Πώς προωθείται καλύτερα η στρατηγική του
κεφαλαίου για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την εμπλοκή
στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ; Με την ενίσχυση της
καταστολής ή με την ανάπτυξη καλύτερων μεθόδων ενσωμάτωσης; Το δίλημμα
αυτό δεν αφορά προφανώς τους εργαζόμενους, τα λαϊκά στρώματα, τη
νεολαία, γιατί είτε έτσι είτε αλλιώς η ουσία είναι η ίδια. Αυτοί
βγαίνουν χαμένοι από την υλοποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου, είτε
αυτή υλοποιείται με το «καρότο» είτε με το «μαστίγιο». Δεν είναι όμως
και μεγάλο δίλημμα για τις αστικές κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα όλες
κυβερνούν εφαρμόζοντας ένα μείγμα καταστολής και ενσωμάτωσης, που δεν
είναι αποκλειστικότητα κανενός. Ετσι, ναι μεν σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ
κάνει ορισμένα πιο αποφασιστικά βήματα στην ενίσχυση και θωράκιση της
ικανότητας του αστικού κράτους να αντιμετωπίζει δυναμικά τις εργατικές –
λαϊκές κινητοποιήσεις, όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο της διακυβέρνησής
του δεν πήγε πίσω. Οχι μόνο άφησε άθικτο το κατασταλτικό νομικό και
θεσμικό πλαίσιο του αστικού κράτους, αλλά το ενίσχυσε σε κάποιες πλευρές
του.
Από την άλλη, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πήρε «άριστα» στην ικανότητα ενσωμάτωσης και εξαπάτησης του λαού, όμως και η ΝΔ πατάει στον ίδιο δρόμο, αξιοποιώντας την παρακαταθήκη του ΣΥΡΙΖΑ, και διατηρεί μια σειρά από μέτρα διαχείρισης της φτώχειας. Επενδύοντας πάνω στον συμβιβασμό, στην απογοήτευση που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και στις μειωμένες απαιτήσεις, προβάλλει την πολιτική στήριξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης ως «φιλολαϊκή πολιτική». Το ποια πλευρά από τις δύο προτάσσεται έχει να κάνει με τις ανάγκες του συστήματος και όχι με τις προτιμήσεις της μίας ή της άλλης πολιτικής δύναμης. Ολα αυτά έχουν σημασία σήμερα, σε συνθήκες που αναπτύσσονται αντιδράσεις, αγώνες και κινητοποιήσεις που έρχονται σε αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Εχουν σημασία ακριβώς γιατί δεν πρέπει αυτές οι αγωνιστικές διεργασίες να χειραγωγηθούν σε ψεύτικα αστικά διλήμματα, να γίνει κριτήριο για το λαό η επιλογή της μεθόδου με την οποία θα θυσιάζει τις σύγχρονες ανάγκες του.
Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλουν, ότι υπάρχει «κράτος δικαίου» προς όφελος όλων, ότι στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας μπορεί πραγματικά να εκφραστεί η βούληση της εργατικής τάξης και του λαού, συσκοτίζουν το γεγονός ότι πίσω από την τυπική ισότητα στον καπιταλισμό κρύβεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Κρύβουν ότι στην πραγματικότητα ακόμα και η ισότητα της ψήφου στον καπιταλισμό είναι μονάχα τυπική, αφού η γενική της διαμόρφωση επηρεάζεται από την τάξη των καπιταλιστών, που ελέγχει την οικονομία, και φυσικά το γενικό εκλογικό δικαίωμα αναστέλλεται σε περίπτωση που η όξυνση της ταξικής πάλης διαμορφώσει συνθήκες που σε μια πορεία μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αστική εξουσία.
Εξάλλου, διαχρονικά το αστικό κράτος εκτέλεσε με ευλάβεια την αποστολή του. Είτε με κυβέρνηση ΝΔ, είτε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή και ΠΑΣΟΚ παλαιότερα, προωθούνταν νόμοι θωράκισης της αστικής εξουσίας και η καταστολή πήγαινε χέρι χέρι με τη διασφάλιση της κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας. Το εργατικό κίνημα ήρθε αντιμέτωπο σε όλη του την Ιστορία με την οργανωμένη βία του αστικού κράτους, που εκδηλώθηκε με την καταστολή αγώνων, με φυλακίσεις αγωνιστών, με εξορίες, μέχρι και με εκτελεστικά αποσπάσματα.
Αυτός είναι ο πραγματικός εχθρός που πρέπει να μπει στο στόχαστρο των αγώνων του λαού και της νεολαίας. Η αποσιώπηση αυτής της ουσίας, ότι δηλαδή η καταστολή πηγάζει από το χαρακτήρα του αστικού κράτους και όχι από την εκάστοτε μορφή που έχει ή από το κόμμα που βρίσκεται στη διακυβέρνηση, συντελεί στον αφοπλισμό των αγώνων του εργατικού κινήματος, αποπροσανατολίζοντας από το πραγματικό περιεχόμενό τους, την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό.
Η καταδίκη βέβαια της κρατικής καταστολής από τον ΣΥΡΙΖΑ – ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που είχε την ευθύνη της αστικής διακυβέρνησης τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια – μόνο υποκριτική μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρήγαγε «έργο» καταστολής του εργατικού κινήματος όσο ήταν κυβέρνηση. Να θυμηθούμε ότι προώθησε αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που ενίσχυαν τους μηχανισμούς αντιμετώπισης και καταστολής του εργατικού κινήματος, θέσπισε επιπλέον εμπόδια στην κήρυξη των απεργιών, εφάρμοσε τις αντιδραστικές διατάξεις του «τρομονόμου», συνέλαβε φοιτητές για να υπερασπιστεί (όπως και η τωρινή κυβέρνηση) το άγαλμα του μακελάρη Τρούμαν, χτύπησε με ΜΑΤ εκπαιδευτικούς, απεργούς εργαζόμενους και κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ ενάντια στους πλειστηριασμούς, απεργίες κηρύχθηκαν παράνομες και η παρουσία ασφαλιτών στα σωματεία έγινε σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Καμία «αντιδεξιά» ρητορική δεν μπορεί να ξεπλύνει τη μεγάλη «προσφορά» του ΣΥΡΙΖΑ στη σταθερότητα της αστικής εξουσίας, καθώς σε περίοδο αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού εφάρμοσε την αντιλαϊκή πολιτική με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις, συνέβαλε τα μέγιστα στην ενσωμάτωση του κινήματος και στην προώθηση της καταστολής του αστικού κράτους. Και αυτές του οι «υπηρεσίες» στην αστική εξουσία συνεχίζονται και τώρα, που βρίσκεται στη θέση της αντιπολίτευσης, αφού ενοχοποιώντας αποκλειστικά τη ΝΔ για την επιβολή της καταστολής επιδιώκει να βγάλει λάδι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος του, και ταυτόχρονα να κερδίσει έδαφος στη «μάχη» για την κυβερνητική εναλλαγή.
Οι εκκλήσεις για παράδειγμα δυνάμεων που συσπειρώνονται γύρω από την ιστοσελίδα «Kommon», για «ενίσχυση της δημοκρατίας» (γενικά και αόριστα), και οι αναφορές που χρεώνουν την «όξυνση της καταστολής» αποκλειστικά στη ΝΔ και στον «ακραίο νεοφιλελευθερισμό». Οι δηλώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για «κατασταλτική μανία της ΝΔ» και της νΚΑ για «ακροδεξιά ατζέντα του Νόμου και της Τάξης». Οπως επίσης αναφορές ορισμένων δυνάμεων για «φασιστικοποίηση και κατασταλτική τρομοκρατία» μεγαλύτερη και από την καταστολή που δέχτηκε το κίνημα με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης!
Τι διαφορετικό γράφει άραγε η «Αυγή»; Τι άλλο αποτελούν τα παραπάνω εκτός από «νερό στο μύλο» του ΣΥΡΙΖΑ; Αφού ουσιαστικά απογυμνώνουν την κρατική καταστολή από την πραγματική της ουσία και την εμφανίζουν κατά βάση ως επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ και όχι ως μια βασική επιλογή του συστήματος στις σημερινές συνθήκες. Η ουσία είναι ότι είναι τάση συνολικά του συστήματος, με όποια κυβέρνηση, η αντιδραστικοποίηση. Δεν υπάρχει «αντιδραστική» και «προοδευτική» διαχείριση του καπιταλισμού και της αστικής εξουσίας. Είναι ένα γνωστό, χιλιοπαιγμένο «έργο» από αυτές τις δυνάμεις, που στην ουσία σέρνει το κίνημα να γίνει ο χειροκροτητής της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό έγινε τις δεκαετίες του ’90 και του 2000, κάνοντας ενέσεις ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ, το ίδιο έγινε με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, το ίδιο επιχειρείται και τώρα.
Στην προσπάθειά τους ορισμένες δυνάμεις να αποβάλουν τη «ρετσινιά» του υποστηρικτή του ΣΥΡΙΖΑ, κάνουν ορισμένες αναφορές αφορισμού στον ΣΥΡΙΖΑ, ή κάποιες ακόμα και στον καπιταλισμό. Παρά το τι λένε στα χαρτιά, όμως, η παρέμβαση όλων αυτών των δυνάμεων στο κίνημα επενδύει κατ’ αποκλειστικότητα στην κινητοποίηση ενάντια στη ΝΔ, αφήνοντας συνολικά στο απυρόβλητο τους στόχους και τη στρατηγική του κεφαλαίου. Μπορεί στα λόγια, για παράδειγμα, σχεδόν όλες οι εκφάνσεις του οπορτουνισμού να αποκηρύσσουν τα «αντιδεξιά μέτωπα» με τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως την ίδια στιγμή στήριξαν και διαφήμισαν συναυλία «ενάντια στην καταστολή» που πήρε μεγάλη προβολή από τα ΣΥΡΙΖΑίικα ΜΜΕ, με σύνθημα «Να μη γίνει ο φόβος συνήθειά μας», ακριβώς γιατί υπηρετεί την «αντιδεξιά» ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Η ερώτηση που προκύπτει βέβαια είναι: Αλήθεια, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση δεν υπήρχε φόβος για τους εργαζόμενους και τη νεολαία; Η στάση αυτή των δυνάμεων του οπορτουνισμού δεν διαφέρει από αυτό που έκαναν τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, δίνοντας ουσιαστικά στήριξη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στα κόλπα και στους ελιγμούς της, και υπονομεύοντας την ανάγκη να βαθύνει το περιεχόμενο των αγώνων και των κινητοποιήσεων.
Η ενδυνάμωση και πολιτική αντοχή ενός τέτοιου κινήματος κρίνεται στην ικανότητά του να μην εγκλωβίζεται στα εκάστοτε σχέδια των αστικών κομμάτων, στη σύγκρουση και αντιπαράθεση με τις φωνές συμβιβασμού και ενσωμάτωσης του οπορτουνισμού. Είναι η μάχη που καθημερινά δίνουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, σε κάθε χώρο δουλειάς και μόρφωσης, ώστε να χειραφετούνται μάζες εργαζομένων, λαού και νεολαίας από την αστική πολιτική και ιδεολογία.
Λουκάς ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη Σάββατο 7 Δεκέμβρη 2019 – Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2019, με τον τίτλο «Καταστολή και ενσωμάτωση: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»
Από την άλλη, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πήρε «άριστα» στην ικανότητα ενσωμάτωσης και εξαπάτησης του λαού, όμως και η ΝΔ πατάει στον ίδιο δρόμο, αξιοποιώντας την παρακαταθήκη του ΣΥΡΙΖΑ, και διατηρεί μια σειρά από μέτρα διαχείρισης της φτώχειας. Επενδύοντας πάνω στον συμβιβασμό, στην απογοήτευση που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και στις μειωμένες απαιτήσεις, προβάλλει την πολιτική στήριξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης ως «φιλολαϊκή πολιτική». Το ποια πλευρά από τις δύο προτάσσεται έχει να κάνει με τις ανάγκες του συστήματος και όχι με τις προτιμήσεις της μίας ή της άλλης πολιτικής δύναμης. Ολα αυτά έχουν σημασία σήμερα, σε συνθήκες που αναπτύσσονται αντιδράσεις, αγώνες και κινητοποιήσεις που έρχονται σε αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Εχουν σημασία ακριβώς γιατί δεν πρέπει αυτές οι αγωνιστικές διεργασίες να χειραγωγηθούν σε ψεύτικα αστικά διλήμματα, να γίνει κριτήριο για το λαό η επιλογή της μεθόδου με την οποία θα θυσιάζει τις σύγχρονες ανάγκες του.
Αστικό κράτος: Η οργανωμένη βία των εκμεταλλευτών
Ο χαρακτήρας του αστικού κράτους λοιπόν δεν αλλάζει, δεν διορθώνεται ανάλογα με το κόμμα που βρίσκεται στην αστική διακυβέρνηση. Με το σύνολο των θεσμών και των λειτουργιών του, υπηρετεί έναν και μόνο σκοπό: Τη διασφάλιση της εξουσίας των καπιταλιστών, την καταπίεση, την καταστολή και τη χειραγώγηση των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας. Οι νόμοι, το Σύνταγμα, τα Σώματα Ασφαλείας, τα δικαστήρια, το σωφρονιστικό σύστημα, οι θεσμοί της αστικής διακυβέρνησης, το εκπαιδευτικό σύστημα, αποτελούν λειτουργίες του αστικού κράτους που οργανώνουν τόσο την καταστολή του εργατικού κινήματος όσο και την ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης, το πώς θα αποσπαστεί η συναίνεση της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλουν, ότι υπάρχει «κράτος δικαίου» προς όφελος όλων, ότι στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας μπορεί πραγματικά να εκφραστεί η βούληση της εργατικής τάξης και του λαού, συσκοτίζουν το γεγονός ότι πίσω από την τυπική ισότητα στον καπιταλισμό κρύβεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Κρύβουν ότι στην πραγματικότητα ακόμα και η ισότητα της ψήφου στον καπιταλισμό είναι μονάχα τυπική, αφού η γενική της διαμόρφωση επηρεάζεται από την τάξη των καπιταλιστών, που ελέγχει την οικονομία, και φυσικά το γενικό εκλογικό δικαίωμα αναστέλλεται σε περίπτωση που η όξυνση της ταξικής πάλης διαμορφώσει συνθήκες που σε μια πορεία μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αστική εξουσία.
Εξάλλου, διαχρονικά το αστικό κράτος εκτέλεσε με ευλάβεια την αποστολή του. Είτε με κυβέρνηση ΝΔ, είτε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή και ΠΑΣΟΚ παλαιότερα, προωθούνταν νόμοι θωράκισης της αστικής εξουσίας και η καταστολή πήγαινε χέρι χέρι με τη διασφάλιση της κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας. Το εργατικό κίνημα ήρθε αντιμέτωπο σε όλη του την Ιστορία με την οργανωμένη βία του αστικού κράτους, που εκδηλώθηκε με την καταστολή αγώνων, με φυλακίσεις αγωνιστών, με εξορίες, μέχρι και με εκτελεστικά αποσπάσματα.
Αυτός είναι ο πραγματικός εχθρός που πρέπει να μπει στο στόχαστρο των αγώνων του λαού και της νεολαίας. Η αποσιώπηση αυτής της ουσίας, ότι δηλαδή η καταστολή πηγάζει από το χαρακτήρα του αστικού κράτους και όχι από την εκάστοτε μορφή που έχει ή από το κόμμα που βρίσκεται στη διακυβέρνηση, συντελεί στον αφοπλισμό των αγώνων του εργατικού κινήματος, αποπροσανατολίζοντας από το πραγματικό περιεχόμενό τους, την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό.
Οι «Σειρήνες» της σοσιαλδημοκρατίας
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί λοιπόν να αξιοποιήσει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης της ΝΔ σε μέτρα καταστολής, προκειμένου να αναθερμάνει «αντιδεξιές λογικές» και βέβαια, στην τελική, να προβάλει την αναγκαιότητα κυβερνητικής εναλλαγής. Ετσι, μιλάει για «ακραία καταστολή», για «αυταρχικό κατήφορο της κυβέρνησης» και για «αναβίωση πρακτικών από τη ΝΔ που παραπέμπουν σε σκοτεινές εποχές».Η καταδίκη βέβαια της κρατικής καταστολής από τον ΣΥΡΙΖΑ – ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που είχε την ευθύνη της αστικής διακυβέρνησης τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια – μόνο υποκριτική μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρήγαγε «έργο» καταστολής του εργατικού κινήματος όσο ήταν κυβέρνηση. Να θυμηθούμε ότι προώθησε αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που ενίσχυαν τους μηχανισμούς αντιμετώπισης και καταστολής του εργατικού κινήματος, θέσπισε επιπλέον εμπόδια στην κήρυξη των απεργιών, εφάρμοσε τις αντιδραστικές διατάξεις του «τρομονόμου», συνέλαβε φοιτητές για να υπερασπιστεί (όπως και η τωρινή κυβέρνηση) το άγαλμα του μακελάρη Τρούμαν, χτύπησε με ΜΑΤ εκπαιδευτικούς, απεργούς εργαζόμενους και κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ ενάντια στους πλειστηριασμούς, απεργίες κηρύχθηκαν παράνομες και η παρουσία ασφαλιτών στα σωματεία έγινε σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Καμία «αντιδεξιά» ρητορική δεν μπορεί να ξεπλύνει τη μεγάλη «προσφορά» του ΣΥΡΙΖΑ στη σταθερότητα της αστικής εξουσίας, καθώς σε περίοδο αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού εφάρμοσε την αντιλαϊκή πολιτική με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις, συνέβαλε τα μέγιστα στην ενσωμάτωση του κινήματος και στην προώθηση της καταστολής του αστικού κράτους. Και αυτές του οι «υπηρεσίες» στην αστική εξουσία συνεχίζονται και τώρα, που βρίσκεται στη θέση της αντιπολίτευσης, αφού ενοχοποιώντας αποκλειστικά τη ΝΔ για την επιβολή της καταστολής επιδιώκει να βγάλει λάδι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος του, και ταυτόχρονα να κερδίσει έδαφος στη «μάχη» για την κυβερνητική εναλλαγή.
Οπορτουνισμός: Ξεπλένοντας τη σοσιαλδημοκρατία και το σύστημα
Βεβαίως, πολύτιμες υπηρεσίες σε αυτήν την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρουν μια σειρά από οπορτουνιστικές δυνάμεις, που υιοθετούν την ίδια ακριβώς ρητορική και ανάλυση, με «αριστερό» όμως και «αντικαπιταλιστικό» περίβλημα.Οι εκκλήσεις για παράδειγμα δυνάμεων που συσπειρώνονται γύρω από την ιστοσελίδα «Kommon», για «ενίσχυση της δημοκρατίας» (γενικά και αόριστα), και οι αναφορές που χρεώνουν την «όξυνση της καταστολής» αποκλειστικά στη ΝΔ και στον «ακραίο νεοφιλελευθερισμό». Οι δηλώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για «κατασταλτική μανία της ΝΔ» και της νΚΑ για «ακροδεξιά ατζέντα του Νόμου και της Τάξης». Οπως επίσης αναφορές ορισμένων δυνάμεων για «φασιστικοποίηση και κατασταλτική τρομοκρατία» μεγαλύτερη και από την καταστολή που δέχτηκε το κίνημα με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης!
Τι διαφορετικό γράφει άραγε η «Αυγή»; Τι άλλο αποτελούν τα παραπάνω εκτός από «νερό στο μύλο» του ΣΥΡΙΖΑ; Αφού ουσιαστικά απογυμνώνουν την κρατική καταστολή από την πραγματική της ουσία και την εμφανίζουν κατά βάση ως επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ και όχι ως μια βασική επιλογή του συστήματος στις σημερινές συνθήκες. Η ουσία είναι ότι είναι τάση συνολικά του συστήματος, με όποια κυβέρνηση, η αντιδραστικοποίηση. Δεν υπάρχει «αντιδραστική» και «προοδευτική» διαχείριση του καπιταλισμού και της αστικής εξουσίας. Είναι ένα γνωστό, χιλιοπαιγμένο «έργο» από αυτές τις δυνάμεις, που στην ουσία σέρνει το κίνημα να γίνει ο χειροκροτητής της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό έγινε τις δεκαετίες του ’90 και του 2000, κάνοντας ενέσεις ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ, το ίδιο έγινε με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, το ίδιο επιχειρείται και τώρα.
Στην προσπάθειά τους ορισμένες δυνάμεις να αποβάλουν τη «ρετσινιά» του υποστηρικτή του ΣΥΡΙΖΑ, κάνουν ορισμένες αναφορές αφορισμού στον ΣΥΡΙΖΑ, ή κάποιες ακόμα και στον καπιταλισμό. Παρά το τι λένε στα χαρτιά, όμως, η παρέμβαση όλων αυτών των δυνάμεων στο κίνημα επενδύει κατ’ αποκλειστικότητα στην κινητοποίηση ενάντια στη ΝΔ, αφήνοντας συνολικά στο απυρόβλητο τους στόχους και τη στρατηγική του κεφαλαίου. Μπορεί στα λόγια, για παράδειγμα, σχεδόν όλες οι εκφάνσεις του οπορτουνισμού να αποκηρύσσουν τα «αντιδεξιά μέτωπα» με τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως την ίδια στιγμή στήριξαν και διαφήμισαν συναυλία «ενάντια στην καταστολή» που πήρε μεγάλη προβολή από τα ΣΥΡΙΖΑίικα ΜΜΕ, με σύνθημα «Να μη γίνει ο φόβος συνήθειά μας», ακριβώς γιατί υπηρετεί την «αντιδεξιά» ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Η ερώτηση που προκύπτει βέβαια είναι: Αλήθεια, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση δεν υπήρχε φόβος για τους εργαζόμενους και τη νεολαία; Η στάση αυτή των δυνάμεων του οπορτουνισμού δεν διαφέρει από αυτό που έκαναν τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, δίνοντας ουσιαστικά στήριξη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στα κόλπα και στους ελιγμούς της, και υπονομεύοντας την ανάγκη να βαθύνει το περιεχόμενο των αγώνων και των κινητοποιήσεων.
Βάζοντας στο στόχο τον πραγματικό αντίπαλο
Σε συνθήκες προώθησης αντιλαϊκών μέτρων, προετοιμασίας της αστικής τάξης για νέα επιδείνωση της καπιταλιστικής οικονομίας αλλά και για μεγαλύτερη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αυτό που χρειάζεται για να δοθεί πραγματική απάντηση στην καταστολή από το αστικό κράτος είναι η κοινή δράση των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας που στοχεύει τον πραγματικό αντίπαλο, τη στρατηγική του κεφαλαίου και την εξουσία του, που τη στηρίζει και με το «μαστίγιο» και με το «καρότο». Αυτό είναι που πρέπει να μπει στο επίκεντρο κάθε αγωνιστικής προσπάθειας. Μια εναντίωση που δεν θα στοχεύει μόνο τα «φιλελεύθερα» – «δεξιά» κόμματα του συστήματος και δεν θα γίνεται «πλυντήριο» για τη σοσιαλδημοκρατία.Η ενδυνάμωση και πολιτική αντοχή ενός τέτοιου κινήματος κρίνεται στην ικανότητά του να μην εγκλωβίζεται στα εκάστοτε σχέδια των αστικών κομμάτων, στη σύγκρουση και αντιπαράθεση με τις φωνές συμβιβασμού και ενσωμάτωσης του οπορτουνισμού. Είναι η μάχη που καθημερινά δίνουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, σε κάθε χώρο δουλειάς και μόρφωσης, ώστε να χειραφετούνται μάζες εργαζομένων, λαού και νεολαίας από την αστική πολιτική και ιδεολογία.
Λουκάς ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη Σάββατο 7 Δεκέμβρη 2019 – Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2019, με τον τίτλο «Καταστολή και ενσωμάτωση: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»