Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του Σπαρτιατισμού της νέας
Κοινωνίας, είναι η απουσία ταβερνών και καφενείων. Στα ρεστοράν φυσικά
μπορεί κανείς να πιει και καφέ και μπίρα και βότκα (τα κρασιά είναι πολύ
ακριβά, ώστε δεν τ’ αναφέρω καθόλου). Όμως καφενεία του δικού μας
τύπου, όπου να κάθεται κανείς ξαπλωμένος ατελείωτες ώρες να λιάζεται, να
καπνίζει ή να φωνασκεί και να παίζει χαρτιά και τάβλι, καθώς και
ταβέρνες του δικού μας τύπου, όπου ο μερακλής πελάτης γίνεται στουπί,
τραγουδάει και δημιουργεί «παρεξήγηση», δεν υπάρχουν καθόλου.
Όταν όμως γίνεται κανένα «επίσημο» γλέντι, τότε μονάχα θα καταλάβεις, ότι το θρυλικό «Ρούσικο μεθύσι» δεν έχει, όπως άλλοτες, την έννοια της αποχτήνωσης, αλλά της πιο ενθουσιασμένης εγκαρδιότητας. Το πιοτό, είναι κι εδώ το μαγικό ραβδί της Κίρκης, μα δεν μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε χοίρους, αλλά σε χαρούμενα παιδιά. (…) Αντίς για καφενεία και ταβέρνες, οι κεντρικοί δρόμοι και προ πάντων οι πλατείες είναι γεμάτες από κιόσκια, όπου πουλιούνται μήλα, αχλάδια, σταφύλια ή διάφορα νερά παρασκευασμένα με χυμούς φρούτων, καθώς και μεταλλικές σόδες ή τσάι. Ο κόσμος πίνει (ουρά κι εδώ) στο πόδι, πληρώνει και φεύγει αμέσως.
…
Η Μόσχα έχει πιότερα βιβλιοπωλεία από μπακάλικα και δεν έχει σκυλιά και γάτες…
Όλο τον Αύγουστο, που είμαστε εκεί, βρέχει σχεδόν κάθε απόγευμα. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τα πάντα δροσίζονται. Κι είναι ευχάριστα τη νύχτα, που ξαστερώνει, να περπατάει κανείς στους δρόμους που είναι άδειοι από κόσμο.
Γυναίκες; Δε θα συναντήσει λοιπόν κανείς γυναίκες της ηδονής να κάνουνε «τροτουάρ»; Ούτε καν ζεύγη ερωτευμένων να γλιστρούν αγκαλιά τοίχο-τοίχο ή να κάθονται στους πάγκους βυθισμένα στον ίλιγγο της... «συστολής του παντός εις εν και μόνον ον»;
…
Ωστόσο η πορνεία δεν έχει ολότελα λείψει. Αλλ’ ας δώσουμε πρώτα τα ιστορικό της, όπως το αφηγήθηκε η διευθύντρια ενός «προφυλακτόριουμ» της Μόσχας. Το «προφυλακτόριουμ» αυτό είναι ένα ίδρυμα, όπου μαζεύουν τις κοινές γυναίκες όχι μονάχα για να τις γιατρέψουν, μα και για να τις ηθικοποιήσουν. Πώς;
Εν πρώτοις είναι ολότελα ελεύθερες μέσα στο ίδρυμα! Κανένας δεν τις φυλάει. Αλλά περνάνε τόσο καλά, που δε θέλουν να φύγουν… Εκεί μένουν επί τρία περίπου χρόνια. Το πρωί κάνουνε τη θεραπεία τους, γυμνάζονται, μαθαίνουν γράμματα και τέχνη ή μουσική (φωνητική ή οργανική). Αφού γευματίσουν φεύγουνε στις 3 και πηγαίνουν σε ορισμένο εργοστάσιο πλεχτικής ή υφαντουργίας όπου δουλεύουν από τις 3 ½ έως στις 9 ½. Στις 10 πρέπει να ’χουν επιστρέψει στο ίδρυμα.
Άλλοτε τις στέλνανε να δουλεύουνε στο εργοστάσιο το πρωί. Αλλά μετά την εργασία, καμιά δεν επέστρεφε στο ίδρυμα νωρίς. Επειδή είχανε πολύ καιρό στη διάθεσή τους και κανείς δεν τις περιόριζε, κατεβαίνανε στην πόλη και ξοδεύανε όλες τους τις οικονομίες. Γιατί αυτού του επαγγέλματος οι γυναίκες δε λογαριάζουνε το χρήμα. Και πολλές απ’ αυτές ξαναπέφτανε στο βόρβορο.
Τότες αναγκάστηκε η διεύθυνση του ιδρύματος α) ν’ αλλάξει τις ώρες της δουλειάς (αντίς το πρωί να δουλεύουνε το απόγεμα) και β) να κρατάει από το μισθό τους ένα ποσοστό για να τους το δώσει την ημέρα, που θα φύγουν οριστικά απ’ εκεί.
Το αποτέλεσμα; Με τη διδασκαλία, την εργασία και την ελευθερία οι περισσότερες «αποκαθαίρονται» ηθικά και φτάνουνε να γίνουν από τις καλύτερες «ουντάρνικες» στα εργοστάσια, μέλη του κομμουνιστικού Κόμματος, δασκάλισσες, βιολινίστριες κ.τ.λ.
…
Οι βρεφικοί σταθμοί και οι παιδικοί κήποι είναι ιδρύματα πρώτης ανάγκης για την κολεχτιβιστική κοινωνία. Γιατί χάρη σ’ αυτά τα ιδρύματα:
α) Απαλλάσσεται η μάνα από την έγνοια του παιδιού και μπορεί να εξακολουθεί αμέριμνη τη δουλειά της στο εργοστάσιο ή στο γραφείο. Επίσης μπορεί να εξακολουθεί τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο, το Ινστιτούτο, την Ακαδημία γιατί πολλές από τις σπουδάστριες είναι παντρεμένες.
β) Ανατρέφεται το παιδί επιστημονικά δηλ. με όλους τους όρους της υγιεινής και της παιδαγωγικής, όπως δε θα μπορούσε να το αναθρέψει η μάνα του. Κι έτσι η νέα γενεά, όπως το θέλησε ο Λένιν, «γίνεται δυνατή και γερή με νεύρα και μπράτσα σιδερένια».
γ) Εξασφαλίζει την πραγματικήν ισότητα της γυναίκας με τον άντρα στο ζήτημα της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής. Δηλ. η μητρότητα δεν είναι ένα μειονέκτημα φυσικό στη γυναίκα, που να την εμποδίζει από τη δουλειά της και τα διάφορα κοινωνικά της καθήκοντα.
Όταν όμως γίνεται κανένα «επίσημο» γλέντι, τότε μονάχα θα καταλάβεις, ότι το θρυλικό «Ρούσικο μεθύσι» δεν έχει, όπως άλλοτες, την έννοια της αποχτήνωσης, αλλά της πιο ενθουσιασμένης εγκαρδιότητας. Το πιοτό, είναι κι εδώ το μαγικό ραβδί της Κίρκης, μα δεν μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε χοίρους, αλλά σε χαρούμενα παιδιά. (…) Αντίς για καφενεία και ταβέρνες, οι κεντρικοί δρόμοι και προ πάντων οι πλατείες είναι γεμάτες από κιόσκια, όπου πουλιούνται μήλα, αχλάδια, σταφύλια ή διάφορα νερά παρασκευασμένα με χυμούς φρούτων, καθώς και μεταλλικές σόδες ή τσάι. Ο κόσμος πίνει (ουρά κι εδώ) στο πόδι, πληρώνει και φεύγει αμέσως.
…
Η Μόσχα έχει πιότερα βιβλιοπωλεία από μπακάλικα και δεν έχει σκυλιά και γάτες…
Όλο τον Αύγουστο, που είμαστε εκεί, βρέχει σχεδόν κάθε απόγευμα. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τα πάντα δροσίζονται. Κι είναι ευχάριστα τη νύχτα, που ξαστερώνει, να περπατάει κανείς στους δρόμους που είναι άδειοι από κόσμο.
Γυναίκες; Δε θα συναντήσει λοιπόν κανείς γυναίκες της ηδονής να κάνουνε «τροτουάρ»; Ούτε καν ζεύγη ερωτευμένων να γλιστρούν αγκαλιά τοίχο-τοίχο ή να κάθονται στους πάγκους βυθισμένα στον ίλιγγο της... «συστολής του παντός εις εν και μόνον ον»;
…
Ωστόσο η πορνεία δεν έχει ολότελα λείψει. Αλλ’ ας δώσουμε πρώτα τα ιστορικό της, όπως το αφηγήθηκε η διευθύντρια ενός «προφυλακτόριουμ» της Μόσχας. Το «προφυλακτόριουμ» αυτό είναι ένα ίδρυμα, όπου μαζεύουν τις κοινές γυναίκες όχι μονάχα για να τις γιατρέψουν, μα και για να τις ηθικοποιήσουν. Πώς;
Εν πρώτοις είναι ολότελα ελεύθερες μέσα στο ίδρυμα! Κανένας δεν τις φυλάει. Αλλά περνάνε τόσο καλά, που δε θέλουν να φύγουν… Εκεί μένουν επί τρία περίπου χρόνια. Το πρωί κάνουνε τη θεραπεία τους, γυμνάζονται, μαθαίνουν γράμματα και τέχνη ή μουσική (φωνητική ή οργανική). Αφού γευματίσουν φεύγουνε στις 3 και πηγαίνουν σε ορισμένο εργοστάσιο πλεχτικής ή υφαντουργίας όπου δουλεύουν από τις 3 ½ έως στις 9 ½. Στις 10 πρέπει να ’χουν επιστρέψει στο ίδρυμα.
Άλλοτε τις στέλνανε να δουλεύουνε στο εργοστάσιο το πρωί. Αλλά μετά την εργασία, καμιά δεν επέστρεφε στο ίδρυμα νωρίς. Επειδή είχανε πολύ καιρό στη διάθεσή τους και κανείς δεν τις περιόριζε, κατεβαίνανε στην πόλη και ξοδεύανε όλες τους τις οικονομίες. Γιατί αυτού του επαγγέλματος οι γυναίκες δε λογαριάζουνε το χρήμα. Και πολλές απ’ αυτές ξαναπέφτανε στο βόρβορο.
Τότες αναγκάστηκε η διεύθυνση του ιδρύματος α) ν’ αλλάξει τις ώρες της δουλειάς (αντίς το πρωί να δουλεύουνε το απόγεμα) και β) να κρατάει από το μισθό τους ένα ποσοστό για να τους το δώσει την ημέρα, που θα φύγουν οριστικά απ’ εκεί.
Το αποτέλεσμα; Με τη διδασκαλία, την εργασία και την ελευθερία οι περισσότερες «αποκαθαίρονται» ηθικά και φτάνουνε να γίνουν από τις καλύτερες «ουντάρνικες» στα εργοστάσια, μέλη του κομμουνιστικού Κόμματος, δασκάλισσες, βιολινίστριες κ.τ.λ.
…
Οι βρεφικοί σταθμοί και οι παιδικοί κήποι είναι ιδρύματα πρώτης ανάγκης για την κολεχτιβιστική κοινωνία. Γιατί χάρη σ’ αυτά τα ιδρύματα:
α) Απαλλάσσεται η μάνα από την έγνοια του παιδιού και μπορεί να εξακολουθεί αμέριμνη τη δουλειά της στο εργοστάσιο ή στο γραφείο. Επίσης μπορεί να εξακολουθεί τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο, το Ινστιτούτο, την Ακαδημία γιατί πολλές από τις σπουδάστριες είναι παντρεμένες.
β) Ανατρέφεται το παιδί επιστημονικά δηλ. με όλους τους όρους της υγιεινής και της παιδαγωγικής, όπως δε θα μπορούσε να το αναθρέψει η μάνα του. Κι έτσι η νέα γενεά, όπως το θέλησε ο Λένιν, «γίνεται δυνατή και γερή με νεύρα και μπράτσα σιδερένια».
γ) Εξασφαλίζει την πραγματικήν ισότητα της γυναίκας με τον άντρα στο ζήτημα της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής. Δηλ. η μητρότητα δεν είναι ένα μειονέκτημα φυσικό στη γυναίκα, που να την εμποδίζει από τη δουλειά της και τα διάφορα κοινωνικά της καθήκοντα.