Η κυρίαρχη ιδεολογία σε μια αστική
δημοκρατία των μαζών συνίσταται σε εκείνο το «ελάχιστο κοινό» συνεκτικό
των ιδεών, στις «ελάχιστες κοινές» εκείνες πολιτικές ιδέες που μπορούν
να ανασημασιοδοτηθούν από το εννοιολογικό, ιστορικό, πολιτικό περιβάλλον
μέσα στο οποίο βρίσκονται, προκειμένου να καναλιζάρουν τον πολιτικό
διάλογο σε ένα κυρίαρχο ιδεολογικό δίπολο. Οι ιδεολογικές έννοιες που
πρωταγωνιστούν είναι οι αρκούντως αφηρημένες έννοιες της ισότητας, της
ελευθερίας, των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, του λαού, του έθνους
κ.λπ., που ανάλογα με την περαιτέρω εξειδίκευσή τους στον πολιτικό λόγο
προσδιορίζονται αποκτώντας άλλο περιεχόμενο κάθε φορά. Έτσι, π.χ. η
ισότητα μπορεί να προσδιορίζεται ως «ισότητα ευκαιριών», ως «ισότητα
έναντι του νόμου», ως «οικονομική ισότητα» κ.λπ., η «ελευθερία» μπορεί
να προσδιορίζεται ως «οικονομική ελευθερία» και να εννοεί τις τέσσερις
ελευθερίες του Μάαστριχτ, ως «ελευθερία έκφρασης γνώμης», ως «ελευθερία ο
λαός να είναι κυρίαρχος της τύχης του» κ.λπ.
Χρησιμοποιώντας εδώ το σχήμα Βάσης
– Εποικοδόμημα, θα λέγαμε πως οι ιδεολογικές έννοιες που πρωταγωνιστούν
εντάσσονται σε τέτοια ιδεολογικά περιβάλλοντα κάθε φορά, ώστε το
περιεχόμενό τους να προσδιορίζει το Εποικοδόμημα και μέσω αυτού να
αφήνεται μια κάποια υπόνοια ότι μπορεί να αφορά και τη Βάση. Στην
πραγματικότητα, η ουσιαστική σύγκλιση των πολιτικών επιλογών στη Βάση
δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ιδεολογική σύγκρουση περί αυτής κι έτσι
αυτή αφήνεται να θεωρείται ως κάτι το δεδομένο, το αμετάβλητο, το φυσικά
και σοφά τοποθετημένο στην κοινωνία. Από την άλλη, όσο οι ιδεολογικές
έννοιες απομακρύνονται από την πραγματική κοινωνικοοικονομική γείωσή
τους και αφορούν «ανέξοδα» ζητήματα του Εποικοδομήματος, τόσο φαίνεται
αυτά να αποτελούν αντανάκλαση πραγματικών οικονομικών ζητημάτων και
επιλογών μπροστά στις οποίες βρίσκεται η αστική τάξη, η οποία
εκφράζοντας τις ιδεολογικές της διαμάχες στο Εποικοδόμημα, εκφράζει
παράλληλα και τα αστικά της διλήμματα πάνω στην αναπαραγωγή του ίδιου
κοινωνικοοικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.
Μέσα από αυτό το ασφαλές
ιδεολογικό φιλτράρισμα η ιδεολογικοπολιτική διαμάχη καταλήγει να γίνεται
αυτοαναφορική: να δίνεται από την πολιτική και για την πολιτική. Από
την πολιτική εκπροσώπηση για την πολιτική διαχείριση αυτής της
εκπροσώπησης και αντίστροφα: από την πολιτική διαχείριση για την
πολιτική εκπροσώπηση αυτής της διαχείρισης. Το άκρον άωτον της παραπάνω
διαδικασίας είναι να θεωρούνται ως τεράστιες οι διαφορές σε πολιτικά
προγράμματα που ουσιαστικά συγκλίνουν λόγω των τεράστιων διαφορών και
της σφοδρότητας των συγκρούσεων που έχουν οι εκφραστές τους. Εδώ το
ιδεολογικό περιεχόμενο του πολιτικού λόγου λαμβάνει μια δεύτερη διάθλαση
στο πρόσωπο του πολιτικού εκφραστή. Διαμεσολαβείται ιδεολογικά με σκοπό
την συσκότιση, έτσι, όχι μόνο η πραγματική πολιτική-οικονομική επιλογή,
αλλά και η ίδια η ιδεολογική διαστρεβλωμένη έκφραση αυτής στο επίπεδο
του προσώπου.
Όταν φτάσει πια στο επίπεδο του
προσώπου, η πολιτική μάχη δίνεται ολοκληρωτικά με όρους χυδαίου
μάρκετινγκ φιλοτέχνησης ψευδοηθικών προφίλ και καλών προθέσεων, ενώ τα
πολιτικά πρόσωπα – διαχειριστές προβάλλουν τα ίδια ως εμπορεύματα
συνέχισης της αναπαραγωγής του συστήματος: η κατανάλωση της αξίας χρήσης
του ενός κυβερνώντα διαμορφώνει την αυξανόμενη ανταλλακτική αξία
πολιτικής ηγεμονίας του εν αναμονή κυβερνώντα. Αυτό το
ετεροπροσδιοριζόμενο ιδεολογικοπολιτικό δίπολο, ο δικομματισμός, είναι
το πολιτικό μοντέλο που αντιστοιχεί σε ένα εύρυθμο και λειτουργικό
αστικό πολιτικό σύστημα. Όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, η βάση αυτού του
διπόλου παραμένει η ίδια (όπως περιγράφηκε παραπάνω), ωστόσο, σε
ιστορικές περιόδους αλλαγών, αναγκάζεται κι αυτό με τη σειρά του να
«ενημερώνεται» και να αλλάζει, ώστε να καθιστά τον εαυτό του λειτουργικό
στο να μπορεί να ηγεμονεύει πολιτικά τουλάχιστον στα 2/3 της κοινωνίας.
Το πιο επιτυχημένο διαχρονικά
ιδεολογικό τέτοιο δίπολο είναι αυτό της Αριστεράς – Δεξιάς, το οποίο
ουσιαστικά αναφέρεται σε κεντροαριστερές και κεντροδεξιές παρατάξεις ή
κόμματα – κορμούς που οργανώνουν τους πολιτικούς συνασπισμούς και
συμμαχίες και διεκδικούν την κυβέρνηση. Ο κοινός γεωγραφικός
προσδιορισμός του «κέντρου» εδώ έχει την ιδιότυπη λειτουργία να εκφράζει
ένα μάρκετινγκ μετριοπάθειας, να συντηρεί και να αναπτύσσει την ιδέα
περί αποφυγής των «άκρων», να διατηρεί ένα κοινό σημείο τομής των δύο
πόλων ώστε να διευκολύνονται οι ανταλλαγές και οι συναλλαγές πολιτικών
προσώπων και ψηφοφόρων·
σε τελική ανάλυση, να καθιστά θεμιτή και εφικτή από τη μία την οξεία
πολιτική διαμάχη και από την άλλη τη λελογισμένη πολιτική συναλλαγή, να
αφήνει περιθώρια κινήσεων και για εποχές δικομματικής αντιπαράθεσης και
για μεγάλου συνασπισμού.
Η παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς –
Δεξιάς, ιδωμένη από τη σκοπιά της Αριστεράς, αφορά τη σύσταση του
μείγματος κοινωνικοοικονομικής ισότητας και ιεραρχίας σε μια κοινωνία,
ενώ ιδωμένη από τη σκοπιά της Δεξιάς, αφορά τη σύσταση του μείγματος
οικονομικής ανελευθερίας και ελευθερίας (το οποίο μεταφράζεται ως
περισσότερο ή λιγότερο κράτος στην οικονομία της χώρας). Ωστόσο, η
παραπάνω είναι μια ανάγνωση του ιδεολογικού χάρτη με κέντρο τον βασικό
τομέα της οικονομίας, ένα θέμα που είναι διαχρονικό μεν (γι’ αυτό και το
δίπολο αυτό είναι διαχρονικό), αλλά όχι πάντα το επίκεντρο γύρω από το
οποίο οργανώνεται το ιδεολογικό δίπολο σε συγκεκριμένες φάσεις του
καπιταλιστικού κύκλου και των εκφράσεών του στο επίπεδο της ιδεολογίας.
Έτσι, το κεντροαριστερά –
κεντροδεξιά μπορεί να επικαιροποιείται και να μεταπλάθεται αναλόγως με
τα κεντρικά ζητήματα της πολιτικής ατζέντας ως «ελευθερία ή ασφάλεια»,
ως «μνημόνιο ή αντιμνημόνιο», ως «Grexit
ή μένουμε Ευρώπη», «δραχμή – ευρώ», «συμφωνία των Πρεσπών ή ξεπούλημα
της Μακεδονίας» κ.λπ. Η τελευταία εκδοχή του είναι αυτή που θέτει στο
επίκεντρο την ιδέα του έθνους και μορφοποιείται ως «εθνισμός –
εθνομηδενισμός» ή και ως «παγκοσμιοποιητές – αντιπαγκοσμιοποιητές». Ο
όρος «εθνισμός» χρησιμοποιείται για να διαχωριστεί ως κεντρικότερη
γεωγραφικά έννοια από τον «εθνικισμό» και σημαίνει μια συμπάθεια για τον
εθνικά οργανωμένο κόσμο γενικά, αλλά και μια αδιόρατη «περισσότερη»
συμπάθεια για το οικείο έθνος, το οποίο υποτίθεται πως βρίσκεται σε
απειλή από την παγκοσμιοποίηση.
Σ’ αυτή τη μεταβολή παρατηρούμε
πρώτα απ’ όλα μια συντηρητικοποίηση, καθώς το επίδικο, το επίκεντρο της
ιδεολογικής διαμάχης δεν είναι πλέον το εσωτερικό της κοινωνίας και η
κατανομή του πλούτου, της ισότητας και της ιεραρχίας εντός του έθνους·
αντίθετα, το ίδιο το έθνος νοείται ήδη συμπαγές χωρίς διαχωρισμούς και
αποτελεί το ίδιο υποκείμενο. Αν και η συγκεκριμένη διαμάχη προβάλλει
κυρίως ως πολιτισμική π.χ. υπέρ ή εναντίον της πολυπολιτισμικότητας και
υπέρ ή εναντίον της ιδιαίτερης ανάδειξης του (εννοείται «ανώτερου»)
εθνικού πολιτισμού, εθίμων, παραδόσεων κ.λπ., ουσιαστικά το επίδικό της
μεταφέρεται στην κοινωνία και αφορά πολιτικές για την διαχείριση
προσφύγων και μεταναστών, και στην οικονομία και αφορά την επιλογή του
νομίσματος και τον οικονομικό προστατευτισμό ή την ελευθερία διακίνησης
των εμπορευμάτων.
Από αυτή τη σκοπιά, η αναδίπλωση
στον εθνισμό εκφέροντας έναν πολιτικό λόγο που κατακεραυνώνει την
παγκοσμιοποίηση εκφράζει μερίδες της αστικής τάξης που νιώθουν να χάνουν
έδαφος στην κοινή ελεύθερη αγορά και αναζητούν προστασία στον
οικονομικό ανταγωνισμό με καπιταλιστές άλλων χωρών είτε με την επιβολή
δασμών, είτε με το οικονομικό εργαλείο χάραξης εθνικής νομισματικής
πολιτικής, είτε με την υπερεκμετάλλευση των προσφύγων – μεταναστών μέσω
της αξιοποίησης του ρατσισμού. Από την άλλη, η εξωστρέφεια του
κοσμοπολιτισμού και της παγκοσμιοποίησης εκφράζει μερίδες της αστικής
τάξης που κερδίζουν από τον ελεύθερο οικονομικό ανταγωνισμό έναντι
καπιταλιστών άλλων χωρών ή ωφελούνται από τη συμμετοχή σε υπερεθνικές
συμμαχίες κρατών και επιθυμούν τη συνέχιση της οικονομικής πολιτικής
τους.
Η στροφή που παρατηρείται προς το
έθνος ή την ακροδεξιά στην Ευρώπη με συνθήματα εναντίον της
παγκοσμιοποίησης (ιδωμένη η παγκοσμιοποίηση ως αποσυνδεδεμένη από τον
καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό) αποτελεί μια τέτοια στροφή των αστικών
τάξεων προς τον «εθνισμό» των κεφαλαίων τους·
πρόκειται για έναν ψευδο-«πατριωτισμό» του κεφαλαίου που αναζητά την
ενδυνάμωσή του μερκαντιλιστικά και ιμπεριαλιστικά σε βάρος άλλων κρατών.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτό εμφανίζεται ως καθαρά πατριωτικό
και αντιιμπεριαλιστικό, «εθνικοαπελευθερωτικό» απλά αξίζει να
παρατηρήσει κανείς πως αυτή η «εθνική απελευθέρωση» περνά μέσα από την
υποτίμηση της εργασίας προς όφελος της εθνικής ανταγωνιστικότητας, όσο
και αν αυτό αποκρύπτεται ιδεολογικά.
Ο κόσμος, ο οποίος ηγεμονευόταν
ιδεολογικά από την παγκοσμιοποίηση και τους ύμνους υπέρ της, είναι ένας
κυρίως απολιτίκ κόσμος σε μια περασμένη ιστορική φάση όπου ο
ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ ήταν παντοδύναμος και κυρίαρχος με ανυπαρξία
δεύτερου ανταγωνιστή, ήταν ένας κόσμος σε σχετική καπιταλιστική ανάπτυξη
και οπωσδήποτε προ του τέλους των ψευδαισθήσεων κοινωνικού προσώπου του
καπιταλισμού με την κρίση του 2008. Ο ιμπεριαλισμός εκεί ήταν σαφής και
με αδιαμφισβήτητο νικητή.
Ο κόσμος, αντίθετα, που
αναδεικνύεται στις μέρες μας είναι ένας κόσμος που μιλά για «πολέμους
πολιτισμών», για επιστροφή στα οικεία έθνη με εσσάνς ανωτερότητας και
κρυπτορατσισμού, ένας κόσμος που αναζητά ευκαιρίες ιμπεριαλιστικού
ανταγωνισμού προκειμένου σε έναν ρευστό γεωπολιτικά χάρτη να ανεβεί
θέσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Είναι ένας κόσμος που νιώθει μετά
την κρίση τον πόλεμο να έρχεται όλο και πιο κοντά και τον αντικρύζει ως
ευκαιρία εθνικής επιβολής και ρεφαρίσματος, ως αντιπαγκοσμιοποιητική
εκδοχή ακόμα μιας αλλαγής προς το μη χείρον – τελικά – χείριστο.
Η μη σύμπτυξη μέχρι στιγμής ενός αντιιμπεριαλιστικού
και φιλειρηνικού κινήματος υπολογίσιμου, μαζικού και ικανού να
αποτρέψει πολεμικούς σχεδιασμούς δείχνει το μέτρο πολιτικής ηγεμονίας
που έχουν καταφέρει οι χαμένες από την κρίση και με τάσεις ρεβανσισμού
μερίδες των αστικών τάξεων σ’ αυτές τις νέες και ακόμα πιο άγριες
συνθήκες ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.