Ηαδυναμία
διατήρησης της κατάστασης στη Ρωσία εκδηλώθηκε πολύ πριν από την
πραγματική ανάπτυξη του καπιταλισμού, πολύ πριν από την ύπαρξη ενός
βιομηχανικού προλεταριάτου. Η κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήματος και
η αποσύνθεση του γραφειοκρατικού απολυταρχισμού είχαν ήδη προ πολλού
καταστεί αδιαμφισβήτητα γεγονότα της ρώσικης πραγματικότητας,
δημιούργησαν όμως επιπλέον -μέσα από την αναταραχή των αγροτών και την
επαναστατικοποίηση της κοινωνικά υποβαθμισμένης διανόησης- κοινωνικά
στρώματα που ξεσηκώθηκαν κατά καιρούς ενάντια στον τσαρισμό, αν και με
συγκεχυμένο, ασαφή και καθαρά στοιχειώδη τρόπο. Είναι φανερό ότι η
ανάπτυξη του καπιταλισμού ενίσχυσε σημαντικά αυτή την αντικειμενική
αναταραχή και τις επαναστατικές ιδεολογικές συνέπειές της, παρ’ όλο που
το γεγονός αυτής της ανάπτυξης καθώς και το μέγεθός της παρέμειναν
συγκαλυμμένα ακόμη και για τους πιο οξυδερκείς. Στο δεύτερο μισό του
19ου αιώνα, έγινε όλο και πιο πολύ εμφανές ότι η Ρωσία, που στα 1848
ήταν το προπύργιο της ευρωπαϊκής αντίδρασης, προχωρούσε βαθμιαία προς
την κατεύθυνση μιας επανάστασης. Το ερώτημα ήταν απλά το ακόλουθο: ποιος
θα ήταν ο χαρακτήρας αυτής της επανάστασης; Και, σε στενή σχέση μ’
αυτό, ποια τάξη θα έπαιζε σ’ αυτή τον ηγετικό ρόλο;
Είναι ευνόητο ότι αυτά τα ερωτήματα δεν
απασχόλησαν τις πρώτες γενιές των επαναστατών παρά μόνο κατά έναν πολύ
συγκεχυμένο ακόμη τρόπο. Έβλεπαν κυρίως τις ομάδες που ξεσηκώνονταν κατά
του τσαρισμού σαν ένα ομοιογενές σύνολο: το λαό. Η διάκριση ανάμεσα σε
διανοούμενους και σε χειρώνακτες δεν μπορούσε βέβαια να παραμείνει
συγκαλυμμένη έστω και σ’ αυτό το επίπεδο ανάπτυξης, δεν είχε όμως κανένα
ιδιαίτερο βάρος, αφού ο «λαός» δε μπορούσε ακόμη να έχει παρά μια
ελάχιστα σαφή φυσιογνωμία από ταξική άποψη και αφού από τους
διανοούμενους μόνο οι πραγματικά ειλικρινείς επαναστάτες είχαν ενταχθεί
στο κίνημα. Επαναστάτες για τους οποίους ίσχυε ακλόνητα η ενσωμάτωσή
τους με το «λαό» και η εξυπηρέτηση αποκλειστικά των συμφερόντων του.
Όπως και να ‘χει το θέμα, η εξέλιξη της
Ευρώπης δεν ήταν δυνατό, ακόμη και σ’ αυτή την κατάσταση του
επαναστατικού κινήματος, να μην επηρεάσει την πορεία των γεγονότων και,
κατά συνέπεια, την ιστορική προοπτική με βάση την οποία οι επαναστάτες
έκριναν τα γεγονότα. Και εδώ τέθηκε αναπόφευκτα το ερώτημα: Αποτελεί η
εξέλιξη της Ευρώπης, η ανάπτυξη του καπιταλισμού, και για τη Ρωσία την
ανελέητη μοίρα της; Πρέπει και η Ρωσία να περάσει από την κόλαση του
καπιταλισμού για να βρει τη λύτρωσή της στο σοσιαλισμό; Ή μήπως είναι σε
θέση να υπερπηδήσει αυτό το στάδιο ανάπτυξης, εξαιτίας της ιδιομορφίας
των συνθηκών της, εξαιτίας του αγροτικού κοινοτικού συστήματος που είναι
ακόμα υπαρκτό και να βρει κατευθείαν, με αφετηρία τον πρωτόγονο
κομμουνισμό, το δρόμο για τον αναπτυγμένο κομμουνισμό;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν ήταν
τότε σε καμιά περίπτωση τόσο αυτονόητη όσο μας φαίνεται σήμερα. Ο ίδιος ο
Φρίντριχ ‘Ένγκελς το 1882 έδωσε την ακόλουθη απάντηση: αν μια
επανάσταση στη Ρωσία προκαλέσει ταυτόχρονα μια προλεταριακή επανάσταση
στην Ευρώπη, «τότε η σημερινή ρώσικη κοινοτική ιδιοκτησία μπορεί να
χρησιμεύσει σαν σημείο εκκίνησης για μια κομμουνιστική ανάπτυξη».
Δεν είναι εδώ ο χώρος ούτε καν για
σκιαγράφηση του ιστορικού των θεωρητικών φιλονικιών γύρω απ’ αυτό το
ζήτημα. Επιλέξαμε μόνο σαν αφετηρία μας αυτό το πρόβλημα, γιατί μ’ αυτό
είχε τεθεί για τη Ρωσία το ζήτημα της ηγετικής τάξης στην επερχόμενη
επανάσταση. Γιατί είναι φανερό ότι η αναγνώριση του κομμουνισμού του
χωριού σαν αφετηρίας και σαν οικονομικής βάσης της επανάστασης καθιστά
κατ’ ανάγκη τους αγρότες ηγετική τάξη της κοινωνικής ανατροπής. Και
σύμφωνα μ’ αυτή την κοινωνικοοικονομική βάση της επανάστασης,
διαφορετική από αυτή της Ευρώπης, η επανάσταση θα έπρεπε επίσης να
αναζητήσει μια διαφορετική θεωρητική θεμελίωση από εκείνη του ιστορικού
υλισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εννοιολογική έκφραση του
αναγκαίου περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, που
πραγματοποιεί η κοινωνία κάτω από την ηγεσία της εργατικής τάξης. Η
διαμάχη που αφορά το γεγονός αν η Ρωσία είναι σε θέση να αναπτυχθεί με
καπιταλιστικό τρόπο, αν ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτυχθεί στη Ρωσία,
από την άλλη, η επιστημονικομεθοδολογική διαμάχη σχετικά με το αν ο
ιστορικός υλισμός είναι μια θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης με γενική
ισχύ, και, τέλος, η συζήτηση γύρω από το ποια κοινωνική τάξη καλείται να
γίνει η πραγματική κινητήρια δύναμη της ρώσικης επανάστασης, όλα αυτά
περιστρέφονται γύρω από το ίδιο πρόβλημα. Όλα αποτελούν μορφές
ιδεολογικής έκφρασης της ανάπτυξης του ρώσικου προλεταριάτου: συνθετικά
στοιχεία της ανάπτυξης της ιδεολογικής (και κατά συνέπεια τακτικής,
οργανωτικής κτλ.) αυτοτέλειάς του απέναντι στις άλλες τάξεις της
κοινωνίας.
Είναι μια μακρόχρονη και επίπονη
διαδικασία που πρέπει να ξεπεράσει κάθε εργατικό κίνημα. Ιδιαίτερα
ρώσικο δεν είναι εδώ παρά μόνο τα επιμέρους προβλήματα, με βάση τα οποία
εκφράζονται η ιδιομορφία της ταξικής κατάστασης και η αυτοτέλεια των
ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου (στη Γερμανία η εργατική τάξη
βρισκόταν σ’ αυτό το στάδιο στην περίοδο των Λασάλ, Μπέμπελ και
Σβάιτσερ, και η γερμανική ενότητα υπήρξε ένα θέμα αποφασιστικής
σημασίας). Αλλά ακριβώς, αυτά τα ιδιαίτερα τοπικά προβλήματα πρέπει να
βρίσκουν σαντέτοια μια πραγματική λύση, όταν πρέπει να κατακτηθεί για το προλεταριάτο η αυτοτέλεια της ταξικής δράσης. Η
καλύτερη θεωρητική κατάρτιση δεν χρησιμεύει εδώ σε τίποτα απολύτως, αν
περιορίζεται στο γενικό. Για να καταστεί αποτελεσματική στην πράξη,
πρέπει ακριβώς να εκφραστεί στην επίλυση αυτών των ιδιαίτερων
προβλημάτων, (Έτσι, για παράδειγμα, ο ένθερμος διεθνιστής Βίλχελμ
Λίμπκνεχτ, ο άμεσος μαθητής του Μαρξ, δεν κατόρθωσε ούτε πιο συχνά ούτε
με μεγαλύτερη βεβαιότητα, σε τέτοια επιμέρους ζητήματα, να πάρει τη
σωστή απόφαση, απ’ ό,τι οι οπαδοί του Λασάλ, που, από καθαρά θεωρητική
άποψη, ήταν πολύ πιο συγκεχυμένοι).
Υπάρχει όμως επίσης σχετικά μ’ αυτό το
θέμα το χαρακτηριστικά ρώσικο γεγονός ότι αυτή η θεωρητική διαμάχη σε
σχέση με την αυτοτέλεια του προλεταριάτου, σε σχέση με την κατανόηση του
ηγετικού του ρόλου στην επερχόμενη επανάσταση δεν βρήκε πουθενά αλλού
μια τόσο καθαρή και σαφή λύση όσο ακριβώς στη Ρωσία. Έτσι το ρώσικο
προλεταριάτο κατάφερε ν’ αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τις ταλαντεύσεις και
τις μεταπτώσεις, που μπορούμε να παρατηρήσουμε σ’ όλες ανεξαίρετα τις
αναπτυγμένες χώρες, όχι τόσο σε σχέση με την επιτυχία της ταξικής πάλης
όπου είναι αναπόφευκτες, αλλά στη θεωρητική διαύγεια και την τακτική –
οργανωτική σιγουριά του εργατικού κινήματος. Κατόρθωσε -το πιο
συνειδητοποιημένο τουλάχιστον τμήμα του- να αναπτυχθεί θεωρητικά και
οργανωτικά τόσο ευθύγραμμα και καθαρά, όπως και η αντικειμενική ταξική
του θέση αναπτύχθηκε από τις οικονομικές δυνάμεις του ρωσικού
καπιταλισμού.
Ο Λένιν δεν ήταν ο πρώτος που ανέλαβε
αυτόν τον αγώνα. Είναι ωστόσο ο μόνος που μελέτησε ριζικά και διεξοδικά
όλα τα ζητήματα, ο μόνος που εφάρμοσε ριζικά στην πράξη τη θεωρητική του
κατανόηση.
Ο Λένιν δεν ήταν παρά ένας από τους
θεωρητικούς εκπροσώπους στον αγώνα κατά του «αυτόχθονα» ρώσικου
σοσιαλισμού, κατά των ναρόντνικων. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, γιατί ο
θεωρητικός του αγώνας είχε σαν σκοπό να αποδείξει τον αυτοτελή και
ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου στην επερχόμενη μοίρα της Ρωσίας. Καθώς
όμως η πορεία και τα μέσα αυτής της συζήτησης δεν μπορούσαν παρά ν’
αποτελέσουν την απόδειξη ότι η τυπική πορεία της ανάπτυξης του
καπιταλισμού που χάραξε ο Μαρξ (η πρωταρχική συσσώρευση) ίσχυε επίσης
και για τη Ρωσία, ότι μπορούσε κι έπρεπε να προκύψει στη Ρωσία ένας
βιώσιμος καπιταλισμός, αυτές οι διαμάχες έμελλαν να οδηγήσουν προσωρινά
τους εκπροσώπους του ταξικού προλεταριακού αγώνα και τους ιδεολόγους του
πρωτοεμφανιζόμενου ρώσικου καπιταλισμού σ’ ένα κοινό πεδίο. Η θεωρητική
απόσπαση του προλεταριάτου από το χυλό που αποτελεί ο «λαός» δεν
οδήγησε καθόλου αυτόματα στην κατανόηση και αναγνώριση της αυτοτέλειάς
του, του ηγετικού του ρόλου.Αντίθετα. Η απλή, μηχανική και όχι
διαλεκτική συνέπεια της απόδειξης ότι οι τάσεις ανάπτυξης της
οικονομικής ζωής στη Ρωσία προχωρούν στην κατεύθυνση του καπιταλισμού,
φαίνεται να είναι η πλήρης αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας, η
προώθηση του ερχομού της. Και βέβαια αυτό ισχύει όχι μόνο για την
προοδευτική αστική τάξη, της οποίας η ιδεολογία –εφήμερα- «μαρξιστική»
μπορεί να γίνει κατανοητή, αν θεωρήσει κανείς ότι ο μαρξισμός είναι η
μόνη οικονομική θεωρία που δείχνει την αναγκαστική γένεση του
καπιταλισμού από την αποσύνθεση του προκαπιταλιστικού κόσμου.
Αυτή η συμπόρευση φαίνεται ακόμη
περισσότερο αναγκαία σε όλους τους «προλεταριακούς» μαρξιστές που
αντιλαμβάνονται το μαρξισμό με τρόπο μηχανικό και όχι διαλεκτικό. Σε
όσους δεν καταλαβαίνουν -εκείνο που ο Μαρξ έμαθε από τον Χέγκελ και
επεξεργάσθηκε στη θεωρία του αφού το απάλλαξε από κάθε μυθολογία και
κάθε ιδεαλισμό- ότι η αναγνώριση ενός γεγονότος ή μιας τάσης σαν κάτι το
πραγματικά υπαρκτό δεν σημαίνει αναγκαστικά πως πρέπει να θεωρηθεί και σαν καθοριστική πραγματικότητα της δράσης μας. Πως
το ιερό καθήκον κάθε γνήσιου μαρξιστή είναι βέβαια ν’ αντικρίζει στα
ίσια τα γεγονότα χωρίς φόβους και ψευδαισθήσεις˙ ωστόσο υπάρχει πάντοτε
για τον γνήσιο μαρξιστή κάτι που είναι πιο αληθινό, άρα και πιο
σημαντικό, από τα μεμονωμέναγεγονότα ή τις τάσεις: η πραγματικότητα του συνολικού προτσές, το
σύνολο της κοινωνικής εξέλιξης. Να γιατί ο Λένιν γράφει: «Έργο της
αστικής τάξης είναι να αναπτύσσει τα τραστ, να σπρώχνει τα γυναικόπαιδα
στις φάμπρικες, να τα βασανίζει εκεί, να τα διαφθείρει και να τα
καταδικάζει στην έσχατη φτώχεια. Εμείς δεν “διεκδικούμε” μια τέτοια
ανάπτυξη, δεν την “υποστηρίζουμε”, παλεύουμε ενάντιά της. Μα πώς παλεύουμε;
Ξέρουμε ότι τα τραστ και η δουλειά των γυναικών στα εργοστάσια
αποτελούν πρόοδο. Δεν θέλουμε να πάμε πίσω, στη χειροτεχνία, στον
προμονοπωλιακό καπιταλισμό, στη σπιτική δουλειά των γυναικών. Εμπρός
μέσω των τραστ κτλ. και πέρα απ’ αυτά προς το σοσιαλισμό!»
Με αυτά δόθηκε το πρίσμα κάτω από το
οποίο ο Λένιν λύνει όλο αυτό το σύνολο ζητημάτων. Και συνεπάγεται ότι η
αναγνώριση της αναγκαιότητας μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Ρωσία, η
αναγνώριση της ιστορικής προόδου που έγκειται σ’ αυτήν, δεν σημαίνουν σε
καμιά περίπτωση ότι το προλεταριάτο θα έπρεπε να υποστηρίξει αμέσως
αυτή την ανάπτυξη. Θα πρέπει πάντως να τη χαιρετήσει γιατί μόνο αυτή η
ανάπτυξη δημιουργεί το έδαφος για τη γένεση του προλεταριάτου σαν
αποφασιστικού παράγοντα δύναμης. Πρέπει όμως να τη χαιρετήσει, και σαν
όρο, σαν προϋπόθεση για τον δικό του αδυσώπητο αγώνα ενάντια στον πραγματικό φορέα αυτής της ανάπτυξης: ενάντια στην αστική τάξη.
Μόνο αυτή η διαλεκτική αντίληψη για την
αναγκαιότητα των ιστορικών τάσεων ανάπτυξης δημιουργεί τον θεωρητικό
χώρο για την αυτοτελή εμφάνιση του προλεταριάτου στον ταξικό αγώνα.
Γιατί όταν υποστηρίζεται απλά η αναγκαιότητα της καπιταλιστικής
ανάπτυξης της Ρωσίας, όπως έκαναν οι ιδεολογικοί πρωταγωνιστές της
ρώσικης αστικής τάξης και αυτοί που αργότερα ονομάστηκαν μενσεβίκοι,
τότε βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Ρωσία πρέπει πριν απ’ όλα να
ολοκληρώσει την καπιταλιστική της ανάπτυξη. Φορέας αυτής της ανάπτυξης
είναι η αστική τάξη. Μόνο όταν η ανάπτυξη αυτή θα έχει προχωρήσει πολύ,
μόνο όταν η αστική τάξη θα έχει σαρώσει τα οικονομικά και πολιτικά
υπολείμματα της φεουδαρχίας και θα έχει εγκαθιδρύσει μια σύγχρονη,
καπιταλιστική, δημοκρατική κτλ. χώρα, θα μπορέσει ν’ αρχίσει ο αυτοτελής
ταξικός αγώνας του προλεταριάτου. Η πρόωρη προβολή αυτοτελών ταξικών
στόχων του προλεταριάτου θα ήταν άσκοπη όχι μόνο γιατί το προλεταριάτο
σαν ιδιαίτερος παράγοντας δύναμης έχει ελάχιστη σημασία σ’ αυτή την πάλη
ανάμεσα στην αστική τάξη και τον τσαρισμό, αλλά και γιατί είναι ολέθρια
για το προλεταριάτο. Γιατί φοβίζει την αστική τάξη, εξασθενίζει τη
δύναμη κρούσης της έναντι του τσαρισμού και τη ρίχνει κατευθείαν στην
αγκαλιά του. Το προλεταριάτο λοιπόν δεν λαμβάνεται –προς το παρόν- υπόψη
παρά μόνο σαν επικουρική δύναμη της προοδευτικής αστικής τάξης στον
αγώνα για μια σύγχρονη Ρωσία.
Είναι σαφές, έστω και αν αυτό δεν είχε
ξεκαθαριστεί διεξοδικά στις τότε συζητήσεις, ότι το ζήτημα της
επικαιρότητας της επανάστασης βρισκόταν στη βάση όλης αυτής της
διαμάχης. Ότι διαχωρίζονταν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα οι δρόμοι εκείνων που
έπαιρναν μέρος σ’ αυτή τη διαμάχη, που δεν ήταν πια λιγότερο ή
περισσότερο συνειδητοί ιδεολόγοι της αστικής τάξης, για το αν η
επανάσταση έπρεπε να θεωρηθεί σαν ένα επίκαιρο πρόβλημα, σαν ένα θέμα
στην ημερήσια διάταξη του εργατικού κινήματος, ή αν, σαν μακρινός
«τελικός σκοπός», φαινόταν ακατάλληλη ν’ ασκήσει μια καθοριστική
επίδραση πάνω στις αποφάσεις της στιγμής. Είναι ωστόσο κάτι παραπάνω από
αμφίβολο αν η μενσεβίκικη άποψη, έστω κι αν ήταν δυνατό να θεωρηθεί
σωστή η ιστορική της προοπτική, θα ήταν αποδεκτή για το προλεταριάτο. Αν
μια τόσο πιστή ακολουθία της αστικής τάξης δεν θα συσκότιζε την ταξική
συνείδηση του προλεταριάτου, σε βαθμό ώστε μια απόσπαση από την αστική
τάξη, μια αυτοτελής δράση του προλεταριάτου ακόμη και σε μια ιστορική
στιγμή που θα θεωρούσε κατάλληλη και η μενσεβίκικη θεωρία, θα γινόταν
ιδεολογικά αδύνατη ή τουλάχιστον θα δυσκολευόταν πολύ. (Ας αναλογιστεί
κανείς το αγγλικό εργατικό κίνημα). Φυσικά αυτή η υπόθεση είναι περιττή
στην πράξη. Γιατί η διαλεκτική της ιστορίας, που οι οπορτουνιστές
προσπαθούν να αποβάλουν από το μαρξισμό, πρέπει ωστόσο να επιδρά πάνω
στους ίδιους παρά τη θέλησή τους. Τους σπρώχνει στο στρατόπεδο της
αστικής τάξης, και η στιγμή της αυτοτελούς εμφάνισης του προλεταριάτου
απωθείται απ’ αυτούς στο μακρινό νεφέλωμα ενός μέλλοντος που δεν
πρόκειται ποτέ να γίνει πραγματικότητα.
Η ιστορία δικαίωσε τον Λένιν και τους
ολιγάριθμους κήρυκες της επικαιρότητας της επανάστασης. Η συμμαχία με
την προοδευτική αστική τάξη, που, ήδη από την εποχή των αγώνων για τη
γερμανική ενότητα, είχε αποδειχθεί σαν αυταπάτη, δεν θα ήταν καρποφόρα
παρά μόνο εφόσον μπορούσε να είναι δυνατό για το προλεταριάτο, σαν τάξη,
ν’ ακολουθήσει την αστική τάξη μέχρι και σε μια συμμαχία με τον
τσαρισμό. Γιατί από την επικαιρότητα της προλεταριακής επανάστασης
απορρέει ότι η αστική τάξη έπαψε να είναι επαναστατική τάξη. Το
οικονομικό προτσές, του οποίου παρέμεινε ο φορέας και ο επικαρπωτής,
αποτελεί ασφαλώς μια πρόοδο σε σχέση με τον απολυταρχισμό και τη
φεουδαρχία. Όμως, αυτός ο προοδευτικός χαρακτήρας της αστικής τάξης
έγινε με τη σειρά του διαλεκτικός. Αυτό σημαίνει ότι εξασθένησε ο
αναγκαίος δεσμός των οικονομικών όρων ύπαρξης της αστικής τάξης με τις
απαιτήσεις της πολιτικής δημοκρατίας, του συνταγματικού κράτους κτλ.,
που πραγματοποιήθηκαν, αν και μερικά, από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση
πάνω στα συντρίμμια του φεουδαρχικού απολυταρχισμού. Το ολοένα και πιο
έντονο πλησίασμα της προλεταριακής επανάστασης καθιστά, από τη μια
πλευρά, εφικτή μιασυμμαχία ανάμεσα στην αστική τάξη και τον φεουδαρχικό απολυταρχισμό που,
στη βάση της εξασφάλισης των οικονομικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της
αστικής τάξης, αφήνει την πολιτική κυριαρχία στις παλιές δυνάμεις. Από
την άλλη πλευρά, η αστική τάξη
που κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεπέφτει ιδεολογικά, αφήνει στην προλεταριακή
επανάσταση την πραγματοποίηση των παλιών της επαναστατικών αιτημάτων.
Όσο και αν αυτή η συμμαχία ανάμεσα στην
αστική τάξη και τις παλιές δυνάμεις είναι πολύ προβληματική, εφόσον
πρόκειται για ένα συμβιβασμό που πηγάζει από τον κοινό φόβο μιας πιο
μεγάλης συμφοράς, και όχι για μια ταξική συμμαχία βασισμένη σε μια
θετική κοινότητα συμφερόντων, αποτελεί ωστόσο ένα καινούργιο και
σημαντικό γεγονός. Γεγονός, απέναντι στο οποίο η μηχανική και σχηματική
«απόδειξη» του «αναγκαίου δεσμού» ανάμεσα στην καπιταλιστική ανάπτυξη
και τη δημοκρατία, αποκαλύπτεται απόλυτα σαν αυταπάτη. Ο Λένιν λέει:
«Γενικά η πολιτική δημοκρατία είναι απλώς μια από τις πιθανές μορφές του εποικοδομήματος πάνω από
τον καπιταλισμό (αν και από θεωρητική άποψη η δημοκρατία είναι η
κανονική για τον “καθαρό” καπιταλισμό μορφή). Και ο καπιταλισμός και ο
ιμπεριαλισμός, όπως δείχνουν τα γεγονότα, αναπτύσσονται κάτω από οποιεσδήποτε πολιτικές μορφές, υποτάσσοντάς τες όλες».
Στη Ρωσία ιδιαίτερα αυτή η γρήγορη
μεταστροφή της αστικής τάξης, που πέρασε από μια –φαινομενικά- ριζική
αντιπολίτευση σε μια υποστήριξη του τσαρισμού, βασίζεται κύρια στο
γεγονός ότι ο μεταφυτευμένος στη Ρωσία καπιταλισμός, που δεν αναπτύχθηκε
«οργανικά», έδειχνε ήδη από την αρχή έναν έντονο μονοπωλιακό χαρακτήρα
(υπερίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, ρόλος του χρηματιστικού κεφαλαίου
κτλ.). Απ΄ αυτό συνεπάγεται ότι η αστική τάξη εμφανίστηκε εκεί σαν ένα
αριθμητικά μικρότερο και κοινωνικά ασθενέστερο κοινωνικό στρώμα απ’ ό,τι
σε άλλες χώρες όπου πραγματοποιήθηκε μια πιο «οργανική» καπιταλιστική
ανάπτυξη. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούνται μέσα στις μεγάλες επιχειρήσεις
οι απαραίτητες υλικές βάσεις για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού
προλεταριάτου κι αυτό πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα ήταν δυνατό να
υποτεθεί από τη –σχηματικά αριθμητική- ερμηνεία του ρυθμού ανάπτυξης του
ρώσικου καπιταλισμού.
Αν όμως η συμμαχία με την προοδευτική
αστική τάξη αποδεικνύεται σαν αυταπάτη, αν το προλεταριάτο που αποκτούσε
ενεργά την αυτοτέλειά του είχε ξεκόψει οριστικά από τη χαώδη έννοια
«λαός», μήπως δεν θα βρεθεί τότε οριστικά, εξαιτίας ακριβώς αυτής της
δύσκολα κατακτημένης αυτοτέλειάς του, σε μια απομόνωση χωρίς ελπίδα, δεν
θα οδηγηθεί σ΄ έναν από τα πριν καταδικασμένο σε βέβαιη αποτυχία αγώνα;
Αυτή η ευνόητη αντίρρηση, που συχνά έχει διατυπωθεί ενάντια στην
ιστορική προοπτική που είχε ο Λένιν, θα ίσχυε, αν η απόρριψη της
αγροτικής θεωρίας των ναρόντνικων, η κατανόηση της αναγκαίας διάλυσης
των κοινοτικών αγροτικών καταλοίπων δεν ήταν εξίσου μια διαλεκτική
κατανόηση. Η διαλεκτική αυτής της διαδικασίας διάλυσης -γιατί η
διαλεκτική γνώση δεν είναι πάντοτε παρά η εννοιολογική διατύπωση μιας de
facto πραγματικής-διαλεκτικής κατάστασης- συνίσταται στο ότι η
αναγκαιότητα της διάλυσης αυτών των μορφών δεν έχει σαφώς καθορισμένη
κατεύθυνση παρά μόνο αρνητικά, σαν διαδικασία διάλυσης. Ωστόσο δεν
μπορεί με κανέναν τρόπο να καθοριστεί από την ίδια τη διαδικασία η τροπή
που θα πάρει αυτή σε θετική κατεύθυνση. Αυτό εξαρτάται από την εξέλιξη
του κοινωνικού περίγυρου, από το μέλλον του ιστορικού όλου.
Πιο συγκεκριμένα: η από οικονομική άποψη
αναπόφευκτη διαδικασία διάλυσης των παλιών αγροτικών μορφών –και μάλιστα
τόσο της τσιφλικάδικης όσο και της μικροαγροτικής- μπορεί να
ακολουθήσει δύο δρόμους. Όπως έλεγε ο Λένιν, «οι δύο μορφές λύσης
διευκολύνουν, η καθεμία με τον τρόπο της, το πέρασμα σ ‘ έναν ανώτερο
βαθμό τεχνικής και οι δύο βρίσκονται στην τροχιά της προόδου της
γεωργίας.» Ο ένας δρόμος είναι το σάρωμα από τη ζωή των αγροτών όλων των
μεσαιωνικών (και παλαιότερων) κατάλοιπων. Ο άλλος -ο Λένιν τον ονομάζει
πρωσικό δρόμο- «χαρακτηρίζεται απ’ το ότι οι μεσαιωνικές σχέσεις
γαιοκτησίας δεν εξαλείφονται αμέσως, μα προσαρμόζονται αργά στον
καπιταλισμό». Και οι δύο δρόμοι είναι πιθανοί, και οι δύο αποτελούν
πρόοδο -από οικονομική άποψη- σε σύγκριση με την υπάρχουσα κατάσταση.
Εφόσον όμως και οι δύο αυτές τάσεις είναι εξίσου πιθανές και, κατά
κάποιο τρόπο, εξίσου προοδευτικές, τι θα καθορίσει την πραγμάτωση της
μιας από τις δύο; Η απάντηση του Λένιν σ ‘ αυτό το ερώτημα, όπως και σ’
όλα τ’ άλλα, είναι σαφής και ξεκάθαρη: η ταξική πάλη.
Έτσι διαγράφεται σαφέστερα και πιο
συγκεκριμένα το περίγραμμα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο το
προλεταριάτο προορίζεται να κάνει την εμφάνισή του με αυτοτέλεια σαν
πρωτοπόρα τάξη. Γιατί η καθοριστική δύναμη σ’ αυτόν τον ταξικό αγώνα, που για τη Ρωσία σημαίνει την πορεία της μετάβασης από το Μεσαίωνα στη σύγχρονη εποχή, δεν μπορεί παρά να είναι το προλεταριάτο. Οι
αγρότες, όχι μόνο εξαιτίας του φοβερά καθυστερημένου πολιτιστικού
επιπέδου τους, αλλά κυρίως της αντικειμενικής ταξικής τους θέσης, δεν
είναι ικανοί παρά για μια στοιχειώδη εξέγερση κατά της ολοένα και πιο
ανυπόφορης κατάστασής τους. Εξαιτίας της αντικειμενικής ταξικής τους
θέσης προορίζονται να παραμείνουν ένα κοινωνικό στρώμα που ταλαντεύεται,
σαν μια τάξη της οποίας η μοίρα καθορίζεται σε τελική ανάλυση από τον
ταξικό αγώνα στις πόλεις, τη μοίρα της πόλης, της μεγάλης βιομηχανίας,
του κρατικού μηχανισμού κτλ.
Μονάχα μέσα απ’ αυτή τη σχέση η απόφαση
βρίσκεται στα χέρια του προλεταριάτου. Ο αγώνας του κατά της αστικής
τάξης θα είχε ίσως, στη δοσμένη ιστορική στιγμή, λιγότερες προοπτικές,
αν η αστική τάξη κατάφερνε ν’ απαλλάξει με τη δική της έννοια τον ρώσικο
αγροτικό κόσμο από τη φεουδαρχία. Το γεγονός ότι ο τσαρισμός κατέστησε
το έργο της δύσκολο είναι ένας από τους κύριους λόγους της περιστασιακά
επαναστατικής ή τουλάχιστον αντιπολιτευτικής στάσης της. Όσο όμως το πρόβλημα αυτό δεν έχει λυθεί είναι πιθανό σε κάθε στιγμή,ένα στοιχειώδες ξέσπασμα εκατομμυρίων υποδουλωμένων και απομυζωμένων αγροτών. Ένα
στοιχειώδες ξέσπασμα, στο οποίο μόνο το προλεταριάτο μπορεί να δώσει
έναν προσανατολισμό, που οδηγεί τότε αυτό το μαζικό κίνημα σ’ ένα σκοπό
πραγματικά επωφελή για τις αγροτικές μάζες. Ένα στοιχειώδες ξέσπασμα που
δημιουργεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το προλεταριάτο μπορεί να
αναλάβει τον αγώνα κατά του τσαρισμού και της αστικής τάξης, έχοντας
όλες τις πιθανότητες της νίκης.
Επομένως, η οικονομική και κοινωνική
διάρθρωση της Ρωσίας δημιούργησε τις αντικειμενικές βάσεις για τη
συμμαχία ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αγροτιά. Οι ταξικοί τους
στόχοι είναι διαφορετικοί Γι’ αυτό έπρεπε να σπάσει η χαώδης συνένωσή
τους στη συγκεχυμένη και λαϊκίστικη έννοια του «λαού». Δεν μπορούν όμως
να πραγματοποιήσουν τους διαφορετικούς αυτούς ταξικούς στόχους παρά μέσα από
τον κοινό αγώνα. Οπότε επανέρχεται στη λενινιστική αντίληψη του
χαρακτήρα της ρώσικης επανάστασης διαλεκτικά μετασχηματισμένη η παλιά
ιδέα των ναρόντνικων. Η συγκεχυμένη και αφηρημένη έννοια του «λαού»
χρειάστηκε να παραμεριστεί, μονάχα όμως για ν’ αφήσει, με βάση τη
συγκεκριμένη κατανόηση των συνθηκών μιας προλεταριακής επανάστασης, να
δημιουργηθεί η επαναστατικά διαφοροποιημένη έννοια του λαού, δηλαδή η επαναστατικήσυμμαχία όλων των καταπιεσμένων. Γι’
αυτόν το λόγο το κόμμα του Λένιν θεωρείται δίκαια ο κληρονόμος των
γνήσια επαναστατικών παραδόσεων των ναρόντνικων. Επειδή όμως η συνείδηση
και μαζί μ’ αυτήν η ικανότητα να καθοδηγείς αυτόν τον αγώνα -ταξικά
αντικειμενικά- βρίσκονται μόνο στην ταξική συνείδηση του προλεταριάτου,αυτό μπορεί και οφείλει στην επερχόμενη επανάσταση να γίνει η ηγετική τάξη της κοινωνικής ανατροπής.
*Το
κείμενο είναι το δεύτερο κεφάλαιο απο το έργο του Λούκατς «Η σκέψη του
Λένιν», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 17-28. Τον πρόλογο και το πρώτο
κεφάλαιο μπορείτε να τα βρείτε εδώ
Συνεχίζεται