Οι καταγγελίες 19
χρονου σπουδαστή σχολής τουριστικών επαγγελμάτων για βάναυση συμπεριφορά σε
εστιατόριο του Έκτορα Μποτρίνι, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Σωματείου
Ξενοδοχοϋπαλλήλων Κέρκυρας είναι το πρώτο γεγονός που καταγγέλλεται επισήμως, παρά
το γεγονός ότι παρόμοια περιστατικά σημειώνονται καθημερινά, επειδή πάντα
επικρέμεται ο φόβος της απόλυσης. Ο ίδιος ο Μποτρίνι τις χαρακτηρίζει
γελοιότητες και ψέματα με τον αρχιμάγειρά του,
με ανάρτηση επίδειξης εξυπνάδας, να υπερασπίζεται επί της ουσίας τις συνθήκες που διαμορφώνονται στο χώρο
εργασίας τους. Συνάδελφοί τους συμπαραστέκονται. Οι μικρομεσαίοι και
προβληματικοί εργοδότες έχοντας αποκτήσει την απαιτούμενη έπαρση από την
αναγνωρισιμότητα που δίνει η τηλεόραση, που όμως φοβούνται από τον ανταγωνισμό ακόμα
μεγαλύτερων καπιταλιστών μήπως εξαφανιστούν, γίνονται όλο και πιο πρόθυμοι να
εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τους εργαζόμενους
Η δημοσιοποίηση των συνθηκών εργασίας που τόλμησε ο νεαρός
μαθητευόμενος να καταγγείλει δείχνει μια πτυχή των συνεπειών της επισφαλούς
εργασίας που έχει γίνει κανονικότητα για την πλειοψηφία των εργαζομένων.
Κι αναρωτιέται κανείς αν η
επισφαλής εργασία των χρόνων μας είναι ο πραγματικός κανόνας του καπιταλισμού,
ενώ αυτό που θεωρούσαμε μεταπολεμικά μοντέλο εργασίας, με τη σταθερότητα,
διάρκεια, αλλά και την ασφάλεια και τις απολαβές, ήταν στην πραγματικότητα η ιστορική εξαίρεση,
που είχε να κάνει όχι μόνο με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά με το
εργατικό κίνημα και το αντίπαλος δέος, τη Σοβιετική Ένωση. Για να θεωρείται ότι
είναι κανονική η εργασία έπρεπε να είναι σταθερή και με πλήρη απασχόληση, ακόμα
κι αν έτσι αποκλείονταν ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι γυναίκες, από
τη σφαίρα της κανονικής εργασίας. Το
συγκεκριμένο κανονιστικό μοντέλο
εργασίας έγινε διαδεδομένο κατά τη διάρκεια του φορντισμού, λόγω της κεντρικής
σημασίας της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής, με τα δικαιώματα να αποκτούνται με
μακροχρόνιους αγώνες.
Με τους εργατικούς αγώνες η
εργασιακή σχέση διαμορφώθηκε υπό την αιγίδα της νομοθεσίας και της συλλογικής
σύμβασης, ενσωμάτωνε ένα βαθμό κανονικότητας και διάρκειας, προστάτευε τους εργαζόμενους
από κοινωνικά απαράδεκτες πρακτικές και συνθήκες εργασίας, καθιέρωνε δικαιώματα
και υποχρεώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, παρείχε εν ολίγοις έναν πυρήνα
κοινωνικής σταθερότητας για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης. Η θέσπιση
διατάξεων κοινωνικής ασφάλισης (δηλαδή αμειβόμενη άδεια ασθενείας και
μητρότητας, ιατρική ασφάλιση, συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ανεργία κλπ), καθώς
και η αύξηση των μισθών, εργασιακά δικαιώματα και σταθερότητα θέσεων
απασχόλησης, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη μείωση των ανισοτήτων αυξάνοντας
το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού σε επίπεδο που δεν είχε φανεί ποτέ πριν.
Αυτή η εργασιακή σχέση, παρά την
δυτική της προέλευση που περιόριζε και την εφαρμογή της, θεωρήθηκε ως καθολική και οι επισφαλείς
εργασίες θεωρούνταν κυρίως ως εξαίρεση, γιατί ταυτόχρονα υπήρχαν οι διαφορετικές συνθήκες εργασίας για μετανάστες
και γυναίκες που χαρακτηρίζονταν από αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Επιπλέον, από τη δεκαετία του 1980 κι ίσως και πιο πριν,
οι συζητήσεις για την αναπαραγωγική και οικιακή εργασία, ενώ έμοιαζε να
επεκτείνουν το μοντέλο εργασίας αποδείχτηκε πως τελικά μάλλον χρησιμοποιήθηκαν
για αμφισβήτηση του τυπικού μοντέλου
εργασίας, με τα δικαιώματα που οι εργαζόμενοι θεωρούσαν αδιαπραγμάτευτα.
Από τη
νέα λοιπόν χιλιετία και με την καπιταλιστική κρίση, όλο και πιο ξεκάθαρα η
επισφαλής εργασία άρχισε να θεωρείται ο πραγματικός κανόνας εργασίας στον
καπιταλισμό, αμφισβητώντας την καθολικότητα
της σταθερότητας στην εργασία όσο και την εξαιρετικότητα της επισφάλειας
της. Η εργασιακή αβεβαιότητα και επισφάλεια θεωρήθηκε στην πραγματικότητα ως
ένα νέο φαινόμενο, παραβλέποντας τις συνθήκες εργασίας του 19ου και
του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα, που εμφανίζεται ως συνέπεια
της απελευθέρωσης του εργατικού δικαίου και των ευέλικτων εργασιακών ρυθμίσεων
που εισήχθησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στη Δυτική Ευρώπη και τη
Βόρεια Αμερική. Η ευελιξία της αγοράς εργασίας θεωρήθηκε αναγκαιότητα που
συνδέεται με την καλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα, επειδή οι μη
τυποποιημένες εργασιακές σχέσεις απελευθερώνουν την αγορά εργασίας, που θα πεί
επιτρέπουν την απεριόριστη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Και στην τελική, η
σταθερή εργασιακή σχέση καταλήγει να είναι πραγματική εξαίρεση στην ιστορία του
καπιταλισμού, ένα επεισόδιό του, ίσως πιο σύντομο από ό,τι νομίζουμε, κάπου
κοντά ένα τέταρτο του αιώνα.
Η
επισφαλής εργασία λοιπόν είναι καθοριστικό στοιχείο της ύπαρξης της εργατικής
τάξης και των αγώνων στο μακρύ διάστημα της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας
και συνδέεται στενά με την έννοια του εφεδρικού στρατού εργασίας. Ο σύγχρονος παγκόσμιος εφεδρικός στρατός εργασίας αποτελείται από μετανάστες
από φτωχές χώρες, εργαζόμενους από πρώην σοσιαλιστικές χώρες, από πρόσφυγες
κλπ. ενώ οι καπιταλιστές στην προσπάθειά τους να
διατηρήσουν ψηλά τα κέρδη τους επανέρχονται στην απλή μείωση των μισθών και στο
να κάνουν τους εργαζόμενους να εργάζονται περισσότερο και πιο ευέλικτα.
Κι αν
στο πλαίσιο του καπιταλισμού συνολικά το ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή της εργατικής
δύναμης με επαρκή προσόντα συνέπεσε στον δυτικό κόσμο με το πολιτικό σχέδιο της
μεταρρυθμιστικής αστικής τάξης να δημιουργήσει
μια εργατική τάξη που θα απείχε από αναταραχές και επαναστάσεις και θα υπέκυπτε
στις κολακείες του κεφαλαίου, αυτό σχετιζόταν τόσο με τους εργατικούς αγώνες
όσο και με την ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών. Πιστεύοντας λοιπόν πως ο
καπιταλισμός μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο, όπως υποσχόταν τα τριάντα
μεταπολεμικά χρόνια, η εργατική τάξη εγκλωβίστηκε ανάμεσα στις υποσχέσεις του
για ένα ουτοπικό πρόγραμμα οικουμενικής προόδου που υποτίθεται θα είναι
επωφελές για όλους και τις καχυποψίες που
της καλλιέργησαν για τους ταξικούς αγώνες, ανίσχυρη ν’ αντιμετωπίσει την
καπιταλιστική επίθεση.
Γι’ αυτό
και οι εργαζόμενοι, εντελώς ανίσχυροι ως ιδιώτες απέναντι στους εργοδότες τους που
επιδιώκουν να τους εκμεταλλευτούν όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν έχουν άλλο
δρόμο από τα να συνενωθούν σε ταξικά συνδικάτα για να υπερασπιστούν την τιμή
της εργατικής τους δύναμης. Η ύπαρξή τους είναι μια αναγκαιότητα όχι μόνο λόγω
της μονιμότητας της καπιταλιστικής πίεσης αλλά και λόγω της ανάγκης μόνιμης
προετοιμασίας για αντιπαραθέσεις με τους καπιταλιστές.