Βασικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι σήμερα
Μέρος 2ο
Στο ένθετο του «Ριζοσπάστη» Ιστορία της περασμένης Κυριακής αναφερθήκαμε στις εξελίξεις του αστικού πολιτικού συστήματος στην περίοδο από το 1974 έως το 1991. Στο σημερινό ένθετο αναφερόμαστε στην περίοδο από το 1991 έως σήμερα.
Το φαινόμενο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος δεν είναι νέο. Οι αστοί σε περιόδους φθοράς των βασικών τους πυλώνων στο αστικό πολιτικό σύστημα όπως τώρα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, δημιουργούν εφεδρείες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Ολόκληρη η ιστορία του αστικού πολιτικού συστήματος βρίθει τέτοιων περιπτώσεων. Για παράδειγμα, η ΝΔ δεν υπήρχε πριν τη δικτατορία, όπως και το ΠΑΣΟΚ, υπήρχαν αντίστοιχα η ΕΡΕ και η Ενωση Κέντρου, συνέχεια των οποίων και με πυρήνα τα ίδια ηγετικά στελέχη είναι ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Σήμερα επίσης έχουν δημιουργηθεί κόμματα από διασπάσεις σε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ. Από τις διασπάσεις, δημιουργήθηκαν οι ΑΝ.ΕΛ. (Ανεξάρτητοι Ελληνες), η ΔΗΜ.ΑΡ. η οποία επίσης στη συνέχεια διασπάστηκε, όπως διασπάστηκαν και οι ΑΝ.ΕΛ., δημιουργήθηκε το «Σχέδιο Β'» - Αλαβάνος, ενώ ο ΣΥΝ μετεξελίχθηκε σε ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Στη Βουλή επίσης μπήκε και η Χρυσή Αυγή. Ενα τμήμα του ΠΑΣΟΚ εντάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δημιουργήθηκαν και άλλες πολιτικές ομάδες και κόμματα από το ΠΑΣΟΚ,(Κατσέλη, Λοβέρδος), διάφορες επίσης πολιτικές ομάδες και ηγετικά στελέχη που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται σε διεργασίες για τη δημιουργία κόμματος, (Φλωρίδης, Διαμαντοπούλου κλπ). Αυτή η διαδικασία δεν έχει τελειώσει οριστικά, συνεχίζεται ακόμη,ενώ ήδη διαμορφώνονται δύο πόλοι στο αστικό πολιτικό σύστημα, ο ένας με κορμό τη ΝΔ και ο άλλος με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
***
Οι κυβερνήσεις Κ. Μητσοτάκη και Κ. Σημίτη
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε συνέχεια στην αντιλαϊκή πολιτική προσαρμογής στις απαιτήσεις της «ενιαίας εσωτερικής αγοράς». Τότε η ΝΔ υπερψήφισε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπως και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ. Προωθήθηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις και η ολομέτωπη επίθεση κατά των εργατικών κατακτήσεων (Ασφαλιστικό κ.ά.).
Εκείνα τα χρόνια και έπειτα κορυφώθηκε η ιδεολογική επίθεση κατά της εργατικής τάξης, εκφρασμένη στην «κοινωνική συναίνεση» που δήθεν επιβάλλεται από το «τέλος των ιδεολογιών», την «αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού» και άρα την ανάγκη «να καταργηθούν οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος», ως προϋπόθεση για την πρόοδο της χώρας. Η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» (δηλαδή, ο καπιταλισμός) παρουσιάστηκε ως μονόδρομος και ως αντικειμενική εξέλιξη που καθιστά μάταιη την πάλη για την ανατροπή του.
Στα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη εντάθηκαν οι εσωκομματικές συγκρούσεις στη ΝΔ. Αποκορύφωμα στάθηκε η αποχώρηση ομάδας βουλευτών υπό τον Αντώνη Σαμαρά (Σεπτέμβρης 1993), που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Είναι η μόνη αστική κυβέρνηση των 33 χρόνων που έπεσε, έπειτα από την οργανωμένη αποχώρηση βουλευτών της. Οι τελευταίοι συγκρότησαν νέο κόμμα με την ονομασία Πολιτική Ανοιξη.
Οι εσωκομματικές συγκρούσεις, όπως τουλάχιστον δικαιολογήθηκαν και φαίνονταν, είχαν τη βάση τους σε διαφωνίες για διάφορα ζητήματα: Την αγροτική και γενικότερα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όχι βεβαίως στη γενική της κατεύθυνση, την ονομασία της FYROM, αν θα αποφυλακιστούν οι χουντικοί από τις φυλακές Κορυδαλλού κ.ά. Μάλιστα, ο Θαν. Κανελλόπουλος κατήγγειλε την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ ως «ύποπτη ενέργεια» σε όφελος ξένων συμφερόντων. Αντιπαραθέσεις προκλήθηκαν και για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Η κατάσταση οξύνθηκε περισσότερο, όταν ήρθαν στο φως της δημοσιότητας οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και παρακολούθησης πολιτικών αντιπάλων της ΝΔ με εντολή του Κ. Μητσοτάκη.
Οι τηλεφωνικές υποκλοπές, πάγια πρακτική κάθε κράτους και κυβέρνησης, παρουσιάστηκαν υποκριτικά από το ΠΑΣΟΚ και τα φιλικά του ΜΜΕ ως ενέργεια αντίθετη με την πολιτική ηθική και ως χαρακτηριστικό του «αρχιαποστάτη» Μητσοτάκη! Στο μεταξύ, τηλεφωνικές υποκλοπές είχαν αποκαλυφθεί και επί των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, για τις οποίες η ΝΔ και τα προσκείμενα σε αυτή ΜΜΕ είχαν επίσης ξεσηκώσει ανάλογο θόρυβο. Στη δικομματική σύγκρουση για τις υποκλοπές έπαιρναν μέρος μηχανισμοί της ΕΥΠ και άλλοι κρατικοί μηχανισμοί, στο εσωτερικό των οποίων διεξαγόταν σκληρή διαπάλη ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ για τη νομή της εξουσίας. Επαιρναν και παίρνουν μέρος - όπως έγινε με το νέο σκάνδαλο υποκλοπών πριν από ένα χρόνο - γιγάντια μονοπώλια των τηλεπικοινωνιών και γενικότερα, που διαθέτουν τις δικές τους αυτόνομες υπηρεσίες και άλλες, ενταγμένες στις κρατικές μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού.
Τελικά, η θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτέλεσε κάτι σαν «μεταβατική» περίοδο για να συνεχιστεί η διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ.
Τη φιλοσοφία της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στα χρόνια 1993 - 2004, την οποία συνέχισε η ΝΔ υπό τον Κώστα Καραμανλή, αποτύπωσε ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης:
«Ο εκσυγχρονισμός χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς δηλαδή παρέμβαση στις κοινωνικές λειτουργίες, ώστε να περιοριστούν ανισότητα, εκμετάλλευση, κατάχρηση εξουσιών, χωρίς αντιμετώπιση των σύγχρονων εκφάνσεων της κοινωνικής αδικίας περιορίζεται σε μια βελτίωση τεχνικών διοίκησης και οργανωτικών δομών. Δεν είναι εκσυγχρονισμός. Ο στόχος όμως της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ένα αποτελεσματικό κράτος, μια ικανή δημόσια διοίκηση, μια ανταγωνιστική οικονομία.
[...] Το ΠΑΣΟΚ καλείται να επιτύχει σήμερα μία δύσκολη αλλά αναγκαία σύνθεση: να συγκεράσει το αίτημα του εκσυγχρονισμού με το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, την οικονομική ανάπτυξη με την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού Κοινωνικού Ιστού Ασφάλειας. Καλείται να προχωρήσει προς τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό.
[...] Η Ελλάδα έχει ανάγκη να διαμορφώσει ένα νέο κοινωνικό κράτος, πιο ολοκληρωμένο, πιο αποδοτικό και πιο ευέλικτο. Το νέο κοινωνικό κράτος πρέπει να στηριχτεί σε μια νέα σύλληψη της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής προστασίας που θα αντιμετωπίσει - αποδεσμευμένη από την πολιτειακή ανταλλαγή - τις πραγματικές και νέες κοινωνικές ανάγκες με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο».24
Επί των κυβερνήσεων Σημίτη, η Ελλάδα συμμετείχε στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κατά της Γιουγκοσλαβίας και στην ανατροπή της κυβέρνησης Μιλόσεβιτς, κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Το ελληνικό κράτος έγινε οργανικό τμήμα της λεγόμενης «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ και της ΕΕ και προσαρμόστηκε πλήρως στο «νέο δόγμα του ΝΑΤΟ». Την ίδια περίοδο, αυξήθηκε η εξαγωγή κεφαλαίων από την Ελλάδα στα Βαλκάνια, στην Κασπία και αλλού.
Επί των κυβερνήσεων Σημίτη περιορίστηκε η εθνική κυριαρχία της Ελλάδας (Ιμια), ενώ έγινε και η κοινή δήλωση της Μαδρίτης, των Κ. Σημίτη και Σ. Ντεμιρέλ, που επί της ουσίας αναγνώριζε την ύπαρξη συνοριακών διαφορών στο Αιγαίο ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, αφού έκανε λόγο για «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Η πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη ήταν πράγματι ένας εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος και γενικότερα του αστικού κράτους. Επιχειρήθηκε και προχώρησε στη βάση της ανταγωνιστικότητας, σωρεύοντας τεράστια κέρδη στο κεφάλαιο, ενώ έφερε χειροτέρευση της ζωής των εργατικών μαζών και πολλών μικρομεσαίων στρωμάτων. Ορισμένα τμήματα του λαού περιέπεσαν στο επίπεδο και της απόλυτης εξαθλίωσης. Η κυβέρνηση Σημίτη δεν μπόρεσε να προχωρήσει περαιτέρω τους αστικούς εκσυγχρονισμούς, γιατί ερχόταν σε σύγκρουση και με εργατικές μάζες και με τμήματα της «πελατειακής βάσης» του ΠΑΣΟΚ. Επιβαρύνθηκε επιπλέον και με πλήθος σκανδάλων που ήρθαν στην επιφάνεια. Αυτά τα πεπραγμένα αξιοποιήθηκαν από τη ΝΔ, που ήρθε στη διακυβέρνηση το 2004, για να συνεχίσει την πολιτική του ΠΑΣΟΚ.
Γενική αποτίμηση
Ο ταξικός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος
Οι αστοί πολιτικοί χαρακτηρίζουν τη δημοκρατία των τελευταίων 33 χρόνων ως την καλύτερη και μακροβιότερη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Συνεπικουρεί σε αυτό και ο ΣΥΝ, που έχει στόχο να τη διευρύνει, όπως λέει.
Εχουν δίκιο από την άποψη ότι αυτή η περίοδος είναι η πιο αντιπροσωπευτική για τη διαμόρφωση και λειτουργία του αστικού εποικοδομήματος, απαλλαγμένη από βασιλικά, στρατιωτικά ή και εκλογικά πραξικοπήματα. Σε αυτό το διάστημα κυρίως οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσαν ορισμένες υπερώριμες διεκδικήσεις της περιόδου μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που από πολύ καιρό είχαν κατακτηθεί στις καπιταλιστικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης (ετήσιες άδειες, γονικές παροχές, τυπική εξίσωση της αμοιβής για ίση εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών κ.ά.).
Το κυριότερο είναι ότι σε αυτήν την περίοδο όχι μόνο σταθεροποιήθηκε ο ελληνικός καπιταλισμός, αλλά η ανάπτυξή του επέτρεψε μια πιο ουσιαστική ενσωμάτωσή του στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, όπως διαμορφώθηκε με την ωρίμανση της ΕΟΚ σε ΟΝΕ. Σε αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά και οι αντεπαναστατικές ανατροπές στις βαλκανικές χώρες, η καπιταλιστικοποίηση των οποίων ενίσχυσε τη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Η βαθύτερη συμμετοχή στην ΕΕ συμπεριλαμβάνει και την υιοθέτηση πλέγματος ευρωενωσιακών νόμων και μηχανισμών (Ευρωστρατός, Συνθήκη Σένγκεν, «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι κ.ά.) που θωρακίζουν περισσότερο την κατασταλτική λειτουργία του αστικού κράτους κατά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Επιβεβαιώθηκε η τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έγινε πρώτα απ' όλα για πολιτικούς λόγους.
Βεβαίως, η ισχυροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να αλλάξει την ενδιάμεση θέση του στο γενικότερο σύστημα του ιμπεριαλισμού, αν και τον κατέστησε αξιόλογη δύναμη στο χώρο των Βαλκανίων και της ΝΑ Μεσογείου. Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των τάσεων συνεργασίας, αναπτύσσεται και η τάση ανταγωνισμού με την Τουρκία, ενώ περιπλέκονται και οι αντιθέσεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη.
Τη σταθερή λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος επί 33 χρόνια δε διατάραξε η σύγκρουση του κοσμοπολιτισμού και του εθνικισμού, που υπήρξε έντονη, όπως έδειξαν και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για την ονομασία της FYROM, αλλά και οι συγκρούσεις με την Εκκλησία για τις ταυτότητες. Ακόμα και το Κυπριακό, που πάντα στο μακρύτερο παρελθόν επηρέαζε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αυτά τα 33 χρόνια έπαψε να αποτελεί αιτία αναταράξεων, αν και ως πρόβλημα βρίσκεται σε χειρότερο σημείο απ' ό,τι πριν από το 1974.
Οι συγκρούσεις κοσμοπολιτισμού - εθνικισμού από τη μία υπογραμμίζουν τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας, από την άλλη υποχρεώνουν τα αστικά κόμματα να ελίσσονται, όπως έκανε η ΝΔ με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Κάποιες φορές δημιουργούν και συγκρούσεις στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα δεν υλοποιούν ούτε το χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, για να αποφύγουν το εκλογικό κόστος, ενδεχομένως και αποσκιρτήσεις βουλευτών και άλλων στελεχών τους.
Αποτελεί και αυτό ιδιομορφία του ελληνικού καπιταλισμού. Για παράδειγμα, ενώ στη Γαλλία η αστική επανάσταση τσάκισε την Καθολική Εκκλησία, στην Ελλάδα η επανάσταση του 1821 για την απελευθέρωση και για τη δημιουργία του έθνους - κράτους πραγματοποιήθηκε με τη σύμφυση των συνθημάτων του Διαφωτισμού και των ορθόδοξων θρησκευτικών συμβόλων.
Η ουσία της αστικής δημοκρατίας ως δικτατορίας της αστικής τάξης με κοινοβουλευτική έκφραση αποτυπώνεται πρώτα απ' όλα στα Συντάγματα. Ανεξάρτητα από την κάθε φορά μορφή του πολιτικού συστήματος, όλα τα Συντάγματα κατοχυρώνουν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Τα εμφανίζουν ως συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό κάνει και το νέο Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1975 και με τις αναθεωρήσεις του ισχύει μέχρι σήμερα, συγκροτώντας το θεμελιώδη νόμο του κράτους, το νόμο των νόμων. Ορισμένα παραδείγματα από τις διατάξεις του:
Αρθρο 17: «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους...».
Αρθρο 11: «...Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν (...) αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Αρθρο 28: «Ερμηνευτική δήλωση: Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Αρθρο 29: «1. Ελληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος...».
Αρθρο 106: «1. Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα...».
Αρθρο 120: «4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Είναι φανερό ότι η συνταγματική νομιμότητα περιστρέφεται γύρω από την κατοχύρωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.
Η περικοπή «να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» είναι σαφές ότι δεν αναφέρεται μόνο σε δυνάμεις αστικές, αν επιχειρήσουν την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού. Συμπεριλαμβάνει στη γενική λέξη «οποιουδήποτε» και τον οργανωμένο λαό, όταν θελήσει να προχωρήσει μπροστά, σε ριζικές πολιτικές αλλαγές.
Είναι επίσης γνωστό ότι μεγάλος αριθμός νόμων - και κυρίως η καθημερινή πραγματικότητα - επιβεβαιώνουν τον ταξικό και τυπικό χαρακτήρα της δημοκρατίας: Η τρομοκρατία που ασκείται στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις σε βάρος των εργατών και των εργατριών, η ιδεολογική τρομοκρατία, η κήρυξη των περισσότερων απεργιών ως παράνομων, η παραπομπή στα δικαστήρια χιλιάδων αγωνιζόμενων ως παρανομούντων (αγροτών, μαθητών, ναυτεργατών κ.ά.) δείχνουν το μέτρο και τα περιορισμένα όρια της δημοκρατίας.
Οι αστοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι προβάλλουν μετ' επιτάσεως τον ισχυρισμό ότι «σήμερα καθένας μπορεί να λέει τη γνώμη του ελεύθερα». Αυτός ο ισχυρισμός έχει σχετική αξία όσον αφορά στο ΚΚΕ και γενικότερα στο ταξικό κίνημα. Δεν είναι λίγες οι φορές, για παράδειγμα, που αστοί πολιτικοί κατήγγειλαν το ΚΚΕ ότι με τη δράση του «αγγίζει τα όρια της νομιμότητας» (π.χ. διαδήλωση κατά της επίσκεψης Κλίντον κ.ά.).
Με άλλα λόγια, ομολογείται ότι ένα κόμμα μπορεί να εκφράζει τη γνώμη του, όχι όμως και να παλεύει για να γίνει αυτή πραγματικότητα. Επιχειρείται, δηλαδή, να διαχωριστούν η θεωρία και το πρόγραμμα από τη δράση. Δεν τα διαχωρίζουν, φυσικά, όταν πρόκειται για τα κόμματα της διαχείρισης. Ο ταξικός αγώνας, που αποβλέπει σε ρήξεις και ριζικές αλλαγές, δε νομιμοποιείται. Παράλληλα, αποθεώνεται η προσφυγή στις κάλπες κάθε τέσσερα χρόνια, ως η κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας.
Το ίδιο γίνεται τα τελευταία χρόνια με το ιδεολόγημα της συμμετοχικής δημοκρατίας. Είχε ξεκινήσει ως σύνθημα και «πράξη» τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, με τη δημιουργία γραφειοκρατικών πυρήνων διαχείρισης σε επιχειρήσεις, που τους ονόμασαν σοσιαλιστικές μορφές κοινωνικής συμμετοχής. Στην πορεία εγκαταλείφθηκαν και ως φραστικές διακηρύξεις. Αργότερα εμφανίστηκαν νέες διακηρύξεις και πρακτικές, που ονομάστηκαν διαδικασίες δημοκρατικής έκφρασης των μαζών (π.χ. εκλογές για την ανάδειξη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ), αλλά και η προσπάθεια του τελευταίου να εμφανίσει, μαζί με τη ΝΔ, ως άσκηση του συμμετοχικού ρόλου των μαζών την «αντιπροσωπευτική δημοκρατική συμμετοχή» τους στην υλοποίηση ΕΟΚικών κατευθύνσεων. Τέτοια όργανα είναι η Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) και άλλοι μηχανισμοί ταξικής συνεργασίας. Η ίδια προσπάθεια γίνεται και με το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και άλλων αστικών μηχανισμών στη δημιουργία και οικονομική ενίσχυση των διαφόρων φόρουμ. Επιχειρείται να εμφανιστεί ως δημοκρατική συμμετοχή και να αξιοποιηθεί με ουτοπικά και ευρωενωσιακά συνθήματα η αγωνιστική διάθεση τμημάτων της νεολαίας που προσβλέπουν ειλικρινά σε έναν καλύτερο κόσμο.
Η κατ' επίφαση δημοκρατική συμμετοχή των μαζών επιδιώκουν να εκφράζεται και με την υιοθέτηση δημοψηφισμάτων, όταν είναι δυνατό να χειραγωγηθούν οι μάζες από τα αστικά κόμματα. Σε σειρά κρατών της ΕΕ πραγματοποιήθηκαν δημοψηφίσματα, όπως για το «Ευρωσύνταγμα». Αποδείχτηκε ότι κυρίως διενεργούνται στο βαθμό που το αποτέλεσμά τους κρίνεται ότι θα αποβεί θετικό, όπως στην Ιταλία, όπου το 80% όσων ψήφισαν τάχθηκε υπέρ της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Αντίθετα, αν ο συσχετισμός τείνει σε αρνητικό αποτέλεσμα, τότε τα δημοψηφίσματα δε γίνονται. Αυτό συνέβη τελευταία και με την Ευρωσυνθήκη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το 1994 - 1995 επήλθαν αλλοιώσεις στις οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ, ενώ το ΠΑΣΟΚ - μετά και την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας, το 2004 - αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στην οργάνωση και συνοχή των δυνάμεών του.
Η ανάδειξη νέων στελεχών αυτών των κομμάτων πραγματώνεται κυρίως στις διευθύνσεις των επιχειρήσεων, των ιμπεριαλιστικών οικονομικών κέντρων, στην «αγορά» και σε ένα βαθμό στο φοιτητικό - πανεπιστημιακό χώρο.
Ταυτόχρονα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διέλυσαν μαζικές οργανώσεις τους στους χώρους των γυναικών, του «κινήματος για την ειρήνη» κ.α. Τη θέση κινημάτων κατέλαβαν, κυρίως ή και αποκλειστικά, αντίστοιχοι κρατικοί μηχανισμοί και «μη κυβερνητικές οργανώσεις».
Σε όλα τα παραπάνω συντέλεσαν σειρά λόγων. Ορισμένοι προβληματισμοί για τις αιτίες, που δεν εξαντλούν βεβαίως το θέμα, είναι οι εξής:
Η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και η συστράτευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους με πρόσχημα την πάταξη της τρομοκρατίας. Η επέλαση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και οι νέοι όροι στην καπιταλιστική «αγορά εργασίας» (μερική απασχόληση, ανασφάλιστη εργασία, γενικότερο χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων). Σε πολλούς εργοστασιακούς χώρους η προώθηση της ταξικής πολιτικής γίνεται από τους μηχανισμούς των κεφαλαιοκρατών.
Από την άλλη, η στρατηγική της «κοινωνικής συναίνεσης» και η ενοχοποίηση της ταξικής πάλης συνολικά διέλυσαν στους τόπους δουλειάς κάθε διεκδικητικό στόχο. Μετέτρεψαν τα εργατικά σωματεία (όπου δεν πλειοψηφεί ή δεν υπάρχει το ΠΑΜΕ) σε πλήρη υποχείρια της εργοδοσίας και μηχανισμούς συμμετοχής στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Ταυτόχρονα, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που πλειοψηφούν στο εργατικό κίνημα, το χρησιμοποιούν για την προώθηση της αντιπολιτευτικής πολιτικής τους, ανάλογα με το ποιο κόμμα βρίσκεται στη διακυβέρνηση.
Πρόκειται για παράγοντες που αυξάνουν την αποχή των μαζών από συλλογικές διαδικασίες, σε συνδυασμό με την ασκούμενη τρομοκρατία στους τόπους δουλειάς.
Ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση όλων των κοινωνικών πλευρών και τομέων μπορεί να υπάρξει μόνο με την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την αληθινή δημοκρατία των μαζών. Οπως έγραψε ο Λένιν:
«...η σοβιετική οργάνωση εξάλειψε τις αρνητικές εκείνες πλευρές του αστικού δημοκρατισμού, που άρχισε να τις εξαλείφει ήδη η Κομμούνα του Παρισιού, την ανεπάρκεια, τη στενότητα των οποίων από καιρό υπόδειξε ο μαρξισμός, και συγκεκριμένα τον κοινοβουλευτισμό σαν διαχωρισμό της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική. Τα Σοβιέτ, συγχωνεύοντας τη μια και την άλλη εξουσία, πλησιάζουν τον κρατικό μηχανισμό στις εργαζόμενες μάζες και απομακρύνουν το μεσότοιχο, όπως ήταν το αστικό κοινοβούλιο, που εξαπατούσε τις μάζες με υποκριτικές ταμπέλες, σκέπαζε τα οικονομικά και χρηματιστηριακά τεχνάσματα των κοινοβουλευτικών επιχειρηματιών, εξασφάλιζε το απαραβίαστο του αστικού μηχανισμού διακυβέρνησης του κράτους».25
Το Σύνταγμα βεβαίως περιέχει και διατάξεις που εξωραΐζουν και συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα του, όπως τοάρθρο 4 που αναφέρει μεταξύ άλλων:
«1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις...».
Αυτοί οι ισχυρισμοί προσκρούουν στην πραγματικότητα, που επιβεβαιώνει ότι η αστική τάξη ουδέποτε παραχωρεί στην εργατική τάξη τα δικαιώματα που κατοχυρώνει τυπικά το Σύνταγμα. Εγραψε ο Λένιν πριν από περίπου 90 χρόνια, σχετικά με την ισότητα στον καπιταλισμό:
«...Η αστική δημοκρατία είναι δημοκρατία πομπωδών φράσεων, πανηγυρικών λόγων, μεγαλόστομων υποσχέσεων, ηχηρών συνθημάτων για ελευθερία και ισότητα, ενώ στην πραγματικότητα αυτά συγκαλύπτουν τη σκλαβιά και την ανισοτιμία της γυναίκας, τη σκλαβιά και την ανισότητα των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων».
Οι εκλογές του 2007 - Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας
Οι αυταπάτες για φιλολαϊκά μέτρα από την κυβέρνηση της ΝΔ γρήγορα εξανεμίστηκαν και σε τμήμα της λαϊκής βάσης της, ενώ η αγανάκτηση δε διοχετεύεται προς το ΠΑΣΟΚ. Οι εκλογές της 16ης Σεπτέμβρη 2007 το επιβεβαίωσαν. Δίχως να επιφέρουν δραματικές αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων, με τα αποτελέσματά τους άνοιξαν ένα ρήγμα στη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως διαμορφώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες. Το αστικό κατεστημένο ανησυχεί από τη λαϊκή δυσαρέσκεια που καταγράφηκε.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των τελευταίων εκλογικών αποτελεσμάτων μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:
Πρώτο, στην αποδυνάμωση της ΝΔ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερο, στην εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ (8,15%), που αποτελεί καρπό της πολύχρονης δράσης του.
Τρίτο, στην ενίσχυση και των αναχωμάτων υπέρ της πολιτικής του «ευρωμονόδρομου», του ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΝ) και του ΛΑ.Ο.Σ.
Ο δικομματισμός βεβαίως παραμένει ισχυρός (80%), ενώ μαζί με τα κόμματα που δεν αμφισβητούν την αστική διαχείριση αγγίζει το 90%.
Ταυτόχρονα, η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε κρίση, που παρουσιάζεται σε μεγάλο βαθμό ως διαπάλη για την πιο ικανή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Η κρίση στην οποία έχει περιπέσει το ΠΑΣΟΚ είναι βαθιά, παρότι το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών έδειξε ότι τουλάχιστον μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ παρέμενε ένα από τα τρία ανθεκτικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, μαζί με το ΣΚ Ισπανίας και το ΣΚ Πορτογαλίας. Είναι κρίση ιδεολογική και οφείλεται στο γεγονός ότι η στρατηγική του ταυτίζεται με της ΝΔ.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο στο ΠΑΣΟΚ. Αγκαλιάζει τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία. Στη Γερμανία εκφράζεται με την κυβερνητική συμμαχία Χριστιανοδημοκρατίας και Σοσιαλδημοκρατίας. Στη Γαλλία η καταψήφιση της πολιτικής υπέρ του κεφαλαίου που εφάρμοσε η κυβέρνηση Ζοσπέν (συμμετείχε και το Γαλλικό ΚΚ) οδήγησε σε πολύχρονη κρίση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η κρίση συνεχίζεται, ενώ στελέχη του κατέλαβαν υπουργικές και άλλες δημόσιες θέσεις στην κυβέρνηση Σαρκοζί. Στην Ιταλία, η κυβέρνηση Πρόντι συνεχίζει την πολιτική του «δεξιού» Μπερλουσκόνι, στο κόμμα του οποίου έχουν προσχωρήσει στελέχη του πάλαι ποτέ Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας, που στις αρχές της δεκαετίας του '80 συνεργάστηκε (Κράξι) με τη Χριστιανοδημοκρατία των Αντρεότι - Φορλάνι. Ως κυβέρνηση, η επίθεσή τους κατά των εργαζομένων της Ιταλίας εκφράστηκε με την προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και τον αντικομμουνισμό. Δεν είναι, λοιπόν, πρωτοφανής η σημερινή σύμπραξη στη Γερμανία. Χρήσιμο είναι επίσης να θυμηθούμε ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας έχει απαρνηθεί από το 1959 το μαρξισμό, έστω έτσι όπως τον αντιλαμβανόταν, δηλαδή διαστρεβλωμένο.
Τα αδιέξοδα είναι προφανή. Και σήμερα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, νιώθοντας τη μεγάλη φθορά από την πολιτική του στη συγκυβέρνηση, πιέζει την καγκελάριο Μέρκελ, ώστε να βάλει λίγο νερό στο κρασί της. Και προτείνει να αυξηθεί ο χρόνος καταβολής του επιδόματος ανεργίας, όπως επίσης να καθοριστεί ελάχιστο μεροκάματο! Τέτοιου τύπου είναι η «αριστερή στροφή» της σοσιαλδημοκρατίας που τα αστικά Μέσα προβάλλουν. Φυσικά, ούτε αυτά έχουν γίνει δεκτά από την Μέρκελ, η οποία υλοποιεί το πρόγραμμα «Ατζέντα 2010» που συμφωνήθηκε με τον πρώην καγκελάριο Σρέντερ και το κόμμα του, το SPD.
Την κρίση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας ομολογούν και επιχειρούν να την αναλύσουν και αστοί δημοσιολόγοι. Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τη δημοκοπία ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρέπει να κάνουν «στροφή προς τα αριστερά», οι αστικοί μηχανισμοί προωθούν ως «εναλλακτικές λύσεις» σχήματα τύπου Λαφοντέν (βλέπε στη Γερμανία), που προβάλλονται ως μία δήθεν αριστερή σοσιαλδημοκρατική εκδοχή. Βάση της αποτελεί ο προσανατολισμός για «ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων μέσω της αναδιανομής του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου». Την εκδοχή του σχήματος υπό τον Λαφοντέν (τμήμα του γερμανικού SPD και του πρώην Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας) υιοθετεί και ο ΣΥΝ στην Ελλάδα.
Η κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχει αντικειμενική βάση. Η «διαμαρτυρία» του προέδρου του SPD, Κουρτ Μπεκ, ότι «ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός συγχέει την πολιτική ελευθερία με την ιδιωτικοποίηση και θέλει να μεταλλάξει τον αλληλέγγυο πολίτη σε εγωιστή αστό»26, δείχνει στην πραγματικότητα τα αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας.
Το ίδιο και η διαπίστωση του Ανρί Βεμπέρ, που έγραψε: «Ενας σοβαρός λόγος για τις ήττες του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν ότι δεν μπορούσε να γίνει καθαρά ορατό το μακροπρόθεσμο σχέδιό μας, εκείνη η "ρεαλιστική ουτοπία", χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κινητοποίηση της αριστεράς».27
Τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας είναι κόμματα του κεφαλαίου. Εδώ και χρόνια δεν μπορούν να διαχειρίζονται τα συμφέροντά του με το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και με τον καπιταλιστικό κρατικό τομέα στην Παιδεία, στην Πρόνοια, στην Υγεία, αλλά και σε τομείς της Οικονομίας, όπως η Ενέργεια, οι Μεταφορές, οι Επικοινωνίες κ.ά. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται και η κρίση τους, αν και το «κράτος πρόνοιας» δε στηρίχτηκε μόνο από τα σοσιαλδημοκρατικά, αλλά και από τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα.
Οι ανάγκες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, οι πολιτικές παρεμβάσεις στην τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, οδήγησαν στις ιδιωτικοποιήσεις κρατικών τομέων, στη δεκαετία του 1980 και εκτεταμένα του 1990, στην κατεδάφιση εργατικών δικαιωμάτων και στην «πειθαρχία» των κομμάτων του στις αξιώσεις του κεφαλαίου για την ενίσχυση του «μονόδρομου» της ανταγωνιστικότητας. Σε αυτή τη γραμμή ενσωματώθηκαν πλήρως και Κομμουνιστικά Κόμματα που έχουν μεταλλαχτεί.
Ετσι, η «διαχωριστική γραμμή» ανάμεσα στη «δεξιά» και στην «αριστερά» περιορίζεται στη μεταξύ τους «πλειοδοσία» παροχών άμβλυνσης των πιο οξυμένων γωνιών της σχετικής εξαθλίωσης για να αποφευχθούν «κοινωνικές αναταράξεις».
Τα παραπάνω εξηγούν και γιατί «κοινωνικό κράτος» στον καπιταλισμό δεν υπάρχει. Κοινωνικό κράτος είναι μόνο το κράτος της εργατικής τάξης.
Το κοινωνικό έδαφος που χάνει η σοσιαλδημοκρατία επιχειρούν να καταλάβουν κόμματα όπως ο ΣΥΝ, στην Ελλάδα, στη βάση της υπεράσπισης του «κοινωνικού κράτους», στο νεοφιλελευθερισμό, αιτιολογώντας όμως τη γενική απελευθέρωση των αγορών στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης».
Η κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχει αρχίσει να οδηγεί ορισμένα από αυτά ακόμα και στη φραστική αποκοπή του ομφάλιου λώρου με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία και στην ανοιχτή ομολογία τους ότι μετατοπίζονται στον «κεντρώο» χώρο. Παράδειγμα τέτοιας μετατόπισης αποτελεί το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας που υιοθέτησε σε αυτή τη γραμμή τον «τρίτο δρόμο» του Αντονι Γκίντενς. Τώρα, ωστόσο, έχοντας τεθεί σε αμφισβήτηση η εκ νέου επανεκλογή του στην κυβέρνηση, προβληματίζεται σε παλινδρόμηση προς το παρελθόν του (!), για να προσαρμόσει το «κοινωνικό κράτος» στις συνθήκες της απελευθέρωσης της αγοράς.
Ανάλογη εξέλιξη ακολουθεί και στην Ιταλία το πρώην Ιταλικό ΚΚ, που μετονομάστηκε σε «Δημοκράτες της Αριστεράς» και τώρα αποφάσισε - μαζί με το κόμμα της «Μαργαρίτας» - να δημιουργήσουν το «Δημοκρατικό Κόμμα», δηλαδή ένα κόμμα και φραστικά αστικό.
Ο πρόεδρος του νέου κόμματος, Βάλτερ Βελτρόνι, δήλωσε υπερήφανος που ανήκε «στο Ιταλικό ΚΚ του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ένα κόμμα στο οποίο μπορούσες να μετέχεις χωρίς να είσαι κομμουνιστής»!28 Ο Βελτρόνι έχει ταχθεί πολλές φορές υπέρ της πολιτικής της λιτότητας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το τεράστιο χρέος της Ιταλίας.
Στην Ελλάδα, η διαχωριστική γραμμή ΠΑΣΟΚ - ΝΔ έπαψε να υπάρχει και για έναν πρόσθετο λόγο: Τα χρόνια της 10ετίας του 1960 βρίσκονται πολύ μακριά από τις νεότερες γενιές, ενώ οι εκσυγχρονισμοί που υλοποιήθηκαν στη συνέχεια οδήγησαν στην εξάντληση των ορίων της λεγόμενης «προοδευτικής πολιτικής».
Επιδιώξεις και σενάρια ενσωμάτωσης των μαζών
Η σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ επανέφερε τα γνωστά της δικομματικής διαμάχης για τους λεγόμενους «διαπλεκόμενους», βασικό προεκλογικό σύνθημα της ΝΔ κατά του ΠΑΣΟΚ πριν από τις εκλογές του 2004.
Είναι πρόσφατη η διαπίστωση - καταγγελία τής υπό τον Γιώργο Παπανδρέου μερίδας του ΠΑΣΟΚ για το ρόλο του «Συγκροτήματος Λαμπράκη» και του τηλεοπτικού σταθμού «ΜΕΓΚΑ» υπέρ της ανάληψης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τον Ευ. Βενιζέλο. Η ιδιοτελής καταγγελία δεν αναιρεί την αλήθεια του πράγματος. Οι αστοί γνωρίζουν καλύτερα τα του «οίκου τους». Το ίδιο «Συγκρότημα» είχε στηρίξει τον Γιώργο Παπανδρέου το 2004, ενώ πολλές φορές στο παρελθόν πρωτοστάτησε σε εξελίξεις διαμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, τόσο πριν όσο και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.29
Η λεγόμενη διαπλοκή των αστικών κομμάτων με τους ιδιοκτήτες των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) πήρε μεγάλες διαστάσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη κατάσταση ύπαρξης μόνο των έντυπων Μέσων, όταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 παραχωρήθηκαν με νόμο δημόσιες συχνότητες σε ιδιώτες, στο όνομα της πολυφωνίας, με την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία και στον πολιτισμό που εξέπεμπε η κρατική τηλεόραση.
Τα αστικά κόμματα υπερβάλλουν σκόπιμα και υποκρίνονται, όταν αναφέρονται στη σημασία της αλληλοσχέσης πολιτικών προσώπων με τα ΜΜΕ. Συνειδητά παραγνωρίζουν ότι, έτσι κι αλλιώς, κάθε ιδιοκτήτης ΜΜΕ υποστηρίζει κάποιο αστικό κόμμα. Αντίστροφα, κάθε αστικό κόμμα επιδιώκει τον προσεταιρισμό, ακόμα και την καθοδήγηση αν είναι δυνατό, των ΜΜΕ.30 Παράλληλα, πλήθος αστών πολιτικών προσφέρεται στη σύναψη σχέσεων αμοιβαίας εξυπηρέτησης με τους ιδιοκτήτες καναλιών και με δημοσιογράφους τους.
Πρόκειται για φυσιολογικές εκδηλώσεις στην ταξική σχέση οικονομίας - πολιτικής στο καπιταλιστικό σύστημα. Η αυτόνομη πολιτική παρουσία, την οποία διακηρύσσουν υποκριτικά τα κόμματα του κεφαλαίου, αποτελεί μύθο.
Επίδραση στις ηγεσίες και σε άλλα στελέχη των αστικών κομμάτων, καθώς και άσκηση επιρροής στην εκλογή ηγεσιών, όχι μόνο στην Ελλάδα, ασκείται και από μηχανισμούς και ηγετικά κλιμάκια της ΕΕ, των ΗΠΑ και διάφορες «Λέσχες» του κεφαλαίου.
Το βασικό πρόβλημα της αστικής τάξης είναι η ανάγκη ακόμα μεγαλύτερης επίθεσης στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, γεγονός που προϋποθέτει την υποταγή της πλειοψηφίας των εργαζομένων, πέρα από τη συναίνεση επί της ουσίας της αντιλαϊκής πολιτικής, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ, παρά τη σκληρή τους αντιπαράθεση για την κυβερνητική εξουσία.
Ομως η ιδεολογία της ταξικής συνεργασίας αρχίζει να υποχωρεί. Βεβαίως αυτό γίνεται κυρίως χάρη στην επίδραση που ασκεί σε εργατικές δυνάμεις η συνεπής ταξική πολιτική του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ.
Το δικομματικό σύστημα στην Ελλάδα συνεχίζει να λειτουργεί με αυτοδύναμες κοινοβουλευτικά κυβερνήσεις, που αποκτούν την αυτοδυναμία χάρη στους καλπονοθευτικούς εκλογικούς νόμους που ψηφίζουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Οι δύο βασικοί πόλοι του δικομματισμού δεν υποχρεώθηκαν μέχρι τώρα να προχωρήσουν σε πολιτικές συμμαχίες για να σχηματίσουν κυβέρνηση, όπως έγινε στη Γερμανία ούτε να ψηφίσουν την απλή αναλογική, που επίσης θεσπίστηκε στο παρελθόν και συνταγματικά σε άλλα κράτη, π.χ. στην Ιταλία, όπου όμως ήταν εξασφαλισμένο ότι η μεγάλη εκλογικά δύναμη του ΙΚΚ δε θα έθετε σε κίνδυνο το αστικό σύστημα, όπως βεβαίωνε ο «ιστορικός συμβιβασμός» του.
Σενάρια διπολισμού απασχολούν σήμερα την αστική τάξη πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν. Ηδη αστοί πολιτικοί εκφράζουν και δημόσια εκτιμήσεις τους για σχεδιασμούς ντόπιων και ξένων κέντρων να διασπαστούν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ενόψει πιθανών εξελίξεων αναπροσαρμόζεται και ο εκλογικός νόμος, αφού η ουσία των εκλογικών συστημάτων δε βρίσκεται μόνο στην κομματική επιδίωξη του ισχυρότερου αστικού κόμματος να διατηρείται στην κυβερνητική εξουσία και άρα να προσαρμόζει σε αυτό το στόχο το εκάστοτε σύστημα διεξαγωγής των εκλογών, αλλά και στην εξυπηρέτηση των γενικότερων ταξικών στόχων.31
Παράλληλα, οι τοποθετήσεις για «το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου» πληθαίνουν, ενώ ο ΣΥΝ υπολογίζει σε πιθανή διάσπαση του ΠΑΣΟΚ για να προκύψουν «θετικές πολιτικές ανακατατάξεις», όπως ισχυρίζεται. Αυτή ήταν και η έννοια της εκτίμησης του ΣΥΝ ότι οι εκλογές μπορούν να αποτελέσουν το «κύκνειο άσμα του δικομματισμού». Τις θέσεις του για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας, αρχικά με τη ΝΔ ή και με το ΠΑΣΟΚ, έχει διατυπώσει πολλές φορές και ο ΛΑ.Ο.Σ.
Το ΚΚΕ έχει προειδοποιήσει πριν από πολλά χρόνια ότι υπάρχουν σενάρια που η άρχουσα τάξη θα υλοποιήσει, για να κάμψει την τάση ριζοσπαστικοποίησης λαϊκών μαζών, για να εδραιώσει ένα πολιτικό σύστημα άλλης μορφής και ίδιου περιεχομένου με το σημερινό.
Το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1996) υπογράμμισε:
«Στους κόλπους των μεγάλων ιδιαίτερα κομμάτων, στο πολιτικό σύστημα κυοφορούνται διεργασίες αναπροσαρμογής στη μορφή του πολιτικού συστήματος, με διάφορα σενάρια κυβερνητικής ή γενικότερης συνεργασίας, αναπαραγωγής του δικομματισμού με το σχήμα των δύο πόλων "κεντροδεξιά" - "κεντροαριστερά".
Οι διεργασίες αντανακλούν τη δυσφορία του ελληνικού λαού για τη σημερινή κρίση και εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις σε θέματα τακτικής. Αντανακλούν τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, τη διαπάλη μερίδων της άρχουσας τάξης στα πλαίσια του γενικότερου πολυεθνικού ανταγωνισμού. Εκφράζουν προθέσεις και σενάρια παγίδευσης ριζοσπαστικών δυνάμεων, ώστε αυτές να μη δρασκελίσουν το κατώφλι προς το δρόμο του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού αγώνα.
[...] Τα μικρότερα κόμματα διαδραματίζουν το ρόλο της εφεδρείας και του αναχώματος...
Η Πολιτική Ανοιξη αποτελεί τμήμα και προέκταση της κλασικής... συντηρητικής παράταξης της χώρας. Ο Συνασπισμός υιοθετεί ένα μείγμα κλασικών, ουτοπικών, δημαγωγικών σοσιαλδημοκρατικών και νεοφιλελεύθερων απόψεων».32
Οταν το ΚΚΕ έθετε αυτό το ζήτημα, έπαιρνε υπόψη την πείρα προηγούμενων χρόνων, που μία σειρά αιτιών οδήγησαν στη δημιουργία πολλών μικρών κομμάτων προερχόμενων από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, όπως: Η Πολιτική Ανοιξη (Αντ. Σαμαράς), η Δημοκρατική Αναγέννηση (Κ. Στεφανόπουλος), το Κίνημα Ελευθέρων Πολιτών (Δ. Αβραμόπουλος), το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Γερ. Αρσένης), οι Φιλελεύθεροι (Στ. Μάνος), ο ΛΑ.Ο.Σ. (Γ. Καρατζαφέρης) κ.ά.
Αναμφισβήτητο είναι το στοιχείο των προσωπικών βλέψεων που πράγματι ώθησε στη δημιουργία τους, αν και αυτό δεν μπορεί να την εξηγήσει ικανοποιητικά από μόνο του. Ισως πρέπει η γέννηση του κάθε κόμματος να εξεταστεί με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες που την προκάλεσαν. Και πάντως, δίχως να επιχειρείται μια αυστηρή υπαγωγή του καθενός από αυτά στην α' ή στη β' αιτία ή και σε όλες μαζί, φαίνεται ότι γενικά μπορούμε να προσδιορίσουμε σειρά παραγόντων που επέδρασαν στη δημιουργία τους:
1. Ανακατατάξεις σε τμήματα του κεφαλαίου. Με αυτές σχετίζονται και συμφέροντα για προσαρμογές και εκσυγχρονισμούς στη διοίκηση και σε θεσμούς. Διαπλέκεται, επίσης, η πίεση να προχωρήσει πιο γρήγορα ο αστικός εκσυγχρονισμός και η φιλοδοξία ηγετικών στελεχών να λειτουργήσουν ως ατμομηχανή των παρατάξεών τους ή να υπερφαλαγγίσουν άλλα ηγετικά στελέχη.
2. Τα «νέα» κόμματα ιδρύθηκαν σε περίοδο απελευθέρωσης των αγορών, εξαγοράς επιχειρήσεων και συγχωνεύσεων, σε περίοδο που εντεινόταν η εξαγωγή κεφαλαίων στα Βαλκάνια και αλλού, ενώ προετοιμαζόταν και η είσοδος της Ελλάδας στο λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ.
3. Το πώς τμήμα των πολιτικών προσλαμβάνει τη λαϊκή αντίδραση στην αντιλαϊκή πολιτική, αλλά και τις αντιφάσεις στην άσκησή της.
4. Η επιδίωξη δημιουργίας αναχωμάτων, με σκοπό να απορροφηθούν μελλοντικοί κραδασμοί από τα αντιλαϊκά μέτρα.
5. Η ανάμειξη του ξένου παράγοντα, στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και η ανάμειξη επιμέρους αστικών οικονομικών συμφερόντων που επιδίωκαν συγκεκριμένα οφέλη (Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, Ολυμπιακοί Αγώνες κ.ά.).
Είναι δυνατό, σε μια πορεία, τόσο ο κλασικός δικομματισμός όσο και ο διπολισμός να οδηγηθούν σε βαθιά κρίση, κάτω από προϋποθέσεις, με πιο βασικές την ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος με την προώθηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, άρα με το μαζικό απεγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, προς την αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ. Η διαπάλη θα είναι σκληρή, για να μην εγκλωβιστούν σε διπολικά σχήματα οι απογοητευμένες, αλλά και με χαμηλό επίπεδο συνείδησης, μάζες.
Αλλου είδους ανακατατάξεις, όπως η συζητούμενη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ και η συμπόρευση ενός από τα δύο τμήματα με τον ΣΥΝ, δε θα αποτελούν έκφραση ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Ακόμα και στην περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ διασπαστεί, θα παραμένει ως στόχος ο απεγκλωβισμός των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.
Η αστάθεια και ο κλονισμός του αστικού πολιτικού συστήματος πρέπει να επιδιώκεται από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με προοπτική την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας, δηλαδή της σοσιαλιστικής. Βασική προϋπόθεση γι' αυτήν την πορεία είναι και η ιδεολογική συντριβή του οπορτουνισμού, η χρεοκοπία της αντίληψης για την «ενότητα της αριστεράς» και γενικά κάθε αντίληψης που έχει περιεχόμενο τη δήθεν δυνατότητα να δημιουργηθεί ένας φιλολαϊκός καπιταλισμός.
Τα αστικά κόμματα, βεβαίως, όπως και συνολικά η αστική τάξη με τους μηχανισμούς της, θα πάρουν όλα τα μέτρα για να αποτρέψουν αρνητικές γι' αυτούς εξελίξεις. Ο αγώνας του λαού είναι και θα γίνει πιο δύσκολος γιατί οι ταξικοί αντίπαλοι έχουν και πολλά μέσα, έχουν και τη διεθνή στήριξη των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΕΕ - ΝΑΤΟ - ΔΝΤ κ.ά.). Εχουν και μεγάλη πείρα, τόσο στην ανασυγκρότηση του αστικού πολιτικού συστήματος, όσο και στην αντιμετώπιση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, αν και πρώτη φορά τα τελευταία 40 χρόνια το αστικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες. Ομως, αν και ισχυροί, δεν είναι ανίκητοι.
Η επιβεβαίωση της πρόβλεψης
Αυτό που πρόβλεψε το ΚΚΕ στο 15ο Συνέδριό του το 1996, και που άρχισε να αχνοφαίνεται με το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτέμβρη του 2007, σήμερα γίνεται πραγματικότητα. Αρκεί να δει κανείς τα σημερινά κόμματα που εκπροσωπούνται το Κοινοβούλιο. Διάσπαση είχε και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ, ο ΛΑ.Ο.Σ είναι εκτός Βουλής, από τις διασπάσεις, δημιουργήθηκαν οι ΑΝ.ΕΛ. (Ανεξάρτητοι Ελληνες), η ΔΗΜ.ΑΡ. η οποία επίσης στη συνέχεια διασπάστηκε, όπως διασπάστηκαν και οι ΑΝ.ΕΛ., δημιουργήθηκε το «Σχέδιο Β'» (Αλαβάνος), ενώ ο ΣΥΝ μετεξελίχθηκε σε ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Στη Βουλή επίσης μπήκε και η Χρυσή Αυγή. Ενα τμήμα του ΠΑΣΟΚ εντάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δημιουργήθηκαν και άλλες πολιτικές ομάδες και κόμματα από το ΠΑΣΟΚ,(Κατσέλη, Λοβέρδος), διάφορες επίσης πολιτικές ομάδες και ηγετικά στελέχη που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται σε διεργασίες για τη δημιουργία κόμματος, (Φλωρίδης, Διαμαντοπούλου κλπ). Διεργασίες επίσης υπάρχουν και εντός ΝΔ παρά το πρόσφατο συνέδριό της (Ιούνης 2013). Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται από την έναρξη της βαθιάς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης και συνεχίζεται. Οι διπλές κοινοβουλευτικές εκλογές κατέγραψαν την αποτύπωση των σημερινών κομμάτων, αλλά η αναμόρφωση συνεχίζεται στην κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός αστικού «διπολικού πολιτικού συστήματος». Ο ένας πόλος με κορμό τη ΝΔ και ο άλλος με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ. Αντικειμενικά, η καπιταλιστική οικονομική κρίση με τις τεράστιες δυσκολίες διαχείρισής της δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες στη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα στη χειραγώγηση του λαού. Η κρίση οξύνοντας τις ταξικές αντιθέσεις και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, ενέχει το σπέρμα της απότομης ανόδου της ταξικής πάλης και της συνολικής αμφισβήτησης του αστικού πολιτικού συστήματος, της εξουσίας του κεφαλαίου, με δεδομένη την αταλάντευτη και ακλόνητη δράση του ΚΚΕ με επαναστατική στρατηγική. Και οι αστοί πασχίζουν να προλάβουν τέτοιες εξελίξεις. Γι' αυτό και οι διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.
«Τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης με τη βοήθεια θυλάκων της ιδιαίτερης επιρροής τους στους κόλπους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των μηχανισμών του κράτους, ξεκίνησαν την προσπάθεια για αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, καθώς διέβλεψαν ότι τα δύο αστικά κόμματα δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση, και επομένως υπήρχε κίνδυνος να διαμορφωθεί ένα ασταθές αστικό πολιτικό σύστημα σε συνθήκες που βαθαίνει η κρίση. Στα πλαίσια αυτά και βεβαίως κάτω από την πίεση των αγώνων, της γενικευμένης λαϊκής οργής, εμφανίζονται νέα φαινόμενα (σε σχέση με όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης), όπως οι διαρροές 60 βουλευτών, η ανατροπή του Γ. Παπανδρέου, η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - ΝΔ με πρωθυπουργό τον Λ. Παπαδήμο, αρχικά και με τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. Και ενώ η Βουλή του 2009 ξεκίνησε με 5 κόμματα, τέλειωσε τη θητεία της με 9 κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς. Στο έδαφος αυτό σχηματίστηκαν, στις 6 Μάη δύο πόλοι: ο ένας με βάση τη ΝΔ ως κεντροδεξιό τόξο, και ο άλλος με βάση τον ΣΥΡΙΖΑ ως κεντροαριστερό, που προκάλεσαν και το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη. Ο πόλος του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε με οργανωμένη μαζική μετακόμιση οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής μεγάλο μέρος του στελεχικού δυναμικού ιδιαίτερα από το δημόσιο τομέα, τις πρώην ΔΕΚΟ, το τραπεζικό σύστημα, αλλά και τον κρατικό μηχανισμό. Η οργανωμένη μετακίνηση αγκάλιασε και ένα μέρος τοπικών οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ. Η μετακόμιση βεβαίως διευκολύνθηκε λόγω της απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, της απήχησης των θέσεων του οπορτουνισμού στα παραπάνω τμήματα των εργατοϋπαλλήλων. Η αστική τάξη της χώρας έριξε βάρος στην ανασύνταξη της σοσιαλδημοκρατίας που είναι το κύριο εργαλείο της για την κυριαρχία του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα. Διαμορφώθηκε έτσι το έδαφος για ανάδειξη μιας νέας Βουλής και κυβέρνησης χωρίς την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία των δύο παραδοσιακών αστικών κομμάτων. (...) Είναι σαφής η επιδίωξη να ανακοπεί κάθε τάση λαϊκής χειραφέτησης, να συγκροτηθεί το νέο δίπολο με βάση τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ».33
Στην Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, σχετικά με την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, αναφέρονται τα εξής:
«Η αστική τάξη προσαρμόζει τις επιλογές της. Παίρνει υπόψη ποια κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει το εργατικό κίνημα, να προλάβει την άνοδο της ταξικής πάλης και να εξασφαλίσει ότι η κλιμακούμενη επίθεση στο εργατικό και λαϊκό εισόδημα και γενικά οι συνέπειες της κρίσης, με κύριο χαρακτηριστικό το μεγάλο ποσοστό της ανεργίας, θα προχωρούν με όσο γίνεται λιγότερες αντιδράσεις, είτε με μνημόνια μέσα στην Ευρωζώνη είτε με ελεγχόμενη είτε με ανεξέλεγκτη χρεοκοπία με έξοδο από το ευρώ.
Οι απόπειρες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος θα συνεχιστούν προσανατολισμένες σε δύο πόλους: Τον κεντροδεξιό με άξονα τη ΝΔ και τον κεντροαριστερό με άξονα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται σε κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας, πιο συντηρητικό σε σύγκριση με το κλασικό σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ της λεγόμενης μεταπολιτευτικής περιόδου. Στον ΣΥΡΙΖΑ αναζητούν και βρίσκουν πολιτική στέγη σημαντικά τμήματα της εργατικής και κυβερνητικής γραφειοκρατίας, τμήματα μεσαίων στρωμάτων, που είχαν βρει ασυλία ως σύμμαχοι της αστικής τάξης και των κομμάτων της, με παροχές, φοροδιαφυγή και συμμετοχή στη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων. Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι απαρτίζεται και από οπορτουνιστικές δυνάμεις που αποσχίστηκαν από το κομμουνιστικό κίνημα, διατηρώντας ορισμένα συνθήματα και μεθόδους δουλειάς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως ένα αριστερό κόμμα που συσπειρώνει στις γραμμές του από σοσιαλδημοκράτες της 3ης Σεπτέμβρη έως τους δήθεν "ανανεωτές κομμουνιστές", που υπερασπίζονται το "κράτος πρόνοιας". Η στρατηγική του, όσον αφορά το θέμα της εξουσίας και την ΕΕ, είναι σοσιαλδημοκρατική, φιλομονοπωλιακή.
Στην πρότασή του για τις συμμαχίες και για "κυβέρνηση της αριστεράς" ή και "σωτηρίας της Ελλάδας", ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται από τμήματα της αστικής τάξης και επιδιώκει συνεργασίες με πολιτικές δυνάμεις όπως οι ΑΝΕΛ και η ΔΗΜΑΡ. Ρίχνει γέφυρες και προς τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Βραζιλία, αλλά και τη Ρωσία.
Οσο ισχυροποιείται ο ΣΥΡΙΖΑ ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για τη διακυβέρνηση, τόσο εντείνονται οι διεργασίες διαμόρφωσης νέων αναχωμάτων, από δυνάμεις της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ΑΝΤΑΡΣΥΑ - ΝΑΡ ή και άλλες ομάδες, "Σχέδιο Β' - Αλαβάνος", ακόμη και φυγόκεντρες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, της λεγόμενης αριστερής ή κομμουνιστικής ανανέωσης, οι οποίες κινούνται στη γραμμή των λεγόμενων μεταβατικών στόχων και μεταβατικών κυβερνήσεων διαχείρισης.
Χρειάζεται οι κομμουνιστές να εκλαϊκεύσουμε ακόμα περισσότερο τη σταθερή θέση του ΚΚΕ ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί και να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις διαχείρισης που προωθούν ο ΣΥΡΙΖΑ και οποιεσδήποτε άλλες δυνάμεις αστικής διαχείρισης που υπάρχουν ή μπορεί να υπάρξουν. Χρειάζεται να εκλαϊκεύσουμε τη θέση μας για τις συμμαχίες και το ρόλο του ΚΚΕ στην εργατική λαϊκή εξουσία και διακυβέρνηση.
Με τη συστηματική και ολόπλευρη δράση του το ΚΚΕ πρέπει να συμβάλλει στις εκλογικές αναμετρήσεις (εθνικές εκλογές, ευρωεκλογές και Τοπικής Διοίκησης), ώστε η ψήφος στο ΚΚΕ από τμήματα των εργατών και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να εκφράζει όχι μόνο τη διάθεση να στηριχτεί η πολιτική δύναμη που με συνέπεια παλεύει για τα λαϊκά προβλήματα, αλλά και ταξική επιλογή, με στόχο το αδυνάτισμα του αστικού πολιτικού συστήματος, της αστικής διακυβέρνησης. Κάθε ρωγμή της να ενισχύει την κατεύθυνση της ανατροπής της αστικής εξουσίας και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Να αναδειχθεί πλατιά στο λαό το ρεαλιστικό της πρότασης του ΚΚΕ για διέξοδο από την κρίση σε όφελος του λαού, η μόνη πρόταση που βρίσκεται στον αντίποδα των θέσεων όλων των αστικών κομμάτων, νεοφιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών και αυτών της λεγόμενης "κυβέρνησης της αριστεράς".
Στοιχείο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος αποτελεί και η φασιστική Χρυσή Αυγή. Ο λαός πρέπει να την απομονώσει, απαντώντας αποφασιστικά στις επιθέσεις, στον εθνικοσοσιαλισμό της και τη δημαγωγία της. Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ να πρωτοστατούν ώστε οι μαζικοί φορείς, τα συνδικάτα στους χώρους δουλειάς, ιδιαίτερα οι Λαϊκές Επιτροπές στις συνοικίες, στα σχολεία, οι φοιτητικοί και σπουδαστικοί σύλλογοι στις σχολές, να έχουν αποφασιστικά την πρωτοβουλία στην οργάνωση και κινητοποίηση του λαού ενάντια στη Χρυσή Αυγή και τις εγκληματικές επιθέσεις της. Επίσης, να αντιμετωπιστεί η δράση και άλλων δυνάμεων φασιστικών τάσεων μέσα στις γραμμές του κινήματος, που έχουν ως στόχο την κατάπνιξή του, την αναχαίτιση ανόδου της ταξικής πάλης.
Το εργατικό κίνημα πρέπει να βρεθεί σε ετοιμότητα, ώστε να αξιοποιήσει την προοπτική ανόδου της ταξικής πάλης, τις συνθήκες σημαντικής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων. Ταυτόχρονα, τα πρωτοποριακά τμήματα του εργατικού κινήματος πρέπει να είναι σε ετοιμότητα και για το ενδεχόμενο αρνητικής εξέλιξης, υποχώρησης της ταξικής πάλης και πισωγυρίσματος, ώστε να γίνει δυνατή, με βάση τις νέες συνθήκες, η προετοιμασία για τη νέα άνοδο της ταξικής πάλης που σίγουρα θα προκύψει.
Το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοί του να αποκτήσουν ετοιμότητα και ικανότητα δράσης για να αντιμετωπίσουν την ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της κρατικής, "παρακρατικής", εργοδοτικής βίας και καταστολής, τη δράση του νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού που επιχειρεί να διαμορφώσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με παλιές δυνάμεις της εργατικής αριστοκρατίας, του εργοδοτικού συνδικαλισμού.
Tο 19ο Συνέδριο δίνει απάντηση στο ερώτημα πώς θα οργανωθεί ο αγώνας απόκρουσης των βάρβαρων αντεργατικών - αντιλαϊκών μέτρων από οποιαδήποτε κυβέρνηση διαχειρίζεται την κρίση, είτε έχει κορμό τη ΝΔ είτε τον ΣΥΡΙΖΑ είτε είναι κυβέρνηση του λεγόμενου αντιμνημονιακού τόξου, από τη "λαϊκή δεξιά" έως την κοινοβουλευτική αριστερά, όπως διατυπώνει τελευταία ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε τη θέση του "Σχεδίου Β". Συγκεκριμένα:
Να οργανωθεί η λαϊκή αντεπίθεση, ώστε, μέσα από τον καθημερινό αγώνα, να χαραχτεί διακριτά ο δρόμος πάλης και ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων. Να συσπειρώνονται οι αντιμονοπωλιακές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις στην κοινή δράση με βάση τα δικά τους καθήκοντα κατά κλάδο, χώρο δουλειάς και στις συνοικίες.
Η πάλη κατά των συνεπειών της κρίσης, για την αποτροπή μεγαλύτερης χρεοκοπίας του λαού και τη φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση, μπορεί να αποτελέσει κρίκο για την οργάνωση της εργατικής - λαϊκής αντεπίθεσης. Αυτό εξαρτάται από το βαθμό που θα αποτελέσει εφαλτήριο για την όσο γίνεται πιο μαζική συστράτευση στον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, σε συνδυασμό με την πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχής της ελληνικής αστικής τάξης σε αυτόν».34
Σημειώσεις:
24. Κώστας Σημίτης: «Για μια κοινωνία ισχυρή. Για μια ισχυρή Ελλάδα», εκδ. «Πλέθρον», σελ. 11, 12.
25. Ι. Β. Λένιν: «Τι είναι η σοβιετική εξουσία;», εκδ. «Προγκρές», σελ. 18.
26. Εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 7 Οκτώβρη 2007.
27. Εφημερίδα «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 30 Σεπτέμβρη 2007.
28. «www.in.gr», 16Οκτώβρη2007.
29. Στις εκλογές του Νοέμβρη 1952 ο ιδρυτής του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ» Δημ. Λαμπράκης έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη μεταπήδηση 35 πρώην βουλευτών και υπουργών των «Φιλελευθέρων» στα ψηφοδέλτια του «Ελληνικού Συναγερμού» (Αλεξ. Παπάγος), όπως και του Γεωργίου Παπανδρέου, υποψήφιου (και εκλεγέντα) βουλευτή Αχαΐας με τον Παπάγο. Το καλοκαίρι του 1965, κατά τα Ιουλιανά, οι διαδηλωτές έκαιγαν στους δρόμους την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», επειδή στήριζε κυβέρνηση των «αποστατών» κατά του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ προηγουμένως είχε υποστηρίξει τον Γεώργιο Παπανδρέου.
30. Στα χρόνια μετά το 1990 καθιερώθηκε και ο όρος «Μιντιοκρατία», που υποδηλώνει την ύπαρξη ενός είδος κράτους (ΜΜΕ) εν κράτει. Ο όρος και το περιεχόμενό του είναι λαθεμένα. Αυτονομούν απόλυτα τα ΜΜΕ από την οικονομική βάση, δίνοντας μονοδιάστατα το ρόλο και τη σημασία τους.
31. Το 1952 οι βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν με το πλειοψηφικό σύστημα, μετά από σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ - Παπάγου - Πλαστήρα - «Συγκροτήματος Λαμπράκη» κ.ά.
32. «15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1996, σελ. 46-47.
33.«Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ: Συμπεράσματα από τις εκλογικές αναμετρήσεις στις 6 Μαΐου 2012 και 17 Ιουνίου 2012».
34. «Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, «Ριζοσπάστης», 21/4/2013.