|
18 Γενάρη 1919. Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών
|
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε μόλις 21 χρόνια μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος, όπως τόνισε ο Λένιν, έγινε
«...για
να ξαναμοιραστεί όλος ο κόσμος (...) για να κριθεί ποια από τις
μηδαμινές σε αριθμό ομάδες των μεγάλων κρατών - η αγγλική ή η γερμανική -
θα αποκτήσει τη δυνατότητα και το δικαίωμα της καταλήστευσης, της
καταδυνάστευσης και της εκμετάλλευσης όλης της Γης» (Β. Ι. Λένιν,
Απαντα, τόμ. 41, Το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (19 Ιουλίου -
7 Αυγούστου 1920), εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1983, σελ. 217)
.
Η
τόσο μικρή χρονική απόσταση του ενός πολέμου από τον άλλο έχει την
εξήγησή της. Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) οι νικητές του πρώτου
(Αγγλία - Γαλλία - ΗΠΑ - Ιταλία - Ιαπωνία κ.λπ.) επέβαλαν τόσο
εξουθενωτικούς όρους στους νικημένους (Γερμανία κ.λπ.), που το
αποτέλεσμα ήταν να οξυνθούν ακόμα περισσότερο οι αντιθέσεις ανάμεσα στα
καπιταλιστικά κράτη. Εγραψε ο Λένιν:
«Η συνθήκη των Βερσαλλιών
έφερε και τη Γερμανία και μια ολόκληρη σειρά ηττημένα κράτη σε κατάσταση
που η οικονομική τους ύπαρξη είναι αδύνατη από υλική άποψη, τα έφερε σε
κατάσταση απόλυτης ταπείνωσης και έλλειψης δικαιωμάτων...» (ό.π. σελ. 217-218)
.
Τα
κυρίως ωφελημένα καπιταλιστικά κράτη (Αγγλία - Γαλλία) αφαίρεσαν από τη
Γερμανία τις αποικίες της και εδάφη που είχε, ενώ της απαγόρευσαν να
έχει ακόμα και στρατό. Ηταν φανερό ότι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δεν
ήταν δυνατό να δεχτεί για πολύ αυτές τις συνέπειες. Ο Στάλιν υπογράμμισε
μερικά χρόνια μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών:
|
Ο Β. Στάλιν με τον Β. Μολότοφ
|
«Το
να πιστεύει κανείς ότι η Γερμανία, που αναπτύσσεται και τραβάει
μπροστά, θα συμβιβαστεί μ' αυτή την κατάσταση, σημαίνει ότι υπολογίζει
σε θαύματα» (Ι. Β. Στάλιν, Απαντα, τόμ. 7, εκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ, 1953, σελ. 300).
Πράγματι,
από την επομένη της Συνθήκης των Βερσαλλιών το γερμανικό κράτος άρχισε
να προετοιμάζεται για να πάρει τη ρεβάνς. Σε μια πορεία συμπαρατάχθηκαν
μαζί του και κράτη που ήταν στους νικητές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου
(Ιταλία - Ιαπωνία), αλλά που ήταν ταυτόχρονα οι ριγμένοι από τη μοιρασιά
της λείας. Ετσι, σε μια σχετικά σύντομη πορεία άρχισε ο Β' Παγκόσμιος
Πόλεμος για το ξαναμοίρασμα της λείας. Από αυτήν την άποψη ο Β'
Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν συνέχεια του Α'.
Ομοιότητες και διαφορές
Και οι δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι ήταν ιμπεριαλιστικοί, ωστόσο μεταξύ τους υπήρχαν και διαφορές.
Η
πιο σημαντική διαφορά ανάμεσα στους δυο πολέμους βρισκόταν στο ότι ο
διεθνής συσχετισμός των κρατών δεν περιλάμβανε μόνο καπιταλιστικά κράτη,
όπως συνέβη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολύ πριν αρχίσει ο Β' Πόλεμος,
είχε συντελεστεί (1917) μια κοσμοϊστορική αλλαγή με παγκόσμια επίδραση: Η
νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, με το βασικό της
δημιούργημα, τη Σοβιετική Ενωση, στην οποία είχε καταργηθεί η
καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Ταυτόχρονα, είχε αναπτυχθεί
το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, συγκροτημένο και διαρθρωμένο από το
1919 στις γραμμές της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ).
Μία ακόμα
διαφορά ήταν η εκτεταμένη κατάκτηση χωρών που πραγματοποιήθηκε στον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό το γεγονός δεν άλλαζε βέβαια το χαρακτήρα του
πολέμου, που συνέχιζε να είναι ιμπεριαλιστικός, τόσο στις χώρες που
βρίσκονταν υπό κατοχή όσο και για εκείνες που ξεκίνησαν τις επιθέσεις.
|
Οικονομική
κρίση στη Γερμανία και την Αυστρία προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η
κλεισμένη πια Τράπεζα Κρεντιτανστάλτ έχει μεταβληθεί σε κατάλυμα
ανέργων. Αυστρία 1932
|
Η κατοχή
αντικειμενικά οδηγούσε στη διαπλοκή της ταξικής πάλης με την
απελευθερωτική και ταυτόχρονα όξυνε περισσότερο τις ενδοαστικές
αντιθέσεις στο εσωτερικό σειράς χωρών. Ετσι, για παράδειγμα, ένα τμήμα
της αστικής τάξης της Γαλλίας υπό τον Πετέν συμμάχησε με τη Γερμανία και
ένα άλλο υπό τον Ντε Γκολ συμμάχησε με τις ΗΠΑ - Αγγλία.
Ας
παρακολουθήσουμε πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα πριν από το ξεκίνημα του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου, με στοιχεία από το υπό έκδοση Δοκίμιο Ιστορίας του
ΚΚΕ, περιόδου 1918-1949.
Σκληρός ανταγωνισμός και συμμαχίες
Τις
οξυμένες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που ήδη σημάδευαν τον
καπιταλιστικό κόσμο, από το ξεκίνημα του Μεσοπολέμου, όξυνε ακόμα
περισσότερο η νέα οικονομική κρίση του καπιταλισμού, που ξέσπασε στα
1937-1938. Η κρίση χτύπησε κυρίως τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία και
λιγότερο τη Γερμανία, στην οποία είχε ενταθεί η βιομηχανική
δραστηριότητα για την παραγωγή πολεμικών μέσων. Για τη δημιουργία της
πολεμικής βιομηχανίας μεγάλη βοήθεια προσέφεραν στη Γερμανία μονοπώλια
των ΗΠΑ και άλλων καπιταλιστικών κρατών
(Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945, τόμ. 1ος, εκδ. «Κυψέλη», Αθήνα, 1959, σελ. 28).
Προς
τα τέλη της δεκαετίας 1930, η Γερμανία είχε αναδειχθεί σε ένα από τα
ισχυρότερα κράτη του καπιταλιστικού κόσμου. Στην παραγωγή ατσαλιού, που
έφτανε τα 20 εκατομμύρια τόνους, ξεπερνούσε τη Μ. Βρετανία μιάμιση φορά.
Η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας προσέγγιζε τα 49 δισεκατομμύρια
κιλοβατώρες, έναντι 33 της Βρετανίας, ενώ και στην παραγωγή του
κάρβουνου ήταν περίπου ίση με τη Βρετανία, που παρήγε 244 εκατομμύρια
τόνους
(Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», τόμ. Θ1- Θ2, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 675-676).
|
Οι «δράστες» του Μονάχου - Φωτογραφία μετά την τελετή υπογραφής της Συμφωνίας
|
Ανάμεσα
στη Βρετανία και τη Γερμανία διεξαγόταν σκληρός ανταγωνισμός για τον
έλεγχο των αγορών και των σφαιρών επιρροής στην Ευρώπη και γενικότερα.
Αυξήθηκαν οι εξαγωγές της Γερμανίας σε μια σειρά χώρες, ενώ αντίστοιχα
μειώθηκαν οι εξαγωγές της Βρετανίας, όπως για παράδειγμα στη Βουλγαρία,
στη Ρουμανία, στην Ουγγαρία. Ανταγωνισμός ξέσπασε και για τις αγορές των
χωρών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής
(ό.π. σελ. 676-677).
Από την άλλη πλευρά, ανησυχούσαν και οι ΗΠΑ εξαιτίας των επιδιώξεων της Ιαπωνίας, η οποία είχε ρίξει από το 1938 το σύνθημα της
«νέας τάξης πραγμάτων στην Ανατολική Ασία».
Επιδίωκε να συμπεριλάβει στη σφαίρα επιρροής της την Κίνα, την
Ινδοκίνα, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες, με σκοπό να εξουδετερώσει
τις ΗΠΑ, ως κύριο ανταγωνιστή της στον Ειρηνικό Ωκεανό
(ό.π. σελ. 235).
Επίσης,
οι ΗΠΑ έβλεπαν με ανησυχία την αυξανόμενη επιρροή της Γερμανίας στη
Λατινική Αμερική. Το καλοκαίρι του 1938 η κυβέρνηση των ΗΠΑ συγκρότησε
ειδική επιτροπή, για να μελετήσει μέτρα που θα περιόριζαν την οικονομική
και πολιτική διείσδυση της Γερμανίας στη Λατινική Αμερική.
Το
Μάρτη του 1939, η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλε απαγορευτικούς στην
ουσία δασμούς στα γερμανικά εμπορεύματα, που εισάγονταν στις ΗΠΑ. Ο
μεταξύ τους ανταγωνισμός οξυνόταν από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, μπροστά
στην εξασθένιση των Βρετανίας - Γαλλίας, προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν
για δικό τους όφελος τις αγορές της βρετανικής και της γαλλικής
αποικιακής αυτοκρατορίας, τις οποίες επίσης διεκδικούσε με αξιώσεις η
Γερμανία
(ό.π. σελ. 679).
|
Ο επίλογος της Συμφωνίας του Μονάχου - Γερμανικά στρατεύματα στην Πράγα τον Μάρτη του 1939
|
Στο
πλαίσιο της προετοιμασίας τους για την αντιμετώπιση της Γερμανίας και
των συμμάχων της, οι ΗΠΑ - Γαλλία - Βρετανία οργάνωσαν νέες ναυτικές
βάσεις. Η Βρετανία, στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό, στη Μεσόγειο
και στη Νότια Αφρική. Οι ΗΠΑ, στον Ειρηνικό και στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η
Γαλλία, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Το Μάη του 1938, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να
αυξήσουν τον πολεμικό στόλο τους κατά 20%. Στις αρχές του 1939, το
Κογκρέσο επικύρωσε το νέο πρόγραμμα της Πολεμικής Αεροπορίας, σύμφωνα με
το οποίο ο αριθμός των αεροπλάνων θα έφτανε τις 5.500 μονάδες. Την
πολεμική προετοιμασία διηύθυναν άμεσα οι μεγιστάνες των ΗΠΑ, ιδιοκτήτες
των επιχειρηματικών ομίλων «Μόργκαν», «Τζένεραλ Μότορς», «ΙΤΤ» κ.ά.
(ό.π. σελ. 680-681).
Ανάλογες
προετοιμασίες έκανε και η Ιαπωνία. Από τον Ιούλη του 1937 άρχισε
πολεμικές επιχειρήσεις στην Κεντρική Κίνα. Μετά από αρχικές αποτυχίες, ο
ιαπωνικός στρατός κατόρθωσε να καταλάβει στρατηγικά σημεία,
υποχρεώνοντας την κυβέρνηση του Κουομιτάνγκ να μεταφέρει την έδρα της
από το Νανκίν στο Τσουνγκ Κινγκ. Το Δεκέμβρη του 1938, ηγετικά στελέχη
του Κουομιτάνγκ αυτομόλησαν στην ιαπωνική πλευρά. Απέραντες κινεζικές
εκτάσεις, τα βασικά βιομηχανικά κέντρα της Κίνας και ολόκληρο το
σιδηροδρομικό δίκτυο, πέρασαν στον έλεγχο της Ιαπωνίας (
ό.π. σελ. 607-608-609).
|
Μοσχοβίτες και Μοσχοβίτισσες δουλεύουν στην κατασκευή αμυντικών γραμμών, Οκτώβρης 1941
|
Αυτές
οι εξελίξεις δημιουργούσαν αντικειμενικά το έδαφος για τη
στρατιωτικοπολιτική συνεργασία (παρά τις διαφορές τους) των ΗΠΑ -
Γαλλίας - Βρετανίας, εναντίον της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, από τη δική
τους πλευρά, οι Γερμανία - Ιταλία - Ιαπωνία και οι σύμμαχοί τους
συγκρότησαν τη δική τους συμμαχία, τη γνωστή ως «Αντικομιντέρν Σύμφωνο».
Μ' ένα σμπάρο...
Η
ανάγκη των Γερμανίας - Ιταλίας να πάρουν τη ρεβάνς σήμαινε ότι οι
αστικές τάξεις τους χρειάζονταν εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που θα
μπορούσαν να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία και γι' αυτό εξέθρεψαν και
ανέβασαν στην εξουσία τους Χίτλερ - Μουσολίνι. Ο Χίτλερ επιπλέον
βοηθήθηκε και από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), που
απέρριψε την πρόταση του ΚΚ Γερμανίας για πολιτική απεργία, με την
πρόφαση ότι ο Χίτλερ είχε πάρει την κυβέρνηση με την ψήφο του λαού. Οι
κυβερνήσεις των Χίτλερ - Μουσολίνι ήταν το μακρύ χέρι των Κρουπ, Ζήμενς,
Τίσεν, Φλικ, Ανιέλι και άλλων μεγιστάνων του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Το ίδιο και η ηγεσία της Ιαπωνίας. Οπως ήταν και οι κυβερνήσεις Τσόρτσιλ
(Αγγλίας) - Ρούζβελτ (ΗΠΑ) - Νταλαντιέ (Γαλλίας) το μακρύ χέρι των
Ροκφέλερ, Φορντ, Ρενό, Τέξας Οϊλ, Ντιπόν, Στάνταρτ Οϊλ κ.λπ.
Αφότου
ο Χίτλερ αναρριχήθηκε στην εξουσία, οι «δημοκρατικές» ΗΠΑ - Αγγλία -
Γαλλία έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δώσουν στις ορέξεις του γερμανικού
κεφαλαίου διέξοδο προς την ΕΣΣΔ. Υπολόγιζαν ότι θα μπορούσαν μ' ένα
σμπάρο να πετύχουν δυο τρυγόνια: Και τη Γερμανία να ικανοποιήσουν και να
σβήσουν από τον χάρτη την ΕΣΣΔ, ή να εξαντλήσουν και τις δυο, ώστε στη
συνέχεια να παρέμβουν ως «επιδιαιτητές».
Τον Ιούνη του 1935
υπογράφτηκε στο Λονδίνο αγγλο-γερμανική Συμφωνία για θαλάσσια
συνεργασία. Η Γερμανία απέκτησε το δικαίωμα συγκρότησης πολεμικού
στόλου, που έφτανε το 35% της χωρητικότητας του βρετανικού Πολεμικού
Ναυτικού. Ετσι εξασφάλιζε ουσιαστικά την κυριαρχία στη Βαλτική Θάλασσα.
Επίσης,
στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Ιταλία, δίχως να έχει την παραμικρή
ενόχληση, κατέκτησε την Αιθιοπία. Το 1936-1939, κατά τον ισπανικό
εμφύλιο πόλεμο, τα «δημοκρατικά κράτη» των ΗΠΑ - Αγγλίας με την πολιτική
της «μη επέμβασης» ενίσχυσαν ουσιαστικά τις δυνάμεις του Φράνκο, τον
οποίο στήριζαν στρατιωτικά η Γερμανία του Χίτλερ και η Ιταλία του
Μουσολίνι, για να νικηθεί ο Δημοκρατικός Στρατός Ισπανίας. Την πολιτική
της «μη επέμβασης» εφάρμοσε και η Γαλλία (κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου).
Το
Μάρτη του 1938 πραγματοποιήθηκε η ανενόχλητη και πανηγυρική προσάρτηση
της Αυστρίας από τη Γερμανία και στη συνέχεια η παράδοση τμήματος της
Τσεχοσλοβακίας (Σουδητία) στον Χίτλερ από τις Αγγλία - Γαλλία, με τη
στήριξη των ΗΠΑ. Η παράδοση έγινε με το περιβόητο Σύμφωνο του Μονάχου
που υπέγραψαν οι Χίτλερ - Μουσολίνι για λογαριασμό της Γερμανίας και
Ιταλίας, καθώς και οι Τσάμπερλεν - Νταλαντιέ εκ μέρους της Μ. Βρετανίας
και της Γαλλίας, ενώ οι ΗΠΑ συνηγόρησαν υπέρ της συμφωνίας.
Την 1η
Σεπτέμβρη 1939 η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία. Ετσι άρχισε ο Β'
Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της
Γερμανίας, δίχως όμως και να τον διεξαγάγουν.
Πολύ χαρακτηριστικά, ο Αλ. Γιοντλ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του γερμανικού στρατού, είπε στη δίκη της Νυρεμβέργης:
«Το
ότι δεν καταρρεύσαμε ήδη από το 1939, οφειλόταν στο γεγονός ότι στη
διάρκεια της επιχείρησης κατά της Πολωνίας, οι σχεδόν 110 γαλλικές και
βρετανικές μεραρχίες δυτικά μας έμειναν εντελώς αδρανείς απέναντι στις
23 γερμανικές μεραρχίες που είχαν απέναντί τους» (Trial of the major
war criminals before the International Tribunal Nuremberg, 14 November
1945 - 1 October 1946, Vol. 15, Nuremberg, 1948, σελ. 350).
Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ
Με
αυτά τα δεδομένα, δηλαδή την εμφανή επιδίωξη των ΗΠΑ - Μ. Βρετανίας και
Γαλλίας να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ενώ ταυτόχρονα απέρριπταν
τις προτάσεις της τελευταίας για τη συγκρότηση μετώπου εναντίον της
Γερμανίας, η ΕΣΣΔ, ειδικά μετά από το Σύμφωνο του Μονάχου και έχοντας
απέναντί της και τα δυο ιμπεριαλιστικά μπλοκ, επιδίωξε συμφωνία με τη
Γερμανία, προκειμένου να αναβάλει την επίθεσή της εναντίον της, που τη
θεωρούσε βέβαιη.
Ετσι, οι υπουργοί Εξωτερικών της Σοβιετικής
Ενωσης Βιάτσεσλαβ Μολότοφ και της Γερμανίας Γιοακίμ Ρίμπεντροπ υπέγραψαν
Σύμφωνο Μη Επίθεσης μεταξύ των δυο χωρών (23 Αυγούστου 1939), με ισχύ
10 ετών. Με το Σύμφωνο η Σοβιετική Ενωση αξιοποιούσε τις
ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Το ίδιο επιδίωξε και αργότερα, με το
«σύμφωνο ουδετερότητας» που υπέγραψε με την Ιαπωνία, στις 13 Απρίλη
1941.
Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ εξασφάλισε στην ΕΣΣΔ 21
πολύτιμους μήνες πολεμικής προετοιμασίας, απαραίτητους για την άμυνά
της. Πράγματι, την περίοδο 1939 έως τον Ιούνη 1941 η αριθμητική δύναμη
των Ενόπλων Δυνάμεων της ΕΣΣΔ αυξήθηκε σχεδόν τρεις φορές. Συγκροτήθηκαν
125 νέες μεραρχίες, ενώ έγινε και ο εφοδιασμός του στρατού με νέα
πολεμικά τεχνικά μέσα και καινούργιους τύπους εξοπλισμών
(Συλλογικό, «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1976, σελ. 560).
Η
μεγάλη οξύτητα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, σε συνδυασμό με τον
διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, που αρχικά δεν ήταν υπέρ της Γερμανίας,
υποχρέωσαν την τελευταία να μη στραφεί εξαρχής κατά της ΕΣΣΔ, παρά το
γεγονός ότι η Σοβιετική Ενωση ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του καπιταλισμού
και το γερμανικό κράτος από τους πρωταγωνιστές του αντικομμουνισμού.
Στράφηκε πρώτα κατά των άλλων καπιταλιστικών κρατών (Γαλλία, Αγγλία,
Βέλγιο, Δανία κ.ά.) και κατόπιν, σχεδόν δυο χρόνια αργότερα, στράφηκε
κατά της ΕΣΣΔ. Δυο χρόνια αργότερα επιτέθηκε και η Ιαπωνία κατά των ΗΠΑ
(Περλ Χάρμπορ).
Μία συγκυριακή συμφωνία
Τελικά,
τα μέτωπα των δυο αντιμαχόμενων πλευρών συγκρότησαν: Από τη μια, τα
λεγόμενα «δημοκρατικά αμυνόμενα» κράτη των ΗΠΑ - Αγγλίας - Γαλλίας και
οι σύμμαχοί τους και, από την άλλη, τα φασιστικά επιτιθέμενα Γερμανίας -
Ιαπωνίας - Ιταλίας με τους δικούς τους συμμάχους. Βέβαια, η αστική τάξη
της Ιταλίας δεν δίστασε στα μέσα του πολέμου να αποσύρει τη στήριξή της
στον Μουσολίνι και να εγκαταστήσει νέα κυβέρνηση υπό τον επίσης φασίστα
στρατάρχη Μπαντόλιο, προκειμένου να αλλάξει στρατόπεδο και να
προσχωρήσει στη συμμαχία ΗΠΑ - Μ. Βρετανίας, όταν αντιλήφθηκε ότι οι
μέχρι τότε σύμμαχοί της θα έχαναν τον πόλεμο.
Η Σοβιετική Ενωση
μπήκε στον πόλεμο υποχρεωτικά, αφού η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της
(22 Ιούνη 1941). Μπήκε στον πόλεμο υποχρεωτικά και ήταν πραγματικά
αμυνόμενη, γιατί βρισκόταν έξω από τη διαπάλη για το μοίρασμα του
κόσμου. Η ΕΣΣΔ είχε ανάγκη μόνο από την ειρήνη. Τέτοιος ήταν ο
χαρακτήρας της, αφού ήταν ανελέητος εχθρός της καπιταλιστικής
ιδιοκτησίας. Για τα αντίπαλα καπιταλιστικά κράτη ο χαρακτήρας του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου παρέμενε ιμπεριαλιστικός και μετά την εισβολή της
Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, παρά την προσωρινή συμμαχία κάποιων απ' αυτά με τη
Σοβιετική Ενωση (12 Ιούλη 1941 η Αγγλία και τον Αύγουστο οι ΗΠΑ).
Η
συμμαχία της ΕΣΣΔ με τις ΗΠΑ - Αγγλία ήταν μια διακρατική συμφωνία, που
είχε συγκυριακό χαρακτήρα για όλες τις πλευρές. Πρόκειται για έναν
ελιγμό που δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί γενικά από μέρους
του σοσιαλιστικού κράτους, από τη στιγμή που εκτιμά ότι ο διεθνής
συσχετισμός δυνάμεων το υποχρεώνει να προχωρήσει σ' έναν προσωρινό
συμβιβασμό με τμήμα των καπιταλιστικών κρατών, προκειμένου να
αντιμετωπίσει ένα άλλο καπιταλιστικό τμήμα. Εξάλλου, αυτό έκαναν και οι
ΗΠΑ - Αγγλία από τη δική τους πλευρά. Οσον αφορά την ΕΣΣΔ, όπως με το
Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ, έτσι και με τη σύμπραξή της με τις ΗΠΑ -
Αγγλία αξιοποίησε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Σε αυτήν την
κατεύθυνση είχε κινηθεί και τα προηγούμενα χρόνια, προτείνοντας εναντίον
της Γερμανίας συμφωνίες με τα «δημοκρατικά» καπιταλιστικά κράτη,
ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εκείνα απέρριψαν όλες τις σοβιετικές
προτάσεις.
Η συμμαχία, λοιπόν, ήταν χρήσιμη και για τις δυο
πλευρές. Οι ΗΠΑ - Αγγλία συμμάχησαν με την ΕΣΣΔ με μεγάλη καθυστέρηση,
όταν η Γαλλία είχε ήδη παραδοθεί, ενώ η Αγγλία που είχε χάσει θέσεις από
την επέλαση του γερμανικού στρατού, κινδύνευε να χάσει και την
κυριαρχία στην Ευρώπη οριστικά. Οι ΗΠΑ φοβούνταν τη λυσσασμένη επίθεση
της Ιαπωνίας και την επικράτησή της στους δρόμους του εμπορίου σε Ασία -
Ειρηνικό.
Από το άλλο μέρος, η συμμαχία χρησίμευε στην ΕΣΣΔ
προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωτηρία του εργατικού της κράτους. Κι
αυτό, παρά το γεγονός ότι τελικά η Σοβιετική Ενωση σώθηκε με τις δικές
της δυνάμεις, πολεμώντας εναντίον ενός εισβολέα που παρέταξε στο
Ανατολικό Μέτωπο 190-270 Μεραρχίες, ενώ στο Δυτικό Μέτωπο παρέταξε 56-75
Μεραρχίες.
Δεν είχαν κοινό στόχο
Η
σύγκρουση καπιταλισμού - σοσιαλισμού συνεχιζόταν εμφανώς και «υπογείως»
και κατά τη διάρκεια του πολέμου. ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία έκαναν πόλεμο
αντιλαϊκό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον υπονομευτικό ρόλο τους στα
εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, στα οποία ηγούνταν ΚΚ. Επιβεβαιώνεται,
ακόμα, από τη συνεργασία τους με δοσιλογικές πολιτικές και στρατιωτικές
δυνάμεις, από την υπονομευτική δουλειά τους προς την ΕΣΣΔ, προς τις
χώρες που απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, τη δρομολόγηση
επιθετικών σχεδίων πριν τη λήξη του πολέμου, αξιοποιώντας δυνάμεις του
αντιπάλου, όπως της Γερμανίας κ.λπ.
Ως υπονομευτικός και
ανατρεπτικός μοχλός ενάντια στα κινήματα που ηγούνταν τα ΚΚ,
χρησιμοποιήθηκαν και οι αστικές κυβερνήσεις σειράς χωρών που είχαν
διαφύγει και εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο (πολωνική, γιουγκοσλαβική,
βελγική κ.ά.) ή στο Κάιρο (ελληνική).
Επίσης, αποδεικνύεται και
από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ - Αγγλία άνοιξαν το Β' Μέτωπο με την απόβαση
στη Νορμανδία τρία χρόνια μετά την επίθεση της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ. Τότε
δηλαδή που ο πόλεμος είχε κριθεί και ο Κόκκινος Στρατός ετοιμαζόταν να
βγει έξω από τα σύνορα και να βαδίσει προς το Βερολίνο.
Ο
αντιλαϊκός ρόλος των καπιταλιστικών κρατών στον πόλεμο επιβεβαιώνεται
και με φρικτό τρόπο από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έριξαν δυο ατομικές βόμβες
(Χιροσίμα, Ναγκασάκι) δίχως να υπάρχει πολεμικός λόγος, δηλαδή τη
στιγμή που η Ιαπωνία είχε σχεδόν καταρρεύσει. Ηταν η χαριστική βολή σε
έναν σύμμαχό τους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, εχθρό τους στον Β', που
έγινε ξανά σύμμαχος μετά τη λήξη του. Ηταν η προειδοποιητική βολή προς
τη Σοβιετική Ενωση.
Η ΕΣΣΔ έκανε δίκαιο πόλεμο, πρώτα απ' όλα
πόλεμο υπεράσπισης της εργατικής εξουσίας, άρα της σοσιαλιστικής
πατρίδας. Ο φιλολαϊκός χαρακτήρας του πολέμου που διεξήγαγε η ΕΣΣΔ
φαίνεται και από την κατεύθυνση της παρέμβασής της στις οικονομικές -
πολιτικές συνθήκες των χωρών που απελευθερώνονταν από τον Κόκκινο
Στρατό. Επί της ουσίας, η ΕΣΣΔ έκανε πόλεμο αντικαπιταλιστικό -
ανεξάρτητα από το ότι τον ονόμαζε αντιφασιστικό - και τότε που συμμάχησε
με τις ΗΠΑ - Αγγλία.
Το τελευταίο δείχνει ότι η κρατική πολιτική
ενός ΚΚ εξουσίας έχει να επιλύσει ειδικά προβλήματα στις διεθνείς
σχέσεις, που δεν έχει μπροστά του ένα ΚΚ εκτός εξουσίας. Για παράδειγμα,
στην εξωτερική πολιτική ένα ΚΚ εξουσίας μπορεί να υποχρεωθεί και σε
κάποιο συγκυριακό συμβιβασμό με τμήματα του αντίπαλου σε παγκόσμιο
επίπεδο. Αυτό, βέβαια, δεν δικαιολογούσε μια συγκυριακή κρατική επιλογή
να ανάγεται σε αρχή και από αυτήν την άποψη να ιδεολογικοποιείται,
προκαλώντας σύγχυση στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.
***
Εχοντας
έτσι διαμορφωθεί το διεθνές πλαίσιο στη διάρκεια του πολέμου, το
ερώτημα που τίθεται είναι: Με ποια στρατηγική το Διεθνές Κομμουνιστικό
Κίνημα, το ΚΚ σε κάθε χώρα, πάλεψε για να υλοποιήσει τα καθήκοντα που
έθεσαν οι νέες συνθήκες του πολέμου στην εργατική τάξη και τα λαϊκά
στρώματα;
Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με τη στρατηγική της
Κομμουνιστικής Διεθνούς πριν και στη διάρκεια του πολέμου, με την οποία
θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο.
Θ. Λ.