Τέλη Σεπτεμβρίου ο κυβερνητικός
εκπρόσωπος Στ. Πέτσας στον προσωπικό του
λογαριασμό στο twitter πόσταρε συνέντευξή του σε ραδιόφωνο που τιτλοφορούνταν «αν
είχαμε ακούσει τον ΣΥΡΙΖΑ για τις ΜΕΘ θα είχαμε πετάξει δεκάδες εκατομμύρια». Ο
υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης τέλη Οκτωβρίου θεωρούσε επιζήμια την αύξηση του αριθμού λεωφορείων, παρόλο το
συνωστισμό που παρατηρείται σ’ αυτά και είναι επικίνδυνος σε συνθήκες
πανδημίας, αιτιολογώντας της με ρητορικές ερωτήσεις για τα δισεκατομμύρια ευρώ
που έχουν δαπανηθεί τις τελευταίες δεκαετίες και την αναγκαιότητα να κοπούν
συντάξεις για την αγορά περισσότερων λεωφορείων. Ο υφυπουργός υγείας Β. Κοντοζαμάνης,
στην ενημέρωση για την πορεία της επιδημίας στα μέσα Νοεμβρίου δήλωσε πως η
επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας δεν είναι δωρεά στο κράτος τονίζοντας πως αν γινόταν επίταξη στο πρώτο
κύμα της επιδημίας που δεν χρειάστηκε "θα είχαμε πετάξει τα χρήματα που
διαθέτουμε".
Δηλώσεις υπουργών της
κυβέρνησης στη χώρα μας που στην
προσπάθειά τους να καλύψουν την ολιγωρία της σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας
και να δικαιολογήσουν τις συνέπειες των
ενεργειών τους αποκαλύπτουν, πέρα από τις
δημαγωγίες, την προτεραιότητα που έχει η καπιταλιστική οικονομία σε κάθε επιλογή
και τα όρια της φιλολαϊκής πολιτικής που μπορεί να ασκήσει μια τέτοια κυβέρνηση
όταν απειλείται η κερδοφορία του κεφαλαίου.
Είναι χαρακτηριστικές οι λέξεις που οι υπουργοί χρησιμοποιούν για πεταμένα λεφτά όταν πρόκειται μάλιστα για
υπηρεσίες που σχετίζονται με την υγεία του συνόλου του πληθυσμού. Αυτοί οι
υπουργοί υπηρετώντας, κάποιες φορές με πολλή δουλοπρέπεια και χωρίς προσχήματα,
το κεφάλαιο με τις διάφορες μορφές του, θεωρούν
αυτονόητο όλες οι κυβερνητικές επιλογές να γίνονται με βάση τα συμφέροντά του.
Και όλες οι απόψεις τους εκφρασμένες απλοϊκά με ιδεαλιστικά
περιτυλίγματα, για να τις εξωραΐσουν, απηχούν αντιλήψεις του κεφαλαιοκρατικού
συστήματος, που με εμβρίθεια ανέλυσε ο
Α. Σμιθ και επιστημονικά έκρινε ο Κ.
Μαρξ.
Ο Μαρξ, ενάμιση αιώνα πριν, κρίνοντας την αντίληψη
του Σμιθ για τη παραγωγική εργασία επισημαίνει τη θέση του ότι στον καπιταλιστικό κόσμο μόνο η εργασία που
παράγει κεφάλαιο είναι παραγωγική εργασία.
«Γιατί η αξία
χρήσης της εργατικής δύναμης συνίσταται για τον κεφαλαιοκράτη, σαν τέτιον, όχι
στην πραγματική της αξία χρήσης, στην ωφελιμότητα αυτής της ιδιαίτερης
συγκεκριμένης εργασίας, ότι δηλαδή πρόκειται για κλωστική εργασία, για υφαντική
εργασία κλπ., ακριβώς όπως δεν τον ενδιαφέρει η αξία χρήσης του προϊόντος αυτής
της εργασίας, σαν τέτιου, επειδή γι’ αυτόν το προϊόν είναι εμπόρευμα (και
μάλιστα εμπόρευμα πριν από την πρώτη του μεταμόρφωση), και όχι είδος
κατανάλωσης. Αυτό που τον ενδιαφέρει στο εμπόρευμα είναι ότι έχει μεγαλύτερη
ανταλλακτική αξία από την αξία που πλήρωσε για την παραγωγή του, και έτσι η
αξία χρήσης της εργασίας γι’ αυτόν συνίσταται στο ότι παίρνει πίσω μια
μεγαλύτερη ποσότητα χρόνου εργασίας από εκείνον που πλήρωσε με τη μορφή του
μισθού (…). Η παραγωγική εργασία καθορίζεται
εδώ από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, ο δε Α. Σμιθ έχει εξαντλήσει εννοιακά το ζήτημα, πέτυχε το στόχο -πρόκειται για μια
από τις μεγαλύτερες επιστημονικές υπηρεσίες του (παραμένει, όπως έχει παρατηρήσει
σωστά ο Μάλθους, η βάση όλης της αστικής πολιτικής οικονομίας αυτή η κριτική
διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και στη μη παραγωγική εργασία), το γεγονός ότι
την παραγωγική εργασία την καθορίζει σαν εργασία, που ανταλλάσσεται άμεσα με το
κεφάλαιο, δηλαδή με ανταλλαγή, με την οποία μόνο οι όροι παραγωγής της εργασίας
και γενικά η αξία, το χρήμα κα τα εμπορεύματα μετατρέπονται πρώτα σε κεφάλαιο
(και η εργασία σε μισθωτή εργασία με την επιστημονική έννοια).
Ετσι έχει αποδειχτεί απόλυτα, τι είναι η μη παραγωγική εργασία. Είναι η
εργασία που δεν ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, αλλά που ανταλλάσσεται άμεσα με
εισόδημα, δηλαδή με μισθό ή με κέρδος (φυσικά και με τις διάφορες κατηγορίες, όπως
ο τόκος και οι πρόσοδες, που συμμετέχουν σαν μέτοχοι -copartners- κέρδος του κεφαλαιοκράτη) (…)
Οι ορισμοί αυτοί δεν είναι λοιπόν παρμένοι από το υλικό χαρακτηριστικό της εργασίας,
(ούτε από τη φύση του προϊόντος της, ούτε από την καθορισμένη κοινωνική μορφή,
από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, μέσα στις οποίες συντελείται. Ένας ηθοποιός
λ.χ. ακόμα και ένας παλιάτσος, είναι επομένως ένας παραγωγικός εργάτης, όταν
δουλεύει στην υπηρεσία ενός καπιταλιστή (του επιχειρηματία), στον οποίο
επιστρέφει περισσότερη εργασία, από εκείνη
που παίρνει απ’ αυτόν με τη μορφή του μισθού, ενώ ένας μπαλωματής ράφτης, που
πάει στο σπίτι του καπιταλιστή, για να
του μπαλώσει τα παντελόνια του του τού δημιουργεί μόνο μια αξία χρήσης, είναι ένας
μη παραγωγικός εργάτης. Η εργασία του πρώτου ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, ενώ η
εργασία του δεύτερου με εισόδημα. Η πρώτη δημιουργεί μια υπεραξία, με τη
δεύτερη καταναλώνεται ένα εισόδημα.
Η παραγωγική και η μη παραγωγική εργασία εξετάζονται εδώ πάντα από τη
σκοπιά του κατόχου χρήματος, του καπιταλιστή, όχι του εργάτη (…)
Ένας συγγραφέας είναι παραγωγικός εργάτης, όχι γιατί παράγει ιδέες, αλλά γιατί πλουτίζει τον βιβλιοπώλη,
που εκδίδει τα συγγράμματά του, ή γιατί είναι ο μισθωτός εργάτης ενός καπιταλιστή.(…)
(…) Αυτό που προκάλεσε
ιδίως την πολεμική ενάντια στη διάκριση που κάνει ο Α. Σμιθ ανάμεσα στην
παραγωγική και μη παραγωγική εργασία (…) Τα παρακάτω περιστατικά είναι που
προκάλεσαν την πολεμική αυτή.
Στη μεγάλη μάζα των λεγόμενων «ανώτερων» εργατών -όπως των δημόσιων
υπαλλήλων, των στρατιωτικών, των βιρτουόζων, των γιατρών, των παπάδων, των δικαστών,
των δικηγόρων κλπ.- όλων αυτών, που εν μέρει δεν είναι μόνο μη παραγωγικοί,
αλλά στην ουσία και ολέθριοι, που καταφέρνουν όμως να ιδιοποιούνται ένα πολύ
μεγάλο μέρος του υλικού πλούτου, είτε πουλώντας τα «μη υλικά» εμπορεύματά τους,
είτε με τη βίαιη επιβολή αυτών των εμπορευμάτων -σ’ όλη αυτή τη μάζα δεν ήταν
καθόλου ευχάριστο να κατατάσσεται από οικονομική άποψη σ’ αυτήν την τάξη, των γελωτοποιών
και των υπηρετών και να εμφανίζονται σαν απλοί συγκαταναλωτές, σαν παράσιτα των
καθεαυτό παραγωγών.(…)
Εφόσον αυτοί οι «μη παραγωγικοί εργάτες» δεν παράγουν απολαύσεις, και
γι’ αυτό το αγόρασμα τους εξαρτιέται ολότελα από τον τρόπο που ο παράγοντας της
παραγωγής θέλει να ξοδέψει τον μισό ή το κέρδος του -εφόσον, αντίθετα, γίνονται
αναγκαίοι ή κάνουν τον εαυτό τους αναγκαίο (όπως οι γιατροί) επειδή υπάρχουν
άνθρωποι σωματικά άρρωστοι ή (όπως οι παπάδες) επειδή υπάρχουν άνθρωποι
πνευματικά αδύνατοι, ή (όπως οι πολιτικοί άνδρες, όλοι οι νομικοί, οι αστυνομικοί,
οι στρατιώτες) επειδή υπάρχει η σύγκρουση των ατομικών και των εθνικών
συμφερόντων, όλοι αυτοί εμφανίζονται στον Α. Σμιθ, όπως και στους ίδιους τους βιομήχανους
καπιταλιστές και στην εργατική τάξη σαν τα faux frais της παραγωγής, και επομένως θα
πρέπει να περιοριστούν ως το αναγκαίο κατώτατο όριο και να κοστίζουν όσο το δυνατό
πιο φτηνά. Η αστική κοινωνία αναπαράγει ξανά με την προσιδιάζουσα σ’ αυτήν
μορφή όλα αυτά που τα είχε καταπολεμήσει στη φεουδαρχική ή απολυταρχική τους μορφή»
(Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την
υπεραξία, 4ος τ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, μτφ. Π. Μαυρομμάτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή,
1984, σ. 151-152, σ.173)