«Για να κατακτηθεί η αληθινή ισότητα και αληθινή δημοκρατία για τους εργάτες πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί από το κεφάλαιο η δυνατότητα να μισθώνει συγγραφείς και να αγοράζει εφημερίδες.(…)Οι καπιταλιστές αποκαλούν ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία να χρησιμοποιείται ο πλούτος τους για την κατεργασία και την παραποίηση της λεγόμενης κοινής γνώμης»
(Β Ι Λένιν).
Για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην
Βενεζουέλα ο Arturo Uslar Pietri, συγγραφέας, καθηγητής
λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο «Κολούμπια», και
καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο «Κεντρικό Πανεπιστήμιο της
Βενεζουέλας» είχε επισημάνει: «Σπάνια υπήρξε μια χώρα τόσο
πλούσια στην οποία να κυριαρχούν σε τέτοιο σημείο μερικές εκατοντάδες
οικογένειες που μοιράζονται, για δεκαετίες, και κάτω από οποιεσδήποτε
πολιτικές συνθήκες, τα εκπληκτικά πλούτη της» (Le Monde diplomatique: Le Venezuela au seuil d’un grand changement http://www.monde-diplomatique.fr/1998/12/USLAR_PIETRI/4197)
Από την πρώτη μέρα της προεδρίας του
Hugo Rafael Chávez Frías στην Βενεζουέλα, τα ιδιωτικά Μ.Μ.Ε. της χώρας,
οι ΗΠΑ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, μεγάλα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, πολυεθνικές εταιρείες και οι ΜΚΟ: «National
Endowment for Democracy», και «Freedom House», αφιέρωσαν τον εαυτό τους
με ζωτικότητα στο έργο της αποσταθεροποίησης της οικονομίας με μηνύματα
και ξεκάθαρες προειδοποιήσεις πως η Βενεζουέλα οδηγείται σε καταστροφή.
Για τα ιδιωτικά ΜΜΕ ο Hugo Chávez είναι « δαίμονας », « τρελός »,
« κομμουνιστής » που έχει οδηγήσει τον λαό του στη φτώχεια και
συγκρινόταν με τον Ιντι Αμίν Νταντά, τον Μουσολίνι ή τον Χίτλερ.
Ωστόσο, αυτή η σύγκλιση ανάμεσα στα ΜΜΕ
και τα φιλελεύθερα οικονομικά κέντρα εξουσίας στην Βενεζουέλα οδήγησαν
σε πάγωμα πιστώσεων, ακύρωση συμβολαίων και εμπορικών παραγγελιών,
οργάνωσαν πετρελαϊκή απεργία, έξοδο κεφαλαίων στο εξωτερικό, απόπειρες
δολοφονίας εναντίον του Hugo Chávez και ένα πραξικόπημα το 2002.
Το CNN Espanol, δηλαδή το ισπανόφωνο
CNN, οι πέντε μεγαλύτεροι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί: Venevisiόn,
Radio Caracas Televisiόn (RCTV), Globovisiόn, Televen και CMT και οι
μεγάλες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας: El Universal, El Nacional, Tal
Cual, El Impulso, El Nuevo Pais, El Mundo συντονίζουν το πρώτο
πραξικόπημα των Μ.Μ.Ε.
Ήταν τόσο το μίσος τους, που πίστεψαν οι
ίδιοι τη δική τους προπαγάνδα! Ο μισητός Chávez έπεσε, η δημοκρατία
θριάμβευσε… Αυτά έλεγαν τα ιδιωτικά κανάλια στην Βενεζουέλα που ανήκουν
στην «αντιπολίτευση»…Ο Αντιναύαρχος Victor Ramírez Pérez σε ζωντανή
μετάδοση στο τηλεοπτικό κανάλι Venevisión, το οποίο κατέχει το 67% του
μεριδίου τηλεθέασης στη Βενεζουέλα, νομίζοντας πως το πραξικόπημα των
Μ.Μ.Ε πέτυχε δηλώνει : « Είχαμε ένα μεγάλο όπλο : τα μέσα ενημέρωσης. Και, αφού μου δίνεται η ευκαιρία, θα ήθελα να σας συγχαρώ» (Monde diplomatique: Dans les laboratoires du mensonge au Venezuela http://www.monde-diplomatique.fr/2002/08/LEMOINE/92140
Ο τηλεοπτικός σταθμός Venevisión
ιδιοκτησίας του πλουσιότερου ανθρώπου της χώρας, Gustavo Alfredo
Cisneros, κάτοχος μίας σειράς εταιριών Μ.Μ.Ε σε σαράντα χώρες με σχεδόν
30.000 εργαζόμενους, έχει πρόσβαση σε περισσότερους από 500 εκατομμύρια
ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μερικές από τις επιχειρήσεις Μ.Μ.Ε του
Cisneros είναι: Direct TV, Latin America, Univision, America Online, Tel
Cel, Caracol TV, Canal 13, Chilevisiόn, Galavisiόn, Playboy TV Latin
America, Playboy TV International, Vale TV, Via Digital, AOL Latin
America. Γενικά, στην Βενεζουέλα μια ντουζίνα άνθρωποι σαν τον Cisneros
διαθέτουν το 95% των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων και κυριολεκτικά
μονοπωλούν τον γραπτό τύπο.
Λογικά όλα αυτά, αν δεχτούμε βέβαια πως η
παραχώρηση του δημόσιου αγαθού της πληροφόρησης στους φορείς του
ιδιωτικού τομέα, σχετίζεται με την προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας να
αναπαράγεται και με κάθε δυνατό τρόπο να φροντίζει ώστε οι αγορές να
μένουν «ελεύθερες». Άλλωστε, η ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα
στην πληροφορία είναι όροι συναφείς με την ελευθερία των αγορών και των
ιδιωτικών ομίλων.
Όχι;
Εάν αναρωτιόμαστε, καλό θα ήταν να
στρέψουμε το βλέμμα μας στην Ελλάδα με αφορμή τις τηλεοπτικές άδειες.
Τις άδειες αυτές τις διεκδίκησαν μια χούφτα ανθρώπων που ελέγχουν ήδη
τηλεοπτικά κανάλια, ασφαλιστικές, εφοπλιστικές και κατασκευαστικές
εταιρείες, ποδοσφαιρικές ομάδες, τα δικαιώματα για αναμεταδόσεις
αθλητικών αγώνων, και μέσω διασταυρωμένων συμμαχιών το μεγαλύτερο μέρος
του έντυπου τύπου, τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες, γενικά, σχεδόν,
όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής.
Οι ενδιαφερόμενοι για τις τηλεοπτικές
άδειες παρά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και τις διαφοροποιήσεις τους,
ομονοούν επί της ουσίας, όταν πρόκειται να μιλήσουν για οικονομία της
αγοράς, για τις ανεμπόδιστες από θεσμικές παρεμβάσεις αληλοσυνδεόμενες
δραστηριότητες τους, για το κοινοβουλευτικό καθεστώς ή την αστική
δημοκρατία. Στον αντίποδα, τους διακρίνει μια ασίγαστη εχθρότητα
απέναντι σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε δεν ανήκει στην κυρίαρχη τάξη
τους, και μίσος απέναντι σε ό,τι περιλαμβάνουν οι γενολογικοί όροι:
αριστερά, κομμουνισμός, εργατικά δικαιώματα, σωματεία, συλλογικότητες,
αλληλεγγύη κ.λ.π.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην Βενεζουέλα και ας θέσουμε ένα νέο ερώτημα: γιατί, άραγε, τόσο μίσος;
Γιατί, εκεί που οι Ευαγγελιστές της
νεοφιλελεύθερης θεολογίας είχαν καταστήσει σχεδόν αδύνατη κάθε
εναλλακτική λύση απέναντι στο δόγμα της αγοράς, το παράδειγμα της
Βενεζουέλας, είχε γίνει σημείο αναφοράς για τα πιο φτωχά στρώματα σε
ολόκληρη την Λατινική Αμερική, και απειλούσε τον νεο-φιλελλευθερισμό,
στο Πουέρτο Ρίκο, στο Περού, στη Βραζιλία, την Αργεντινή, τον Ισημερινό,
και γενικά όλη την «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.
Ο Hugo Rafael Chávez όχι μόνο έγραψε στα
παλαιότερα των υποδημάτων του τις πολιτικές «αναδιάρθρωσης της
οικονομίας» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά: κατάργησε τα δίδακτρα εγγραφής μαθητών στο σχολικό σύστημα. Χάρισε
σε πέντε εκατομμύρια φτωχούς και περιθωριοποιημένους πολίτες,
ιθαγενείς στην πλειονότητα τους, οι οποίοι δεν είχαν δελτία ταυτότητας,
την αξιοπρέπεια τού να είσαι πολίτης. Κρατικοποίησε την
(ιδιωτικοποιημένη) κύρια εταιρεία τηλεπικοινωνιών της χώρας, την
εταιρεία ηλεκτρισμού του Καράκας, καθώς και τα κοιτάσματα πετρελαίου του
Ορενόκ. Περισσότερα από τρία εκατομμύρια εκτάρια γης μοιράστηκαν στους
ακτήμονες, και χιλιάδες πρωτοβάθμιοι σταθμοί ιατρικής περίθαλψης
εγκαινιάστηκαν στις λαϊκές συνοικίες. Η εβδομαδιαία διάρκεια της
εργασίας πέρασε από τις 44 στις 36 ώρες, ενώ ο ελάχιστος μισθός έφτασε
τα 204 ευρώ το μήνα – ο δεύτερος μεγαλύτερος στη Λατινική Αμερική μετά
την Κόστα Ρίκα. Η παραγωγή βασικών ειδών διατροφής επιχορηγείται και τα
προϊόντα της πωλούνται, στους πιο φτωχούς, σε τιμές κατά 42% χαμηλότερες
από εκείνες της αγοράς. (Monde diplomatique: Από τον Φιντέλ Κάστρο στο δαίμονα Ούγκο Τσάβες Δεκέμβριος 2007)
Επομένως, γίνεται αντιληπτό για ποιο
λόγο η δεσπόζουσα τάξη, διαθέτοντας ανεξάντλητους οικονομικούς πόρους
και μια τεράστια προπαγανδιστική μηχανή, χρησιμοποίησε τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης για να δημιουργηθεί ένας εφιάλτης σε μια χώρα προικισμένη και
ευνοημένη με ατελείωτες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Δεν πρέπει να
υποτιμήσουμε το μέγεθος του επιτεύγματός της…
Οι ΗΠΑ, λοιπόν, αφού πρώτα διόρισαν
πρόεδρος της Βενεζουέλας τον Pedro Francisco Carmona ιδιοκτήτη της
εταιρείας πετροχημικών Industrias Venoco, έσπευσαν να χαιρετίσουν το
πραξικόπημα που χρηματοδότησαν, και να το χαρακτηρίσουν ως «νόμιμη πράξη» και «θέληση του λαού» τονίζοντας ότι η Βενεζουέλα «θα περάσει σε μία νέα περίοδο δημοκρατίας και ηρεμίας» καθώς οι πραξικοπηματίες θα διαμορφώσουν « ένα σταθερό δημοκρατικό πλαίσιο » ! Με την σειρά του το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι θα είναι «εξαιρετικά ευτυχές να παρέχει νέα δάνεια σε μία μεταβατική κυβέρνηση».
Όμως το μιντιακό πραξικόπημα κράτησε
μόλις 40 ώρες γιατί ο λαός αρνήθηκε να αποδεχτεί την κατάλυση της αστικά
νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης.
Ωστόσο, είχε ήδη επισημανθεί η εύθραυστη ισορροπία στην Βενεζουέλα. Αντιγράφουμε από το βιβλίο «Άσπρα Μαντίλια στην Plaza de Mayo» εκδόσεις ΚΨΜ: «[…]Η
Βενεζουέλα σήμερα έχει μεγάλο πρόβλημα γιατί πολυεθνικές εταιρείες
εξακολουθούν και ελέγχουν τις εισροές των εισαγωγών τεχνολογίας,
βιομηχανικών ανταλλακτικών και τροφίμων. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο
μέρος της αγοράς τροφίμων εξακολουθεί να το ελέγχει η Empresas Polar,
του μεγιστάνα Lorenzo Mendosa με χρονιάτικα έσοδα 6,5 δισεκατομμυρίων
δολαρίων. Ο όμιλος έχει επενδύσει σε τράπεζες, σε βιομηχανίες
πετροχημικών και πετρελαίου και ελέγχει τα μεγάλα super market της
Βενεζουέλας.
Το αποτέλεσμα είναι ό,τι
κερδίζει η Βενεζουέλα από τις πωλήσεις σε πετρέλαιο να το χάνει σε
πανάκριβες αναγκαστικές εισαγωγές. Και την ζυγαριά, (οικονομικό
σαμποτάζ, τιμές πετρελαίου, φυγή κεφαλαίων κτλπ), εξακολουθεί να την κρατάει το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και το σπαθί οι ΗΠΑ.
Για να καταλάβουμε πόσο
εύθραυστη είναι η μπολιβαριανή κυβέρνηση, αρκεί να σκεφτούμε ότι η
Βενεζουέλα πληρώνει ένα μεγάλο μέρος των εισαγόμενων τροφίμων, εισάγει
το 70% των προϊόντων που καταναλώνει και που πωλούνται από δημόσια
καταστήματα σε τιμές κατά 42% χαμηλότερες από εκείνες της ιδιωτικής
αγοράς, με εκδόσεις κρατικών ομολόγων και από τα συναλλαγματικά
αποθέματα που προσφέρει το πετρέλαιο.
Η Βενεζουέλα
απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί σοσιαλιστική χώρα. Ο έλεγχος των
μέσων παραγωγής της Βενεζουέλας ήταν άτολμος και χωρίς ξεκάθαρο ταξικό
προσανατολισμό. Έτσι κι αλλιώς η όποια εθνικοποίηση δεν συνεπάγεται και
ανακατανομή του εισοδήματος ανάμεσα στο λαό.
Επίσης οι υποσχέσεις για έλεγχο
της εξουσίας από τα κάτω, για ένα σοσιαλισμό που θα ωφελούσε τους
εργάτες και τους πτωχούς αγρότες, έστω και αν αρκετές πολιτικές
αποφάσεις είχαν σκοπό την υπέρβαση των νόμων του καπιταλισμού,
αποδείχτηκαν κενό γράμμα. Όμως τα μαζικά κοινωνικά προγράμματα σε
παιδεία, υγεία, αναδιανομή της γης και η ανάπτυξη των συνεταιρισμών
πέτυχαν προσφέροντας μια ανακούφιση […]».
Όταν γράφουμε,
συνήθως, δεν προσφεύγουμε σε τσιτάτα τα οποία ενδεχομένως θα μας
επέτρεπαν να οδηγηθούμε σε επιθυμητά συμπεράσματα. Παρ΄όλα αυτά, θα
κάνουμε μια εξαίρεση και θα καταφύγουμε στον Γερμανό δραματικό ποιητή
Gotthold Lessing ο οποίος έγραψε πως: «Η αξία ενός ανθρώπου δεν
έγκειται στην αλήθεια που κάποιος κατέχει ή υποθέτει πως κατέχει αλλά
στην ειλικρινή προσπάθεια που κάνει για να την προσεγγίσει». (Nuccio Ordine: Η Χρησιμότητα του Άχρηστου Εκδόσεις Άγρα).
Σε αυτό το αξιακό σύστημα του Λέσσινγκ
σίγουρα δεν ανήκουν όσοι έχουν καταφέρει να συμμετέχουν στην δράκα
αυλικών της οικονομικής εξουσίας, όσοι είναι ανίκανοι να δουν πέρα από
το προφανές, όσοι αδιαφορούν για τα δημόσια πράγματα και την ιστορία,
και όσοι είναι φορείς-άκοπα-μιας ωφελιμιστικής ηθική, της τάξης που
εκπροσωπούν.
Ο περισσότερος κόσμος, μετά από
μακροχρόνια μαζική χειραγώγηση, είναι εύτρωτος και ευσυγκίνητος μόνο σε
ό,τι αφορά στο άμεσο, αδιαφορώντας για τις απόμακρες κοινωνικές δυνάμεις
που το καθορίζουν, καθώς ζει στο καθημερινό καβούκι του και εκτελεί τον
υπηρετικό ρόλο του.
Σε αυτήν την εποχή της μαζικής
χειραγώγησης, η βάρβαρη ολότητα της αστικής εξουσίας γίνεται αποδεκτή ως
δεδομένη. Στην ουσία, δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με μια συναίνεση της
άρνησης που αποκλείει κάθε διαλεύκανση των γεγονότων. Το πλαίσιο αυτό
μας επιτρέπει να καταλάβουμε πως η ελευθερία λόγου και πληροφόρησης που
βιώνουμε είναι προϊόν ανελεύθερων κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες
ζούμε. Η ελευθερία επιλογής μας εξαρτάται και συναρτάται από την
λειτουργία ενός πλέγματος μιντιακών οργανισμών που επιλέγουν,
κατασκευάζουν και διαχειρίζονται τα πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά
γεγονότα.
Η οθόνη προστάζει και οι διαταγές είναι
υποχρεωτικές. Πρέπει να γίνεις, να ταυτιστείς με τον «διάσημο του
Survivor» για να είσαι, για να υπάρξεις, σε μια κοινωνία που η ουσία της
ύπαρξής της είναι η μαζική χειραγώγηση. Έτσι, μετατοπίζεται η προσοχή
από τις απάνθρωπες κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης στον εξωραϊσμό του
μηδαμινού. Η εκμαυλιστική αυτή εικόνα εξοβελίζει την κριτική σκέψη και
αχρηστεύει, ακρωτηριάζει ψυχικά τον άνθρωπο. Όλα αυτά γιατί η εξουσία
δεν διαθέτει την απόλυτη ισχύ για να επιβληθεί και να κυριαρχήσει
ολοκληρωτικά πάνω στον άνθρωπο. Χρειάζεται την χειραγώγηση για να
περιορίζει, να δεσμεύει, και να ελέγχει τα εξουσιαζόμενα υποκείμενα.
Ωστόσο, το πρότυπο της
σαπισμένης μιντιακής δημοκρατίας το περιέγραψε καλύτερα από όλους ο
πρόεδρος του Εκουαδόρ, Rafael Vicente Correa Delgado: «Η
δημοκρατία είναι καλή, έως την ημέρα που αρχίζουν να απειλούνται τα
συμφέροντα της ολιγαρχίας, έως την ημέρα που μια κυβέρνηση προτίθεται να
κάνει αναδιανομή του εθνικού πλούτου. Εκείνη τη στιγμή ξυπνά η
επιθετικότητα του τύπου […]».
Πέρα όμως από τα παραπάνω γεγονότα, η
σημερινή βία στην Βενεζουέλα πατάει στην υπάρχουσα αγανάκτηση και
δυσαρέσκεια, ακόμα και μεγάλης μερίδας της εργατικής τάξης. Η εργατική
τάξη είναι διαιρεμένη στο εσωτερικό της, ανάμεσα στο προσάναμμα της
πραγματικής πολιτικής τής ταυτότητας και τη λανθάνουσα διάβρωσή της από
τις αστικές πρακτικές. Όπως, όμως, απέδειξε η ιστορία, το στοίχημα της
οικοδόμησης, έστω και μιας ισχνής μορφής σοσιαλισμού, σε μια μόνο χώρα,
όταν παντού τριγύρω κυριαρχεί ο καπιταλισμός, και μάλιστα χωρίς διάθεση
να συγκρουστεί με τους μονοπωλιακούς ομίλους που ελέγχουν την παραγωγή,
είναι καταδικασμένο να αποτύχει…
ΥΓ: ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα κήρυξε το Μάρτιο του 2015, με διάταγμα τη Βενεζουέλα «απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ».