Συμπληρώνονται σήμερα 40 χρόνια από την ιστορική επίσκεψη του τότε
υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Γεωργίου Ράλλη στη Σοβιετική Ένωση.
Επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη Έλληνα αξιωματούχου στην ΕΣΣΔ μετά το
1924, και η μόνη ως τότε σε τόσο υψηλό επίπεδο. Επί της ουσίας ήταν μια
επίσκεψη που προλείανε το έδαφος για την πρώτη επίσκεψη Έλληνα
πρωθυπουργού στη χώρα, με το ταξίδι του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον
Οκτώβρη του 1979. Η συνάντηση διεξήχθη σε καλό κλίμα και αποκορύφωμά της
υπήρξε η υπογραφή συμφωνίας για την επισκευή σοβιετικών πλοίων στα
ναυπηγεία της Σύρου. Εκείνη την εποχή όπως είναι γνωστό η Ελλάδα είχε
αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, κάτω από τη μεγάλη
δυσαρέσκεια του λαού για την εμπλοκή των ΗΠΑ στην εισβολή και κατοχή της
Κύπρου.
Η Σοβιετική ένωση από την πρώτη στιγμή είχε πρωταγωνιστήσει στο ψήφισμα 353 του ΟΗΕ για το Κυπριακό και πίεζε διαρκώς για την εφαρμογή του. Καλούσε σε απόσυρση όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων, τον τερματισμό της κατοχής και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Πέραν αυτού, στις 26 Αυγούστου 1974, λίγες μέρες δηλαδή μετά τον “Αττίλα ΙΙ” η Σοβιετική κυβέρνηση είχε εκφράσει την αναγκαιότητα προστασίας της Κυπριακής Δημοκρατίας από εξωτερικές επεμβάσεις και απομάκρυνσης όλων των ξένων δυνάμεων, προχωρώντας μάλιστα σε εγγύηση των βόρειων συνόρων της Ελλάδας, διαλύοντας μια για πάντα το δημοφιλή ψυχροπολεμικό μύθο περί “από βορράν κινδύνου”. Θεωρητικά λοιπόν, υπήρχαν προϋποθέσεις για μια προσέγγιση των δύο πλευρών, η οποία ποτέ δεν έφτασε σε απτά αποτελέσματα ωστόσο, καθώς σκόνταφτε στο ακανθώδες ζήτημα του ΝΑΤΟ. Αφενός η ΕΣΣΔ απολύτως δικαιολογημένα παραδοσιακά αντιτάσσονταν σε οποιαδήποτε σκέψη νατοποίησης του νησιού, αφετέρου η ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δυσαρεστήσει τους υπέρμετρα τους υπερατλαντικούς της συμμάχους.
Ήταν ωστόσο απολύτως διατεθειμένη να παίξει το “σοβιετικό χαρτί” έναντι των ΗΠΑ σε μια περίοδο που οι διαπραγματεύσεις για την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος της βορειατλαντικής συμμαχίας είχαν πέσει σε τέλμα. Είναι γεγονός πως η επίσκεψη Ράλλη δυσαρέστησε τους Αμερικανούς, προκαλώντας την αντίδραση του πρωθυπουργού, που στις 23 Δεκέμβρη 1978 δήλωσε πως η αφοσίωση και οι ευθύνες της Ελλάδας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ δε θα παρεμπόδιζαν τις προσπάθειές της να βελτιώσει τις σχέσεις της με τους Σοβιετικούς. Η πίεση που επεδίωκε η ελληνική κυβέρνηση να ασκήσει στους συμμάχους της για την αποδοχή των όρων της στρατιωτικής της επανένταξη διαφάνηκε και από την επίσκεψη του Καραμανλή στη Μόσχα ένα χρόνο αργότερα, όπου είχε συνομιλίες τον πρωθυπουργό Αλεξέι Κοσίγκιν, αλλά και τον ίδιο το Μπρέζνιεφ, με αντικείμενο την επικύρωση της συμφωνίας για τα ναυπηγεία. Επιπλέον, σε μια παραπέρα ένδειξη καλής θέλησης προς τους Σοβιετικούς, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Άμυνας της Ελλάδας, έσπευσε να διασκεδάσεις τους φόβους επέκτασης των χωρικών υδάτων από έξι στα 12 ναυτικά μίλια, κάτι που θα σήμαινε για την ΕΣΣΔ που είχε ναυτική βάση 78 μίλια από τις ελληνικές ακτές την υποχρέωση να επαναδιπραγματευτεί το καθεστώς των ναυτικών της δυνάμεων στην περιοχή. Η σκέψη ωστόσο να υπάρξει κοινή ανακοίνωση για τη μη επέκταση των χωρικών υδάτων με αντάλλαγμα ενεργότερες σοβιετικές πρωτοβουλίες στο Κυπριακό απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, που φοβόταν πως θα υπερέβαινε τα εσκαμμένα έναντι των ΗΠΑ. Εξάλλου, όπως φάνηκε με την εκ νέου προσχώρηση της Ελλάδας ως πλήρους μέλους του ΝΑΤΟ το 1980, ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί σοβαρά ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας.
Στη συνέχεια υπήρξαν άλλες δύο επισκέψεις Ελλήνων πρωθυπουργών στην ΕΣΣΔ, το 1985 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπου σημειώθηκε και το ευτράπελο της χορήγησης του πολυτελέστερου αυτοκινήτου μετακινήσεων στον υφυπουργό τύπου Αντώνη Μαρούδα, θεωρώντας τον λόγω λάθος μετάφρασης ομόλογο του διοικητή της KGB, και του Κ. Μητσοτάκη τον Ιούλιο του 1991, λίγους μήνες πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, που δεν ξέρουμε αν συντέλεσε και στην εδραίωση της φημολογίας περί “γκαντεμιάς” του πάλαι ποτέ επιτίμου προέδρου της ΝΔ.
Η Σοβιετική ένωση από την πρώτη στιγμή είχε πρωταγωνιστήσει στο ψήφισμα 353 του ΟΗΕ για το Κυπριακό και πίεζε διαρκώς για την εφαρμογή του. Καλούσε σε απόσυρση όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων, τον τερματισμό της κατοχής και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Πέραν αυτού, στις 26 Αυγούστου 1974, λίγες μέρες δηλαδή μετά τον “Αττίλα ΙΙ” η Σοβιετική κυβέρνηση είχε εκφράσει την αναγκαιότητα προστασίας της Κυπριακής Δημοκρατίας από εξωτερικές επεμβάσεις και απομάκρυνσης όλων των ξένων δυνάμεων, προχωρώντας μάλιστα σε εγγύηση των βόρειων συνόρων της Ελλάδας, διαλύοντας μια για πάντα το δημοφιλή ψυχροπολεμικό μύθο περί “από βορράν κινδύνου”. Θεωρητικά λοιπόν, υπήρχαν προϋποθέσεις για μια προσέγγιση των δύο πλευρών, η οποία ποτέ δεν έφτασε σε απτά αποτελέσματα ωστόσο, καθώς σκόνταφτε στο ακανθώδες ζήτημα του ΝΑΤΟ. Αφενός η ΕΣΣΔ απολύτως δικαιολογημένα παραδοσιακά αντιτάσσονταν σε οποιαδήποτε σκέψη νατοποίησης του νησιού, αφετέρου η ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δυσαρεστήσει τους υπέρμετρα τους υπερατλαντικούς της συμμάχους.
Ήταν ωστόσο απολύτως διατεθειμένη να παίξει το “σοβιετικό χαρτί” έναντι των ΗΠΑ σε μια περίοδο που οι διαπραγματεύσεις για την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος της βορειατλαντικής συμμαχίας είχαν πέσει σε τέλμα. Είναι γεγονός πως η επίσκεψη Ράλλη δυσαρέστησε τους Αμερικανούς, προκαλώντας την αντίδραση του πρωθυπουργού, που στις 23 Δεκέμβρη 1978 δήλωσε πως η αφοσίωση και οι ευθύνες της Ελλάδας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ δε θα παρεμπόδιζαν τις προσπάθειές της να βελτιώσει τις σχέσεις της με τους Σοβιετικούς. Η πίεση που επεδίωκε η ελληνική κυβέρνηση να ασκήσει στους συμμάχους της για την αποδοχή των όρων της στρατιωτικής της επανένταξη διαφάνηκε και από την επίσκεψη του Καραμανλή στη Μόσχα ένα χρόνο αργότερα, όπου είχε συνομιλίες τον πρωθυπουργό Αλεξέι Κοσίγκιν, αλλά και τον ίδιο το Μπρέζνιεφ, με αντικείμενο την επικύρωση της συμφωνίας για τα ναυπηγεία. Επιπλέον, σε μια παραπέρα ένδειξη καλής θέλησης προς τους Σοβιετικούς, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Άμυνας της Ελλάδας, έσπευσε να διασκεδάσεις τους φόβους επέκτασης των χωρικών υδάτων από έξι στα 12 ναυτικά μίλια, κάτι που θα σήμαινε για την ΕΣΣΔ που είχε ναυτική βάση 78 μίλια από τις ελληνικές ακτές την υποχρέωση να επαναδιπραγματευτεί το καθεστώς των ναυτικών της δυνάμεων στην περιοχή. Η σκέψη ωστόσο να υπάρξει κοινή ανακοίνωση για τη μη επέκταση των χωρικών υδάτων με αντάλλαγμα ενεργότερες σοβιετικές πρωτοβουλίες στο Κυπριακό απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, που φοβόταν πως θα υπερέβαινε τα εσκαμμένα έναντι των ΗΠΑ. Εξάλλου, όπως φάνηκε με την εκ νέου προσχώρηση της Ελλάδας ως πλήρους μέλους του ΝΑΤΟ το 1980, ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί σοβαρά ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας.
Στη συνέχεια υπήρξαν άλλες δύο επισκέψεις Ελλήνων πρωθυπουργών στην ΕΣΣΔ, το 1985 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπου σημειώθηκε και το ευτράπελο της χορήγησης του πολυτελέστερου αυτοκινήτου μετακινήσεων στον υφυπουργό τύπου Αντώνη Μαρούδα, θεωρώντας τον λόγω λάθος μετάφρασης ομόλογο του διοικητή της KGB, και του Κ. Μητσοτάκη τον Ιούλιο του 1991, λίγους μήνες πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, που δεν ξέρουμε αν συντέλεσε και στην εδραίωση της φημολογίας περί “γκαντεμιάς” του πάλαι ποτέ επιτίμου προέδρου της ΝΔ.