Το
βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι η έλλειψη ενθουσιασμού από τη ζωή μας. Το
δεύτερο βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι τα άθλια υποκατάστατά του, που
προσπαθούν τεχνητά και με το ζόρι, σχεδόν ψυχαναγκαστικά να τον επιβάλουν:
«περνάμε καλά-ααα»; Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Ο μέσος
άνθρωπος βιώνει συνήθως αυτή την έλλειψη στην καθημερινή του ζωή στη δουλειά
και τις διαπροσωπικές του σχέσεις –που συχνά δεν υπάρχουν καν ή μισο-υφίστανται
και σε κάθε περίπτωση δεν προκαλούν κανένα ενθουσιασμό. Ο μέσος σύντροφος –που
κι αυτός σαν το μέσο άνθρωπο είναι, αλλά με ιδιαιτερότητες, όπως όλοι μας
άλλωστε- τη βιώνει εντονότερα στην πολιτική κατάσταση ως στασιμότητα κι απουσία
κάποιας προοπτικής. Ο μέσος άνθρωπος αντιλαμβάνεται αυτή την έλλειψη ως απουσία
έρωτα από τη ζωή του και με αυτόν προσπαθεί κυρίως να καλύψει ή να ξεγελάσει
κάπως το εσωτερικό του κενό. Ο μέσος σύντροφος πάλι τη βιώνει ως απουσία
επαναστατικής κατάστασης ή ενδιαφέροντων καιρών που να την προμηνύουν.
Ο έρωτας
είναι μια επανάσταση σε προσωπικό επίπεδο, που φέρνει τα πάνω-κάτω στη ζωή μας.
Ενώ η επανάσταση αναποδογυρίζει την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, ως έκφραση της
ερωτικής διαλεκτικής μας σχέσης με την πραγματικότητα γύρω μας. Αλλάζουμε τη
ζωή μας, αλλάζοντας τον κόσμο, όπως έλεγε ένα παλιότερο σύνθημα του φεστιβάλ.
Κι έχουμε τη ζωή πολύ (πάρα πολύ) αγαπήσει, για αυτό και είμαστε έτοιμοι να τη
θυσιάσουμε (εξ ολοκλήρου ή τα πιο γλυκά της κομμάτια, με καθημερινές, μικρές
θυσίες) για την επαναστατική υπόθεση. Που αν την απαρνηθείς, σκοτώνεις τον
εαυτό σου και τις ιδέες σου, γλιτώνοντας από τη θυσία μια μίζερη ζωή, ενώ
ουσιαστικά είσαι νεκρός μέσα σου.
Γιατί αν
έχεις γευτεί μια φορά τη φλόγα της επανάστασης και του έρωτα, δεν μπορείς να
υπάρξεις χωρίς αυτήν και τρως τα μούτρα σου ξανά και ξανά μέχρι να τη βρεις –κι
ας είναι η φωτιά της να σε κάψει. Ούτως ή άλλως, το καμένο χώμα βγάζει/ έτσι
και πέσει μια βροχή/ τα ωραιότερα λουλούδια που ‘χω δει. Στίχοι από «το τικ-τακ
του ρολογιού».
Μα ο
χρόνος στον έρωτα, όπως και στην επανάσταση, είναι πολύ σχετικός και
συμπυκνωμένος, όπου κάθε μέρα μετράει σα μήνας και σε γεμίζει ασύγκριτες
εμπειρίες και συναισθήματα. Αλλά φεύγουν πριν το καταλάβεις και το ζήτημα είναι
τι αφήνουν πίσω τους, μόλις καταλαγιάσει ο αρχικός ενθουσιασμός κι η πρώτη
επαναστατική ζέση· αν είναι κάτι δυνατό, με γερές βάσεις κι εξελίσσεται· κι αν
μετά από τον πρώτο καιρό, που νιώθεις να πετάς στα σύννεφα, συνεχίζεις την
έφοδο στον ουρανό ή απλώς αεροβατείς και περιμένεις να γκρεμοτσακιστείς στην πρώτη
δυσκολία.
Ο
ενθουσιασμός από ετυμολογική άποψη σημαίνει να βρίσκουμε το θεό μέσα μας ή μέσα
σε κάτι άλλο (και βασικά το πρώτο με αφορμή το δεύτερο που μας το προκαλεί). Κι
είναι σίγουρα σπουδαίο βήμα να κατεβάζουμε το θείο, ανώτερο στοιχείο και την τελειότητά
του από τους ουρανούς στη γη και να το βρίσκουμε γύρω μας, σε απλά, καθημερινά
πρόσωπα κι επίγειες καταστάσεις. Αρκεί να μην είναι τέτοια η προσωπική μας
ανάγκη να ζήσουμε κάποια πράγματα, ώστε να τα επινοούμε και να τα ανακαλύπτουμε
εκεί που δεν υπάρχουν. Να βλέπουμε δηλ με τα μάτια της ψυχής μας τον απόλυτο
έρωτα με το πρώτο σκίρτημα, σε μια επιπόλαια περιπέτεια και την επαναστατική
κατάσταση σε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα, χωρίς βάθος και προοπτική –γιατί η κίνηση
είναι το παν. Από την άλλη είναι εξίσου σημαντικό να μην περιμένουμε ιδανικές
καταστάσεις σε καθαρά μορφή και πρίκγιπες πάνω σε άσπρα άλογα, να μάθουμε να
αγαπάμε (και να ενθουσιαζόμαστε με) τους ανθρώπους με τις αντιφάσεις τους, να
βρίσκουμε σε αυτό που ήδη υπάρχει εικόνες από τα προσεχώς και την κοινωνία του
μέλλοντος.
Ο εύκολος
κι αβασάνιστος ενθουσιασμός και το κατοπτρικό του αντίθετο της μόνιμης –και σχεδόν
από άποψη- απαισιοδοξίας, που βάζει τον πήχη πολύ ψηλά, για να περάσουν όλοι από
κάτω και να απογοητευτεί, είναι εξίσου αδιέξοδα με το δίπολο των φτηνών
τακτικισμών και της ανέξοδης στρατηγικής επί χάρτου. Κι αποτυπώνουν την ισχυρή
τάση-ανάγκη φυγής από την πραγματικότητα –που είναι και το βασικό όπλο των
θρησκειών και της απήχησής τους. Αλλά για να αλλάξουμε την πραγματικότητα που μας
περιβάλλει και τους μίζερους ψευτοενθουσιασμούς ή την απαισιοδοξία που μας προσφέρει
απλόχερα, πρέπει να πιάσουμε το νήμα στον πραγματικό κόσμο και την κίνησή του –κι
όχι στην ενθουσιώδη φαντασία μας. Όχι με υπερβολικό σκεπτικισμό, που μας καταδικάζει
σε αιώνια ακινησία, ούτε κατεβάζοντας ρολά στην κριτική μας ικανότητα, γιατί τάχα
η σκέψη σκοτώνει τον έρωτα.
Ο αξιόλογος
φροϋδομαρξιστής (όσο αντιφατικός κι αν μοιάζει για κάποιους αυτός ο συνδυασμός,
του φρόιντ με το μαρξ, της αξίας με το λόγο και όλων αυτών μαζί) έριχ φρομ σημείωνε
στην «τέχνη της αγάπης» ότι οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται το συναισθηματικό
πρόβλημα που αντιμετωπίζουν ως ανάγκη να αγαπηθούν από τους άλλους, ενώ στην
πραγματικότητα το ζητούμενο είναι να μάθουν να αγαπούν ανιδιοτελώς και με
ουσιαστικό τρόπο οι ίδιοι τους άλλους.
Κατ’
αντιστοιχία, το επαναστατικό πρόβλημα της εποχής μας δε συνίσταται γενικά κι αόριστα
στην απουσία επαναστατικής κατάστασης και την κακοτυχία μας να ζούμε σε μη
επαναστατικούς καιρούς, αλλά στο τι κάνουμε και πώς να δράσουμε επαναστατικά σε
αυτές τις μη επαναστατικές συνθήκες. Η τέχνη της επανάστασης προϋποθέτει να μην
απογοητευόμαστε από την αρνητική συγκυρία, να μην παραιτούμαστε –ούτε βέβαια να
ονειροπολούμε χαζοχαρούμενα και να φαντασιωνόμαστε παντού μεγάλες νίκες του κινήματος,
για να δώσουμε θάρρος στους εαυτούς μας.
Δεν υπάρχουν
θαύματα εξ ουρανού, παρά μόνο θαυμάσιοι άνθρωποι που μπορούν να τα πετύχουν. Μόνοι
μας θα βρούμε ή θα δημιουργήσουμε τον ενθουσιασμό που λείπει από τη ζωή μας.