Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ
- του Δημήτρη Κουτσούμπα
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Στις
19 Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε η προγραμματισμένη διευρυμένη Ολομέλεια
της ΚΕ του ΚΚΕ με θέμα: «Η πορεία ανασύνταξης του εργατικού -
συνδικαλιστικού κινήματος και της ανάπτυξης της κομματικής οικοδόμησης
στην εργατική τάξη», υλοποιώντας απόφαση του 19ου Συνεδρίου. Η ΚΟΜΕΠ,
στο τεύχος 2/2016, δημοσίευσε την Απόφαση της Πλατιάς Ολομέλειας.
Στο
διάστημα που μεσολάβησε, συνεχίστηκε ο κύκλος των εργατικών απεργιακών
κινητοποιήσεων, των αγροτικών κινητοποιήσεων και μπλόκων στους δρόμους,
των απεργιακών κινητοποιήσεων και συλλαλητηρίων μεσαίων στρωμάτων της
πόλης, των φοιτητικών και μαθητικών κινητοποιήσεων με αιχμή την
εναντίωση σε νέα αντιλαϊκά, αντεργατικά μέτρα, «προαπαιτούμενα» για την
υλοποίηση του αντιλαϊκού 3ου Μνημονίου κυβέρνησης-ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Παρά την
ορισμένη κλιμάκωση των αγώνων στην πορεία και κατά τις μέρες της
ψηφοφορίας των αντιλαϊκών μέτρων στη Βουλή, σήμερα πλέον αποτελούν
νόμους, τις αρνητικές συνέπειες των οποίων σταδιακά θα δεχτούν μισθωτοί,
αυτοαπασχολούμενοι, αγρότες, συνταξιούχοι, γενικότερα οι λαϊκές
δυνάμεις, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, ειδίκευση.
Ένα
μέρος αγωνιζόμενων εργατικών, λαϊκών δυνάμεων απογοητεύτηκε εκ νέου,
αναρωτιέται ξανά αν υπάρχει ελπίδα και προοπτική, ενώ ένα άλλο μέρος
αναζητά και πάλι τη διέξοδο σ’ ένα νέο κυβερνητικό συμμαχικό σχήμα από
την παρούσα Βουλή ή και από νέα Βουλή, μετά από εκλογές.
Βέβαια,
όλοι αυτοί οι προβληματισμοί, οι συγχύσεις, οι ταλαντεύσεις δεν είναι
τόσο αυθόρμητοι όπως λέγεται. Είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής και
πολιτικής καπιταλιστικής παρέμβασης, μέσω όλων των μηχανισμών που
διαθέτει (κόμματα, εκπαιδευτικό σύστημα, τηλεοπτική-ηλεκτρονική
προπαγάνδα), μέσω της άμεσης παρέμβασης των ανθρώπων της καπιταλιστικής
ιδιοκτησίας, στους χώρους εργασίας. Κι όλα αυτά υποβοηθούνται από νέα
αστικά ή οπορτουνιστικά σχήματα ή από την προβολή και επαναχρησιμοποίηση
παλιών.
Ταυτόχρονα,
όμως, υπάρχουν και θύλακες εργατικών και λαϊκών αντιστάσεων,
κινητοποιήσεων, μικρές διεργασίες που δείχνουν τις δυνατότητες, παρά την
αντιφατικότητα και τη δυσκολία στις εργατικές, λαϊκές διαθέσεις.
Για
το ΚΚΕ όλ’ αυτά ήταν αναμενόμενα, αλλά μέσα σ’ όλ’ αυτά με σαφήνεια
προβάλλει η αναγκαιότητα της διεύρυνσης των εργατικών δυνάμεων σε
αντικαπιταλιστική κατεύθυνση πάλης, της διεύρυνσης της συμμαχίας αυτών
των δυνάμεων με αντιμονοπωλιακά κινούμενες λαϊκές δυνάμεις όλο και πιο
κοντά στο στόχο της σύγκρουσης με την καπιταλιστική ιδιοκτησία και
εξουσία.
Από
αυτήν την άποψη, θεωρούμε πολύ επίκαιρο το περιεχόμενο της Εισηγητικής
Ομιλίας του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σ. Δημήτρη Κουτσούμπα, στην Πλατιά
Ολομέλεια της ΚΕ, την οποία και δημοσιεύουμε.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ*
Η
Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ για τη δουλειά στην εργατική τάξη και το κίνημά
της υλοποιεί σχετική απόφαση του 19ου Συνεδρίου και συνέχεια της
Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για την ανασύνταξη του εργατικού
συνδικαλιστικού κινήματος και την οικοδόμηση στην εργατική τάξη, που
είχε γίνει το Μάρτη του 2010, πριν το 19ο Συνέδριο και αφότου είχε
εκδηλωθεί η καπιταλιστική κρίση στην Ελλάδα.
Το
διάστημα από το 2009 που ξέσπασε η κρίση μέχρι σήμερα, δηλαδή 7 συνεχή
χρόνια, είναι μια περίοδος πυκνών οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων,
μεγάλων αγώνων. Ιδιαίτερα στην πρώτη φάση 2010-2012 εξελίχτηκαν σοβαροί,
μαζικοί αγώνες, με αυξημένες απαιτήσεις καθοδήγησης, με νέες δυσκολίες,
αλλά και με παρακαταθήκες για τους νέους, επερχόμενους αγώνες.
Το
Κόμμα μας έδωσε ηρωικές μάχες, μπήκε μπροστά σε αρκετές περιπτώσεις.
Βασικές εκτιμήσεις περιέχονται τόσο στην εισήγηση όσο και στις αποφάσεις
του 19ου Συνεδρίου γι’ αυτήν την πρώτη φάση. Συνολικά, μέσα στους
αγώνες επικράτησε η ονομαζόμενη «αντιμνημονιακή γραμμή», προβλήθηκε το
γνωστό κίνημα «των πλατειών», οι «αγανακτισμένοι», κυριάρχησαν συνθήματα
και αιτήματα που έκρυβαν τον πραγματικό αντίπαλο, αποπροσανατόλιζαν,
στοχοποιούσαν στενά την κάθε φορά κυβέρνηση, αρχικά τη διακυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ υπό τον Γιώργο Παπανδρέου, μετά τη βραχύβια διακυβέρνηση
ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ υπό τον Λουκά Παπαδήμο και στη συνέχεια τη διακυβέρνηση
ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (με αρχική συμμετοχή και της ΔΗΜΑΡ) υπό τον Αντώνη Σαμαρά.
Στο
κίνημα αυτό συμμετείχαν ιδεολογικά-πολιτικά ανώριμες εργατικές και
λαϊκές δυνάμεις, μεταξύ άλλων εργαζόμενοι από τις πρώην ΔΕΚΟ, από τον
κρατικό τομέα, καθώς και μικροαστικά στρώματα. Σε πολιτικό επίπεδο
παρενέβαινε ένα συνονθύλευμα δυνάμεων αστικών ρεφορμιστικών,
οπορτουνιστικών, αναρχοαυτόνομων, αλλά και ακροδεξιών, εθνικιστικών,
ανοιχτά φασιστικών - ναζιστικών.
Με
ισχυρή παρέμβαση της αστικής τάξης και των ΜΜΕ κυριάρχησε στις
κινητοποιήσεις η στενή αντίθεση στο «μνημόνιο», στη Μέρκελ και τους
Γερμανούς κλπ. Στην ουσία κυριάρχησε η διεκδίκηση αλλαγής διαχειριστών
στη διακυβέρνηση και το κράτος, μέσα από αλλεπάλληλες εκλογικές
αναμετρήσεις. Η πρόταση «τη λύση να δώσουν οι εκλογές» γινόταν και
πρόταση-σύνθημα μεγάλου μέρους του κινήματος, αλλά και του λαού
συνολικά.
Οι
αγώνες αυτοί, σε συνδυασμό με τους γενικότερους σχεδιασμούς της αστικής
τάξης και των διεθνών συμμαχιών της, αντανακλούσαν οπωσδήποτε συνθήκες
αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων, καθώς και τη μεγάλη και απότομη
κατάρρευση κυρίως του ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως της ΝΔ και του μικρότερου
τότε εταίρου τους, του ΛΑΟΣ.
Η
μετακίνηση αυτή έφερε στις εκλογές του 2012 στην αξιωματική
αντιπολίτευση το ΣΥΡΙΖΑ, που πήρε τη θέση του ΠΑΣΟΚ, καθώς και σε
αναδιάταξη του χώρου της «Δεξιάς», με την εμφάνιση και εδραίωση του
ναζιστικού, φασιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής και ενός εθνικιστικού
δεξιού κόμματος, των ΑΝΕΛ, που άρχισε να πορεύεται πλάι στο ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι
ξεκίνησε και η δεύτερη φάση αυτής της περιόδου της κρίσης, από το 2012
έως τις αρχές του 2015 (περισσότερο σχηματικά το λέμε, δεν
περιοδολογούμε, αλλά για να είναι πιο σαφείς οι σταθμοί αυτής της
πορείας). Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε το ΟΚ από την αστική τάξη για να αντικαταστήσει
την καταρρέουσα σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, από τις εκλογές του
2015 ξεκίνησε η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, που δεν έχει
ολοκληρωθεί ακόμη.
Οι
Αποφάσεις της ΚΕ –τόσο όλο το 2013 όσο και το 2014– δίνουν το στίγμα
των εξελίξεων, των ανταγωνισμών που βρίσκονται σε εξέλιξη μέσα στην
Ευρωζώνη, ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά και με τα άλλα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως τις ΗΠΑ.
Η άνοδος της ΝΔ στην κυβέρνηση το 2012 σε συνεργασία με το
ΠΑΣΟΚ υπό τον Βενιζέλο και τη ΔΗΜΑΡ την πρώτη περίοδο, η συνεχιζόμενη αντιλαϊκή πολιτική τους και τα μέτρα που έφερε το 2ο Μνημόνιο οδήγησαν επίσης σε νέους αγώνες και κινητοποιήσεις. Και σε αυτόν το γύρο κινητοποιήσεων κυριάρχησε το ίδιο «αντιμνημονιακό», «αντιμερκελικό», «αντιαποικιοκρατικό» περιεχόμενο, παρά την προσπάθεια του Κόμματος και του ταξικού κινήματος.
ΠΑΣΟΚ υπό τον Βενιζέλο και τη ΔΗΜΑΡ την πρώτη περίοδο, η συνεχιζόμενη αντιλαϊκή πολιτική τους και τα μέτρα που έφερε το 2ο Μνημόνιο οδήγησαν επίσης σε νέους αγώνες και κινητοποιήσεις. Και σε αυτόν το γύρο κινητοποιήσεων κυριάρχησε το ίδιο «αντιμνημονιακό», «αντιμερκελικό», «αντιαποικιοκρατικό» περιεχόμενο, παρά την προσπάθεια του Κόμματος και του ταξικού κινήματος.
Σε
αυτήν τη φάση όλο και περισσότερο κυριάρχησαν τα συνθήματα των δυνάμεων
του ΣΥΡΙΖΑ και του ευρύτερου αριστερού οπορτουνιστικού χώρου. Άρχισε να
γίνεται πιο έντονη η πίεση για να φύγουν οι «παλιές», όπως ονομάζονταν,
δυνάμεις –η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ– και να αντικατασταθούν από την «Αριστερά»,
ενώ σε προπαγανδιστικό επίπεδο αυτή η πίεση για κυβερνητική εναλλαγή
αξιοποιούσε συνθήματα ανατροπής, ελπίδας κλπ.
Σε
αυτά τα δυόμισι χρόνια (καλοκαίρι 2012 - αρχές 2015) το Κόμμα, πατώντας
πάνω στην προηγούμενη πείρα και τις αποφάσεις του Συνεδρίου του, έκανε
τεράστια ιδεολογική-πολιτική δουλειά μέσα στην εργατική τάξη, στα λαϊκά
στρώματα, η οποία επικεντρώθηκε στα εξής κομβικά ζητήματα της
αντιπαράθεσης:
-
Στη στάση των κομμουνιστών απέναντι στις κυβερνήσεις συνεργασίας,
αστικής διαχείρισης, των κυβερνήσεων της Αριστεράς κλπ. στο έδαφος του
καπιταλισμού.
-
Στη στάση του ΚΚΕ απέναντι στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, όπως η ΕΕ,
το ΝΑΤΟ, στο πώς βλέπουμε και συνδέουμε εμείς την έξοδο από αυτές με τη
συνολικότερη πρόταση της εργατικής εξουσίας, απέναντι στα ιδεολογήματα
που πρόβαλλαν ως διέξοδο την έξοδο από το νόμισμα χωρίς ρήξη με την
αστική εξουσία και ιδιοκτησία κλπ.
-
Στη στάση των κομμουνιστών απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στη
στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος, στην κατάκτηση από αυτό της
ικανότητας να παλεύει με ανιδιοτέλεια και αυτοτέλεια απ’ όλες τις
αστικές δυνάμεις και επιδιώξεις, να μην υποτάσσει την πάλη του κάτω από
ξένες σημαίες.
Η
κατάκτηση αυτής της πείρας μέσα από την καθημερινή δουλειά σε κάθε
τομέα δράσης των ΚΟ και της ΚΝΕ βοήθησε και προετοίμασε λαϊκές δυνάμεις,
έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν από σχετικά καλύτερες θέσεις τις πιέσεις
και αυταπάτες που διατηρήθηκαν και αυξήθηκαν στην τρίτη φάση –την οποία
διανύουμε μέχρι σήμερα– που ξεκίνησε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη
διακυβέρνηση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα στις αρχές του 2015.
Μιλώντας
λίγο σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι και τα ζητήματα που έχουμε ν’
αντιμετωπίσουμε κυρίως μέσα στην εργατική τάξη, στο εργατικό κίνημα,
βρίσκονται ως ένα βαθμό σε μια νέα φάση. Αυτό μπορεί να στοιχειοθετηθεί
από ένα σύνολο παραγόντων, όπως η ανάληψη και η συνολική πορεία της
διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (ιδιαίτερα μετά το καλοκαίρι του 2015), οι
διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, καθώς και η διατήρηση της
ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας στη φάση της οικονομικής κρίσης.
Η
εκτίμηση του ΠΓ για την κατάσταση του εργατικού συνδικαλιστικού
κινήματος, της συνείδησης της εργατικής τάξης, των διαθέσεων του
υπόλοιπου λαϊκού κινήματος και των αγώνων των φυσικών συμμάχων της
εργατικής τάξης (φτωχής αγροτιάς, αυτοαπασχολούμενων) δεν έχει αλλάξει
και μάλιστα σε νέες παραγωγικές ηλικίες. Παραμένει όπως διατυπώνεται σε
επανειλημμένες Αποφάσεις της ΚΕ το τελευταίο δίχρονο, καθώς και στην
τελευταία Ολομέλεια της ΚΕ του προηγούμενου μήνα, που ήδη έχει συζητηθεί
σχεδόν σε όλο το Κόμμα και την ΚΝΕ. Η εικόνα της συνολικής υποχώρησης,
της αναδίπλωσης, της γενικευμένης ανασφάλειας, της μοιρολατρίας, του
φόβου κλπ. είναι γνωστή, την συναντάμε σε κάθε βήμα μας.
Παρόλ’
αυτά, υπάρχουν νέες εστίες αντίστασης, αναπτύσσονται αγώνες. Δεν είναι
άλλωστε αμελητέα η σημασία που είχαν οι 2 μεγάλες πανελλαδικές
πανεργατικές απεργίες που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του Κόμματος, των
κομμουνιστών μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης και οι
οποίες είχαν επιτυχία, αν φυσικά συνυπολογίσουμε ότι η πρώτη από αυτές
έγινε 50 μέρες μετά από τις εκλογές του Σεπτέμβρη (που είχαν αναδείξει
και πάλι το ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση) και η δεύτερη αμέσως μετά, σε 20
μόλις μέρες από την πρώτη.
Φυσικά,
τόσο στο ΠΓ όσο και στα όργανα έχουμε κάνει αναλυτικές εκτιμήσεις, δε
θα σταθούμε σήμερα εδώ. Βασικό συμπέρασμα είναι ότι υπάρχουν
δυνατότητες, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να ισχύουν όλες οι
αντικειμενικές και υποκειμενικές δυσκολίες.
Η
ίδια η επιβεβαίωση από τη ζωή των εκτιμήσεων του Κόμματος για την
«κυβερνώσα Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ», γενικότερα για την κυβέρνηση στο
πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και της ΕΕ, είναι σημαντικό ατού
που πρέπει να αξιοποιήσουμε στη δουλειά μας, γιατί δεν είναι εύκολο να
την αφομοιώσει αμέσως η λαϊκή, η εργατική συνείδηση.
Υπάρχει
ο κίνδυνος –λόγω ακριβώς του αρνητικού συσχετισμού και των άλλων
παραγόντων που επιδρούν πάνω της μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού–
αυτή να οδηγείται και σε άλλα συμπεράσματα, σε αντιδραστική κατεύθυνση,
στην ενσωμάτωση, στην ταξική συνεργασία.
Εδώ
προβάλλει ένα σοβαρό ιδεολογικοπολιτικό καθήκον για το Κόμμα και όλες
τις ΚΟ: Να ενσωματώσουμε μέσα στην εργατική, λαϊκή αγωνιστική πείρα όλη
αυτήν την πορεία του κινήματος και των αγώνων, των εξελίξεων όλης αυτής
της 7ετίας της κρίσης.
Έχουμε
πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι όλα αυτά λειτουργούν πάνω στην
εργατική συνείδηση, στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης, αντιφατικά.
Κυρίαρχη άποψη τείνει να γίνει το ότι «τίποτα δε γίνεται», «τίποτα δε
βγαίνει», ιδιαίτερα μετά και από την απογοήτευσή τους από το ΣΥΡΙΖΑ. Γι’
αυτό έχει σημασία να εξηγούμε με επάρκεια πού οδήγησαν οι αγώνες και οι
συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν από το 2009 έως σήμερα, και γιατί πρέπει
να αλλάξουμε ρότα.
«Δεν
έγινε τίποτα», γιατί οι επιλογές του κινήματος, οι επιλογές της
εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων –όχι μόνο ή κυρίως οι
εκλογικές– ως ένα μεγάλο βαθμό ήταν στην παραπάνω κατεύθυνση. Συνεπώς,
προέχει να βγουν ουσιαστικά συμπεράσματα για την πορεία του κινήματος,
της ταξικής πάλης, να συζητηθούν μέσα στους τόπους δουλειάς, στις
συνελεύσεις, στις συσκέψεις, στις συγκεντρώσεις, στις συνεδριάσεις των
ΔΣ, των επιτροπών. Σ’ αυτήν την ιδεολογική-πολιτική μάχη πρέπει να
πρωτοστατήσουν οι κομμουνιστές αξιοποιώντας στην αντιπαράθεση το ατού
της επιβεβαίωσης των εκτιμήσεων του Κόμματος στα παραπάνω θεμελιώδη
ζητήματα.
Αν θα έπρεπε να δώσουμε κωδικοποιημένα την ουσία αυτής της δουλειάς, θα λέγαμε ότι αυτή πρέπει να αναδεικνύει τα εξής:
-
Το χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης ως κρίσης υπερσυσσώρευσης του
κεφαλαίου και τη σημασία της επιμονής του ΚΚΕ σ’ αυτήν την περίοδο που
όλοι οι άλλοι έκρυβαν το πραγματικό της περιεχόμενο, κάνοντας λόγο για
κρίση του καζινοκαπιταλισμού, για εισαγόμενη κρίση, για κρίση χρέους,
για κρίση αξιών, για ανθρωπιστική κρίση κοκ. Τη σημασία ν’ αναδεικνύεται
το γεγονός ότι η οικονομική κρίση δεν είναι φαινόμενο κυρίως ελληνικό,
όπως προβάλλεται, αλλά σύμφυτο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ότι
δεν οφείλεται στη λαμογιά, τη διαφθορά, την υποτιθέμενη έλλειψη
κράτους, αλλά στην ίδια την επιδίωξη του καπιταλιστικού κέρδους.
- Το χαρακτήρα του κινήματος των «αγανακτισμένων», τη θολή αντιμνημονιακή ρητορική και γραμμή του.
-
Τη σημασία του ζητήματος: Κάτω από ποια γραμμή πρέπει το κίνημα να
βαδίζει, παράλληλα με την εμπειρία που βγαίνει όταν αυτό βαδίζει κάτω
από τη σημαία του ρεφορμισμού, του οπορτουνισμού, του εργοδοτικού
συνδικαλισμού.
- Το ρόλο των συνδικαλιστικών ηγεσιών, της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ.
-
Τη σημασία του ζητήματος: Ποια κοινωνική δύναμη ηγείται του κινήματος.
Τα μικροαστικά στρώματα, η ανώτερη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τα
ανώτερα τμήματα των εργαζομένων σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα ή οι
εργαζόμενοι των βιομηχανικών κλάδων, οι εργάτες και εργάτριες στη
μεταποίηση, στο μέταλλο, στη χημική βιομηχανία, στις μεταφορές, στις
κατασκευές, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες κλπ.;
-
Τη σημασία του ζητήματος: Ποια πολιτική πρόταση γίνεται κυρίαρχη στο
κίνημα. Αυτή που προτείνει συνεχείς εναλλαγές των διαχειριστών του
συστήματος και των διεθνών συμμαχιών του μέσω των αλλεπάλληλων εκλογών ή αυτή που προτείνει τη
σύγκρουση με αυτό το σύστημα, την ανατροπή του, την αποδέσμευση από τις
διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες κάθε είδους, με λίγα λόγια, την
αλλαγή τάξης στην εξουσία;
-
Τη σημασία του ζητήματος: Τι στάση πρέπει να έχουν τα λαϊκά στρώματα
απέναντι στη σταθερότητα του αστικού πολιτικού ζητήματος. Πρέπει να
παλεύουν για τη σταθερότητά του μέσω της συναίνεσης σε αυτό ή για τη διεύρυνση της αδυναμίας και τη σύγκρουση μαζί του; Τι είναι υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης, το πρώτο ή το δεύτερο; Και, ταυτόχρονα, με ποια γραμμή θα γίνει αυτό;
-
Το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είναι παραλογισμός θερμοκέφαλων ηγετών,
αλλά η έκφραση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών την εποχή του
ιμπεριαλισμού για το μοίρασμα των αγορών, των σφαιρών επιρροής, τη νέα
αυτή περίοδο, που ξεκίνησε μετά από τις ανατροπές του 1991 και τη
διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Αν όλα αυτά –και τα άλλα τα οποία δεν αναφέρονται αναλυτικά– τα λέμε σήμερα, είναι γιατί
η κομμουνιστική απάντηση σε αυτά και άλλα ερωτήματα καθορίζουν σε
μεγάλο βαθμό και τα καθήκοντα της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος
στις νέες συνθήκες που βιώνουμε αυτά τα χρόνια και κυρίως αυτά που
έχουμε να αντιμετωπίσουμε από ’δώ και πέρα με βάση τις εξελίξεις.
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΓ
Καταρχάς, προέχει η διαμόρφωση ενιαίας αντίληψης σε όλο το Κόμμα για το περιεχόμενο της ανασύνταξης και τα καθήκοντα που απορρέουν για την προώθησή της.
Ο
προσανατολισμός μας για την ανασύνταξη και ανάπτυξη του κινήματος
πρέπει να αγκαλιάζει κάθε πόλη - περιοχή, έχοντας ως επίκεντρο τους
μονοπωλιακούς ομίλους, τα εργοστάσια, τις μονάδες ηλεκτρικής ενέργειας,
τις τηλεπικοινωνίες, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, τα εμπορικά κέντρα, τα
νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας, όλους τους παραδοσιακούς και σύγχρονους
κλάδους. Ταυτόχρονα, τους βιοπαλαιστές της πόλης και τους φτωχούς
αγρότες στην ύπαιθρο. Φυσικά, τους χώρους μόρφωσης της νεολαίας, τους
χώρους συγκέντρωσης της νεολαίας των εργατικών, λαϊκών οικογενειών.
Η εισήγηση του ΠΓ αναφέρεται αναλυτικά σε αρκετές σημαντικές πλευρές αυτού του καθήκοντος.
Σήμερα
θα θέλαμε να επισημάνουμε ορισμένα βασικά κριτήρια για να μπορούμε
αργότερα να εκτιμήσουμε και την αποτελεσματικότητα της δράσης μας,
κάποια κεντρικά ζητήματα που όλο το Κόμμα και η ΚΝΕ, από την ΚΕ μέχρι
την κάθε ΚΟΒ και ΟΒ, κάθε κομματική ομάδα, πρέπει να παλεύουν ενιαία
παντού.
Πρώτο ζήτημα:
Κρίσιμο
ζήτημα είναι η οικοδόμηση μέσα στην εργατική τάξη. Χωρίς ΚΟΒ του ΚΚΕ
μέσα σε τόπους δουλειάς, σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις και μονάδες,
δεν μπορούμε να πάμε μακριά.
Ένα
βασικό συμπέρασμα που πρέπει να εξάγουμε από τη μέχρι τώρα πορεία μας,
από τη δυσκολία που έχουμε στην ανάπτυξη αγώνων, στη δραστική αύξηση της
ιδεολογικο-πολιτικής επιρροής του Κόμματος μέσα στην εργατική τάξη και
τα άλλα λαϊκά στρώματα, είναι οι λίγες δυνάμεις που διαθέτουμε. Αυτό είναι που πρέπει να κατανοηθεί από σήμερα ως ένα βασικό κομβικό ζήτημα σε συνάρτηση και αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα.
Οι
στόχοι οικοδόμησης έχουν τεθεί και από τις Συνδιασκέψεις των ΚΟ και
επικεντρώνουν σε παραγωγικές ηλικίες, σε ενεργές νέες δυνάμεις, σε
στρατηγικούς βιομηχανικούς κλάδους και χώρους. Πιο συγκεκριμένα
επικεντρώνουν σε:
- Λιμάνια - αεροδρόμια, συνολικά Μεταφορές.
- Ενέργεια - Τηλεπικοινωνίες - Μέταλλο.
- Χημική βιομηχανία - Φάρμακο - Τρόφιμα.
- Μεγάλα έργα - κατασκευές κλπ.
- Μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Μέχρι
σήμερα δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε συνολική στροφή στη δουλειά μας
σε αυτόν τον τομέα. Δεν έχουμε κατακτήσει την ικανότητα του καθημερινού
πρακτικού ελέγχου, του συγκεκριμένου σχεδιασμού, του προσανατολισμού της
συνολικής διάταξης δυνάμεων σ’ αυτό το καθήκον κλπ. Δεν έχουμε
καταφέρει ακόμα να αποτελούν βασικά κριτήρια εκτίμησης για την επιτυχία
μιας κινητοποίησης, ενός απεργιακού αγώνα, ενός συλλαλητηρίου, ερωτήματα
όπως τα εξής: Με πόσους πιάσαμε επαφή, πώς θα τους στρατολογήσουμε στη
βάση συγκεκριμένου σχεδίου κ.ο.κ.
Για
να εκτιμήσουμε, π.χ., ότι κάναμε καλή δουλειά ή ήταν θετική η απεργία
στις 12 Νοέμβρη ή στις 3 Δεκέμβρη, πρέπει να εντάξουμε στην εκτίμησή μας
πόσους καταφέραμε να στρατολογήσουμε ή έστω πιάσαμε επαφή.
Για
παράδειγμα, στις απεργίες στις 12 Νοέμβρη και στις 3 του Δεκέμβρη,
εκατοντάδες νέοι –φίλοι της ΚΝΕ– έχουν καταγραφεί από την ΚΝΕ σε όλη τη
χώρα ως απεργοί. Αυτοί λοιπόν οι νέοι πρέπει να αποτελέσουν μόνιμο στόχο
τόσο των οργάνων της ΚΝΕ, των ΟΒ, όσο και των οργάνων και ΚΟΒ του
Κόμματος. Είναι συγκεκριμένα άτομα, με ονοματεπώνυμο. Στελέχη, όργανα
πρέπει να χρεωθούν τη δουλειά με αυτά τα άτομα. Αν δεν στρατολογηθούν
αυτοί οι πρωτοπόροι που είναι ήδη κοντά στο Κόμμα και την ΚΝΕ, πώς θα
βρούμε τους άλλους; Απέργησαν μέσα σε δύσκολες, άγριες συνθήκες.
Αν
δε γίνει κριτήριο εκτίμησης της επιτυχίας των διάφορων εκδηλώσεων των
ΚΟ πόσες νέες δυνάμεις συσπείρωσαν, πόσους καταφέραμε να φέρουμε από
τους χώρους εργασίας, μαθητείας, πόσους καταγράψαμε για στρατολογία, δεν
κάνουμε τίποτα.
Συνολικά,
δεν μπορεί να υπάρχει από ’δώ και πέρα καμία ΚΟΒ και ΟΒ, είτε χώρου
δουλειάς, είτε κλάδου, είτε σχολής, είτε συνοικίας, πόλης ή χωριού που να μην έχει συγκεκριμένους στόχους οικοδόμησης σε χώρους ευθύνης της.
Κι
επειδή δεν είναι εύκολη πάντα η άμεση ένταξη στις γραμμές του Κόμματος
και της ΚΝΕ σε τέτοιους εργατικούς χώρους, σε μια πρώτη φάση μπορούμε να
συγκροτούμε ομάδες, πυρήνες δουλειάς με στενούς οπαδούς, όπου να χρεώνεται υπεύθυνος, καθοδηγητής, επικεφαλής κάποιος ικανός σύντροφος,
διατεταγμένος με χρέωση στο στήσιμο ΚΟΒ στο χώρο και έτσι να ελέγχεται
από το καθοδηγητικό όργανο, αλλά και από την ΚΕ σε σταθερή βάση,
τουλάχιστον ανά τρίμηνο.
Η εισήγηση δίνει ολοκληρωμένα και πλευρές όπως το ρόλο της κομματικής ομάδας, των συνδικαλιστών στη στρατολογία κλπ.
Δεύτερο ζήτημα:
Απαιτείται να αποκτήσουμε πιο ακριβή και ενιαία αντίληψη στα ζητήματα της ανασύνταξης που αφορούν το περιεχόμενο του αγώνα, το περιεχόμενο των αιτημάτων, τη γενική κατεύθυνση πάλης
ενάντια στα μονοπώλια και τον καπιταλισμό, σε συνδυασμό με τα μεγάλα
και οξυμμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη μέσα στους
χώρους δουλειάς, είτε αφορούν το μισθό, τα εργασιακά, τις συνθήκες
δουλειάς, άλλα προβλήματα που απασχολούν τον εργάτη και την οικογένειά
του.
Βέβαια,
όσο κι αν τα προβλήματα ζωής και δουλειάς της εργατικής τάξης αποτελούν
τη βάση των αγώνων και της συσπείρωσης της εργατικής τάξης και πρέπει
ασταμάτητα να αναπτύσσονται, εν τούτοις από μόνα τους, πολύ περισσότερο αυτόματα,
αυτά δεν οδηγούν στην ανάπτυξη ταξικής πολιτικής συνείδησης. Από αυτό
απορρέει και η κατεύθυνση για το τι κίνημα παλεύουμε να αναπτυχθεί, σε
ποια κατεύθυνση, με τι στόχους και αιτήματα, με ποιες μορφές οργάνωσης
και συμμαχίες.
Δεν
ταυτίζουμε το κίνημα με έναν αγώνα που ξεσπάει εδώ κι εκεί ανάλογα με
ένα οξυμμένο πρόβλημα σε ένα εργοστάσιο, σε έναν κλάδο. Αυτά πρέπει να
αξιοποιούνται, καθόλου να μην υποτιμώνται από κάθε οργάνωση, να
πρωτοστατούμε, αλλά μόνιμο μέλημά μας ως ΚΕ πρέπει να είναι πώς θα ενιαιοποιούνται αυτοί οι επιμέρους αγώνες και σε επίπεδο ομίλου, κλάδου, πόλης, περιοχής, πανελλαδικά. Μόνο έτσι θα αποκτούν κατεύθυνση ενάντια
στην καπιταλιστική εργοδοσία, το αστικό κράτος, τις κυβερνήσεις του,
τον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό, το ρεφορμισμό-οπορτουνισμό.
Μόνο έτσι θα μπορεί να αναπτυχθεί η συμμαχία με τα άλλα λαϊκά στρώματα,
τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και του χωριού, να
ριζοσπαστικοποιούνται νέα τμήματα νεολαίας, γυναικών εργατικής, λαϊκής
προέλευσης. Μόνο έτσι θα μπορεί να υιοθετηθεί μια γραμμή πάλης που βάζει
στο επίκεντρο τη βελτίωση της ζωής, την αναπλήρωση των απωλειών, την
ικανοποίηση των σημερινών σύγχρονων αναγκών και αναδεικνύει την
αναγκαιότητα ριζικών αλλαγών στην οικονομία και την εξουσία, στο σύνολο
των κοινωνικών σχέσεων.
Βασικός
«μοχλός» επίτευξης των παραπάνω είναι η ίδια η δουλειά του Κόμματος
μέσα στο κίνημα, που πρέπει να ανέβει ουσιαστικά, ξεπερνώντας φαινόμενα
συνδικαλιστικοποίησης της κομματικής δουλειάς. Η συνδυασμένη ανάπτυξη
της ιδεολογικής-πολιτικής και μαζικής δουλειάς θα συμβάλει αποφασιστικά
στην προσπάθεια της ανασύνταξης. Η πολιτικοποίηση της πάλης και η αλλαγή συσχετισμών στο συνδικαλιστικό κίνημα αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για το δυνάμωμα της αντικαπιταλιστικής πάλης.
Τα
παραπάνω είναι καθήκοντα που δεν επιτυγχάνονται με τη συνθηματολογία,
την ανεπεξέργαστη αντιγραφή κομματικών θέσεων από το Πρόγραμμα του
Κόμματος. Το αντίθετο συνήθως συμβαίνει. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί και
να υπονομεύεται η προσπάθεια απεγκλωβισμού δυνάμεων, μαζικής
επικοινωνίας και διείσδυσης σε νέες, ιδεολογικά ανώριμες εργατικές
μάζες. Δεν πετυχαίνεται δηλαδή το αρχικό ζητούμενο, που δεν είναι άλλο
από τον απεγκλωβισμό τους από την επιρροή της εργοδοσίας, του κράτους,
από την αρνητική και παθητική στάση απέναντι στα συνδικάτα, ακόμη και σε
κάθε μορφή οργάνωσης, οργανωμένης δράσης κλπ.
Τα
μέλη και τα στελέχη του Κόμματος πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να εκπαιδευτούμε
σε αυτό. Τόσο οι καθοδηγητές των Οργανώσεων, οι υπεύθυνοι εργατικής
συνδικαλιστικής δουλειάς, όσο και οι κομματικές ομάδες, τα κομματικά
μέλη που είναι χρεωμένα ως συνδικαλιστές, εκλεγμένοι στα συνδικάτα.
Στην
κατεύθυνση αυτή πρέπει να αναβαθμιστεί και η αυτοτελής ιδεολογική,
πολιτική και οργανωτική δουλειά του Κόμματος, ως Κόμματος της
επαναστατικής πρωτοπορίας που δρα με βάση το Πρόγραμμά του. Στην
πράξη πολλές φορές υποβιβάζεται αυτός ο πρωτοπόρος ρόλος του Κόμματος,
ως κύριου φορέα σύνδεσης του Κόμματος και της ιδεολογίας του, του
Προγράμματός του με τις εργατικές μάζες. Τα συνδικάτα, όσο κι αν είναι
βέβαια κι αυτοί φορείς σύνδεσής μας με τις εργατικές μάζες, σε καμιά
περίπτωση δεν μπορούν, ούτε πρέπει να υποκαταστήσουν το ρόλο του
Κόμματος σε αυτό το βασικό καθήκον, ούτε να ταυτίζονται πολύ περισσότερο
με το ρόλο του Κόμματος.
Στην
εισήγηση αναφέρεται μια πλευρά που αφορά την ενότητα της εργατικής
τάξης, στην ανάγκη να ανοίξουμε τη συζήτηση αυτή. Τα γενικά συμφέροντα
της εργατικής τάξης εκφράζονται φυσικά από το Κόμμα της. Όμως αυτή η
συζήτηση για την ενότητα της εργατικής τάξης αφορά, εκτός από την
κομματική δουλειά, και την κατεύθυνση της δράσης του ταξικού πόλου στο
συνδικαλιστικό κίνημα. Αφορά την ικανότητά του να ηγείται στην πάλη για
τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων αναπτύσσοντας την ταξική
συνειδητοποίησή τους και αποκρούοντας τις εντεινόμενες προσπάθειες
διαχωρισμού εργατών-εργατριών, διάσπασης της απαραίτητης ενότητάς τους
απέναντι στον κοινό ταξικό αντίπαλο.
Τρίτο ζήτημα:
Συστατικό
στοιχείο της ανασύνταξης είναι η πάλη για ένταξη όλο και περισσότερων
εργαζομένων στην οργανωμένη συνδικαλιστική δράση, η σχέση τους με το
συνδικάτο, με την επιτροπή αγώνα κλπ.
Παρότι
εδώ υπάρχει αρκετή πείρα, όλο το Κόμμα, όλες οι Οργανώσεις θα πρέπει
από ’δώ και πέρα ενιαία να παλέψουμε σε διαφορετικό, ανώτερο επίπεδο
ζητήματα όπως:
α)
Η αναγκαιότητα μαζικοποίησης των υπαρχόντων σωματείων, πρώτ’ απ’ όλα
εκεί που έχουμε δυνάμεις. Η εγγραφή νέων εργαζομένων στα σωματεία τους,
στους συλλόγους τους, να αποτελεί μόνιμο μέλημα, κριτήριο της
προσπάθειας ανασύνταξης.
β)
Η δημιουργία και κάλυψη όλων των χώρων με κλαδικά ή επιχειρησιακά
σωματεία, που δεν πρέπει να υποτιμώνται, ανάλογα με τη δυνατότητα, τον
κλάδο, τις διαθέσιμες δυνάμεις, τι βοηθάει καλύτερα την οργάνωση της
εργατικής τάξης. Σε όλη τη χώρα πρέπει να αναπτύξουμε παραπέρα, να
φτιάξουμε ένα δίκτυο τέτοιων συνδικαλιστικών οργανώσεων.
γ)
Η ίδια η λειτουργία των σωματείων ως βασικού κριτηρίου της ανασύνταξης.
Αυτή περιλαμβάνει τη σταθερή λειτουργία του ΔΣ, την καθιέρωση μαζικής
γενικής συνέλευσης, τη συνεχή ενημέρωση και εξεύρεση τρόπων συμμετοχής
σε επιτροπές και άλλες δραστηριότητες (πολιτιστικές - μορφωτικές -
αλληλεγγύης κλπ.) μελών του σωματείου.
δ)
Η συστηματική συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξης των αρχαιρεσιών, η
αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των ταξικών. Η πείρα που έχει
αποκτηθεί, ο πιο στενός έλεγχος από τα όργανα, η έγκαιρη προετοιμασία, η
προσπάθεια ανοίγματος και συσπείρωσης αγωνιστικών δυνάμεων είναι
στοιχεία που πρέπει να αποτελέσουν τρόπο δουλειάς όλων των ΚΟ, όλων των
κομματικών ομάδων των εκλεγμένων. Ιδιαίτερα σε αυτήν τη φάση που έχουμε
μπει μετά από το καλοκαίρι του 2015, έχουμε ενθαρρυντικά μηνύματα,
αρκετά σε αποτελέσματα πρωτοβάθμιων σωματείων, αλλά και δευτεροβάθμιων
οργανώσεων, όπως κάποια Εργατικά Κέντρα ή Ομοσπονδίες.
ε)
Σε αυτήν την προσπάθεια αλλαγής, βελτίωσης του συσχετισμού σε
αρχαιρεσίες, μαζικοποίησης σωματείων και πιο δραστήριας, ενεργούς
συμμετοχής των εργαζομένων στα σωματεία τους, μπορεί και πρέπει να
βοηθήσει ένα ζήτημα που πολλές φορές υποτιμάται, αλλά από την ιστορία
του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και του ελληνικού εργατικού
κινήματος έχει αποδειχτεί ότι –ιδιαίτερα σε στιγμές και φάσεις κρίσης,
φτώχειας, ανεργίας, πολέμων– αποτελεί καθοριστικό, ορισμένες φορές,
συστατικό στοιχείο της ανασύνταξης του κινήματος, της δραστηριοποίησης
και συσπείρωσης νέων μαζών. Πρόκειται για την οργάνωση της αλληλεγγύης,
της αλληλοβοήθειας, της ταξικής αγωνιστικής στήριξης της κάθε εργατικής
οικογένειας, του κάθε εργάτη στη μάχη που δίνει για επιβίωση και
στοιχειώδη αξιοπρέπεια.
Τρόποι,
μορφές που έχουν αξιοποιηθεί από Οργανώσεις, εδώ στην Κομματική
Οργάνωση Αττικής, στην υπόλοιπη Ελλάδα, οφείλουμε να τις συνεχίσουμε, να
τις αναβαθμίσουμε, να τις εντάξουμε ενεργά στην προσπάθεια αυτής της
ανασύνταξης. Να σκεφτούμε την ανάπτυξη και ξεχωριστού τέτοιου τομέα στο
πλαίσιο των σωματείων με κάπως ιδιαίτερη και σταθερή μορφή. Θα συμβάλει
και στη συμμετοχή και στη μαζικοποίηση και στην αλλαγή συσχετισμού.
Τέταρτο ζήτημα:
Βασικό
κριτήριο αποτελεσματικότητας της προσπάθειας για ανασύνταξη είναι ο
τρόπος με τον οποίο προωθείται η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης
με τους αυτοαπασχολούμενους ΕΒΕ, τους βιοπαλαιστές αγρότες.
Φυσικά,
η οικοδόμηση αυτής της συμμαχίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό τόσο από την
ίδια τη δράση του Κόμματος για την ανασύνταξη όσο και από την κατάκτηση
σε κοινωνικό επίπεδο, μέσα από τους αγώνες και όλα όσα προηγούμενα
αναφέρθηκαν, της πρωτοπόρας, της ηγετικής δράσης της ίδιας της εργατικής
τάξης με τους συμμάχους της.
Η εισήγηση του ΠΓ αναφέρεται αναλυτικά, έχουμε επίσης τις κατευθύνσεις από το 19ο Συνέδριο που καλούμαστε να υλοποιήσουμε.
Εδώ αρκεί να ξεχωρίσουμε ορισμένες πλευρές και επισημάνσεις που πρέπει να προσέξουμε. Όπως:
α)
Υπάρχει –είναι γνωστή– η δυσκολία να προσεγγίσουμε και να αξιοποιήσουμε
οργανωμένα νέες μάζες που μπαίνουν στον αγώνα, που δε διακρίνονται για
την πείρα ή την ωριμότητά τους. Αν μία φορά είναι δύσκολο αυτό με την
εργατική τάξη, καταλαβαίνουμε πόσο πιο δύσκολο και πολύπλοκο είναι αυτό
με την αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους των πόλεων.
Οφείλουμε
όμως εδώ να έχουμε ξεκάθαρο ως Κόμμα ένα ζήτημα που δεν πρέπει να το
υποτιμήσουμε: Στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης θα έχουμε όλο και
περισσότερες, νέες μάζες που θα προλεταριοποιούνται και από την αγροτιά
και από τους ΕΒΕ. Είναι κρίσιμο ζήτημα και για την ανασύνταξη του
εργατικού κινήματος και για την ίδια την κοινωνική συμμαχία σε αυτήν την
πορεία προλεταριοποίησής τους να τους προσεγγίσουμε από τώρα, έτσι ώστε
αύριο να βρεθούμε μπροστά σε ένα υλικό το οποίο, παρά το γεγονός ότι
αναμφίβολα θα έχει μη προλεταριακές καταβολές, θα έχει ωριμάσει μέσα από
μια διαδικασία προσέγγισης, κοινής δράσης, συντονισμού σε αγώνες και
άλλες μορφές πάλης, θα έχει μπολιαστεί η δράση του με το εργατικό
κίνημα.
Για
παράδειγμα, δυνάμεις που με τις τελευταίες αγροτικές κινητοποιήσεις
συσπειρώθηκαν γύρω από το Πανελλαδικό Συντονιστικό των Μπλόκων (στο
οποίο οι δυνάμεις της ΠΑΣΥ, οι κομμουνιστές πρωτοστάτησαν στη διαμόρφωση
του πλαισίου πάλης, στην επιλογή των μορφών πάλης κλπ.), ομοσπονδίες
και αγροτικοί σύλλογοι που σχετίζονταν με την ΠΑΣΥ (αλλά αρνούνται ή δεν
είναι ώριμοι ακόμα να συσπειρωθούν μέσα στην ΠΑΣΥ), οφείλουμε να
κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, έτσι ώστε να συσπειρώνονται, να
δένονται όλο και πιο συχνά μαζί μας, κι ας μην κρατάνε τη σημαία της
ΠΑΣΥ σε αυτήν τη φάση.
Η
εισήγηση αναφέρεται επίσης στο ρόλο των Λαϊκών Επιτροπών, στην κοινή
δράση εργατικών σωματείων –αλλά και σωματειακών επιτροπών και επιτροπών
ΕΒΕ– γυναικείων συλλόγων και νεολαιίστικων συλλόγων στη συνοικία ή μια
επαρχιακή πόλη. Οι Λαϊκές Επιτροπές μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό
σχήμα στήριξης της δουλειάς των σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων στο
συγκεκριμένο χώρο.
β)
Κρίσιμο ζήτημα για την κοινωνική συμμαχία ή κυρίως για την ανασύνταξη
του εργατικού κινήματος είναι η δράση στη νεολαία που σπουδάζει σε
πανεπιστήμια, σε ΤΕΙ ή είναι ακόμα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πολύ
περισσότερο τα παιδιά που είναι σε σχολές μαθητείας, κατάρτισης,
επαγγελματικές σχολές και σχολεία. Υπάρχουν ειδικές Αποφάσεις του ΠΓ και
του ΚΣ της ΚΝΕ που αναφέρονται σε αυτές τις κατηγορίες και τη δουλειά
που πρέπει να κάνουμε.
Το
πόσο κρίσιμο είναι το ζήτημα για το θέμα της ανασύνταξης που συζητάμε
σήμερα φαίνεται και από μια συζήτηση που έγινε πρόσφατα στην ΚΝΕ πάνω σε
μια έρευνα για την «επιχειρηματικότητα» σε φοιτητές ΑΕΙ και ΤΕΙ. Είναι
χαρακτηριστικό ότι σε ερωτηματολόγιο καθηγητή σε ένα τμήμα πανεπιστημίου
που απάντησαν 130 σπουδαστές, στο ερώτημα για το «πώς θα υπάρξει
ανάπτυξη;» οι 120 απάντησαν με την ανάγκη μείωσης της φορολογίας στις
επιχειρήσεις και την ανάγκη μείωσης του εργατικού κόστους! Αυτά βέβαια
μαθαίνουν από την ώρα που γεννιούνται. Κι αυτά είναι παιδιά και από
εργατικές, λαϊκές οικογένειες.
Καταλαβαίνουμε
τι σημασία έχει η δουλειά που πρέπει να κάνουμε αυτοτελώς ως Κόμμα και
ΚΝΕ, αλλά και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ΠΑΜΕ, το ΜΑΣ, μέσα
από κοινές δράσεις και την κοινωνική συμμαχία.
Γιατί
η άποψη αυτή συνδέεται και με ένα ολόκληρο πλέγμα αντιλήψεων και
ιδεολογημάτων κυρίαρχων από τον αστικο-ρεφορμιστικό χώρο, όπου η
υπεράσπιση της επιχειρηματικότητας, π.χ., συνδυάζεται με την αντίληψη
για πάλη ενάντια στον «κρατισμό» που γνωρίσαμε, τη «λαμογιά» του
Δημοσίου, αλλά και την ανάγκη «υγιούς επιχειρηματικότητας» κλπ., ή από
τον οπορτουνιστικό χώρο που υπερασπίζεται τον κρατικό παραγωγικό τομέα
ουσιαστικά αφήνοντας στο απυρόβλητο τη σχέση με την καπιταλιστική
ιδιοκτησία. Ζητήματα δηλαδή που συναντάμε μέσα και στην καθημερινή
ιδεολογική συζήτηση και αντιπαράθεση από πολιτικά κόμματα, ΜΜΕ και
συνδικαλιστικές παρατάξεις.
γ)
Κρίσιμο ζήτημα για την πορεία της ανασύνταξης είναι και η δράση του
Κόμματος, της ΚΝΕ, αλλά και του ίδιου του εργατικού συνδικαλιστικού
κινήματος ανάμεσα στις γυναίκες των λαϊκών οικογενειών, πρώτ’ απ’ όλα
στις εργάτριες, ιδιαίτερα σε κλάδους και χώρους που συγκεντρώνεται
ισχυρό γυναικείο δυναμικό. Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο και για την ίδια
την κοινωνική συμμαχία, αφού οι γυναίκες δεν είναι μόνο αυτές που είναι
ενταγμένες στην παραγωγή και οι άνεργες, επίσης μεγάλο ποσοστό, αλλά
και όσες βιώνουν τη σκλαβιά του νοικοκυριού, είναι επιφορτισμένες με το
βάρος της διαπαιδαγώγησης των παιδιών, με τη φροντίδα των ηλικιωμένων
κλπ.
Πρόκειται
για συστατικό στοιχείο της δουλειάς μας, το οποίο δεν περνά μόνο μέσα
από τους γυναικείους συλλόγους και τις ομάδες της ΟΓΕ, αλλά και μέσα από
τα ίδια τα εργατικά σωματεία και τους συλλόγους. Για παράδειγμα, στην
«Πίνδο», στο «Νιτσιάκο», στην «Ήπειρο», πρέπει ν’ απευθυνθείς ειδικά και
στις γυναίκες. Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει η διεύρυνση της θεματολογίας
των συνδικάτων. Πρέπει να εντάξουμε ζητήματα παιδείας-μόρφωσης των
παιδιών, υγείας, προστασίας της μητρότητας, πλειστηριασμών, διακοπής
ρεύματος, ναρκωτικών.
Πέμπτο ζήτημα:
Πέμπτο, αλλά όχι ιεραρχικά τελευταίο, είναι
το ζήτημα της πορείας του ΠΑΜΕ, του χαρακτήρα του, της ανάγκης
ενίσχυσης της ταξικής συσπείρωσης συνδικάτων, Εργατικών Κέντρων (ΕΚ),
επιτροπών αγώνα και συνδικαλιστών, ως κρίσιμο επίσης συστατικό στοιχείο
της προσπάθειας ανασύνταξης του κινήματος.
Υπάρχουν
εδώ ορισμένα θέματα που πρέπει να διευκρινίσουμε, αλλά και να
αποκτήσουμε επίσης ενιαία αντίληψη. Πρόκειται για ζητήματα στα οποία,
ενώ γενικά όλοι συμφωνούμε, δεν είναι δύσκολο στην πράξη να
παρουσιαστούν παρεκκλίσεις. Τέτοια ζητήματα είναι τα εξής:
α)
Το ΠΑΜΕ δεν είναι ο «βραχίονας» του ΚΚΕ στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το
ΠΑΜΕ δεν είναι μόνο τα μέλη, οι φίλοι και συμπορευόμενοι με το ΚΚΕ.
Το
ΠΑΜΕ είναι μια μεγάλη κατάκτηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος
που ιδρύθηκε βέβαια με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, του ΚΚΕ, και
ακολούθησε μια μεγάλη και αξιόλογη πορεία μέχρι σήμερα, έχοντας
μετατραπεί σε σημείο αναφοράς ευρύτερα μέσα στην ελληνική κοινωνία και
στο κίνημα.
Το
Κόμμα μας συμμετέχει και δουλεύει στο ΠΑΜΕ, όπως συνολικότερα σε φορείς
της κοινωνικής συμμαχίας με αντιμονοπωλιακό-αντικαπιταλιστικό
προσανατολισμό, μέσω των μελών και στελεχών του. Το ΠΑΜΕ είναι άλλωστε
μέτωπο συσπείρωσης εργατικών σωματείων, ΕΚ, ομοσπονδιών, επιτροπών
αγώνα, συνδικαλιστών.
Στο
ΠΑΜΕ υπάρχουν σωματεία που, παρότι μπορεί οι δυνάμεις του ΚΚΕ να έχουν
την πλειοψηφία, εν τούτοις απαρτίζονται, έχουν στις γραμμές τους και
«κάθε καρυδιάς καρύδι». Δεν τους ξεγράφουμε όλους αυτούς μόνο και μόνο
επειδή δε συμφωνούν σε όλα μαζί μας. Δουλεύουμε ώστε να τους πείσουμε,
να τους συσπειρώσουμε.
Και
σε αυτήν την κατεύθυνση θα κριθούμε για την ανασύνταξη. Θα κριθούμε στο
πόσες δυνάμεις τα επόμενα χρόνια θα συσπειρωθούν παραπέρα στο ΠΑΜΕ, στο
πώς θα διευρυνθεί η επιρροή και η συσπείρωση στο Μέτωπο. Αυτό αποκτά
ιδιαίτερη σημασία σήμερα, σ’ αυτήν τη νέα φάση που βρισκόμαστε από το
καλοκαίρι του 2015 και δώθε. Συνεχώς πρέπει να στοχεύουμε σε διεύρυνση
με νέες δυνάμεις από την εργατική τάξη.
Σε
αυτήν την προσπάθεια ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται και στους σχετικούς
καθημερινούς χειρισμούς ζητημάτων που προκύπτουν. Παρά το γεγονός ότι οι
χειρισμοί αυτοί δεν παίζουν κύριο και πρωτεύοντα ρόλο, μπορούν είτε να
διευκολύνουν κάπως είτε να δυσκολέψουν τη δουλειά μας με ευρύτερες
δυνάμεις μέσα στην εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, Υπάρχει κόσμος που
μέσα από την ίδια του την πείρα ψάχνεται, αγωνιά, έχει συγχύσεις,
πέφτουν πάνω του όλοι, από τις κυβερνητικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τα
οπορτουνιστικά αναχώματα της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μην υποτιμήσουμε και
τις διάφορες ΠΑΣΚΕ που δεν είναι σήμερα στο ΠΑΣΟΚ, αλλά κρατάνε δυνάμεις
στο συνδικαλιστικό κίνημα, ανασυντάσσονται και αύριο θα παίζουν ρόλο,
εγκλωβίζοντας δυνάμεις, είτε στο ΠΑΣΟΚ είτε σε νέους κεντροαριστερούς
σχηματισμούς και συνεργασίες που θα προκύψουν.
β)
Ο ρόλος του ΠΑΜΕ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα ως βασικού πόλου
ταξικής συσπείρωσης προβάλλει σήμερα περισσότερο αναγκαίος, εξαιτίας της
ίδιας της κατάστασης του συνδικαλιστικού κινήματος, της περαιτέρω
χρεοκοπίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, καθώς και συνολικά του σχεδιασμού για
αναδιοργάνωση των ρεφορμιστικών δυνάμεων και του κυβερνητικού
συνδικαλισμού.
Το
επόμενο διάστημα οι δυνάμεις του Κόμματος που δραστηριοποιούνται στο
ΠΑΜΕ πρέπει να συμβάλουν σε ένα κεντρικό σχέδιο παρέμβασης με βασικούς
άξονες τους εξής:
-
Όσον αφορά την οργάνωση και λειτουργία των σωματείων, την καλύτερη
μελέτη κατά κλάδο των εξελίξεων, τη μελέτη της οργάνωσης των ανέργων,
των ελαστικών εργασιακών σχέσεων.
-
Απαιτείται επίσης σχέδιο συσπείρωσης σωματείων και συνδικαλιστών,
επεξεργασία μετώπων πάλης και σχεδιασμός δράσης για την αποκάλυψη των
ηγεσιών της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και των στηριγμάτων τους. Πρέπει να παρθεί
υπόψη ότι, παρόλη τη φθορά τους, συνεχίζουν να διατηρούν σοβαρές
δυνάμεις, να έχουν συγκροτημένο μηχανισμό, να στηρίζονται από εργοδοσία -
κράτος - ΕΕ - ευρωπαϊκά συνδικάτα κλπ.
-
Ταυτόχρονα, πρέπει να επεξεργαστούμε σχέδιο καλύτερης οργάνωσης και
συντονισμού του ΠΑΜΕ, της διεθνούς δράσης του, του ρόλου των Γραμματειών
του, που πολλές λειτουργούν –όταν λειτουργούν– περισσότερο ως
κομματικές ομάδες κλπ. Γι’ αυτό άλλωστε, για τη συζήτηση και την
εξειδίκευση όλων αυτών και άλλων που μπορεί να βγάλει η συζήτηση,
προτείνουμε οι κομμουνιστές που δραστηριοποιούνται στο ΠΑΜΕ να ζητήσουν
τη διεξαγωγή Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης μέσα στο 2016.
-
Ειδική σημασία έχει εδώ η δύσκολη προσπάθεια οργάνωσης και
κινητοποίησης των ανέργων δίπλα στα συνδικάτα, στα Εργατικά Κέντρα, στις
συνοικίες με τις Λαϊκές Επιτροπές. Αυτή η δουλειά προϋποθέτει τη συνεχή
καταγραφή και παρακολούθηση, την ανάληψη πρωτοβουλιών με βάση τους
συγκεκριμένους στόχους πάλης που έχουμε αναδείξει.
Στο
πλαίσιο αυτό, η συγκρότηση επιτροπών, λειτουργίας στεκιών στη συνοικία,
είναι καλή πείρα μαζί με τις υπόλοιπες δραστηριότητες, αλληλεγγύης,
πολιτιστικών εκδηλώσεων κλπ.
Νομίζουμε
ότι με τη σημερινή Ολομέλεια, τη συζήτηση που θ’ ακολουθήσει, θα
μπορέσουμε να γίνουμε ακόμα πιο αποφασιστικοί, να βγούμε πιο
εξοπλισμένοι στο ξεπέρασμα σοβαρών αδυναμιών κι ελλείψεων για να
προχωρήσουμε το επιτακτικό καθήκον της ανασύνταξης του εργατικού
συνδικαλιστικού κινήματος, τη λαϊκή συμμαχία και πάνω απ’ όλα την
οικοδόμηση ισχυρού ΚΚΕ, εδραιωμένου μέσα στα εργοστάσια, σε όλους τους
βιομηχανικούς κλάδους, όπου χτυπά η καρδιά της εργατικής τάξης.
Ιδιαίτερα
ο συνεχής έλεγχος για την άμιλλα στρατολογίας και οικοδόμησης ΚΟΒ
μπροστά στα 100 χρόνια του Κόμματος είναι συστατικό, θεμελιακό στοιχείο
όλης αυτή της προσπάθειας που κάνουμε.
*
Εισηγητική ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα στη
διευρυμένη Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ με θέμα: «Η πορεία ανασύνταξης του
εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος και της ανάπτυξης της κομματικής
οικοδόμησης στην εργατική τάξη», στις 19 Δεκέμβρη 2015.