Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή κι ο Αστερίξ από τους Ολυμπιακούς
Αγώνες; Προφανώς όχι. Κι ας μην είναι μαγικός ζωμός αυτό που παίρνουν
σήμερα διάφοροι αθλητές, για να πετύχουν ρεκόρ και διακρίσεις. Κι ας μην
μπορεί ο ίδιος ο Αστερίξ να ξύσει το αυτί με το πόδι του, όπως ο
Ιντεφίξ και ο Αυτοματίξ. Ο οποίος δεν μπορεί να υποφέρει την έμπνευση
του Κακοφωνίξ και την ιδέα να συνθέσει έναν ολυμπιακό ύμνο (που πόσο
χειρότερος θα μπορούσε αλήθεια να είναι από μερικά σύγχρονα μουσικά
σήματα;), αλλά αν δεν είχε τραγουδήσει ο τελευταίος, δε θα είχαν φύγει
οι Βησιγότθοι από το δωμάτιο, στο μοναδικό πανδοχείο της Αρχαίας
Ολυμπίας.
Η ιστορία ξεκινάει με γκολ από τα αποδυτήρια, ήδη από τη δεύτερη σελίδα, δίνοντας απάντηση στο προαιώνιο υπαρξιακό (κι επαναστατικό) ερώτημα "τι να κάνουμε", που το έθεσε με άλλο τρόπο στην εποχή τους ο Λένιν και λίγο πριν, ο Τσερνισέφσκι. Κι η απάντηση του σφου Οβελίξ είναι: τη σούπα με τα μανιτάρια. Αν κι είναι πολύ λογικό να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στους Γαλάτες, για ένα τόσο κομβικό ζήτημα της επαναστατικής θεωρίας. Κι έτσι να γίνονται από δέκα γαλατικά χωριά χωριάτες, όπως στις μικρές οργανώσεις-γκρούπες του εξωκοινοβουλίου, όπου δε βρίσκουν συχνά Ρωμαίους να εκτονωθούν, και πλακώνονται μεταξύ τους, για να μονιάσουν αργότερα. Και μπορεί κάποια στελέχη τους να απολαμβάνουν την καθολική αναγνώριση των σφων τους που τους θεωρούν ένα είδος δρουίδη του ριζοσπαστικού κινήματος, αλλά δεν έχουν έτοιμη την παραμικρή συνταγή, όχι μόνο για την κοινωνία του μέλλοντος, αλλά -προπαντός- για το μαγικό ζωμό. Κι αυτή είναι μια μικρή σημαντική λεπτομέρεια, που τείνουν να ξεχνάνε, όταν πηγαίνουν για... "σύγκρουση", πχ με τα ΜΑΤ ή με τον τοίχο απέναντι.
Το βασικό πάντως είναι να ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι, όπως σημειώνει πολύ σωστά ο σφος Οβελίξ. Που νευριάζει., γιατί δεν του εξηγεί ποτέ κανείς τίποτα, γιατί κανείς δεν εχτιμά (έτσι, με "χ" είναι και στο πρωτότυπο) την πανουργία του με τη χύτρα ή όταν του πετάνε κλαριά στο δάσος κι αυτός απαντά με κορμούς δέντρων, για λόγους ισότητας και παραδειγματισμού και όταν τον αποκαλούν "χοντρό" ενώ στην πραγματικότητα έχει απλώς χαμηλό στήθος. Και φυσικά γιατί δεν του δίνουν ποτέ να πιει λίγο μαγικό ζωμό, λες κι είναι απόκληρος σφος β' κατηγορίας, και στο Φεστιβάλ θα μπορούσε να χορέψει ζεμπεκιά το "σαν απόκληρος γυρίζω", αν δε φοβόταν μην ακούσει τα ίδια και χειρότερα με το γγ (για το χοντρό, που χορεύει, ενώ ο κόσμος καίγεται, κτλ). Και τέλος πάντων, μπορεί να μη γνωρίζει τόόσο πολλά, όπως ποιος είναι αυτός ο Πειραιάς και αυτή η Ακρόπολη, αλλά η βασική του δυσκολία είναι να καταλάβει το καταστατικό και τους κανονισμούς που επικρατούν σε αυτή τη χώρα για τις χύτρες, με τις διάφορες περίεργες απαγορεύσεις. Οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τον ψυχισμό του, οδηγώντας τον στην αμέσως επόμενη ιστορία (με βάση την κανονική, γαλλική σειρά) στο κυνήγι του χρήματος, για να γεμίσει με λεφτά μια χύτρα.
Κανείς όμως δεν είναι πιο ευαίσθητος από ένα κοπάδι αγριογούρουνα (ο ορισμός του Πανοραμίξ για τη φράση "ένα σωστό διαιτολόγιο" για τους αθλητές), που αν δεν τραφούν με τη σειρά τους σωστά, θα επηρεάσουν την απόδοση των διαγωνιζόμενων. Οι Γαλάτες το γνωρίζουν πολύ καλά και προχωρούν σε μια υποδειγματική (αυτο)κριτική για τα αίτια της ήττας του Αστερίξ, που τα διερευνά σε βάθος, χωρίς να ψάχνει για δικαιολογίες.
Τα αγριογούρουνα έφαγαν κάτι αηδίες, ο αγωνιστικός χώρος ήταν βαρύς, όπως και το κλίμα, και το κοινό ήταν πολύ πιο ευγενές παλιότερα -στα χρόνια του Μαθουσαλίξ.
Πάνω κάτω δηλ οι αιτίες της διάλυσης της Σοβιετίας που αγαπήσαμε. Υπόδειγμα (αυτο)κριτικής για κάθε σφο-κομμουνιστή.
Η διεισδυτική ματιά του Γκοσινί -χωρίς να κάνει κάποια σπουδαία κοινωνική ανάλυση από ταξική σκοπιά- εντοπίζει ένα βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας όπου σχεδόν όλα λειτουργούν με βάση τους γνωστούς, τους κολλητούς και τους συγγενείς, και περιστρέφονται γύρω από το φαΐ (όταν δεν είναι μέλανας ζωμός) και τη νυχτερινή διασκέδαση.
Κι ο Αστερίξ βγαίνει κατά μία έννοια πατριωτάκι, με την έννοια του Ρωμιού (δηλ του απόγονου των Ρωμαίων ή μάλλον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Κι η ρωμαϊκή του καρδιά ξεσπά κι αγανακτεί, βλέποντας να αμφισβητούν τη... ρωμιοσύνη του, αφού οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει (σχεδόν όλη) τη Γαλατία (μετά από την Αλεζία-Βάρκιζα, όπου ο Βερσινζετορίξ πέταξε τα όπλα του -πάνω- στα πόδια του Καίσαρα) και μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους αγώνες, εκτός από τους Έλληνες.
Μια αντίδραση, που στην υπερβολή της, θυμίζει κάτι από το πανηγυράκι του "μένουμε Ευρώπη" κι όσους μαζεύτηκαν για να διαδηλώσουν την ευρωπαϊκή (και όχι στενά εθνική) τους συνείδηση. Που θεωρητικά υπερβαίνει το έθνος-κράτος και το στείρο εθνικισμό, αλλά στην πράξη αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, και κατορθώνει να είναι το ίδιο ηλίθια και μεγαλοϊδεατική, από τους ίδιους ανθρώπους που τον περασμένο αιώνα μας εκτελούσαν ως απάτριδες (επειδή υπερασπιστήκαμε την πατρίδα από τους κατακτητές). Κι είναι τόσο κιτς βαρβαρισμός, που νομίζω πως ακόμα και οι Βησιγότθοι -που έδιωξε ο Κακοφωνίξ με τη μουσική του- θα αγανακτούσαν και θα έφευγαν.
Στην ιστορία θίγονται επίσης:
-το αθάνατο ολυμπιακό πνεύμα, του οπαδού που -όπως κι ο Μαζεστίξ- καταλαβαίνει τον αθλητισμό, χωρίς αβεβαιότητες.
-το σεξισμό με τον αποκλεισμό των γυναικών από τους αγώνες (συμμετοχή και παρακολούθηση) που δεν έσπασε τόσο απότομα κι "αυτονόητα", όπως πιστεύεται ίσως, στη σύγχρονη εκδοχή τους.
-το νόμο του Μέρφι με το μπάνιο του Μαζεστίξ, που ταλαιπωρεί -φαντάζομαι- κι άλλους σφους, καθώς κάθε φορά που μπαίνουν στη μπανιέρα (ή τη σκάφη, ό,τι προτιμά ο καθένας), κάτι τυχαίνει και τους διακόπτει. Τα ίδια και πέρσι, τα ίδια και πρόπερσι... (να δούμε φέτος αν θα σταθούμε πιο τυχεροί).
-και το καυστικό σχόλιο για το πώς κατακτούνται τα μετάλλια, που σε πλήρη εναρμόνιση με τη σύζυγο του Καίσαρα, πρέπει να φαίνονται τίμια (προς τα έξω), χωρίς να είναι απαραίτητα τέτοια (και πιθανότατα δεν είναι).
Το τέλος βρίσκει το σφο αναγνώστη ασφαλώς ευχαριστημένο. Πιο ευχαριστημένο από τον (για μια και μοναδική φορά) Καίσαρα, που του έφεραν έναν κότινο -για να χαρεί κι αυτός- ο Μούσκουλους κι ο Ντουβάριους. Και σε φρενήρες σχεδόν παραλήρημα χαράς, σαν τους δύο Κολοσσούς της Ρόδου, μετά το συναπάντημά τους με τον Οβελίξ: α-χα, α-χα. Με τέτοιο ηθικό, που του έρχεται να πάρει μια σκούπα και να τα σαρώσει σχεδόν όλα, προσέχοντας να κάνει καλά τις γωνίες (όπως ο Λένιν στην αφίσα που σαρώνει τους καπιταλιστές από την υδρόγειο).
Η ιστορία ξεκινάει με γκολ από τα αποδυτήρια, ήδη από τη δεύτερη σελίδα, δίνοντας απάντηση στο προαιώνιο υπαρξιακό (κι επαναστατικό) ερώτημα "τι να κάνουμε", που το έθεσε με άλλο τρόπο στην εποχή τους ο Λένιν και λίγο πριν, ο Τσερνισέφσκι. Κι η απάντηση του σφου Οβελίξ είναι: τη σούπα με τα μανιτάρια. Αν κι είναι πολύ λογικό να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στους Γαλάτες, για ένα τόσο κομβικό ζήτημα της επαναστατικής θεωρίας. Κι έτσι να γίνονται από δέκα γαλατικά χωριά χωριάτες, όπως στις μικρές οργανώσεις-γκρούπες του εξωκοινοβουλίου, όπου δε βρίσκουν συχνά Ρωμαίους να εκτονωθούν, και πλακώνονται μεταξύ τους, για να μονιάσουν αργότερα. Και μπορεί κάποια στελέχη τους να απολαμβάνουν την καθολική αναγνώριση των σφων τους που τους θεωρούν ένα είδος δρουίδη του ριζοσπαστικού κινήματος, αλλά δεν έχουν έτοιμη την παραμικρή συνταγή, όχι μόνο για την κοινωνία του μέλλοντος, αλλά -προπαντός- για το μαγικό ζωμό. Κι αυτή είναι μια μικρή σημαντική λεπτομέρεια, που τείνουν να ξεχνάνε, όταν πηγαίνουν για... "σύγκρουση", πχ με τα ΜΑΤ ή με τον τοίχο απέναντι.
Το βασικό πάντως είναι να ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι, όπως σημειώνει πολύ σωστά ο σφος Οβελίξ. Που νευριάζει., γιατί δεν του εξηγεί ποτέ κανείς τίποτα, γιατί κανείς δεν εχτιμά (έτσι, με "χ" είναι και στο πρωτότυπο) την πανουργία του με τη χύτρα ή όταν του πετάνε κλαριά στο δάσος κι αυτός απαντά με κορμούς δέντρων, για λόγους ισότητας και παραδειγματισμού και όταν τον αποκαλούν "χοντρό" ενώ στην πραγματικότητα έχει απλώς χαμηλό στήθος. Και φυσικά γιατί δεν του δίνουν ποτέ να πιει λίγο μαγικό ζωμό, λες κι είναι απόκληρος σφος β' κατηγορίας, και στο Φεστιβάλ θα μπορούσε να χορέψει ζεμπεκιά το "σαν απόκληρος γυρίζω", αν δε φοβόταν μην ακούσει τα ίδια και χειρότερα με το γγ (για το χοντρό, που χορεύει, ενώ ο κόσμος καίγεται, κτλ). Και τέλος πάντων, μπορεί να μη γνωρίζει τόόσο πολλά, όπως ποιος είναι αυτός ο Πειραιάς και αυτή η Ακρόπολη, αλλά η βασική του δυσκολία είναι να καταλάβει το καταστατικό και τους κανονισμούς που επικρατούν σε αυτή τη χώρα για τις χύτρες, με τις διάφορες περίεργες απαγορεύσεις. Οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τον ψυχισμό του, οδηγώντας τον στην αμέσως επόμενη ιστορία (με βάση την κανονική, γαλλική σειρά) στο κυνήγι του χρήματος, για να γεμίσει με λεφτά μια χύτρα.
Κανείς όμως δεν είναι πιο ευαίσθητος από ένα κοπάδι αγριογούρουνα (ο ορισμός του Πανοραμίξ για τη φράση "ένα σωστό διαιτολόγιο" για τους αθλητές), που αν δεν τραφούν με τη σειρά τους σωστά, θα επηρεάσουν την απόδοση των διαγωνιζόμενων. Οι Γαλάτες το γνωρίζουν πολύ καλά και προχωρούν σε μια υποδειγματική (αυτο)κριτική για τα αίτια της ήττας του Αστερίξ, που τα διερευνά σε βάθος, χωρίς να ψάχνει για δικαιολογίες.
Τα αγριογούρουνα έφαγαν κάτι αηδίες, ο αγωνιστικός χώρος ήταν βαρύς, όπως και το κλίμα, και το κοινό ήταν πολύ πιο ευγενές παλιότερα -στα χρόνια του Μαθουσαλίξ.
Πάνω κάτω δηλ οι αιτίες της διάλυσης της Σοβιετίας που αγαπήσαμε. Υπόδειγμα (αυτο)κριτικής για κάθε σφο-κομμουνιστή.
Η διεισδυτική ματιά του Γκοσινί -χωρίς να κάνει κάποια σπουδαία κοινωνική ανάλυση από ταξική σκοπιά- εντοπίζει ένα βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας όπου σχεδόν όλα λειτουργούν με βάση τους γνωστούς, τους κολλητούς και τους συγγενείς, και περιστρέφονται γύρω από το φαΐ (όταν δεν είναι μέλανας ζωμός) και τη νυχτερινή διασκέδαση.
Κι ο Αστερίξ βγαίνει κατά μία έννοια πατριωτάκι, με την έννοια του Ρωμιού (δηλ του απόγονου των Ρωμαίων ή μάλλον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Κι η ρωμαϊκή του καρδιά ξεσπά κι αγανακτεί, βλέποντας να αμφισβητούν τη... ρωμιοσύνη του, αφού οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει (σχεδόν όλη) τη Γαλατία (μετά από την Αλεζία-Βάρκιζα, όπου ο Βερσινζετορίξ πέταξε τα όπλα του -πάνω- στα πόδια του Καίσαρα) και μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους αγώνες, εκτός από τους Έλληνες.
Μια αντίδραση, που στην υπερβολή της, θυμίζει κάτι από το πανηγυράκι του "μένουμε Ευρώπη" κι όσους μαζεύτηκαν για να διαδηλώσουν την ευρωπαϊκή (και όχι στενά εθνική) τους συνείδηση. Που θεωρητικά υπερβαίνει το έθνος-κράτος και το στείρο εθνικισμό, αλλά στην πράξη αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, και κατορθώνει να είναι το ίδιο ηλίθια και μεγαλοϊδεατική, από τους ίδιους ανθρώπους που τον περασμένο αιώνα μας εκτελούσαν ως απάτριδες (επειδή υπερασπιστήκαμε την πατρίδα από τους κατακτητές). Κι είναι τόσο κιτς βαρβαρισμός, που νομίζω πως ακόμα και οι Βησιγότθοι -που έδιωξε ο Κακοφωνίξ με τη μουσική του- θα αγανακτούσαν και θα έφευγαν.
Στην ιστορία θίγονται επίσης:
-το αθάνατο ολυμπιακό πνεύμα, του οπαδού που -όπως κι ο Μαζεστίξ- καταλαβαίνει τον αθλητισμό, χωρίς αβεβαιότητες.
-το σεξισμό με τον αποκλεισμό των γυναικών από τους αγώνες (συμμετοχή και παρακολούθηση) που δεν έσπασε τόσο απότομα κι "αυτονόητα", όπως πιστεύεται ίσως, στη σύγχρονη εκδοχή τους.
-το νόμο του Μέρφι με το μπάνιο του Μαζεστίξ, που ταλαιπωρεί -φαντάζομαι- κι άλλους σφους, καθώς κάθε φορά που μπαίνουν στη μπανιέρα (ή τη σκάφη, ό,τι προτιμά ο καθένας), κάτι τυχαίνει και τους διακόπτει. Τα ίδια και πέρσι, τα ίδια και πρόπερσι... (να δούμε φέτος αν θα σταθούμε πιο τυχεροί).
-και το καυστικό σχόλιο για το πώς κατακτούνται τα μετάλλια, που σε πλήρη εναρμόνιση με τη σύζυγο του Καίσαρα, πρέπει να φαίνονται τίμια (προς τα έξω), χωρίς να είναι απαραίτητα τέτοια (και πιθανότατα δεν είναι).
Το τέλος βρίσκει το σφο αναγνώστη ασφαλώς ευχαριστημένο. Πιο ευχαριστημένο από τον (για μια και μοναδική φορά) Καίσαρα, που του έφεραν έναν κότινο -για να χαρεί κι αυτός- ο Μούσκουλους κι ο Ντουβάριους. Και σε φρενήρες σχεδόν παραλήρημα χαράς, σαν τους δύο Κολοσσούς της Ρόδου, μετά το συναπάντημά τους με τον Οβελίξ: α-χα, α-χα. Με τέτοιο ηθικό, που του έρχεται να πάρει μια σκούπα και να τα σαρώσει σχεδόν όλα, προσέχοντας να κάνει καλά τις γωνίες (όπως ο Λένιν στην αφίσα που σαρώνει τους καπιταλιστές από την υδρόγειο).