Copyright 2017 The Associated
|
Από την πρόσφατη σύνοδος κορυφής της ΕΕ στην Μάλτα στις αρχές του μήνα
|
Φαίνεται
ότι η πολιτική του προστατευτισμού, την οποία είχε εξαγγείλει ότι θα
εφαρμόσει ο νυν Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντ. Τραμπ, από την προεκλογική ακόμη
περίοδο και συνεχίζει βεβαίως αν και σε πολύ πιο ήπιους τόνους, δεν
είναι αποκλειστική δική του εξαγγελία, ή τμημάτων του κεφαλαίου των ΗΠΑ,
αλλά υπέβοσκε και σε άλλα κράτη, πιο σωστά σε τμήματα του κεφαλαίου
άλλων καπιταλιστικών κρατών αλλά και σε αστικά επιτελεία τους.
Χρειάζεται να θυμίσουμε, ότι στις δύο τελευταίες Συνόδους του «G20»,
στις οποίες ανίχνευαν μείγματα διαχείρισης εξόδου από την οικονομική
κρίση, αντιμετώπισης της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας,
επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του παγκόσμιου εμπορίου,
αφενός λόγω υπερπαραγωγής, αφετέρου λόγω πτώσης των τιμών των
εμπορευμάτων, ενέργειας και πρώτων υλών, αναζητώντας τρόπους
αναζωογόνησής του. Ηταν το ΔΝΤ όμως που πρόβαλε επίμονα την άποψη για
εγκατάλειψη της στροφής στον προστατευτισμό από καπιταλιστικά κράτη του
«G20». Αρα προϋπήρχε ως τάση. Και μάλιστα ως άμυνα απέναντι στις
εξαγωγές κυρίως της Κίνας, η οποία εκτός από την υποτίμηση του γουάν
πουλούσε και σε πάμφθηνες τιμές. Να θυμίσουμε ξανά εδώ την έκκληση των
Βρετανών βιομηχάνων του χάλυβα στην κυβέρνησή τους να επιβάλει, όχι
μεγάλους δασμούς, αλλά απαγόρευση εισαγωγής χάλυβα από την Κίνα επειδή
δεν άντεχαν στον ανταγωνισμό. Και, τελικά, οι μεγαλύτερες χαλυβουργίες
πουλήθηκαν.
Για παράδειγμα, ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ,
ανοίγοντας τις εργασίες της Συνόδου του «G20» στην Κίνα το Σεπτέμβρη
2016, ανέφερε ότι
πραγματοποιείται επιστροφή στον προστατευτισμό,
που φέρνει στασιμότητα στο παγκόσμιο εμπόριο και στις επενδύσεις.
Επίσης το ΔΝΤ, σχετικά με την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του όγκου
του εμπορίου ανέφερε: «Αν και τα τρία τέταρτα αυτής της πτώσης μπορούν
να αποδοθούν στην ασθενέστερη οικονομική δραστηριότητα, κυρίως στις
αδύναμες επενδύσεις, ο μειούμενος ρυθμός απελευθέρωσης του εμπορίου και
η πρόσφατη άνοδος των προστατευτικών μέτρων έχουν ενισχύσει την πτωτική πορεία. Ο Τραμπ δεν είχε εκλεγεί ακόμη.
Επανεξέταση των ξένων επενδύσεων στην ΕΕ...
Μετά
απ' όλα αυτά, δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση ότι οι κυβερνήσεις
Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας ζητούν με κοινή επιστολή προς την Κομισιόν,
στην Ευρωπαία Επίτροπο Εμπορίου Σεσίλια Μάλμστρομ, να επανεξετάσει τους
κανόνες για τις ξένες επενδύσεις στην ΕΕ, δηλαδή από κράτη εκτός Ενωσης,
εκφράζοντας ανησυχίες ότι η ευρωενωσιακή τεχνογνωσία στον τομέα των
λεγόμενων νέων τεχνολογιών διαρρέει στο εξωτερικό. Το ρεπορτάζ είναι από
το «Reuters» και αναπαράγεται από ελληνικά αστικά ΜΜΕ.
Την
επιστολή έστειλαν οι υπουργοί Οικονομίας της Γαλλίας και της Γερμανίας
και ο υπουργός Βιομηχανίας της Ιταλίας, προβάλλοντας την εκτίμηση ότι
ένας αυξανόμενος αριθμός μη Ευρωπαίων επενδυτών αγοράζουν ευρωπαϊκή
τεχνολογία για τους στρατηγικούς σκοπούς της δικής τους χώρας. Και αυτό,
την ίδια ώρα, που οι Ευρωπαίοι επενδυτές αντιμετωπίζουν εμπόδια όταν
προσπαθούν να επενδύσουν σε άλλα κράτη.
Επομένως, αναφέρουν στην
επιστολή τους, «ανησυχούμε για την έλλειψη αμοιβαιότητας και το πιθανό
ξεπούλημα της ευρωπαϊκής τεχνογνωσίας, το οποίο αυτή τη στιγμή δεν
μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με αποτελεσματικά εργαλεία».
Οι
υπουργοί όμως δεν ανησυχούν μόνο για την τεχνογνωσία, αλλά και για το
γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις διαγωνισμών δημόσιων προμηθειών σε άλλα
κράτη στους οποίους δεν μπορούν να συμμετέχουν οι ευρωενωσιακοί
επιχειρηματικοί όμιλοι, αν και η αγορά της ΕΕ είναι ανοικτή στον ξένο
ανταγωνισμό. Μιλούν δηλαδή για «δυο μέτρα και δυο σταθμά» από άλλα
κράτη.
Ετσι, ζητούν από την Κομισιόν να δώσει τη δυνατότητα τα
κράτη - μέλη της ΕΕ να μπορούν να εμποδίζουν ξένες επενδύσεις ή να
βάζουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να γίνονται.
Λένε, μάλιστα,
οι τρεις υπουργοί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ότι «η ευρωπαϊκή νομοθεσία
δίνει το δικαίωμα στα κράτη - μέλη να απαγορεύουν τις ξένες επενδύσεις,
όταν αυτές απειλούν τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια τάξη» και ότι
«χρειάζεται επιπλέον προστασία βάσει οικονομικών κριτηρίων που θα
λαμβάνουν υπόψη και θα σχετίζονται, με την τεχνογνωσία της Κομισιόν».
Μιλούν,
λοιπόν, για «αμοιβαιότητα» στις επενδύσεις με τα κράτη εκτός της ΕΕ,
που οι ευρωενωσιακοί όμιλοι έχουν περιορισμένη πρόσβαση για επενδύσεις
στην αγορά τους, δίνοντας παραδείγματα κρατών στα οποία για να
επενδύσουν αναγκάστηκαν να συστήσουν κοινοπραξίες με κεφάλαια αυτών των
κρατών, ή και αποκλείστηκαν.
Η Γαλλία εφαρμόζει πολιτική ελέγχου
παρεμπόδισης ξένων εξαγορών κάτω βεβαίως από συγκεκριμένες προϋποθέσεις,
αλλά και η Γερμανία αρχίζει να το επιχειρεί μετά επενδύσεις από την
Κίνα. Ουσιαστικά, πρόκειται για αίτημα εφαρμογής κανόνων
προστατευτισμού. Επίσης, γίνεται φανερό ότι οι υπουργοί «φωτογραφίζουν»
την Κίνα. Το «Reuters», αναφέρεται στις επενδύσεις της Κίνας στη
Γερμανία, στην οποία πράγματι κάνει εξαγορές, αλλά κάνει σε όλες τις
ισχυρές οικονομίες της ΕΕ.
Στο «Reuters» αναφέρεται ότι η εκλογή
του Τραμπ οδήγησε σε τέτοιες εκκλήσεις που οδηγούν σε προστατευτισμό,
αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια, όπως είπαμε πιο πάνω.
...και ιδιαίτερα στους τομείς των «τεχνολογιών»
Ταυτόχρονα
όμως η ΕΕ, όπως και όλες οι ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, δίνει
μεγάλο βάρος για την ανάπτυξη της οικονομίας της στην «καινοτομία»,
δηλαδή στον τομέα της πληροφορικής, των νέων τεχνολογιών όπως τις
ονομάζουν, στη ρομποτική, αλλά και στην «Ψηφιακή Αγορά». Γι' αυτό οι
υπουργοί μιλούν για τους κινδύνους από την εξαγωγή τεχνογνωσίας.
Μάλιστα, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζ. Κ. Γιούνκερ, έχει σημαντική συμβολή
στην προσπάθεια προώθησης της «Ενιαίας Ψηφιακής Αγοράς». Και αυτό
επίσης δεν είναι τυχαίο. Οι εφαρμογές του τομέα της Πληροφορικής, της
ρομποτικής, της ψηφιακής τεχνολογίας κατακλύζουν ολοένα και
περισσότερους κλάδους της οικονομίας, όπως στις τηλεπικοινωνίες και κάθε
είδους επικοινωνίες στην παραγωγή και διάδοση οπτικοακουστικού υλικού,
άρα στις μουσικές και κινηματογραφικές παραγωγές, στο λιανικό
διαδικτυακό εμπόριο, στην αυτοκινητοβιομηχανία, σε άλλους τομείς της
βιομηχανίας κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι οι τομείς αυτοί
βρίσκουν πλείστες εφαρμογές και στον τομέα Υγείας.
Οι εφαρμογές
αυτές αυξάνουν στο έπακρο την παραγωγικότητα της εργασίας, άρα και την
ανταγωνιστικότητα. Αυξάνουν την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών στη
μονάδα του χρόνου και γι' αυτό ωθούν στη μείωση του εργατικού δυναμικού.
Αυξάνουν πολλαπλάσια το βαθμό εκμετάλλευσης άρα και τα κέρδη.
«Η
τεχνολογία παραμένει ένας κλάδος που γίνονται επενδύσεις στην Ευρώπη
(...) το 72% των εταιρειών σχεδιάζει να επενδύσει στην Ευρώπη στον τομέα
της τεχνολογίας μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, το 33% αναμένει σημαντική
αύξηση της παρουσίας του στην Ευρώπη θεωρώντας την κέντρο αναδυόμενων
τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το Internet of Things και η
ρομποτική» (ηλεκτρονικό «Βήμα», 17/2/2017).
Η Κίνα, βεβαίως, η
οποία θεωρείται το κράτος που προωθεί στην οικονομία της ταχύτερα και σε
μεγαλύτερη έκταση τα ρομπότ και τις εφαρμογές της πληροφορικής και της
ψηφιακής τεχνολογίας, έχει «βάλει στο μάτι» γερμανικές εταιρείες
παραγωγής ρομπότ. «Οι εξαγορές στο εξωτερικό από κινεζικές επιχειρήσεις
έφθασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα το 2016. Οι κινεζικές επιχειρήσεις
ανακοίνωσαν 387 συμφωνίες κατά το α΄ εξάμηνο του 2016 συνολικής αξίας
129 δισ. δολαρίων, ξεπερνώντας το ποσό - ρεκόρ των 97,9 δισ. δολαρίων το
2015. Οι κινεζικές εταιρείες έχουν αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον τους για
την απόκτηση βιομηχανικών ρομπότ και σχετικού λογισμικού, στοχεύοντας
ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκές εταιρείες. Η Κίνα είναι ήδη ο μεγαλύτερος
χρήστης βιομηχανικών ρομπότ παγκοσμίως» («Καθημερινή», 7/9/2016).
Ετσι,
η γερμανική εταιρεία ρομποτικής «Kuka AG» εξαγοράστηκε από την κινεζική
«Midea», τον Αύγουστο 2016 έναντι 5 δισ. δολαρίων. Είχε προηγηθεί και η
εξαγορά της γερμανικής βιομηχανίας μηχανολογικού εξοπλισμού
«KraussMaffei» από την κινεζική «ChemChina» έναντι 1 δισ. δολαρίων. Η
εταιρεία δεδομένων «Dealogic» αναφέρει πως από τις αρχές του 2016 οι
κινεζικές επιχειρήσεις έχουν δαπανήσει σχεδόν 11 δισ. δολάρια σε
εξαγορές γερμανικών επιχειρήσεων. Το ποσό αυτό επισκιάζει τα 2,6 δισ.
δολάρια αντίστοιχων δαπανών το 2014. Στην Ευρώπη, οι κινεζικές
επενδύσεις φθάνουν στα 203 δισ. δολάρια. Ο αντικαγκελάριος και υπουργός
Οικονομίας, Ζ. Γκάμπριελ, είχε πει τότε ότι θα προτιμούσε Ευρωπαίο
αγοραστή. Πράγματι, η γερμανική κυβέρνηση είχε προτείνει το σχηματισμό
ευρωπαϊκής κοινοπραξίας, για να περιέλθει στον έλεγχό της η γερμανική
εταιρεία ρομποτικής «Kuka AG» και να αποτραπεί η εξαγορά της από την
κινεζική «Midea», που την είχε θέσει στο στόχαστρό της. Σημειωτέον ότι η
εν λόγω εταιρεία ήταν στρατηγικής σημασίας για τη γερμανική οικονομία,
καθώς η ρομποτική και η χρήση των ρομπότ στις γερμανικές βιομηχανίες
σχετίζονται με την άνοδο της παραγωγικότητας, άρα και με τη μείωση του
κόστους της παραγωγής και με την υψηλή ανταγωνιστικότητα των γερμανικών
προϊόντων. Η πρόταση της γερμανικής κυβέρνησης όμως δεν ευοδώθηκε.
Στη μάχη του ανταγωνισμού
Φαίνεται,
λοιπόν, ότι η πολιτική του προστατευτισμού δεν σημαίνει μόνο ενίσχυση
της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων του κράτους που τον
εφαρμόζει στην εσωτερική αγορά. Σημαίνει και απάντηση αφενός στα κράτη
που εφαρμόζουν ανάλογη πολιτική εμποδίζοντας τις εξαγωγές τους, αφετέρου
προστασία των επιχειρηματικών ομίλων και των κερδών τους που
δραστηριοποιούνται στην πληροφορική, στη ρομποτική, στην ψηφιακή
τεχνολογία, γενικότερα σε ό,τι περικλείει ο όρος «επιχειρήσεις
καινοτομίας» που αποφέρουν τεράστια κέρδη σε συνδυασμό με την άνοδο
παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Και εδώ οξύνεται στο έπακρο ο
καπιταλιστικός ανταγωνισμός.
Η πολιτική όλων των κυβερνήσεων, και
της ελληνικής, αποσκοπεί να συμβάλει σε επενδύσεις που προάγουν την
παραγωγικότητα της εργασίας, άρα και την ανταγωνιστικότητα. Αλλά αυτή η
πολιτική είναι εμπόδιο στη μείωση της ανεργίας. Και αυτό γιατί με
λιγότερη ζωντανή εργασία, λιγότερους εργάτες να δουλεύουν τα μέσα
παραγωγής, η ανεργία αυξάνεται πολλαπλάσια, με δεδομένο ότι ο εργάσιμος
χρόνος παραμένει ο ίδιος και δεν μειώνεται. Μπορούν επίσης να επιβάλουν
ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και να συγκαλύπτουν την ανεργία. Δίνει
επίσης τη δυνατότητα αύξησης της εντατικοποίησης της δουλειάς. Τα
παραπάνω ωθούν στην ανάγκη απελευθέρωσης απολύσεων, διαχείρισης του
εργατικού δυναμικού, ανάλογα με τον όγκο των παραγγελιών και της
παραγωγής τους. Ετσι εξοικονομούν κεφάλαιο. Και όλα αυτά ενώ θα μπορούσε
να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος και να αυξηθεί ο ελεύθερος. Επίσης, οι
νέες τεχνολογίες όπως ονομάζονται, έχουν εφαρμογή στην προληπτική Υγεία,
στις διαγνώσεις ασθενειών, στις θεραπείες. Εντούτοις, πάνω από το 15%
των εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες
Υγείας. Το ίδιο ισχύει στα φάρμακα, στην παραγωγή διατροφικών προϊόντων,
στην κατασκευή υγιεινών και φτηνών κατοικιών, αλλά η ανεργία αυξάνεται,
άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα, είναι άστεγοι, κ.λπ. Αυτή είναι η
πραγματικότητα στον καπιταλισμό.
Ποιος βάζει αυτά τα εμπόδια όταν η
κοινωνική παραγωγή με την επιστήμη και την τεχνολογία έχει φτάσει σε
τέτοια επίπεδα, ώστε μπορεί να ικανοποιήσει κάθε σύγχρονη ανάγκη; Η
καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Σ' αυτό οφείλεται το
γεγονός ότι τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι τον καρπώνονται οι
καπιταλιστές. Ετσι η πάλη σήμερα για την αναπλήρωση των απωλειών της
περιόδου της κρίσης με την κατάργηση όλων των αντεργατικών - αντιλαϊκών
νόμων, συνδέεται άμεσα με τη διεκδίκηση κάλυψης όλων των σύγχρονων
αναγκών της εργατικής, της λαϊκής οικογένειας που απαιτεί τα μέσα
παραγωγής από καπιταλιστική ιδιοκτησία, να γίνουν κοινωνική ιδιοκτησία.