Περί εθελοδουλείας
Η σημερινή
ανάρτηση έρχεται κατά κάποιον τρόπο ως συνέχεια της χτεσινής, για να πιάσει,
χωρίς πολύ αυστηρό ειρμό κι ιδιαίτερο νόημα, κάποιες ουρές (όπως τις λέμε στη
δημοσιογραφική γλώσσα) που έχουν μείνει. Ένα από τα πανό του σωματείου λοιπόν
(που δεν έχει προχωρήσει ακόμα στην ενοποίηση των σωματείων του καρφουρ και του
αρβανιτίδη, γιατί είναι ολόκληρη γραφειοκρατική διαδικασία, χρονοβόρα και δύσκολη
–ενώ υπάρχει κι άλλο ζήτημα με το πανελλαδικό σωματείο του καρφούρ, που είναι όμως
μεγάλη ιστορία κι ακόμα μεγαλύτερη παρένθεση, που ξεφεύγει από τα όρια αυτής εδώ)
έγραφε το σύνθημα.
Όταν το άδικο
γίνεται νόμος, καθήκον η αντίσταση κι η ανυπακοή.
Το οποίο
θυμίζει κατά μία έννοια το αντίστοιχο πανό των δεκεμβριανών (ένας είναι ο δεκέμβρης):
όταν ο λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με την τυραννία, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα.
Αλλά δε σου υπαγορεύει τη λύση, σου αφήνει περιθώριο επιλογής. Μπορείς κάλλιστα
να επιλέξεις τις αλυσίδες και να παλεύεις πχ να τις κάνεις επίχρυσες σε αυτό το
πλαίσιο, μες στη φυλακή της εε και του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Όπου ο
στόχος για μεταρρυθμίσεις και μικρές αλλαγές που θα βελτιώσουν ουσιαστικά την
καθημερινή ζωή, μοιάζει κάπως με εκείνο που έλεγε ένας κρατούμενος στον ισοβίτη
του αρκά, για τα λογικά αιτήματα που είχαν στην απομόνωση, όπου τους βαρούσαν
τρεις φορές τη μέρα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, αλλά πέτυχαν με αγώνα να αυξηθεί λίγο
το μεσημεριανό ξύλο και να γλιτώσουν το βραδινό.
Το ίδιο
ακριβώς ισχύει και με το σημερινό σύνθημα, που καλεί να βάλουμε «τέρμα πια στις αυταπάτες. Ή με το κεφάλαιο ή
με τους εργάτες». Δε βάζει όμως μαχαίρι στο λαιμό, με ποιους να πας και
ποιους να αφήσεις, εσύ διατηρείς πάντα το ελεύθερο της επιλογής σου. Απλώς
τίθεται επί τάπητος η βασική αντίθεση της εποχής μας, κεφάλαιο-εργατική τάξη, για
όσους επιμένουν να πατάνε σε δυο βάρκες και δύο διαφορετικά στρατόπεδα, μέχρι
να σπάσει ο πάγος, να χαραχτεί ο δρόμος και να πέσουνε στο κενό της αβύσσου ανάμεσα
στους δύο κόσμους, που χωρίζει η ταξική πάλη.
Τα παραπάνω
μας εισάγουν στην έννοια της εθελοδουλίας, της συναινετικής κι εκούσιας υποταγής
στους κυρίαρχους μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου, η στάση του οποίου συνοψίζεται
άριστα στο γνωστό ρητό: σφάξε με αγά μου να αγιάσω. Ένα θέμα που απασχολεί και
το ρούση στο τελευταίο του βιβλίο για τη μετάβαση, τη δύναμη της συνήθειας και
τη μαρξική ουτοπία, όπως την αποκαλεί. Όπου αναζητεί τα αίτια αυτής της στάσης
(πέρα από την αλλοτρίωση, που εξετάζεται ως φαινόμενο σε άλλα βιβλία του) στην
προσκόλληση στο υπάρχον, την πρόσληψή του δοσμένου περιβάλλοντος ως φυσικού και
αιώνιου, τη δύναμη της συνήθειας που συσσωρεύεται από γενιά σε γενιά.
Το βιβλίο
έχει κάποιες εύστοχες επισημάνσεις, ανεξάρτητα από το πολιτικό συμπέρασμα στο
οποίο καταλήγει στο τελευταίο κεφάλαιο για το μεταβατικό πρόγραμμα (με ρήξη έως και (sic) αποδέσμευση από εε και νάτο, το αλ(α)βανικό μέτωπο αριστερής συμπόρευσης
και τον ενδιάμεσο κυβερνητικό στόχο, ή άλλες αδυναμίες που παρουσιάζει. Όσο για
το δικό μου μακροπερίοδο λόγο σε αυτήν την περιγραφή των περιεχομένων, είναι άμεσα
συναρτώμενος με την αντίστοιχη πρόζα του ρούση, ένα δείγμα της οποίας μπορείτε
να απολαύσετε παρακάτω.
Κι είναι αυτό το όραμα το οποίο από τη στιγμή που εντοπίστηκε
από τους κλασικούς ως δυνατότητα που
προσφέρεται στην ανθρωπότητα, αντιμετωπίστηκε από αυτούς ως ο στρατηγικός σκοπός
προς κατάκτηση στον οποίο υπόκεινται
όλα τα μέσα και οι μεσολαβήσεις που
προέβαλλαν για να μπορέσει να επιτευχθεί, και τα οποία δυστυχώς μετατράπηκαν σε αυτοσκοπούς.
Δεν είναι
(ούτε κατά προσέγγιση) η πιο μακροσκελής περίοδος, που μπορεί να συναντήσει
κανείς στο βιβλίο αυτό, έχει όμως ήδη πέντε (ζωή να ‘χουν) δευτερεύουσες
αναφορικές προτάσεις (με τις αντωνυμίες που τις εισάγουν υπογραμμισμένες) ως ένα
δείγμα του απλού και ανεπιτήδευτου λόγου που το διέπει.
Σε ένα άλλο
σημείο ο ρούσης αναφέρει τα εξής:
Στα πλαίσια του ουτοπικού
στοχασμού, ο περιορισμός αυτός του χρόνου εργασίας στις πλέον ακραίες του εκφάνσεις
παίρνει τη μορφή μιας τεμπέλικης ευτυχίας, μιας διονυσιακού τύπου κοινωνίας
στην οποία προσφέρονται τα πάντα δίχως εργασία, ή μιας γης της επαγγελίας με
αναφορές στις «Carmina Burana», εκείνα τα τραγούδια των ρέμπελων κληρικών που υμνούσαν τις κοινωνίες
όπου όσο περισσότερο κοιμάται κανείς, τόσο περισσότερο κερδίζει.
Ομολογώ
πως αγνοούσα την αρχική σημασία του κάρμινα μπουράνα και την τρομερή σημειολογία
που το συνοδεύει, αν συνδεθεί με το μουσικό κομμάτι που συνόδευε το πασόκ της αλλαγής
και τις δημόσιες ομιλίες του ανδρέα παπανδρέου κατά τη δεκαετία με τις βάτες. Τότε
δηλ, που κατά τη σημερινή κρατούσα εκδοχή, το στρώμα των μη προνομιούχων θράφηκε
και γαλουχήθηκε με το διονυσιακό όραμα μιας κοινωνίας εύκολου κέρδους και
απολαβών, όπου θα της προσφέρονται τα πάντα χωρίς εργασία και όπου όσο περισσότερο
κοιμάται κανείς, τόσο περισσότερα θα κέρδιζε. Κι αυτή σφε αναγνώστη (σε περίπτωση
που το αγνοείς ή προσπαθείς να το κρύψεις πίσω από άλλες επιστημονικοφανείς θέσεις)
είναι η βασική αιτία της κρίσης, τα σπασμένα της οποίας πληρώνουμε όλοι σήμερα
(άλλο αν μερικές δεκάδες επιχειρήσεις αυγατίζουν τα κέρδη τους στο ενδιάμεσο).
Αλλά ευτυχώς οι σημερινές κυβερνήσεις βάζουν τους ρέμπελους στη θέση τους και καταργούνε
την αργία της κυριακής –γιατί ως γνωστόν, αργία μήτηρ πάσης κακίας και
οικονομικής κρίσης.
Κι είναι
ακόμα πιο εντυπωσιακό πως τα όσα περιγράφει ο ρούσης στο τέλος, ενώ αντλούν
θεωρητικά έμπνευση απ’ την ποίηση του μέλλοντος, παραπέμπουν συνειρμικά ακριβώς
στο πρόσφατο παρελθόν της κυβέρνησης της αλλαγής, που θα άνοιγε θεωρητικά δρόμους
για βαθύτερους μετασχηματισμούς σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Κι είναι εξίσου
εντυπωσιακό πως ενώ ο ρούσης θεωρεί ότι η μετάβαση στον ώριμο κομμουνισμό στην
εποχή μας είναι άμεσα εφικτή από τεχνολογική άποψη και συνεπώς το αναγκαίο στάδιο
του σοσιαλισμού, που προετοιμάζει τις υλικές κι υποκειμενικές συνθήκες γι’ αυτό
το πέρασμα, δε θα είναι ιδιαίτερα μακροχρόνιο, εφευρίσκει ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο
μεταβατικό στάδιο μετάβασης στη σοσιαλιστική μετάβαση, με βάση το επίπεδο
συνειδητοποίησης των μαζών και την ανάγκη να αλλάξει η συνείδησή τους και να
παλέψουν για μια διαφορετική προοπτική. Αλλά αυτό ξεφεύγει από το αρχικό θέμα της
ανάρτησης.
Το οποίο
ήταν κατά βάση η εθελοδουλία, που περιγράφεται με πολύ εύστοχο τρόπο και στους μοιραίους
του βάρναλη –που τους τσιτάρει κι ο ρούσης σε κάποιο σημείο του βιβλίου του.
Χτες συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από το θάνατο του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή,
αν κι η επέτειος πέρασε μάλλον απαρατήρητη, χωρίς το πλήθος εκδηλώσεων που θα
απαιτούνταν για να τιμήσουν το πρόσωπο και το έργο του. Υποθέτω πως έχουν
προγραμματιστεί κάποιες να γίνουν μες στο επόμενο διάστημα και θέλω να πιστεύω
πως δε θα τις καταπιεί η προεκλογική μαρμάγκα (καθώς βαδίζουμε ολοταχώς προς εκλογές).
Μια κριτική που αφορά και την ίδια την κε του μπλοκ, που επιφυλάσσεται να
επανορθώσει στο άμεσο μέλλον. Αλλά αυτό θα είναι το θέμα μιας άλλης ανάρτησης..