Σαν σήμερα, στις 25 Αυγούστου του 1912 γεννήθηκε ο Έριχ Χόνεκερ, ηγέτης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας,
Γενικός Γραμματέας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΕΣΚΓ)
από το 1971 έως το 1989 και Πρόεδρος της χώρας από το 1976 έως το 1989. Ο
Έριχ Χόνεκερ εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα από πολύ νωρίς. Το 1922
έγινε μέλος των Σπαρτακιστών και το 1929 μέλος του Κομμουνιστικού
Κόμματος Γερμανίας. Το 1937 καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση από το
ναζιστικό καθεστώς. Παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το 1945, ενώ στη συνέχεια
δραστηριοποιήθηκε μέσα από τις γραμμές του Ενιαίου Σοσιαλιστικού
Κόμματος Γερμανίας. Έφυγε από τη ζωή στις 29 του Μάη 1994, στη Χιλή,
όπου είχε καταφύγει διωκόμενος.
Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του «Για τα γεγονότα του 1989» (μετάφραση: Δέσποινα Μάρκου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992). Στο βιβλίο, κριτικά και αυτοκριτικά, ο Έριχ Χόνεκερ αναφέρεται στις επιτυχίες του σοσιαλισμού, στην προσφορά του νέου κοινωνικού συστήματος στην ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελπίδα και τη σιγουριά για την επικράτηση της κοινωνίας απαλλαγμένης από τη εκμετάλλευση, θέτει ερωτήματα για την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αναφέρεται στις αδυναμίες και αναζητά τα λάθη που έπαιξαν ρόλο στο πισωγύρισμα, και καταλογίζει ευθύνες στο κόμμα και στον εαυτό του.
Μπορεί να στενοχωρεί την αστική τάξη και τους υπηρέτες της, αλλά δεν ανήκω σ’ αυτούς που μετά την ήττα πετάνε τ’ όπλο τους και τρέχουν να κρυφτούν. Δεν το έκανα ούτε το 1933, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. Όταν είναι κανείς πεισμένος ότι ο σοσιαλισμός αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό, οφείλει με συνέπεια να ασχολείται με το ποιες συγκεκριμένες μορφές θα πάρει ο σοσιαλισμός στο μέλλον. Τη συνεπή αυτή στάση κρατάνε πολλά πρώην μέλη του ΕΣΚΓ, όσοι οργανώνουν νέες κομμουνιστικές ομάδες, ένα τμήμα των μελών του ΚΔΣ. Αυτή τη συνεπή στάση κρατάνε στη Γερμανία κυρίως το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (DKP) και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD). Η ύπαρξη και μόνο της ΓΛΔ, αυτού του τόσο κατασυκοφαντημένου από την αντίδραση «φαινομένου», έχει ασκήσει περισσότερη επίδραση στα διεθνή γεγονότα απ’ ό,τι υποθέτουν πολλοί σήμερα. Αυτό το είπε με μεγάλη πειστικότητα ένας ηλικιωμένος σύντροφος το Μάρτη του 1991, που παρέθεσε τα εξής στοιχεία:
Πώς καταφέραμε, για παράδειγμα, να έχουμε για όλα τα παιδιά μια θέση σε παιδικό σταθμό, και μάλιστα σχεδόν δωρεάν; Για το 60% των παιδιών υπήρχαν βρεφονηπιακοί σταθμοί και σταθμοί για όλα τα παιδιά από την πρώτη μέχρι και την τετάρτη τάξη του δημοτικού. Το κράτος και οι επιχειρήσεις πρόσφεραν τα μέσα για διακοπές, αθλητισμό, πολιτισμό και κοινωνικές ασχολίες. Τα χρηματικά μέσα των επιχειρήσεων εξασφάλιζαν τις εγγυήσεις για την πολυτεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, την ειδίκευση εργατών, αρχιτεχνιτών και μηχανικών.
Υπήρχε για όλους δεκαετής σχολική εκπαίδευση, σε μεγάλο βαθμό ανώτερες και επαγγελματικές σχολές, «καταφέρναμε» να έχουμε την απαραίτητη πρωτοπορία στη μόρφωση, διατροφή στα σχολεία και φροντίδα για τους ηλικιωμένους, λαϊκή αλληλεγγύη, ένα πλατιά διαμορφωμένο σύστημα υγείας, με πολυκλινικές, αναπαυτήρια που διευθύνονταν από τα συνδικάτα. Η νεολαία είχε προοπτική, τα παιδιά είχαν εξασφαλισμένη τη φροντίδα τους από την οικογένεια και την κοινωνία. Τα μέσα για τις κοινωνικές παροχές προέρχονταν από την κοινωνική ιδιοκτησία, από τα κέρδη της οικονομίας, που δεν πήγαιναν με τη μορφή κερδών στις τσέπες των λίγων, όπως στον καπιταλισμό. Όλα αυτά έχουν κάποια σχέση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Το μέτρο για τη ΓΛΔ ήταν πάντα, θέλοντας και μη, η ΟΔΓ. Ήταν ένα άνισο κυνηγητό. Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχα επισημάνει ότι η καθυστέρηση στη ΓΛΔ έφτανε το 30%. Δεν καταφέραμε να τη μειώσουμε, γιατί, όπως είπαμε, ήμασταν αποκομμένοι από τις αποφασιστικές επιστημονικοτεχνικές εξελίξεις. Ο στόχος της οικονομικής μας πολιτικής ήταν πάντα να ανεβάσουμε βήμα-βήμα το υλικό και πολιτιστικοπνευματικό επίπεδο της ζωής του λαού. Ήμουν και εξακολουθώ και σήμερα να είμαι πεισμένος ότι αυτό αποτελεί συστατικό του σοσιαλισμού και επέμενα να μείνουμε σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Παρ’ όλο που ο ανεφοδιασμός βελτιώθηκε αισθητά μετά το 8ο Συνέδριο το 1971, δεν κατορθώσαμε να εξακολουθήσουμε αναπόσπαστοι αυτή την τάση. Οι απαιτήσεις των ανθρώπων -ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και πολλοί που περνούσαν πολύ καλά-αυξάνονταν γρηγορότερα απ’ ό,τι οι υλικές μας δυνατότητες. Δε δώσαμε έγκαιρα την απαραίτητη προσοχή στις μονομερείς καταναλωτικές σκέψεις που πέρασαν πιεστικά στον κόσμο με διαφημιστικές εκστρατείες και διάφορες άλλες μεθόδους. Η καθημερινή ζωή γινόταν πιο δύσκολη με τα λεγόμενα εμπορεύματα που σπάνιζαν, εννοώ μόνο την κατάσταση με τα ανταλλακτικά που τόσο μας απασχολούσε και που προκαλούσε εκνευρισμούς, όπως ήταν επόμενο. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πάντα αρκετές εισαγωγές μπανάνας, αλλά νομίζω πως ζούσαμε καλύτερα, και κυρίως με μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ό,τι σήμερα στην «ελεύθερη οικονομία της αγοράς». Η ανεργία στην Ανατολική Γερμανία είναι σήμερα υψηλότερη απ’ ό,τι το 1932 στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Όσο αριστερά κι αν στέκεται κανείς, η κριτική στον καπιταλισμό απέχει πολύ από το να είναι σοσιαλισμός. Ο καπιταλισμός μπορεί να δεχτεί κριτική, ο σοσιαλισμός, όμως, όπως κι αν τον ορίσουμε, σημαίνει την εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί με ειρηνικό ή όχι τρόπο. Αυτή η θέση, που είχαν εκφράσει τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα μέχρι την τελευταία τους διάσκεψη το 1968, δεν έχει ακόμα αναιρεθεί. Πουθενά δεν είχε γραφτεί μέχρι τώρα ότι τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα θα υποχωρούσαν πάλι ειρηνικά μετά τη νικηφόρα επανάσταση. Και η πρακτική δείχνει ότι η «υποχώρηση» αυτή κάθε άλλο παρά ειρηνικά συντελείται. Αυτό αναιρείται από τις αδυσώπητες ενέργειες της αντίδρασης στη ΓΛΔ και τις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.
Πρέπει να αφήσουμε αυτή τη φιλοσοφία που «ανακάλυψαν» μερικοί άνθρωποι. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στις «ειρηνικές επαναστάσεις» ανήκουν στα λάθη εκείνα, για τα οποία ο Λένιν είπε κάποτε ότι δεν επιτρέπεται κανείς να τα αποδεχτεί. Αυτή τη στιγμή τα πράγματα μοιάζουν σαν ο καπιταλισμός να βρισκόταν στην πλήρη ακμή του κι ο κομμουνισμός να είχε συντριβεί τελείως. Σίγουρα, σε κάθε χώρα οι επαναστάτες σήμερα στέκονται μπροστά στο βασανιστικό ερώτημα, αν ήταν όλα όσα κάναμε τα τελευταία 75 χρόνια μάταια ή λαθεμένα. Μπορεί κανείς να διαλύσει ένα κομμουνιστικό κόμμα, όχι όμως την εργατική τάξη, και η εργατική τάξη θα χρειαστεί το μαρξιστικό της κόμμα, για να μπορέσει να σπάσει τα φράγματα πάνω στα οποία χτυπάει ο καπιταλισμός. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε μια λεπτομέρεια: Η Σοβιετική Ένωση μπορεί αυτή τη στιγμή να συγκλονίζεται και να συνταράσσεται εσωτερικά. Όμως, οι σοβιετικοί κομμουνιστές θα αντέξουν και πάλι με επιτυχία την επαναστατική δοκιμασία.
Η Σοβιετική Ένωση θα υπερασπίσει το σοσιαλισμό. Αυτό το οφείλει στην ιστορία και το μέλλον των λαών της Σοβιετικής Ένωσης και της ανθρωπότητας. Ορισμένοι άνθρωποι παραβλέπουν και άλλα γεγονότα, όπως για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια σοσιαλιστική Κίνα, μια χώρα με 1,2 δισεκατομμύρια κατοίκους σχεδόν. Υπάρχει το Βιετνάμ, το Λάος, η Βόρεια Κορέα. Ή ας πάρουμε τη σοσιαλιστική Κούβα, που με γενναιότητα υπερασπίζει τη σοσιαλιστική της επανάσταση, που παραμένει σταθερή παρά τις πραγματικά απάνθρωπες δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Ας πάρουμε τη Μέση Ανατολή, τις χώρες του Περσικού Κόλπου, ας πάρουμε τα κράτη και τους λαούς της Αφρικής που σήμερα δίκαια παρουσιάζουν στους πρώην αποικιοκράτες για 500 χρόνια αποικιακής εκμετάλλευσης το λογαριασμό που ξεπερνάει τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Ας πάρουμε τη Νότια και Κεντρική Αμερική και τη στάση που τα κράτη αυτά κρατάνε απέναντι στις ΗΠΑ. Θα είναι δύσκολο να δούμε σωστά την κατάσταση του κόσμου, τη μετατόπιση του εθνικού και κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, αν κοιτάξουμε μόνο από τη γερμανική, την ευρωπαϊκή σκοπιά. Φυσικά, μπορεί κανείς να κοιτάξει τον κόσμο έτσι όπως θέλει να τον δει. Αν θέλει, μπορεί μάλιστα να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς τάξεις και ταξική πάλη, χωρίς συγκρούσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, δεν μπορεί κανείς να εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης την πάλη των τάξεων που υπάρχει αντικειμενικά.
Μπορεί κανείς να αφαιρέσει το περιεχόμενο από την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, να την αποσπάσει από τον ορισμό που της έδινε ο Λένιν, όμως, θέλοντας και μη, η ζωή συνεχίζεται σύμφωνα με τους νόμους που αποκάλυψαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Το μέλλον θα δείξει – και στη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι το 1989-90 το εργατικό κίνημα δέχτηκε μια από τις μεγαλύτερες ήττες του. Στις περισσότερες πρώην σοσιαλιστικές χώρες παλινορθώνεται ο καπιταλισμός, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα αποδυναμώθηκε. Η διεθνής αστική τάξη κοιτάζει να καταστείλει κάθε προοδευτικό κίνημα. Δεν ήταν τα λάθη μιας περεστρόικα στη ΓΛΔ και τις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με όποια μορφή κι αν είχε, που οδήγησαν στη συντριβή του σοσιαλισμού. Οι αντιλήψεις για έναν δήθεν τρίτο δρόμο ήταν που οδήγησαν σ’ αυτή την καταστροφή. Η λεγόμενη «ελεύθερη οικονομία της αγοράς», η εισαγωγή της στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά διεύρυνση της εξουσίας του κεφαλαίου. Αυτό και η μεταφορά των δυτικών αξιών στην πρώην ΓΛΔ οδήγησε, όπως αναφέρεται και στην Αντιπρόταση της Κομμουνιστικής Πλατφόρμας μέσα στο ΚΔΣ για το Σχέδιο Προγράμματος του Κόμματος, στην απεριόριστη κυριαρχία του κεφαλαίου σ’ όλη τη Γερμανία, στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και στην εξάπλωση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα των ποταμών Όντερ-Νάισε. Κι αν δούμε την κατάσταση στην Πολωνία με ρεαλισμό, ουσιαστικά μέχρι τα σοβιετικά σύνορα.
Με την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη ΓΛΔ, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία θα αρχίσει να επιδρά κι εκεί η θεμελιώδης αντίθεση που αποκάλυψαν οι Μαρξ και Ένγκελς ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την ιδιωτική ιδιοποίηση. Η αντίθεση αυτή, όπως απέδειξε ιδιαίτερα ο Λένιν, αλλά και ο Χίλφερντινγκ νωρίτερα στο έργο του Το χρηματιστικό κεφάλαιο , είναι μια παγκόσμια αντίθεση, που θα λυθεί αναγκαστικά μόνο με τη δημιουργία μιας νέας, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ένα κόμμα, που σαν στόχο του έχει το σοσιαλισμό, πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η αστική τάξη για να διατηρήσει και να παλινορθώσει την κυριαρχία της, για να προφυλάξει και να κρατήσει τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας και ιδιοκτησίας, χρησιμοποιεί την ένοπλη εξουσία, τη βία και την τρομοκρατία.
Θα πρέπει να προφυλαχτούμε από τον ισχυρισμό ότι το καπιταλιστικό κράτος θα φοβηθεί δήθεν, θα παραιτηθεί από την προστασία του συντάγματός του. Στα παλιά ομοσπονδιακά κρατίδια σχηματίστηκαν φάκελοι για πάνω από 7 εκατομμύρια πολίτες για την προστασία του συντάγματος, επειδή σκέφτονταν διαφορετικά απ’ ό,τι επέτρεπε η κάθε φορά κυβερνητική πολιτική. Για να μην αναφέρουμε τις δραστηριότητες και τις μεθόδους της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών και της Υπηρεσίας Στρατιωτικής Προστασίας.
Ανάλογες υπηρεσίες των «προστάτιδων δυνάμεων» παρακολουθούσαν με τα πιο σύγχρονα τεχνικά μέσα από το Δυτικό Βερολίνο τη ΓΛΔ, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και τις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις. Ακόμα και στη μικρή Ελβετία παρακολουθούνταν 800.000 Ελβετοί. Τι να πει πια κανείς άλλο από «ταλαίπωρε απλέ γερμανέ πολίτη». Πόσοι ήσυχοι πολίτες δεν τρομοκρατήθηκαν με το συνειδητά κατασκευασμένο σύνδρομο Στάζι! Και γιατί αυτό; Για να τραβήξουμε την προσοχή από τη δραστηριότητα της υπηρεσίας για την προστασία του συντάγματος και κυρίως για να παρουσιάσουμε σαν κακό δαίμονα το καθεστώς του ΕΣΚΓ, να επισύρουμε την οργή κατά της κρατικής υπόστασης της ΓΛΔ, που για χάρη της ασφάλειάς της, είχε κι αυτή μια υπηρεσία για την προστασία του δικού της συντάγματος. Θα ήταν καλύτερα να φτιαχνόταν ένας κόσμος, όπου θα μπορούσαν να καταργηθούν οι μυστικές υπηρεσίες. Δεν εφευρέθηκαν πάντως από τους κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές, σε τελική ανάλυση, απλά αντέδρασαν στην ύπαρξή τους!
Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του «Για τα γεγονότα του 1989» (μετάφραση: Δέσποινα Μάρκου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992). Στο βιβλίο, κριτικά και αυτοκριτικά, ο Έριχ Χόνεκερ αναφέρεται στις επιτυχίες του σοσιαλισμού, στην προσφορά του νέου κοινωνικού συστήματος στην ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελπίδα και τη σιγουριά για την επικράτηση της κοινωνίας απαλλαγμένης από τη εκμετάλλευση, θέτει ερωτήματα για την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αναφέρεται στις αδυναμίες και αναζητά τα λάθη που έπαιξαν ρόλο στο πισωγύρισμα, και καταλογίζει ευθύνες στο κόμμα και στον εαυτό του.
***
- Είχαμε σοσιαλισμό; Είχαμε, τουλάχιστον, ένα μεγάλο μέρος του!
Μπορεί να στενοχωρεί την αστική τάξη και τους υπηρέτες της, αλλά δεν ανήκω σ’ αυτούς που μετά την ήττα πετάνε τ’ όπλο τους και τρέχουν να κρυφτούν. Δεν το έκανα ούτε το 1933, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. Όταν είναι κανείς πεισμένος ότι ο σοσιαλισμός αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό, οφείλει με συνέπεια να ασχολείται με το ποιες συγκεκριμένες μορφές θα πάρει ο σοσιαλισμός στο μέλλον. Τη συνεπή αυτή στάση κρατάνε πολλά πρώην μέλη του ΕΣΚΓ, όσοι οργανώνουν νέες κομμουνιστικές ομάδες, ένα τμήμα των μελών του ΚΔΣ. Αυτή τη συνεπή στάση κρατάνε στη Γερμανία κυρίως το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (DKP) και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD). Η ύπαρξη και μόνο της ΓΛΔ, αυτού του τόσο κατασυκοφαντημένου από την αντίδραση «φαινομένου», έχει ασκήσει περισσότερη επίδραση στα διεθνή γεγονότα απ’ ό,τι υποθέτουν πολλοί σήμερα. Αυτό το είπε με μεγάλη πειστικότητα ένας ηλικιωμένος σύντροφος το Μάρτη του 1991, που παρέθεσε τα εξής στοιχεία:
- Η ΓΛΔ, με το μη καπιταλιστικό μοντέλο, άσκησε σαφή επίδραση στις κοινωνικοοικονομικές συγκρούσεις στη Δυτική Γερμανία, π.χ. ανάγκασε τους εργοδότες στην ΟΔΓ σε κάποιους αποδεκτούς συμβιβασμούς κι έτσι, δε συνέβαλε μόνο στην κοινωνική δέσμη μέτρων, αλλά και στη σταθερή εσωτερική αγορά που συγκροτούσε την κατάσταση του εξωτερικού εμπορίου.
- Η ΓΛΔ στήριξε με μεγάλες θυσίες και με άλλους τρόπους την οικονομική άνοδο στην ΟΔΓ, πράγμα που επίσης αποσιωπάται: Πλήρωσε για ολόκληρη τη Γερμανία τις επανορθώσεις για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση μέχρι τελευταίας δεκάρας. Γι’ αυτό και μόνο η ΟΔΓ θα έπρεπε ουσιαστικά να πληρώσει στη ΓΛΔ περίπου 700 εκατομμύρια μάρκα.
- Κυρίως, όμως, η ΓΛΔ έκανε δυνατή τη στρατιωτική συμφωνία μεταξύ των υπερδυνάμεων, όντας στο σημείο επαφής του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, εξασφάλισε στην Ευρώπη 40 χρόνια ειρήνη και εμπόδισε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο!
Πώς καταφέραμε, για παράδειγμα, να έχουμε για όλα τα παιδιά μια θέση σε παιδικό σταθμό, και μάλιστα σχεδόν δωρεάν; Για το 60% των παιδιών υπήρχαν βρεφονηπιακοί σταθμοί και σταθμοί για όλα τα παιδιά από την πρώτη μέχρι και την τετάρτη τάξη του δημοτικού. Το κράτος και οι επιχειρήσεις πρόσφεραν τα μέσα για διακοπές, αθλητισμό, πολιτισμό και κοινωνικές ασχολίες. Τα χρηματικά μέσα των επιχειρήσεων εξασφάλιζαν τις εγγυήσεις για την πολυτεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, την ειδίκευση εργατών, αρχιτεχνιτών και μηχανικών.
Υπήρχε για όλους δεκαετής σχολική εκπαίδευση, σε μεγάλο βαθμό ανώτερες και επαγγελματικές σχολές, «καταφέρναμε» να έχουμε την απαραίτητη πρωτοπορία στη μόρφωση, διατροφή στα σχολεία και φροντίδα για τους ηλικιωμένους, λαϊκή αλληλεγγύη, ένα πλατιά διαμορφωμένο σύστημα υγείας, με πολυκλινικές, αναπαυτήρια που διευθύνονταν από τα συνδικάτα. Η νεολαία είχε προοπτική, τα παιδιά είχαν εξασφαλισμένη τη φροντίδα τους από την οικογένεια και την κοινωνία. Τα μέσα για τις κοινωνικές παροχές προέρχονταν από την κοινωνική ιδιοκτησία, από τα κέρδη της οικονομίας, που δεν πήγαιναν με τη μορφή κερδών στις τσέπες των λίγων, όπως στον καπιταλισμό. Όλα αυτά έχουν κάποια σχέση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Το μέτρο για τη ΓΛΔ ήταν πάντα, θέλοντας και μη, η ΟΔΓ. Ήταν ένα άνισο κυνηγητό. Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχα επισημάνει ότι η καθυστέρηση στη ΓΛΔ έφτανε το 30%. Δεν καταφέραμε να τη μειώσουμε, γιατί, όπως είπαμε, ήμασταν αποκομμένοι από τις αποφασιστικές επιστημονικοτεχνικές εξελίξεις. Ο στόχος της οικονομικής μας πολιτικής ήταν πάντα να ανεβάσουμε βήμα-βήμα το υλικό και πολιτιστικοπνευματικό επίπεδο της ζωής του λαού. Ήμουν και εξακολουθώ και σήμερα να είμαι πεισμένος ότι αυτό αποτελεί συστατικό του σοσιαλισμού και επέμενα να μείνουμε σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Παρ’ όλο που ο ανεφοδιασμός βελτιώθηκε αισθητά μετά το 8ο Συνέδριο το 1971, δεν κατορθώσαμε να εξακολουθήσουμε αναπόσπαστοι αυτή την τάση. Οι απαιτήσεις των ανθρώπων -ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και πολλοί που περνούσαν πολύ καλά-αυξάνονταν γρηγορότερα απ’ ό,τι οι υλικές μας δυνατότητες. Δε δώσαμε έγκαιρα την απαραίτητη προσοχή στις μονομερείς καταναλωτικές σκέψεις που πέρασαν πιεστικά στον κόσμο με διαφημιστικές εκστρατείες και διάφορες άλλες μεθόδους. Η καθημερινή ζωή γινόταν πιο δύσκολη με τα λεγόμενα εμπορεύματα που σπάνιζαν, εννοώ μόνο την κατάσταση με τα ανταλλακτικά που τόσο μας απασχολούσε και που προκαλούσε εκνευρισμούς, όπως ήταν επόμενο. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πάντα αρκετές εισαγωγές μπανάνας, αλλά νομίζω πως ζούσαμε καλύτερα, και κυρίως με μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ό,τι σήμερα στην «ελεύθερη οικονομία της αγοράς». Η ανεργία στην Ανατολική Γερμανία είναι σήμερα υψηλότερη απ’ ό,τι το 1932 στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Όσο αριστερά κι αν στέκεται κανείς, η κριτική στον καπιταλισμό απέχει πολύ από το να είναι σοσιαλισμός. Ο καπιταλισμός μπορεί να δεχτεί κριτική, ο σοσιαλισμός, όμως, όπως κι αν τον ορίσουμε, σημαίνει την εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί με ειρηνικό ή όχι τρόπο. Αυτή η θέση, που είχαν εκφράσει τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα μέχρι την τελευταία τους διάσκεψη το 1968, δεν έχει ακόμα αναιρεθεί. Πουθενά δεν είχε γραφτεί μέχρι τώρα ότι τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα θα υποχωρούσαν πάλι ειρηνικά μετά τη νικηφόρα επανάσταση. Και η πρακτική δείχνει ότι η «υποχώρηση» αυτή κάθε άλλο παρά ειρηνικά συντελείται. Αυτό αναιρείται από τις αδυσώπητες ενέργειες της αντίδρασης στη ΓΛΔ και τις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.
Πρέπει να αφήσουμε αυτή τη φιλοσοφία που «ανακάλυψαν» μερικοί άνθρωποι. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στις «ειρηνικές επαναστάσεις» ανήκουν στα λάθη εκείνα, για τα οποία ο Λένιν είπε κάποτε ότι δεν επιτρέπεται κανείς να τα αποδεχτεί. Αυτή τη στιγμή τα πράγματα μοιάζουν σαν ο καπιταλισμός να βρισκόταν στην πλήρη ακμή του κι ο κομμουνισμός να είχε συντριβεί τελείως. Σίγουρα, σε κάθε χώρα οι επαναστάτες σήμερα στέκονται μπροστά στο βασανιστικό ερώτημα, αν ήταν όλα όσα κάναμε τα τελευταία 75 χρόνια μάταια ή λαθεμένα. Μπορεί κανείς να διαλύσει ένα κομμουνιστικό κόμμα, όχι όμως την εργατική τάξη, και η εργατική τάξη θα χρειαστεί το μαρξιστικό της κόμμα, για να μπορέσει να σπάσει τα φράγματα πάνω στα οποία χτυπάει ο καπιταλισμός. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε μια λεπτομέρεια: Η Σοβιετική Ένωση μπορεί αυτή τη στιγμή να συγκλονίζεται και να συνταράσσεται εσωτερικά. Όμως, οι σοβιετικοί κομμουνιστές θα αντέξουν και πάλι με επιτυχία την επαναστατική δοκιμασία.
Η Σοβιετική Ένωση θα υπερασπίσει το σοσιαλισμό. Αυτό το οφείλει στην ιστορία και το μέλλον των λαών της Σοβιετικής Ένωσης και της ανθρωπότητας. Ορισμένοι άνθρωποι παραβλέπουν και άλλα γεγονότα, όπως για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια σοσιαλιστική Κίνα, μια χώρα με 1,2 δισεκατομμύρια κατοίκους σχεδόν. Υπάρχει το Βιετνάμ, το Λάος, η Βόρεια Κορέα. Ή ας πάρουμε τη σοσιαλιστική Κούβα, που με γενναιότητα υπερασπίζει τη σοσιαλιστική της επανάσταση, που παραμένει σταθερή παρά τις πραγματικά απάνθρωπες δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Ας πάρουμε τη Μέση Ανατολή, τις χώρες του Περσικού Κόλπου, ας πάρουμε τα κράτη και τους λαούς της Αφρικής που σήμερα δίκαια παρουσιάζουν στους πρώην αποικιοκράτες για 500 χρόνια αποικιακής εκμετάλλευσης το λογαριασμό που ξεπερνάει τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Ας πάρουμε τη Νότια και Κεντρική Αμερική και τη στάση που τα κράτη αυτά κρατάνε απέναντι στις ΗΠΑ. Θα είναι δύσκολο να δούμε σωστά την κατάσταση του κόσμου, τη μετατόπιση του εθνικού και κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, αν κοιτάξουμε μόνο από τη γερμανική, την ευρωπαϊκή σκοπιά. Φυσικά, μπορεί κανείς να κοιτάξει τον κόσμο έτσι όπως θέλει να τον δει. Αν θέλει, μπορεί μάλιστα να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς τάξεις και ταξική πάλη, χωρίς συγκρούσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, δεν μπορεί κανείς να εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης την πάλη των τάξεων που υπάρχει αντικειμενικά.
Μπορεί κανείς να αφαιρέσει το περιεχόμενο από την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, να την αποσπάσει από τον ορισμό που της έδινε ο Λένιν, όμως, θέλοντας και μη, η ζωή συνεχίζεται σύμφωνα με τους νόμους που αποκάλυψαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Το μέλλον θα δείξει – και στη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι το 1989-90 το εργατικό κίνημα δέχτηκε μια από τις μεγαλύτερες ήττες του. Στις περισσότερες πρώην σοσιαλιστικές χώρες παλινορθώνεται ο καπιταλισμός, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα αποδυναμώθηκε. Η διεθνής αστική τάξη κοιτάζει να καταστείλει κάθε προοδευτικό κίνημα. Δεν ήταν τα λάθη μιας περεστρόικα στη ΓΛΔ και τις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με όποια μορφή κι αν είχε, που οδήγησαν στη συντριβή του σοσιαλισμού. Οι αντιλήψεις για έναν δήθεν τρίτο δρόμο ήταν που οδήγησαν σ’ αυτή την καταστροφή. Η λεγόμενη «ελεύθερη οικονομία της αγοράς», η εισαγωγή της στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά διεύρυνση της εξουσίας του κεφαλαίου. Αυτό και η μεταφορά των δυτικών αξιών στην πρώην ΓΛΔ οδήγησε, όπως αναφέρεται και στην Αντιπρόταση της Κομμουνιστικής Πλατφόρμας μέσα στο ΚΔΣ για το Σχέδιο Προγράμματος του Κόμματος, στην απεριόριστη κυριαρχία του κεφαλαίου σ’ όλη τη Γερμανία, στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και στην εξάπλωση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα των ποταμών Όντερ-Νάισε. Κι αν δούμε την κατάσταση στην Πολωνία με ρεαλισμό, ουσιαστικά μέχρι τα σοβιετικά σύνορα.
Με την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη ΓΛΔ, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία θα αρχίσει να επιδρά κι εκεί η θεμελιώδης αντίθεση που αποκάλυψαν οι Μαρξ και Ένγκελς ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την ιδιωτική ιδιοποίηση. Η αντίθεση αυτή, όπως απέδειξε ιδιαίτερα ο Λένιν, αλλά και ο Χίλφερντινγκ νωρίτερα στο έργο του Το χρηματιστικό κεφάλαιο , είναι μια παγκόσμια αντίθεση, που θα λυθεί αναγκαστικά μόνο με τη δημιουργία μιας νέας, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ένα κόμμα, που σαν στόχο του έχει το σοσιαλισμό, πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η αστική τάξη για να διατηρήσει και να παλινορθώσει την κυριαρχία της, για να προφυλάξει και να κρατήσει τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας και ιδιοκτησίας, χρησιμοποιεί την ένοπλη εξουσία, τη βία και την τρομοκρατία.
Θα πρέπει να προφυλαχτούμε από τον ισχυρισμό ότι το καπιταλιστικό κράτος θα φοβηθεί δήθεν, θα παραιτηθεί από την προστασία του συντάγματός του. Στα παλιά ομοσπονδιακά κρατίδια σχηματίστηκαν φάκελοι για πάνω από 7 εκατομμύρια πολίτες για την προστασία του συντάγματος, επειδή σκέφτονταν διαφορετικά απ’ ό,τι επέτρεπε η κάθε φορά κυβερνητική πολιτική. Για να μην αναφέρουμε τις δραστηριότητες και τις μεθόδους της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών και της Υπηρεσίας Στρατιωτικής Προστασίας.
Ανάλογες υπηρεσίες των «προστάτιδων δυνάμεων» παρακολουθούσαν με τα πιο σύγχρονα τεχνικά μέσα από το Δυτικό Βερολίνο τη ΓΛΔ, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και τις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις. Ακόμα και στη μικρή Ελβετία παρακολουθούνταν 800.000 Ελβετοί. Τι να πει πια κανείς άλλο από «ταλαίπωρε απλέ γερμανέ πολίτη». Πόσοι ήσυχοι πολίτες δεν τρομοκρατήθηκαν με το συνειδητά κατασκευασμένο σύνδρομο Στάζι! Και γιατί αυτό; Για να τραβήξουμε την προσοχή από τη δραστηριότητα της υπηρεσίας για την προστασία του συντάγματος και κυρίως για να παρουσιάσουμε σαν κακό δαίμονα το καθεστώς του ΕΣΚΓ, να επισύρουμε την οργή κατά της κρατικής υπόστασης της ΓΛΔ, που για χάρη της ασφάλειάς της, είχε κι αυτή μια υπηρεσία για την προστασία του δικού της συντάγματος. Θα ήταν καλύτερα να φτιαχνόταν ένας κόσμος, όπου θα μπορούσαν να καταργηθούν οι μυστικές υπηρεσίες. Δεν εφευρέθηκαν πάντως από τους κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές, σε τελική ανάλυση, απλά αντέδρασαν στην ύπαρξή τους!