23 Μαρ 2015

Είμαστε και πολύ μάγκες, πατριωτάκια!

 Είμαστε και πολύ μάγκες, πατριωτάκια!

- Μην ανακατεύεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν.
- Μην μπλέκεις σε καβγάδες, εσύ θα την πληρώσεις.
- Ασε τους άλλους να βγάλουν το φίδι απ' την τρύπα.
- Τόσος κόσμος υπάρχει, κορόιδο είσαι να βοηθήσεις εσύ;
- Κοίτα το σπιτάκι σου και τη δουλίτσα σου.
- Κάνε πως δεν βλέπεις.
- Μόνος σου θ' αλλάξεις τον κόσμο;
- Ασε κάναν άλλον να καθαρίσει, δεν είμαστε για μπλεξίματα.
- Μην πας στη διαδήλωση, θα ρίξουν δακρυγόνα.
- Προσπέρνα τον άστεγο.
- Προσπέρνα τον επαίτη.
- Προσπέρνα το θύμα της λεκτικής και σωματικής βίας.
- Προσπέρνα τον μετανάστη που ξυλοκοπούν.
- Προσπέρνα τον παχύσαρκο που ξεφτιλίζουν.
- Προσπέρνα τον γκέι που γελοιοποιούν.
- Προσπέρνα τον αδύναμο που χτυπάνε οι μπρατσωμένοι.
- Προσπέρνα τον μικρό που βασανίζουν οι μεγαλύτεροι.
- Κάψε ζωντανό το σκυλί να γελάσουμε.
- Βασάνισε μέχρι θανάτου το γατάκι να σπάσουμε πλάκα.
- Χτύπα.
- Δείρε.
- Βρίσε.
- Στιγμάτισε.
- Στηλίτευσε.
- Διαπόμπευσε.
- Κι όταν λυγίσει, όταν γονατίσει, όταν σωριαστεί, πάτα πάνω στο πτώμα του και προχώρα τη ζωή σου!
Ζωούλα. Σπιτάκι. Δουλίτσα. Γυναικούλα. Αντρούλης. Παιδάκια.
Ολα αυτά τα «-άκια» και τα «-ούλια» της ντροπής. Ολα τα υποκοριστικά της μιζέριας, της ψυχικής ένδειας, ανθρωπ-ΑΚΙ της συμφοράς.
Είμαστε και πολύ μάγκες, πατριώτες;
Ή οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο;

Κοίτα την πάρτη σου, κοίτα το τομάρι σου, κοίτα το νιτερέσο σου. Στάχτη και μπούρμπερη όλα τ' άλλα. Για την αδικία δίπλα μας πρώτα αδιαφορούμε και μετά θρηνούμε.
Λυπάμαι που θα κακοκαρδίσω τους εθνικόφρονες και τους «πατριώτες» (με πολλά εισαγωγικά), αλλά το φαινόμενο δεν προέκυψε τώρα. Ρίξτε μια ματιά στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που τόσο αγαπάμε. Δείτε πιο προσεκτικά τις αρχές και τις αντιλήψεις που πρεσβεύουν οι χαρακτήρες: να βρουν μια δουλίτσα, να παντρευτούν το κορίτσι τους, να είναι «νοικοκυραίοι», να κερατώσουν αλλά να μη χωρίσουν το στεφάνι τους, να προστατέψουν την παρθενία της κόρης, να πετάξουν στον δρόμο την «ατιμασμένη», να καταδικάσουν το «μπάσταρδο», να αποκληρώσουν, να διώξουν, να κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα. Για να μην την ξανανοίξουν ποτέ πια. Κι ας πάει το παιδί τους άκλαυτο. Σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
Αυτές οι ταινίες δεν έπεσαν από το πουθενά. Αυτές αντικατοπτρίζουν τις «αρχές» και τις αξίες ενός άθλιου μικροαστισμού. Που στην ήπια μορφή του μεταφράζεται σε «κοινωνική αδιαφορία». Και στην ακραία μορφή του σε εγκληματική ενέργεια.

Να βγάλουμε λοιπόν, τις παρωπίδες; Να πετάξουμε λοιπόν τις μάσκες; Να πούμε αλήθειες που πονάνε;
Φταίμε. Εδώ. Τώρα. Εμείς.
Εμείς και τα παιδιά μας: είμαστε μια γενιά ενόχων. Που φέρνει στον κόσμο την επόμενη γενιά ενόχων.
Στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορούμε, προσπερνάμε, στρέφουμε το βλέμμα από την άλλη πλευρά.
Στη χειρότερη περίπτωση ξεφτιλίζουμε, διαπομπεύουμε, βασανίζουμε, σκοτώνουμε:  
και τα όρια ανάμεσα στην παθητικότητα και στη σκληρότητα είναι διακριτά μόνο για όσους δεν εθελοτυφλούν.
Είμαστε και πολύ μάγκες, πατριώτες;
Ή οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο;
Και τι είναι «μαγκιά» στην τελική;
Να δέρνεις τον ανυπεράσπιστο; Ή να πλακώνεις αυτούς που δέρνουν τον ανυπεράσπιστo;

Έλενα Ακρίτα

Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι

 Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι

Το κακό ξεκινάει από τους κοιλαράδες λεγεωνάριους της κακιάς ώρας (σαν τον εκατόνταρχο γιοματάριους, στην ασπίδα της αρβέρνης) που συναντάς έξω από το κολοσσαίο. Και δεν χρειάζεσαι μαγικό ζωμό για να τους φέρεις βόλτα, παρά μόνο μία μονέδα για να ποζάρεις δίπλα τους, αγναντεύοντας στο βάθος την χαμένη αίγλη του ρωμαϊκού στρατού και του κόσμου που υπεράσπιζε. Και ενώ για κάθε παρηκμασμένη ρώμη, ο εχθρός αννίβας και η καταστροφή που την απειλεί (ή η κρίση που την έχει ήδη βρει) έχει συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο, η κυρίαρχη (via di) προπαγάνδα στοχοποιεί με χυδαία ιδεολογήματα το παμε, που κλείνει τα λιμάνια και τις πορείες που μαραζώνουν το εμπορικό κέντρο, οπότε καλείσαι να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας, μετανάστης εξ αφρικής, που πέρασε τις άλπεις ή τη μεσόγειο με βάρκα την ελπίδα, που ήρθε, νίκησε και γενικώς veni, vidi, vici.


Carthago delenda est, όπως θα έλεγε ο κικέρωνας, αλλά και οι συγκινητικές αγορεύσεις των συνηγόρων στην περιπέτεια με τις δάφνες του καίσαρα, με αποστομωτικά επιχειρήματα. Εκεί που ο γκοσινί εξηγεί με θαυμαστό τρόπο, βάσει του διαλεκτικού υλισμού, τα πραγματικά κοινωνικά αίτια της ρωμαϊκής παρακμής, όταν οι ρωμαίοι βρήκαν το αντίδοτο στην κραιπάλη και τις παρενέργειες της καθημερινής μέθης: μια κότα αμάδητη, σαπούνι μασσαλίας, μαρμελάδα, πιπέρι, αλάτι, αμελέτητα σύκα, μέλι, σαλάμι, ρόδι, αυγά και πιπεριές. Το μαϊντανό τον κρατάμε για τον μπατεσκύλιους και το στεφάνι που θα αντικαταστήσει το δάφνινο του καίσαρα. Κι αν χρειαστεί, θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας.

Το κακό συνεχίζεται με τις λατινικές επιγραφές, που συναντάς σε κάθε εκκλησία και σου δίνουν την αφορμή να διαπιστώσεις πως τα λιγοστά λατινικά που θυμάσαι είναι μάλλον από τις περιπέτειες του αστερίξ (εγώ τώρα όμως veni, vidi… και τέλος πάντων θα δούμε γιατί δε vici τους γαλάτες, αλλά όπως συνηθίζω να λέω alea jacta est και βρούτε, πρόσεχε επιτέλους, θα σκοτώσεις κανέναν στο τέλος με αυτό το μαχαίρι που παίζεις) παρά απ’ το σχολικό εγχειρίδιο στο αντίστοιχο μάθημα -που σε αντίθεση με το αστερίξ, δεν του ‘κανα αρκετές επαναλήψεις, για να μου μείνουν πολλά πράγματα.

Εν τω μεταξύ σε κάθε εκκλησία και αξιοθέατο, θα βρεις στρατιές μεταναστούληδων με ράβδους-σελφιστήρια (θα δούμε σε άλλη ενότητα τι ακριβώς είναι), που με τις πρώτες ψιχάλες προσαρμόζονται άμεσα στις καταναλωτικές ανάγκες και τα αντικαθιστούν με ομπρέλες για τη βροχή. Οπότε αναρωτιέσαι αν όλα αυτά έχουν καμία σχέση με όσα έχεις ακούσει για την τεχνολογική πρόοδο και το μοντέλο παραγγελίας-παράδοσης just in time. Περίπου όπως σε εκείνη τη βιομηχανία ελαστικών του κνόδαλους στην ασπίδα της αρβέρνης και το προηγμένο σύστημα ενδοεπικοινωνίας με τους πυγμαίους σκλάβους που έτρεχαν να μεταφέρουν το εκάστοτε μήνυμα, αλλά έδιναν εύκολο στόχο στον οβελίξ κι όποιον άλλο ήθελε να κόψει την επαφή ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της παραγωγής –αν και σήμερα θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να το κάνει.


Αλλά το κακό ολοκληρώνεται, μόνο όταν έρχεσαι σε επαφή με τις καθημερινές διατροφικές συνήθειες των ιταλών, που έχουν τα ζυμαρικά κυρίως ως ορεκτικά, πρώτο πιάτο δηλ, όπου διαμορφώνουν αντίστοιχα την ποσότητα της μερίδας –όχι πάντα όμως και την τιμή της- ενώ η συνηθισμένη πίτσα τους θυμίζει τσιγαρόχαρτο κι αναγκάζεσαι να τη διπλώσεις για να μοιάζει λίγο με αυτό που καταλαβαίνουμε εμείς ως λεπτή ζύμη –για κανονική δεν το συζητάς καν. Οπότε το μέγεθος είναι κάπως σχετικό, όπως στο αστερίξ λεγεωνάριος, όπου παίρνουν οι νεοσύλλεκτοι τη στολή τους και ο οβελίξ ζητάει μεσαίο μέγεθος και παλεύει να χωρέσει το χαμηλό του στήθος στο θώρακα, που φεύγει σφεντόνα και βρίσκει έναν εκατόνταρχο που ξεσπάει σε κλάματα (έλα, έλα τώρα, θα την ξαναδείς την αγαπημένη σου). Δεν ήταν παρά ένα μικρό κολοσσαιάκι, όπως θα έλεγε κι ο σφος οβελίξ.
Κι όταν καταλαβαίνεις ότι δε βάζουν παντού και πάντα σάλτσα ντομάτας για να μην ανακατευτούν, λέει, τα υλικά και αλλοιωθεί η γεύση, θες να επισκεφτείς λίγο το σεφ, όπως ο αστερίξ λεγεωνάριος μαζί με τον οβελίξ και να τους εξηγήσεις την άποψή σου πάνω στο ζήτημα (και παστούλες; θα θέλατε και παστούλες;). Και πως αν δε μένεις ικανοποιημένος απ’ αυτό που ετοιμάζει στο εξής, θα τον επισκέπτεσαι συχνότερα. Αλλά επειδή δε λειτουργεί έτσι το πράγμα, βλέπεις τις μερίδες τους και νιώθεις να φτάνεις στα όριά σου, σαν τους ασθενείς των λουτροπόλεων, που ακολουθούν ειδικό πρόγραμμα, για να αδυνατίσουν: αστερίξ, δε θέλω τη ρόγα του σταφυλιού τους, δεν μπορώ άλλο αστερίξ!

Οπότε πας με τη σύντροφό σου και παραγγέλνεις δυο αγριογούρουνα.
-Και για μένα δυο αγριογούρουνα, την ακούς να λέει, για να χορτάσει ο πεινασμένος μας λαός. Υποσιτίζονται τα παιδιά μας. Κι αυτή είναι η βασική εξήγηση για το πώς παραμένει σχετικά αδύνατος ένας λαός που τρέφεται βασικά με πίτσα και μακαρόνια, σαν ένα κράμα μικελάντζελο (όχι του ζωγράφου, της χελώνας) και καμπαμαρού (δηλ εσύ γνώριζες πως κάποιοι τον λένε καπαμαρού, με πι σκέτο;).
Κι είναι τέτοια η ποικιλία γεύσεων που έχουν σε πίτσα και μακαρονάδα –προσοχή μόνο στο τρίπα, που είναι ο πατσάς και δε θα βρεις κάποιον να στο εξηγήσει εγκαίρως, αν δεν το καταλάβεις μόνος σου) που δεν τους ενδιαφέρει και τόσο να έχουν ποικιλία από άλλα εδέσματα, πλην αυτών. Φεύγοντας από τη ρώμη το καλύτερο φαγητό που ‘χεις δοκιμάσει είναι πίτσα με μακαρόνια, ενώ το χειρότερο μακαρόνια με πίτσα, έτσι για την αλλαγή. Prima volta sinistra. Αλλά αν δεν πας στη φαγουπολαϊκή δημοκρατία του βορρά, για να φας αυθεντικό ιταλικό φαγητό, πχ στην πλατεία ναυαρίνου, σε λογικές τιμές, δεν έχεις ζήσει τίποτα από ιταλία.

Ο χρυσός κανόνας στον οποίο σε οδηγεί η ίδια η ζωή με το πέρασμα κάποιων ημερών είναι πως όσο περισσότερο απομακρύνεσαι από το κέντρο, όπου σε λίγο θα μας ταΐζουν τις ίδιες μας τις σάρκες αλεσμένες (σε μυλόπετρες συστήματος) και θα ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο τρελών τουριστών, τόσο αυξάνεις τις πιθανότητές σου να βρεις φτηνότερα και καλύτερα πιάτα, πχ όπως σε ένα νεπαλέζικο (κατμαντού) στη βιτόριο εμμανουέλε –που είναι κάτι μεταξύ ινδικού και κινέζικου, σαν την αμφισβητούμενη ζώνη με τα οροπέδια- που σπάει λίγο την πρωτοτυπία του ιταλικού μενού. Όλο πίτσα-πίτσα τη βαρέθηκα…
Και όταν δεις και τις τιμές, θες να πεις στο μετανάστη σεφ, "έλα στην αγκαλιά μου!", όπως ο μαζεστίξ στον ελαφρώς μεθυσμένο συνοδό του οβελίξ, μετά από κάποια επίσκεψή τους στον ξιπασμένο πρωτευουσιάνο ομοιοπαθίξ, τον αντιπαθητικό αδερφό της μιμίνας. Και αποφασίζεις να ξανάρθεις, ΣΩΠΟΔΗΠΟΤΕ, γιατί η μισή απόλαυση είναι βασικά στην παραγγελία, μέχρι να βγάλεις συνεννόηση σε μια διεθνή εσπεράντο γλώσσα με στοιχεία αγγλικής, ιταλικής και παντομίμας, περίπου όπως στο οβελίξ και σία: εγώ πληρώσει, εσύ φέρεις μαντζάρε.

Το βασικό συμπέρασμα, όπως θα έλεγε κι ο σφος οβελίξ είναι πως «είναι τρελοί αυτοί οι ρωμαίοι». Αλλά αυτό είναι υποκειμενικό και πρέπει να το δεις από τη δική τους σκοπιά, που μπορεί να καταλήγει στο ακλόνητο συμπέρασμα ότι «είναι τρελοί αυτοί οι έλληνες». Γιατί κάθονται με τις ώρες στον καφέ, αντί να πιουν ένα στα όρθια και δεν εννοούν να καταλάβουν το ευγενικό υπονοούμενο του σερβιτόρου, όταν μαζεύει τα άδεια φλιτζάνια, για να σηκωθούν να φύγουν. Και στην πατρίδα τους δεν έχουν σε κάθε γωνία μνημεία, αλλά ένα καφέ ή ένα φαγάδικο ή ταχυφαγείο ή μπαράκι ή ένας φούρνος ή ένα προποτζίδικο, σε βαθμό που να απορείς πώς διάολο κρατιούνται όλα αυτά και δεν κλείνουν να ανοίξει τίποτα άλλο πιο χρήσιμο.

Οπότε πώς να μην ονομάσουν μακεδονική τη ρώσικη σαλάτα,  ως σήμα κατατεθέν της ανακατωσούρας (τα εξηγεί σε ένα βιβλίο του κι ο ραφαηλίδης). Εκτός κι αν δημιουργείται έτσι εθνικό ζήτημα γιατί τι ακριβώς εννοούν δηλ με τον όρο μακεδονία χωρίς τη σύνθετη ονομασία; Εξάλλου τα αστικά μμε μας εγκαλούν γιατί καλούμε μαζί με άλλα αδελφά κκ στις διεθνείς συσκέψεις μας και το κκ μακεδονίας. Ναι αλλά αυτό δε λέει κάτι, και εμείς ρωμιοί σου λέει είμαστε, αλλά δεν έχουμε κάποιου είδους αλυτρωτισμό για τη ρώμη και το μεγαλείο της ή για τα ζωτικά «μας» συμφέροντα και την ελληνόφωνη μειονότητα της κατω ιταλίας. Κι ας υπάρχει στη ρώμη η οδός di magna grecia, της μεγάλης ελλάδος, που κολλάει γάντι στην περίσταση.


Και όπως λέει εξάλλου ο αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες, λίγο πριν έρθει η γαλατική αποστολή στην ελλάδα: μα τον τουτάτι, είμαστε ρωμαίοι.

Είναι τρελοί αυτοί οι ρωμαίοι…


Τρεις μικρές ιστορίες (με μεγάλες προεκτάσεις) για τη μετανάστευση και την υπερορία

   Τρεις μικρές ιστορίες (με μεγάλες προεκτάσεις) για τη μετανάστευση και την υπερορία


Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Τι είναι αυτό που διώχνει έναν άνθρωπο από τον γενέθλιο τόπο του, τον αναγκάζει να διασχίσει χιλιάδες χιλιόμετρα και να εγκατασταθεί σε έναν άγνωστο τόπο που κανέναν δε γνωρίζει, ούτε τη γλώσσα, ούτε καλά καλά τι θα του ξημερώσει η επόμενη μέρα; Τι μπορεί να νιώθει, τι κουβαλάει μέσα του αυτός ο ξεριζωμένος άνθρωπος, είτε έφυγε με την ελπίδα μια μέρα να γυρίσει πίσω σε καλύτερη κατάσταση από αυτή που βρισκόταν όταν έφυγε, είτε κυνηγημένος για να σώσει τη ζωή του από τις σφαίρες του πολέμου, είτε ακόμα ρισκάροντας τη ζωή του απελπισμένος από τη φτώχεια και την εξαθλίωση που κάποιοι του επέβαλαν; Αν όλοι οι άνθρωποι γνώριζαν τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, τότε ο κόσμος σίγουρα θα ήταν καλύτερος και οι αιτίες αυτών των προβλημάτων θα εξέλιπαν.
Τρεις μικρές ―σε αριθμό λέξεων― ιστορίες, τρεις βαριοί για τους ώμους των πρωταγωνιστών τους σταυροί, που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τους σηκώσουν και να βαδίσουν ―με κινητήρια δύναμη στην πορεία τους τα όνειρα, τις προσδοκίες, την ελπίδα― μια διαδρομή ανηφορική και δυσκολοδιάβατη, και ―το κυριότερο― χωρίς να είναι βέβαιοι οι ίδιοι που θα τους βγάλει.
Ο Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία και οι δυο Ελλάδες που κουβαλάει μαζί του στη διαδρομή από τη φάμπρικα προς το σπίτι και από το σπίτι στη φάμπρικα. Μια Ελλάδα που τρομάζει τους ντόπιους και μια που πληγώνει τον ίδιο.
Το διωγμένο από την Ελλάδα των «νικητών» του εμφυλίου πολέμου ελληνόπουλο, που περιπλανιέται μέχρι να βρει φιλοξενία και ζεστασιά στις λαϊκές δημοκρατίες, επουλώνοντας τις πληγές που του άνοιξε η απώλεια των μελών της οικογένειάς του και ο βίαιος ξεριζωμός.
Ο Πακιστανός φτωχοδιάβολος, ο κατατρεγμένος από την ανέχεια και την πολιτική αστάθεια του τόπου του, που ρίχνεται στη μάχη για την επιβίωση, με αξιοπρέπεια στο μεροκάματο και σεβασμό στη χώρα που τον φιλοξενεί, θάβει τον αδερφικό του φίλο δίπλα στη μάντρα του νεκροταφείου, στις παρυφές των ορίων του χώρου όπου η Ελλάδα θάβει τα δικά της παιδιά.
Τρεις ιστορίες, τριών ανθρώπων τόσο όμοιες και συνάμα τόσο διαφορετικές, όσο όμοιοι και ταυτόχρονα διαφορετικοί είναι όλοι οι άνθρωποι. Και ίσοι.
Έλληνας μετανάστης, εργάτης σε φάμπρικα της Γερμανίας.
Έλληνας μετανάστης, εργάτης σε φάμπρικα της Γερμανίας.
1] Ξενοφοβία – ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ
Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τι θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ” ένα μήνα το ξανάφησε. «Ας με διώξουν», είπε. «Δε θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».
Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονες μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να ’ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Oι ποσότητες των τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε σπίτι καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τι τρεφόμασταν εκεί απ’ όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζουμε κι ανθρώπους: Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ’ αυτήν.
Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν’ ακούσουν τ” αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ* όλους, γιατί είχε καταντήσει να “ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να ’ναι». Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαπών, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπαιτερ* σ’ ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισμα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τι σε περιμένει.
Τα “λεγε όλα αυτά στους γείτονες όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τι να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ” αυτά τα σκατά; Το σπίτι του βρωμοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι, μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν” ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν’ αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.
Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το ’τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω.
«Το καλοκαίρι θα ’ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά». Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί να ’ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.
* Gastarbeiter: Επισκέπτες εργάτες (έτσι μας έλεγαν οι Γερμανοί).
(Αντώνης Σουρούνης: «Κυριακάτικες ιστορίες», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002)
Παιδιά μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) που έπεσαν στη μάχη για λευτεριά και προκοπή του λαού, στο έδαφος φιλόξενης Λαϊκής Δημοκρατίας (μάλλον Ουγγαρία).
Παιδιά μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) που έπεσαν στη μάχη για λευτεριά και προκοπή του λαού, στο έδαφος φιλόξενης Λαϊκής Δημοκρατίας (μάλλον Ουγγαρία).
2] Μητριά πατρίδα – ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
Βγάλαμε τα κόκαλα βιαστικά από το κοιμητήριο. Άλλα σε ξύλινα κασόνια, άλλα σε σακούλες της ζάχαρης, τα περισσότερα χύμα. Μόλις ακούγονταν τ” αεροπλάνα, τρυπώναμε μέσα. Βαριά μυρουδιά μούχλας, σάπιος αέρας. Έξω πέφτανε βόμπες, έτρεμε ο τόπος, κάναμε το σταυρό μας μικροί μεγάλοι.
Από μέρα σε μέρα τα πράγματα αγρίευαν. Οι αντάρτες πέρα δώθε όλο φούρια, τ’ αεροπλάνα έρχονταν συχνότερα. Είδαν κι απόειδαν ο κόσμος, ανεβήκαμε στο βουνό, στη Λακκότρυπα. Ανάψαμε φωτιές οι γυναίκες, βάλαμε να μαγειρεύουμε, ο καπνός ανέβαινε ως τον τρούλο, ζαλίζονταν τα περιστέρια. Όσα πέφτανε τα μαγειρεύαμε επιτόπου. Τ” άλλα φτερούγιζαν τρομαγμένα, τα κυνηγούσαν με κουβέρτες, σεντόνια, ώσπου φύγανε τα ζωντανά του Θεού.
Τον πάππου σου τον έδερναν θέρμες, δεν μπορούσε ν’ ανεβεί, τον άφησαν χαμηλά στο μονοπάτι με το ξυλοκρέβατο. Μας έστειλε να κατεβούμε κι εμείς. Κατεβήκαμε κακήν κακώς μες στη νύχτα. Ψηλά γίνονταν μάχη, πηχτό βουητό, μπουμπουνητά κάθε τόσο. Εμείς στο δρόμο χαμένοι. Διάβηκαν κάτι αντάρτες, μας βαλαν μπροστά, περάσαμε το σύνορο ξημερώματα.
(όπως τα θυμάται η μάνα μου)
Σκόδρα. Μένουμε στις Καζέρμες. Παλιά στρατιωτικά κτήρια, δίπατα. Αντικριστά. Στενόμακρη αυλή. Από δω και από κει δυο μεγάλες ξύλινες πόρτες, τις κλείνουν μόλις νυχτώσει. Οι γυναίκες με τα μαύρα πάνε κι έρχονται, κρύβουν ψωμί στην ποδιά, το αλλάζουν με ψάρια.
Στην αυλή παίζουν τα παιδιά. Κάθομαι και τα κοιτάζω απ” το παραθύρι. Άμα με πάρει το μάτι τους, μου κάνουν νοήματα. Δεν κατεβαίνω, μου βγάζουν τη γλώσσα.
Ο πάππους με πηγαίνει κάθε μέρα στη λίμνη. Είχε πρηστεί η κοιλιά μου. Την πρώτη μέρα έτρεξα μες στα χορτάρια, κυλίστηκα, έβαλα τις φωνές. Ήταν τσουκνίδες. Από τότε με κρατούσε απ” το χέρι. Σιγά σιγά με το περπάτημα ξεφούσκωσα. Απ’ την κλεισούρα, είπανε.
Ένα κρύο πρωί βρήκανε το μωρό στ” αποχωρητήρια. Γυμνό, μελανιασμένο, μ” ένα σκοινί στο λαιμό. Το “δα ανάμεσα από μαύρα φουστάνια και βιαστικά πήγαιν” έλα. Μας διώξαν εμάς, μην το βλέπουμε. «Μπαστί, μπα-στί», φωνάζανε κι έκαναν το σταυρό τους.
Στην αυλή μοιράζανε λάδι, φασόλια, πετρωμένο αλεύρι. Οι γυναίκες το ‘σπαγαν με ό,τι βρίσκανε, το “τριβαν με μπουκάλια, το ξανάκαναν σκόνη. Πίκριζε το ψωμί.
Έρχονταν Γκέγκηδες. Πουλούσαν οπωρικά, πεπόνια, καρπούζια. Έπεφταν οι γυναίκες όλες μαζί, από κοντά κι εμείς. Φώναζαν, παζάρευαν, εκεί που πρόσεχε τη μια, έσπρωχνε η άλλη το καρπούζι κάτω από τα πόδια της, τα φουστάνια μακριά, δε φαινόταν, το “παιρναν από πίσω τα παιδιά, γραμμή στο σπίτι. Το κατάλαβαν ύστερα κι έρχονταν δύο δύο.
Από τα Μακεδόνικα ακούγονταν κάθε τόσο μοιρολόγια. Τους έρχονταν τα μαντάτα απ’ τον Γράμμο, το Βίτσι. Οι μανάδες μας κοιτάζονταν αμίλητες, κούναγαν το κεφάλι.
Μαζεύουνε τα παιδιά, θα μας στείλουν αλλού, χώρια απ” τους δικούς μας. Οι Μακεδόνισσες τα δωσαν τα δικά τους. Έκλαιγαν, τα φιλούσανε, δεν είπανε όχι. Οι δικές μας αγρίεψαν. Έσκουζαν, καταριόντανε, μας έσφιγγαν πάνω τους, μια δυο πέσανε στους υπεύθυνους με τα νύχια, βάλαμε κι εμείς τα κλάματα, μας αφήσανε. Πήραν τα μεγαλύτερα, από δέκα και πάνω.
Μας φορτώνουν σε μεγάλα καμιόνια. Μετά στο βαπόρι, ένα πολωνέζικο φορτηγό, είπανε. Μας ανεβάζουν με βίντσι και τρέμουμε, κάποιος πέφτει στη θάλασσα.
Κατεβάζουν το φαγητό με αλυσίδες, είμαστε μέσα στο αμπάρι πατείς με πατώ σε. Δε μας αφήνουν να ξεμυτίσουμε. Ανέβηκε ο πάππους μια μέρα στο κατάστρωμα, περνούσε ένα βαπόρι, «Πέσε κάτω», του λένε, δεν έπεφτε, τον κατέβασαν με τη βία.
Περάσαμε το Γιβραλτάρ, μετά και τη Μάγχη. Δώδεκα μερόνυχτα. Από το βαπόρι στο τρένο. Μπαίνουνε κάτι όμορφες κάθε τόσο, μας δίνουνε μήλα, μπισκότα, είναι αλλιώς.
Στην Ουγγαρία κρύο πολύ. Κουβαλάγαμε ψείρες. Περνούν τα ρούχα μας από κλίβανο, μας βάζουν στα μπάνια. Μια μισοσκότεινη αίθουσα, γεμάτη ατμούς και γυναίκες. Εκείνο το μαύρο χαμηλά στην κοιλιά το “βλεπα πρώτη φορά. Βγαίνοντας μοιράζουνε χλαίνες στους μεγάλους κι από ένα γυλιό με μήλα.
Μπάλατον. Ξενοδοχεία όλο πάστρα και μάρμαρα. Οι γριές πού να μπουν στους χαλέδες, τις στράβωνε το άσπρο. Με τον καιρό συνήθισαν κι όπως δεν ήταν μαθημένες από χαρτιά και τέτοια, γέμισαν δαχτυλιές τα πλακάκια. Έφριξαν οι Μαγυάροι.
Τα φαγιά τους καλά. Σα να μη έφτανε, μας πότιζαν μουρουνόλαδο, δεν το θέλαμε. Μας κυνηγούσαν κάτι αφράτες Ουγγαρέζες με το μπουκάλι και τη λαβίδα στο χέρι.
(Μιχάλης Γκανάς, «Μητριά πατρίδα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986)
Σαχζάτ Λουκμάν (1986-2013). Πακιστανός εργάτης που δολοφονήθηκε από τα μαχαίρια χρυσαυγιτών φασιστών στις 17 Γενάρη του 2013, ενώ πήγαινε με το ποδήλατό του για το μεροκάματο.
Σαχζάτ Λουκμάν (1986-2013). Πακιστανός εργάτης που δολοφονήθηκε από τα μαχαίρια χρυσαυγιτών φασιστών στις 17 Γενάρη του 2013, ενώ πήγαινε με το ποδήλατό του για το μεροκάματο.
3] Κηδεία Πακιστανού αποβιώσαντος εν Ελλάδι – ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ
Ώρα τέσσερα… μου παν… νεκροταφείο. Πήγα. Δεν ήξερα πού “ταν… ρώταγα… Μου “παν… γέλαγαν… Κι εγώ γέλαγα… Έτσι… για… φχαριστώ… Ξένος τόπος εδώ, γελάνε… Κάτι για γκόμενα είπαν… Γέλασα… «Δεν ξέρω», είπα… «Δικό μου άνθρωπο», είπα, «νεκροταφείο, πάω…» Μου “δειξαν… προχώρησα… προχώρησα… Ζέστη έκανε… Άνθρωποι έξω, σε πεζοδρόμιο… κοντό βρακιά… φανέλες φόραγαν με χρώμα… άλλοι αριθμούς πάνω είχανε… μπίρες έπιαν… ράδιο άκουαν, ματς… Γυναίκες ωραίες, παχουλές… κάθονταν σε πόρτα… με κοίταζαν… Εγώ άντρες ρώταγα πού πάνε νεκροταφείο… «Πες, ρε, Ολυμπιακός…» «Ολυμπιακός», έλεγα… Γέλαγαν… Μου ’δειχναν μετά… Κι εγώ πήαινα, πήαινα… κι όλο νόμιζα ότι χαμένος ήμουνα και τα σκυλιά φοβόμουνα πολύ… Κάποτε, να, νεκροταφείο… Κατάλαβα από μαύρα γυναίκες ρούχα… Και λουλούδι… Πολλά λουλούδι… Μπαίνω… Δεν ήξερα τι κάνω… Τρομαγμένος είδα παπούτσα μου σκονισμένα… Τι κάνω;… Κάπου κρύφτηκα… έφτυσα παπούτσα… σκούπισα πάνω μπατζάκι… γυάλισαν… βγήκα.
Χάζευα σταυρούς, μάρμαρα… Κοίταξα ρολόι μου… Τέσσερα πέρασαν… φοβήθηκα… Φίλος μου… Ρώτησα ένα γκαρσόνι… δεν ήξερε, κοίταζε άλλο… Είπα όνομα φίλο μου σ’ άλλο γκαρσόνι… εκείνο μου “δειξε ένα κάμαρα… Πήγα… Στάθηκα μπροστά ανοιχτή πόρτα… σκοτεινά μέσα… έβαλα κεφάλι μου μέσα… κοίταζα… Ένας έτρωε καρπούζι… γύρω πέντε κάσες… Είπα όνομα φίλο μου… «Φίλος μου», είπα… «Μαζί από Πακιστάν… εδώ… Ελλάδα… δουλειά μαζί, ναυπηγεία…» «Από τι πέθανε;» ρώτησε άνθρωπος με καρπούζι… «Έπεσε», είπα… Μου “δειξε με μαχαίρι μια κάσα… Πήγα εκεί… Στάθηκα πάνω, όρθιο… δεν ήξερα τι κάνω… Εκείνο μου “πε… «Άνοιξε… δεις…» Άνοιξα καπάκι… Φίλος μου!… Εκείνη στιγμή… καρδιά μου χτύπησε πολύ… φούσκωσα… νόμισα στήθος μέσα ποτάμι είχα… ήθελα πολύ φωνάξω… κλάψω… χτυπηθεί… Οχ είπα… άνθρωπο τρώει καρπούζι… δε κάνει… έμεινα ήσυχος… μόνο δεξί μου πόδι έξυνε χάμω… χωρίς το θέλω… Μετά… έσκυψα… χάδεψα μαύρα μαλλιά του… ξερά σα στάχυα ήτανε… τότε είπα… «Φίλε μου…» πολύ πολύ σιγά… να ’το πάλι το ποτάμι μέσα… έκανα βήχα… όρθιο σηκώθηκα… κοίταζα άνθρωπο που έτρωε καρπούζι… «Λοιπόν», μου ’πε εκείνο… «Λοιπό;» είπα γω… «Ας τελειώνουμε», είπε εκείνο και σκουπίστηκε…
Φώναξε… «Βαγγέλη, ρε Βαγγέλη…» αλλά κανένα Βαγγέλη δεν ήρτε… «Θα κάνουμε μόνοι μας δουλειά», είπε… Μου “δειξε καροτσάκι… Σα λιμανιού ήτανε… αλλά δεν ήτανε… Βάλαμε πάνω κάσα με φίλο μου… Δεν ήτανε βαρύς… Ποτέ δεν ήτανε βαρύς… Βγάλαμε έξω από κάμαρα… ποπό, ήλιος… έκλεισα μάτια μου… Εκείνο είπε… «Σμπρώξε κατά κει και βλέπομε…» Έσμπρωξα καροτσάκι με κάσα… Ωραίο δρομάκι… ωραία τάφοι… μάρμαρο… άγαλμα… είπα μέσα μου…. να, εδώ, ωραίο για φίλο μου… μα άνθρωπο έδειχνε πέρα… άθρωποι κοίταγαν… «Γλήγορα, γλήγορα, από δω…» φώναζε άθρωπο… εγώ έσμπρωχνα δυνατά καροτσάκι… ιδρωμένος ήμουνα… «Από δω, από δω…» στρίψαμε… πάλι στρίψαμε… τώρα χώμα κάτω… δύσκολα καροτσάκι πήαινε… «Πού πάμε;» είπα… Εκείνο μου “δειξε μακριά… εκεί που μαύρα δέντρα κι ένα ξερό ήτανε… δεν ήξερα τόσο μεγάλο ήτανε νεκροταφείο… Κάπου τέλειωσε δρομάκι… Μπροστά χωράφι… μα χωράφι δεν ήτανε… Σταυρούς ξύλο είχε… άλλοι χάμω πέσανε… άλλο σάπιο… κάτι γράμματα πάνω είχανε… άθρωποι σκάβανε… άλλοι μάντρα ακουμπούσαν… κάπνιζαν, μίλααν, εμένα κοίτααν… το καροτσάκι με κάσα φίλο μου κοίτααν…
Τότε άθρωπο κάτι ονόματα φώναξε… και Βαγγέλη νομίζω… «Ο Πακιστανός…» είπε… έδειξε κάσα με φίλο μου… Έπιασαν κάσα… έπιασα εγώ πίσω… σηκώσαμε κάσα… βάλαμε ώμο… περπατήσαμε… Φτάσαμε σε λάκκο… Στενό πολύ ήτανε… βάθο πολύ ήτανε… χώμα βουνό απόξω… άκρη άκρη χωράφι ήτανε… κοντά μάντρα πολύ… εκεί μαύρα δέντρα κι ένα ξερό ήτανε… Έβαλαν μέσα κάσα με φίλο μου… γλήγορα γλήγορα, φτυάρια χώμα ρίχνανε… εγώ κάτι ήθελα πω… «Στάσου», είπα… Ντράπηκα πολύ… όλοι άθρωποι σταμάτησαν… εμένα κοίτααν… «Όχι, τίποτα», είπα… Ξανάρχισαν ρίχνουν χώμα μέσα… κάποιο γέλασε… άλλο κλότσησε εκείνο που γέλασε… άρχισαν τσακώνονται πάνω τάφο… έβαλε φωνές άθρωπος που έτρωε καρπούζι… φαίνεται ήταν αφεντικό… ησύχασαν… έριξαν όλο χώμα… ένα μικρό βουνό εκεί που ήταν φίλο μου… Μετά ένα πήρε δυο ξύλα… έχωσε ένα πάνω… έχωσε ένα κάτω χώμα… εκεί που ήταν τώρα φίλο μου… Είπε: «Αυτό ήταν…» κι εμένα κοίταε… Εγώ είχα ποτάμι μέσα… δεν είπα τίποτα… κατάλαβα, τελείωσαν… δεν ήξερα τι κάνω τώρα… είπα: «Να πάω πίσω καροτσάκι;» «Μπράβο, λεβέντη…» είπε αφεντικό… Πήρα καροτσάκι πάω πίσω κάμαρα… Κοίταα δρομάκια καλά καλά… θυμάμαι άλλη φορά… βρω τάφο φίλο μου… πω εκείνα που δεν είπα τώρα… μόνος την άλλη φορά που έρτω εδώ… Έβαλα καροτσάκι κάμαρα… Βγήκα… Ποπόοο! Ήλιος… Έκανα άκρη… κηδεία περνούσε… Τέσσερα γκαρσόνια βάστααν κάσα… Δυο παπάδες έλεαν… Πίσω κόσμο πολύ… έκλαιαν… Και στεφάνια… πολύ λουλούδι… εγώ τότε φίλο μου εγώ σκέφτηκα… ούτε ένα λουλούδι… ούτε κουβέντα… ούτε αντίο… Δυο ξυλαράκια δείχνουν τάφο… εκεί… άκρη μάντρας… χωράφι… μαύρα δέντρα, ένα ξερό…
Άρχισα τρέχω… Βγήκα νεκροταφείο… Τότε λέω: άσε ποτάμι βγει… Εκείνο βγήκε… από μάτια… από στόμα… Έλεγα όνομα φίλο μου… μάτια έτρεχε ποτάμι… Δε μπορούσα τρέξω άλλο… Κάθισα σε κολόνα ηλεκτρικού… Έβαλα κεφάλι δυο πόδια μέσα, έκλαια… Όπως τότε που είχαμε πείνα… Όπως τότε χωρίς δουλειά… Όπως εκείνο βράδυ εφάαμε ξύλο εγώ και φίλος μου… Τότε ένα στάθηκε… Πάνω μου… Είδα μαύρα παπούτσια… Μετά έριξε κοσάρικο μπροστά μου… Κοίταα καλά καλά κοσάρικο… Μετά σήκωσα κεφάλι… Είδα καλό κύριο… Κοίταε εμένα λύπη… Δε ξέρω… Τότε θύμωσα πολύ… Σηκώθηκα… Φώναξα πολύ… «Φίλο μου πάει. Τι τα κάνω λεφτά σου;… Μαλάκα!» Τρομαγμένος τότε έγινα… Άρχισα τρέχω πολύ… Μη δείρουν εμένα οι Έλληνες…
(Μιχάλης Φακίνος, «Όμηρος Mπαρ», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1997)

Το τηλεγράφημα του Ά. Αϊνστάιν προς την κυβέρνηση Βενιζέλου

   Το τηλεγράφημα του Ά. Αϊνστάιν προς την κυβέρνηση Βενιζέλου


Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης //
Σαν σήμερα το 1929 δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» τηλεγράφημα του Άλμπερτ Αϊνστάιν προς την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο μεγάλος επιστήμονας, που ήταν και μέλος της Επιτροπής Αμύνης των Θυμάτων της Λευκής (αστικής) Τρομοκρατίας στα Βαλκάνια, διαμαρτυρόταν για την αποβολή φοιτητών από το Πανεπιστήμιο για πολιτικούς λόγους, απαιτώντας την ελευθερία της σκέψης των φοιτητών:
Πρωθυπουργόν Βενιζέλον
.Αθήνας

Διαμαρτυρόμαστε εντόνως ενάντια στην αποβολή φοιτητών από το πανεπιστήμιο. Απαιτούμε την ελευθερία στην εκδήλωση των σκέψεων ανάμεσα στους φοιτητές.
Καθηγητής Αλμπέρ Αϊνστάιν  
το δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη»
Tο δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη»
Υπάρχει και δεύτερο τηλεγράφημα προ τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου τo οποία συνυπογράφει με άλλους δύο καθηγητές:
Σύγκλητος Πανεπιστημίου
 Αθήνας

Διαμαρτυρόμαστε εντόνως ενάντια στην αποβολή φοιτητών που αγωνίστηκαν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Απαιτούμε την άμεσο επαναγραφή τους
 Καθηγητής Αλμπέρ Αϊνστάιν
Καθηγητής Ερρίκος Λέβε
Καθηγητής Φρετς

Επιστολή διαμαρτυρίας προς το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για την απόρριψη του ντοκιμαντέρ "Η Παλιόστρατα των Ρεβενικίων"

 Επιστολή διαμαρτυρίας προς το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για την απόρριψη του ντοκιμαντέρ "Η Παλιόστρατα των Ρεβενικίων"






 
Επιστολή έντονης διαμαρτυρίας και δυσαρέσκειας για την απόρριψη του ντοκιμαντέρ « Η Παλιόστρατα των Ρεβενικίων» του Δημήτρη Καραθανάση, από το διαγωνιστικό τμήμα και τις παράλληλες προβολές του Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αποστέλλει η Επιτροπή Αγώνα Θεσσαλονίκης ενάντια στα Μεταλλεία.

"' Ενημερωθήκαμε για την απόρριψη, χωρίς όμως να ενημερωθούμε για το σκεπτικό ή το αιτιολογικό μιας τέτοιας απόφασης από την επιτροπή του Φεστιβάλ

Το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει τον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού. Οι κάτοικοι χωρίς προσωπικό όφελος, δίνουν και τη ζωή τους για να σώσουν τον τόπο και τη φύση από τη λεηλασία.

Παρά την όποια αμφισβήτηση ο αγώνας των κατοίκων, οι διώξεις των αγωνιστών, όπως και η καταστροφή που συντελείται στο δάσος των Σκουριών, είναι πραγματικά γεγονότα. Σε μια περίοδο που τα ΜΜΕ προβάλλουν μόνο την πλευρά της εταιρείας , ένα ντοκιμαντέρ με την καλλιτεχνική και πραγματική αξία όπως η « Παλιόστρατα των Ρεβενικίων» του Δημήτρη Καραθανάση, πιστεύουμε πως καθιστούσε την παρουσία του στο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα σπουδαία και σημαντική" 
 
Πηγή : http://alterthess.gr

Ζητούν αποκατάσταση της μνήμης και του έργου του μεγάλου Ι.Β.Στάλιν

 Ζητούν αποκατάσταση της μνήμης και του έργου του μεγάλου Ι.Β.Στάλιν

Εκατοντάδες κομμουνιστές, πιστοί στον Ιωσήφ Στάλιν έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα αναβίωσης της μνήμης του ρώσου ηγέτη ενόψει της 70ης επετείου της Ημέρας της Νίκης της Σοβιετικής Ενωσης κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Οι προτάσεις εγκατάστασης μνημείων, αγαλμάτων, προτομών και αναμνηστικών πλάκων καθώς και η αίτηση μετονομασίας οδών πληθαίνουν σε δεκάδες πόλεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Οι περιφερειακές αρχές γενικά αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα, αλλά σε ορισμένες περιοχές η άδεια έχει ήδη δοθεί. Στην προεδρική διοίκηση δηλώνουν ότι οι αποφάσεις αυτές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των περιφερειών. Από την πλευρά τους οι "υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" πιστεύουν ότι «ορισμένες περιφερειακές αρχές βλέπουν την αλλαγή της ατμόσφαιρας στην κοινωνία και την τροφοδοτούν».

Μια αναμνηστική πλάκα για τον Στάλιν θα τοποθετηθεί στο Ουσσουρίσκ (Πριμόρσκι Κράι της ρωσικής Άπω Ανατολής) με πρωτοβουλία του τοπικού συμβουλίου των βετεράνων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Kommersant ετοιμάζονται να εγκαταστήσουν μνημείο του Στάλιν και στο Οριόλ.
Στην περιοχή Κρασνογιάρσκ υπεγράφη έκκληση προς τον δήμαρχο Βίκτορ Τολοκόνσκι με την αίτηση να διατεθεί χώρος για την εγκατάσταση της προτομής του Στάλιν για την 70η επέτειο της Νίκης όχι μόνο από το κομμουνιστικό κόμμα αλλά και από τους εκπροσώπους του κόμματος «Δίκαιη Ρωσία». Η προτομή ήδη δημιουργήθηκε «από τα χρήματα του λαού». Κομμουνιστές του Νίζνι Νόβγκοροντ και της Μαχατσκαλά έκαναν έκκληση προς τους διοικητές και τους δημάρχους των πρωτευουσών για την εγκατάσταση μνημείου προς τιμήν του Στάλιν, αλλά δεν έχουν λάβει ακόμη καμία απάντηση.

Στην προεδρική διοίκηση δηλώνουν ότι δεν επηρεάζουν την αυξανόμενη εκδήλωση ενδιαφέροντος για την προσωπικότητα του Ιωσήφ Στάλιν στις περιφέρειες της Ρωσίας.

Κατά καιρούς τα κέντρα δημοσκόπησης και σφυγμομέτρησης της κοινής γνώμης διεξάγουν έρευνες σχετικά με τη στάση των Ρώσων πολιτών απέναντι στον Στάλιν: Το 2013, το 45% των ερωτηθέντων δήλωσε στο VTsIOMu ότι ο Στάλιν έκανε εξίσου καλές και κακές πράξεις. Σε δημοσκόπηση του ανεξάρτητου κέντρου ερευνών Levada τον Ιανουάριο του 2015 τέθηκε η ερώτηση: «Ποιος κατά την άποψή σας ήταν ο ρόλος του Στάλιν στη ζωή της χώρας μας;» Το 52% των ερωτηθέντων εξέφρασαν θετική στάση απέναντι στον Στάλιν, ενώ το 30% εξέφρασε αρνητική άποψη.
Πηγή: Σύγχρονη Ρωσία *(ο τιτλος δικός μας)


Υ.Γ.
"Δεν υπάρχουν κάστρα άπαρτα για τους Μπολσεβίκους"! (Ι.Β. Στάλιν)

Περί «τείχους αξιοπρέπειας και κυριαρχίας»...

Περί «τείχους αξιοπρέπειας και κυριαρχίας»...
Για νομοσχέδια που για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια «δεν μεταφράστηκαν, αλλά γράφτηκαν εδώ», μίλησε την Τετάρτη, από το βήμα της Βουλής, ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, αναφέροντας μάλιστα ότι με την υπερψήφισή τους θα υψωθεί «τείχος κυριαρχίας και αξιοπρέπειας», ως απάντηση και στην επιστολή που είχε αποστείλει μια μέρα νωρίτερα στην κυβέρνηση ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στην τρόικα, Ντ. Κοστέλο, με την οποία χαρακτήριζε «μονομερή και αποσπασματική κίνηση που δε συνάδει με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί, περιλαμβανομένης της ανακοίνωσης του Γιούρογκρουπ της 20ής Φεβρουαρίου» την προώθηση νομοσχεδίων χωρίς προηγουμένως «να υπάρξει η κατάλληλη πολιτική διαβούλευση» με τους δανειστές...
Ποια είναι η αλήθεια; Η συγκυβέρνηση της «κυριαρχίας» και της «αξιοπρέπειας», κινούμενη στον ίδιο δρόμο με τους προκατόχους της, στο πλαίσιο της αντιλαϊκής συμφωνίας που υπέγραψε για λογαριασμό του εγχώριου κεφαλαίου στις 20 Φλεβάρη (την οποία, μάλιστα, στην ίδια ομιλία του ο Αλ. Τσίπρας έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι «η ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να τηρήσει κατά γράμμα»!), έχει ήδη προσυπογράψει ότι «οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απόσχουν από οποιαδήποτε κατάργηση των μέτρων και από μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη ή την χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως αξιολογείται από τους θεσμούς».
Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που στην πρώτη κυβερνητική αντίδραση στην επιστολή Κοστέλο, ο υπουργός Εσωτερικών, Ν. Βούτσης, έσπευσε να δηλώσει ότι τα νομοσχέδια που προωθεί η συγκυβέρνηση «αποτελούν τον πυρήνα της προώθησης των μεταρρυθμίσεων που από κοινού έχουμε δεσμευτεί», κινούνται δηλαδή εντός του πλαισίου της αντιλαϊκής συμφωνίας με τους δανειστές.
Αυτός είναι και ο λόγος που, μία μέρα πριν από την επιστολή Κοστέλο, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλης, πάντα με... «κυριαρχία» και «αξιοπρέπεια», διαμαρτυρόταν για τη στάση των «εταίρων», γιατί «ο Σταθάκης περιμένει δύο βδομάδες το OK για το νομοσχέδιο για τα "κόκκινα" δάνεια. Το νομοσχέδιο για τις 100 δόσεις, ακόμη περιμένουμε το OK» (για το τελευταίο, βέβαια, φαίνεται πως στο μεταξύ... ήρθε το ΟΚ, οπότε και κατατέθηκε στη Βουλή και ψηφίστηκε μάλιστα με την - αγαπημένη και της προηγούμενης συγκυβέρνησης - διαδικασία του «κατεπείγοντος»)...
Τα κυριαρχικά δικαιώματα και οι «πατριώτες»
Το ερώτημα βέβαια είναι, γιατί η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η συγκυβέρνηση που υψώνει... «τείχος κυριαρχίας και αξιοπρέπειας», προχώρησε ήδη από τους πρώτους 2 μήνες της διακυβέρνησής της σε μια αντίστοιχη παραχώρηση κυριαρχίας με αυτή των... «εθελόδουλων» προκατόχων της; Γιατί προσυπέγραψε μια τόσο ρητή δέσμευση για αποχή από «μονομερείς ενέργειες» που δεν έχουν την έγκριση των «θεσμών», δηλαδή της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ;
Πολύ απλά γιατί η συμμετοχή της χώρας σε αυτές τις λυκοσυμμαχίες του κεφαλαίου, σε αυτούς τους διακρατικούς οργανισμούς του, αποτελεί στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία - όπως συμβαίνει και με την αστική τάξη όλων των κρατών μελών της ΕΕ, του ΔΝΤ, της Ευρωζώνης - δέχεται να παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα (π.χ. κατάθεση κρατικών προϋπολογισμών για έγκριση, υπαγωγή σε μηχανισμούς μόνιμης εποπτείας της ΕΕ κ.ο.κ.), προκειμένου να υπηρετήσει τα συνολικότερα συμφέροντά της: Την απόσπαση μεγαλύτερου μεριδίου κερδών στο πλαίσιο του διεθνούς ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, τη μεγαλύτερη θωράκιση της αστικής εξουσίας απέναντι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα. Από κει και πέρα, βέβαια, το εύρος που παίρνει αυτή η εθελοντική παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων από κάθε αστική τάξη δεν εξαρτάται από την... «εθελοδουλία» ή την «αξιοπρέπεια» της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά από το «ειδικό βάρος» κάθε καπιταλιστικής οικονομίας μέσα στο πλαίσιο αυτών των λυκοσυμμαχιών του κεφαλαίου...
Ετσι γίνεται κατανοητό ότι ο «πατριωτισμός» στον οποίο αναφέρονται θεωρεί ως «πατρίδα» τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, την προσπάθεια βελτίωσης της θέσης του, την εξασφάλιση των επενδυτικών του σχεδίων. Επιβεβαιώνοντας ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες, δύο πατρίδες, αυτή του κεφαλαίου, των μονοπωλίων, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και αυτή των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η επίκληση γενικά του εθνικού συμφέροντος και του πατριωτισμού όλων των Ελλήνων επιχειρεί να υποτάξει τη δεύτερη Ελλάδα στα συμφέροντα της πρώτης.
Το «copyright» των νομοσχεδίων και η αντιλαϊκή τους ουσία
Οσο για το ποιος γράφει τα νομοσχέδια της συγκυβέρνησης - για να επιστρέψουμε στα πιο πρόσφατα λεγόμενα του Αλ. Τσίπρα - δεν αμφισβητεί κανείς ότι τα γράφει η ίδια, ακόμα και αν στη συνέχεια περιμένει... με «αξιοπρέπεια» και «κυριαρχία» το ΟΚ από τους δανειστές, όπως παραδέχεται χωρίς περιστροφές ο Δ. Παπαδημούλης...
Το ζήτημα για το λαό όμως είναι αλλού και όχι στα... «πνευματικά δικαιώματα» της συγγραφής των νομοσχεδίων: Το ζήτημα είναι ότι, όπως έκαναν και οι προκάτοχοί της, έτσι και η νέα συγκυβέρνηση τα γράφει με γνώμονα τις ανάγκες της εγχώριας αστικής τάξης και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της στις λυκοσυμμαχίες του κεφαλαίου που αυτή επιλέγει. Ανάγκες και δεσμεύσεις που δεν μπορούν να συμβαδίσουν τελικά ούτε καν με τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας, πόσο μάλλον με μέτρα όπως η διαγραφή οφειλών από τα «μνημονιακά» χαράτσια που φορτώθηκαν στις πλάτες του λαού.
Δε χρειάστηκε π.χ. καμιά επιστολή Κοστέλο ώστε να «κουρέψει» από μόνη της η κυβέρνηση ακόμα και αυτά τα ψίχουλα που έταζε προεκλογικά για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας, και από τα 1,3 δισ. ευρώ που προβλέπονταν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τα μέτρα που περιλήφθηκαν στο νομοσχέδιο για την «ανθρωπιστική κρίση», να συρρικνώσει το σχετικό κονδύλι στα μόλις 200 εκατ. ευρώ!
Δε χρειάστηκε καμιά επιστολή Κοστέλο για να δηλώσει ο Γ. Βαρουφάκης από τη λίμνη Κόμο τις προάλλες ότι η κυβέρνηση, προκειμένου «να δημιουργήσει εμπιστοσύνη στους εταίρους μας», θα αναβάλει ή θα καθυστερήσει ακόμα και τις «ελάχιστες υποσχέσεις», όπως τις χαρακτήρισε ανοιχτά, που έδωσε στα φτωχά εργατικά - λαϊκά στρώματα...
Δε χρειάστηκε καμιά επιστολή Κοστέλο για να απαιτεί από το λαό η συγκυβέρνηση, με το νομοσχέδιο για τις «100 δόσεις», να αποπληρώσει μέχρι και το τελευταίο ευρώ από τους φόρους και τα χαράτσια που του φόρτωσαν για λογαριασμό του κεφαλαίου, όπως π.χ. το «τέλος επιτηδεύματος», την «εισφορά αλληλεγγύης», τον ΕΝΦΙΑ ή το προγενέστερό του χαράτσι στους λογαριασμούς της ΔΕΗ!
Με δυο λόγια, η πραγματική αξιοπρέπεια του λαού δεν έχει καμιά σχέση με την κυριαρχία του κεφαλαίου και των λυκοσυμμαχιών του, αντιθέτως είναι άρρηκτα δεμένη με την πάλη εναντίον τους, με την πάλη για ανάκτηση όλων όσα έχασε και για κατάκτηση όλων όσα δικαιούται. Η πραγματική αξιοπρέπεια του λαού είναι άρρηκτα δεμένη με την πάλη για να γίνει αυτός κυρίαρχος του πλούτου που ο ίδιος παράγει!

100 δόσεις... απ' το λαό για το κεφάλαιο!

100 δόσεις... απ' το λαό για το κεφάλαιο!

Η κυβέρνηση, μετά από μπόλικες τυμπανοκρουσίες, κατέθεσε το σχέδιο νόμου με το γενικό τίτλο «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας», που με αφετηρία τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εφορίες και ασφαλιστικούς φορείς των λαϊκών στρωμάτων, προχωρά σε νέες κρατικές επιδοτήσεις για το μεγάλο κεφάλαιο.
Ολο το νομοσχέδιο στηρίζεται στην υλοποίηση αντιλαϊκών νόμων για τη φορολογία που ψήφισαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, συνεχίζοντας στον ίδιο δρόμο. Ο στόχος του νομοσχεδίου είναι να νομιμοποιηθούν στη λαϊκή συνείδηση και να προχωρήσει η πληρωμή στο ακέραιο όλων των χρεών των λαϊκών στρωμάτων που αφορούν φορολογία εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ - ΕΤΑΑ - ΕΕΤΗΔΕ, εισφορές αλληλεγγύης και επιτηδεύματος, ΦΠΑ, κ.ά. Δηλαδή, να πληρωθούν όλα τα χαράτσια που οδήγησαν το λαό στη χρεοκοπία και στην εξαθλίωση. Στόχος είναι να γεμίσουν γρήγορα τα ταμεία του αστικού κράτους, με βάση την εφαρμογή των αντιλαϊκών νόμων και του ισχύοντος κρατικού προϋπολογισμού που υλοποιεί το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν ανέλθει στα 77 δισ. ευρώ που χρωστούν 3.670.000 φυσικά πρόσωπα και 447.000 επιχειρήσεις. Από αυτά τα 46,6 δισ., ευρώ έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία 5 χρόνια. Μέχρι 5.000 ευρώ χρέος έχουν το 91% των φυσικών προσώπων και το 82% των επιχειρήσεων, με συνολικό χρέος 2,3 δισ. ευρώ. 4.000 επιχειρήσεις χρωστούν 43,3 δισ. ευρώ. Συνολικά πάνω από 6.500 οφειλέτες χρωστούν πάνω από 1.000.000 ο καθένας.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όμως, απέναντι στους ανέργους, τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες και τις λαϊκές οικογένειες λέει το ίδιο που έλεγε και η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ: Θα πληρώσετε τους φόρους και τα δυσβάσταχτα χαράτσια κανονικά, για να πληρωθούν οι δόσεις στο ΔΝΤ και των εντόκων γραμματίων και για να εξασφαλιστούν πόροι για τη χρηματοδότηση των ομίλων. Μάλιστα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σπεύδουν να θεωρητικοποιήσουν αυτήν την αντίληψη, χρησιμοποιώντας ίδια επιχειρήματα με τα στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ παλιότερα. Το υψηλό δημοσιονομικό κενό, η συνεχιζόμενη χαμηλή απόδοση εσόδων στα κρατικά ταμεία, η υποχρέωση της κυβέρνησης να εξοφλήσει άμεσα τις δόσεις προς το ΔΝΤ και τα έντοκα γραμμάτια που αντιμετωπίστηκε με εσωτερικό δανεισμό, περιπλέκουν ακόμα περισσότερο το ζήτημα.
Η κατάθεση του νομοσχεδίου περιπλέχτηκε με τις διαπραγματεύσεις και τα παζάρια που κάνει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για τα συμφέροντα του κεφαλαίου με τους «θεσμούς» - τρόικα.
Η κυβέρνηση αξιοποιεί όλη αυτήν την αντιπαράθεση, για να εμφανιστεί στο λαό σαν υπερασπιστής των συμφερόντων του, κρατώντας «εθνικά υπερήφανη» στάση... Σε αυτήν τη βάση, επιδιώκει λαϊκή συναίνεση στην πολιτική της με μπόλικες «πατριωτικές» φιοριτούρες. Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στους «θεσμούς» Ντ. Κοστέλο έθεσε ζήτημα ότι η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά προχωρά σε μονομερείς ενέργειες και δεν συνάδει με την απόφαση της 20ής Φλεβάρη. Μόνο που η «εθνικά υπερήφανη» στάση της κυβέρνησης αφορά την ενσωμάτωση στη ρύθμιση και των χρεών του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτή είναι η διαφορά με το υφιστάμενο καθεστώς. Ουσιαστικά παρουσιάζεται ως πατριωτική επιλογή η ένταξη στη ρύθμιση όσων χρωστούν πάνω από 1.000.000 ευρώ.
«Εθνικό καθήκον» η φορολογία (!!!)
Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Αφενός εξασφαλίζει έσοδα στα κρατικά ταμεία, που στη συνέχεια θα αξιοποιηθούν για στήριξη καπιταλιστικών επενδύσεων, εφετέρου δίνει «ανάσα» ρευστότητας σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, απαλλάσσοντάς τες από πρόστιμα και προσαυξήσεις. Η κυβέρνηση προσπαθεί να περιορίσει τους κραδασμούς από τη γενικευμένη αδυναμία αποπληρωμής για πλατιά λαϊκά στρώματα, με στόχο την κοινωνική «ειρήνη», ενώ παράλληλα επιδιώκει την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της αστικής τάξης, προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερη εισροή κεφαλαίων από την ΕΕ.
Η συγκυβέρνηση κάνει εδώ και καιρό συστηματική προσπάθεια να προσδώσει στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο χαρακτήρα νομοθετικής παρέμβασης που ανακουφίζει πλατιά τις λαϊκές οικογένειες, τους άνεργους και τους αυτοαπασχολούμενους. Με αυτό το πνεύμα προώθησε το νομοσχέδιο, για να ψηφιστεί με το χαρακτήρα «κατ' επείγοντος» και μάλιστα σαν απάντηση στις «πιέσεις των δανειστών».
Ομως η πραγματικότητα βοά. «Δίκαιη» ρύθμιση σε άδικη φορολογία δεν υπάρχει. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Μακροοικονομικών Μελετών Hans Bοckler, τα «χαμηλότερα στρώματα» αναγκάστηκαν να υποστούν φορολογικές επιβαρύνσεις που αυξήθηκαν έως και 337% σε σχέση με το παρελθόν, ενώ τα «ανώτερα οικονομικά στρώματα» υπέστησαν μόλις 9%. Μπροστά στην αδυναμία των αυτοαπασχολούμενων και των λαϊκών οικογενειών να πληρώσουν, η κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να τους τα παίρνει λίγα - λίγα. Αλλωστε, για όσους δε συμμορφωθούν, υπάρχουν ακόμα οι διώξεις, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί.
Οι ρυθμίσεις των 100 δόσεων για την πλειοψηφία των εργαζομένων και των λαϊκών οικογενειών δεν επιφέρουν καμιά ουσιαστική αλλαγή σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα. Ηδη ισχύει ο νόμος που ψήφισε πρόσφατα η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ(τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε «παρών») και προέβλεπε τη ρύθμιση οφειλών στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία που φτάνουν μέχρι τις 100 δόσεις για οφειλές που έφταναν μέχρι 15.000 ευρώ, χωρίς να διαγράφεται το «αρχικό κεφάλαιο». Δεν εντάσσονταν σε ρύθμιση χρέη άνω του 1.000.000 ευρώ. Το νομοσχέδιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ καταργεί αυτά τα όρια, γενικεύει το δικαίωμα της ρύθμισης μέχρι 100 δόσεις, ανεξαρτήτως ποσού. Δεν προβλέπει καμιά διαγραφή χρεών ως προς την αρχική οφειλή. Διαγράφει μόνο προσαυξήσεις και πρόστιμα ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων που προβλέπει η εκάστοτε ρύθμιση με τον οφειλέτη, με κλιμάκωση στη διαγραφή ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων. Χαλαρώνει τους όρους αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων οφειλών.
Οι όροι ρύθμισης είναι δεσμευτικοί για τους οφειλέτες. Αν ο οφειλέτης χάσει τη ρύθμιση, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί τίθενται ξανά σε εφαρμογή. Το νομοσχέδιο επίσης δεν προβλέπει κατάργηση αναγκαστικών εκτελέσεων εις βάρος οφειλετών. Προβλέπει μόνο αναστολή για όσους μπαίνουν στη διαδικασία ρύθμισης.
Μποναμάς για το μεγάλο κεφάλαιο!
Η πιο σημαντική αλλαγή που φέρνει το νομοσχέδιο είναι ότι προσφέρεται η ευκαιρία σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις που χρωστούν μεγάλα ποσά να κάνουν ευνοϊκές ρυθμίσεις, αφού τους προσφέρεται η δυνατότητα να διαγράψουν μεγάλα ποσά προστίμων και προσαυξήσεων. Δεν φτάνει δηλαδή που οι καπιταλιστές απολαμβάνουν τεράστια προνόμια και φοροαπαλλαγές, τώρα τους δίνεται και η δυνατότητα ευνοϊκών ρυθμίσεων των χρεών τους στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία. Εντάσσονται επίσης στο νέο γύρο επιδοτήσεων και αγορών από το κράτος.
Οι προωθούμενες ρυθμίσεις για τις ασφαλιστικές εισφορές θα ανοίξουν το δρόμο για νομιμοποιημένη καθυστέρηση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ από ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ του Δημοσίου, κρατικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ΟΤΑ. Τους δίνει τη δυνατότητα να ρυθμίζουν έως 150 ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση 50% επί των προσαυξήσεων και πρόσθετων τελών. Αυτές τις καθυστερήσεις θα πληρώσουν ποικιλοτρόπως οι εργατοϋπάλληλοι και οι συνταξιούχοι. Αντίθετα, οι ρυθμίσεις για τους αυτοαπασχολούμενους θα είναι βαριές, αφού θα είναι προϋπόθεση και γι' αυτούς η καταβολή των τρεχουσών εισφορών από την 1/2/2015.
Με άλλα άρθρα του συγχωνεύει την Εταιρεία Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας ΑΕ που απορροφάται από το ΤΑΙΠΕΔ, ενώ καταργείται το «Παράκτιο Μέτωπο ΑΕ», χωρίς να προσδιορίζεται με σαφήνεια σε ποιον φορέα θα ενταχθεί η ακίνητη περιουσία του. Αυτή θα μεταβιβάζεται με αποφάσεις υπουργείων. Οχι μόνο δεν καταργεί το ΤΑΙΠΕΔ, αλλά το ενισχύει επεκτείνοντας την επιχειρηματική αξιοποίηση ή την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας προκειμένου να εξασφαλιστούν έσοδα.
Ο δρόμος της αντεπίθεσης
Πλέον, δεν χωρά καμιά αναμονή από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Δεν μπορεί να περιμένουν πραγματικά μέτρα ανακούφισης από μια κυβέρνηση που δίνει όρκους πίστης στο κεφάλαιο, στην καπιταλιστική ανάκαμψη και την ΕΕ. Είναι καθαρό ότι οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές οικογένειας θα πληρώσουν το «μάρμαρο», ενώ τα μονοπώλια και το κεφάλαιο αποκτούν νέες ευνοϊκές ευκαιρίες. Αλλωστε, η κυβέρνηση προσδοκά να εισπραχτούν μόνο 9. δισ. ευρώ, με άμεση είσπραξη λιγότερο από 1 δισ., προφανώς από τους «συνήθεις ύποπτους».
Τώρα είναι η ανάγκη για οργάνωση της λαϊκής πάλης, για άμεσα μέτρα πραγματικής ανακούφισης, κατάργηση των αντιλαϊκών φορολογικών νόμων και των χαρατσιών, 45% φορολογία στα κέρδη - διανεμόμενα και μη - του κεφαλαίου, κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών που απολαμβάνει. Καμιά προστασία και ρύθμιση για τα χρέη των ομίλων και των μεγαλομετόχων τους. Δεν χωρά καμιά αυταπάτη πλέον ότι μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και του καπιταλισμού μπορούν να εξασφαλιστούν τα λαϊκά συμφέροντα. Μονόδρομος για το λαό είναι το δυνάμωμα του ΚΚΕ, η οργάνωση της πάλης για ανάκτηση των απωλειών, η σύγκρουση και η ρήξη με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία του, η συγκέντρωση δυνάμεων για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης.

Του Χρήστου ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Χρήστος Αγγελόπουλος είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του 

Είναι «σύγκρουση στρατηγικών»;

Είναι «σύγκρουση στρατηγικών»;



«Ξέρουμε ότι έχουμε μπροστά μας μια σκληρή διαπραγμάτευση, που δεν έχει να κάνει με προσωπικές συμπεριφορές πολιτικών, εγώ θα έλεγα ούτε καν με τις εθνικές στρατηγικές των κρατών. Στην ουσία έχει να κάνει με τη σύγκρουση διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών για την Ευρώπη. Είναι σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων, είναι σύγκρουση πολιτική, κοινωνική, ταξική - αν θέλετε».

Αυτά είπε τις προάλλες ο Αλ. Τσίπρας σε ομιλία του στη Βουλή.
Η αλήθεια είναι πως σύγκρουση στα «διαβούλια» και συμβούλια της ΕΕ και της Ευρωζώνης πράγματι υπάρχει. Αυτή διεξάγεται ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη με ανισόμετρη οικονομική και πολιτική δύναμη, που βρίσκονται σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου (δηλαδή, άλλα σε ανάπτυξη, άλλα σε κρίση, άλλα σε στασιμότητα κ.λπ.) και έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Σύγκρουση που διεξάγεται για λογαριασμό των μονοπωλιακών ομίλων τους. Δηλαδή, πρόκειται για σύγκρουση που διεξάγεται ανάμεσα σε διαφορετικούς «εθνικούς εκπροσώπους» της ίδιας τάξης, της τάξης των μετόχων μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, της τάξης των κεφαλαιοκρατών.
Ποιο είναι το αντικείμενο της διαμάχης τους; Στην πραγματικότητα, το ποιος θα βγει λιγότερο χαμένος και περισσότερο κερδισμένος από την προσπάθεια να περάσουν οι οικονομίες της Ευρωζώνης στη φάση της ανάκαμψης. Οι χαμένοι της φάσης της κρίσης (Γαλλία, Ιταλία κ.ά.) - σε αυτούς συγκαταλέγεται και η Ελλάδα - ζητούν επιμερισμό των βαρών στο πλαίσιο της Ευρωζώνης επιδιώκοντας χαλάρωση της περιοριστικής πολιτικής προκειμένου να μπορέσουν να στηρίξουν την προσπάθεια των μονοπωλίων τους για ανάκαμψη των επενδύσεων. Οι κερδισμένοι (π.χ. Γερμανία) προσπαθούν να διατηρήσουν και να εδραιώσουν καλύτερα τη θέση τους.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαπάλη ανάμεσα σε «ληστές» μικρότερους και μεγαλύτερους με αντικείμενο τη «λεία» της κλοπής του πλούτου από την εκμετάλλευση των εργαζομένων, από το ξεζούμισμα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, από το τσάκισμα, την υποβάθμιση δικαιωμάτων και αναγκών τους.

Στη ληστεία των λαών και των εργαζομένων των ευρωπαϊκών κρατών είναι ενωμένοι. Δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό, δεν δείχνουν καμιά «φιλευσπλαχνία». Ολα τα προηγούμενα χρόνια διαμόρφωσαν κοινές πολιτικές, στρατηγικές κατευθύνσεις για να μπορέσουν να κάνουν αυτή τη ληστεία πιο αποτελεσματική και προσοδοφόρα, κάτω από τον εύηχο στόχο της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας». Γι' αυτό άλλωστε τα βασικά στοιχεία αυτής της πολιτικής, όπως αποτυπώνονται τόσο στις ιδρυτικές πράξεις της ΕΕ και της Ευρωζώνης (π.χ. Συνθήκη Μάαστριχτ, Σύμφωνο Σταθερότητας, Σύμφωνο για το Ευρώ κ.λπ.) όσο και σε ενδιάμεσες αποφάσεις τους, δεν αμφισβητούνται από κανέναν σε αυτό τους το σκέλος. Ολοι μιλάνε για την ανάγκη «δημοσιονομικής πειθαρχίας», «απελευθέρωσης αγορών», «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών», «αναδιαρθρώσεων» κ.λπ. Είναι προφανές ότι απέναντι στους εργαζόμενους και τους λαούς διαμορφώνουν κοινή στρατηγική.
Ο Αλ. Τσίπρας, π.χ., διαβεβαιώνει και για το στόχο και για τα μέσα επίτευξής του όταν δηλώνει: «Η Ελλάδα έχει κάποιες θεσμικές υποχρεώσεις ως μέλος ισότιμο στην ΕΕ, οι υποχρεώσεις μας είναι να πιάνουμε τους δημοσιονομικούς στόχους (...) Εχουμε θεσμική υποχρέωση να έχουμε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς (...) Να τηρήσουμε τις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ, απόλυτη υποχρέωση» και «...ένα νέο συμβόλαιο με τους εταίρους μας, μετά από ένα εξάμηνο (...) Στο συμβόλαιο αυτό προφανώς θα συμπεριλαμβάνονται οι δεσμεύσεις μας για πρωτογενώς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, για τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων. Αλλά, είναι προφανές ότι θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και μια τεχνική λύση για την απομείωση του χρέους, ώστε η χώρα να έχει δημοσιονομικό περιθώριο, προκειμένου να μπορέσει να επιστρέψει στην ανάπτυξη».

Ομως, στους ίδιους στόχους συγκλίνει και ο υπερατλαντικός «μεγάλος φίλος μας», «εχθρός της λιτότητας», οι ΗΠΑ και ο Πρόεδρός τους, Μπ. Ομπάμα, που τόσο έχει προβληθεί από τους οπαδούς της χαλάρωσης της περιοριστικής πολιτικής στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Αναφέρει, για παράδειγμα, χαρακτηριστικά παρεμβαίνοντας στις εξελίξεις στην Ευρωζώνη: «...δεν μπορείς να συνεχίσεις να πιέζεις χώρες που βρίσκονται σε ύφεση. Κάποια στιγμή πρέπει να υπάρξει στρατηγική ανάπτυξης, προκειμένου αυτές οι χώρες να μπορέσουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, να μειώσουν κάποια από τα ελλείμματά τους.

(...) Νομίζω ότι για να μπορέσει η Ελλάδα να γίνει ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά, έπρεπε να δρομολογηθούν μια σειρά από αλλαγές (...) Η ελπίδα μου είναι ότι η Ελλάδα θα μείνει στην Ευρωζώνη, νομίζω ότι αυτό θα απαιτούσε συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές (...) Νομίζω ότι αναγνωρίζει η Γερμανία και άλλοι ότι θα ήταν καλύτερο για την Ελλάδα να παραμείνει στην Ευρωζώνη, από το να βρεθεί έξω από αυτή. Είναι μία κατάσταση που στις αγορές δεν αρέσει.
Γενικώς, όμως, με απασχολεί η ανάπτυξη στην Ευρώπη, η δημοσιονομική πειθαρχία είναι σημαντική, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες σε πολλές από αυτές τις χώρες, αλλά αυτό που μας δίδαξε η αμερικανική εμπειρία, είναι ότι ο καλύτερος τρόπος να μειώσεις τα ελλείμματα είναι να αποκαταστήσεις τη δημοσιονομική σταθερότητα, είναι να αναπτυχθείς και όταν έχεις μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση πρέπει να υπάρξει στρατηγική ανάπτυξης και όχι απλώς να γίνονται προσπάθειες πίεσης ενός πληθυσμού που δεινοπαθεί ολοένα και περισσότερο».
Αυτό που επίσης δίδαξε η αμερικανική εμπειρία απ' την υλοποίηση της «στρατηγικής ανάπτυξης», αλλά το προσπερνά για ευνόητους λόγους ο Μπ. Ομπάμα, είναι ότι απ' την ανάκαμψη ωφελήθηκαν οι συνήθεις ύποπτοι, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, με εκατομμύρια ανθρώπων του μόχθου να δίνουν μάχη επιβίωσης, την ανεργία και τη φτώχεια να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.

Στο ρητορικό ερώτημα του κυβερνητικού εκπροσώπου «είναι κανόνας της ΕΕ το μνημόνιο; Κανόνας της ΕΕ είναι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αυτοί είναι οι κανόνες της ΕΕ», απαντά η ίδια η Κομισιόν, όταν κομπάζει ότι «το Σύμφωνο αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και είναι αποφασιστικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (...) Τα τελευταία χρόνια, έχει λειτουργήσει ως μέρος ενός ευρύτερου και ενισχυμένου ετήσιου κύκλου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, που είναι γνωστός ως το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο».

Η μόνη πραγματική ταξική σύγκρουση είναι αυτή ανάμεσα στην εργατική τάξη, το λαό από τη μια και στα μονοπώλια, τους επιχειρηματικούς ομίλους από την άλλη. Αυτή η ταξική σύγκρουση δεν διεξάγεται στα συμβούλια και τους θεσμούς της ΕΕ. Διεξάγεται καθημερινά σε κάθε κράτος της ΕΕ, μικρό ή μεγάλο. Διαφορετική στρατηγική υπάρχει και είναι αυτή που υπηρετεί τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα στην αντιπαράθεσή τους με αυτά του κεφαλαίου. Είναι η στρατηγική της ρήξης με την ΕΕ, τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και την εξουσία του κεφαλαίου.

TOP READ