Σαν σήμερα, στις 24 Αυγούστου 1911, γεννήθηκε το ηγετικό στέλεχος του τροτσκιστικού ρεύματος, ο Έλληνας Μιχάλης Ράπτης (γνωστός με το ψευδώνυμο Πάμπλο). Αντί μιας βιογραφικής αναφοράς, επιλέξαμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από μια συνέντευξή του στο περιοδικό “Sous le drapeau du socialisme”, που δόθηκε το 1985, και περιλαμβάνεται σε ένα βιβλιαράκι-συλλογή κειμένων που κυκλοφόρησε από το “Ποντίκι”, με τίτλο “Ο Τρότσκι και οι επίγονοι”.Είναι αλήθεια ότι ο Λέων Τρότσκι, στα τέλη της ζωής του, θεωρούσε πως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ανέτρεπε άρδην την ασταθή ισορροπία την οποία είχε πετύχει ο καπιταλισμός και πως θα άνοιγε νέες επαναστατικές προοπτικές μέσα στις οποίες τοποθετούσε επίσης τόσο τον σύντομο θρίαμβο – και οργανωτικό – του κινήματος που είχε δημιουργήσει το 1938, όσο και την πτώση της γραφειοκρατίας στη Σοβιετική Ένωση.
Το ενδιαφέρον των συγκεκριμένων αποσπασμάτων είναι ότι αναδεικνύουν την αντισοβιετική στάση της Τέταρτης Διεθνούς -πριν, κατά τη διάρκεια, και αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- που προσδοκούσε-επιδίωκε την πτώση της “σοβιετικής γραφειοκρατίας” και βασικά τη δημιουργία “επαναστατικής κατάστασης” από τις συνθήκες του πολέμου. Κι έχει ένα ενδιαφέρον, γιατί θεωρητικά το ρεύμα αυτό διατήρησε την εκτίμηση για την ταξική φύση της ΕΣΣΔ ως “εργατικό, εκφυλισμένο κράτος”, σε αντίθεση με το παρακλάδι του που διασπάστηκε, γιατί θεωρούσε πως στη Σοβιετική Ένωση έχουμε ένα είδος κρατικού καπιταλισμού -από το ρεύμα αυτό προέρχεται το ΣΕΚ και η ΔΕΑ στα καθ’ ημάς.
Σε κάθε περίπτωση, τα αποσπάσματα είναι χαρακτηριστικά και αποτελούν πολύ ενδιαφέρουσες ομολογίες για τις πολιτικές επιδιώξεις και θέσεις του τροτσκισμού απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.
[…]
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος εκτυλίχτηκε πράγματι με τρόπο διαφορετικό από τις προβλέψεις μας, σε ό,τι αφορά τα παρακάτω ζητήματα. […] Δεν μπορούσαμε επίσης να προβλέψουμε ότι, εξαιτίας αυτού, εξαιτίας της εισόδου στον πόλεμο της ΕΣΣΔ και του ρόλου που έπαιξε σε αυτόν, δεν μπορούσε να προκύψει άμεση εξασθένιση της επιρροής του σταλινισμού, ως ηγεσίας της ΕΣΣΔ και του Στάλιν που, για τις ευρύτερες μάζες κυρίως της Ευρώπης, καθοδηγούσε έναν απελευθερωτικό πόλεμο, απέναντι στην απειλή της φασιστικής κατοχής και κυριαρχίας.
[…]
Θα πω ακόμα, πάνω στο εθνικό ζήτημα, ότι, αν η ναζιστική κατοχή δημιούργησε εθνικό ζήτημα στη διάρκεια του πολέμου, υπήρξε επίσης εθνικό ζήτημα που δημιουργήθηκε μετά το τέλος του πολέμου, από το γεγονός της διαίρεσης της Ευρώπης και της κατοχής της από Σοβιετικούς και Αγγλο-αμερικάνους. Εδώ, η Διεθνής έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, μπορώ να πω μοναδικό στο εργατικό κίνημα – γιατί πήρε θέση τόσο ενάντια στη σοβιετική κατοχή, όσο και ενάντια στην κατοχή από τους αγγλο-αμερικανούς, τους συμμάχους της Ευρώπης. Ζήτησε οι λαοί σε όλες τις χώρες να έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους και να φύγουν όλα τα στρατεύματα από τις κατακτημένες χώρες.
Αυτό εκφράστηκε σαφώς στα ντοκουμέντα μας και παρά την όποια αντίσταση στις γραμμές μας. Υπήρξε μια μικρή αντίσταση μέσα στην τέταρτη διεθνή, κυρίως σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία τέτοιων συνθημάτων για τις χώρες που κατέλαβαν οι Ρώσοι. Η Διεθνής υπήρξε πολύ σαφής σε αυτό το ζήτημα. Έκανε μάλιστα έκκληση όπως είναι πάντα αναγκαίο, αν και δεν το θεωρώ απολύτως απαραίτητο, στο κύρος των δασκάλων μας. Για να επιχειρηματολογήσουμε εναντίον αυτών που δίσταζαν να πουν ότι οι Ρώσοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τα εδάφη που κατέλαβαν, τους θυμίσαμε τη θέση του Τρότσκι στο ζήτημα της Ουκρανίας.
Στα τέλη της ζωής του, ο Τρότσκι παραδεχόταν ότι θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η Ομοσπονδιακή δομής της Σοβιετικής Ένωσης. Πίστευε πως, εξαιτίας των αδικημάτων της γραφειοκρατίας, υπήρχε εθνικό ζήτημα σε όλες τις δημοκρατίες, κι ότι η κάθε δημοκρατία είχε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στην απόσχισή της από τους Ρώσους.
Εμείς είμαστε ευνοϊκοί απέναντι σε αυτό και είχαμε καταγράψει σε ποιο βαθμό βάραινε στην ανάπτυξη επαναστατικών προοπτικών στην Ευρώπη η συνδυασμένη κατοχή, της οποίας γίναμε μάρτυρες στο τέλος του πολέμου.
[…]
Βγήκαμε από τον πόλεμο, όχι τόσο αισιόδοξοι, για άμεσες επαναστατικές προοπτικές, πράγμα που ίσχυε όταν μπήκαμε στον πόλεμο, αλλά γρήγορα χάθηκαν οι αυταπάτες. Μεταξύ μας κυριαρχούσε ένα κλίμα λίγο καταθλιπτικό, βλέποντας πώς είχε τελειώσει η υπόθεση, γιατί είχαμε καταγράψει μια σειρά από αρνητικά γεγονότα, όπως το καινούριο κύρος που είχε αποκτήσει η ΕΣΣΔ, ο Στάλιν και τα κομμουνιστικά κόμματα στη διάρκεια του πολέμου και το μέγεθος των τεράστιων δημοκρατικών αυταπατών των μαζών, που χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα εναντίον τους από τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία δεν είχαν καμία διάθεση να χρησιμοποιήσουν άλλες δυνατότητες για μια εργατική διέξοδο από την κρίση και όχι αστική.
[…]μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω ακόμα, αμέσως μετά τον πόλεμο, ένα έργο του Λίντλχαρτ, που θεωρήθηκε η καλύτερη αγγλική στρατιωτική κριτική και δημοσιεύτηκε στα γαλλικά με τίτλο “Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν”.
Είχε συζητήσει με όλους τους Γερμανούς στρατηγούς, αιχμάλωτους στην Αγγλία, και πολλοί από αυτούς, μεταξύ των πιο σημαντικών, του έλεγαν ότι, αν οι Ρώσοι και οι σύμμαχοι δεν είχαν μια κοινή γραμμή απέναντι στη Γερμανία, υποστηρίζοντας πως θέλουν να την καταστρέψουν ολοσχερώς, θα τους ήταν αδύνατον να διατηρήσουν το στρατό. Ο γερμανικός στρατός θα είχε διαλυθεί ένα χρόνο πριν τη συνθηκολόγηση. Αλλά η πολιτική των συμμάχων και της ΕΣΣΔ τους υποχρέωνε, κυρίως τους στρατιώτες, να συσπειρώνονται στην πραγματικότητα, η άλλη λύση γι’ αυτούς ήταν η φυσική τους εξόντωση. Για παράδειγμα, οι Ρώσοι δεν κρατούσαν συχνά αιχμαλώτους, αυτή ήταν η γραμμή τους.