26 Ιουλ 2012

Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής



Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής
Η εμπορευματική παραγωγή δεν υπήρχε και δε θα υπάρχει πάντα. θα πάψει να υπάρχει μόνο στις συνθήκες της δεύτερης φάσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.
Τα πρώτα έμβρυα της εμπορευματικής παραγωγής εμφανίζονται ακόμα κατά την περίοδο της αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, δηλαδή πριν 7.000 χρόνια.
Η εμπορευματική παραγωγή υπήρχε και στη δουλοκτητική κοινωνία και στη φεουδαρχία. Σε αυτά τα κοινωνικά συστήματα, όμως, η εμπορευματική παραγωγή δεν ήταν κυρίαρχη γιατί:
  • Πρώτο, η παραγωγή των εμπορευμάτων ήταν περιορισμένη, επειδή κυριαρχούσαν οι φυσικές μορφές παραγωγής.
  • Δεύτερο, οι προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής από την ίδια τους την εσωτερική δομή, δεν απαιτούσαν τη μετατροπή των προϊόντων της εργασίας σε εμπορεύματα και μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν υπήρχε ή όχι εμπορευματική παραγωγή.
  • Τρίτο, στους προκαπιταλιστικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς η εμπορευματική μορφή των προϊόντων ήταν ένα ιδιόμορφο «ξένο σώμα», που δε βοηθούσε στο δυνάμωμά τους.
Μόνο στον καπιταλισμό η εμπορευματική παραγωγή αποχτάει καθολικό χαρακτήρα. Εδώ τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται. Αντικείμενο αγοραπωλησίας γίνεται και η ίδια η εργατική δύναμη (ΕΔ) του ανθρώπου.
Το εμπόρευμα γίνεται «οικονομικό κύτταρο», ένα στοιχείο που είναι εσωτερικά αναγκαίο για το καπιταλιστικό σύστημα και που χωρίς αυτό η εμφάνιση και η ύπαρξη του καπιταλισμού είναι κατ' αρχήν αδύνατη.
Στο οικονομικό αυτό κύτταρο που λέγεται εμπόρευμα εμπεριέχονται τα κύρια χαρακτηριστικά και οι αντιθέσεις του καπιταλισμού.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Κ. Μαρξ γράφει: «Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας "τεράστιος σωρός εμπορευμάτων" και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι' αυτό η έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος».1
Τι είναι εμπορευματική παραγωγή
Η εμπορευματική παραγωγή είναι τέτοια μορφή οργάνωσης της παραγωγής, στην οποία τα προϊόντα παράγονται όχι για την κατανάλωση από τον παραγωγό τους, αλλά προορίζονται για την αγορά, για την πώληση.
Εδώ οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων εκδηλώνονται μέσω της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, διαμέσου της αγοράς.
Η μορφή της παραγωγής δεν μπορεί να διαλέγεται από τους ανθρώπους αυθαίρετα, γιατί εξαρτάται από τις συνθήκες που διαμορφώνονται αντικειμενικά.
Για την εμφάνιση και την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής απαιτείται ο συνδυασμός δύο προϋποθέσεων:
Πρώτο, είναι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο οι διάφοροι παραγωγοί ειδικεύονται στην παραγωγή καθορισμένων ειδών.
Δεύτερο, είναι το οικονομικό ξεχώρισμα. Δηλαδή η εμφάνιση και η ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της εργασίας.
Οι δύο τύποι της εμπορευματικής παραγωγής
Υπάρχουν δύο τύποι εμπορευματικής παραγωγής:
Α) Η ΜΙΚΡΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται:
α) Στη μικρή ιδιοκτησία των ίδιων παραγωγών (αγροτών και βιοτεχνών).
β) Στην προσωπική εργασία των ίδιων των παραγωγών και των μελών των οικογενειών τους. (Δηλαδή, δεν υπάρχει χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης εργασίας).
γ) Γίνεται για τη συντήρηση και την εξασφάλιση των ίδιων των παραγωγών και των οικογενειών τους.
δ) Σε αυτή χρησιμοποιούνται χειρωνακτικά ή πολύ απλά μηχανικά μέσα παραγωγής.
ε) Αυτή είναι μικρή κομματιασμένη παραγωγή.
Β. Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται:
α) Στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία.
β) Στη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης μισθωτής εργασίας των εργατών.
γ) Γίνεται με σκοπό το κέρδος και τον πλουτισμό των καπιταλιστών.
δ) Χρησιμοποιεί σύγχρονα μέσα παραγωγής.
ε) Είναι μεγάλη μαζική παραγωγή.
ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ και των δύο τύπων εμπορευματικής παραγωγής είναι:
α) Στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής.
β) Οι οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις γίνονται διά μέσου της ανταλλαγής, έχουν στοιχειακό και άναρχο χαρακτήρα.
Το εμπόρευμα και οι ιδιότητές του
Το κάθε πράγμα, το κάθε προϊόν από μόνο του δεν είναι εμπόρευμα.
  • Ενα πράγμα μπορεί να είναι αξία χρήσης, χωρίς να είναι αξία.
Αυτό γίνεται στην περίπτωση που ωφελεί τον άνθρωπο χωρίς τη μεσολάβηση της εργασίας. Π.χ. τέτοια είναι ο αέρας, το παρθένο δάσος, τα φυσικά λιβάδια, οι φράουλες κλπ.
  • Ενα πράγμα μπορεί να είναι ωφέλιμο και προϊόν της ανθρώπινης εργασίας χωρίς να είναι εμπόρευμα. Π.χ. όταν ένας άνθρωπος ικανοποιεί τη δική του ανάγκη με το δικό του προϊόν δημιουργεί αξία χρήσης, αλλά δε δημιουργεί εμπόρευμα.
  • Για να παράγει κανείς εμπόρευμα, δεν πρέπει να παράγει απλώς αξία χρήσης, αλλά αξία χρήσης για άλλους, κοινωνική αξία χρήσης.
Και όχι απλώς για άλλους. Ο αγρότης του μεσαίωνα παρήγαγε το στάρι που έδινε στο φεουδάρχη αφέντη και το στάρι της δεκάτης για τον παπά. Και όμως, ούτε το στάρι για το φεουδάρχη του, ούτε το στάρι για τον παπά γινόταν εμπόρευμα επειδή παράγονταν για άλλους.
Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα, πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον άλλο, σε αυτόν που του χρησιμεύει σαν αξία χρήσης.
Τέλος, κανένα πράγμα δεν μπορεί να είναι αξία, χωρίς να είναι αντικείμενο χρήσης. Αν είναι ανώφελο, τότε ανώφελη είναι και η εργασία που περιέχεται σε αυτό, δεν υπολογίζεται σαν εργασία και γι' αυτό δεν αποτελεί αξία.
Σύμφωνα με το Φρ. Ενγκελς: «Αν κάποιος κατασκευάζει ένα πράγμα που δεν έχει καμιά χρησιμότητα, δηλαδή αξία χρήσης για τους άλλους, τότε ολόκληρη η δύναμη που κατανάλωσε δε δημιουργεί ούτε κόκκο αξία».2
Γι' αυτό: «Προτού τα εμπορεύματα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν σαν αξίες, πρέπει να αποδείξουν ότι είναι αξίες χρήσης».3
Τι είναι το εμπόρευμα
«Το εμπόρευμα είναι πριν απ' όλα ένα εξωτερικό αντικείμενο, ένα πράγμα που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιουδήποτε είδους ανθρώπινες ανάγκες».4
Ενα πράγμα για να είναι εμπόρευμα πρέπει να πληροί τους εξής όρους:
1. Να μπορεί να ικανοποιεί μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη.
2. Να είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας.
3. Το πράγμα αυτό να μην ικανοποιεί τις ανάγκες του ίδιου του παραγωγού του, αλλά να προορίζεται για την αγορά, δηλαδή να ανταλλάσσεται με άλλα πράγματα, μέσω της αγοραπωλησίας.
Κάθε εμπόρευμα έχει δύο ιδιότητες: Είναι αξία χρήσης και αξία.
Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα όμως αυτή δεν κρέμεται στον αέρα. Καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Χάρη στις φυσικές, χημικές κλπ. ιδιότητές του το εμπόρευμα μπορεί να ικανοποιεί τη μια ή την άλλη ανάγκη των ανθρώπων.
Στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής η αξία χρήσης αποτελεί το υλικό περιεχόμενο του πλούτου, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή του. Και δεύτερο, είναι ο υλικός φορέας της αξίας του εμπορεύματος.
Στην αγορά, στη διαδικασία της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, γίνεται φανερό ότι όλα τα εμπορεύματα που διαφέρουν μεταξύ τους σαν αξίες χρήσης, έχουν κάποια κοινή ιδιότητα που επιτρέπει στους ανθρώπους να εξισώσουν το ένα με το άλλο και να τα ανταλλάσσουν σε καθορισμένες αναλογίες.
Σύμφωνα με τις αστικές θεωρίες οι αναλογίες αυτές καθορίζονται:
1. Από την προσφορά και ζήτηση. Μερικοί αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι αναλογίες της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με την προσφορά και τη ζήτηση.
Οι διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης ασκούν πραγματικά ουσιαστική επίδραση στις αναλογίες της ανταλλαγής.
Οσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση ενός εμπορεύματος τόσο πιο ακριβά μπορεί ο κάτοχός του να το πουλήσει στην αγορά.
Οι διακυμάνσεις μπορούν να εξηγήσουν μόνο την απόκλιση αυτών των αναλογιών, από κάποιο μέσο-κανονικό επίπεδο, δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν αυτό το ίδιο το επίπεδο.
Η θεωρία αυτή δε δίνει απάντηση στο ερώτημα: πού στηρίζεται η ανταλλαγή στην περίπτωση που η προσφορά και η ζήτηση εξισορροπούνται.
2. Από το βαθμό ωφελιμότητας.Σύμφωνα με μια άλλη αστική θεωρία οι αναλογίες της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με το βαθμό ωφελιμότητας των τελευταίων.
Αλλά η σύγκριση της ωφελιμότητας είναι δυνατή, μόνο όταν πρόκειται για ομοειδή ή γιααλληλοαναπληρωνόμενα προϊόντα. Στις άλλες περιπτώσεις δεν έχει κανένα νόημα.
Π.χ. Πώς μπορεί να συγκρίνει κανείς την ωφελιμότητα της υδραυλικής τουρμπίνας και του ψυγείου.
Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει, γιατί τα δύο πράγματα έχουν εντελώς διαφορετικό προορισμό.
Από τα παραπάνω είναι ολοφάνερο ότι τα εμπορεύματα έχουν μόνο μια κοινή ιδιότητα ότι όλα τους είναι προϊόντα της εργασίας των ανθρώπων.
Αυτό που δημιουργεί την αξία ενός εμπορεύματος είναι ακριβώς η εργασία που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους.
Επομένως, η αξία του εμπορεύματος είναι η ενσωματωμένη σε αυτό κοινωνική εργασία των εμπορευματοπαραγωγών.
Η αξία δημιουργείται από την εργασία που ξοδεύεται σε όλα τα στάδια της παραγωγής του εμπορεύματος.
Σαν αξίες χρήσης όλα τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά, ενώ σαν αξίες είναι εντελώς ομοιογενή, πράγμα που επιτρέπει στα εμπορεύματα να εξισώνονται το ένα με το άλλο στην πορεία της ανταλλαγής.
Κάθε εμπόρευμα είναι ένα αγαθό, ένα προϊόν, αλλά κάθε προϊόν και κάθε αγαθό δεν είναι εμπόρευμα. Σε διάκριση από την αξία χρήσης, η αξία του εμπορεύματος δεν περιέχει καθόλου φυσική ύλη, αλλά είναι μια καθαρά κοινωνική, οικονομική ιδιότητα του εμπορεύματος.
Η αξία του εμπορεύματος εκδηλώνεται με την ανταλλακτική αξία, η οποία εκφράζει τις αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσονται τα προϊόντα.
Η αξία και η ανταλλακτική αξία συνδέονται στενά, αλλά δεν είναι ταυτόσημες. Η αξία είναι η εσωτερική ιδιότητα, η ουσία του εμπορεύματος, ενώ η ανταλλακτική αξία είναι η εξωτερική έκφραση της αξίας του. Η αξία είναι το περιεχόμενο και η ανταλλακτική αξία η μορφή του εμπορεύματος.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», πρώτος τόμος, σελ. 49.
2. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 277, εκδ. Αναγνωστίδης.
3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 100.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο»,, τ. 1. σελ. 49.

Σχετικά με την άποψη περί απαξίωσης του εθνικού αστικού κράτους



Σχετικά με την άποψη περί απαξίωσης του εθνικού αστικού κράτους
Ανάμεσα στ' άλλα ιδεολογήματα που προβάλλουν διάφοροι οπορτουνιστές και θιασώτες μιας άλλης πολιτικής διαχείρισης του καπιταλισμού ενάντια στη νεοφιλελεύθερη, είναι οι απόψεις για την «κυριαρχία» των επιχειρήσεων πάνω στις κυβερνήσεις και στο αστικό κράτος. Οτι το «υπερεθνικό» κράτος οι «υπερεθνικοί οργανισμοί καταργούν ή περιθωριοποιούν και απαξιώνουν το αστικό κράτος». Οι απόψεις αυτές επιδιώκεται να τεκμηριωθούν με τη δημιουργία διακρατικών οργανισμών και ενώσεων στα πλαίσια της έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, οι κατευθύνσεις των οποίων εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις αστικές κυβερνήσεις. Μόνο που η αστική προπαγάνδα η οποία προσπαθεί να πείσει για την αναγκαιότητα της συμμετοχής της χώρας σ' αυτούς, (π.χ. συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την ΟΝΕ και το ευρώ), προς όφελος του «εθνικού συμφέροντος», όπως προπαγανδίζουν, δηλαδή και των καπιταλιστών και των εργατών και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, προβάλλει την άποψη της επιβολής στην εφαρμογή αυτών των κατευθύνσεων, αφού είναι κατευθύνσεις αυτών των οργανισμών ή ενώσεων. Αποκρύπτοντας ότι η κυβέρνηση κάθε χώρας, το εθνικό κράτος, συμμετέχουν ενεργά και συνδιαμορφώνουν αυτή την πολιτική των διακρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία, σε όφελος του κεφαλαίου, εφαρμόζοντάς τες επίσης, γιατί εξυπηρετούν το κεφάλαιο.
Η άποψη που προσπαθεί να τεκμηριώσει ότι το «υπερεθνικό» κράτος, οι «υπερεθνικοί» οργανισμοί καταργούν ή περιθωριοποιούν και απαξιώνουν το αστικό κράτος, αφήνει στο απυρόβλητο την κυβέρνηση της κάθε χώρας, το ίδιο το αστικό κράτος. Αθωώνει την αστική τάξη, σε εθνικό επίπεδο, αφού θεωρεί ότι αναπόφευκτα, η κυβέρνηση της χώρας και το εθνικό αστικό κράτος, αυτά είναι αδύναμα μπροστά στον «υπερεθνικό οργανισμό», στο «υπερεθνικό» κράτος.
Οπορτουνιστικές αντιλήψεις επίσης προβάλλουν το ζήτημα ότι αφού οι κυβερνήσεις σε εθνικό επίπεδο είναι δέσμιες των πολυεθνικών τότε η απάντηση είναι η δημιουργία υπερεθνικών εξουσιών, π.χ. με τη μορφή της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Για παράδειγμα ο ΣΥΝ επιμένει στην αναγκαιότητα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θεωρεί το γεγονός της αδυναμίας ως τώρα προώθησης αυτής της ενοποίησης, ως το μεγαλύτερο πρόβλημα στην αδυναμία αντιμετώπισης μιας σειράς προβλημάτων στην ανάπτυξη της οικονομίας. Σε συνδυασμό βεβαίως με την αντινεοφιλελεύθερη διαχείριση. Αυτή η άποψη θεωρώντας ότι η «παγκοσμιοποίηση» είναι νομοτέλεια, θέτει ως καθήκον στο εργατικό κίνημα όχι την εναντίωσή του, στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, ενάντια στην αστική τάξη της χώρας του για την ανατροπή της εξουσίας της σ' αυτήν και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, αλλά τη λογική ότι δεν έχει άλλη διέξοδο από το να συνδέει την πάλη του με την εναντίωση στα «υπερεθνικά» κέντρα εξουσίας. Επομένως απαιτείται ανάπτυξη της πάλης ενάντια στα λεγόμενα όργανα της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», (είτε σε περιφερειακό επίπεδο, όπως η ΕΕ, είτε σε παγκόσμιο, όπως π.χ. το G 7+1), σε αντίθεση με την πάλη σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το βλέπουμε να γίνεται πράξη με το λεγόμενο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης των διαφόρων «Φόρουμ».
Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, καθίσταται αδύνατη η ανατροπή στο εθνικό επίπεδο και οι αλλαγές θα γίνουν ή όλες μαζί παγκόσμια ή πουθενά. Για παράδειγμα ο ΣΥΝ θεωρεί υποχρεωτική τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την πάλη μέσα σ' αυτήν γιατί όπως εκτιμά «η ιστορική πείρα διδάσκει πως ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί σε μια μόνη χώρα, πόσο μάλλον όταν αυτή η χώρα είναι μικρή και οικονομικά αδύναμη, το πεδίο ταξικών, πολιτικών και ιδεολογικών αγώνων που ανοίγει η πορεία ευρωπαϊκής ενοποίησης συνιστά το πραγματικό έδαφος όπου ο καταστατικός της στόχος μπορεί να αποβεί ρεαλιστικά εφικτός».(Θέσεις του ΣΥΝ για το προγραμματικό του συνέδριο).
«
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αντίληψης επηρεάζουν και τα επί μέρους. Δηλαδή η αντιμετώπιση των λαϊκών προβλημάτων εξαρτάται από τις κοινές πολιτικές, επομένως απαιτείται διεκδικητική πάλη από τα «υπερεθνικά όργανα» και όχι από την κυβέρνηση της χώρας, ή απαιτείται πάλη για διαμόρφωση κοινής πολιτικής υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων και τέτοιος πρέπει να είναι ο στόχος του αγώνα προς την κυβέρνηση και το κράτος και όχι αγώνας για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και της εξουσίας που την ασκεί στη χώρα μας.
Οσες δυνάμεις προβάλλουν τέτοιες αντιλήψεις «βολεύονται να εξηγούν τα προβλήματα ως εισαγόμενα και επιβαλλόμενα απ' έξω υποβαθμίζοντας συνειδητά το ότι τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο είναι ίδια με τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης όλων των καπιταλιστικών χωρών, ανεξάρτητα από τη θέση που έχει η αστική τάξη της μιας ή της άλλης χώρας στο διεθνές σύστημα του ιμπεριαλισμού, στην παγκόσμια αγορά».1
Για παράδειγμα η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ και την ΟΝΕ, ήταν επιλογή που εξυπηρετούσε τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, παρά το γεγονός ότι ορισμένα τμήματά της χτυπήθηκαν από την ενιαία εσωτερική αγορά, ή από τις γενικότερες διεθνείς συμφωνίες της Ενωσης με τρίτες χώρες οι οποίες και είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμες από κάθε κράτος - μέλος. Σ' αυτό οφείλεται και το χτύπημα για παράδειγμα των κλάδων κλωστοϋφαντουργίας, ιματισμού και δέρματος, της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας που οδήγησε στις εισαγωγές σε βάρος της εθνικής παραγωγής στην Ελλάδα, ή της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, για την οποία Γερμανία και Ολλανδία, απαιτούσαν τη μη ανάπτυξή της σε άλλα κράτη όπως η Ελλάδα επειδή ήθελαν να έχουν σχεδόν την αποκλειστικότητα στον κλάδο. Η αστική τάξη στην Ελλάδα βεβαίως συνολικά δεν έχασε απ' αυτή την εξέλιξη, αφού αναπτύχθηκαν άλλοι τομείς, π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, πληροφορική, κατασκευαστικές εταιρίες κλπ. και μάλιστα στη διαπλοκή τους με το διεθνικό κεφάλαιο κάνουν εξαγωγές κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή, (Βαλκάνια, Παρευξείνια κλπ). Ενα επίσης βασικό ζήτημα είναι ότι μέσω της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις, ενισχύεται η εξουσία της αστικής τάξης της χώρας που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση.
«
Επομένως η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη να γνωρίσουν και να κατανοήσουν βαθύτερα, στον πυρήνα του το πρόβλημα: της συμπεριφοράς της αστικής τάξης, των κυβερνήσεων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έναντι των κυβερνήσεων των λιγότερο αναπτυγμένων και εξαρτημένων χωρών και αντίστροφα. Να το κατανοήσουν ταξικά και όχι με επιφανειακά ηθικά κριτήρια συμπεριφοράς, π.χ. με το διαχωρισμό αφέντες και υπηρέτες, ισχυροί και δουλοπρεπείς, υποτελείς.
Οι αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους με υποδεέστερη θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως η Ελλάδα, επομένως με ισχυρότερους δεσμούς εξάρτησης, είναι αποτέλεσμα αδυναμίας υπεράσπισης συμφερόντων που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα ισχυρότερου ή ισχυρότερων κρατών. Η σύγκρουση συμφερόντων διευθετείται υπέρ του ισχυρότερου κράτους με μεγαλύτερη ή μικρότερη συμφωνία του ασθενέστερου. Ενα καπιταλιστικό κράτος όπως η Ελλάδα για να αντιδράσει σε μια ηγετική ιμπεριαλιστική δύναμη όπως οι ΗΠΑ, πρέπει να έχει κοινά συμφέροντα και συμμαχία με άλλα καπιταλιστικά κράτη. Ιστορικά αυτό έχει επιβεβαιωθεί από την πρώτη στιγμή διαμόρφωσης του ελληνικού αστικού κράτους ως σήμερα».2
Πράγματι υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Για παράδειγμα στη διεθνή αγορά είναι δύσκολο να προωθήσει τα συμφέροντά της η Μότορ Οϊλ απέναντι στη Μόμπιλ ή την Εξον. Αναγκαστικά θα επιχειρήσει διεθνείς συμφωνίες ακόμη και συγχωνεύσεις. (Μότορ Οϊλ - Αράμκο). Οσο για την επιλογή συμμάχων, υπάρχει το παράδειγμα της στάσης της κυβέρνησης Μεταξά στο Β' παγκόσμιο πόλεμο. Ενώ ο Μεταξάς ήταν υπέρ του γερμανικού ιμπεριαλισμού, εντούτοις τάχθηκε με τους Αγγλους, γι' αυτό όπως ο ίδιος έγραψε στο ημερολόγιό του, αυτό επέτασσαν τα «εθνικά συμφέροντα», δηλαδή της άρχουσας τάξης που ήταν εξαρτημένη από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό.
1,2, Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 109.

Για τη «χρηματιστηριακή κερδοσκοπία»


Για τη «χρηματιστηριακή κερδοσκοπία»
Είναι γεγονός ότι ανάμεσα σ' άλλα υπάρχει και μια άποψη, που θεωρεί ως αιτία των σύγχρονων λαϊκών προβλημάτων τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Την αντιπαραβάλλουν όσες δυνάμεις την εκφράζουν, με τα οφέλη που μπορεί να φέρει η κεφαλαιοκρατική επένδυση στη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή. Πρόκειται για τη γνωστή συζήτηση περί παραγωγικών και μη παραγωγικών επενδύσεων, περί επενδύσεων στο Χρηματιστήριο και όχι στην παραγωγή.
Οι οπορτουνιστές, και μια μερίδα σοσιαλδημοκρατών, προβάλλουν πάντα την άποψη ότι στον καπιταλισμό, και μάλιστα στο σημερινό του στάδιο το μονοπωλιακό, με άλλη πολιτική διαχείρισης μπορούν να αντιμετωπίζονται τα λαϊκά προβλήματα της ανεργίας, της φτώχειας κλπ. Και, ανάμεσα στ' άλλα, προβάλλουν τη δυνατότητα να επενδύονται τα κεφάλαια σε παραγωγικούς τομείς, αφού έτσι θα αναπτύσσεται η οικονομία σε όφελος και της εργατικής τάξης, θα υπάρχουν θέσεις εργασίας, θα αναπτύσσεται η ζήτηση σε εμπορεύματα, θα δημιουργούνται ικανοποιητικές συνθήκες ζωής. Συγκαλύπτουν, έτσι, το πιο βασικό ζήτημα: Οτι οι κεφαλαιοκράτες αναπτύσσουν την παραγωγή με σκοπό το κέρδος. Επομένως, κάνουν επενδύσεις σε τομείς της οικονομίας από τους οποίους μπορούν να αποκομίσουν το μέγιστο κέρδος και αναπτύσσουν την παραγωγή μόνον εφόσον απ' αυτήν θα βγάλουν κέρδη. Οι οπορτουνιστές προβάλλουν και την άποψη ότι η φορολογία των κεφαλαίων, τα οποία κινούνται μέσω Χρηματιστηρίων, με σκοπό την κερδοσκοπία, μπορεί να ανακόψει, να μειώσει τον παρασιτισμό του κεφαλαίου, αποτρέποντας τα κεφάλαια να επενδύονται σε μετοχές με σκοπό την κερδοσκοπία και εξαναγκάζοντάς τα έτσι σε παραγωγικές επενδύσεις. Ο ΣΥΝ, μάλιστα, επιμένει για την επιβολή του φόρου Τόμπιν, τόσο γι' αυτόν το σκοπό, όσο και για να μπορεί να ασκεί, μέσω της είσπραξής του, το καπιταλιστικό κράτος κοινωνική πολιτική.
Η συζήτηση, σχετικά με τις παραγωγικές και μη παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και για την κερδοσκοπία μέσω Χρηματιστηρίου, δεν είναι καινούρια, αλλά παλιά, από την εποχή ακόμα του Μαρξ και στη συνέχεια του Λένιν. Αλλωστε, το ίδιο το Χρηματιστήριο είναι δημιούργημα του καπιταλισμού, ακριβώς ως μέσο αγοραπωλησίας μετοχών. Μέσω αυτής της αγοραπωλησίας, αντλούνται κεφάλαια για τις επιχειρήσεις τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, ή μέσω της αγοραπωλησίας μπορούν να αλλάζουν οι ιδιοκτήτες μεγάλων πακέτων μετοχών διαφόρων επιχειρήσεων. Βεβαίως, αυτοί που επιδίδονται στην αγοραπωλησία, οι λεγόμενοι επενδυτές, προσδοκούν να βγάλουν κέρδη απ' αυτήν τη διαδικασία, επιδιώκοντας να πουλήσουν μετοχές όταν αυξάνεται η τιμή τους σε σχέση με την τιμή που αγόρασαν.
Η μετοχή, ως τίτλος ιδιοκτησίας, κατοχυρώνει τη συμμετοχή του ιδιοκτήτη της στα κέρδη της επιχείρησης.
Αλλά ας το δούμε λίγο πιο αναλυτικά.
«Το Χρηματιστήριο Αξιών, ως αγορά κεφαλαίου, είναι συστατικό στοιχείο της ωρίμανσης του καπιταλισμού, οι δε ρίζες της εμφάνισής του βρίσκονται στην εμφάνιση της μετοχικής εταιρίας. Το πρώτο Χρηματιστήριο Αξιών ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, ενώ η άνθηση των Χρηματιστηρίων Αξιών γίνεται με το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. Είχαν προηγηθεί, από το 16ο αιώνα, Χρηματιστήρια ως συναλλακτήρια ξένων νομισμάτων, κρατικών ομολόγων, αλλά και εμπορευμάτων. Η κρίση του 1866, όπως περιγράφει ο Φρ. Ενγκελς στο Συμπλήρωμα και επίλογο του 3ου τόμου στο έργο "Το Κεφάλαιο" του Κ. Μαρξ, οδήγησε στην επέκταση της μετοχοποίησης, στην απόσπαση του καπιταλιστή από την άμεση συμμετοχή στην παραγωγή, ενίσχυσε την τάση να συγκεντρώνονται στα χέρια των χρηματιστών όλη η παραγωγή, η βιομηχανική και η αγροτική, καθώς κι όλη η κυκλοφορία, τα μέσα επικοινωνίας, καθώς και η λειτουργία ανταλλαγής, έτσι ώστε το Χρηματιστήριο να γίνει "ο πιο έξοχος εκπρόσωπος της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής"». 1
Η διαδικασία άντλησης κεφαλαίων με την πώληση ενός μέρους μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου είναι διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι επιχειρήσεις αυξάνουν τα κεφάλαιά τους και τη δυνατότητα επέκτασης των δραστηριοτήτων τους. Επίσης, η διαδικασία αγοραπωλησίας μεγάλων πακέτων μετοχών, οι εξαγορές αποτελούν διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίου, αφού μέσω της αγοραπωλησίας μπορεί να συγκεντρώνονται σε λιγότερα χέρια διάφορες επιχειρήσεις. Πολύ περισσότερο, που σ' αυτήν τη διαδικασία μπαίνουν ολοένα και περισσότερο οι λεγόμενοι θεσμικοί επενδυτές, δηλαδή οι τράπεζες, διάφοροι χρηματοοικονομικοί όμιλοι, ασφαλιστικές εταιρίες, κλπ.
Οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών των επιχειρήσεων διαμορφώνονται σύμφωνα με τους νόμους λειτουργίας της αγοράς. Οταν υπάρχει αυξημένη ζήτηση μετοχών, οδηγεί σε αύξηση της χρηματιστηριακής τιμής τους, ενώ όταν υπάρχει αυξημένη προσφορά τους οδηγεί σε μείωση. Δηλαδή, οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών επιχειρήσεων δεν ταυτίζονται με τις πραγματοποιούμενες αξίες (πώληση εμπορευμάτων) και τα πάγια κεφάλαια (κτιριακές εγκαταστάσεις, μηχανήματα κλπ.) των επιχειρήσεων σε μια δοσμένη χρονική περίοδο.
Ετσι, ο «επενδυτής», δηλαδή αυτός που αγοράζει μετοχές, πληρώνει το χρηματικό τίμημα για την αγορά τους, προσδοκώντας στη δυνατότητα να πουλήσει τις μετοχές σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από την τιμή αγοράς τους.
«Η μετοχή, ως τίτλος ιδιοκτησίας με δόσεις πάνω στην υπεραξία, που θα πραγματοποιήσει το επενδεδυμένο κεφάλαιο στην παραγωγή, είναι η πηγή της αγυρτείας, της κερδοσκοπίας, της διαμόρφωσης πλασματικού κεφαλαίου.
Ετσι, η κερδοσκοπία, που διαμορφώνεται στη βάση των αυξομειώσεων των τιμών των χρηματιστηριακών αξιών, είναι φαινόμενο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, σχετίζεται με τους νόμους λειτουργίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και, πάνω απ' όλα, σχετίζεται με το νόμο της υπεραξίας. Δηλαδή, παρότι οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών δε συμπίπτουν με τις πραγματοποιούμενες υπεραξίες, ωστόσο η γενική τους τάση αντικατοπτρίζει την τάση εξασφάλισης διευρυμένης αναπαραγωγής σε μια επιχείρηση, έναν κλάδο, σε μια οικονομία».2
«Το φαινόμενο της κερδοσκοπικής και παρασιτικής λειτουργίας του κεφαλαίου είναι αναπόφευκτο προϊόν του καπιταλισμού, σχετίζεται με τη μετοχική εταιρία, που είναι κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας, με το ρόλο της Πίστης, η οποία έχει σήμερα πιο αναπτυγμένες σχέσεις με τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Η παρασιτική λειτουργία του κεφαλαίου εκφράζεται σε ιστορικές συνθήκες, που οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής». (Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 108).
Αλλωστε, η ίδια η μετοχική εταιρία δημιουργήθηκε ως αντικειμενικό αποτέλεσμα αυτής της αντίθεσης. Γιατί, από τη μια, μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, από την άλλη, ο καπιταλιστής παράγει για δικό του όφελος, για την αύξηση των κερδών του, για την αύξηση των διαστάσεων του δικού του κεφαλαίου. Αυτό μπαίνει εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής. Και εμφανίζονται οι οικονομικές κρίσεις. Αυτό, επίσης, το εμπόδιο αντιμετωπίζεται στον καπιταλισμό με την ολοένα αυξανόμενη συγκεντροποίηση. Που οδηγεί στη μετοχική εταιρία.
Σχετικά μ' αυτό, ο Μαρξ, στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», σελ. 550, αναφέρει τα εξής:
«Σχηματισμός μετοχικών εταιριών. Επομένως:
1) Τεράστια επέκταση της κλίμακας της παραγωγής και των επιχειρήσεων, που ήταν αδύνατο να γίνουν από τα ξεχωριστά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, τέτοιες επιχειρήσεις, που ήταν προηγούμενα κυβερνητικές, γίνονται εταιρικές.
2) Το κεφάλαιο, που αυτό καθ' αυτό βασίζεται σε κοινωνικό τρόπο παραγωγής και που προϋποθέτει κοινωνική συγκέντρωση μέσων παραγωγής και εργατικών δυνάμεων, παίρνει εδώ άμεσα τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου (κεφαλαίου άμεσα συνεταιρισμένων ατόμων), σε αντίθεση προς το ατομικό κεφάλαιο, και οι επιχειρήσεις του εμφανίζονται σαν εταιρικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση προς τις ατομικές επιχειρήσεις».
Αλλά η εμφάνιση των μετοχών ως τίτλων ιδιοκτησίας της επιχείρησης οδήγησε και στο Χρηματιστήριο, ως μέσο αγοραπωλησίας τους, άρα και στον παρασιτισμό. Επομένως, αυτή η αντικειμενική εξέλιξη και τάση στον καπιταλισμό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί (χτύπημα του παρασιτισμού, εμπόδια στο Χρηματιστήριο), με καμιά πολιτική διαχείρισης. Δεν μπορεί να καταργηθεί το Χρηματιστήριο για να επενδύονται τα κεφάλαια σε παραγωγικούς τομείς. Αλλωστε, η ύπαρξη και δράση του χρηματικού κεφαλαίου είναι απαραίτητη για την ίδια την παραγωγική διαδικασία, την ανάπτυξή της σε συνθήκες που αυξάνεται ολοένα η κοινωνικοποίηση της παραγωγής.
Η προοπτική για την εργατική τάξη, με τον ταξικό της αγώνα, είναι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, των εκμεταλλευτικών σχέσεων, για να υπάρξει αντιστοιχία μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
1, 2. Από τη διάλεξη της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ «Επίκαιρα ιδεολογικά ζητήματα» (ΚΟΜΕΠ, τεύχος 5/1999)

Η συνύπαρξη της τάσης «προστασίας - απελευθέρωσης»της αγοράς στην Ελλάδα



Η συνύπαρξη της τάσης «προστασίας - απελευθέρωσης»της αγοράς στην Ελλάδα
Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε συνοπτικά στη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, που ήταν σχεδιασμένη με βάση το «Σχέδιο Μάρσαλ» και πώς, μέσω αυτής της πολιτικής, συνυπήρχαν η «κρατική προστασία» και η «απελευθέρωση των αγορών».
«Στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού εμφανίζονται επίσης τέτοιες διακυμάνσεις, συνύπαρξη και των δύο τάσεων, δηλαδή και κρατική προστασία της εγχώριας αγοράς και προοδευτική άρση της, που την προώθησαν τόσο οι αστικές κυβερνήσεις του φιλελεύθερου ρεύματος όσο και του σοσιαλδημοκρατικού.
Η αμερικανική "βοήθεια" στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο, από την άποψη της διακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων, αποτύπωνε την ελεύθερη διείσδυση των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων σε συνθήκες μιας ορισμένης προστασίας της εσωτερικής αγοράς»1.
Η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που εντάχθηκαν στο «Σχέδιο Μάρσαλ». Η καπιταλιστική της οικονομία ήταν σχετικά με άλλες καπιταλιστικές οικονομίες κρατών της Δυτικής Ευρώπης καθυστερημένη και αδύνατη, ενώ δεν είχε καταφέρει να ανορθωθεί από τις καταστροφές του πολέμου και αργότερα του εμφυλίου πολέμου. Αλλωστε το κύριο μετά την απελευθέρωση ήταν το ζήτημα της εξουσίας, που λύθηκε υπέρ της αστικής τάξης μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο. Αντικειμενικά, για την αστική τάξη το ζήτημα της ανάπτυξης έπαιρνε επείγοντα χαρακτήρα. Οι ανάγκες ανόρθωσης της βιομηχανίας, αλλά και της αγροτικής οικονομίας, δηλαδή η δημιουργία συνθηκών διευκόλυνσης της αναπαραγωγής του κεφαλαίου με γοργούς ρυθμούς, αποτελούσε θεμέλιο για την πορεία του συστήματος. Αυτό το γνώριζε καλά η αστική τάξη, αλλά δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει μόνη της χωρίς την έξωθεν βοήθεια.
Η εισροή μεγάλων αποθεμάτων τροφίμων από τις ΗΠΑ έδωσε τη δυνατότητα ένα τμήμα του κεφαλαίου να δραστηριοποιηθεί στο εμπόριο. Ταυτόχρονα η εισροή τεράστιων κεφαλαίων σε μεγάλη κλίμακα και σε σύντομο χρονικό διάστημα επέτρεψε μια γρήγορη οικονομική ανάκαμψη.
«Η Αμερικανική Βοήθεια προς την Ελλάδα που προήλθε από όλες αυτές τις πηγές, από το 1944 ως το 1951, έφθασε και ξεπέρασε αρκετά τα δυο δισεκατομμύρια δολάρια, γιατί στο επίσημο σύνολο των 1.922.700.000 δολαρίων, που είναι η βοήθεια αυτής της περιόδου, δεν περιλαμβάνεται η αξία της άμεσης στρατιωτικής βοήθειας που δόθηκε από τον Ιούλιο του 1950, για την οποία δεν υπάρχουν ακόμη αριθμοί» («ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΡΣΑΛ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - Ο ΠΛΗΡΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΡΣΑΛ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1948 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1952», σελ. 11. Πρόκειται για έκδοση η οποία «συνετάχθη και εδημοσιεύθη υπό της Ειδικής Οικονομικής Αποστολής του Οργανισμού Κοινής Ασφαλείας» και «διανέμεται δωρεάν»).
«Το Σχέδιο Μάρσαλ επέδρασε αποφασιστικά στις εξελίξεις στη χώρα. Κατ' αρχήν, συντέλεσε στη σχετικά γρήγορη αποκατάσταση των ζημιών και στην ανάκαμψη μιας οικονομίας σχεδόν πλήρως κατεστραμμένης και εξαιρετικά αδύνατης και χωρίς την καταστροφή. Το 1950, οι δείκτες της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής φθάνουν τα προπολεμικά επίπεδα (1945: περί το 30%). Οι εισροές του Σχεδίου αποκατέστησαν τα κέρδη του μονοπωλιακού κεφαλαίου...» (Θ. Παπαρήγας, «Ριζοσπάστης» 19/6/1997).
Ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας, για την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και αυτό σε συνθήκες απελευθέρωσης (εισροή κεφαλαίων και εμπορευμάτων από τις ΗΠΑ), αλλά σε συνδυασμό με ορισμένη κρατική παρέμβαση με μέτρα προστασίας της. Ας μην ξεχνάμε ότι αρχές της δεκαετίας του '50 άρχισαν να αναπτύσσονται οι κρατικοί τομείς ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών.
«Για τον ελληνικό καπιταλισμό οι διακυμάνσεις, ή ακόμα και η επιλογή περισσότερο υπέρ της μιας ή της άλλης, σχετίζονται με τη συγκεκριμένη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης, συμβάδιζαν μεταπολεμικά, με την πορεία ένταξης και ενσωμάτωσης της χώρας στην ΕΟΚ.
Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να αντιμετωπίζουμε γενικά το ρόλο του κράτους στην προστασία της εγχώριας παραγωγής, ακόμα και με τη μορφή κρατικού μονοπωλίου, στο εύρος της κρατικής προστασίας, στη ρύθμιση των κανόνων του εμπορίου...
Ιστορικά στη χώρα μας υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου, με αντανάκλαση και στις πολιτικές δυνάμεις για τον τύπο της ανάπτυξης, π.χ. βιομηχανική ανάπτυξη με την έννοια της εκτεταμένης χρήσης μηχανικής κινητήριας δύναμης και στη συνέχεια με τις πιο προηγμένες τεχνολογίες της, με την έννοια της προτεραιότητας στην παραγωγή μέσων παραγωγής σε σχέση με την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων. Είναι γνωστή η συζήτηση για το αν έπρεπε να δοθεί βάρος στη βαριά βιομηχανία ή στους βιομηχανικούς κλάδους καταναλωτικών προϊόντων και στην αγροτική παραγωγή. Τελικά βεβαίως επικράτησε η λογική της εκβιομηχάνισης, ανεξάρτητα αν κατά καιρούς επικρατούσε σχετικά περισσότερο η μια ή άλλη αντίληψη για το ποιοι κλάδοι θα πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερο ή λιγότερο.
Αναλόγως με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στην ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά, οι Ελληνες επιχειρηματίες τάσσονται υπέρ ή κατά της απελευθέρωσης αγορών, της σύνδεσης με την ΕΟΚ, της ένταξης στην ΕΕ. Η γενική τάση ήταν το ισχυρότερο τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα να τάσσεται με μεγαλύτερο θάρρος υπέρ της απελευθέρωσης των αγορών και της ΕΟΚ-ΕΕ, λόγω των μέσων που είχαν να συμπράξουν ή να συνυπάρξουν με το ξένο κεφάλαιο, γνωρίζοντας βεβαίως ότι μακροπρόθεσμα η τάση είναι της αλληλοδιαπλοκής, ανεξάρτητα ακόμα από τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι σχετικά μικρότεροι επιχειρηματίες φοβόνταν ότι θα εκτοπιστούν, αν δεν επιτύχουν μια ορισμένη συγκέντρωση ελληνικών κεφαλαίων και είχαν δίκιο, όμως αυτό δεν οδηγούσε στην εγκατάλειψη της ταξικής τους στάσης. Οι επιχειρηματίες αισθάνονται πάντα πολύ πιο ασφαλείς από πολιτική σκοπιά να είναι συνασπισμένοι μεταξύ τους και σε διεθνή βάση, από το να είναι ξεμοναχιασμένοι απέναντι στο εργατικό λαϊκό κίνημα και στις πολιτικές ανακατατάξεις και αλλαγές σε βάρος των συμφερόντων τους στην ίδια τους τη χώρα»2.
Επομένως η λογική περί «προστασίας της εγχώριας αγοράς» ως μια αντίθετη ως προς την «απελευθέρωση» πολιτική διαχείρισης και ωφέλιμη για την εργατική τάξη και το λαό, είναι ουτοπική και πάντως σε συνθήκες καπιταλισμού αντικειμενικά ανεφάρμοστη. Πάντα θα συνυπάρχουν οι δυο τάσεις, ανάλογα με τη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού. Η απάντηση του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να είναι «προστασία» ενάντια στην απελευθέρωση, αλλά λαϊκή οικονομία με τα βασικά μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.
«Το ζήτημα της αξιοποίησης του φυσικού πλούτου της χώρας (ορυκτός, γη, υποθαλάσσιος κλπ.) και της όποιας διαμορφωμένης υποδομής εμείς το βλέπουμε ενταγμένο στον αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό αγώνα, στην τελική του έκβαση στο σοσιαλισμό. Κριτήριό μας δηλαδή είναι οι κοινωνικοοικονομικοί όροι συγκρότησης της παραγωγής, οι όροι με τους οποίους η πρώτη παραγωγική δύναμη, ο άνθρωπος, σχετίζεται με τα μέσα παραγωγής.
Η προβολή της δικής μας αντίληψη για μια ανώτερα οργανωμένη οικονομία, που είναι η σοσιαλιστική, κατανοείται όταν αναδείχνουμε τις δυνατότητες που έχει η χώρα και τις συμμαχίες που πρέπει να επιτυγχάνει σε αντίθεση με την κυρίαρχη μονοδρομική αντίληψη»3.
1, 2, 3 Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 101-103.

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ Το ζήτημα είναι να αλλάξουμε τον κόσμο


ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
Το ζήτημα είναι να αλλάξουμε τον κόσμο
Στις 5 Μάη κλείνουν 185 χρόνια από τη γέννηση τουΚαρλ Μαρξ. Του ανθρώπου, ο οποίος, για πρώτη φορά, έθεσε το ζήτημα της Ιστορίας στην πραγματική του διάσταση ως εξής: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε». Και μας έδωσε, αφού το έβαλε σκοπό της ζωής του, την επιστημονική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, θεμέλιο για την κοινωνική δύναμη, που αποστολή της έχει ν' αλλάξει τον κόσμο και που πήρε τ' όνομά του, «μαρξισμός».
Στο μεγαλοφυές έργο του, «Το Κεφάλαιο», μελετώντας τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, αποκαλύπτει τις εσωτερικές του αντιφάσεις, αποδεικνύοντας ότι το ξεπέρασμά του και η αντικατάστασή του από έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής, τον κομμουνιστικό, είναι το νομοτελειακό, ότι ως τρόπος παραγωγής έχει ιστορικά όρια. Δίνοντας, ταυτόχρονα, και το εργαλείο της πρόβλεψης, σε σχέση με την εξέλιξή του ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Η κοινωνία του καπιταλισμού, και σήμερα, ακόμα και σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες υποκειμενικές κρίσεις των πιο ένθερμων υποστηρικτών της, διέρχεται βαθύτατη κρίση χωρίς διέξοδο. Τα ίδια τα θεμέλια του καπιταλισμού είναι ναρκοθετημένα. Βεβαίως, πολλοί αστοί ιδεολόγοι, διανοητές και οικονομολόγοι, που υπερασπίζονται με πάθος την αστική ιδεολογία, αναγκάζονται να καταφεύγουν στον Μαρξ, για να μελετήσουν ιδέες και υποδείξεις του, σχετικά με το καπιταλιστικό σύστημα. Φαίνεται ότι η ανάλυση του μεγαλύτερου διανοητή στην Ιστορία τούς είναι βολική στην ερμηνεία των σύγχρονων εξελίξεων και της κρίσης του συστήματος. Αλλά το γεγονός ότι ανατρέχουν δε σημαίνει και αποδοχή του μαρξισμού στο σύνολό του. Μάλλον χρειάζονται τον Μαρξ, προκειμένου να ενισχύσουν, μελετώντας τον, το δικό τους οπλοστάσιο, για την αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος. Παρ' όλ' αυτά, δεν μπορούν οι θεωρίες τους να αντιμετωπίσουν, όσο κι αν πασχίζουν, το γεγονός ότι οι ολοένα και εντεινόμενες οικονομικές κρίσεις αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα περάσματος στην ανώτερη κομμουνιστική κοινωνία. Η διεθνοποίηση της δράσης του κεφαλαίου, η μετάβαση από τις εθνικές κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις στις διακρατικές δείχνει την αναντιστοιχία ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και στις παραγωγικές δυνάμεις. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν ξεπεράσει τα όρια του καπιταλισμού. Στον ιμπεριαλισμό, εκδηλώνονται σήμερα όλες οι εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις του στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας. Οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες οξύνονται στο έπακρο. Η οικονομική κρίση κάνει ακόμη πιο ανυπόφορη για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα την κατάσταση σ' όλους τους τομείς της ζωής τους. Και οι ταξικές ανισότητες μεγαλώνουν, ενώ οι ταξικές αντιθέσεις, επίσης, δυναμώνουν. Οι άδικοι πόλεμοι βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Απόδειξη πως οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, σύμφυτες του ίδιου ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, οι οικονομικές κρίσεις, είναι αξεπέραστες, χωρίς την αντικατάστασή του από την κομμουνιστική κοινωνία. Που απαιτεί το επαναστατικό έργο των μαζών, με ηγέτη την εργατική τάξη.
Η οικονομική κρίση, που εμφανίστηκε στα τέλη του 1997 και εξαπλώνεται, χτυπώντας σήμερα τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία κλπ.), δεν είναι μόνον η επιβεβαίωση του Μαρξ, ως προς το γεγονός ότι η κρίση είναι σύμφυτη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά και ως προς τις αιτίες και τις μορφές εκδήλωσής της, σύμφωνα με τον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου», και ως προς το ότι ήδη οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για «την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών» έχουν παραωριμάσει.
Ο Καρλ Μαρξ δεν ήταν μόνον ο μέγιστος θεωρητικός του προλεταριάτου. Ηταν ο ίδιος άνθρωπος της δράσης. Αλλωστε, η Πρώτη Διεθνής ήταν έργο δικό του, ο ίδιος ήταν μέλος του Κεντρικού της Συμβουλίου και πρωτοπόρος καθοδηγητής της δράσης της, παράλληλα με το θεωρητικό του έργο.
Στις 16 Μάρτη, απ' αφορμή τα 120 χρόνια από το θάνατό του, ο «Ριζοσπάστης» παρουσίασε ένα αφιέρωμα με ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από έργα του. Αποσπάσματα, που έδιναν συνοπτικά την πορεία των ερευνών του, της μελέτης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, το αναπόφευκτο της αντικατάστασής του από τον ανώτερο κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής και την αναγκαιότητα των ταξικών αγώνων της εργατικής τάξης, όχι μόνο για τη βελτίωση της θέσης της, αλλά για την προοπτική ανατροπής του συστήματος. Σήμερα, παρουσιάζουμε ένα ακόμη μικρό αφιέρωμα, από την πολυσχιδή πρωτοπόρα δράση του και ως θεωρητικού και ως δραστήριου επαναστάτη. Περιλαμβάνει αναμνήσεις του Φ. Α. Ζόργκε, δραστήριου ηγέτη των Γερμανών και, μετά την απέλασή του από τη Γερμανία, του Τμήματος της Α` Διεθνούς στις ΗΠΑ, συντρόφου και συνεργάτη των Μαρξ - Ενγκελς, που περιγράφει συνοπτικά τον Μαρξ, ως τον πιο ανιδιοτελή άνθρωπο της θεωρίας και της πράξης. Αποσπάσματα από την επιστολή του Μαρξ στον Φ. Μπόλτε στη Ν. Υόρκη, για την υπεράσπιση του προλεταριακού επαναστατικού χαρακτήρα της Α` Διεθνούς από τον οπορτουνισμό. Μικρό απόσπασμα από τη βιογραφία του, από το Ινστιτούτο Μαρξισμού - Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ, για την προετοιμασία του δεύτερου και τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου». Επίσης, σχετικά με την οικονομική κρίση του καπιταλισμού, τις τάσεις και προοπτικές, στις σύγχρονες συνθήκες, δημοσιεύουμε (αναδημοσίευση από την ΚΟΜΕΠ, τ.5/1998), εκτενή αποσπάσματα από το άρθρο της Ελένης Μπέλλου, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του Κόμματος, με τίτλο: «Πίσω από τις χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις».

Ο Φρίντριχ Αντολφ Ζόργκε για τον Μαρξ
Ο Φρίντριχ Αντολφ Ζόργκε
... Εκείνο που πρόσφερε ο Μαρξ, σαν επιστήμονας και σα συνήγορος της εργατικής τάξης, δε χρειάζεται να χαραχτεί σε μπρούντζινες πλάκες, να εξαρθεί με φλογερά λόγια. Κανένα μνημείο από μπρούντζο ή μάρμαρο δε φτάνει για να το πει, μα οι αμέτρητες στρατιές των προλετάριων απ' όλες τις χώρες κι όλες τις ζώνες της γης το νιώθουν αυτό, το ξέρουν και το αποδείχνουν με το ότι οι φάλαγγές τους συνεχώς πυκνώνουν, κάτω απ' το αθάνατο κάλεσμα μάχης που τους αφιέρωσε ο Μαρξ.
Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!
Μόνο λίγοι άνθρωποι έχουν μάθει σε πόσο μεγάλες θυσίες έχουν υποβληθεί ο Μαρξ και η πιστή σύντροφος της ζωής του για τις πεποιθήσεις τους, πόσες στερήσεις και βάσανα υπομείνανε, όταν αυτός δημιουργούσε το αθάνατο έργο του, όταν άνοιγε καινούριους δρόμους στις σημαντικότερες κατηγορίες των επιστημών και κατέβαλε προσπάθειες ακαταπόνητες και γιομάτες ειλικρίνεια για να βοηθήσει το ανέβασμα της εργατικής τάξης με τη συμβολή και τα έργα του.
Ωστόσο, ασταμάτητα εκτοξεύονταν συκοφαντίες σε βάρος του και τα ελατήρια της δράσης του παρουσιάζονταν, απ' ορισμένους, σαν ύποπτα. Γι' αυτό και τρεις παλιοί σύντροφοι των αγώνων του δημοσίευσαν, εδώ και πενήντα χρόνια, στις 7 Νοέμβρη 1853, ένα κείμενο, απ' το οποίο παραθέτουμε εδώ μερικά αποσπάσματα:
«Οπως ο καθένας ξέρει, ο Μαρξ δεν ενόχλησε ποτέ το κοινό ούτε με μια γραμμή αφιερωμένη στις προσωπικές του θυσίες για την επανάσταση. Αντίθετα, τίποτα δεν τον έκανε ν' αγανακτεί πιο πολύ απ' ό,τι η φτηνή συμπόνια του μικροαστού. Αν όμως χρειάζεται να του τα ψάλλουμε του οποιουδήποτε άσωτου μικροαστού και ξεπεσμένου κηφήνα, τότε νομίζουμε ότι για το συμφέρον της υπόθεσής μας πρέπει να διακόψουμε τη σιωπή μας.
Ο Κάρλ Μάρξ και ο Φρίντριχ Ενγκελς με τις τρεις κόρες του Μάρξ, Τζένι, Λάουρα και Ελεάνορ (1864)
Οταν ο Μαρξ, σα φίλος των εργατών, τη δημοφιλία του, αυτό το εμπόρευμα που 'χει πέραση, τη χρησιμοποιεί καθημερινά, για να καταπολεμήσει τις τάσεις κλικοποίησης, τότε το κόμμα πρέπει να ξέρει πόση αξία έχουν αυτές οι επιθέσεις ενάντια στο πρόσωπό του.
Απ' το 1843 ως τα σήμερα, ο Μαρξ κι ο Ενγκελς εργάστηκαν δωρεάν για τη «Νιου Μόραλ Γουόρλντ» του Οουεν, για τη «Νόρθεν Σταρ» του Ο' Κόνορ, για τις «Ντεμόκρατικ Ρίβιου», «Ρεπούμπλικαν» και «Φρεντ οφ δι Πίπελ» του Χάρνεϊ, για τη «Νοτς του δι Πίπελ» και «Πιπλς Πέιπερ» του Τζονς, για τη «Ρεφόρμ» στο Παρίσι (πριν απ' την επανάσταση) και γι' άλλες εφημερίδες, στο Βέλγιο και το Παρίσι («Ντόιτσε Μπρίσελερ Τσάιτουνγκ» του Μπόρνστεντ, «Ατελιέ» κ.ο.κ.). Ο Μαρξ κι ο Ενγκελς προτίμησαν πάντα να δρουν ανώνυμα για τα πραγματικά επαναστατικά κόμματα κάθε χώρας, προτίμησαν να 'χουν πραγματική επιρροή, αντί μιαν επιρροή ονομαστική. Ο Φλοκόν, μέλος της προσωρινής κυβέρνησης, είχε προτείνει και στους δυο τους χρηματική αμοιβή όση θέλανε, μ' αυτοί δεν το δέχτηκαν.
Αντίθετα, μάλιστα, εμείς ξέρουμε καλά ότι με την έκρηξη της επανάστασης του Φλεβάρη, ο Μαρξ πλήρωσε, από δικά του χρήματα, χιλιάδες τάλιρα. Ενα μέρος για να οπλιστούν οι εργάτες στις Βρυξέλλες όπου επερχόταν επανάσταση, γεγονός για το οποίο αυτός καθώς και η γυναίκα του φυλακίστηκαν από τις βελγικές αρχές, ένα άλλο μέρος για να διοχετεύσει φίλους στη Γερμανία και να κατευθύνει την επαναστατική τους δραστηριότητα και τέλος ένα τρίτο μέρος για τα πρώτα φύλλα της νεοϊδρυμένης τότε «Νέας Εφημερίδας της Ρηνανίας». Γι' αυτή την εφημερίδα και για επαναστατική προπαγάνδα ο Μαρξ στα 1848-49 ξόδεψε 7.000 τάλιρα περίπου, ένα ποσό σε ρευστό χρήμα, από την περιουσία τη δικιά του και της γυναίκας του και τα υπόλοιπα σε δικαστικά κατοχυρωμένες αξίες από το κληρονομικό του μερίδιο. Πώς έγινε και η εφημερίδα καταβρόχθισε ένα μεγάλο μέρος απ' αυτή τη θυσία; Στην αρχή, ο αριθμός των μετόχων ήταν μεγάλος, όταν όμως ξέσπασε η επανάσταση του Ιούνη και η «Νέα Εφημερίδα της Ρηνανίας» ήταν η μόνη εφημερίδα στη Γερμανία που τάχθηκε με το μέρος της, τότε, όπως ήτανε φυσικό, οι αστοί αποτραβήχτηκαν.
Η αποχώρηση των μικροαστών ήρθε μαζί με την κήρυξη της κατάστασης πολιορκίας στην Κολωνία. Ο Μαρξ πήρε, λοιπόν, την εφημερίδα απ' τα χέρια των μετόχων σαν «προσωπική περιουσία» πράμα που σημαίνει ότι ανέλαβε «όλα της τα χρέη και τις δεσμεύσεις». Η εφημερίδα ήρθε, πάλι, σε θέση να τα πληρώσει τα χρέη της, όταν κλείστηκε. Οταν ο Μαρξ γύρισε, το 1849 (το Μάη), από ένα ταξίδι του στο Αμβούργο, είχε κιόλας κοινοποιηθεί στη γυναίκα του η διαταγή των αρχών για την απέλασή του. Η εφημερίδα απαγορεύτηκε. Η περιουσία της, που καταγράφηκε ήταν: 1ον ένα ατμοκίνητο πιεστήριο, 2ον ένα πρόσφατα δημιουργημένο στοιχειοθετήριο, 3ον χίλια τάλιρα, χρήματα από συνδρομές, στο ταχυδρομείο. Ο Μαρξ τ' άφησε όλα εκεί, για να καλυφθούν τα χρέη της εφημερίδας.
Με 300 τάλιρα που δανείστηκε, πλήρωσε στοιχειοθέτες και πιεστές και φυγάδεψε τους συντάχτες. Ούτε μια πεντάρα απ' αυτά δεν πήγε στο προσωπικό του ταμείο...
Για να καλύψει το ταξίδι και τ' άλλα οικογενειακά του έξοδα, ο Μαρξ έβαλε ενέχυρο τ' ασημικά του, στη Φραγκφούρτη, ασημένιες κανάτες, κηροπήγια κι άλλα παρόμοια, όλα από κληρονομιά της γυναίκας του, που κατάγονταν από παλιά οικογένεια ευγενών της Σκοτίας.
Ετσι, ο Μαρξ έφτασε στο Λονδίνο «σε θλιβερή κατάσταση», απ' την οποία, και πάλι, ο ίδιος κατόρθωσε να βγει με την ενεργητικότητά του. Αν έφτασε οικονομικά χρεοκοπημένος στο Λονδίνο, τέτοιον τον έκανε η επανάσταση. Αν δεν κατόρθωσε νωρίτερα «να δυναμώσει» και πάλι αυτό συνέβη, γιατί προτιμούσε να κάνει δωρεάν διαλέξεις στους εργάτες, παρά να κλαψουρίζει για να του δώσουν λεφτά οι αστοί. Αν στο Λονδίνο τού πέθανε ένα παιδί και δεν είχε λεφτά να το θάψει, αυτό ας το πούμε έτσι, συνέβη γιατί δεν έβλεπε την επανάσταση σα μια γελάδα για άρμεγμα.
Οι συλλήψεις στην Κολωνία... είχαν για το Μαρξ, τον άνθρωπο με τη «φαρμακερή πένα», σ' αντίθεση με τους ανθρώπους των «καλών προθέσεων» τις εξής επιπτώσεις:
Ο Μπέκερ είχε αναλάβει την έκδοση συλλογής των έργων του. Το πρώτο τετράδιο κυκλοφόρησε κι είχε 15.000 αγοραστές, όπως διαπιστώθηκε στη δίκη της Κολωνίας. Ο ίδιος είχε παραλάβει απ' το Μαρξ τη συνέχεια της έκδοσης μιας μηνιάτικης επιθεώρησης στο Λίτιχ. Και οι δυο αυτές προσπάθειες κατέρρευσαν με τη σύλληψη του Μπέκερ, δηλαδή τα «έσοδα του Μαρξ από εργασία τουλάχιστο μιας χρονιάς». Κάποιος βιβλιέμπορος, στη Φραγκφούρτη, ήταν έτοιμος ν' αναλάβει την έκδοση της «Οικονομίας» του Μαρξ (90 τυπογραφικά φύλλα). Η δίκη όμως των κομμουνιστών τον τρόμαξε. Απώλεια ενός Κεφαλαίου για το Μαρξ.
Ετσι, λοιπόν, καλά ή κακά, βοηθούσε τον εαυτό του ο Μαρξ, που κι αυτός κι η οικογένειά του ήταν αλλιώς μαθημένοι, και που είχε πλατύ κοινωνικό κύρος κι εκτίμηση και που, στο μεταξύ, υποσκάφτηκε, κατά τόσο «αστικό» τρόπο, με ψευτιές και συκοφαντίες.
Αν το γερμανικό εργατικό κόμμα ανέχεται να ενοχοποιούνται, κατά τέτοιο άθλιο τρόπο, άνθρωποι όπως ο Μαρξ, που είναι αστικής καταγωγής και που χαιρετίστηκε μ' ενθουσιασμό σα συγγραφέας από την αστική τάξη (τον καιρό της «παλιάς» «Εφημερίδας της Ρηνανίας») και που θυσίασε όχι μόνο τη δουλιά του, τη θέση του, αλλά και την περιουσία του και την ησυχία της οικογένειας του, τότε - ναι, τότε - ο καθένας θα 'πρεπε να καταδικάσει αυτό το κόμμα».
Νέα Υόρκη, 7 Νοέμβρη 1853
Γ. Βαϊντεμάγιερ, Αντολφ Κλους, Δόκτωρ Α. Γιακόμπι
Κατηγόρησαν το Μαρξ πως ήταν φίλαρχος, πως φερνόταν ψυχρά και με υπεροψία.
Τι αδικία! Ο Μαρξ δεν έδειξε ποτέ πρόθεση για κυριαρχία πάνω στους άλλους και μόνο στις ανώτερες γνώσεις του, την ευρύτατη μόρφωσή του στην παγκόσμιας ευρύτητας παιδεία του και στο χαρακτήρα του, που ενέπνεε το σεβασμό, οφειλόταν η επιρροή που είχε, ιδιαίτερα στο παλιό Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς στο Λονδίνο, που τα τέσσερα πέμπτα σχεδόν από τα μέλη του ήταν Αγγλοι και Γάλλοι και μόλις δυο ή τρεις ήταν Γερμανοί εργάτες.
Στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες, στην Κολωνία και το Λονδίνο μιλούσε στους εργάτες, έκανε στις εργατικές ενώσεις διαλέξεις, απ' τις οποίες δυστυχώς σώθηκαν πολύ λίγες, και στο Γενικό Συμβούλιο διατύπωνε θεμελιωμένες τις απόψεις και τις προτάσεις του - που οι πιο πολλές τους αποτελούσαν και την κατευθυντήρια γραμμή του Συμβουλίου - σε μακριές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις γνωμών, με λογική που μπορούσε να πείσει και τον πιο δύσκολο συζητητή. Και δεν ήταν μόνο η λογική. Ηταν και η θέρμη του λόγου του, ο ζεστός του τόνος. Φτάνει και μόνο να διαβάσει κανείς τις τελευταίες φράσεις απ' τον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία».
Στο στενό του περιβάλλον, ο Μαρξ ήταν ένας άνθρωπος αξιαγάπητος, με μεγάλη ευαισθησία κι εγκαρδιότητα, διαπίστωση που επιβεβαιώνεται απ' όλους όσοι είχαν την ευτυχία να ζήσουν από κοντά αυτό τον άνθρωπο. Ακαμπτα αυστηρός ήταν ο Μαρξ απέναντι στους υποκριτές, τους αμαθείς, τους ψευτοπερήφανους και τους αλαζόνες κι αυτοί ήταν που πάντα προσπάθησαν ν' αμαυρώσουν το Μαρξ και το χαρακτήρα του, που επινόησαν και διάδωσαν τους μύθους για τη φιλαρχία του κλπ. Ποιος άλλος είχε γνωρίσει τόσο τις σκληρές ανάγκες της ζωής όσο αυτός, που ήταν πάντα έτοιμος να βοηθήσει και που όπου του 'τανε δυνατό, βοήθησε! Πολλά τέτοια παραδείγματα θα μπορούσε ν' αναφέρει κανείς. Φτάνει όμως κι ένα: Οταν το Συνέδριο της Βορειοαμερικανικής Ομοσπονδίας της Διεθνούς Εργατικής Ενωσης τέλειωσε, στις αρχές Ιούλη του 1872, τις εργασίες του και ανέδειξε, μ' εκλογές, αντιπροσώπους για το γενικό συνέδριο στη Χάγη, ένας εργάτης ήρθε σ' έναν απ' τους αντιπροσώπους που 'χαν εκλεγεί και του 'δωσε ένα χρηματικό ποσό για το Μαρξ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν εργάτης απ' τη Ρηνανία, φανατικός οπαδός του Λασσάλ, το 1864 ή το 1865 είχε αναγκαστεί ν' αφήσει την πατρίδα του και την οικογένεια του, ήρθε αδέκαρος στο Λονδίνο και παρακάλεσε το Μαρξ να του συμπαρασταθεί, για να συνεχίσει το ταξίδι του στην Αμερική. Ο Μαρξ τον είχε βοηθήσει, μολονότι ο ίδιος κάθε άλλο παρά βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση.
Οταν οι πρόσφυγες της Κομμούνας εμφανίστηκαν στο Λονδίνο, ο Μαρξ κι η οικογένεια του έκαναν πολύ μεγάλες προσπάθειες για να τους βοηθήσουν και να τους βρούνε δουλιά. Κι εκτός από τους πρόσφυγες, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι του, συναντούσε κανείς εκεί, πολύ συχνά, κι εργάτες απ' την επαρχία, απ' το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ, από το Λονδίνο, απ' την Ευρώπη, απ' την Αμερική κι άλλα μακρινά μέρη του κόσμου.
Ο Μαρξ είχε ανοιχτό σπίτι κι είχε και χέρι ανοιχτό.
  • «Ο "ΜΑΥΡΟΣ", Αναμνήσεις για τον Καρλ Μαρξ», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Κ. ΜΑΡΞ
Επιστολή του Μαρξ στον Φρίντριχ Μπόλτε στη Νέα Υόρκη
Λονδίνο 23 Νοεμβρίου 1871
Διακήρυξη της Διεθνούς στην Εθνική Ενωση Εργασίας των ΗΠΑ που έγραψε ο Μάρξ στις 12 του Μάη 1869
Δοκίμασα μεγάλη έκπληξη, όταν πληροφορήθηκα ότι το υπ' αριθ. 1 Γερμανικό Τμήμα (στη Ν. Υόρκη) υποψιάζεται πως το Γενικό Συμβούλιο εκδηλώνει κάποια μεροληπτικότητα απέναντι στους αστούς φιλελεύθερους και σε κάποιες ομάδες αιρετικών και ντιλετάντηδων.
Το πράγμα είναι εντελώς αντίσφορο.
Η Διεθνής ιδρύθηκε για να αντικαταστήσει τις σοσιαλιστικές ή μισο-σοσιαλιστικές αιρέσεις με μια πραγματική οργάνωση της εργατικής τάξης για αγώνα. Στο αρχικό Καταστατικό και στην Ιδρυτική Διακήρυξή της αυτό φαίνεται με την πρώτη ματιά. Εξάλλου, η Διεθνής δε θα μπορούσε να στεργιώσει, αν η ιστορική διαδικασία δεν είχε ήδη συντρίψει τις αιρέσεις. Η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών αιρέσεων και η ανάπτυξη του πραγματικού εργατικού κινήματος βρίσκονταν πάντα σε μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη. Οι αιρέσεις έχουν (ιστορική) δικαίωση, όσο η εργατική τάξη είναι ακόμα ανώριμη για ένα αυθυπόστατο ιστορικό κίνημα. Μόλις φτάσει σ' αυτή την ωριμότητα, οι αιρέσεις γίνονται ουσιαστικά αντιδραστικές. Αλλωστε, στην ιστορία της Διεθνούς αποκαλύφθηκε εκείνο που αποκαλύπτεται ανέκαθεν στην ιστορία. Ο,τι έχει παλιώσει, επιχειρεί να παλινορθωθεί και να εδραιωθεί μέσα στα πλαίσια των νέων μορφών που προέκυψαν.
Η ιστορία της Διεθνούς ήταν επίσης ένας αδιάκοπος αγώνας του Γενικού Συμβουλίου ενάντια στις αιρέσεις και τους ερασιτεχνικούς πειραματισμούς, που προσπαθούσαν να επιβληθούν μέσα στη Διεθνή σε αντίθεση με το πραγματικό κίνημα της εργατικής τάξης. Η διαπάλη αυτή γινόταν στα Συνέδρια, πολύ περισσότερο όμως στις ιδιαίτερες συζητήσεις του Γενικού Συμβουλίου με τα κατά τόπους τμήματα.
Επειδή στο Παρίσι οι προυντονικοί (μουτουαλιστές*) ήσαν απ' τους συνιδρυτές της Ενωσης, ήταν επόμενο, τα πρώτα χρόνια, να κρατούν αυτοί το πηδάλιο εκεί. Αργότερα, φυσικά, σαν αντίβαρο προς αυτούς, δημιουργήθηκαν εκεί οι ομάδες των κολεκτιβιστών, των ποζιτιβιστών και άλλων.
Στη Γερμανία είναι η κλίκα των λασσαλικών. Εγώ ο ίδιος, αλληλογραφούσα δυο χρόνια με τον περιβόητο Σβάιτσερ και του υπέδειχνα κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η Οργάνωση του Λασσάλ είναι απλώς μια αιρετική οργάνωση και σαν τέτοια είναι εχθρική προς την Οργάνωση του πραγματικού εργατικού κινήματος που επιδιώκει η Διεθνής. Αυτός όμως είχε τους «λόγους» του να μην το εννοεί.
Στα τέλη του 1868 μπήκε στη Διεθνή ο Ρώσος Μπακούνιν, με σκοπό να συγκροτήσει μέσα στους κόλπους τηςμια δεύτερη Διεθνή με αρχηγό τον ίδιο και με την επωνυμία «Alliance de la Domocratie Socialiste». Ο Μπακούνιν - ένας άνθρωπος που δεν είχε διόλου θεωρητικές γνώσεις - είχε την αξίωση να εκπροσωπεί, με την ιδιαίτερη αυτή οργάνωση, την επιστημονική προπαγάνδα της Διεθνούς και να τη μετατρέψει σε ειδικότητα της δεύτερης αυτής Διεθνούς μέσα στη Διεθνή.
Το πρόγραμμά του ήταν ένα προχειροφτιαγμένο συναξάρι - ισότητα των τάξεων (!), κατάργηση του δικαιώματος κληρονομιάς ως απαρχή κοινωνικού κινήματος (μονομανία του Σεν-Σιμόν), αθεϊσμός, που ορίζεται για τα μέλη της Διεθνούς σαν θεωρητικό πιστεύω κτλ. και, σαν θεμελιώδες δόγμα, η (προυντονική) αποχή από την πολιτική κίνηση.
Αυτός ο μύθος για μικρά παιδιά βρήκε απήχηση (κι έχει ακόμα κάποια πέραση) στην Ιταλία και την Ισπανία, όπου οι πραγματικοί όροι του εργατικού κινήματος είναι ακόμα όχι πολύ αναπτυγμένοι, και σε μερικούς ματαιόδοξους, αρχομανείς, κουφιοκέφαλους δογματικούς στη ρωμανική Ελβετία και στο Βέλγιο.
Για τον κ. Μπακούνιν, το θεωρητικό του πιστεύω (απομεινάρια που μάζεψε, διακονεύοντας απ' τον Προυντόν, τον Σεν-Σιμόν κ.ά.) ήταν και παραμένει κάτι το παρεπόμενο, απλώς ένα μέσο για την προσωπική του ανάδειξη. Αν όμως θεωρητικά είναι ένα μηδενικό, σαν μηχανορράφος βρίσκεται στο στοιχείο του.
Το Γενικό Συμβούλιο χρειάστηκε να αντιπολεμήσει χρόνια ολόκληρα αυτή τη συνωμοσία (που ως ένα ορισμένο βαθμό είχε την υποστήριξη των Γάλλων προυντονικών, ιδίως στη Νότια Γαλλία). Τελικά, με τις αποφάσεις αρ. 1, 2 και 3, IX, XVI και XVII που ψήφισε η Συνδιάσκεψη, κατάφερε το προετοιμαζόμενο από καιρό πλήγμα.
Αυτονόητο είναι πως το Γενικό Συμβούλιο δε θ' αρχίσει να υποστηρίζει στην Αμερική αυτό που καταπολεμά στην Ευρώπη. Οι αποφάσεις αρ. 1, 2, 3 και IX δίνουν τώρα στην Επιτροπή Νέας Υόρκης τα νόμιμα όπλα για να ξεκαθαρίσει όλες τις αιρέσεις και τις ομάδες των ντιλετάντηδων και, στην ανάγκη, να τις διαγράψει.(...)
Το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης έχει βέβαια ως τελικό σκοπό την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για δικό της λογαριασμό και γι' αυτό, φυσικά, χρειάζεται προηγουμένως μια οργάνωση της εργατικής τάξης, μια οργάνωση που να είναι σε κάποιο βαθμό αναπτυγμένη και να εκπορεύεται μέσα από τους ίδιους τους οικονομικούς αγώνες.
Αλλά, απ' την άλλη μεριά, κάθε κίνημα, με το οποίο η εργατική τάξη αντιπαρατάσσεται στις κυρίαρχες τάξεις ως τάξη και προσπαθεί να τις κατανικήσει με μια πίεση απ' τα έξω, είναι κίνημα πολιτικό. Λόγου χάρη, η προσπάθεια να υποχρεωθούν οι κάποιοι κεφαλαιοκράτες σε κάποιο εργοστάσιο ή σε κάποιο βιομηχανικό κλάδο με απεργίες κτλ. να μειώσουν τις ώρες εργασίας, είναι μία κίνηση καθαρά οικονομική. Απεναντίας, ένα κίνημα, που έχει σκοπό να επιβάλει την ψήφιση ενός νόμου για το οκτάωρο κτλ., είναι κίνημα πολιτικό. Κι έτσι, απ' τα σποραδικά οικονομικά κινήματα των εργατών, αναπτύσσεται παντού ένα πολιτικό κίνημα, δηλαδή ένα κίνημα της τάξης,που αποσκοπεί στην υλοποίηση των συμφερόντων της με γενικευμένη μορφή, δηλαδή με μια μορφή, που έχει γενική ισχύ για όλη την κοινωνία. Αν τα κινήματα αυτά προϋποθέτουν ότι πρέπει να υπάρχει προηγουμένως μια ορισμένη οργάνωση, τότε, με τη σειρά τους και στον ίδιο βαθμό, αποτελούν επίσης μέσο για την ανάπτυξη αυτής της οργάνωσης.
Οπου η εργατική τάξη δεν έχει ακόμα προχωρήσει αρκετά στην οργάνωσή της για να επιχειρήσει μια αποφασιστική εκστρατεία ενάντια στην απρόσωπη εξουσία, δηλαδή ενάντια στην πολιτική εξουσία των κυρίαρχων τάξεων, πρέπει οπωσδήποτε να προπαρασκευάζεται γι' αυτό, με μια αδιάκοπη ζύμωση εναντίον αυτής της εξουσίας, με μια στάση αντιπαράθεσης προς την πολιτική των κυριάρχων τάξεων. Σε αντίθετη περίπτωση, παραμένει ένα άθυρμα στα χέρια τους, όπως το απέδειξε η Σεπτεμβριανή επανάσταση στη Γαλλία και όπως το αποδείχνει σ' ένα βαθμό το παιχνίδι που παίζει ως τώρα με επιτυχία ο κ. Γλάδστων και Σία στην Αγγλία.
  • Κ. ΜΑΡΞ - Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ, «Απαντα», τόμ. 33, σελ. 328-330.
* Οι προυντονικοί πήραν την ονομασία μουτουαλιστές (mutualistes) απ' το σύνθημά τους για «αλληλοβοήθεια» (mutuel = αμοιβαίος)

Προετοιμασία για τον 2ο και 3ο τόμο του «Κεφαλαίου»
Ο Κάρλ Μάρξ το 1861. Αυτή είναι η πρώτη γνωστή φωτογραφία του.
Ο Μαρξ από το 1867 ακόμα άρχισε να ξαναδουλεύει τα χειρόγραφα, που τα είχε γράψει στα τέλη του 1865 και θα έπρεπε να αποτελέσουν τα επόμενα βιβλία του «Κεφαλαίου». Η δουλιά αυτή, με ορισμένες διακοπές, συνεχίστηκε ως το θάνατο του Μαρξ.
Πριν απ' όλα ο Μαρξ μελέτησε πολύ βαθιά τις αγροτικές σχέσεις διαφόρων χωρών και τα νέα φαινόμενα της οικονομίας του καπιταλισμού. Σε γράμμα του προς τον παράγοντα του γερμανικού και του αμερικάνικου εργατικού κινήματος Ζ. Μέιερ στις 4 του Ιούλη 1868 τον παρακαλούσε να του στέλνει από καιρό σε καιρό αμερικάνικες εφημερίδες. «Ιδιαίτερα θα είχε για μένα μεγάλη αξία, αν θα μπορούσατε να συγκεντρώσετε κάτι το αντικεφαλαιοκρατικό σχετικά με τη γαιοκτησία και τις αγροτικές σχίσεις στις Ενωμένες Πολιτείες», (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 23, σελ. 26). Τα υλικά αυτά τα χρειαζόταν ο Μαρξ για να αντικρούσει τον αστό οικονομολόγο Κέρι στην εξέταση του ζητήματος της γαιοπροσόδου. Στις 7 του Οχτώβρη 1868 γράφει στον Ντανιελσόν, ότι δεν μπορεί να ετοιμάσει το II τόμο για τύπωμα «εφόσον δεν τελειώσουν μερικές επίσημες έρευνες, που άρχισαν τον περασμένο χρόνο και το 1866 στη Γαλλία, τις Ενωμένες Πολιτείες και την Αγγλία, ή εφόσον δε δημοσιευτούν τα στοιχεία των ερευνών αυτών», (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 32, σελ. 469). Τέλος στα μάτια του Μαρξ όλο και πιο αδρά διαγράφεται η εξαιρετική σημασία των ρούσικων υλικών. Ετσι το 1871 έφτασε στο συμπέρασμα, ότι χρειάζεται να ξαναδουλέψει ριζικά όλο το χειρόγραφο του δεύτερου τόμου.
Στα τέλη της έβδομης με αρχές της όγδοης δεκαετίας ο Μαρξ έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να τελειώσει πιο γρήγορα «Το Κεφάλαιο». Ομως, δίπλα στο «Κεφάλαιο» είχε και άλλες σοβαρές υποχρεώσεις. Σε γράμμα προς τον Ντανιελσόν, στις 9 του Νοέμβρη 1871, παραπονούνταν ότι τους τελευταίους μήνες ήταν τόσο πολύ απασχολημένος, ώστε να μην του μένει καιρός για τη θεωρητική του εργασία. Στις 28 του Μάη 1872 ο Μαρξ του ομολογούσε: «Είμαι πολύ εξαντλημένος και συναντώ πολλά εμπόδια στις θεωρητικές μου ασχολίες, γι' αυτό μετά το Σεπτέμβρη σκοπεύω να βγω από την εμπορική υπόθεση, που τώρα πέφτει στις δικές μου κυρίως πλάτες και, όπως σας είναι γνωστό, έχει τις διακλαδώσεις της σε όλο τον κόσμο, (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 33, σελ. 403). Για συνωμοτικούς λόγους ο Μαρξ ονομάζει εδώ «εμπορική υπόθεση» το Γενικό Συμβούλιο της Ι Διεθνούς. Για την πρόθεσή του να παραιτηθεί από την τρέχουσα πρακτική δουλιά στη Διεθνή ο Μαρξ είχε μιλήσει πολλές φορές και νωρίτερα. «Σας είπα στο Λονδίνο, ότι συχνά διερωτώμαι - έγραφε στις 24 του Νοέμβρη 1871 στον παράγοντα του βελγικού εργατικού κινήματος Ντε Παπ - δεν έφτασε άραγε ο καιρός να βγω από το Γενικό Συμβούλιο; Οσο πιο πολύ αναπτύσσεται η Ενωση, τόσο περισσότερος χρόνος μου φεύγει και στο κάτω κάτω της γραφής, θα πρέπει κάποτε να τελειώσει "Το Κεφάλαιο"», (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 33, σελ. 287). Πραγματικά η επεξεργασία του «Κεφαλαίου» και η καθοδήγηση της Διεθνούς ήταν δυο εντελώς διαφορετικές σφαίρες δράσης και δεν μπορείς να μη θαυμάσεις, όταν σκέφτεσαι πόση δύναμη και ενέργεια αφιέρωνε ο Μαρξ και στη μια και την άλλη δουλιά, και δεν μπορείς, να το φανταστείς, πώς μπορούσε γενικά να συνδυάζει ένας άνθρωπος, που, εξάλλου, δεν ήταν νέος και γερός σωματικά, και που βασανιζόταν από τη μεγάλη ανέχεια και τις ατέλειωτες αντιξοότητες της ζωής. Αλήθεια, ο μεγάλος σκοπός γεννά μεγάλη ενέργεια, που κάνει θαύματα.
Στα τέλη του 1869 ο Μαρξ άρχισε να μαθαίνει τη ρώσικη γλώσσα. Κίνητρο για το μεγάλο ενδιαφέρον απέναντι στη ρώσικη γλώσσα και τη ρώσικη κοινωνική σκέψη ήταν για τον Μαρξ το βιβλίο, που του το έστειλαν από την Πετρούπολη, του Ν. Φλερόβσκι «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στη Ρωσία». Το βιβλίο με το πρώτο διάβασμα του έκανε μεγάλη εντύπωση. Ο Μαρξ θεωρούσε απόλυτα αναγκαίο να μελετήσει τη ρούσικη οικονομική φιλολογία και τις πρώτες πηγές, ιδιαίτερα στο ζήτημα των σχέσεων της γαιοκτησίας.
Αφού μελέτησε σε σύντομο διάστημα μερικά στοιχεία γραμματικής, ο Μαρξ άρχισε αμέσως να διαβάζει ρώσικα κείμενα με λεξικό. Στα πρώτα μαθήματα χρησιμοποίησε ένα αντίτυπο από το βιβλίο του Χέρτσεν «Φυλακές και εξορίες» (το μέρος «Παρελθόν και σκέψεις») με το ίδιο βιβλίο κάποτε είχε ασχοληθεί ο Ενγκελς. Οι μεταφράσεις και οι ρώσικες ρίζες, που είχε σημειώσει στο περιθώριο ο Ενγκελς, διευκόλυναν πολύ τον Μαρξ στην αφομοίωση της γλώσσας. Πολύ γρήγορα μπόρεσε να καταπιαστεί και με το βιβλίο του Φλερόβσκι. Στις 10 του Φλεβάρη 1870 με ικανοποίηση έγραφε στον Ενγκελς, ότι διάβασε κιόλας 150 σελίδες.
Ο Μαρξ σημείωνε στο περιθώριο μεταφρασμένες τις άγνωστες λέξεις και όσο πλησίαζε προς το τέλος τόσο λιγότερες σημειώσεις έκανε. Διάβαζε πια αρκετά γρήγορα. Τώρα έκανε παρατηρήσεις πάνω στην ουσία του κειμένου μαζί και κριτική. Οσο μεγάλη αξία κι αν έδωσε ο Μαρξ στο περιεχόμενο αυτής της εργασίας και στα στοιχεία, που απέδειχναν την ύπαρξη στη Ρωσία κεφαλαιοκρατικού τομέα, την αποσύνθεση της κοινότητας και την ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής, δεν μπορούσε να μη δει και τις αδύνατες πλευρές της κοσμοθεωρίας του συγγραφέα, την εξιδανίκευση των κοινοτικών σχέσεων, τις συγγενικές με ορισμένες αντιλήψεις του Προυντόν αυταπάτες του για «αρμονία των τάξεων». Ετσι στη σελίδα του βιβλίου, όπου ο Φλερόβσκι διατύπωνε την ευχή, να αισθάνονται ο κεφαλαιοκράτης και ο εργάτης τον εαυτό τους όχι σαν «εργοδότης και μισθωτός», αλλά σαν «σύντροφος» και «αδελφός» ο Μαρξ έκανε την ακόλουθη πολυσήμαντη παρατήρηση: «Παλιά αυταπάτη!» (Αρχείο Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Μόσχα - Λένινγκραντ, 1929, Βιβλίο ΙΥ, σελ. 376).
Το μεγάλο γενικά, κατάμεστο από πραγματικά στοιχεία βιβλίο του Φλερόβσκι έδωσε στον Μαρξ εκείνο, που μόνο εν μέρει θα μπορούσε να βρει σε άλλες πηγές διαστρεβλωμένες από την επίσημη αισιοδοξία ή από τις υποκειμενικές αντιλήψεις. «Διαβάζοντας το έργο του φτάνω στην ακράδαντη πεποίθηση ότι στη Ρωσία είναι αναπόφευκτη και κοντά η πιο μεγάλη κοινωνική επανάσταση - φυσικά στις πρωταρχικές εκείνες μορφές, που ανταποκρίνονται στο σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης της Μόσχας - έγραφε ο Μαρξ στους Λαφάργκ. Καλές ειδήσεις. Η Ρωσία και η Αγγλία - δυο μεγάλα στηρίγματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού συστήματος». (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 32, σελ. 549).
Μετά το βιβλίο του Φλερόβσκι ο Μαρξ, όπως φαίνεται, στο πρώτο εξάμηνο του 1870 διάβασε τον τόμο της συλλογής έργων του Μ. Γ. Τσερνισέβσκι, έκδοση Γενεύης, που περιλάβαινε την εργασία «Προσθήκες και παρατηρήσεις στο πρώτο βιβλίο πολιτικής οικονομίας του Τζον Στιούαρτ Μιλ». Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου παράγγειλε στη Γενεύη τον τέταρτο τόμο. Ο Μαρξ θεωρούσε υπέροχες τις εργασίες του μεγάλου Ρώσου σοσιαλιστή και δημοκράτη.
Ενα χρόνο αργότερα ο Μαρξ μπορούσε πια να κάνει τον πρώτο απολογισμό των ασχολιών του στην εκμάθηση της ρούσικης γλώσσας: «Το αποτέλεσμα αξίζει τις προσπάθειες, που έπρεπε να καταβάλει ένας άνθρωπος της ηλικίας μου για να μάθει μια γλώσσα, που τόσο πολύ διαφέρει από τις κλασικές, τις γερμανικές και τις λατινικές γλώσσες - έγραφε στο Μέιερ. Η ιδεολογική κίνηση, που συντελείται σήμερα στη Ρωσία, αποδείχνει, ότι στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπάρχει αναβρασμός. Τα μυαλά συνδέονται πάντοτε με αόρατα νήματα με το σώμα του λαού». (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 33, σελ. 147).
Οταν έμαθε τη ρώσικη γλώσσα, ο Μαρξ άρχισε να μελετά συστηματικά τα επίσημα δημοσιεύματα και μονογραφίες για τις αγροτικές σχέσεις και την κοινωνική - πολιτική ανάπτυξη της Ρωσίας. Οπως έλεγε ο Ενγκελς, αυτές ήταν «εντελώς νέες, ειδικές μελέτες». (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 25, μέρος Ι, σελ. 109). Πάνω από δέκα χρόνια από την Πετρούπολη στο Λονδίνο και από το Λονδίνο στην Πετρούπολη ταξίδευαν ολόκληρα κιβώτια με ρούσικα βιβλία. Οι Ρώσοι φίλοι του Μαρξ (Ντανιελσόν και άλλοι) τα έστελναν στο Λονδίνο, και από το Λονδίνο όχι λίγες φορές έπαιρναν τον αντίθετο δρόμο, αφού τα διάβαζε ο Μαρξ.
Τα μεγάλα και πολλά αποσπάσματα με τα σχετικά σχόλια από τις «Εργασίες της φορολογικής επιτροπής», από τις «Εισηγήσεις της επιτροπής για τη μελέτη της κατάστασης της αγροτικής οικονομίας», από τον «Κώδικα με τις γνώμες των κυβερνείων για τις αγροτικές υποθέσεις», από τις συλλογές «Στατιστική της γαιοκτησίας και των κατοικημένων σημείων της Ευρωπαϊκής Ρωσίας», από τις εργασίες διάφορων Ρώσων συγγραφέων αυτά καθ' αυτά φανερώνουν τον πλατύ ορίζοντα και τα ενδιαφέροντα του Μαρξ, δείχνουν πόσες δυνάμεις και δουλιά αφιέρωσε στο «Κεφάλαιο» ακόμα και όταν ο πρώτος τόμος του είχε γίνει το απαραίτητο βοήθημα των πρωτοπόρων προλετάριων των διαφόρων χωρών και υπήρχε προκαταρκτικό χειρόγραφο για τους άλλους τόμους.
Τα στοιχεία μιας γεωγραφικής περιοχής ή χώρας ο Μαρξ προσπαθούσε να τα συμπληρώσει με στοιχεία άλλων περιοχών και άλλων χωρών.
Απευθυνόμενος στον Ντι Παπ, έγραφε στις 24 του Γενάρη 1870: «... Εφόσον στο II τόμο του "Κεφαλαίου" μελετώ το ζήτημα της γαιοκτησίας, νομίζω ότι είναι καλά να εξετάσω σ' αυτό τον τόμο κάπως πιο διεξοδικά τη διάρθρωση της γαιοκτησίας στο Βέλγιο και τη βελγική αγροτική οικονομία, θα είχατε την καλοσύνη να μου υποδείξετε τους τίτλους των κυριότερων εργασιών, που πρέπει να πάρω υπόψη μου»; (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 32, σελ. 534). Πολύ σύντομα ο Ντι Παπ εκπλήρωσε την παράκληση του Μαρξ.
Τον Απρίλη του 1876 ο Μαρξ ρωτούσε τον Ζόργκε, αν μπορεί με πληρωμή να προμηθευτεί από τη Νέα Υόρκη τους αμερικανικούς καταλόγους βιβλίων με σκοπό να μάθει «αν βγήκε κάτι το χρήσιμο» στις ΕΠΑ μετά το 1873 για την αμερικάνικη γεωργία και τη γαιοκτησία, για την πίστη και τις οικονομικές χρηματικές σχέσεις. (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 34, σελ. 143).
Και αμέσως σημείωνε ότι από τις αγγλικές εφημερίδες είναι αδύνατο να βρεις άκρη στις σημερινές σκανδαλώδικες ιστορίες (είναι φανερό, ότι γινόταν λόγος για τις κερδοσκοπίες πάνω στη γη και τις οικονομικές τυχοδιωκτικές επιχειρήσεις, που είχαν σχέση με την πλατιά κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών κλπ.) των ΕΠΑ και ενδιαφέρθηκε να μάθει αν ο Ζόργκε κρατούσε αμερικανικές εφημερίδες.
Για να είναι πάνοπλος σε στοιχεία, συνέχιζε ταυτόχρονα να μελετά την παγκόσμια φιλολογία για την αγρονομία, την αγροχημεία, τη φυσιολογία των φυτών. Οι νεότερες επιτεύξεις των αγροτικών επιστημών έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να κάνει βαθύτερη και πειστικότερη κριτική στον αντεπιστημονικό «νόμο της ιθύνουσας γονιμότητας του εδάφους».
Το Μάη - Αύγουστο του 1875 ο Μαρξ έκανε πολλούς υπολογισμούς για να παρουσιάσει τη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό της υπεραξίας και το ποσοστό του κέρδους. Οι υπολογισμοί αυτοί αποτέλεσαν τη βάση του τρίτου κεφαλαίου του III τόμου του «Κεφαλαίου» - «Σχέση του ποσοστού του κέρδους προς το ποσοστό της υπεραξίας». Στα μέσα του Φλεβάρη 1876 έγραψε το μικρό, αλλά πλούσιο από θεωρητική άποψη «Η διαφορική γαιοπρόσοδος και η γαιοπρόσοδος μόνο σαν τόκος του τοποθετημένου στη γη κεφαλαίου». Στο κείμενο του III τόμου του «Κεφαλαίου» ο Ενγκελς συμπεριέλαβε την ύλη αυτή στο 44 κεφάλαιο. (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 25, μέρος ΙΙ, σελ. 303-305).
Στην περίοδο από το Νοέμβρη 1870 ως τον Ιούλη του 1878 ο Μαρξ ετοίμαζε για το τυπογραφείο το χειρόγραφο «Η κυκλοφορία του χρηματικού κεφαλαίου» - το πρώτο κεφάλαιο του II αυτού τόμου του «Κεφαλαίου». Το 1880 ασχολήθηκε με το γράψιμο νέας παραλλαγής του μέρους «Ο νόμος της τάσης μείωσης του ποσοστού κέρδους» για το τρίτο βιβλίο. Δούλεψε και σε άλλα κεφάλαια και μέρη του δεύτερου και τρίτου βιβλίου.
Ωστόσο, στα τέλη της όγδοης και στις αρχές της ένατης δεκαετίας, ο Μαρξ σκόπιμα καθυστερούσε την ετοιμασία του τελειωτικού κειμένου. Οι λόγοι αυτής της συγγραφικής «αναβολής» εξηγούνται σε μια σειρά γράμματα:
«Πρώτο: Με κανένα τρόπο δε θα συμφωνούσα - έγραφε ο Μαρξ στον Ντανιελσόν στις 10 του Απρίλη 1879 - να εκδοθεί ο δεύτερος τόμος προτού φτάσει η σημερινή αγγλική βιομηχανική κρίση στο αποκορύφωμά της. Οι εκδηλώσεις της αυτή τη φορά είναι πολύ ιδιόμορφες, από πολλές απόψεις, είναι διαφορετικές από κείνες, που παρουσιάζονταν στο παρελθόν...
Γι' αυτό είναι ανάγκη να παρακολουθήσεις προσεχτικά τη σημερινή πορεία των γεγονότων ως που να ωριμάσουν πλήρως, ως που να μπορέσεις να "χρησιμοποιήσεις" τα στοιχεία αυτά "παραγωγικά", έχω υπόψη μου "θεωρητικά"...
Δεύτερο: Η τεράστια μάζα των υλικών, που πήρα όχι μόνο από τη Ρωσία αλλά και από τις Ενωμένες Πολιτείες κλπ. μου δίνουν την ευχάριστη "αφορμή" να συνεχίσω τις έρευνές μου αντί να τις ετοιμάζω τελειωτικά για δημοσίευση.
Τρίτο: Ο γιατρός με προειδοποιεί να περιορίσω πολύ την "εργάσιμη μέρα" μου, αν δε θέλω να βρεθώ στην κατάσταση όπου βρισκόμουν το 1874 και τα επόμενα χρόνια, όταν είχα ζαλάδες και δεν μπορούσα να εργαστώ ύστερα από μερικές ώρες σοβαρή απασχόληση». (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 37, σελ. 288-290). Τον όρο «εργάσιμη μέρα» ο Μαρξ τον βάζει σε εισαγωγικά, γιατί όπως φαίνεται, «η μέρα» αυτή συχνά κρατούσε ως αργά τη νύχτα, παρ' όλες τις προειδοποιήσεις.
Λίγο προτού πεθάνει ο Μαρξ παρακάλεσε την κόρη του Ελεονόρα να δώσει τα χειρόγραφα του «Κεφαλαίου» στον Ενγκελς, που έπρεπε «κάτι να κάνει» μ' αυτά. (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 24, σελ. 9)
Με το δικαίωμα και το χρέος του πιο στενού φίλου και του φιλολογικού εκτελεστή της εντολής του Μαρξ, ο Ενγκελς άφησε κατά μέρος τα δικά του επιστημονικά σχέδια και αμέσως καταπιάστηκε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του Μαρξ - να ετοιμάσει για τύπωμα τα υπόλοιπα χειρόγραφα του «Κεφαλαίου». Χώρισε τα χειρόγραφα του δεύτερου τόμου σε δύο ξεχωριστούς τόμους II και III. Με τη χαρακτηριστική γι' αυτόν σεμνότητα και με αίσθημα συγκινητικής, σχεδόν ευλαβικής, στάσης απέναντι στον φίλο του, που είχε φύγει πρόωρα, προσπαθούσε να το κάνει «αποκλειστικά στο πνεύμα του συγγραφέα», περιορίζοντας τη δική του δουλιά, όσο ήταν δυνατό, «σε μια απλή εκλογή ανάμεσα στις διάφορες παραλλαγές», (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, ρώσ. έκδ., τόμ. 24 σελ. 9). Στην πραγματικότητα, όμως, η δουλιά του Ενγκελς, ιδιαίτερα στον τρίτο τόμο, ήταν τόσο σημαντική, ώστε θα μπορούσες την έκδοση του II και III τόμου του «Κεφαλαίου» με την επιμέλεια του Ενγκελς να τη θεωρήσεις, όπως σωστά τόνιζε ο Β. Ι. Λένιν, έργο και των δυο - των Μαρξ και Ενγκελς, (Β. Ι. Λένιν. Απαντα, 5η ρώσ. έκδ., τόμ. 2, σελ. 12).
Ο Ενγκελς έδωσε στον τρίτο τόμο τελειωτική διάρθρωση, έβαλε στα διάφορα κεφάλαια υποσημειώσεις, έγραψε πολλές προσθήκες για να συνδέσει τα αποσπασμένα κείμενα, με βάση τις σημειώσεις του συγγραφέα, έγραψε νέο κείμενο του τέταρτου κεφαλαίου, τρεις φορές ξαναδούλεψε όλο το πέμπτο μέρος, έγραψε τον πρόλογο και την προσθήκη στον τόμο «Ο νόμος της αξίας και το ποσοστό του κέρδους» και «χρηματιστήριο». Ολη η δουλιά του Ενγκελς στον τόμο αυτό κράτησε γύρω στα δέκα χρόνια.
Λιγότερο κοπιαστική, αλλά το ίδιο δύσκολη και σύνθετη ήταν και η δουλιά στο δεύτερο τόμο. Ακόμα και το πιο καλά ετοιμασμένο κείνον τον καιρό μέρος του χειρογράφου αυτού του βιβλίου δεν μπορούσε να τυπωθεί αμέσως. Επρεπε να γίνουν αλλαγές ανάλογα με τις μεταγενέστερες διατυπώσεις και έρευνες του Μαρξ. Το μεγαλύτερο μέρος της ύλης δεν ήταν δουλεμένο στιλιστικά. Από τα τέσσερα χειρόγραφα του 1865-1870 και τα τέσσερα του 1877 και αργότερα έπρεπε να γραφτεί μια ενιαία διατύπωση του κειμένου. Συνολικά ο Ενγκελς δούλεψε για το II τόμο του «Κεφαλαίου» πάνω από δυο χρόνια.
Ο δεύτερος τόμος εκδόθηκε το 1885 και ο τρίτος το 1894. Στον πρόλογο του II τόμου ο Ενγκελς αναφέρει ειδικά ότι ο Μαρξ επιθυμούσε να αφιερωθεί το δεύτερο και τρίτο βιβλίο του «Κεφαλαίου» στη γυναίκα του Ζένι.
Ο Ενγκελς σχεδίαζε να εκδώσει το Ιστορικό - κριτικό μέρος του έργου - «θεωρίες της υπεραξίας» σαν τέταρτο, τελευταίο τόμο του «Κεφαλαίου». Ωστόσο δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του.
  • «ΜΑΡΞ, "Το Κεφάλαιο", σύντομη παρουσίαση των βασικών επιστημονικών και θεωρητικών του θέσεων», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Πίσω από τις χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις
Το στίγμα των οικονομικών εξελίξεων στα χρόνια 1997 - 1998
Από το καλοκαίρι του 1997 έως το Φθινόπωρο του 1998, η διεθνής καπιταλιστική οικονομία δέχτηκε ισχυρές δονήσεις σε διάφορες κεφαλαιαγορές - χρηματιστήρια, αγορές συναλλάγματος, κρατικών ομολόγων κλπ.
Μεταφορικά, και με τη σχηματικότητα που περικλείει κάθε προσπάθεια περιοδολόγησης, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τρεις φάσεις αυτών των δονήσεων.
Η πρώτη, με επίκεντρο τη ΝΑ Ασία, συμπεριλαμβανομένης και της Ιαπωνίας, είχε ήδη προκαλέσει έντονο προβληματισμό: Επρόκειτο για φαινόμενο «σεισμικής» ή «προσεισμικής» δόνησης στη συγκεκριμένη περιφέρεια καπιταλιστικών οικονομιών και γενικότερα;
Οι εξελίξεις, τα γεγονότα του τελευταίου τριμήνου του '97 που ακολούθησαν, απέδειξαν ότι το υπόστρωμα των διαταραχών ήταν βαθύτερο.
Οι απότομες και παρατεταμένες, στη γενική τους τάση, πτώσεις των αξιών στα χρηματιστήρια, στην ανταλλακτική αξία νομισμάτων, η πτώχευση χρηματοπιστωτικών κολοσσών και άλλων χρηματοεπενδυτικών ομίλων συνοδεύτηκαν από την πτώχευση μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, από εμφανή απαξίωση γης και κτισμάτων, στην οικονομία του άλλοτε «Ιαπωνικού Θαύματος», των «παλιών» και «νέων τίγρεων» της ΝΑ Ασίας. Ακολούθησε εμφανής υποτίμηση μετοχών στα χρηματιστήρια και διαταραχές στις συναλλαγματικές ισοδυναμίες των λεγόμενων «αναδυομένων» καπιταλιστικών οικονομιών της Λατινικής Αμερικής.

Motion Team
Τα κέντρα του διεθνούς ιμπεριαλισμού ανησύχησαν. Επιχείρησαν προβλέψεις τάσεων, εκτιμήσεις για το βάθος και την έκταση των οικονομικών διαταραχών σε σχέση με τους όρους αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου στις πιο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες - στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ανησύχησαν για τις μελλοντικές επιπτώσεις στο συσχετισμό της ταξικής πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις κεφαλαίου και εργασίας. Φοβήθηκαν το ενδεχόμενο να απειληθεί, μελλοντικά, η πολιτική σταθερότητα της εξουσίας του κεφαλαίου.
Τα ανήσυχα βλέμματα στράφηκαν προς τη Ρωσία και την Κίνα, δύο αγορές που προσέλκυσαν κεφάλαια αμερικάνικα, γερμανικά, αλλά και γιαπωνέζικα, ιδιαίτερα η δεύτερη.
Η κρίση του Αυγούστου '98, με φαινομενική έναρξη της εκδήλωσής της την κατάρρευση στο χρηματιστήριο της Μόσχας, το σταμάτημα των συναλλαγών από την Κεντρική Τράπεζά της, κλπ., έδειξε ότι επρόκειτο μόνο για την κορυφή του παγόβουνου.
Κανείς πλέον από τους εκπροσώπους των πιο συγκεντρωμένων χρηματικών κεφαλαίων - διοικητές Τραπεζικών ομίλων, πρόεδροι χρηματοεπενδυτικών εταιριών, οικονομικοί σύμβουλοι, ιθύνοντες διεθνών οικονομικών - πολιτικών ενώσεων του διεθνούς κεφαλαίου - γενικότερα εκπρόσωποι του χρηματιστικού κεφαλαίου (με τη συνυφασμένη έκφραση του βιομηχανικού - εμπορικού - τραπεζικού κεφαλαίου) δεν έκρυβαν την ανησυχία τους, για τη δυνατότητα να εκδηλωθεί μια πιο γενικευμένη, «παγκόσμια οικονομική ύφεση», δηλαδή μια γενικευμένη κρίση «υπερπαραγωγής».
Τάση γενικευμένης απαξίωσης κεφαλαίων και καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων στο 18μηνο

Eurokinissi
Συγκεντρώνουμε συνοπτικά ορισμένα δεδομένα των οικονομικών εξελίξεων από το β' εξάμηνο του '97 έως τον Οκτώβρη '98.
Πτώση γενικών δεικτών τιμών στα χρηματιστήρια
  • Οι συνολικές απώλειες στις τιμές των χρηματιστηρίων, από την έναρξη της ασιατικής κρίσης έως τον Αύγουστο του '98, κυμάνθηκαν από 25 έως 75%. Συγκεκριμένα: Ταϊβάν (-25,3%), Ιαπωνία (-30,4%), Χονγκ Κονγκ (-48,0%), Ινδονησία (-53,3%), Σιγκαπούρη (-55,6%), Φιλιππίνες (-57,6%), Κορέα (-59,8%), Ταϊλάνδη (-61,8%), Μαλαισία (-75,4%).1
  • Οι μετοχές στη Μαλαισία και στη Σιγκαπούρη έπεσαν στα κατώτερα επίπεδα των τελευταίων 10 ετών.
  • Η πτωτική τάση αγκάλιασε όλα τα χρηματιστήρια. Οι απώλειες χρηματιστηρίων της Λατινικής Αμερικής σε ορισμένες περιπτώσεις προσεγγίζουν τα ύψη των απωλειών της ΝΑ Ασίας, με πιο χαρακτηριστική της Βενεζουέλας που είχε ετήσια μείωση κατά 60%.2
Οι απώλειες στις χρηματιστηριακές αγορές της Λατινικής Αμερικής υπολογίζονται σε 40% συγκριτικά με τις τιμές του Ιούλη 1997.3
  • Συνολικά για τις χαρακτηριζόμενες ως «αναδυόμενες» αγορές (Ελλάδα,Ισραήλ, Τουρκία, Κίνα, Τσεχία, Πολωνία, Ουγγαρία, Μεξικό, Ταϊβάν, Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή, Χονγκ Κονγκ, Ταϊλάνδη, Νότια Κορέα, Μαλαισία, Ρωσία, Ινδονησία), οι τιμές των μετοχών υποχώρησαν κατά 50% σε σύγκριση με τις τιμές του Ιούλη '97.5
  • Από τον Αύγουστο του '98 έως τις αρχές Οκτώβρη, η πτωτική τάση εκδηλώθηκε σε όλα τα χρηματιστήρια και δεν ανακόπηκε σε κανένα από τα μεγαλύτερα - της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, της Φρανκφούρτης, του Παρισιού, του Τόκιο κλπ. - ανεξάρτητα από τα ημερήσια, καμιά φορά και εβδομαδιαία, σκαμπανεβάσματα.
  • Στις 2 Οκτώβρη 1998, με την αποκάλυψη της προ των πυλών χρεοκοπίας του Αμοιβαίου Κεφαλαίου Long-Term Capital Management, που εδρεύει στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ, και την κινητοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ - FED - για τη διάσωσή του, σημειώθηκε νέα θεαματική βουτιά στα διεθνή χρηματιστήρια. Οι γενικοί δείκτες τιμών έκλεισαν, συγκριτικά με εκείνους στις 3 Αυγούστου 1998, με απώλειες της τάξης: -12,3% στη Νέα Υόρκη, -18,2% στο Τόκιο, -31,2% στη Φρανκφούρτη, -18,2% στο Λονδίνο, -32,1% στην Αθήνα.6

Μείωση ζήτησης και τιμών βασικών εμπορευμάτων
  • Εμφανής είναι πλέον η πτωτική τάση στις τιμές βασικών εμπορευμάτων εξαιτίας της αύξησης των αποθεμάτων τους. Η πτώση τιμών στις μετοχές συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη πτώση των τιμών του χρυσού, του χαλκού, του καλαμποκιού και της ζάχαρης.
Ο δείκτης CRB, που αποτελεί το μέσο όρο 17 εμπορευμάτων, στις 26.8.98 έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 20ετίας.7
  • Προβλέπεται ραγδαία πτώση, των ήδη μειωμένων τιμών χάλυβα, ημιαγωγών.8
  • Η πτωτική τάση της τιμής του πετρελαίου πάνω από ένα χρόνο, σε συνδυασμό με τις ενέργειες του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής του «μαύρου χρυσού» είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα κρίσης υπερπαραγωγής. Η μείωση της παραγωγής και η τιμή του πετρελαίου έφθασαν στα κατώτερα επίπεδα της τελευταίας 10ετίας.9
  • Το γεγονός ότι παρέμειναν σε στοκ βιομηχανικά προϊόντα ύψους 1,701 τρισ. δολαρίων, σημειώνεται ως φαινόμενο που έχει να παρουσιαστεί από το 1991 στις ΗΠΑ.10
  • Σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Ευρωπαίων Χονδρεμπόρων κρέατος (KECBV), 500 χιλιάδες τόνοι βοδινού κρέατος περιμένουν στις αποθήκες παρέμβασης των «15» τη μείωση των αποθεμάτων, αφού η Ρωσία απορρόφησε το 1997 το 1/3 των κοινοτικών εξαγωγών βοδινού κρέατος. Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη για το χοιρινό και τα πουλερικά, αφού η Ρωσία απορρόφησε το 1997 το 1/3 των αντίστοιχων κοινοτικών εξαγωγών.
Οι απώλειες αγορών χοιρινού κρέατος στην Ασία οδήγησε την πτώση των τιμών χοιρινού στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. 11
  • Στην Ιαπωνία, η αξία γης σημείωσε νέα πτώση για 6η συνεχή χρονιά, σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας της Φορολογικής Υπηρεσίας. 12
Συρρίκνωση παραγωγής
  • Ηδη αναφέραμε τη μείωση παραγωγής πετρελαίου, που μπορεί να θεωρηθεί πυξίδα της παραγωγής.
  • Στην Ιαπωνία, τρία (3) διυλιστήρια ανακοίνωσαν, στις 9.9.98, τον περιορισμό της παραγωγής τους κατά 442.000 βαρέλια ημερησίως, για το τελευταίο τρίμηνο του '98. Μαζί και με άλλες περικοπές υπολογίζεται η συνολική περικοπή σε 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, από τις μεγαλύτερες μειώσεις της τελευταίας 10ετίας.13
  • Οι οικονομίες της Μαλαισίας και της Νότιας Κορέας ήδη βρίσκονται σε ύφεση. Το ΑΕΠ τους μειώθηκε αντίστοιχα 7% και 6,6% κατά το β' τρίμηνο του '98, που θεωρούνταν ως οι μεγαλύτερες μειώσεις παραγωγής και επενδύσεων της τελευταίας 20ετίας για τις συγκεκριμένες οικονομίες.
  • Σε ύφεση ήδη βρίσκονται οι οικονομίες της Ταϊλάνδης και της Ινδονησίας, οι οποίες σύμφωνα με εκτιμήσεις της «Goldman Sachs» θα έχουν ετήσια συρρίκνωση κατά 8% και 15% αντίστοιχα. 14
  • Οι χρεοκοπίες στη βιομηχανία χάλυβα της «Tao Steel» στην Ιαπωνία και της «Hambo Steel» στη Νότια Κορέα, χαρακτηρίστηκαν ως οι μεγαλύτερες σε μέγεθος χρεοκοπίες βιομηχανίας μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία.
  • Οι διοικήσεις των μεγαλύτερων βιομηχανικών εταιριών στην Ιαπωνία - όπως οι «SONY», «MATSUSHITA ELECTRIC INDUSTRIAL», «PIONNER» - ανακοινώνουν τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων τους, για το τρίμηνο Απρίλη - Ιούνη 1998, συγκριτικά με το αντίστοιχο του '97.
Η «HITACHI» ανακοίνωσε ότι θα εμφανίσει για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια στο οικονομικό έτος 1998-1999, ζημιές ύψους 250 δισ. γιεν, ενώ έξι (6) χαλυβουργίες ανακοίνωσαν επίσης ότι περιμένουν ζημιές...15
  • Στην οικονομία της Ρωσίας, βυθισμένη στην ύφεση της καπιταλιστικοποίησης, κατά την τελευταία 7ετία, έχει μειωθεί το ΑΕΠ κατά 50%, οι επενδύσεις κεφαλαίων κατά 90%, η κτηνοτροφική παραγωγή κατά 75%, ενώ το 75% του πληθυσμού ζει στα όρια της ανέχειας και 15 εκατομμύρια πεθαίνουν από έλλειψη τροφής, σύμφωνα με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου.
  • Η Παγκόσμια Τράπεζα εκφράζει την ανησυχία της για την οικονομική «αστάθεια» στην Ινδία.
  • Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί τα προ «κραχ» φαινόμενα στις οικονομίες των Βραζιλίας, Αργεντινής, Βενεζουέλας, Μεξικού.
  • Στις αρχές Σεπτέμβρη '98 ήδη είχε προβλεφτεί συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 1%, μετά τη διεθνή χρηματιστηριακή κρίση του Αυγούστου '98. Οικονομικοί σύμβουλοι εταιριών και Οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης συμβουλεύουν μείωση της παραγωγής, σημειώνοντας τη μείωση κατά 0,7% της ζήτησης αγαθών στην εσωτερική αγορά της Γερμανίας, κατά το β' τρίμηνο του 1998, καθώς και τους αρνητικούς δείκτες στην εξέλιξη δαπανών που γίνονται από βιομηχανίες για προμήθεια υλικού ή για επενδύσεις (Τόμας Μάγιερ, οικονομολόγος της Εταιρίας «Γκόλτμαν» και «Ζακς», στο Μόναχο).16
  • Η έκθεση της Βρετανικής Βιομηχανικής Ομοσπονδίας σημειώνει ότι οι παραγγελίες του καλοκαιριού είναι μειωμένες ήδη συγκριτικά με εκείνες του Γενάρη '98... 17
  • Γενική είναι η ανησυχία για τις επιπτώσεις στην οικονομία των ΗΠΑ από ενδεχόμενη όξυνση της κρίσης στη Λατινική Αμερική, η οποία απορροφά το 18-19% των αμερικανικών εξαγωγών. Εάν εκδηλωθεί αδυναμία απορρόφησης των αμερικανικών εξαγωγών στη Λατινική Αμερική (αδυναμία αποπληρωμής των δανείων, αποπληθωρισμός εθνικών νομισμάτων κλπ.), αυτό θα έχει άμεση επίπτωση στη συρρίκνωση του ΑΕΠ των ΗΠΑ και στην αύξηση της ανεργίας. Η εσωτερική αγορά των ΗΠΑ θεωρείται ανελαστική ως προς την αύξηση της ζήτησης μέσω ρευστοποίησης των αποταμιεύσεων των Αμερικανών. Οι αποταμιεύσεις τους έχουν επενδυθεί σε αμοιβαία κεφάλαια, πράγμα που σημαίνει ότι είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο απώλειας μέσω της απαξίωσής τους και αδυναμία ρευστοποίησής τους.
Καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων
Συρρίκνωση του ΑΕΠ σημαίνει μείωση της παραγωγής, αδυναμία αξιοποίησης του σταθερού (πρώτες ύλες, εμπορεύματα χρησιμοποιούμενα περαιτέρω στην παραγωγική διαδικασία, μηχανήματα κλπ.) και μεταβλητού (μίσθωση εργατικής δύναμης) κεφαλαίου. Σημαίνει απαξίωση εμπορευμάτων όχι γιατί μειώθηκε ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος παραγωγής τους, αλλά γιατί μειώθηκε η αγοραστική ικανότητα των εργατικών μαζών. Σημαίνει αύξηση της ανεργίας, σε συνθήκες που δεν έχουν αλλάξει οι όροι παραγωγικότητας της εργασίας.
Το τι σημαίνει αυτό για την εργατική τάξη και ένα τμήμα της αγροτιάς, πέραν των δραματικών στοιχείων για τη Ρωσία που προαναφέραμε, μπορούμε να το δούμε στις σημερινές συνθήκες της Ασίας.
Ο Σαφίκ Ντχανάνι, επικεφαλής του ΟΗΕ για την Ασία, δηλώνει ότι 100 εκατομμύρια άνθρωποι επιστρέφουν σε όρια φτώχειας που γνώρισαν πριν από 30 χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία της Εκθεσης του ΟΗΕ για την Ινδονησία, ο μισός πληθυσμός της, δηλαδή 100 εκατομμύρια, δεν είναι πλέον σε θέση να αγοράσει είδη πρώτης ανάγκης, απαραίτητα για τη διαβίωσή του.
Στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) δίνουν ότι από τα 100 εκατομμύρια στην Ινδονησία, που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, τα 60 εκατομμύρια δημιουργήθηκαν κατά το τελευταίο έτος.
Η ρουπία, εθνικό νόμισμα της Ινδονησίας, έχασε τα 4/5 της αξίας της. Την 1η Ιανουαρίου 1997, ένας εργάτης σε κατασκευαστική εταιρία της Ιάβα κέρδιζε 10.000 ρουπίες την ημέρα. Σήμερα είναι άνεργος, γιατί έχει σταματήσει η οικοδομική δραστηριότητα. 18
Μια γενικευμένη κρίση υπερπαραγωγής πλανάται πάνω από το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα
Ολα τα παραπάνω στοιχεία, ενδεικτικά αναφερόμενα, συνιστούν δυσκολία, δυσκαμψία, εκδήλωση ανισορροπιών στην ολοκλήρωση του κύκλου διευρυμένης αναπαραγωγής, λόγω όξυνσης των καπιταλιστικών αντιθέσεων. Από τη μια συσσωρεύονται αμύθητα κέρδη, δηλαδή η χρηματιστική κερδοσκοπική έκφραση της απομύζησης της υπεραξίας από την εργατική τάξη. Τα αμύθητα κέρδη, εκφρασμένα σε διάφορες μορφές κεφαλαίου, και μάλιστα στη σφαίρα της κυκλοφορίας του (αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και χρηματοδοτικές εταιρίες διαχείρισης κεφαλαίων), για να αναπαραχθούν ως κεφάλαιο, ως αυτοαυξανόμενη αξία, πρέπει να ξαναμπούν στην παραγωγική διαδικασία: να ρουφήξουν, ως ο βρικόλακας, νέα απλήρωτη εργασία, να τη μετατρέψουν σε εμπόρευμα, που με την πώλησή του θα εκφραστεί σε νέο κέρδος.
Το κίνητρο του κέρδους, του όλο και μεγαλύτερου, της έντασης του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, και ιδιαίτερα σε συνθήκες υποχώρησης του εργατικού κινήματος, είναι η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας.
Επιτάχυνση και ένταση της παραγωγικής διαδικασίας στα άκρα της σημαίνει και όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Δηλαδή, σημαίνει ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Με άλλα λόγια, όταν «όλα» φαινομενικά ενισχύουν την αφελή αυταπάτη ότι από την αύξηση της «πίτας» κερδίζουν αναλογικά όλοι (βλέπε μεταπολεμική ανάπτυξη της Ιαπωνίας, ανάπτυξη των «Τίγρεων» της ΝΑ Ασίας, μετά την κρίση της δεκαετίας του '70, «αναδυόμενες» οικονομίες της δεκαετίας του '80 - '90), όταν όλα γυρίζουν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι, έρχεται η στιγμή που σπάει αυτός ο επιταχυνόμενος μηχανισμός της πολυκουρδισμένης καπιταλιστικής μηχανής.
Αυτό σημαίνει: Δάνεια που δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Μερίσματα χρηματεμπορικών κεφαλαίων που δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν. Τιμές μετοχών υπερτιμημένες που δεν ανταποκρίνονται πλέον στις πραγματικές αξίες (είτε γιατί απαξιώθηκαν πάγια κεφάλαια, μεταξύ των οποίων και απούλητα εμπορεύματα, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η προσδοκώμενη παραγωγή εμπορευμάτων, παραγωγή πάνω στην οποία «ποντάρισαν» υπέρογκες πιστώσεις, που απομύζησαν ως τοκοφόρο κεφάλαιο μεγάλα ποσά από την υπεραξία που πραγματοποιήθηκε σε προηγούμενο κύκλο παραγωγής). Ισοδυναμίες νομισμάτων που κρατήθηκαν τεχνητά, με διάφορες «σκληρές» νομισματικές πολιτικές, με αυξημένα επιτόκια, ενώ ήδη είχε ανατραπεί η πραγματική ανταλλακτική τους αξία, λόγω ανατροπής των προηγούμενων ισοδυναμιών και ισορροπιών μεταξύ διαφορετικών εθνικών οικονομιών. Ετσι, σπάει η αλυσίδα των συναλλαγών: Ανάμεσα σε κράτη (Κεντρικές Τράπεζες) ή σε σχέση με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Ανάμεσα σε κράτη και ιδιωτικές Τράπεζες. Ανάμεσα σε Τράπεζες και τα λεγόμενα κερδοσκοπικά Hedge Funds.
Πέφτουν αρχικά οι τιμές μετοχών στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ή στις ανταλλακτικές αξίες μεταξύ των νομισμάτων. «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Τρέχουν τα κεφάλαια, αξιοποιώντας ακριβώς το σύμφυτο κερδοσκοπικό χαρακτήρα τους, να κερδίσουν περισσότερο ή να χάσουν λιγότερο, ανάλογα με τη θέση τους στις διάφορες οικονομίες, σπρώχνοντας στα άκρα την κερδοσκοπία με βάση τις ήδη διασαλευμένες συναλλαγματικές τιμές και ισορροπίες.
Στο χώρο του κεφαλαίου συντελούνται μεγάλες ανακατατάξεις. Αυτοί που κερδίζουν συγκεντρώνουν στα χέρια τους τα υποτιμημένα ή και αδρανοποιημένα κεφάλαια, αντλούν δύναμη από τις απώλειες των εκατομμυρίων των μικροεπενδυτών, των αποταμιεύσεών τους που έγιναν κεφάλαιο στα χέρια των αμοιβαίων κεφαλαίων.
Η «σκούπα» έχει διπλό αποτέλεσμα: υποτίμηση χρηματικών κεφαλαίων αλλά και συγκεντροποίησή τους. Αυτό γινόταν και τον 19ο αιώνα, αυτό γίνεται και σήμερα, στη χαραυγή του 21ου αιώνα.
Αξίζει να παρακολουθήσουμε ένα μέρος από την τοποθέτηση του Κ. Μαρξ στο έργο «Το Κεφάλαιο»:
«Με την πτώση του ποσοστού του κέρδους αυξάνει το ελάχιστο μέγεθος του κεφαλαίου, που απαιτείται να διαθέτει ο ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης για την παραγωγική χρησιμοποίηση της εργασίας, του κεφαλαίου που απαιτείται τόσο για την εκμετάλλευση της εργασίας γενικά, όσο και για να είναι ο ξοδεμένος εργάσιμος χρόνος, ο αναγκαίος για την παραγωγή των εμπορευμάτων χρόνος, για να μην ξεπερνάει ο χρόνος αυτός το μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των εμπορευμάτων. Και ταυτόχρονα αυξάνει η συγκέντρωση του κεφαλαίου, γιατί, πέρα από ορισμένα όρια, ένα μεγάλο κεφάλαιο με μικρό ποσοστό κέρδους συσσωρεύεται πιο γρήγορα από ένα μικρό κεφάλαιο με μεγάλο ποσοστό κέρδους. Η μάζα των μικρών κατακερματισμένων κεφαλαίων ωθείται έτσι στο δρόμο των περιπετειών: κερδοσκοπία, πιστωτική αγυρτεία, απάτη με τις μετοχές, κρίσεις. Η λεγόμενη πληθώρα του κεφαλαίου αναφέρεται ουσιαστικά πάντα στην πληθώρα εκείνη κεφαλαίου, για το οποίο η πτώση του ποσοστού κέρδους δεν ισοσταθμίζεται από τη μάζα του - και τέτοιες είναι πάντα οι νέες σχηματιζόμενες φρέσκες καταβολάδες του κεφαλαίου - ή αναφέρεται στην πληθώρα εκείνη, που με τη μορφή της Πίστης θέτει στη διάθεση των επιχειρηματιών των μεγάλων κλάδων παραγωγής, τα κεφάλαια εκείνα που μόνα τους είναι ανίκανα για αυτοτελή δράση. Η πληθώρα αυτή του κεφαλαίου απορρέει από τις ίδιες συνθήκες, που γεννούν έναν σχετικό υπερπληθυσμό, και γι' αυτό αποτελεί ένα φαινόμενο που συμπληρώνει αυτόν τον τελευταίο, παρ' όλο που και οι δυο βρίσκονται σε αντιτιθέμενους πόλους, αναπασχόλητο κεφάλαιο στη μια πλευρά, και αναπασχόλητος εργατικός πληθυσμός στην άλλη.
Υπερπαραγωγή κεφαλαίου, και όχι ξεχωριστών εμπορευμάτων - αν και η υπερπαραγωγή κεφαλαίου περιλαμβάνει πάντα την υπερπαραγωγή των εμπορευμάτων - δε σημαίνει λοιπόν τίποτα άλλο από υπερσυσσώρευση κεφαλαίου...».19
Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, και σε συνθήκες μονοπωλιακού ανταγωνισμού, οδηγεί σε «υπερσυσσώρευση» κεφαλαίων, σε φάση «υπερπαραγωγής» στον κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης. Ανάλογα με το βάθος της κρίσης ξεδιπλώνεται η διαδικασία απαξίωσης κεφαλαίων, με την έννοια ότι χρηματεμπορικά κεφάλαια υποτιμούνται, μέρος του σταθερού κεφαλαίου χάνει την αξία του, ένα μέρος του κεφαλαίου αδρανεί, άλλο αφανίζεται κλπ.
Ομως, αυτή η αλήθεια παρουσιάζεται παραποιημένη από τη μεριά των εκπροσώπων του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, των οικονομικών και πολιτικών εκπροσώπων του.
Η σύγχρονη πολυπλοκότητα και συνθετότητα των διαδικασιών στον τομέα της Πίστης διευκολύνει να παρερμηνευτεί το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, να εμφανιστεί ως κερδοσκοπικό φαινόμενο αποσπασμένο από τις αντιφάσεις της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ετσι κρύβεται η αλήθεια ότι: Τα «κέρδη που χάθηκαν», χάνονται από τη δυνατότητα παραγωγής και κατανάλωσης που δημιούργησε η εργασία όσων δουλεύουν με τις φυσικές και πνευματικές δυνάμεις τους για την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου. «Χάθηκαν» ως δυνατότητα ανάπτυξης του βιοτικού, μορφωτικού, πολιτιστικού επιπέδου, ως δυνατότητα να δουλεύουν λιγότερες ώρες και να απολαμβάνουν περισσότερα αγαθά, να αναπαράγουν με καλύτερους όρους την εργατική τους δύναμη.
Αυτή είναι η πραγματική απώλεια των ήδη υπολογισμένων «ζημιών», από τον επενδυτικό οίκο «HSBC Securities», ύψους 4,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από της 17 Ιούνη έως σήμερα.20 Αυτών των «ζημιών» και όσων θα επακολουθήσουν...21
Ορισμένα συμπεράσματα
... Μπορούμε με μεγαλύτερο βαθμό αξιοπιστίας προβλέψεων να ισχυριστούμε:
  • Εδώ και ενάμιση χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη κρίση υπερπαραγωγής, που αγκαλιάζει όλο και πιο έντονα και φανερά τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Αρκετές οικονομίες της ΝΑ βρίσκονται ήδη σε βαθιά ύφεση. Η Ιαπωνία έχει μπει στη δίνη της κρίσης, χωρίς να φαίνεται ότι έχει φθάσει το κατώτερο σημείο της.
Η Ρωσία δε φαίνεται να έχει φθάσει σε σημείο ανάκαμψης, ενώ για πολλά από τα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ (π.χ. Ουκρανία) και του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, η εκδήλωση της κρίσης είναι σε εξέλιξη.
Η Κίνα, με τα ανοίγματα προς το κεφάλαιο, ίσως αποδειχθεί βραδυφλεγής εστία.
Ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί άμεσα απότομη, μεγάλου μεγέθους, οικονομική κρίση στα σημαντικότερα κράτη της Λατινικής Αμερικής. Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου ενδεχομένου θα οδηγήσει τις ΗΠΑ σε βαθιά οικονομική κρίση. Η οικονομική ύφεση θα αγκαλιάσει ραγδαία και την Ευρώπη. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις θα οξυνθούν.
  • Η ελληνική καπιταλιστική οικονομία οδεύει ακόμη προς την κρίση «υπερσυσσώρευσης» κεφαλαίων. Θα ενταθεί η πολιτική έντασης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Η πολιτική διαχείρισης του συστήματος θα τεντώσει στα άκρα της την προσέλκυση κεφαλαίων και ταυτόχρονα την εξαγωγή κεφαλαίων, που θα οδηγήσουν σε μια επόμενη φάση στην ύφεση.
  • Οι προβληματισμοί των αστών διαχειριστών - οικονομολόγων και πολιτικών - συγκεντρώνονται στο εξής ζήτημα: Με ποια μέσα δημοσιονομικής, νομισματικής, φορολογικής και άλλων μορφών οικονομικής πολιτικής μπορούν να πετύχουν μια ελεγχόμενη ρύθμιση της μείωσης της παραγωγής, της απαξίωσης εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Στα πλαίσια αυτά αναπτύσσονται πολιτικές αντιπαραθέσεις, επιχειρούνται νέες πολιτικές συσπειρώσεις, ως εναλλακτικές κυβερνητικές λύσεις. Σε αυτή τη βάση αναβιώνει η θεωρητική στήριξη ορισμένων νεοκεϋνσιανών αντιλήψεων και πολιτικές θέσεις για άμβλυνση των πιο βαριών συνεπειών στα πολύ χαμηλών εισοδημάτων τμήματα της εργατικής τάξης ή τη στήριξη ορισμένων μεσαίων στρωμάτων.
Ερωτήματα, που θέτουμε για περαιτέρω διερεύνηση
  • Τι περιθώρια υπάρχουν να επιτευχθεί μια σχετικά ελεγχόμενη και ανώδυνη για το σύστημα έξοδος από την κρίση;
  • Ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι μέσον εξόδου από την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου;
  • Τι «περιθώρια» υπάρχουν να εγκλωβιστούν οι εργαζόμενες μάζες σε νέες πολιτικές διαχείρισης της κρίσης είτε στήριξης ιμπεριαλιστικών πολέμων;
Θέτουμε και ορισμένους προβληματισμούς - κατευθύνσεις, έστω και με έντονο το στοιχείο της ιδεολογικοπολιτικής ταξικής προσέγγισης κι όχι της αναπτυγμένης επιστημονικής ανάλυσης.
  • Τα περιθώρια να επαναληφθεί σχετικά ανώδυνα ο κύκλος της ανάκαμψης από παραγωγική ύφεση, με αναλογίες αντίστοιχες των κρίσεων της δεκαετίας του '70 και του '80, έχουν στενέψει πολύ.
Η όποια παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης θα είναι πολύ πιο βραχυχρόνια και η διόγκωση των αντιθέσεων πολύ ευρύτερη.
  • Ο πόλεμος, η άμεση ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση είναι πραγματικότητα για ένα μέρος των Βαλκανίων, της Ασίας, της Αφρικής. Κανένας από τους δύο μεγάλους ιμπεριαλιστικούς πολέμους του 20ού αιώνα δεν εκδηλώθηκε γιατί υπήρχε πλήρης σχεδιασμός εκ των προτέρων να πάρει αυτήν την έκταση.
  • Η διεθνής εργατική τάξη, δύσκολα να προβλεφτεί πού πιο άμεσα, θα βρεθεί σε συνθήκες απότομης επιδείνωσης της θέσης της. Το εργατικό κίνημα, και πολύ περισσότερο το επαναστατικό του τμήμα, βρίσκεται πολύ πίσω από τις εξελίξεις.
Οι αντικειμενικές συνθήκες της κρίσης (μεταξύ των οποίων και η κρίση περάσματος της αστικής πολιτικής) διαπλέκονται με τον υποκειμενικό παράγοντα (που μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για το βάθεμα της αμφισβήτησης, της άρνησης της αστικής πολιτικής και των θεσμών της, και τελικά την ανατροπή της αστικής εξουσίας).
Τα υπάρχοντα τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος σε όλο τον κόσμο επωμίζονται τεράστια ευθύνη απέναντι στην εργατική τάξη της χώρας τους και διεθνώς. Ο διεθνής οργανωτικός, ιδεολογικός και στρατηγικός συντονισμός τους είναι ταυτόχρονα και κλειδί και δείκτης της ικανότητας τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών που ωριμάζουν.
1. Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», (Οικονομία), 29.8.98, σελ. 51.
2. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» - «THE GUARDIAN», 30.8.98.
3. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» - «THE ECONOMIST», 30.8.98.
4. Για την Ελλάδα δινόταν, στις 30.8.98, ότι διατηρούσε από την άνοδο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών το 60%. (Θετική εξαίρεση μαζί με το Ισραήλ). Στις 2.10.98, μετά τη νέα γενική πτώση των τιμών, ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γκαργκάνας, σε τηλεοπτική συνέντευξη στη ΝΕΤ, δήλωνε ότι το ΧΑΑ διατηρεί το 30% της ανόδου, από τον Ιούλη 97.
5. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» - «THE ECONOMIST», 30.8.98.
6. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 4.10.98.
7. Κυριακάτικη «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 30.8.98.
8. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 8.9.98. Πηγή: «Ρόιτερ».
9. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 16.9.98 και 10.9.98.
10. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 16.9.?98. Πηγή: «Ασοσιέιτεντ Πρες» - «Ρόιτερ».
11. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 9.9.98. Πηγή: «Ρόιτερ».
12. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 30.8.98. «THE ECONOMIST».
13. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 10.9.98.
14. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 30.8.98, «THE GUARDIAN».
15. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 8.9.98. Πηγή: «Ρόιτερ».
16. Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 11.9.98.
17. «ΕΞΟΥΣΙΑ», 16.9.98.
18. «ΕΞΟΥΣΙΑ», 16.9.98.
19. Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 3ος, σελ. 317.
20. Οικονομική «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 4.10.98.
21. Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι πρέπει να αποφεύγεται η σύγχυση που ταυτίζει μεταξύ τους διαφορετικές οικονομικές κατηγορίες, που αποτυπώνονται σε διαφορετικές ορολογίες, όπως: υπεραξία, βαθμός εκμετάλλευσης, ποσοστό κέρδους, όγκος κερδών.
Για λόγους οικονομίας χώρου, σημειώνουμε μόνο μια από τις διευκρινίσεις του Κ. Μαρξ μεταξύ κέρδους και υπεραξίας:
«... Το κέρδος, για το οποίο μιλάμε εδώ, είναι μόνον μια άλλη ονομασία της ίδιας υπεραξίας που παρασταίνεται στη σχέση της προς το συνολικό κεφάλαιο, αντί στη σχέση της προς το μεταβλητό κεφάλαιο, από το οποίο πηγάζει. Η πτώση του ποσοστού κέρδους εκφράζει λοιπόν τη φθίνουσα σχέση της ίδιας της υπεραξίας, προς το καταβλημένο συνολικό κεφάλαιο και είναι γι' αυτό η πτώση αυτή ανεξάρτητη από οποιοδήποτε μοίρασμα της υπεραξίας αυτής ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες ανθρώπων». (Βλ. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 3ος, σελ. 270).
ΥΓ: Ηδη η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε κρίση, στη φάση βαθιάς παρατεταμένης ύφεσης με αδυναμία πρόβλεψης για το ξεπέρασμά της, ενώ ο πόλεμος μετά τη Γιουγκοσλαβία και το Αφγανιστάν, συνεχίζεται στο Ιράκ, ενώ έπονται και άλλες χώρες - πολεμικοί στόχοι των ιμπεριαλιστών.

TOP READ