-
Β. Ι. Λένιν
ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ»
α) ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ»;
«Ελευθερία κριτικής» είναι αναμφισβήτητα σήμερα το κατεξοχήν σύνθημα της μόδας, σύνθημα πού χρησιμοποιείται συχνότατα στις συζητήσεις ανάμεσα στους σοσιαλιστές και στους δημοκράτες
όλων των χωρών. Είναι δύσκολο, από πρώτη ματιά, να φανταστεί κανείς
κάτι πιο περίεργο από τις επίσημες αυτές επικλήσεις του ενός από τα
αντιμαχόμενα μέρη στην ελευθερία κριτικής. Είναι τάχα δυνατό ν'
ακούστηκαν μέσα από τα πρωτοπόρα κόμματα φωνές ενάντια στο συνταγματικό εκείνο νόμο της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών χωρών, πού εγγυάται την ελευθερία της επιστήμης και της επιστημονικής έρευνας; «Κάτι δεν πάει καλά εδώ!» - θα πει από μέσα του κάθε ουδέτερος παρατηρητής πού έχει ακούσει να επαναλαβαίνεται το σύνθημα αυτό της μόδας σ' όλα τα σταυροδρόμια, μα δε συνέλαβε
ακόμα την ουσία της διαφωνίας ανάμεσα σ' αυτούς πού διαφωνούν. «Το
σύνθημα αυτό είναι, προφανώς, ένα από τα συμβατικά εκείνα λογάκια, πού,
όπως και τα παρατσούκλια, πολιτογραφούνται με τη χρήση και γίνονται
σχεδόν ονόματα προσηγορικά».
Στην πραγματικότητα δεν είναι μυστικό για κανέναν, ότι μέσα στη σύγχρονη διεθνή[1] σοσιαλδημοκρατία έχουν διαμορφωθεί
δυο κατευθύνσεις, πού η πάλη ανάμεσα τους πότε φουντώνει και πετάει
ζωηρές φλόγες, πότε καταλαγιάζει και σιγοκαίει κάτω από τη στάχτη
επιβλητικών «αποφάσεων ανακωχής». Σε τι συνίσταται η «νέα» κατεύθυνση
που βλέπει «κριτικά» τον «παλιό, δογματικό» μαρξισμό, αυτό μας το είπε αρκετά καθαρά ο Μπέρνσταϊν και μας το έδειξε ο Μιλλεράν.
Η
σοσιαλδημοκρατία πρέπει από κόμμα κοινωνικής επανάστασης να μετατραπεί
σε δημοκρατικό κόμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Το πολιτικό αυτό αίτημα
ο Μπέρνσταϊν το περιέβαλε με ολόκληρη συστοιχία από αρκετά αρμονικά
συνδυασμένα «νέα» επιχειρήματα και συλλογισμούς. Δεν παραδεχόταν, ότι
μπορεί να θεμελιωθεί επιστημονικά ο σοσιαλισμός και ν’ αποδειχτεί, από
την άποψη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ότι είναι αναγκαίος κι
αναπόφευχτος. Δεν παραδεχόταν το γεγονός της αυξανόμενης αθλιότητας, της
προλεταριοποίησης και της όξυνσης των κεφαλαιοκρατικών αντιθέσεων.
Διακήρυχνε πως είναι ανυπόστατη η ίδια η έννοια «τελικός σκοπός» και
απέρριπτε ανεπιφύλαχτα την ιδέα της διχτατορίας του προλεταριάτου. Δεν
παραδεχόταν ότι ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και στο σοσιαλισμό υπάρχει
ριζική αντίθεση. Απέρριπτε τη θεωρία της ταξικής πάλης σαν δήθεν ανεφάρμοστη σε μια αυστηρά δημοκρατική κοινωνία, που κυβερνιέται σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας, κτλ.
Ετσι,
το αίτημα μιας αποφασιστικής στροφής από την επαναστατική
σοσιαλδημοκρατία προς τον αστικό σοσιαλρεφορμισμό συνοδευόταν από μια
όχι λιγότερο αποφασιστική στροφή προς την αστική κριτική όλων των
βασικών ιδεών του μαρξισμού. Κι επειδή η κριτική αυτή γινόταν ανέκαθεν
ενάντια στο μαρξισμό και από το πολιτικό βήμα και από την
πανεπιστημιακή έδρα, και μ' ένα σωρό μπροσούρες και με πολλές
επιστημονικές πραγματείες, επειδή όλη η νέα γενεά των μορφωμένων τάξεων
επί δεκαετίες διαπαιδαγωγούνταν συστηματικά με το πνεύμα της κριτικής αυτής, δεν είναι παράξενο, ότι η «νέα κριτική» κατεύθυνση μέσα στη σοσιαλδημοκρατία ξεπρόβαλε μονομιάς εντελώς ολοκληρωμένη, όπως ακριβώς ή Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Η κατεύθυνση αυτή ως προς το περιεχόμενο της δεν είχε ανάγκη ν' αναπτυχθεί και να διαμορφωθεί: μεταφέρθηκε κατευθείαν από την αστική φιλολογία στη σοσιαλιστική.
Παρακάτω. Αν η θεωρητική κριτική που έκανε ο Μπέρνσταϊν και οι διακαείς πολιτικοί πόθοι του παραμένουν ακόμα για μερικούς ασαφείς, οι γάλλοι φρόντισαν να επιδείξουν κατά τρόπο χειροπιαστό τη «νέα μέθοδο». Η Γαλλία και τούτη τη φορά δικαίωσε την παλιά της φήμη, φήμη «χώρας, που στην ιστορία της περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως το αποφασιστικό τέλος» (Ενγκελς, από τον πρόλογο στο Εργο του Μαρξ: «Der 18 Brumaire»). Οι γάλλοι σοσιαλιστές αντί να θεωρητικολογούν άρχισαν να δρουν άμεσα οι πιο αναπτυγμένες από δημοκρατική άποψη πολιτικές συνθήκες της Γαλλίας τους επέτρεψαν να περάσουν μονομιάς στον «πραχτικό μπερνσταϊνισμό» μ΄ όλες τις συνέπειες του. Ο Μιλλεράν πρόσφερε ένα θαυμάσιο δείγμα αυτού του πραχτικού μπερνσταϊνισμού - δικαιολογημένα λοιπόν και ο Μπέρνσταϊν και ο Φόλμαρ έσπευσαν με τόσο ζήλο να υπερασπίσουν και να εξυμνήσουν τον Μιλλεράν! Πραγματικά: αν η σοσιαλδημοκρατία στην ουσία είναι απλώς ένα κόμμα μεταρρυθμίσεων και πρέπει να έχει το θάρρος να το αναγνωρίσει αυτό ανοιχτά, τότε ο σοσιαλιστής όχι μόνο έχει το δικαίωμα να συμμετάσχει σε αστική κυβέρνηση, αλλά και οφείλει να το επιδιώκει
διαρκώς. «Αν δημοκρατία σημαίνει στην ουσία εξάλειψη της ταξικής
κυριαρχίας, τότε γιατί ένας σοσιαλιστής υπουργός να μη σαγηνεύει όλο τον
αστικό κόσμο με λόγους για συνεργασία των τάξεων; Γιατί να μη
μένει στην κυβέρνηση ακόμα και όταν οι δολοφονίες των εργατών από τους
χωροφύλακες δείχνουν για εκατοστή και χιλιοστή φορά τον πραγματικό
χαρακτήρα της δημοκρατικής συνεργασίας των τάξεων; Γιατί να μη συμμετέχει προσωπικά στην υποδοχή του τσάρου, που οι γάλλοι σοσιαλιστές δεν τον αποκαλούν σήμερα αλλιώς παρά ήρωα της κρεμάλας, του κνούτου και της εκτόπισης (knoteur, pendeur et deportateur); Και η αμοιβή για την έσχατη αυτή ταπείνωση και αυτοεξευτελισμό του σοσιαλισμού μπροστά σ' όλο τον κόσμο, για τη διαφθορά της σοσιαλιστικής συνείδησης των εργατικών μαζών - της μοναδικής αυτής βάσης που μπορεί να μας εξασφαλίσει τη νίκη - η αμοιβή για όλα αυτά είναι τα πομπώδη σχέδια για κάτι τιποτένιες μεταρρυθμίσεις, τόσο τιποτένιες ώστε ακόμα και αστικές κυβερνήσεις να έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν περισσότερα πράγματα!
Οποιος δεν κλείνει σκόπιμα τα μάτια του, δεν μπορεί να μη δει, ότι η νέα «κριτική» κατεύθυνση μέσα στο σοσιαλισμό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια νέα παραλλαγή του οπορτουνισμού. Κι αν κρίνουμε τους ανθρώπους όχι από τη φανταχτερή στολή που μόνοι τους φόρεσαν, όχι από την εντυπωσιακή επωνυμία που μόνοι τους πήραν, αλλά από τα έργα τους κι από όσα προπαγανδίζουν στην πραγματικότητα, θα δούμε καθαρά πως «ελευθερία κριτικής» σημαίνει ελευθερία οπορτουνιστικής κατεύθυνσης μέσα στη σοσιαλδημοκρατία, ελευθερία μετατροπής της σοσιαλδημοκρατίας σε δημοκρατικό κόμμα μεταρρυθμίσεων, ελευθερία για την εισαγωγή αστικών ιδεών και αστικών στοιχείων στο σοσιαλισμό.
Η λέξη ελευθερία είναι μεγάλη λέξη, κάτω όμως από τη σημαία της ελευθερίας της βιομηχανίας έγιναν οι πιο ληστρικοί πόλεμοι, κάτω από τη σημαία της ελευθερίας της εργασίας καταληστεύονταν οι εργαζόμενοι. Μια τέτοια ακριβώς εσωτερική απάτη κρύβεται κάτω από τη σημερινή χρήση των λέξεων «ελευθερία κριτικής». Οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά πεισθεί, ότι προώθησαν την επιστήμη, θα ζητούσαν όχι ελευθερία συνύπαρξης των νέων αντιλήψεων με τις παλιές, αλλά την αντικατάσταση των παλιών αντιλήψεων από τις νέες. Και οι κραυγές «ζήτω η ελευθερία κριτικής!» που ακούγονται σήμερα, θυμίζουν πολύ το μύθο του άδειου βαρελιού.
Βαδίζουμε
σαν συμπαγής ομάδα από έναν απόκρημνο και δύσκολο δρόμο, πιασμένοι γερά
χέρι με χέρι. Είμαστε απ' όλες τις μεριές κυκλωμένοι από εχθρούς, και
είμαστε σχεδόν πάντα αναγκασμένοι να βαδίζουμε κάτω από τα πυρά τους.
Ενωθήκαμε ύστερα από ελεύθερα παρμένη απόφαση για να πολεμήσουμε τους εχθρούς κι όχι για να πέσουμε στο γειτονικό βάλτο, που οι κάτοικοι του από την αρχή μας κατέκριναν, γιατί ξεχωρίσαμε σε ιδιαίτερη ομάδα και διαλέξαμε το δρόμο του αγώνα αντί το δρόμο της συμφιλίωσης. Και τώρα μερικοί από μας αρχίζουν να φωνάζουν: πάμε σ' αυτό το βάλτο! Κι όταν αρχίζουμε να τους μαλώνουμε, απαντούν: τι καθυστερημένοι που είστε! Και πώς δεν ντρέπεστε να μας αρνιέστε την ελευθερία να σας καλούμε σε καλύτερο δρόμο! - Ω, ναι, κύριοι, είστε ελεύθεροι όχι μόνο
να μας καλείτε, μα και να πάτε όπου θέλετε, ακόμα και στο βάλτο· έχουμε
μάλιστα τη γνώμη, ότι η πραγματική θέση σας βρίσκεται ίσα-ίσα στο βάλτο
και είμαστε έτοιμοι να σας προσφέρουμε κάθε βοήθεια για να
κουβαληθείτε εκεί. Μόνο άστε τα χέρια μας τότε, μη πιάνεστε από μας και
μη λερώνετε τη μεγάλη λέξη ελευθερία, γιατί και μεις είμαστε «ελεύθεροι»
να πάμε όπου μας αρέσει, ελεύθεροι να πολεμήσουμε όχι μονάχα το βάλτο,
αλλά και κείνους που τραβάνε για το βάλτο! ...
δ) Ο ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
«Δογματισμός, σχολαστικισμός», «αποστέωση του κόμματος - αναπόφευχτη τιμωρία που ακολουθεί το βίαιο στραγγαλισμό της σκέψης» - να οι εχθροί που εναντίον τους ξεσπαθώνουν ιπποτικά οι υπερασπιστές της «ελευθερίας κριτικής» στο «Ραμπότσεγε Ντιέλο». Χαιρόμαστε πολύ που μπήκε αυτό το θέμα στην ημερησία διάταξη· θα προτείναμε μόνο να συμπληρωθεί μ΄ ένα άλλο θέμα:
Ποιοι είναι οι κριτές;...
Ετσι βλέπουμε πώς οι ηχηρές φράσεις ενάντια στην αποστέωση της σκέψης κτλ. συγκαλύπτουν την αδιαφορία και την ανικανότητα σ' ό,τι άφορα την ανάπτυξη της θεωρητικής σκέψης. Η περίπτωση των ρώσων σοσιαλδημοκρατών δείχνει πολύ παραστατικά το πανευρωπαϊκό φαινόμενο (που το έχουν σημειώσει από καιρό και οι γερμανοί μαρξιστές), ότι η πολυθρύλητη ελευθερία κριτικής δεν σημαίνει την αντικατάσταση μιας θεωρίας από μια άλλη, αλλά την ελευθερία απέναντι σε κάθε ολοκληρωμένη και βαθιά μελετημένη θεωρία, σημαίνει εκλεκτικισμό κι έλλειψη αρχών, «όποιος ξέρει κάπως την πραγματική κατάσταση
του κινήματός μας, δεν μπορεί να μη βλέπει, ότι η πλατιά διάδοση του
μαρξισμού συνοδεύτηκε από ορισμένη πτώση του θεωρητικού επιπέδου. Στο
κίνημα, λόγω της πραχτικής του σημασίας και των πραχτικών επιτυχιών του, προσχώρησαν πολλοί άνθρωποι με πολύ μικρή ή χωρίς καμιά θεωρητική κατάρτιση. Απ' αυτό μπορούμε να κρίνουμε πόση έλλειψη τακτ δείχνει το «Ραμπότσεγε Ντιέλο», όταν με θριαμβευτικό ύφος παραθέτει το απόφθεγμα του Μαρξ: «κάθε βήμα πραγματικού κινήματος έχει περισσότερη αξία από μια δωδεκάδα προγράμματα». Το να επαναλαβαίνεις αυτές τις λέξεις σε περίοδο θεωρητικής σύγχυσης - είναι το ίδιο σαν να φωνάζεις βλέποντας μια κηδεία: «Πέντε πέντε την ήμερα κι εκατό την εβδομάδα!». Αλλωστε τα παραπάνω λόγια του Μαρξ είναι παρμένα από το γράμμα του για το πρόγραμμα της Γκότα, όπου επικρίνει αυστηρά τον εκλεκτικισμό στη διατύπωση των αρχών αν πρέπει να ενωθείτε, έγραφε ο Μαρξ στους ηγέτες του κόμματος, κλείστε συμφωνίες για να ικανοποιήσετε τους πραχτικούς σκοπούς του κινήματος, μην επιτρέψτε όμως παζαρέματα πάνω σε αρχές, μη κάνετε «παραχωρήσεις» σε ζητήματα θεωρίας. Αυτή ήταν η σκέψη του Μαρξ· κι όμως βρίσκονται ανάμεσα μας άνθρωποι που στο όνομά του προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία της θεωρίας!
Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα. Ο,τι κι αν πει κανείς γι' αυτή τη σκέψη δε θα ήταν αρκετό, σε μια εποχή που μαζί με το κήρυγμα του οπορτουνισμού, που έχει γίνει της μόδας, συμβαδίζει η έλξη προς τις πιο στενές μορφές πραχτικής δράσης. Για τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία όμως η σημασία της θεωρίας μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ από τρία περιστατικά που συχνά τα ξεχνούν, και συγκεκριμένα: πρώτο, από το γεγονός ότι το κόμμα μας τώρα μόλις διαμορφώνεται, τώρα μόλις διαμορφώνει τη φυσιογνωμία του και δεν έχει καθόλου ξεκαθαρίσει ακόμα τους λογαριασμούς του με τις άλλες κατευθύνσεις της επαναστατικής σκέψης, που απειλούν ν' αποτραβήξουν το κίνημα από το σωστό δρόμο. Απεναντίας, ίσα ίσα τον τελευταίο καιρό σημειώθηκε (όπως από καιρό προειδοποιούσε ο Αξελρόντ τους «οικονομιστές») μια αναζωογόνηση των μη σοσιαλδημοκρατικών επαναστατικών κατευθύνσεων. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ένα λάθος, που από πρώτη ματιά φαίνεται «ασήμαντο», μπορεί να έχει τις πιο θλιβερές συνέπειες, και μόνο μύωπες μπορούν να θεωρούν άκαιρες ή περιττές τις συζητήσεις ανάμεσα στις ομάδες και τον αυστηρό
διαχωρισμό των αποχρώσεων. Από την εδραίωση της μιας ή της άλλης
«απόχρωσης» μπορεί να εξαρτηθεί το μέλλον της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας
για πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Δεύτερο, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι από την ίδια τη φύση του κίνημα διεθνές. Αυτό δε σημαίνει απλώς, ότι πρέπει
να καταπολεμούμε τον εθνικό σωβινισμό. Αυτό σημαίνει επίσης, ότι ένα
κίνημα που αρχίζει σε μια νεαρή χώρα μπορεί να έχει επιτυχία μόνο εφόσον
θα αξιοποιεί την πείρα των άλλων χωρών. Και για μια τέτοια αξιοποίηση δεν αρκεί η απλή γνώση της πείρας αυτής ή η απλή αντιγραφή των τελευταίων αποφάσεων. Εκείνο που χρειάζεται είναι να μπορείς να βλέπεις την πείρα αυτή κριτικά και να την επαληθεύεις με αυτοτέλεια. Μόνο όποιος αντιλαμβάνεται σε πόσο γιγάντιες διαστάσεις αναπτύχθηκε και διακλαδώθηκε το σύγχρονο εργατικό κίνημα, μπορεί να καταλάβει τι απόθεμα θεωρητικών δυνάμεων και πολιτικής (καθώς κι επαναστατικής) πείρας χρειάζεται για να εκπληρωθεί αυτό το καθήκον.
Τρίτο,
τέτοια εθνικά καθήκοντα σαν κι αυτά που μπαίνουν τώρα στη ρωσική
σοσιαλδημοκρατία δεν έχουν μπει ποτέ ως τώρα σε κανένα σοσιαλιστικό
κόμμα του κόσμου, θα μας δοθεί παρακάτω η ευκαιρία να μιλήσουμε για τις
πολιτικές και οργανωτικές υποχρεώσεις που μας επιβάλλει το καθήκον αυτό της απελευθέρωσης όλου του λαού από το ζυγό της απολυταρχίας. Τώρα θέλουμε απλώς να τονίσουμε, ότι το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα
που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία. Και για ν΄ αντιληφθεί ο
αναγνώστης κάπως συγκεκριμένα τι σημαίνει αυτό, ας θυμηθεί μερικούς
προδρόμους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας σαν τον Χέρτσεν, το Μπελίνσκι,
τον Τσερνισέβσκι και τη λαμπρή πλειάδα των επαναστατών της δεκαετίας 1870 - 1880. Ας σκεφτεί
την παγκόσμια σημασία πού αποχτά σήμερα η ρωσική φιλολογία, ας... μα φτάνουν κι αυτά!...
ΤΟ ΑΥΘΟΡΜΗΤΟ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
α) Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΑΥΘΟΡΜΗΤΗΣ ΑΝΟΔΟΥ
Στο προηγούμενο κεφάλαιο σημειώσαμε πώς στα μέσα της δεκαετίας 1890-1900 η έλξη της μορφωμένης ρωσικής νεολαίας προς τη μαρξιστική θεωρία είχε γίνει καθολικό φαινόμενο. Παρόμοιο
καθολικό χαρακτήρα πήραν στην ίδια περίπου περίοδο και οι εργατικές
απεργίες που ξέσπασαν το 1896 μετά τον περίφημο βιομηχανικό πόλεμο της
Πετρούπολης. Η επέκταση τους σ΄ όλη τη Ρωσία έδειχνε καθαρά πόσο βαθύ ήταν το λαϊκό κίνημα που ξανάρχισε ν΄ ανεβαίνει. Κι αν πρόκειται να μιλήσουμε για το «αυθόρμητο στοιχείο», τότε, φυσικά, ίσα ίσα αυτό το απεργιακό κίνημα πρέπει κατά πρώτο λόγο να θεωρηθεί αυθόρμητο. Ομως υπάρχει αυθόρμητο και αυθόρμητο. Απεργίες είχαν γίνει στη Ρωσία και στις δεκαετίες 1870-1880 και 1860-1870 (ακόμα και στην πρώτη πενηνταετία του XIX αιώνα), απεργίες που συνοδεύονταν από «αυθόρμητη» καταστροφή των μηχανών κτλ. Σε σύγκριση μ΄ αυτούς τους «ξεσηκωμούς», οι απεργίες της δεκαετίας 1890-1900 θα μπορούσαν μάλιστα να χαρακτηριστούν και «συνειδητές» - τόσο σημαντικό είναι το βήμα που έκανε το εργατικό κίνημα σ΄ αυτό το διάστημα. Αυτό μας δείχνει ότι το «αυθόρμητο στοιχείο» δεν αποτελεί στην ουσία τίποτε άλλο παρά εμβρυακή μορφή του συνειδητού. Ακόμα και οι πρωτόγονοι ξεσηκωμοί εκφράζανε ως ένα βαθμό το ξύπνημα της συνείδησης: οι εργάτες έχαναν την προαιώνια πίστη τους στο απαρασάλευτο του καθεστώτος που τους συνέθλιβε, άρχιζαν... δε θάλεγα να καταλαβαίνουν, μα να νιώθουν την ανάγκη της συλλογικής αντίστασης και να εγκαταλείπουν αποφασιστικά τη δουλική υποταγή στους προϊσταμένους τους. Ωστόσο όλα αυτά ήταν πολύ περισσότερο ξεσπάσματα απόγνωσης κι εκδίκησης παρά αγώνας. Οι απεργίες της δεκαετίας 1890-1900 δείχνουν πολύ μεγαλύτερες αναλαμπές συνείδησης: υποβάλλονται συγκεκριμένα αιτήματα, υπολογίζεται από τα πριν η καταλληλότερη στιγμή, συζητούνται ορισμένες περιπτώσεις και παραδείγματα από άλλα μέρη κτλ. Αν οι ξεσηκωμοί ήταν απλώς μια εξέγερση καταπιεζόμενων ανθρώπων, τότε οι συστηματικές απεργίες εκφράζανε ήδη τα έμβρυα της ταξικής πάλης, αλλά μόνο τα έμβρυα. Αυτές καθαυτές οι απεργίες εκείνες ήταν αγώνας τρεϊντ-γιουνιονιστικός, όχι όμως ακόμα σοσιαλδημοκρατικός. Σήμαιναν το ξύπνημα του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργάτες και στ' αφεντικά, μα οι εργάτες δεν είχαν και δεν μπορούσαν να έχουν συνείδηση της αγεφύρωτης αντίθεσης των συμφερόντων τους μ' όλο το σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς, δηλ. συνείδηση σοσιαλδημοκρατική. Μ' αυτή την έννοια οι απεργίες της δεκαετίας 1890-1900, παρά την τεράστια πρόοδο τους σε σύγκριση με τους «ξεσηκωμούς», εξακολουθούσαν να είναι ένα κίνημα καθαρά αυθόρμητο.
Είπαμε, ότι δεν μπορούσε να υπάρχει ακόμα σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μέσα στους εργάτες. Η συνείδηση αυτή μπορούσε να έρθει σ' αυτούς μόνο απέξω. Η ιστορία όλων των χωρών
δείχνει, ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν
είναι σε θέση ν' αναπτύξει παρά μόνο μια τρεϊντ-γιουνιονιστική
συνείδηση, δηλ. την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να ενωθεί σε σωματεία, να κάνει αγώνα ενάντια στ' αφεντικά, να παλαίβει για ν' αποσπάσει από την κυβέρνηση τον άλφα ή τον βήτα απαραίτητο νόμο για τους εργάτες κτλ.*. Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού αναπτύχθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι των ευπόρων τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και ο Ενγκελς, ανήκαν και οι ίδιοι, ως προς την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση. Το ίδιο και στη Ρωσία η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, εμφανίστηκε σαν φυσικό και αναπόφευχτο επακόλουθο της ανάπτυξης της σκέψης μέσα στην επαναστατική-σοσιαλιστική διανόηση. Στην εποχή για την οποία μιλάμε, δηλ. στα μέσα της δεκαετίας 1890-1900, η διδασκαλία αυτή δεν ήταν μόνο ένα πρόγραμμα εντελώς διαμορφωμένο της ομάδας «Απελευθέρωση της δουλιάς», αλλά είχε κερδίσει κιόλας με το μέρος της την πλειονότητα της επαναστατικής νεολαίας της Ρωσίας.
Συνεπώς, υπήρχε και το αυθόρμητο ξύπνημα των εργατικών μαζών, το ξύπνημα στη συνειδητή ζωή και στο συνειδητό αγώνα, υπήρχε και μια εξοπλισμένη με τη σοσιαλδημοκρατική θεωρία «επαναστατική
νεολαία πού φλεγόταν από τον πόθο να έρθει σε επαφή με τους εργάτες.
Σχετικά μ' αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ν' αναφέρουμε ένα γεγονός, που
συχνά το ξεχνάνε (και σχετικά δεν είναι πολύ γνωστό), το γεγονός δηλ. ότι οι πρώτοι σοσιαλδημοκράτες εκείνης της περιόδου, που ασχολούνταν με ζήλο με την οικονομική ζύμωση - (και που υπολόγιζαν απόλυτα σ' αυτή τους τη δουλειά τις πραγματικά ωφέλιμες υποδείξεις της μπροσούρας «Για τη ζύμωση» που τότε ήταν ακόμα χειρόγραφη)- όχι μόνο δε θεωρούσαν τη ζύμωση αυτή σαν το μοναδικό καθήκον τους, μα, απεναντίας, από την πρώτη στιγμή προωθούσαν και τα πιο πλατιά ιστορικά καθήκοντα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας γενικά, και το καθήκον της ανατροπής της απολυταρχίας ειδικά...
... Αυτό δείχνει - (πράγμα πού δεν μπορεί να το καταλάβει με κανένα τρόπο το «Ραμπότσεγε Ντιέλο») - ότι κάθε υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο του εργατικού κινήματος, κάθε μείωση του ρόλου του «συνειδητού στοιχείου», του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας, σημαίνει ταυτόχρονα - εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτός που μειώνει αυτό το ρόλο το θέλει είτε όχι - δυνάμωμα της επίδρασης της αστικής ιδεολογίας πάνω στους εργάτες. Ολοι όσοι μιλούν για «υπερεκτίμηση της ιδεολογίας»*, για μεγαλοποίηση του ρόλου του συνειδητού στοιχείου** κτλ. φαντάζονται, ότι το καθαρά εργατικό κίνημα μπορεί αυτό καθαυτό να επεξεργαστεί και θα επεξεργαστεί μια ανεξάρτητη ιδεολογία, αρκεί μόνο οι εργάτες «ν' αποσπάσουν από τα χέρια των ηγετών την τύχη τους». Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος.
Μια και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανεξάρτητη ιδεολογία, επεξεργασμένη από τις ίδιες τις εργατικές μάζες στην πορεία του κινήματος τους***, το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει (γιατί η ανθρωπότητα δεν έχει επεξεργαστεί καμιά «τρίτη» ιδεολογία· και γενικά, σε μια κοινωνία που σπαράζεται από ταξικές αντιθέσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ εξωταξική ή υπερταξική ιδεολογία). Για το λόγο αυτό κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ' αυτήν σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας. Γίνεται λόγος για το αυθόρμητο. Η αυθόρμητη όμως εξέλιξη του εργατικού κινήματος
τραβάει ίσα ίσα στην υποταγή του στην αστική ιδεολογία... γιατί το
αυθόρμητο εργατικό κίνημα είναι τρέιντ-γιουνιονισμός... και τρέιντ-γιουνιονισμός σημαίνει ακριβώς ιδεολογική υποδούλωση των εργατών στην αστική τάξη. Γι' αυτό το λόγο το καθήκον μας, το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας, είναι ν' αγωνιστούμε ενάντια στο αυθόρμητο, για ν’ αποτραβήξουμε το εργατικό κίνημα απ' αυτή την αυθόρμητη τάση του τρέϊντ-γιουνιονισμού να μπει κάτω από τα φτερά της αστικής τάξης, και να το τραβήξουμε κάτω από τα φτερά της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό, ο ισχυρισμός των συνταχτών του «οικονομιστικού» γράμματος που δημοσιεύτηκε στο φύλλο 12 της «Ισκρα», ότι καμιά προσπάθεια και των πιο εμπνευσμένων θεωρητικών δεν μπορεί ν' αποτραβήξει το εργατικό κίνημα από το δρόμο που καθορίζεται από την αλληλεπίδραση των υλικών στοιχείων και του υλικού περιβάλλοντος, ισοδυναμεί απόλυτα με απάρνηση του σοσιαλισμού· κι αν οι συντάχτες του γράμματος αυτού ήταν σε θέση να σκεφτούν κατά βάθος χωρίς φόβο και με συνέπεια αυτά που λένε, όπως πρέπει να κάνει ο καθένας που μπαίνει στο στίβο της φιλολογικής και της δημόσιας δράσης, δε θα τους έμενε τίποτε άλλο παρά «να σταυρώσουν στο στήθος τα άχρηστα χέρια τους» και... και ν’ αφήσουν το πεδίο δράσης στους «κ.κ. Στρούβε και Προκοπόβιτς, που τραβούν το εργατικό κίνημα «στη γραμμή της μικρότερης αντίστασης», δηλ. στη γραμμή του αστικού τρέιντ-γιουνιονισμού ή στους κ.κ. Ζουμπάτοφ που το τραβούν στη γραμμή της παπαδίστικης-χωροφυλακίστικης «ιδεολογίας».
Θυμηθείτε το παράδειγμα της Γερμανίας. Ποια ήταν η ιστορική υπηρεσία του Λασσάλ στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας; Οτι αποτράβηξε το κίνημα αυτό από το δρόμο του προοδευτικού τρέιντ-γιουνιονισμού και κοοπερατιβισμού, όπου τραβούσε αυθόρμητα (με την καλόβουλη συμμετοχή των διαφόρων Σούλτσε-Ντέλιτς και των ομοίων τους). Για να εκπληρωθεί αυτό το καθήκον χρειάστηκε κάτι που δεν έμοιαζε καθόλου με τις συζητήσεις για υποτίμηση του αυθόρμητου στοιχείου, για ταχτική-προτσές, για την αλληλεπίδραση στοιχείων και περιβάλλοντος κτλ. Γι' αυτό το πράγμα χρειάστηκε απεγνωσμένος αγώνας ενάντια στο αυθόρμητο, και μόνο ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα που κράτησε πολλά, πάρα πολλά χρόνια στάθηκε δυνατό λχ. ο εργατικός πληθυσμός του Βερολίνου από στήριγμα του προοδευτικού κόμματος να γίνει ένα από τα καλύτερα φρούρια της σοσιαλδημοκρατίας. Και ο αγώνας αυτός δεν τέλειωσε καθόλου ως τα σήμερα (όπως θα νόμιζαν όσοι μελετούν την ιστορία του γερμανικού κινήματος κατά τον Προκοπόβιτς και τη φιλοσοφία του κατά τον Στρούβε). Και σήμερα ακόμα η εργατική τάξη της Γερμανίας είναι, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, χωρισμένη σε κάμποσες ιδεολογίες: ένα μέρος από τους εργάτες είναι οργανωμένο στα καθολικά και στα μοναρχικά συνδικάτα, ένα άλλο στα συνδικάτα Χιρς-Ντούνκερ που Ιδρύθηκαν από τους αστούς θιασώτες του αγγλικού τρέιντ-γιουνιονισμού, ένα τρίτο μέρος είναι οργανωμένο στα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα. Η τελευταία αυτή μερίδα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ' όλες τις υπόλοιπες, μόνο όμως με την αδιάλλαχτη πάλη ενάντια σ' όλες τις άλλες ιδεολογίες η σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία μπόρεσε να καταχτήσει και θα μπορέσει να διατηρήσει αυτή την υπεροχή.
Γιατί όμως - θα ρωτήσει ο αναγνώστης - το αυθόρμητο κίνημα, το κίνημα που ακολουθεί τη γραμμή της μικρότερης αντίστασης, οδηγεί ίσα ίσα στην κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας; Για τον απλούστατο λόγο, ότι η αστική ιδεολογία είναι ως προς την προέλευση της πολύ πιο παλιά από τη σοσιαλιστική ιδεολογία· γιατί είναι πιο πολύπλευρα δουλεμένη και γιατί διαθέτει ασύγκριτα περισσότερα μέσα διάδοσης...
γ) ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΚΑΙ Η «ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ»
Κατευθύνοντας
ενάντια στην «Ισκρα» τη «θεωρία» του για το «ανέβασμα της
δραστηριότητας της μάζας των εργατών», ο Μαρτίνοφ αποκάλυψε στην
πραγματικότητα ότι επιδιώκει να μειώσει αυτή τη δραστηριότητα, γιατί διακήρυξε πως η ίδια η οικονομική πάλη που μπροστά της υποκλίνονταν όλοι οι «οικονομιστές», είναι το προτιμότερο, το σπουδαιότερο και το «πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο» μέσο αφύπνισης αυτής της δραστηριότητας και το πλατύτερο πεδίο αυτής της δραστηριότητας. Και το σφάλμα αυτό είναι χαρακτηριστικό, επειδή ακριβώς δεν ανήκει καθόλου μόνο στον Μαρτίνοφ. Στην πραγματικότητα το «ανέβασμα της δραστηριότητας της μάζας των εργατών» μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον όρο, ότι δε θα περιοριζόμαστε στην «πολιτική ζύμωση σε οικονομικό έδαφος». Κι ένας από τους βασικούς όρους για την αναγκαία επέκταση της πολιτικής ζύμωσης είναι η οργάνωση ολόπλευρων πολιτικών αποκαλύψεων. Η πολιτική συνείδηση και η επαναστατική δραστηριότητα των μαζών δεν μπορούν να καλλιεργηθούν διαφορετικά, παρά μόνο με τις αποκαλύψεις αυτές. Συνεπώς, η τέτοιου είδους δράση αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες λειτουργίες ολόκληρης της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, γιατί και η ύπαρξη πολιτικής ελευθερίας δεν εξαλείφει καθόλου, την ανάγκη των αποκαλύψεων, αλλά απλώς μετατοπίζει κάπως τη σφαίρα κατεύθυνσης τους. Λογουχάρη, το γερμανικό κόμμα δυναμώνει ιδιαίτερα τις θέσεις του και επεκτείνει την επιρροή του, ακριβώς χάρη στην αμείωτη δραστηριότητα με την οποία διεξάγει την εκστρατεία των πολιτικών αποκαλύψεων. Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι αληθινά πολιτική συνείδηση, αν οι εργάτες δεν μάθουν ν' απαντούν σ' όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, βίας και κατάχρησης, οποιεσδήποτε τάξεις κι αν αφορούν οι περιπτώσεις αυτές· και μάλιστα, ν' απαντούν από σοσιαλδημοκρατική κι όχι από οποιαδήποτε άλλη σκοπιά. Η συνείδηση της μάζας των εργατών δεν μπορεί να είναι αληθινά ταξική συνείδηση, αν οι εργάτες δε μάθουν σε συγκεκριμένα και κατά πρώτο λόγο σε φλέγοντα (επίκαιρα) πολιτικά γεγονότα και περιστατικά να παρατηρούν την κάθε άλλη κοινωνική τάξη σ' όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής, ηθικής και πολιτικής ζωής της· αν δε μάθουν να εφαρμόζουν στην πράξη την υλιστική ανάλυση και την υλιστική εκτίμηση όλων των πλευρών της ζωής και δράσης όλων των τάξεων, στρωμάτων και ομάδων του πληθυσμού. Οποιος συγκεντρώνει την προσοχή, την παρατηρητικότητα και τη συνείδηση της εργατικής τάξης αποκλειστικά, ή έστω και κυρίως, μόνο στον εαυτό της, αυτός δεν είναι σοσιαλδημοκράτης, γιατί η αυτεπίγνωση της εργατικής τάξης συνδέεται αδιάρρηχτα με την πλήρη σαφήνεια όχι μόνο των θεωρητικών... πιο σωστό μάλιστα θάταν να πούμε όχι τόσο των θεωρητικών αντιλήψεων, για τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ όλων των τάξεων της σύγχρονης κοινωνίας, όσο των αντιλήψεων για τις σχέσεις αυτές, που έχουν αποχτηθεί με την πείρα της πολιτικής ζωής. Να γιατί είναι τόσο πολύ επιζήμια και τόσο βαθιά αντιδραστική ως προς την πραχτική της σημασία η ιδέα που κηρύχνουν οι «οικονομιστές» μας,
ότι η οικονομική πάλη είναι το πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο μέσο για να
τραβηχτούν οι μάζες στο πολιτικό κίνημα. Για να γίνει σοσιαλδημοκράτης
ένας εργάτης, πρέπει να έχει σαφή εικόνα της οικονομικής φύσης και της κοινωνικοπολιτικής φυσιογνωμίας του τσιφλικά και του παπά, του ανώτερου αξιωματούχου και του αγρότη, του φοιτητή και του αλήτη, να ξέρει τις δυνατές και τις αδύνατες πλευρές τους, πρέπει να μπορεί να καταλαβαίνει τις συνηθισμένες φράσεις και τα κάθε λογής σοφίσματα, με τα οποία κάθε τάξη και κάθε στρώμα συγκαλύπτουν τις εγωιστικές επιδιώξεις τους και τον αληθινό «εσωτερικό» τους «κόσμο», να ξέρει να διακρίνει τι συμφέροντα αντανακλούν ορισμένοι θεσμοί και νόμοι και πώς ακριβώς τα αντανακλούν. Αυτή όμως τη «σαφή εικόνα» δεν μπορεί να την έχεις από κανένα βιβλίο: αυτή μπορούν να σου τη δώσουν μόνο οι ζωντανές εικόνες και οι αποκαλύψεις που γίνονται με βάση τα ζωντανά ακόμη ίχνη αυτού που συμβαίνει γύρω μας στη δοσμένη στιγμή, για το οποίο μιλάει ο καθένας με τον τρόπο του ή τουλάχιστο το ψιθυρίζει ο καθένας, πράγμα που εκφράζεται στα τάδε γεγονότα, στους τάδε αριθμούς, στις τάδε δικαστικές αποφάσεις κτλ. κτλ. κτλ. Οι ολόπλευρες αυτές πολιτικές αποκαλύψεις αποτελούν αναγκαίο και βασικό όρο για την καλλιέργεια της επαναστατικής δραστηριότητας των μαζών.
Αποσπάσματα από το έργο του Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε;», Απαντα, Σύγχρονη Εποχή, τ. 6, σελ. 6-10, 22-25, 29-31, 38-42, 69-71.
[1] Με την ευκαιρία σημειώνουμε ότι στην Ιστορία του νεότερου σοσιαλισμού αυτή είναι ίσως η μοναδική κι εξαιρετικά παρήγορη στο είδος της περίπτωση,
που για πρώτη φορά ή σύγκρουση των διάφορων κατευθύνσεων μέσα στο
σοσιαλισμό έχει μετατραπεί από εθνική σε διεθνή. Στο παρελθόν οι
διαμάχες ανάμεσα στους λασσαλικούς καί στους αϊζεναχικούς, ανάμεσα
στους γκεντιστές και στους ποσσιμπιλιστές, ανάμεσα στους φαβιανούς και
στους σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσα στους «ναροντοβόλτσι» και στους
σοσιαλδημοκράτες παρέμεναν καθαρά εθνικές φιλονικίες, αντανακλούσαν
καθαρώς εθνικά χαρακτηριστικά και γίνονταν, ας πούμε, σε διαφορετικά
επίπεδα. Σήμερα (αυτό είναι τώρα πια ολοφάνερο) οι άγγλοι φαβιανοί, οι γάλλοι μινιστεριαλιστές, οι γερμανοί μπερνσταϊνικοί, οι ρώσοι κριτικοί όλοι
τους αποτελούν μια οικογένεια, όλοι τους επαινούν ο ένας τον άλλο,
διδάσκονται ο ένας από τον άλλο και όλοι μαζί ξεσπαθώνουν ενάντια στο «δογματικό» μαρξισμό. Ισως σ' αυτή την πρώτη, πραγματικά διεθνή, σύγκρουση
με το σοσιαλιστικό οπορτουνισμό η διεθνής επαναστατική σοσιαλδημοκρατία
να δυναμώσει αρκετά, ώστε να βάλει τέρμα στην πολιτική αντίδραση πού
ήδη από καιρό βασιλεύει στην Ευρώπη.
* Ο τρέιντ-γιουνιονισμός δεν αποκλείει καθόλου την «πολιτική», όπως νομίζουν
καμιά φορά. Τα τρέιντ-γιούνιον έκαναν πάντα μια ορισμένη πολιτική
ζύμωση και πάλη (όχι όμως σοσιαλδημοκρατική). Στο επόμενο κεφάλαιο θα
μιλήσουμε για τη διαφορά ανάμεσα στην τρέιντ-γιουνιονιστική και στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική.