Οι θρηνωδίες για την πολιτισμική παρακμή και τον ηθικό ξεπεσμό, όπως παρουσιάζονται κατά καιρούς στην εφημερίδα Καθημερινή,
δεν είναι κάτι καινούργιο. Χρονολογούνται τουλάχιστον, όσον αφορά στην
κριτική στη νεωτερικότητα, δηλαδή στo διαφωτισμό και στην αστική
κοινωνία, τουλάχιστον από την εποχή του Φ. Νίτσε (τελευταίες δεκαετίες
του 19ου αιώνα). Όταν το βάθεμα του καπιταλισμού άλλαξε
δραματικά το κοινωνικό τοπίο (αγροτική έξοδος, αστικοποίηση,
εκβιομηχάνιση κ.λπ.) εξωθώντας στην προλεταριοποίηση μεγάλα τμήματα του
πληθυσμού, κυρίως όμως μικροαστικά στρώματα (μικροϊδοκτήτες, χωρικούς,
επαγγελματίες κ.ά.). Σε μεγάλο βαθμό αυτές οι φωνές εκφράζουν μια
αριστοκρατική-ελιτίστικη αντίληψη για την κοινωνία που στρέφεται
ουσιαστικά κατά της διακηρυγμένης ισότητας της αστικής κοινωνίας, που
όμως υποσκάπτεται από τον καπιταλισμό και τις άνισες θέσεις στο σύστημα
παραγωγής (ταξικές θέσεις). Αυτό που ζητούν ουσιαστικά αυτές οι φωνές,
που τροφοδοτούν το ρεύμα ενός αντιδραστικού αντικαπιταλισμού, δεν είναι η
κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και η ανατροπή του καπιταλισμού,
ώστε να αποκατασταθεί η ισότητα για όλους/όλες με κοινωνικούς όρους,
αλλά η εξειδανίκευση της παλιάς τάξης πραγμάτων που βασίζονταν στην
ιδιοκτησία, την καταγωγή, το κύρος, το σεβασμό κ.λπ. Κοντολογίς η
αποκατάσταση της προκαπιταλιστικής κοινότητας της αυτάρκειας και της
συντεχνιακής οργάνωσης που ο καπιταλισμός απώθησε. Από εδώ και ο
ανορθολογισμός του διαβήματος.
Ουσιαστικά
ζητούν την αποκατάσταση της φεουδαρχικής ανισότητας των «ομάδων
κύρους» (Status Groups) που ο καπιταλισμός ανέτρεψε, καθώς αυτή
ανταποκρίνονταν σύμφωνα με αυτές τις θρηνωδίες στη φυσική ιεραρχία
ανάμεσα στους ανθρώπους, ως η ιδιοκτησία, οι σχέσεις ισχύος, ακόμη και
το κύρος κ.λπ., εν τέλει οι ταξικές ανισότητες, να προκύπτουν, ή να
προέκυπταν ποτέ, ακόμη και στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες,
εξωϊστορικά. Ως οι μηχανισμοί και οι αιτίες που τα δημιουργούσαν,
δηλαδή οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και απόσπασης του κοινωνικού
πλεονάσματος να προσδιορίζονταν από τη φυλή, τη θρησκεία, το γένος κ.λπ.
Βεβαίως αυτές ανάλογα με την ειδική σχέση παραγωγής (δουλοπαροικία,
μισθωτή εργασία κ.λπ.) προσλάμβαναν κάθε φορά και διαφορετική μορφή
(ασιατικός τρόπος παραγωγής, φεουδαρχία, καπιταλισμός κ.λπ.). Ήταν αυτή η
φυσική διάρθρωση της προκαπιταλιστικής κοινωνίας που ήθελε να
αποκαταστήσει στην ελληνική κοινωνία ο Ι. Δραγούμης, αρχές του 20ού
αιώνα, όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γινόταν κυρίαρχος και
διαμόρφωνε μια σύγχρονη ταξική διάρθρωση (βιομηχανική αστική τάξη,
εργατική τάξη κ.λπ.). Επηρεασμένος από τον Νίτσε και την αρχή της
«βούλησης για δύναμη» διαχώριζε κοινωνικά τον «εξαιρετικό», όπου ανήκαν
οι ελιτ, από την πλέμπα και τις «μάζες» (μικροί, ταπεινοί, πρόστυχοι).
Καθώς οι μάζες είναι ανίκανες να δράσουν από μόνες τους χρειάζονται,
σύμφωνα με τον Γκ. Λε Μπον (Η ψυχολογία των μαζών), συγκαιριανό
του Νίτσε, αλλά και του Δραγούμη, την καθοδήγηση του «εξαιρετικού»,
μετατρεπόμενες ουσιαστικά σε πεδίο για την ανάδειξη της γενναιοδωρίας,
της αντρειοσύνης, της βούλησης της «αριστοκρατίας του αίματος και της
φυλής». Ως γνωστόν αυτή η αντίληψη επέχει θέση αξιώματος όσον αφορά στην
οργάνωσης των φασιστικών κομμάτων (Ντούτσε, Φύρερ κ.λπ.).
Οι
βάσιμες ανησυχίες της αστικής τάξης που έβλεπε την εργατική τάξη να
μετασχηματίζεται μέσα από τη συνδικαλιστική οργάνωση και την πολιτική
δράση (εργατικά και σοσιαλιστικά κόμματα) από αντικείμενο σε υποκείμενο
της ιστορίας, από τη μια, και οι φοβίες των μικροαστικών στρωμάτων για
προλεταριοποίηση που τις περισσότερες φορές θεματοποιείται ως
«μαζοποίηση» (όπως Η.Arendt κ.ά.), από την άλλη, διαμορφώνουν το κλίμα
για αυτές τις παλινορθωτικές κινήσεις. Αυτό το ιδεολογικό κλίμα
διανθίζει, -μεσούσης της οικονομικής κρίσης του ’29 και της όξυνσης των
ταξικών συγκρούσεων-, τον πολιτικό λόγο των φασιστικών κινημάτων στην
Ιταλία του ΄20 και στη Γερμανία της ύστερης Βαϊμάρης, αλλά κ.α. Είναι
η περίοδος της συγκεντροποίησης της παραγωγής και συγχώνευση του
τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό (μονοπωλιακό κεφάλαιο) που
συνθλίβει τα μικροαστικά στρώματα τα οποία εναγωνίως αναζητούν τη
«λύτρωση» στο ισχυρό κράτος και στον ισχυρό ηγέτη με ομπρέλα το έθνος
χωρίς τις κοινωνικές τάξεις (υπερβατικός εθνικισμός). Είναι η περίοδος
της ήττας του εργατικού κινήματος (Ιταλία, Γερμανία κ.ά.) και ο
μετασχηματισμός των μικροαστικών στρωμάτων σε κοινωνική και πολιτική
δύναμη.
Δεν
χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος για να αντιληφθεί κανείς που μπορεί να μας
βγάλουν σήμερα αυτές οι «φωνές από το παρελθόν», που βάλλοντας κατά της
«ισότητας» της Μεταπολίτευσης μας αντιπροτείνουν την κοινωνία των
«νοικοκυραίων» και των πατερναλιστών αστών της μεταπολεμικής Ελλάδας με
τις κάθετες σχέσεις πολιτικής χειραγώγησης και τον λαϊκό παράγοντα στο
περιθώριο. Και εδώ το κύριο πρόβλημα δεν είναι η «κομματοκρατία», όπως
διατείνονται, αλλά η πολιτική συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων (του
«όχλου», της πλέμπας), τα οποία ώσπου να βγουν από τον «παιδισμό» τους
και «ενηλικιωθούν» θα πρέπει να τελούν υπό την κηδεμονία των
πνευματικών ταγών και των ελιτ. Έχοντας εξέλθει από το χώρο των
«ιστορικών ανθρώπων» (K. Marx) και την καθημερινότητα των ανθρώπων της
εργασίας και του μόχθου, απαξιώνουν κάθε μορφή συλλογικής δράσης με το
πρόσχημα πως αυτή συντηρεί το σύστημα. Μάλιστα, εργαλειοποιώντας τις
αυταπάτες και τα ψέματα του ΣΥΡΙΖΑ, οι εκπρόσωποι αυτού του
αντιδραστικού αντικαπιταλισμού βρίσκουν την ευκαιρία να διακηρύξουν, εν
ονόματι της «μεγάλης εξόδου», τη ματαιότητα της πολιτικής δράσης γενικά.
Η βαθιά περιφρόνηση προς τον λαϊκό παράγοντα και η «άγνοια» για τις
συνθήκες εργασίας των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, τους κάνει να
δυσφημίζουν συστηματικά ως καταναλωτισμό και συντεχνιασμό οποιαδήποτε
διεκδίκηση για βελτίωση των συνθηκών ζωής. Ωστόσο αυτές οι θρηνωδίες για
πολιτισμική και κοινωνική παρακμή φαίνεται πως έχουν διαμορφώσει και
εξοικειώσει και στη χώρα μας, όπως κάποτε οι «συντηρητικοί επαναστάτες»
στην ύστερη Βαϊμάρη (E. Niekisch, W. Sombart, O. Spengler κ.ά.), ένα
σχετικά μεγάλο ακροατήριο, με τον πολιτικό ανορθολογισμό και τον
κοινωνικό κυνισμό. Κάπως έτσι θα πρέπει να εξηγηθεί, τουλάχιστον σε
επίπεδο ιδεών, η εκκόλαψη του φιδιού και η άνοδος του φασισμού στη χώρα
μας τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο
εκείνοι που βγαίνουν από την ιστορία για να ορίσουν ανθρωπολογικά,
ουσιαστικά εθνοφυλετικά, το κοινωνικό ζήτημα, δεν θα πρέπει να
εκπλήσσονται, αν κάποιοι άλλοι, πιο «αυθεντικοί», αφήνουν τα λόγια για
να περάσουν, όταν οι κοινωνικές συνθήκες το επιτρέψουν, στην πράξη της
«τελικής λύσης».
Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.