Στις 20 Ιουλίου 1889, το ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς πήρε την εξής απόφαση: «Θα οργανωθεί μια μεγάλη διεθνής εκδήλωση για μια καθορισμένη ημερομηνία, με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εργάτες σε όλες τις χώρες και σε όλες τις πόλεις ν' απευθύνουν ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη μέρα, προς τις δημόσιες αρχές, ένα αίτημα για να καθοριστεί η εργάσιμη μέρα σε οκτώ ώρες και να τεθούν σε ισχύ οι άλλες αποφάσεις του Διεθνούς Συνεδρίου του Παρισιού.
Ενόψει του ότι μια τέτοια εκδήλωση έχει ήδη αποφασιστεί από την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας στο συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1888 στο Σεντ Λούις για την 1η του Μάη 1890, η μέρα αυτή γίνεται δεκτή σαν η μέρα για τη διεθνή εκδήλωση. Οι εργάτες των διαφόρων χωρών θα πρέπει να οργανώσουν την εκδήλωση με τρόπο ανάλογο προς τις συνθήκες της χώρας τους» (Ουίλιαμ Φόστερ: «Η Ιστορία των τριών Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 175).
Γιατί όμως η 1η Μάη; Ηταν η μέρα της μεγάλης απεργίας στο Σικάγο των ΗΠΑ με αίτημα την καθιέρωση της 8ωρης εργάσιμης μέρας, αντί της 10ωρης, 11ωρης έως και 14ωρης που ήταν ως τότε. Απεργία η οποία συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες και που βάφτηκε στο αίμα των εργατών από το χτύπημα αστυνομίας με εντολή των καπιταλιστών, ενώ οι ηγέτες, πρωτεργάτες των τότε εργατικών κινητοποιήσεων για το 8ωρο καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Ετσι η 1η Μάη του 1886 αποφασίστηκε να καθιερωθεί ως η Εργατική Πρωτομαγιά. Ας παρακολουθήσουμε τα ιστορικά γεγονότα του εργατικού κινήματος της τότε περιόδου. Πηγή το έργο των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε, «Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
«Παντού βλέπει κανείς αναταραχή για το οχτάωρο», έγραφε ο Τζον Σουίντον στην εφημερίδα του, στις 18 του Απρίλη 1886. Οι εργάτες διαδήλωναν και τραγουδούσαν από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν Φραντσίσκο. Οι εφημερίδες, ομόφωνα και με μικρές διαφοροποιήσεις, δήλωναν ότι το κίνημα ήταν «κομμουνιστικό, ανατριχιαστικό και αχαλίνωτο». Δήλωναν ότι θα έφερνε «μείωση μισθών, φτώχεια και κοινωνική υποβάθμιση του Αμερικανού εργάτη», ενώ θα έσπρωχνε τους εργάτες σε «αλητεία και χαρτοπαιξία, βία, κραιπάλη και αλκοολισμό». Η Νιου Γιορκ Τάιμς, στις 25 του Απρίλη 1886, χαρακτήρισε το κίνημα «αντιαμερικανικό», προσθέτοντας ότι «οι εργατικές αναταραχές προκαλούνται από ξένους»...
Οι εφημερίδες και οι βιομήχανοι διέδιδαν ότι η 1η του Μάη ήταν η ημερομηνία που θα γινόταν μια κομμουνιστική εργατική εξέγερση, σύμφωνα με το μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας. Ο Μέλβιλ Ε. Στόουν, διευθυντής της εφημερίδας Σικάγκο Ντέιλι Νιους - η οποία χαρακτηριζόταν «η πιο κερδοφόρα έκδοση δυτικά της Νέας Υόρκης» - έλεγε ότι «εύκολα προβλέπεται επανάληψη των ταραχών της Παρισινής Κομμούνας», για την 1η Μάη 1886. Στο φύλλο της μέρας εκείνης, η εφημερίδα του Σικάγου Ιντερ Οσεαν ανακοίνωνε: «Οι σοσιαλιστές ταραχοποιοί δήλωσαν με καμάρι ότι θα χρησιμοποιήσουν τη διαδήλωση για το οχτάωρο προς όφελός τους... Εγινε γνωστό ότι φτάνουν σήμερα στο Σικάγο μερικοί από τους πιο ικανούς καθοδηγητές του σοσιαλιστικού κινήματος»...
Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα. Ο παγωμένος άνεμος της λίμνης, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη, ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ένας δυνατός ήλιος. Ολα ήταν ήσυχα, τα εργοστάσια άδεια, οι αποθήκες κλειστές, τα φορτηγά βαγόνια αχρησιμοποίητα, οι δρόμοι έρημοι, οι οικοδομές παρατημένες, δεν έβγαινε καπνός από τα φουγάρα των εργοστασίων και οι μάντρες των ζώων ήταν σιωπηλές.
Ηταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους, κατευθύνονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής...
Εξω από τον κύριο όγκο της διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων, έτοιμοι να επιβάλουν «το νόμο και την τάξη». Σε στρατηγικά σημεία, στις στέγες, ήταν μαζεμένοι αστυνομικοί, Πίνκερτον και αξιωματικοί της εθνοφρουράς, κρατώντας όπλα και άλλα σύνεργα πολέμου. Στους στρατώνες, 1.350 εθνοφρουροί με στολή, οπλισμό και πολυβόλα περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν. Σε ένα κεντρικό κτίριο γραφείων μαζεύτηκαν ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Πολιτών. Συνεδρίαζαν όλη τη μέρα και έπαιρναν αναφορές από έξω για την επικείμενη σύγκρουση. Αυτοί ήταν το γενικό επιτελείο που συντόνιζε τη μάχη για τη διάσωση του Σικάγου από το κομμουνιστικό οχτάωρο...
Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν για το οχτάωρο και οι περισσότεροι, είπε ο Σπάις δείχνοντας με συγκίνηση, βρίσκονταν εδώ και περίμεναν να αρχίσει η διαδήλωση. Μια δεύτερη σκέψη πέρασε από το μυαλό του και είπε στον Πάρσονς να διαβάσει το κύριο άρθρο της Μέιλ:
«Στην πόλη μας υπάρχουν δύο επικίνδυνοι κακοποιοί, δύο ακαμάτηδες δειλοί που πάνε να δημιουργήσουν φασαρίες. Ο ένας λέγεται Πάρσονς, ο άλλος Σπάις...
»Θυμηθείτε τα ονόματά τους σήμερα. Παρακολουθήστε τους. Θεωρήστε τους προσωπικά υπεύθυνους για όποια φασαρία δημιουργηθεί. Τιμωρήστε τους παραδειγματικά αν σημειωθούν ταραχές!».
Η διαδήλωση άρχιζε, οι χιλιάδες ξεκινούσαν την πορεία και ο καθένας ένιωθε μέσα του τη δύναμη, την τεράστια δύναμη της αλληλεγγύης... όλοι αποφασισμένοι στη διεκδίκηση του οχτάωρου.
Ο Πάρσονς βάδιζε κοντά στην κεφαλή της πορείας... Η πορεία κατευθύνθηκε προς τη λίμνη Φροντ, όπου θα γίνονταν ομιλίες στα αγγλικά, στα τσέχικα, στα γερμανικά και τα πολωνικά. Ο Πάρσονς μίλησε για την ακατανίκητη δύναμη της ενωμένης εργατικής τάξης. Ο Σπάις, τριάντα ενός χρόνων, εκδότης της γερμανόφωνης εργατικής εφημερίδας Αρμπάιτερ - Τσάιτουνγκ και εξίσου εύγλωττος στη μητρική του γλώσσα και στα αγγλικά, ήταν πολύ αγαπητός στους συγκεντρωμένους... Καθώς τα χειροκροτήματα για τον Σπάις έσβηναν, η Πρωτομαγιά ανήκε πια στο παρελθόν.
Δεν έγινε αιματοχυσία, ούτε επαναλήφθηκε η Παρισινή Κομμούνα... Ο Τύπος με απολογητικό ύφος άρχισε να μετριάζει τις βίαιες προβλέψεις του... το Σικάγο τώρα ένιωθε κάπως εξαπατημένο με την ειρηνική διαδήλωση. Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και ο Πάρσονς πήγε στο Σινσινάτι για να μιλήσει σε μια συγκέντρωση. Τη Δευτέρα η απεργία απλώθηκε και πολλές χιλιάδες εργατών του Σικάγου κατάκτησαν το οχτάωρο, ενώ η Επιτροπή Πολιτών εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι κάτι έπρεπε να γίνει.
Η αστυνομία, εξοργισμένη από τη διάψευση των υψηλών προσδοκιών της για την Πρωτομαγιά, παρηγορήθηκε κάπως χτυπώντας τους εργαζόμενους στο λοκ άουτ του εργοστασίου θεριστικών μηχανών του Μακ Κόρμικ και βάζοντας μέσα 300 απεργοσπάστες. Την ώρα που έκλεινε το εργοστάσιο, ένα μεγάλο πλήθος εργατών περίμενε να βγουν οι απεργοσπάστες. Τότε, ξαφνικά, τα όπλα των αστυνομικών στράφηκαν κατά πάνω τους. Εκείνοι υποχώρησαν και έκαναν να φύγουν, όταν η αστυνομία, σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, «άρχισε να πυροβολεί τους εργάτες πισώπλατα. Μερικοί άντρες και αγόρια σκοτώθηκαν καθώς έτρεχαν να φύγουν». Οι νεκροί ήταν έξι. Ο Σπάις, που μιλούσε εκεί κοντά σε συγκέντρωση απεργών εργατών ξυλουργείων, είδε τη σφαγή και το ανέφερε στους συντρόφους του. Αποφασίστηκε να οργανωθεί συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την αστυνομική βία, το επόμενο βράδυ στην πλατεία Χεϊμάρκετ...
Ο Πάρσονς είχε γυρίσει από το Σινσινάτι με ακμαίο ηθικό και ενθουσιασμένος από τα νέα ότι χιλιάδες εργάτες σε όλη τη χώρα κατακτούσαν το οχτάωρο. Αφού ετοίμασε λεπτομερειακή αναφορά για το ταξίδι του, το μεσημέρι και ενώ έτρωγαν στο σπίτι τους της οδού Ιντιάνα, η Λούσι του είπε για τη συγκέντρωση στη Χεϊιμάρκετ, αλλά πρόσθεσε ότι την Κυριακή, όσο έλειπε, εκείνη συναντήθηκε με γυναίκες ράφτρες που ήθελαν να οργανωθούν. Ο Πάρσονς, ενθουσιασμένος από αυτήν την προοπτική, αποφάσισε να μην πάει στη Χεϊμάρκετ, αλλά να συναντηθεί με τον Σαμ Φίλντεν και άλλα στελέχη του Συνδέσμου Εργαζομένων, στο γραφείο της Αλάρμ, στην Πέμπτη Λεωφόρο 107, για να ασχοληθούν με την οργάνωση των γυναικών...
Συζητούσαν ορισμένες προτάσεις πάνω στην οργανωτική καμπάνια, όταν μπήκε λαχανιασμένος ένας απεσταλμένος. «Η συγκέντρωση είναι μεγάλη στη Χεϊμάρκετ», είπε, «και ο Σπάις είναι ο μόνος ομιλητής. Θέλει να πας», είπε στον Πάρσονς, «και συ, επίσης, Φίλντεν».
Το πλήθος δεν έφτανε να γεμίσει την πλατεία, γι' αυτό ο Σπάις, που είχε πάει πρώτος, έσπρωξε ένα άδειο βαγόνι στη γωνία του λιθόστρωτου δρόμου, μισό τετράγωνο πιο πέρα, για να το χρησιμοποιήσουν σαν εξέδρα οι ομιλητές. Εκεί κοντά βρισκόταν το αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεπλέν, με διευθυντή τον αστυνόμο Τζον Μπόνφιλντ, που είχε παρατσούκλι «Γκλόμπερ», όπου 180 αστυφύλακες ήταν σε ετοιμότητα για να κάνουν επίθεση στους συγκεντρωμένους αν το καλούσε η περίσταση. Αυτό δεν το ήξερε ο Σπάις, όπως δεν ήξερε και ότι μέσα στο πλήθος ήταν ο δήμαρχος Κάρτερ Χάρισον.
Ο Σπάις μιλούσε από το βαγόνι, όταν είδε τον Πάρσονς να φτάνει μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τον είδε και ο κόσμος και ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο Πάρσονς έβαλε την οικογένειά του σε ένα άλλο άδειο βαγόνι, πήγε στην αυτοσχέδια εξέδρα, σκαρφάλωσε και άρχισε την ομιλία του. «Δε βρίσκομαι εδώ για να ξεσηκώσω κανέναν», είπε, «αλλά για να πω τα πράγματα έτσι όπως έχουν». Ο δήμαρχος του Σικάγου απομακρύνθηκε από το ακροατήριο, πήγε στο αστυνομικό τμήμα και είπε στον αστυνόμο Μπόνφιλντ ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική, γι' αυτό, είπε, δε χρειάζονταν οι αστυφύλακες της επιφυλακής και μπορούσαν να επιστρέψουν στα κανονικά καθήκοντά τους.
Η ομιλία του Πάρσονς τέλειωσε στις δέκα. Φυσούσε κιόλας ένας παγωμένος άνεμος από τη μεριά της λίμνης και έπεφταν λίγες σταγόνες βροχής. Ερχόταν καταιγίδα. Πολλοί είχαν φύγει. Τώρα μιλούσε ο Σαμ Φίλντεν, αλλά ο Πάρσονς πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του από το βαγόνι, όπου τους είχε αφήσει, και με μερικούς άλλους μπήκαν σ' ένα μπαρ, στου Ζεπφ, στη γωνία. Μετά από λίγο η παρέα γελούσε και έλεγε ιστορίες με ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι, ενώ έξω ο Φίλντεν συνέχιζε την ομιλία του μπροστά στο πλήθος, που ολοένα μίκραινε.
«Είναι αλήθεια ή όχι», έλεγε, «ότι δεν εξουσιάζουμε την ίδια μας τη ζωή, ότι άλλοι διαμορφώνουν τις συνθήκες ύπαρξής μας, ότι...». Ξαφνικά φωνές ακούστηκαν: «Προσοχή! Η αστυνομία!». Από το τέρμα του δρόμου φάνηκαν οι 180 αστυφύλακες σε στρατιωτικό σχηματισμό, με τα γκλομπ στα χέρια. Επικεφαλής ήταν ο αστυνόμος Μπόνφιλντ και ο αστυνόμος Γουόρντ. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Ο Γουόρντ σταμάτησε μπρος στο βαγόνι και είπε στον κατάπληκτο Φίλντεν: «Εν ονόματι του λαού της πολιτείας του Ιλινόις, διατάζω να διαλυθεί αμέσως και ειρηνικά αυτή η συγκέντρωση».
«Μα, Αστυνόμε», είπε ο Φίλντεν με σβησμένη φωνή, «είμαστε ειρηνικοί».
Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μέσα στη νύχτα ακουγόταν ο θόρυβος των ποδιών που έτρεχαν. Ξαφνικά ένα κόκκινο φως έλαμψε και ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα. Ακολούθησε φοβερή σύγχυση. Η αστυνομία πυροβολούσε άγρια προς όλες τις κατευθύνσεις, άνθρωποι έπεφταν στη γη, πολλοί είχαν τραυματιστεί, άλλοι έτρεχαν, έβριζαν, βογκούσαν καθώς τους ποδοπατούσαν ή τους χτυπούσαν με τα γκλομπ οι μανιασμένοι αστυνομικοί, ένας από τους οποίους είχε σκοτωθεί και εφτά ήταν βαριά τραυματισμένοι.
Την άλλη μέρα, το Σικάγο και όλη η χώρα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που διψούσε για εκδίκηση. «Με την έκρηξη της βόμβας», γράφει ο Ντέιβιντ στην αναφορά του στα γεγονότα της Χεϊμάρκετ, «ο Τύπος έχασε και το τελευταίο ίχνος αντικειμενικότητας... Ενας χαρακτηριστικός τίτλος ούρλιαζε: ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!.. Μια βόμβα που ρίχτηκε στις γραμμές της αστυνομίας εγκαινιάζει το έργο του θανάτου».
Η Νιου Γιορκ Τρίμπιουν έγραφε:
«... ο όχλος έμοιαζε να έχει χάσει τα λογικά του, διψούσε για αίμα. Μένοντας σταθερά στη θέση, έριξε καταιγισμούς πυρών στους αστυνομικούς».
Από την αρχή κιόλας, πολλοί σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων και αργότερα αυτή η υπόθεση υποστηρίχτηκε εν μέρει και από την αστυνομία. Το πρωί όμως της 5ης του Μάη, αλλά και πολλές μέρες αργότερα, δεν ήταν φρόνιμο να εκφράζονται τέτοιες σκέψεις. «Συνάντησα πολλές παρέες και άκουσα τις συζητήσεις τους γύρω από τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας», γράφει ένας κάτοικος του Σικάγο εκείνης της εποχής. «Ολοι ήταν σίγουροι ότι δράστες του φοβερού εγκλήματος ήταν οι ομιλητές της συγκέντρωσης και άλλοι υποκινητές των εργατών. "Κρεμάστε τους πρώτα και μετά τους δικάζετε", ήταν μια φράση που άκουγα συνέχεια... Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από θυμό, φόβο και μίσος».
Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Επρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους. Οσο περισσότεροι ταραχοποιοί παραδίνονταν στο δήμιο, τόσο το καλύτερο. «Το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού», έλεγε η Σικάγκο Τρίμπιουν, «απαιτεί οι Ευρωπαίοι δολοφόνοι Ογκαστ Σπάις, Μάικλ Σβαμπ (ένα άλλο μέλος του Διεθνούς Συνδέσμου Εργαζομένων) και Σάμιουελ Φίλντεν να συλληφθούν, να δικαστούν και να απαγχονιστούν για φόνο... Απαιτεί ακόμα να συλληφθεί ο εγκληματίας Α. Ρ. Πάρσονς, που ντρόπιασε τη χώρα με τη γέννησή του σ' αυτήν, να δικαστεί και να απαγχονιστεί για φόνο»...
Η διαδικασία της δίκης άρχισε στις 21 του Ιούνη με δικαστή τον Τζόζεφ Ε. Γκάρι...
...οι μάρτυρες, όλοι τρομοκρατημένοι και μερικοί πληρωμένοι, κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι συνωμοτούσαν να ανατρέψουν βίαια την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι η βόμβα στη Χεϊμάρκετ και ο φόνος του Ντίγκαν ήταν το πρώτο χτύπημα μιας γενικότερης επίθεσης ενάντια στην έννομη τάξη. Ομως οι καταθέσεις τους είχαν τόσα αντικρουόμενα στοιχεία, ώστε ανάγκασαν την πολιτική αγωγή να αλλάξει την κατηγορία στη μέση της δίκης. Τώρα ισχυριζόταν ότι ο άγνωστος βομβιστής εμπνεύστηκε την ιδέα να ρίξει τη βόμβα από τα λόγια και τις ιδέες των κατηγορουμένων.
Ετσι, δε δικάζονταν πια οι άνθρωποι, αλλά τα βιβλία και οι γραπτές ιδέες. Το φαινόμενο αυτό επρόκειτο να επαναληφθεί πολλές φορές αργότερα στις ΗΠΑ. Διαβάστηκαν αμέτρητα άρθρα του Πάρσονς και του Σπάις. Εκτέθηκαν στο δικαστήριο όλοι σχεδόν οι λόγοι των κατηγορουμένων. Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα βιβλίων πάνω στο χαρακτήρα και τη φιλοσοφία της πολιτικής, σαν ενοχοποιητικά στοιχεία. Το πολιτικό πρόγραμμα του Συνδέσμου Εργαζομένων, οι αποφάσεις και οι δηλώσεις του θεωρήθηκαν αποδείξεις που ενέπλεκαν τους κατηγορουμένους στο φόνο του Ντίγκαν.
Η ετυμηγορία ήταν δεδομένη. Η μεγάλη μέρα της δίκης έφτασε. Οι κατηγορούμενοι απευθύνθηκαν στο δικαστήριο και κατηγόρησαν τους κατηγόρους τους. Εξήγησαν γιατί δεν έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο και γιατί οι ένοχοι δεν ήταν αυτοί, αλλά η κοινωνία. Η φωνή τους κυριάρχησε μέσα στην αίθουσα και ακούστηκε το ίδιο δυνατά σε όλη τη χώρα. Καμιά εφημερίδα, όσο συντηρητική κι αν ήταν, δεν αρνήθηκε το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι αψήφησαν το θάνατο και υπερασπίστηκαν την εργατική τάξη με επιβλητικό και θαυμαστό τρόπο...
Η πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, που ιδρύθηκε από τον τελευταίο στις 20 Ιούλη του 1890, ενώ από τις 3 Ιούνη του ιδίου έτους ο Καλλέργης εξέδωσε την εφημερίδα «Σοσιαλιστής»3. Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος ήταν βεβαίως μια οργάνωση ουτοπικού σοσιαλιστικού προσανατολισμού, πράγμα καθόλου παράξενο για εκείνη την εποχή, αφού και το ελληνικό εργατικό κίνημα ήταν σε νηπιακή μορφή και η διάδοση του μαρξισμού απελπιστικά περιορισμένη. «Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος - γράφει ο Γιάννης Κορδάτος4- ήταν, σα να πούμε η κεντρική διοίκηση των ομίλων και των τμημάτων. Πολλά από τα τμήματα και τους ομίλους είχαν διάφορες ονομασίες. Στην Αθήνα ο σοσιαλιστικός όμιλος λεγόταν ΚΟΣΜΟΣ. Αλλού τα τμήματα είχαν τον τίτλο της Λέσχης και της Αδελφότητας». Την Πρωτομαγιά του 1891 ο Καλλέργης και 12 Σοσιαλιστές φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί και μ' αυτή τη συμβολική χειρονομία θέλησαν να δείξουν τη συμμετοχή και την αλληλεγγύη τους στην παγκόσμια ημέρα των εργατών. Ενα χρόνο αργότερα, ο Καλλέργης και μια ομάδα συντρόφων του συγκεντρώθηκαν στο χώρο του Σταδίου και διαμαρτυρήθηκαν κατά του «πλουτοκρατικού Αθλίου συστήματος»5. Το 1893, όμως, ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς και μαζικός ήταν - αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος και το βαθμό ωριμότητας του ελληνικού προλεταριάτου - και αισθητός έγινε. Φυσικά, υπήρξε κατάλληλη προετοιμασία και η σοσιαλιστική κίνηση είχε αναπτυχθεί αρκετά σε σχέση με το παρελθόν.
Η απόφαση για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1893 πάρθηκε στη συνεδρίαση του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου στις 21 Φλεβάρη του ιδίου έτους. «Απεφασίσθη -αναφέρεται στο πρακτικό της συνεδρίασης- όπως εκλεγή επιτροπή και επιδοθή αποκλειστικώς διά της εορτής της 1ης Μαΐου, γενομένης δε μυστικής ψηφοφορίας εξελέγησαν ως εξής: Καλλέργης, Νάγος, Συνοδινός και Χριστόπουλος». Λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Μάρτη 1893, σε συνεδρίαση της Επιτροπής, ο Καλλέργης πρότεινε να εκδοθεί για την οικονομική ενίσχυση του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς ένα βιβλίο «το οποίον θα περιέχει την Σοσιαλιστικήν πολιτικήν ... και θα τιμηθεί 25 λεπτά έκαστον». Πρόκειται για την γνωστότερη ίσως μπροσούρα του Σταύρου Καλλέργη που φέρει τον τίτλο «Εγκόλπιον Εργάτου»6. Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι επειδή η 1η Μάη του 1893 έπεφτε ημέρα Σάββατο, οι διοργανωτές αποφάσισαν να γιορτάσουν την Παγκόσμια ημέρα της Εργατικής Τάξης την επομένη, 2 Μάη που ήταν Κυριακή «όπου οι εργάται θα δυνηθώσι να λάβωσι μέρος σ' αυτήν»7. Ετσι, από τα μέσα Απρίλη ο «Σοσιαλιστής» ενημέρωσε για την εκδήλωση, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα και το διεκδικητικό της πλαίσιο. Εγραφε, για παράδειγμα, στο φύλλο αρ. 23: «Δύο Μαΐου, ημέρα Κυριακή 5 μ.μ. εις το Αρχαίον Στάδιον όπισθεν του Ζαππείου, εις την γέφυραν όπου είνε απέναντι εις τα αγγλικά μνημεία με Κυπαρίσσια. Ολοι οι σοσιαλισταί και οι υπό μισθόν πάσχοντες θα συναθροισθώσι να υπογράψωσι ψήφισμα προς τη Βουλή, διά του οποίου θα ζητώσι πρώτον τας Κυριακάς όλα τα καταστήματα γενικώς να ήναι κλειστά προς ανάπαυσιν των πολιτών. β΄ τον περιορισμόν των εργάσιμων ωρών εις 8 καθ' εκάστην κατ' ανώτατον όριον και ολιγώτερον διά τας κοπιώδεις και ανθυγιεινάς εργασίας και διά τους παίδας και τας γυναίκας. γ΄ απονομήν συντάξεως εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των και εις τας οικογενείας των εν τη εργασία φονευομένων».8
Η προετοιμασία για τον πρωτομαγιάτικο γιορτασμό δεν περιοριζόταν στην κινητοποίηση των σοσιαλιστών της πρωτεύουσας και του Πειραιά, αλλά και άλλων πόλεων, όπου υπήρχαν σχετικές οργανώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να πάρουν ανάλογες πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, από τον Καλλέργη και τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο στάλθηκαν επιστολές - με οδηγίες - όπως αυτή που ακολουθεί9: «Συνάδελφε Δημητρακόπουλε, την 1η Μαΐου, σκοπόν έχομεν όπως οι ενταύθα σοσιαλισταί συνέλθομεν εις το Στάδιον, όπισθεν του Ζαππείου, και εορτάσωμεν όσον το δυνατόν πανηγυρικώτερον, την επέτειον εορτήν του παγκοσμίου σοσιαλισμού. Καλόν επομένως θεωρώ, όπως προς επίδειξιν, καθ' όσον ουδέν μέσον πρέπει να παρορώμεν, όπερ τείνει εις την εξάπλωσιν των αρχών ημών και εις την ευόδωσιν του επιδιωκομένου σκοπού, συνέλθετε και υμείς αυτόθι, την ημέραν εκείνην όσοι ασπάζεσθε τας αρχάς του σοσιαλισμού και εορτάσετε είτε διασκεδάζοντες, είτε φωτογραφούμενοι, είτε δι' οιουδήποτε άλλου τρόπου και μετά ταύτα συντάξητε τηλεγράφημα απευθυνόμενον εις το καθ' ημάς κεντρικόν συμβούλιον όπου θα αγγέλετε ότι εορτάσατε την σοσιαλιστικήν 1η Μαΐου και έχον περίπου ως εξής: Σοσιαλιστικόν Συμβούλιον Αθήνας, Πανηγυρικώτατα εορτάσαμεν σοσιαλιστικήν Πρωτομαγιά. Αν τις κωλύεται να θέση την υπογραφήν του ας θέσει ψευδώνυμον. Το τηλεγράφημα τούτο, καταχωρηθήσεται εν τω ημετέρω φύλλω ο Σοσιαλιστής. Μην σας εμποδίσει ο μικρός αριθμός του να πράξετε και δύο πρέπει να εορτάσετε οπωσδήποτε. Διότι το τοιούτον, όπως και αν έχει πράγμα, ωφέλειαν θα παράσχει και ουχί βλάβην».
Οπως ακριβώς είχε καθοριστεί, στις 2 Μάη του 1893, ημέρα Κυριακή και ώρα 5μ.μ. οι Σοσιαλιστές της ομάδας Καλλέργη και εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο - και όχι στους στύλους του Ολυμπίου Διός που από λάθος, προφανώς, πληροφόρηση γράφει ο Κορδάτος10- όπου και γιόρτασαν αγωνιστικά την παγκόσμια ημέρα της Εργατικής Τάξης. Οι πληροφορίες στον Τύπο της εποχής παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση αναφορικά με τον αριθμό των συγκεντρωμένων, οπότε και δεν είναι εύκολο να αποφανθεί κάποιος σήμερα με ακρίβεια πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Ο «Σοσιαλιστής» του δευτέρου 15ήμερου του Μάη 1893 κάνει λόγο για πάνω από 2 χιλιάδες συγκεντρωμένους. Γράφει συγκεκριμένα: «Εις τας δύο Μαΐου ώρα 5 μ.μ. παρά το αρχαίον Στάδιον, τα μέλη του "Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου" και μέγα πλήθος εκ των πασχουσών εργατικών τάξεων των ευρισκομένων υπό τον ζυγόν του μισθού, ακολουθούντες τον διεθνή των πασχουσών τάξεων αγώνα, συνηθροίσθησαν προς διαμαρτύρησιν εναντίον του σημερινού αθλίου συστήματος, όπου δυστυχούν οι πολλοί κοπιωδώς εργαζόμενοι και ευτυχούν οι ολίγοι οκνηροί, πλούσιοι, μη εργαζόμενοι και απολαμβάνοντες τον ιδρώτα των πολλών εργαζομένων... συνήλθον πλέον των 2 χιλιάδων ατόμων...»11.
Αντίθετα, η «Εφημερίς» παρουσίασε ένα κοινό που δεν ήταν πάνω από 200 άτομα. «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον»12. Τέλος, η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη σημείωνε στο δικό της ρεπορτάζ στις 3 του Μάη 1893: «Είχομεν χθες και συλλαλητήριον σοσιαλιστών εις το αρχαίον στάδιον. Συνήχθησαν πλείστοι εργατικοί άνθρωποι και άλλοι κύριοι εμφορούμενοι υπό των σοσιαλιστικών αρχών, φέροντες όλοι ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης των και ήκουσαν τον σοσιαλιστήν κ. Καλλέργην, όστις υπεστήριξεν την αργίαν της Κυριακής διά τους εργάτας, τον περιορισμόν των εργασίμων ωρών εις οκτώ και την αλληλοβοήθειαν των εργατών. Εις το συλλαλητήριον επεκράτησε πλήρης τάξις»13.
Οπως ήδη αναφέρεται στα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, ομιλητής στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση του 1893 ήταν ο Σταύρος Καλλέργης, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε: «Ο σκοπός της συναθροίσεώς μας ενταύθα είναι να υπογράψωμεν ψήφισμα διά να δοθή εν καιρώ εις την Βουλήν. Το ψήφισμα δε έχει ως εξής: Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του "Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου" και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:
Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ' όλην την ημέραν, και οι πολίται ν' αναπαύωνται.
Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.
Γ) Ν' απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Δ) Το συμβούλιον του "Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου" να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.
Οι παραδεχόμενοι το ψήφισμα ας υπογράψουσιν αυτό. Δεν πιστεύω δε να υπάρχη τις ενταύθα ο οποίος να μη παραδέχεται τας σοσιαλιστικάς ιδέας και το ψήφισμα. Η συνάθροισίς μας ενταύθα σήμερον έχει παγκόσμιον χαρακτήρα...». Ο Καλλέργης αναφέρθηκε ακόμη στο ζήτημα της ιστορίας του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα και διεθνώς, σημείωσε την πρόοδο που είχε κάνει το σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και υπογράμμισε ως άμεσους στόχους πάλης του κινήματος τη βελτίωση της θέσης των εργατών και τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών. Υστερα από την ομιλία του Καλλέργη - πάντα κατά το ρεπορτάζ του «Σοσιαλιστή» - συγκεντρώθηκαν μέσα σε μισή ώρα 500 υπογραφές κάτω από το ψήφισμα14.
Η συγκέντρωση των υπογραφών συνεχίστηκε και στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν περί τις 2.000 και το ψήφισμα κατατέθηκε στη Βουλή την 1η του Δεκέμβρη του 1893. Το ιστορικό της παράδοσης του ψηφίσματος στη Βουλή το περιγράφει ο ίδιος ο Καλλέργης στο φύλλο 30 του «Σοσιαλιστή», που κυκλοφόρησε στις 2 του Γενάρη του 1894. Γράφει ο Καλλέργης: «Εις τας αρχάς Δεκεμβρίου (σ.σ. του 1893) υπέβαλον ψήφισμα εις τον πρόεδρον της Βουλής κατ' εντολήν του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, το οποίον είχον εγκρίνει την 2αν Μαΐου 1893 οι σοσιαλισταί και εν γένει οι υπό μισθόν πάσχοντες Αθηνών - Πειραιώς, ζητούντες δι' αυτού μικράν βελτίωσιν της αθλίας αυτών ζωής. Μετά την επίδοσιν του ψηφίσματος ανήλθον εις το θεωρείον των δημοσιογράφων και ανέμενον μετ' ανυπομονησίας την ανάγνωσιν αυτού. Αλλά το προεδρείον ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων. Αμα είδον εγώ την πράξιν αυτήν του προέδρου και μάλιστα ότε παρετήρησα να δεικνύη το περί ου ο λόγος ψήφισμα εις τους περί το προεδρείον βουλευτάς εμπαικτικώς, ωργίσθην και ανεφώνησα λέξεις τινάς διά να ελκύσω την προσοχήν των βουλευτών και των δημοσιογράφων. Αμα τη αναφωνήσει των λέξεων εκείνων οργίζεται ο πρόεδρος, κρούει ακαταπαύστως τον κώδωνα, διατάσσει την σύλληψίν μου. Οι στρατιώτες της φρουράς έρχονται αμέσως, με συλλαμβάνουν και κτυπούντες με αγρίως διά των κοπάνων των όπλων των με οδήγησαν εις το δεύτερον αστυνομικόν τμήμα, ένθα επί δύο ημέρας και δύο νύκτας παρέμεινα»15. Μετά τη «φιλοξενία» του στην αστυνομία, στις 9 του Δεκέμβρη του 1893, ο Καλλέργης δικάστηκε και καταδικάστηκε να εκτίσει ποινή φυλάκισης 10 ημερών στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα.
Ετσι έληξε και τυπικά ο πρώτος γιορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα, που από κάθε άποψη αποτελεί σταθμό στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Ο προσανατολισμός εκείνης της εκδήλωσης ήταν σαφής και αφορούσε στην ανάπτυξη της πάλης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εργατών και τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, των ιδεών δηλαδή για μια ανώτερη, δικαιότερη κοινωνία. Ο προσανατολισμός αυτός εμπλουτίστηκε τα επόμενα χρόνια, έγινε πιο σαφής, πιο ουσιαστικός και σ' ό,τι αφορά στις ιδέες της νέας κοινωνίας πέρασε από το πεδίο της ουτοπίας και των συγχύσεων στο πεδίο της επιστήμης με τη διάδοση του επιστημονικού σοσιαλισμού. Εντούτοις, ποτέ δεν άλλαξε κατεύθυνση αφού το δίκιο του εργάτη και η καινούρια κοινωνία, που θα υπερβαίνει τον καπιταλισμό, είναι έννοιες αξεχώριστες.
3. Αρχείο Σταύρου Καλλέργη, βλέπε: Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 96, 104, 150.
4. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 64.
5. Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα - Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις «ΠΛΕΘΡΟΝ», σελ. 141.
6. Αρχείο Σταύρου Καλλέργη, βλέπε: Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 155.
7. Στο ίδιο, σελ. 159.
8. Στο ίδιο, σελ. 159-160.
9. Στάθη Δρομάζου: «Θητεία», Εκδόσεις «Δίφρος», 1966, σελ. 203.
10. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 65.
11. «Σοσιαλιστής», αρ. φύλλου 24 και Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 161.
12. «Εφημερίς», 3/5/1893 και Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα - Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ, σελ. 143.
13. Στάθη Δρομάζου: «Θητεία», Εκδόσεις «Δίφρος», 1966, σελ. 205.
14. «Σοσιαλιστής», αρ. φύλου 24 και Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 161-162.
15. Σταύρος Καλλέργης: «Ανέκδοτα κείμενα», έκδοση της ΓΣΕΕ, Μάης 1982, σελ. 28-29.
Πρωτομαγιές μέσα από το αρχείο του ΚΚΕ και τις σελίδες του «Ριζοσπάστη»
«Μέσα στα όρια του σημερινού καθεστώτος η εργατική τάξη και οι άλλες εργαζόμενες μάζες αδυνατούν να εξασφαλίσουν μια μόνιμη διαρκή βελτίωση των όρων ζωής τους. Ο καπιταλισμός καθιστά κάθε βελτίωση προσωρινή. Οι νόμοι του καπιταλιστικού καθεστώτος επιβάλλουν διαρκώς παρ' όλες τις βελτιώσεις και τις μεταρρυθμίσεις, τη χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων. Οι πόλεμοι δεν έχουν τέλος, διότι το καπιταλιστικό καθεστώς αναπαράγει διαρκώς τους ανταγωνισμούς οι οποίοι προκαλούν τις ιμπεριαλιστικές συρράξεις».
Μοιάζει σα να γράφτηκε σήμερα. Κι όμως είναι γραμμένο για την Πρωτομαγιά του 1927. Παραμονές της τότε μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης και ανάμεσα στους δυο ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Κείμενα σαν κι αυτό προβάλλουν μέσα από το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ. Ολα αποκαλύπτουν έναν πλούτο χρήσιμο στο εργατικό κίνημα και την Ιστορία του για το σήμερα.
Ενα σύντομο «ταξίδι» στις προκηρύξεις και άλλα έντυπα του ΚΚΕ που συνοδεύουν τις Πρωτομαγιές μάς δίνει ένα διαχρονικό ρεπορτάζ για την κατάσταση της εργατικής τάξης και τις διεκδικήσεις της. Ας το παρακολουθήσουμε.
Απεργία της Πρωτομαγιάς 1919. Μεροκάματα, οχτάωρο και ασφάλιση είναι το τρίπτυχο των αιτημάτων. Στη σχετική προκήρυξη διαβάζουμε: «Το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα εορτάζει σήμερον την 1ην Μαΐου. Ως κόμμα που αντιπροσωπεύει έναν αγώνα διεθνή, όπως είναι ο αγών της εργατικής τάξεως εις κάθε χώραν και που αγωνίζεται διά τον σκοπόν τον οποίον όλα τα αδελφά κόμματα όλων των χωρών επιδιώκουν και ο οποίος είναι η κατάργησις της κεφαλαιοκρατίας και η επικράτησις των αρχών του διεθνούς σοσιαλισμού» (...) Σύντροφοι εργάται και εργάτριες! Αν όλο το έτος εργαζόμεθα από πρωίας μέχρι νυκτός διά να θρέψωμεν και να πλουτίσωμεν άλλους, αν επί όλας τα ημέρας του έτους είμεθα τα όργανα της σκλαβιάς των πατρώνων και των εκμεταλλευτών, χωρίς να έχωμεν ούτε το δικαίωμα της αναπνοής χωρίς την άδειάν των, μια ημέρα όμως υπάρχει και δι' ημάς (...) Αυτή είναι η πρώτη Μαΐου, αυτή είναι η ημέρα μας. (...) Ολοι μας κάτω από την ερυθράν σημαίαν μας την οποία σήμερα εκατομμύρια συντρόφων μας κρατούν αλλού δοξασμένην και υπερήφανον».
Η κυβέρνηση Βενιζέλου απαγορεύει τις Πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις του 1919 σε Αθήνα και Πειραιά. Ο γιορτασμός γίνεται στα προάστια. Στον «Ριζοσπάστη» της επομένης διαβάζουμε: «Ενταύθα όπου λέγεται ότι κυβερνά η λαϊκή κυριαρχία και ότι ανυποφόρως δημοκρατούμεθα, το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα, εκ πολιτικού ανταγωνισμού, εμποδίσθη αυθαιρέτως να εορτάση εις την έδραν του την 1η Μαΐου (...) και εις αυτά ακόμη τα γραφεία του, τα οποία απεκλείσθησαν διά μυδραλιοβόλων υπό προκλητικού σώματος το οποίον αδιακόπως εζήτη αφορμήν προς διαταραχήν της τάξεως».
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου σημειώνεται το πρώτο κυβερνητικό πραξικόπημα στο εσωτερικό της ΓΣΕΕ. Καθαιρούνται 5 συνεπείς συνδικαλιστές από την Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΣΕΕ και εξορίζονται στη Φολέγανδρο. Το Εθνικό Συμβούλιο της ΓΣΕΕ, που συνήλθε εκτάκτως, αναθέτει τη διοίκηση στους 5 εξορίστους! Το ΣΕΚΕ οργανώνει πολιτική απεργία με αίτημα την απελευθέρωση των εξορίστων συνδικαλιστών. Η αντίθεση αυτή, από τη μια κυβερνήσεις και κυβερνητικός συνδικαλισμός κι από την άλλη πλευρά της όχθης ΚΚΕ και ταξικός συνδικαλισμός θα διαπερνά μέχρι σήμερα όλες τις στιγμές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Η Πρωτομαγιά του 1920 βρίσκει την εργατική τάξη να αναπτύσσει τους ταξικούς αγώνες της. Αλλά και η κυβέρνηση δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Εγκαινιάζει την τακτική της δημιουργίας αντισωματείων, της εξαγοράς συνδικαλιστών με δημόσιο χρήμα.
Στην προκήρυξή του, το ΣΕΚΕ απευθύνεται σ' αυτούς, που «αφού δουλέψετε όλη σας τη ζωή για να στρώσετε πλούσιο το τραπέζι της ακολασίας στους κηφήνες αστούς, σαν γεράσετε ή σαν αρρωστήσετε πετιέστε στους δρόμους για να ψοφήσετε σαν σκύλοι μέσ' στα σκουπίδια» και τους καλεί να «διαδηλώσουμε τη διαμαρτυρία μας κατά του αστικού καθεστώτος που βασισμένο επάνω στην ιδιοκτησία έκαμε ικανή μια μικρή τάξη αέργων να κλέβη τον ιδρώτα των εργαζομένων». Ελάτε, συνεχίζει, «στην Κόκκινη Πρωτομαγιά να ζητωκραυγάσουμε για την παγκόσμια σοβιετική δημοκρατία, για την αγωνιζόμενη διεθνή εργατική τάξη, για τη σοσιαλιστική Πρωτομαγιά».
Το 1921 το ΣΕΚΕ, που στο μεταξύ έχει προσθέσει και το Κομμουνιστικό στον τίτλο του, σημειώνει: «Ας διδαχθούμε πως όταν ανεβάζουμε ένα κόμμα αστικό στην κυβέρνηση δεν ανεβάζουμε παρά έναν τύραννο (...) η απελευθέρωση των εργαζομένων δεν είναι παρά έργον των ιδίων».
Το 1922 το ΣΕΚΕ καλεί: «Ολοι πρέπει να δώσετε να εννοήση η αστική τάξη της Ελλάδας ότι δεν λησμονείτε ούτε την σοβιετική Ρωσίαν, ούτε τους φυλακισμένους του Βόλου, ούτε τους φόρους και την εκμετάλλευση της κυβερνήσεως και του κεφαλαίου, ούτε τους πολέμους και τας επιστρατεύσεις που κατέστρεψαν και ορφάνεψαν την χώραν μας».
Η προκήρυξη του 1923 έχει περάσει από λογοκρισία και κυκλοφορεί με λευκό στο σημείο που κατονομάζει ποιοι τυραννούν τους εργάτες.
Το '24 ξεχειλίζει οργή: «Με τα σχολεία τους και με τις διδασκαλίες τους γέμισαν τα φτωχά των φτωχών κεφάλια με ψευτιές και με ανοησίες, με την ένοπλο δύναμη, τις φυλακές και τα δικαστήρια μας τρομοκράτησαν πάντα. Με τους φορατζήδες τους και με την αισχροκέρδειά τους μας παίρνουν πάντα τα εννιά δέκατα της παραγωγής μας (...) για να πλουτίσουν πιο πολύ μας έσυραν στα πολεμικά μέτωπα, μας έσφαξαν σαν τραγιά και μας υποχρέωσαν να πληρώσουμε εμείς οι φτωχοί και τα έξοδα και τα πλούτη των».
Το 1926 την παράδοση στις διώξεις που έχει δημιουργήσει ο Βενιζέλος, αναλαμβάνει να την συνεχίσει ο Πάγκαλος. Παραμονές του συνεδρίου της ΓΣΕΕ, συλλαμβάνει αριστερούς αντιπροσώπους με κατηγορίες εσχάτης προδοσίας, αντίστασης στις αρχές, στασιασμό. 110 αντιπρόσωποι φορτώνονται σ' ένα πλοίο που πλέει ανοιχτά του Σαρωνικού και κρατούνται εκεί μέχρι να λήξουν οι εργασίες του συνεδρίου. Ηταν Μάρτης του '26. Είναι η χρονιά που επισημοποιείται απροκάλυπτα η κρατική παρέμβαση στα συνδικάτα για την αντιμετώπιση των κομμουνιστών, ενώ το ΚΚΕ είναι ήδη στην παρανομία.
Πρωτομαγιά του 1928. «Στη συγκέντρωση έλαβαν τον λόγο πολλοί Αμερικανοί εργάτες που με δριμείς φράσεις επιτίθονται κατά της κεφαλαιοκρατικής κυβερνήσεως που διά πρωτοφανών τρομοκρατικών μεθόδων επιτίθεται κατά των Ελλήνων εργατών, προσπαθούσα να στηρίξει την καπιταλιστικήν της ανόρθωση στους ώμους των εργαζομένων μαζών. Επίσης οι ξένοι ομιλητές καταφέρθησαν εναντίον της ελληνικής κυβερνήσεως διά την απόπειράν της όπως διαλύσει τις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και τον πολιτικόν της οργανισμό, το Κομμουνιστικό Κόμμα, διά να δυνηθεί ευκολώτερα να επιβάλει το καπιταλιστικό ανορθωτικό της πρόγραμμα».
(«Ριζοσπάστης» 2 του Απρίλη 1928, ταχυδρομική ανταπόκριση από τη Νέα Υόρκη).
Το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της εποχής. Το επιλέξαμε καθώς μέσα από μία ανταπόκριση που στάλθηκε από την άλλη άκρη του Ατλαντικού περιγράφονται οι συνθήκες της τρομοκρατίας που επικρατούσαν εδώ. Για το πώς αντιμετωπιζόταν η κατάσταση εδώ μιλά το έγγραφο που ακολουθεί και το οποίο είναι επίσης αποκαλυπτικό για τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξαγόταν η ταξική πάλη αλλά και διδακτικό για όσους ξεχνιούνται στη σιδερόφραχτη δημοκρατία μας. Είναι αρκετά χρόνια πριν ο δικτάτορας Μεταξάς επιβάλει για πρώτη φορά την Πρωτομαγιά ως αργία για να σπάσει το απεργιακό μέτωπο. Το έγγραφο προέρχεται από το αρχείο του ΚΚΕ και έχει χαρακτηρισμό «Εμπιστευτικό». Εχει ημερομηνία 20-4-1928, έχει γραφτεί ενόψει Πρωτομαγιάς από το οργανωτικό τμήμα του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος και απευθύνεται προς όλες τις περιφερειακές και αχτιδικές επιτροπές. Τίτλος: Οδηγίες για τη γενική απεργία!
«Το Κόμμα, γράφει σ' ένα σημείο, πρέπει να ετοιμαστεί πλήρως ιδεολογικά και οργανωτικά με προσοχή και με δραστηριότητα για τη μεγάλη αυτή πάλη κατά του κράτους και της μπουρζουαζίας».
Υπό τον πλάγιο τίτλο: «Η πείρα μας», σημειώνει πως το κέντρο της κινητοποίησης θα αποτελέσουν οι πυρήνες μέσα στα εργοστάσια, στους σιδηροδρόμους, στα λιμάνια. Δίνεται κατεύθυνση «οι πυρήνες να δεκαπλασιάσουν τη δραστηριότητά τους και την επαφή τους με τις μάζες. Η στρατολογία μελών για το Κόμμα πρέπει να γίνεται και κατά το διάστημα του αγώνα καθώς και η ανάπτυξη της διάδοσης του Τύπου μας».
Αντίστοιχος με την πραγματικότητα που καλείται να αντιμετωπίσει παρουσιάζεται ο μηχανισμός για οργάνωση και επιτυχία της απεργίας: «Οι συνθήκες αυτής της πάλης δείχνουν ότι ο μηχανισμός πρέπει να είναι ικανός να αντέξει κάτω από μεγάλη τρομοκρατία, που μπορεί να φτάσει μέχρι και πλήρους παρανομίας.
Δίχως να εγκαταλειφθούν οι νόμιμες συνδέσεις πρέπει να εξασφαλιστούν πλήρως οι παράνομες.
Αντικαταστάτριες επιτροπές πρέπει να υπάρχουν έτοιμες σε περίπτωση σύλληψης να αναλάβουν αμέσως έργο».
Τεράστιας σημασίας χαρακτηρίζεται η επαφή με τις μάζες με έντυπα. Ζητείται να παρθούν μέτρα ώστε αν χτυπηθούν οι κεντρικές τυπογραφικές μονάδες «οι πυρήνες να διαθέτουν μικρούς ή μεγάλους πολυγράφους για την έκδοση προκηρύξεων».
Για την ίδια τη διεξαγωγή της απεργίας διαβάζουμε: «Ούτε μια στιγμή δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι στην απεργία δεν πρέπει να κατεβάσουμε μόνο απλώς μία πρωτοπορία αλλά πλατιές μάζες, γι' αυτό πρέπει να παρθούν όλα τα οργανωτικά μέτρα: Επιτροπές απεργίας νόμιμες και μυστικές. Ταμεία απεργίας. Ετοιμασία του μηχανισμού των συνδικάτων για την απεργία.
Κάθε συνέλευση εργατών να εκλέξει φανερά μια επιτροπή απεργίας. Δίπλα σ' αυτές (σ.σ. τις φανερές) μυστικές επιτροπές να είναι απολύτως άγνωστες».
Αναφορά υπάρχει και για την ιδεολογική διαπάλη που διεξαγόταν παράλληλα στο συνδικαλιστικό κίνημα:
«Τα αριστερά συνδικάτα πρέπει να ετοιμαστούν όχι με φιλολογικές εγκυκλίους αλλά με δραστήρια οργανωτικά μέτρα.
Για τα ρεφορμιστικά, οι φράξιες μας έχουν τεράστιο καθήκον γιατί πρέπει να οργανώσουν την κινητοποίηση των μαζών εναντίον της θέλησης των διοικήσεων».
Και καθώς ούτε και τότε η απεργία ήταν περίπατος, το Κόμμα παίρνει μέτρα περιφρούρησης:
«Το κράτος και το κεφάλαιο, σημειώνει, θα θελήσουν να σπάσουν την απεργία όχι μόνο μ' ένα κύμα αιματηρής τρομοκρατίας αλλά και με τη χρησιμοποίηση ως απεργοσπαστών διαφόρων αποβρασμάτων ή ακόμα και εξαπατημένων εργατών».
Διά ταύτα εντέλλεται «να οργανωθεί η πάλη όχι μόνο κατά της μισητής αυτής ενέργειας αλλά και για τη φρούρηση, από σήμερα, κατά εργοστάσιο και σωματείο».
Επιπλέον μέτρα: «Οι πυρήνες να κανονίσουν πού θα βρίσκουν τους συμπαθούντες των εργοστασίων (να μάθουν τα σπίτια τους και τα καφενεία που συχνάζουν). Οι περιφερειακές και αχτιδικές επιτροπές να πάρουν μέτρα ενίσχυσης των πυρήνων που θα κατεβούν στα εργοστάσια παίρνοντας δυνάμεις από τους πυρήνες δρόμων που δεν προβλέπεται να παίξουν ρόλο».
Εκείνη η Πρωτομαγιά τελικά γιορτάστηκε στην Αγία Ελεούσα. Εγιναν συγκρούσεις με την Αστυνομία και χτυπήθηκαν αρκετοί εργάτες.
Πρωτομαγιά 1929. Στην προκήρυξη του 1929, που κατασχέθηκε στο πρακτορείο μαζί με τον «Ριζοσπάστη» που την περιείχε, διαβάζουμε: «Η μέρα της Πρωτομαγιάς του 1929 έχει εξαιρετική σημασία μέσα στις σημερινές συνθήκες της προπαρασκευής νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων, με τους πυρετώδεις εξοπλισμούς των ιμπεριαλιστών, με τις στρατιωτικές συμμαχίες παράλληλα με την κωμωδία του αφοπλισμού που παίζεται απ' τους ιμπεριαλιστές ληστές της Κοινωνίας των εθνών. Νέοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, νέα ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών είναι η τελευταία λέξη του διεθνο-καπιταλισμού (...) εργάτες, αγρότες, στρατιώτες και ναύτες της Ελλάδος! (...) στα σημερινά συλλαλητήρια της Πρωτομαγιάς διαδηλώστε την απόφασή σας, της πάλης κατά των πολεμικών εξοπλισμών και των νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων, κατά της προετοιμαζόμενης ιμπεριαλιστικής εκστρατείας εναντίον της προλεταριακής μας πατρίδας. Διαδηλώστε την απόφασή σας, της υπεράσπισης της Ενωσης των Σοβιετικών Δημοκρατιών, της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πόλεμο κατά της ελληνικής μπουρζουαζίας (...)».
Είναι η χρονιά που στις 25 Ιούνη ψηφίστηκε το «Ιδιώνυμο» από την κυβέρνηση Βενιζέλου.
Στο ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη», 27/4/1929 διαβάζουμε: «Στη φετινή πρωτομαγιά που πρέπει να πάρει χαρακτήρα πραγματικού συναγερμού της εργατικής τάξης κατά της οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης της μπουρζουαζίας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μη συμμετάσχει η γυναίκα εργάτρια. Αντίθετα πρέπει να παρθούν όλα τα μέτρα ώστε να συμμετάσχουν στη διαμαρτυρία της πρωτομαγιάς, όσο το δυνατό πλατύτερες μάζες εργατριών.
Η εργάτρια στη χώρα μας αποτελεί ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και είνε το πιο αισχρότερα εκμεταλλευόμενο τμήμα της. Τα ημερομίσθια των εργατριών αρχίζουν από τις 4 δραχμές και φθάνουν στις καλλίτερες περιπτώσεις στις 30. Οι ώρες δουλιάς ημερησίως εχτός ελαχίστων εξαιρέσεων αρχίζουν απ' τις 10 και φθάνουν ως τις 15. Η προστασία της μητρότητος όχι μόνον είνε πράγμα άγνωστο για την εργάτρια αλλά αντίθετα η μητέρα εργάτρια παύεται ακόμα και απ' τη δουλιά γιατί κατά την αντίληψη του εκμεταλλευτή εργοδότη δεν μπορεί να είνε όσο πριν παραγωγική.
Το χειρότερο από όλα είνε το ότι το Κεφάλαιο τείνει να χρησιμοποιήσει την εργάτρια σαν ανταγωνιστή του εργάτη για το σπάσιμο του ημερομισθίου του και αυτό το επιτυγχάνει εφόσον η εργάτρια παραμένει ανοργάνωτη, ταξικά ασυνείδητη και δε συμμετέχει στην ταξική πάλη δίπλα απ' τον άνδρα εργάτη.
Το καθήκον του Κόμματος και των ταξικών Συνδικάτων είνε να εργαστούν εντατικά για την ταξική συνειδητοποίηση της εργάτριας, για τη συνδικαλιστική της οργάνωση, για την ανάπτυξη της ταξικής αλληλεγγύης της με τον εργάτη άνδρα στην ομαδική πάλη, για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων της εργατικής τάξης γενικά και των ειδικών απαιτήσεων των εργατριών ειδικά.
Συγκεκριμένα για τη συμμετοχή των εργατριών στη διαμαρτυρία της φετινής πρωτομαγιάς είνε απαραίτητο να γίνει μία πλατιά ζύμωση στα εργοστάσια που απασχολούν εργάτριες γύρω από τα συνθήματα που αφορούν τις ιδιαίτερες άμεσες απαιτήσεις των εργατριών, ήτοι: α') Αύξηση των ημερομισθίων των εργατριών σύμφωνα με τις σημερινές βιωτικές ανάγκες. β') Ισο ημερομίσθιο σε ίση δουλιά της εργάτριας με τον άνδρα εργάτη. γ') 8ωρο εργασίας και εξάωρο στις ανθυγιεινές εργασίες. δ') Εξάωρο εργασία γενικά για τις ανήλικες εργάτριες. ε') Προστασία της μητρότητος, ήτοι χορήγηση αδειών 4 βδομάδες πριν και 4 μετά τον τοκετό με πλήρεις αποδοχές. στ') Πλήρης ελευθερία οργάνωσης των εργατριών με ίσα δικαιώματα των ανδρών εργατών.
Πάνω στις βάσεις των κεντρικών ούτων μίνιμουμ απαιτήσεων των εργατριών συμπληρωμένων ανάλογα με διάφορες άλλες τοπικές απαιτήσεις τους πρέπει να γίνουν ειδικές συσκέψεις. Συνελεύσεις και συγκεντρώσεις εργατριών κατά εργοστάσιο, κατά συνοικία, κτλ., με την πρωτοβουλία των οργανώσεων του Κόμματος και των ταξικών Συνδικάτων και με σκοπό τη διαφώτιση των εργατριών στις αιτίες της σημερινής κατάστασης».
Επίσης στον «Ριζοσπάστη» 22/4/30 (βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού) υπάρχει ένα σπουδαίο ρεπορτάζ με τίτλο: «ΟΙ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ 27ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ», που αναδεικνύει τόσο τις επιδιώξεις της κυβέρνησης κατά του λαού, όσο και τα καθήκοντα για την οργάνωση των εργαζομένων, τη δημιουργία της λαϊκής συμμαχίας και τους στόχους πάλης υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Ας το παρακολουθήσουμε.
«Από την 1η Μαΐου δεν μας χωρίζουν παρά εννιά μόνο μέρες και η 1η Μαΐου πρέπει να είνε ημέρα μαχητικής κινητοποίησης των εργατών και των φτωχών χωρικών, ημέρα πάλης τους κατά της κυβέρνησης που μας τσακίζει με την αεργία, την πείνα, τους φόρους, την τρομοκρατία, της κυβέρνησης που προετοιμάζει τη νέα εκστρατεία κατά των Σοβιέτ.
Οι σοσιαλφασίστες και όλες οι αποχρώσεις τους θα αγωνιστούν για να κάνουν την κινητοποίηση της πρωτομαγιάς μια διαδήλωση υπέρ της κυβέρνησης του Διχτάτορα, μια διακήρυξη της αλληλεγγύης των εργατών προς την "ασθμαίνουσα" κεφαλαιοκρατία, μια εκδήλωση υψηλού, "σοσιαλιστικού" εθνικισμού. Αυτή είνε η δουλειά των σοσιαλφασιστών μέσα στους εργάτες και αυτό θα κάνουν σαν άνθρωποι που δεν πληρώνουνται άδικα, σαν ευσυνείδητοι έμμισθοι υπηρέτες της τάξης και της κοινωνικής ειρήνης.
Γι' αυτό πρέπει να κινητοποιηθούν οι εργάτες κάτω από τις σημαίες της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας και όχι της Συνομοσπονδίας των βιομηχάνων, γι' αυτό πρέπει να κατέβουν στην 24ωρη απεργία και στις διαδηλώσεις που καλεί η Ενωτική την πρωτομαγιά, στις διαδηλώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος που δεν είνε οργάνωση "τεράτων πληρωνομένων έξωθεν" που δεν είνε άνθρωποι που "διψάν αίματα", μα εργάτες που ζούνε μέσα στην εργατιά και καταλαβαίνουν και αγωνίζουνται για τα συμφέροντα όλης της εργατικής τάξης.
Οι κομμουνιστές πρέπει να κινηθούν επί κεφαλής των εργατών, και στα χωριά των καταπιεζόμενων αγροτών. Πρέπει μέσα στα εργοστάσια να πραγματοποιήσουν το ενιαίο μέτωπο της πάλης όλων των εργατών ενάντια στο Κεφάλαιο και τα όργανά του, τα κρατικά και τα "εργατικά". Πρέπει οι ανοργάνωτοι εργάτες, οι δεκάδες χιλιάδες ανοργάνωτοι εργάτες της βιομηχανίας, οι γυναίκες, οι νέοι να τραβηχτούν στην πάλη της 1ης Μαΐου και στη γενική αντεπίθεσή τους, στη γενική πολιτική απεργία.
Μέσα στους εργάτες ηλεκτρισμού (στους φωταεριεργάτες, στους τροχιοδρομικούς, στους ηλεκτροτεχνίτες κλπ.) μέσα στους σιδηροδρομικούς, στους ναυτεργάτες, τους υφαντουργούς - ταπητουργούς, στους εργάτες λιπασμάτων, στους μεταλλωρύχους, μέσα στους καπνεργάτες όλους, στους οικοδόμους κλπ., να εκλεγούν επιτροπές αγώνος από τις μάζες των εργατών που να διευρύνουν την απεργία της 1ης Μαΐου και τις διαδηλώσεις των εργατών.
Προετοιμασία της 1ης Μαΐου είνε η εντεταμένη, διπλά και τριπλά εντεταμένη δουλιά για την εκλογή επιτροπών αγώνος και την οργάνωση σωμάτων αυτοάμυνας και ταμείων απεργίας. Προετοιμασία είνε οι συγκεντρώσεις στα εργοστάσια και η άμεση εκλογή επιτροπών αγώνος. Από την 1η Μαΐου δε μας χωρίζουν παρά εννιά μόνο μέρες.
Την Κυριακή 27 Απριλίου οι επιτροπές αγώνος θα οργανώσουν τις συνδιασκέψεις τους κατά πόλεις για την εκλογή επιτροπής αγώνος όλης της πόλης που θα διευθύνει την πάλη της πρωτομαγιάς, την 24ωρη απεργία και τις διαδηλώσεις. Οι εργάτες της κάθε πόλης πρέπει να πάρουν μέρος στις συνδιασκέψεις αυτές με τις επιτροπές αγώνος και οι ίδιοι κατά μάζες. Οι συνδιασκέψεις της 27ης ας είνε συγκεντρώσεις μαζικές των εργατών για την καλύτερη προπαρασκευή της πρωτομαγιάτικης πάλης τους, ας είνε μια απάντηση στις προσπάθειες της κυβέρνησης να ματαιώσει την πρωτομαγιά μας. Οι φτωχοί χωριάτες ας συγκροτήσουν τις συνδιασκέψεις των επιτροπών τους αγώνος κατά περιφερείας 10 - 18 χωριών και ας ετοιμάσουν με τις συνδιασκέψεις - συγκεντρώσεις τους της 27ης Απριλίου και καθόδους των στις πόλεις την 1η Μαΐου.
Εμπρός όλοι οι εργάτες, όλοι οι φτωχοί χωριάτες ας "προετοιμάσουμε" την πρωτομαγιά, ας εκλέξουμε αμέσως τις επιτροπές μας αγώνων και ας οργανώσουμε τα σώματά μας αυτοάμυνας και τα απεργιακά μας ταμεία. Ας πάρουμε μέρος στις συνδιασκέψεις της 27ης Απριλίου!
Μέχρι της 1ης Μαΐου δε μας χωρίζουν παρά εννιά μόνο μέρες και η 1η Μαΐου είναι μέρα πάλης που θα προετοιμάσει τη γενική μας αντεπίθεση, της γενικής πολιτικής απεργίας και τις ενόπλους καθόδους των φτωχών αγροτών στις πόλεις».
Σημαντικό επίσης είναι το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» για την Πρωτομαγιά, στις 29 Μάρτη 1931 με τίτλο «ΑΣ ΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ», που δείχνει αφενός τα βάσανα των εργατών στον καπιταλισμό, αλλά και τις τότε κατακτήσεις της Σοβιετικής Ενωσης, φάρο για την ταξική πάλη. Ας το δούμε.
«Κάθε χρόνο η εργατική τάξη όλου του κόσμου κατεβαίνει την πρωτομαγιά στους δρόμους για να διαδηλώση την απόφασή της να γκρεμίση το καθεστώς της εκμετάλλεψης και στα ερείπιά τους να εγκαθιδρύση ένα καθεστώς χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
Η φετεινή πρωτομαγιά βρίσκει τους εργάτες όλων των κεφαλαιοκρατικών χωρών κάτω απ' τις πιο σκληρές συνθήκες. Τριάντα εκατομμύρια άνεργοι σ' όλες τις κεφαλαιοκρατικές χώρες. Δυνάμωμα της φασιστικής καταπίεσης. Αύξηση των κινδύνων νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου και κατά πρώτο λόγο ενάντια στη Σοβιετική Ρωσσία.
Η φετεινή πρωτομαγιά βρίσκει τους εργάτες της Σοβιετικής Ρωσσίας να περνάνε τον αποφασιστικό χρόνο του πεντάχρονου σχεδίου, που θα εφαρμοστεί σε 4 χρόνια. Τα 78 όλου του σχεδίου θα πραγματοποιηθούν μέσα στο 1931. Οι εργάτες της Σοβιετικής Ρωσσίας έχουν πλέον εξαλείψει την ανεργία, καλλιτερεύουν διαρκώς τη ζωή τους, δεν ξεχνούν όμως ότι οι ιμπεριαλιστές ετοιμάζουν εναντίον τους πολεμική επέμβαση. Πλάι στην ειρηνική σοσιαλιστική ανοικοδόμηση ετοιμάζουν την άμυνά τους.
Από τόνα μέρος οξύτατη οικονομική κρίση που ποτέ δεν εγνώρισε ο καπιταλισμός μέχρι σήμερα. Από τάλλο μέρος τεράστιες πρόοδες στη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση. Εδώ το ολοένα φασιστικοποιούμενο Κράτος βρίσκεται στα χέρια μιας χούφτας κεφαλαιοκρατών που καταδικάζουν με την αχαλίνωτη εκμετάλλευσή τους την εργατική τάξη και όλες τις εργαζόμενες μάζες στην πείνα. Εκεί το Κράτος βρίσκεται στα χέρια των εργατών και χωρικών και εξασφαλίζει την καλλιτέρεψη της ζωής τους, τις πολιτικές τους ελευθερίες.
Η φετεινή πρωτομαγιά βρίσκει και τους Ελληνες εργάτες κάτω από το κνούτο της φασιστικής διχτατορίας, που εφαρμόζει η Κυβέρνηση του Βενιζέλου, Κυβέρνηση του μεγάλου κεφαλαίου. Φασιστικός νόμος ψηφίστηκε για τη διάλυση των δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων και τη φασιστικοποίηση του Κράτους. Φασιστικό νομοσχέδιο ετοιμάζεται για την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας των εργατών. Η τρομοκρατία στρέφεται τώρα ανοικτά ενάντια σ' ολόκληρη την εργατική τάξη και δεν κρύβεται πίσω από την τρομοκρατία κατά των κομμουνιστών, όπως γινότανε μέχρι τώρα με το ιδιώνυμο κλπ. Οι εργάτες και όλοι οι εργαζόμενοι που καταδικάζονται από την κεφαλαιοκρατία στο θάνατο από την πείνα δυναμώνουν την πάλη τους εναντίον της, την πάλη τους για τις άμεσες απαιτήσεις. Η κεφαλαιοκρατική Κυβέρνηση παίρνει τα τρομοκρατικά μέτρα της για ν' αλυσσοδέσει τις μάζες πισθάγκωνα, ώστε να μην μπορούν να παλαίψουν. Δεν θέλει να ικανοποιήσει ούτε στοιχειωδέστερες απαιτήσεις των μαζών.
Κόβει κι αυτά τα νεροζούμια που έδινε για συσσίτιο στους ανέργους με την κυνική δήλωση ότι δεν υπάρχουν άνεργοι.
Οι κεφαλαιοκράτες εκμεταλλεύονται την ανεργία για να κατεβάσουν πιο πολύ τα μεροκάματα και ν' αυξήσουν τις ώρες δουλειάς. Το Κράτος ετοιμάζεται ν' απολύσει ομαδικά 1.500 σιδηροδρομικούς και να βάλει τους υπόλοιπους να δουλεύουν ξεθεωτικά για να βγάλουν και τη δουλειά εκείνων που θ' απολυθούν. Το 8ωρο και κει που εφαρμόζονταν έχει παραβιαστεί.
Η φετεινή πρωτομαγιά πέφτει σε μια εποχή που η Ελληνική κεφαλαιοκρατία μπαίνει σ' ένα ανώτερο στάδιο της φασιστικής της εξέλιξης, που πραγματοποιεί μια αποφασιστική φασιστική στροφή.
Γι' αυτό και η κινητοποίηση των πιο πλατειών μαζών κατά τη φετεινή πρωτομαγιά θα έχει μια μεγάλη σημασία για την απάντηση που πρέπει να δώσει η εργατική τάξη στη φασιστική επίθεση της κεφαλαιοκρατίας.
Η πρωτομαγιά δεν είναι η μόνη μάχη που πρέπει να δώση η εργατική τάξη της Ελλάδος σαν απάντηση στη φασιστική επίθεση της κεφαλαιοκρατίας.
Είναι όμως και πρέπει να είναι μια σημαντική μάχη. Με την απεργία και τις διαδηλώσεις της πρωτομαγιάς η εργατική τάξη της Ελλάδος ακολουθούμενη και από τις άλλες εργαζόμενες μάζες πρέπει να δώση ένα γερό χτύπημα στη φασιστική επίθεση της κεφαλαιοκρατίας και της κυβέρνησής της. Να παλαίψουν ενάντια σ' όλα τ' αντιδραστικά νομοσχέδια, ενάντια στο φασισμό.
Ν' απαιτήσουν ψωμί και δουλιά, 7ωρο, επιδόματα ανεργίας, συσσίτια, αύξηση μεροκάματου, απαλλαγή από φόρους και χρέη. Να παλαίψουν κατά του προετοιμαζομένου ιμπεριαλιστικού πολέμου που κατά πρώτο λόγο στρέφεται ενάντια στη Σοβιετική Ρωσσία. Να διαδηλώσουν την απόφασή τους, ότι θα βαδίσουν πάνω στο δρόμο που τράβηξαν πρώτοι οι εργάτες και χωρικοί της Ρωσσίας, το δρόμο της επαναστατικής ανατροπής της κεφαλαιοκρατίας και της εγκαθίδρυσης της Εργατοαγροτικής Κυβέρνησης.
Οι δυνάμεις του Κόμματος και των επαναστατικών Συνδικάτων πρέπει να συγκεντρωθούν τη στιγμή αυτή στην καλύτερη προετοιμασία της πρωτομαγιάς, στην καλύτερη οργάνωση της πάλης κατά της σημερινής πιο έντονης φασιστικής επίθεσης του κεφαλαίου. Πρέπει να διεξαχθεί αγώνας για την τέλεια απογύμνωση των πραχτόρων της κεφαλαιοκρατίας μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης, αρχείο φασιστών, σοσιαλφασιστών και λικβινταριστών που θα κυττάξουν και πάλι να εμποδίσουν την εργατική τάξη ν' αντιτάξει τη δύναμή της ενωμένη. Ενάντιά τους πρέπει να πραγματοποιηθή το ενιαίο μέτωπο πάλης όλων των εργατών κατά της κεφαλαιοκρατίας».
Ακολουθούν το ματωμένο '36, η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος. Το Εργατικό ΕΑΜ, το '44 και οι 200 εκτελεσμένοι κομμουνιστές στην Καισαριανή, ο Δεκέμβρης. Κάθε μια απ' αυτές τις «στιγμές» χρειάζεται το δικό της τόμο και μόνο για να παρουσιαστεί.
Καταλυτικό ρόλο στο βαθμό ενότητας στις γραμμές του εργατικού κινήματος και στην ενδυνάμωση της ήδη υπάρχουσας τάσης συσπείρωσής του γύρω από τις ταξικές δυνάμεις, τόσο στην Καβάλα όσο και πανελλαδικά, διαδραμάτισαν αναμφισβήτητα τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το Μάη του 1936.
Το χρονικό των γεγονότων του ξεσηκωμού των εργαζομένων της Θεσσαλονίκης έχει ως εξής:
Τετάρτη, 29 Απρίλη: Περίπου 12.000 καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, αρχίζουν μεγάλη απεργία με αιτήματα την αύξηση του μεροκάματου, όχι στα ανθυγιεινά υπόγεια και τρώγλες, όπου φθείρεται η υγεία τους και αναπτύσσεται η φυματίωση, ικανοποιητική σύνταξη στους φυματικούς, βοηθήματα στους ανέργους κλπ.
Πέμπτη, 30 Απρίλη: Η απεργία απλώνεται σ' όλη τη χώρα. Αναπτύσσεται μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης στους απεργούς. Απεργίες συμπαράστασης ετοιμάζουν τα συνδικάτα Οικοδόμων, Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Οικοδόμων, αρτεργατών, Κουρέων. Οι φοιτητές συμμετέχουν ενεργά στον εργατικό αγώνα.
Στις 4 του Μάη, η Αστυνομία επιτίθεται σε απεργούς και τραυματίζεται σοβαρά η εργάτρια Σοφία Κωνσταντινίδου. Δύο μέρες μετά κι ενώ η κινητοποίηση έχει φουντώσει για τα καλά, στη διάρκεια πορείας φασίστες τραυματίζουν τον εργάτη Κ. Σταματίου. Ο Μεταξάς, που «διέρχεται» τη μέρα εκείνη από τη Θεσσαλονίκη κατευθυνόμενος προς τη Γιουγκοσλαβία, δίνει εντολή στους αστυνομικούς να διαλύσουν τους απεργούς με κάθε τρόπο.
Τετάρτη, 6 Μάη: Η αστυνομία επιτίθεται με μένος κατά των απεργών.
Γράφει στις 8 Μάη ο «Ριζοσπάστης»: «Η Αστυνομία έδειξε σήμερα καθαρά πως παίζει το ρόλο του υπηρέτη του καπνεργατικού και του άλλου κεφαλαίου. Με αγριότητα και βανδαλισμούς επιτέθηκε κατά των αόπλων καπνεργατών και καπνεργατριών, των υφαντουργών, των μικρών κοριτσιών (12 έως 15 χρόνων) και τους αιματοκύλησε. Επί 3,5 ώρες η Θεσσαλονίκη βρισκότανε σε κατάσταση μάχης, μεταξύ των δυνάμεων της Αστυνομίας και ενός μέρους της εργατικής τάξης. Η στάση της Αστυνομίας έχει εξεγείρει το λαό».
Παρασκευή, 8 Μάη: Η κυβέρνηση αποφασίζει την ολοκληρωτική καταστολή των κινητοποιήσεων.
Σάββατο, 9 Μάη: Αρχίζει μεγάλη πανεργατική απεργία, η μεγαλύτερη που γνώρισε η Θεσσαλονίκη, 30.000 απεργοί, με τη συμπαράσταση όλου του λαού, καταλαμβάνουν το κέντρο της πόλης και διαδηλώνουν. Χωροφύλακες χτυπούν τους απεργούς και σκοτώνουν 9 διαδηλωτές, ενώ τραυματίζουν πάνω από 200. Πρώτος νεκρός από σφαίρες χαφιέδων, που είχαν οχυρωθεί στην ταράτσα ξενοδοχείου, είναι ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο τραγικός του θάνατος θα εμπνεύσει τον μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο».
Ο επικεφαλής της Αστυνομίας Ντάκος δίνει εντολή και πυροβολούν εν ψυχρώ τους διαδηλωτές που κατευθύνονται προς το Διοικητήριο. Οι αστυνομικοί παίρνουν τα όπλα από τους στρατιώτες που δεν υπακούουν στις εντολές να πυροβολήσουν τους απεργούς.
Για 36 ώρες η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα χέρια του λαού, η αστυνομία κλείνεται στα Τμήματα. Στην κηδεία των θυμάτων συμμετέχει μια λαοθάλασσα 150.000 ανθρώπων, σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της πόλης. Ψάλλουν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Αξιωματικοί και φαντάροι αγκαλιάζονται με τους πολίτες. Οι γυναίκες από τα μπαλκόνια της πόλης ραίνουν τους διαδηλωτές με λουλούδια. Οι εργάτριες στολίζουν με λουλούδια τις κάννες των όπλων της στρατιωτικής δύναμης που ακολουθούσε τη διαδήλωση.
Ο επικεφαλής των στρατιωτών, που συνοδεύουν τους διαδηλωτές, ο λοχαγός Μ. Μαρινάκης τιμώντας τους ήρωες νεκρούς μιλάει στους συγκεντρωμένους. Τονίζει ότι ο στρατός, σαν ένα κομμάτι του λαού, συμμερίζεται τον πόνο και τη θλίψη του. Το 1980 ο απόστρατος πλέον συνταγματάρχης Μ. Μαρινάκης γράφει σε επιστολή του προς τον «Ριζοσπάστη»:
«Στο ερώτημα αν την ενέργεια που έκανα πριν από σαράντα χρόνια θα την επαναλάμβανα αργότερα, σαν συνταγματάρχης, απαντώ κατηγορηματικά και αδίστακτα ΝΑΙ. Κάθε στρατιώτης είναι ένας στρατευμένος πολίτης. Γι' αυτό, όταν ο λαός μαζεύεται αυθόρμητα για να διαδηλώσει τη δίκαιη απαίτησή του να έχει ελευθερία, εργασία και μόρφωση για τα παιδιά του, ο στρατός δεν τον χτυπά, γιατί ο στρατός είναι τα παιδιά του».
Το 1949 ο υπουργός Εργασίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης Απ. Γκρόζος, στην ομιλία του για την Πρωτομαγιά, σημειώνει: «Στη διοίκηση της ΓΣΕΕ βρίσκονται οι ίδιοι άνθρωποι που το 1941 δήλωναν πίστη και αφοσίωση στον Χίτλερ και Μουσολίνι, ενώ οι γνήσιοι ηγέτες των εργατών, όπως ο Παπαρήγας, ο Δημητρίου, ο Τιμογιαννάκης, ο Ελευθεριάδης και άλλοι δολοφονήθηκαν, οι ηγέτες των ναυτεργατών καταδικάστηκαν σε θάνατο και δεκάδες εκατοντάδες συνδικαλιστικά στελέχη κλείστηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Ολο αυτό το τρομοκρατικό και δολοφονικό όργιο ένα σκοπό έχει: Να τρομοκρατήσει την εργατική τάξη, για να παραιτηθεί από κάθε αξίωση καλύτερης ζωής, να την καθυποτάξει στα εκμεταλλευτικά και ιμπεριαλιστικά σχέδια των ντόπιων και ξένων εκμεταλλευτών. Στα τρομοκρατικά και δολοφόνα μέτρα της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης κανένας εργάτης και υπάλληλος δεν πρέπει να δειλιάσει και να τρομοκρατηθεί. (...) συντονίστε τον αγώνα σας για να κερδίσετε τα οικονομικά και συνδικαλιστικά σας δικαιώματα. (...) πυκνώστε τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Στον αγώνα αυτό δεν είστε μόνοι σας. Στο πλευρό σας είναι ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας».
Την 1η Μάη του 1950, που «όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα», στην Καισαριανή, στο Σκοπευτήριο, μαζεύτηκαν πάνω από 5.000 άνθρωποι. Με όρκο «να μην ξεχάσουν το αίμα που χύθηκε».
Στις 2 Μάη του '51, με τα στρατοδικεία και τα εκτελεστικά αποσπάσματα να δουλεύουν υπερωρίες, μέσα από τις ανταποκρίσεις του, ο σταθμός «Φωνή της Αλήθειας» μεταφέρει στα ελληνικά ραδιοκύματα την εικόνα από το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς στα πέρατα του κόσμου. Από το Παρίσι με σύνθημα «οι Αμερικάνοι να γυρίσουν στα σπίτια τους». Από τη Ρώμη όπου η κυβέρνηση με εντολή των Αμερικανών προσπάθησε να ματαιώσει τη διαδήλωση. Από την Πράγα όπου μίλησαν ενάντια στον πόλεμο στην Κορέα. Από τη Μόσχα...
Πρώτη Μάη του 1952. Η προκήρυξη - ρεπορτάζ καταγράφει:
«Tα χακοφορεμένα παιδιά μας πετσοκόβονται στη μακρινή Κορέα για τ' αμερικανικά συμφέροντα. Ολο και πιο πολύ αίμα ζητάει ο αχόρταγος αμερικάνικος Μινώταυρος. Και οι κρεατομεσίτες της Αθήνας του προσφέρουν κι άλλες 700.000 κορμιά με το βορειοατλαντικό σύμφωνο» (...) δεκάδες χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές βρίσκονται και πάλι δεσμώτες στα ξερονήσια και τις αμερικανικές Βαστίλες. Καινούριο κύμα από μαζικές συλλήψεις και σκηνοθετημένες δίκες με υπαγόρευση του Πιουριφόι ετοιμάζουν οι Πλαστηροβενιζέληδες. Τα χέρια των δημίων στάζουν με το αίμα του εθνικού μας ήρωα Νίκου Μπελογιάννη, του μεγάλου αυτού γιου του λαού μας. Πείνα - Κρεμάλα - Πόλεμος. Είναι ο νόμος του αμερικανικού δολαρίου. Σ' αυτόν το νόμο υποτάσσεται και δουλεύει όλο το μοναρχοφασιστικό σκυλολόι. Το Παλάτι. Ο Παπάγος. Ο Πλαστήρας. Ο Βενιζέλος. Ολοι οι απατεώνες και δημαγωγοί, οι Σβωλοτσιριμώκοι και Σία. Οι προδότες και διασπαστές Κύρκηδες. Οι πουλημένοι και διορισμένοι ρεφορμιστές και αγροτοπατέρες. Ολοι τους συναγωνίζονται ποιος θα εξυπηρετήσει καλύτερα τον Αμερικάνο αφέντη. (...) ο Πιουριφόι αφού έφθειρε τον ψευτοδημοκράτη Πλαστήρα με τη δολοφονία Μπελογιάννη (...) ετοιμάζεται να επιβάλει διχτάτορα τον Παπάγο».
1954. Πάλι η προκήρυξη της Πρωτομαγιάς κάνει ρεπορτάζ: «Μιλάνε για τον από βορρά κίνδυνο, ενώ ο πραγματικός κίνδυνος βρίσκεται μέσα στη χώρα μας. Είναι η αμερικανική κατοχή. Εντείνουν τη συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στα πιο συνεπή πατριωτικά κόμματα, το ΚΚΕ και το ΑΚΕ». Ανάμεσα στα αιτήματα προβάλλουν: 12μηνη θητεία, επιστροφή από την Κορέα.
1956. Προκήρυξη της ΟΕΝΟ: «Κυνηγήστε τους ναυτοκάπηλους. Να επιστραφούν όλα τα δάνεια και οι οφειλές των εφοπλιστών στο ΝΑΤ. Αύξηση των συντάξεων στα 70% του μισθού. Να καταργηθούν οι μαύροι κατάλογοι. Λευτεριά στον Αμπατιέλο, τον Μπεκάκο, τον Κολιαράκη, τον Κλαουδάτο, τον Ορφανό, τον Γκότση, σ' όλους τους δεσμώτες ναυτεργάτες».
Η προκήρυξη του 1965 έχει ειδικό χαρακτηριστικό την εναντίωση στον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Πρωτομαγιά του 1968: Προκήρυξη του Εργατικού Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου: «Η εργατική τάξη έχει και γενναίες και ηρωικές παραδόσεις. Αγωνιστείτε ενωμένοι εναντίον της χούντας σε όλα τα μέτωπα και με όλες τις μορφές. Μετατρέψτε τους τόπους δουλειάς σε επάλξεις ελευθερίας. Υπερασπισθείτε σθεναρά τα δικαιώματα της εργασίας, της επιβίωσης, της βελτίωσης των αποδοχών και της εξασφαλίσεως δουλειάς. (...) Η τιμή της πρωτοπορίας στη μάχη κατά της χούντας ανήκει στην εργατική τάξη και τη νεολαία. (...) Εκδηλώστε με κάθε μέσο το μίσος προς τους τυράννους και προς τα όργανά τους, τους εργατοκάπηλους της παλιάς και νέας ΓΣΕΕ που κορυβαντούν τώρα μέσα στη σκοτεινιά της δικτατορίας».
Είναι γεγονός ότι η δράση του ΠΑΜΕ ως ταξικού πόλου στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αντιμετωπίζεται από τις δυνάμεις του κεφαλαίου μέσα στην εργατική τάξη, όπως η πλειοψηφία των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, ως πρωτοφανής στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Την ίδια στιγμή που μέσα στο εργατικό κίνημα συγκρούονται δυο γραμμές, για τους στόχους του, τον προσανατολισμό του, την κατεύθυνσή του: Η ταξική υπέρ των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης πολιτική και αυτή της υποταγής στο κεφάλαιο, της ταξικής συνεργασίας, την οποία αυτές οι δυνάμεις εκφράζουν, επιδιώκοντας τον ταξικό αφοπλισμό του κινήματος, προβάλλοντας στόχους πάλης στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής, και, μάλιστα, με την τακτική του διαβόητου «κοινωνικού διαλόγου», διασπώντας την ταξική ενότητα.
Αλλά αυτή η ιστορία των διαφορετικών πόλων στο κίνημα είναι τόσο παλιό ζήτημα, όσο και το εργατικό κίνημα. Ενα τέτοιο παράδειγμα μας δίνει αναλυτικά το παρακάτω άρθρο του Φρ. Ενγκελς για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς στο Λονδίνο στα 1890 και τις χωριστές συγκεντρώσεις των συνδικάτων:
Ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς από το προλεταριάτο άφησε εποχή όχι μόνο με τον παγκόσμιο χαρακτήρα του που τον κατέστησε πρώτη διεθνή πράξη της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης. Προσέφερε, επίσης, υπηρεσίες στην καταγραφή πολύ ευχάριστων προόδων στις διάφορες χώρες. Φίλοι και εχθροί συμφωνούν ότι σ' ολόκληρη την Ευρώπη ήταν η Αυστρία και στην Αυστρία ήταν η Βιέννη αυτή που γιόρτασε τη γιορτή του προλεταριάτου με τον πιο λαμπρό και αξιοπρεπή τρόπο και ότι οι Αυστριακοί και πάνω απ' όλους οι Βιεννέζοι εργάτες μ' αυτόν τον τρόπο κατέκτησαν οι ίδιοι μια ολότελα διαφορετική θέση στο κίνημα. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, το αυστριακό κίνημα είχε φτάσει σχεδόν στο μηδέν, και οι εργάτες των γερμανικών και σλαβικών περιοχών του αυστριακού στέμματος είχαν διαιρεθεί σ' εχθρικά κόμματα, σπαταλώντας τις δυνάμεις τους σε εσωτερικές διαμάχες. Οποιος θα ισχυριζόταν μόλις πριν από τρία χρόνια ότι την 1η του Μάη 1890 η Βιέννη και ολόκληρη η Αυστρία θα ήταν το υπόδειγμα για όλους, για το πώς θα πρέπει να γιορτάζεται μια ταξική γιορτή του προλεταριάτου, θα γινόταν καταγέλαστος. Θα κάνουμε καλά να μην ξεχνάμε αυτό το γεγονός, όταν κρίνουμε τους καυγάδες των εσωτερικών συγκρούσεων, στις οποίες οι εργάτες άλλων χωρών σπαταλούν ακόμη και σήμερα τις δυνάμεις τους, όπως, για παράδειγμα, στη Γαλλία. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το Παρίσι δε θα μπορέσει να κάνει αυτό που έκανε η Βιέννη;
Αλλά την 4η του Μάη η Βιέννη επισκιάστηκε από το Λονδίνο. Και θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό και μεγαλειώδες μέρος ολόκληρου του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς, το ότι στις 4 του Μάη 1890 το αγγλικό προλεταριάτο, που ξύπνησε από μια σαραντάχρονη χειμερία νάρκη, ξανασυνδέθηκε με το κίνημα της τάξης του.Για να το κατανοήσει κανείς αυτό, είναι απαραίτητο να γνωρίζει την προϊστορία της 4ης του Μάη.
Γύρω στις αρχές του περασμένου χρόνου, η μεγαλύτερη και πιο εξαθλιωμένη εργατική συνοικία του κόσμου, οι ανατολικές συνοικίες του Λονδίνου, άρχισε σιγά σιγά να κινείται. Την 1η του Απρίλη 1889 ιδρύθηκε η Ενωση εργαζομένων στο φωταέριο και χειρωνακτών εργατών γενικά (Gas Workers and General Labourers' Union), σήμερα έχει γύρω στα 100.000 μέλη, με τη συμμετοχή κυρίως αυτού του συνεταιρικού σωματείου (πολλοί είναι εργάτες του φωταερίου το χειμώνα και λιμενεργάτες το καλοκαίρι) μπήκε στο δρόμο της η μεγάλη απεργία των λιμενεργατών που ταρακούνησε ακόμη και το κατώτερο κατακάθι των εργατών του ανατολικού Λονδίνου από την αποτελμάτωση. Σαν αποτέλεσμα άρχισε να σχηματίζεται το ένα κλαδικό σωματείο μετά το άλλο, ανάμεσα σ' αυτούς τους κατά κύριο λόγο ανειδίκευτους εργάτες, ενώ εκείνα που ήδη υπήρχαν εκεί και τα οποία μέχρι τότε μόλις που κρατούνταν στη ζωή, τώρα άνθιζαν πολύ γρήγορα. Αλλά η διαφορά ανάμεσα σ' αυτά τα νέα εργατικά συνδικάτα και στα παλιά ήταν πολύ μεγάλη. Τα παλιά, που περιλάμβαναν μόνο τους «ειδικευμένους» εργάτες, έχουν αυστηρά συντεχνιακό χαρακτήρα, αποκλείουν όλους τους εργάτες που δεν έχουν ειδικευθεί συντεχνιακά και μ' αυτόν τον τρόπο εκτίθενται στον ανταγωνισμό εκείνων που δεν ανήκουν στις συντεχνίες, είναι πλούσια, αλλά όσο πλουσιότερα γίνονται, τόσο πιο πολύ εκφυλίζονται σε απλά ταμεία ασθενείας και θανάτου, είναι συντηρητικά και αποφεύγουν πάνω απ' όλα τον «τρισκατάρατο» σοσιαλισμό, όσο πιο πολύ και για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορούν. Τα νέα «ανειδίκευτα» συνδικάτα, από την άλλη, δέχονταικάθε συνάδελφο του κλάδου, έτσι είναι κατά κύριο λόγο και οι εργάτες του φωταερίου αποκλειστικά, απεργιακά σωματεία και απεργιακά ταμεία. Και παρότι δεν είναι ακόμη όλοι σοσιαλιστές, ωστόσο επιμένουν να έχουν οπωσδήποτε για ηγέτες τους μόνο σοσιαλιστές και κανέναν άλλο. Αλλά η σοσιαλιστική προπαγάνδα είχε από χρόνια ήδη ξεκινήσει στις ανατολικές συνοικίες, όπου η κ. Ε. Μαρξ Αβελινγκ και ο άντρας της ο Εντουαρντ Αβελινγκ ήταν κυρίως εκείνοι που είχαν πριν από τέσσερα χρόνια ανακαλύψει και επεξεργαστεί επίμονα με «Ριζοσπαστικές Λέσχες», που απαρτίζονταν σχεδόν αποκλειστικά από εργάτες, το καλύτερο πεδίο προπαγάνδας και, όπως είναι τώρα φανερό, με τη μεγαλύτερη επιτυχία. Κατά τη διάρκεια της απεργίας των λιμενεργατών, η κ. Αβελινγκ ήταν η μία από τις τρεις γυναίκες που φρόντιζαν για τη διανομή της βοήθειας και σαν «ευχαριστώ» συκοφαντήθηκαν από τον κ. Χάιντμαν, το φυγάδα της Πλατείας Τραφάλγκαρ, που ισχυρίστηκε ότι πληρωνόταν γι' αυτόν το σκοπό μ' ένα ποσό τριών λιρών στερλινών τη βδομάδα από το απεργιακό ταμείο.
Η κ. Αβελινγκ καθοδήγησε σχεδόν μόνη της την απεργία του περασμένου χειμώνα στο Σίλβερταουν, καθώς επίσης και στις ανατολικές συνοικίες και εκπροσωπεί στην επιτροπή των εργατών του φωταερίου ένα γυναικείο τομέα που έχει ιδρύσει εκεί.
Το προηγούμενο φθινόπωρο οι εργάτες του φωταερίου κατέκτησαν ύστερα από αγώνες εδώ στο Λονδίνο την οκτάωρη εργάσιμη ημέρα, αλλά την ξανάχασαν μετά από μια ανεπιτυχή απεργία, στο νότιο τμήμα της πόλης, αποκτώντας αρκετές αποδείξεις ότι αυτή η κατάκτηση δεν έχει κατά κανέναν τρόπο εξασφαλισθεί για πάντα ούτε στα βόρεια τμήματα του Λονδίνου. Είναι, λοιπόν, αξιοπερίεργο που αποδέχτηκαν πρόθυμα την πρόταση της κας Αβελινγκ να εισάγουν στο Λονδίνο το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς, που αποφασίστηκε από το Συνέδριο στο Παρίσι, για μια νομοθετημένη οκτάωρη μέρα εργασίας; Από κοινού με μερικές σοσιαλιστικές ομάδες, οι Ριζοσπαστικές Λέσχες και τ' άλλα εργατικά συνδικάτα στις ανατολικές συνοικίες όρισαν μια Κεντρική Επιτροπή που θα διοργάνωνε γι' αυτόν το σκοπό μια μεγάλη διαδήλωση στο Χάιντ Παρκ. Επειδή φάνηκε ότι κάθε προσπάθεια να γίνει η διαδήλωση την Πέμπτη 1η του Μάη οπωσδήποτε θα αποτύχαινε αυτή τη χρονιά, αποφασίστηκε ν' αναβληθεί για την Κυριακή 4 του Μάη.
Για να εξασφαλίσει, όσο ήταν δυνατό, τη συμμετοχή όλων των εργατών του Λονδίνου, η Κεντρική Επιτροπή κάλεσε επίσης, με ανεπίτρεπτη αφέλεια, το Συμβούλιο των Συνδικάτων του Λονδίνου. Αυτό είναι ένα σώμα που απαρτίζεται από αντιπροσώπους από τα λονδρέζικα εργατικά συνδικάτα, κύρια από τα παλιότερα συνδικάτα των «ειδικευμένων» εργατών, όπου, όπως ήταν αναμενόμενο, τα αντι-σοσιαλιστικά στοιχεία έχουν ακόμη την πλειοψηφία. Το Συμβούλιο των Συνδικάτων είδε ότι το κίνημα για το οκτάωρο υπήρχε φόβος να μεγαλώσει πέρα από τον έλεγχό τους. Τα παλιά εργατικά συνδικάτα υποστηρίζουν επίσης την οκτάωρη εργάσιμη μέρα, αλλά όχι τη νομοθετημένη. Το οκτάωρο αυτοί το εννοούν με την έννοια ότι το κανονικό μεροκάματο πρέπει να πληρώνεται για οκτώ ώρες τόσο την ώρα, αλλά ότι θα πρέπει να επιτρέπεται υπερωριακή εργασία για οσεσδήποτε ώρες τη μέρα, με την προϋπόθεση ότι κάθε ώρα υπερωρίας θα πληρώνεται μ' ένα μεγαλύτερο ποσό, ας πούμε, με το ποσό της μιάμισης ή των δύο κανονικών ωρών. Στόχος τους, λοιπόν, ήταν να οδηγήσουν τη διαδήλωση στα νερά αυτού του είδους της εργάσιμης ημέρας, που θα την κατακτούσαν με «ελεύθερη» συμφωνία, αλλά που δε θα γινόταν υποχρεωτική με νόμο της Βουλής. Γι' αυτόν το σκοπό το Συμβούλιο των Συνδικάτων συνενώθηκε με τη Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία του κ. Χάιντμαν που προαναφέρθηκε, μια ένωση που παρουσιάζει τον εαυτό της σαν τη μόνη αληθινή εκκλησία του βρετανικού σοσιαλισμού, που προσφέρει τη μακαριότητα, και που είχε συνάψει με μεγάλη συνέπεια μια συμμαχία ζωής και θανάτου με τους Γάλλους ποσιμπιλιστές. Η Ενωση αυτή έστειλε μια αντιπροσωπεία στο συνέδριό τους και έτσι θεωρούσε εκ των προτέρων τον πρωτομαγιάτικο γιορτασμό που αποφασίστηκε από το μαρξιστικό Συνέδριο σαν αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος. Το κίνημα είχε ξεφύγει και απ' αυτής τον έλεγχο, όμως το ν' ακολουθήσει την Κεντρική Επιτροπή θα σήμαινε ότι έβαζε τον εαυτό της υπό τη «μαρξιστική» ηγεσία, από την άλλη, εάν το Συμβούλιο των Συνδικάτων έπαιρνε το ζήτημα στα χέρια του και εάν ο γιορτασμός γινόταν στις 4 αντί για την 1η του Μάη, δε θα ήταν πια καθόλου η κακιά «μαρξιστική» Πρωτομαγιά και έτσι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν. Παρά το γεγονός ότι η Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία έχει τώρα περιλάβει στο πρόγραμμά της το νομοθετημένο οκτάωρο, έσφιξε πρόθυμα το χέρι που της προσφέρθηκε από το Συμβούλιο των Συνδικάτων.
Τώρα οι νέοι περίεργοι συγκάτοικοι ξεγέλασαν την Κεντρική Επιτροπή μ' ένα κόλπο, το οποίο, πράγματι, θεωρείται όχι μόνο επιτρεπτό, αλλά και αρκετά έξυπνο από την πολιτική πρακτική της αγγλικής αστικής τάξης, που όμως οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί εργάτες θα το βρουν πιθανά πολύ ποταπό. Είναι γεγονός ότι σε περίπτωση οργάνωσης λαϊκών συγκεντρώσεων στο Χάιντ Παρκ οι διοργανωτές πρέπει πρώτα ν' ανακοινώσουν την πρόθεσή τους στο υπουργείο Δημοσίων Εργων και να συμφωνήσουν μαζί του στα επιμέρους ζητήματα, εξασφαλίζοντας συγκεκριμένα την άδεια να τοποθετήσουν στο γρασίδι τα κάρα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σαν εξέδρες. Εκτός αυτού, οι κανονισμοί λένε ότι εφόσον έχει ανακοινωθεί μια συγκέντρωση, καμιά άλλη δεν μπορεί να γίνει την ίδια μέρα στο πάρκο. Η Κεντρική Επιτροπή δεν είχε κάνει ακόμη αυτή την ανακοίνωση, αλλά οι οργανώσεις που συμμάχησαν εναντίον της μόλις το έμαθαν ανακοίνωσαν πίσω από την πλάτη της μια συγκέντρωση για τις 4 του Μάη στο πάρκο και πήραν την άδεια για επτά εξέδρες.
Το Συμβούλιο των Συνδικάτων και η Ομοσπονδία πίστεψαν, λοιπόν, ότι είχαν νοικιάσει το πάρκο για τις 4 του Μάη και ότι είχαν τη νίκη στην τσέπη τους. Το πρώτο συγκάλεσε μια συγκέντρωση αντιπροσώπων των εργατικών συνδικάτων, στην οποία κάλεσε και δύο αντιπροσώπους από την Κεντρική Επιτροπή, αυτή έστειλε τρεις, περιλαμβανομένης της κας Αβελινγκ. Το Συμβούλιο των Συνδικάτων τους αντιμετώπισε σαν να ήταν ο αφέντης της κατάστασης. Τους πληροφόρησε ότι μόνο κλαδικά σωματεία, δηλαδή ούτε σοσιαλιστικές ενώσεις ούτε πολιτικές λέσχες θα μπορούσαν να πάρουν μέρος στη διαδήλωση και να κρατούν λάβαρα. Το πώς θα συμμετείχε η Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία στη διαδήλωση παρέμενε μυστήριο. Το Συμβούλιο είχε ήδη συντάξει στην τελική μορφή το ψήφισμα που θα υποβαλλόταν στη συγκέντρωση και είχε μάλιστα σβήσει το αίτημα για το νομοθετημένο οκτάωρο, η πρόταση για να ξαναμπεί το αίτημα στο ψήφισμα δεν επιτράπηκε να συζητηθεί ούτε να μπει σε ψηφοφορία. Και, τέλος, το Συμβούλιο αρνήθηκε να δεχθεί την κ. Αβελινγκ σαν αντιπρόσωπο, γιατί, όπως είπε, δεν ήταν χειρωνακτική εργάτρια (πράγμα που δεν είναι αλήθεια), παρότι ο ίδιος του ο πρόεδρος, ο κ. Σίπτον, δεν έβαλε ούτε ένα δαχτυλάκι στο δικό του κλάδο για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Οι εργάτες της Κεντρικής Επιτροπής εξοργίσθηκαν με την εξαπάτηση που τους έγινε. Φαινόταν σαν να είχε αφεθεί τελικά η διαδήλωση στα χέρια δύο οργανώσεων που δεν αντιπροσώπευαν παρά μόνο κάποιες ασήμαντες μειονότητες των εργατών του Λονδίνου. Δε φαινόταν να υπάρχει άλλο αντίμετρο από τη βίαιη κατάληψη των εξεδρών του Συμβουλίου των Συνδικάτων, που είχαν απειλήσει να κάνουν οι εργάτες του φωταερίου. Τότε ο Εντουαρντ Αβελινγκ πήγε στο υπουργείο και εξασφάλισε, αντίθετα με τους κανονισμούς, την άδεια για την Κεντρική Επιτροπή να τοποθετήσει επίσης επτά εξέδρες στο πάρκο. Η προσπάθειά τους ν' αρπάξουν τη διαδήλωση προς όφελος της μειοψηφίας απέτυχε. Το Συμβούλιο των Συνδικάτων υποχώρησε, μένοντας ικανοποιημένο που τελικά κατόρθωσε να διαπραγματευθεί με την Κεντρική Επιτροπή σε ίση βάση για την προετοιμασία της διαδήλωσης.
Πρέπει κάποιος να ξέρει αυτή την προϊστορία, για να εκτιμήσει τη φύση και τη σημασία της διαδήλωσης. Υποκινούμενη από τους εργάτες του Ανατολικού Λονδίνου που συνδέθηκαν τελευταία με το κίνημα, η διαδήλωση βρήκε τέτοια γενική απήχηση, ώστε οι δύο οργανώσεις - που δεν ήταν λιγότερο εχθρικές η μία εναντίον της άλλης απ' όσο και οι δύο μαζί ενάντια στη θεμελιακή ιδέα της διαδήλωσης - υποχρεώθηκαν να συμμαχήσουν για να πάρουν την αρχηγία και να εκμεταλλευτούν τη συγκέντρωση με το δικό τους πνεύμα. Από τη μια, το συντηρητικό Συμβούλιο των Συνδικάτων που κηρύσσει την ισοτιμία κεφαλαίου και εργασίας, από την άλλη, η Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία που παριστάνει τη ριζοσπαστική και μιλά απλόχερα για κοινωνική επανάσταση σε κάθε ακίνδυνη ευκαιρία, και οι δύο, συμμαχώντας με βάση ένα τιποτένιο τέχνασμα για να εκμεταλλευτούν μια διαδήλωση, που ήταν ολότελα μισητή και στις δύο. Εξαιτίας αυτών των συμβάντων, η συγκέντρωση της 4ης του Μάη διασπάστηκε σε δύο μέρη: Από τη μια ήταν οι συντηρητικοί εργάτες, ο ορίζοντας των οποίων δεν προχωρά πέρα από το σύστημα της μισθωτής εργασίας και δίπλα τους μία αναιμική αλλά αρχομανής σοσιαλιστική αίρεση. Από την άλλη, η μεγάλη μάζα των εργατών που είχαν συνδεθεί πρόσφατα με το κίνημα και που δε θέλουν ν' ακούν άλλο για το μαντσεστερισμό των παλιών εργατικών συνδικάτων, θέλοντας να κατακτήσουν οι ίδιοι με αγώνα την ολοκληρωτική τους χειραφέτηση, μαζί με συμμάχους της δικής τους επιλογής και όχι μ' αυτούς που προκαθορίζονται από μια μικρή σοσιαλιστική κλίκα. Από τη μια πλευρά ήταν η στασιμότητα, που αντιπροσωπευόταν από εργατικά συνδικάτα, που δεν έχουν ακόμη απελευθερωθεί τελείως από το συντεχνιακό πνεύμα και από μια στενόκαρδη αίρεση, που υποστηρίζεται από τους πιο τιποτένιους συμμάχους. Από την άλλη, το ζωντανό ελεύθερο κίνημα του βρετανικού προλεταριάτου, που ξαναξύπνησε. Και ήταν φανερό ακόμη και στους πιο τυφλούς, πού ήταν η γεμάτη φρεσκάδα ζωή σ' αυτή τη διπλή συγκέντρωση και πού η στασιμότητα. Γύρω από τις επτά εξέδρες της Κεντρικής Επιτροπής ήταν πυκνά, πελώρια πλήθη, που διαδήλωναν με μουσική και λάβαρα, πάνω από εκατό χιλιάδες οργανωμένοι, ενισχυμένοι από σχεδόν άλλους τόσους που είχαν έρθει μεμονωμένα. Παντού επικρατούσε ομοφωνία και ενθουσιασμός και παρ' όλα αυτά τάξη και οργάνωση. Στις εξέδρες των συνενωμένων αντιδραστικών, αντίθετα, τα πάντα έμοιαζαν ξεθωριασμένα, η συγκέντρωσή τους ήταν πολύ πιο αδύνατη από την άλλη, κακά οργανωμένη, χωρίς τάξη και ως επί το πλείστον αργοπορημένη, έτσι ώστε σε μερικά σημεία άρχισαν όταν η Κεντρική Επιτροπή είχε ήδη τελειώσει. Ενώ οι φιλελεύθεροι ηγέτες μερικών Ριζοσπαστικών Λεσχών και οι υπάλληλοι αρκετών εργατικών συνδικάτων συσπειρώθηκαν γύρω από το Συμβούλιο των Συνδικάτων, τα μέλη των ίδιων συνδικάτων - στην πραγματικότητα, τέσσερα ολόκληρα παραρτήματα της Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας - παρέλασαν με την Κεντρική Επιτροπή. Παρ' όλα αυτά, το Συμβούλιο των Συνδικάτων κατάφερε να προκαλέσει κάποια προσοχή, αλλά η απόλυτη επιτυχία ήταν αυτή της Κεντρικής Επιτροπής.
Αυτό όμως που οι πολυάριθμοι παρακολουθούντες αστοί πολιτικοί αποκόμισαν σαν κύριο αποτέλεσμα ήταν η βεβαιότητα ότι το αγγλικό προλεταριάτο, που για σαράντα ολόκληρα χρόνια σερνόταν σαν ουρά πίσω από το μεγάλο Φιλελεύθερο Κόμμα υπηρετώντας το σαν ψηφοφόρα αγέλη, είχε επιτέλους ξυπνήσει για μια νέα ανεξάρτητη ζωή και δράση. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία γι' αυτό: Στις 4 του Μάη του 1890 η αγγλική εργατική τάξη προσχώρησε στο μεγάλο διεθνή στρατό. Και αυτό είναι ένα γεγονός που θ' αφήσει εποχή. Το αγγλικό προλεταριάτο έχει τις ρίζες του στην πιο προχωρημένη βιομηχανική ανάπτυξη και, επιπλέον, κατέχει τη μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία κινήσεων. Η μακρόχρονη χειμέρια νάρκη του, αποτέλεσμα, από τη μια, της αποτυχίας του χαρτιστικού κινήματος του 1836-1850 και, από την άλλη, της κολοσσιαίας βιομηχανικής ανόδου του 1848-1880 έχει επιτέλους σπάσει. Τα εγγόνια των παλιών χαρτιστών μπαίνουν στη γραμμή του πυρός. Εδώ και οκτώ χρόνια υπάρχει κίνηση στις πλατιές μάζες πότε από δω, πότε από κει. Ξεπήδησαν σοσιαλιστικές ομάδες, αλλά καμιά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα όρια μιας σέκτας, αγκιτάτορες και υποτιθέμενοι αρχηγοί κομμάτων, ανάμεσά τους και καθαροί κερδοσκόποι και αριβίστες, έχουν μείνει αξιωματικοί χωρίς στρατιώτες. Ηταν σχεδόν πάντα, όπως η περίφημη φάλαγγα του Ρόμπερτ Μπλουμ στην εκστρατεία του Μπάντεν το 1849: Ενας συνταγματάρχης, έντεκα αξιωματικοί, ένας σαλπιγκτής και ένας στρατιώτης. Και οι διαπληκτισμοί ανάμεσα στις διάφορες φάλαγγες τύπου Ρόμπερτ Μπλουμ για την αρχηγία του μελλοντικού προλεταριακού στρατού ήταν κάθε άλλο παρά εποικοδομητικοί. Αυτό θα σταματήσει σύντομα, όπως ακριβώς σταμάτησε στη Γερμανία και την Αυστρία. Το δυναμικό κίνημα των μαζών θα θέσει τέλος σ' όλες αυτές τις σέκτες και τις μικροομαδούλες με το ν' απορροφήσει τους στρατιώτες και να βάλει τους αξιωματικούς στη θέση που τους αξίζει. Σ' όποιο δεν αρέσει, μπορεί να εξαφανιστεί. Αυτό δε θα γίνει χωρίς προστριβές, αλλά θα γίνει οπωσδήποτε και ο αγγλικός προλεταριακός στρατός θα είναι, πολύ νωρίτερα απ' όσο μερικοί περιμένουν, τόσο ενωμένος, τόσο καλά οργανωμένος και τόσο αποφασισμένος, όσο κανένας άλλος και θα χαιρετιστεί με ζητωκραυγές απ' όλους τους συντρόφους του στην Ευρώπη και την Αμερική.
- Γράφτηκε ανάμεσα στις 5 και 21 του Μάη 1890.
- Αναδημοσιεύεται από την επιλογή κειμένων με τίτλο «Μαρξ - Ενγκελς για το ρεφορμισμό», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».