόμη, φάνηκε για άλλη μια φορά με τον πιο άγριο τρόπο η επιθυμία των εργοδοτών να μας πατήσουν κάτω, και θα συνεχίσουν να το κάνουν, αν τους αφήσουμε. Καλύτερα δεν μπορεί να ειπωθεί από το πανό που ύψωσαν οι εργαζόμενοι των σούπερ μάρκετ στη Γαλλία στη συγκέντρωσή τους. Τα κέρδη σας, οι νεκροί μας».

TOP READ