Δως μου ένα μέρος να σταθώ
Την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, έγινε το έλα να δεις
–αλλά πού να χωρέσεις. Γιατί χίλιοι καλοί σφοι χωράνε (κι ένας οπορτουνιστής
περισσεύει) αλλά τι γίνεται με τους δεκάδες χιλιάδες, όταν και στις τρεις
σκηνές (κι όχι μόνο στη μία, σαν άλλες χρονιές) του φεστιβάλ γίνεται το
αδιαχώρητο, όπως και στους πέριξ δρόμους που τις συνδέουν; Κι εκεί σκοντάφτει
και καταρρίπτεται η θεωρία συνωμοσίας που είχες αρχίσει να πλάθεις στο μυαλό
σου για την εν μέρει τεχνητή έλλειψη αρκετών καρεκλών, ώστε ο άλλος να το
σκεφτεί δυο και τρεις φορές πριν σηκωθεί και αφήσει τη δική του (γιατί δε θα
την ξαναβρεί ποτέ) και να μείνει έτσι να ακούσει καθιστός όλη την ομιλία του
κουτσούμπα.
Που αυτή τη φορά κράτησε σκάρτη μια ώρα (μόλις πενήντα
λεπτά), γιατί έπρεπε να βγουν κι οι άλλοι να τραγουδήσουν. Αλλά ο κούτσι είχε
πιο πολύ λαό από τους περισσότερους καλλιτέχνες. Τόσο πολύ που δεν αναρωτιέσαι
πια αν μας ψηφίζουν όλοι αυτοί, γιατί το ‘χεις σίγουρο πως κατά καιρούς κάνουν
καμιά παρασπονδία, αλλά αν θα βγάζαμε απόλυτη πλειοψηφία (50%+) σε κάποιες
σκηνές ειδικά. Που εντάξει, κατά βάθος όλοι κουκουέ είναι, άλλο αν δεν το
ξέρουν ή δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμα. Και δεν είναι κακό (ίσα-ίσα) που μες
στο πλήθος είναι και μερικοί «τυχαίοι», μη συνειδητοποιημένοι, γιατί για
κανέναν δεν είναι τυχαίο στην πραγματικότητα που βρέθηκε στο φεστιβάλ της κνε.
Και το ζήτημα είναι πώς θα τον βρούνε και θα παρέμβουν οι σύντροφοι, για να
κάνουν το τυχαίο συνειδητό –εξ ου και ο ρόλος του τυχαίου και του σφου κνίτη
στο κοινωνικό προτσές. Πώς η ανάγκη γίνεται η ιστορία...
Όπως φυσικά δεν είναι τυχαίες οι γαργάρες που κάνουν για
το φεστιβάλ, τα κυρίαρχα κι εναλλακτικά μμε σε αγαστή σύμπνοια. Τα μεν τη
βγάζουν με τη συναυλία της γκάγκα, τα δε με πλάνα από τις εκδηλώσεις στο
σύνταγμα για το φύσσα –χωρίς να ενοχληθούν όμως από το δόγμα ‘no politica’ που πρεσβεύουν από την ανάποδη κάποιοι φίλοι και
συγγενείς του δολοφονημένου παύλου. Άντε το πολύ να φιλοτιμηθούν να ασχοληθούν
λίγο την τελευταία μέρα, με την πολιτική ομιλία του γγ.
Ο οποίος έπιασε «πατριωτικά» όλες τις γενιές, από τους
επονίτες και τους λαμπράκηδες, μέχρι τους νεότερους που έζησαν την
αντεπανάσταση και τη βαθιά κρίση του συστήματος. Διάνθισε την ομιλία του με
πολλούς στίχους, από ρωμιοσύνη ως μαγιακόφσκι, κι έκανε λόγο σε κάποιο σημείο
για επιστημονικό κομμουνισμό (sic)!
Ενώ αφιέρωσε ένα αρκετά μεγάλο μέρος στον ψευτοκαβγά μεταξύ κυβέρνησης και
αξιωματικής αντιπολίτευσης, που συναντήθηκε στο κόμο με τους μεγάλους εταίρους
της και.. τα μιλήσανε, τα συμφωνήσανε.
Όταν τελείωσε η ομιλία, ο ουρανός γέμισε με κόκκινα μπαλόνια που ‘καναν τη δική
τους επουράνια έφοδο, αλλά δεν ήτανε τα BoyCoke μπαλόνια για την κόκα-κόλα, ούτε σαν το μπαλόνι-μίσα
στους ολυμπιακούς της μόσχας, γιατί δεν έχει μασκότ το φεστιβάλ. Και
συμφωνήσαμε με μια σφισσα ότι πρέπει να υπάρχει σχέδιο καρφίτσα κι ειδική
χρέωση για ένα σφο κνίτη, που να σκάει «κατά λάθος» όλα τα μπαλόνια της ντόρας
της εξερευνήτριας, που είναι άθλιο κινούμενο σχέδιο και της αξίζει μονάχα ένας
αργός και βασανιστικός θάνατος.
Τη σκυτάλη στην κεντρική πήρε ο θου-μου (ΘΜ), που θύμιζε
λίγο ΑΜ (την αυτού μεγαλειότητα) όταν μίλησε για τον εαυτό του στο τρίτο ενικό,
ενώ έκοψε δύο φορές τα συνθήματα που πήγε να φωνάξει από κάτω ο λαός. Αλλά
έδωσε μία από τις πιο δυνατές στιγμές του φεστιβάλ στα δύο τελευταία τραγούδια,
τον ύμνο της κνε και τους ήρωες, που τα είπαν μαζί χιλιάδες στόματα, με μια
φωνή κι υψωμένη γροθιά. Ενώ ο μεράτζας πιο πριν σου έδινε την εντύπωση πως θα
ακουγόταν μέχρι πίσω, ακόμα και αν δεν είχε μικρόφωνο.
Άντε δηλ να μην τραγουδούσαν μόνο μερικά μποφιλάκια, που
είχαν άγνωστες λέξεις και στίχους, αλλά γέμισαν τον χώρο περιμένοντας να βγει
το είδωλό τους επί σκηνής. Όπως φίσκα ήταν –για ακατανόητους λόγους- κι η
μαθητική σκηνή με το μουζουράκη, που πρέπει να ήταν (στην καλύτερη) λίγο
σουρωμένος και έλεγε κρύα αστεία του τύπου «αυτό το τραγούδι το έγραψα για τη
γιουροβίζιον. Αλλά τη μία χρονιά έστειλαν τον αγάθωνα γιατί έχει μεγαλύτερο
μουστάκι και την άλλη κάποιον άλλο γιατί ήταν μεγαλύτερο πουστ...κι». Κι ύστερα
από ένα τραγούδι του sting (englishman in newyork,
που τελειώνει με το be your self no matter what they say)
είπε ότι πρέπει να είσαι ο εαυτός σου.
Αλλά τι γίνεται αν είσαι μαλάκας...;
Έλα ντε; Σπουδαίο πράγμα πάντως η αυτογνωσία.
Αυτό που ήταν όμως χωρίς προηγούμενο ήταν ο πανικός και
το λαϊκό προσκύνημα στη λαϊκή σκηνή με τη γλυκερία, που τράβηξε μέχρι τις τρεις
παρά.. Και ο κόσμος δεν έλεγε να φύγει με τίποτα, ίσα-ίσα, είχε βάλει τραπέζια
και καρέκλες και πίσω από το δρόμο για την έξοδο, όπου μόνο άκουγε. Ναι αλλά πώς
το εννοούμε αυτό το «χωρίς προηγούμενο»;
-Ξέρεις, οι κνίτες δουλεύουν συλλογικά σα μια γροθιά με
το μοχλό του αρχιμήδη, κι αν τους δώσεις ένα πάρκο να σταθούν, μπορούν να
κινήσουν τη γη και να το μεταμορφώσουν σε μια κόκκινη πολιτ..
-Ναι ρε σφε, αλλά στη λαϊκή δεν έχει τόπο να σταθείς,
ούτε για να βάλεις μια καρέκλα. Δεν χωράει..
Κι αν είναι μικρός κι ο χώρος στο τρίτση, πού να πάμε
δηλ, στο οακα;
Κι είναι πολλές σκηνές ακόμα, μικρά ψηφιδωτά μιας μεγάλης
εικόνας, που δε χωράνε να αναφερθούν όλα ξεχωριστά –εδώ δεν χωρούσε μια καρέκλα
επιπλέον στη λαϊκή.
Το τραγικό μαλλί του παπακωνσταντίνου, που επιμένει να το
κρατάει, διασκευάζοντας τα χαιρετίσματα: σας αγαπάω, μα δεν κουρεύομαι. Η
επετειακή έκδοση του ρίζου για τα 40χρονα από την επανέκδοσή του και το πρώτο
νόμιμο φύλλο του στη μεταπολίτευση, με το ευχαριστήριο στην ελευθεροτυπία –μετά
από τις πλημμύρες του 95’- χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να βγει ο ριζοσπάστης
εκείνης της ημέρας. Ένα βιβλίο στον πάγκο της σύγχρονης εποχής (αλλά από άλλο
εκδοτικό) για την τελευταία μάχη του λένιν –που εντάξει, μπορεί να εννοεί κατά
της γραφειοκρατίας και να το παρεξήγησα, αλλά εμένα μου μύριζε τροτσκισμό από
το εξώφυλλο. Το σύντομο σκετσάκι με ένα
μασκοφόρο εκπρόσωπο της εε και της κυβέρνησης –η φαντασία της εξουσίας- που
ευτυχώς δεν είχε συνέχεια. Το προλεκάλτ μπλουζάκι ενός σφου απ’ τη λδ του βορρά
που έγραφε πίσω τους στίχους: μαύρα
κοράκια με νύχια γαμψά, πέσανε πάνω στην εργατιά –και αν δεν ήταν η κακιά
στιγμή, θα είχαμε και φωτογραφικά ντοκουμέντα. Το βιντεάκι στο στέκι του
αθλητισμού, που έντυσε την αναφορά στον χουλιγκανισμό με πλάνα από αλαφούζο και
τα σπορ του βορρά (που είχαν εξώφυλλο για το σαββίδη)· αλλά ντάξει, μπορεί μετά
να έδειχνε κάτι και για τους γάβρους, δεν το είδα ως το τέλος. Τις συζητήσεις
στο τέλος της ημέρας για την ιδιόμορφη γοητεία της λατινικής αμερικής και τις
φαρκ στην κολομβία, που κολλάνε παντού, ακόμα και αν μιλάς για το εθνικό ζήτημα
στην ισπανία και τους κομμουνιστές της που αρνούνται να αναγνωρίσουν το
αντάρτικο των φαρκ. Το βιβλίο του γιου του λούντο μάρτενς (που είχε γράψει το
«μια άλλη ματιά στο στάλιν») για την κρίση της ευρωζώνης, που το είχε στον
πάγκο της η βέλγικη αποστολή.
Και το παγωτό της κνε, που δεν το είχαμε μόνο ως
συνοδευτικό των λουκουμάδων, αλλά υπήρχε κοτζάμ υπερπαραγωγή, με καροτσάκι,
κουδουνάκι και ντελάλη να διαφημίζει την πραγμάτεια. Σα σκηνή από τη δεκαετία
του 50’, που ήταν ακόμα στα πράγματα ο σφος με το μουστάκι κι ο ζαχαριάδης και
δεν είχανε λιώσει οι πάγοι και τα παγωτά μας με το νικήτα.
Κι άλλα πολλά που θα τα ‘χει κάθε σφος ως υλικό για να
διηγείται κάποτε ιστορίες στα εγγόνια του (αν προλάβει να δει). Ε κι αν κάποιοι
νιώθουν με τον καιρό να γερνάνε και μελαγχολούν, είναι που έχει μπει ψηλά ο
πήχης από τα προηγούμενα φεστιβάλ και τις αναμνήσεις τους από τον καιρό που
ήταν κι οι ίδιοι η νιότη του κόσμου, όπως ο κομμουνισμός.
Ήτανε
νέοι, ήτανε νέοι, ήταν παιδιά, κι έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά.
Που μένει τώρα απούλητη να σαπίζει σε αυτό το σάπιο
σύστημα. Μα κάθε σεπτέμβρη ξανανθίζει και φυτρώνει στο στήθος ένα κλωναράκι από
την ελπίδα μέσα μας.. Και του χρόνου.