21 Απρ 2017

τα λαμόγια της Χούντας που θαυμάζουν τα ΧρυσΑυγουλα




Το μεγάλο ψέμα της «τιμιότητας» των δικτατόρων
Ο Τύπος δεν ασχολούνταν με σκάνδαλα, ούτε σκανδαλιζόταν από τις σχέσεις των κρατούντων με τους μεγιστάνες του πλούτου. (..) ο ισχυρισμός περί «τιμιότητας» των δικτατόρων που κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1967 για να την επιστρέψουν πριν από 38 χρόνια, σαν βρεγμένες γάτες, «στους πολιτικούς». 


Πρόκειται βέβαια για μύθο, θεμελιωμένο στη μίζερη εικόνα των επιζώντων «πρωταιτίων» – αφού πρώτα έχασαν την εξουσία, στερήθηκαν όσα είχαν παράνομα καρπωθεί και υπέστησαν τις οικονομικές συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσής τους. 


Ακόμη κι αυτή η εικόνα δεν αφορά, ωστόσο, παρά ελάχιστους πρωτεργάτες της δικτατορίας. 
Αγνοεί την οικονομική ευμάρεια πάμπολλων μεσαίων ή «πολιτικών» στελεχών της, που η νομική κατασκευή περί «στιγμιαίου αδικήματος» άφησε παντελώς ατιμώρητα ν’ απολαμβάνουν τα αποκτήματά τους.

Την επιβίωση του μύθου διευκολύνει η χαώδης διαφορά του τότε με το σήμερα, όσον αφορά τη δυνατότητα δημόσιας συζήτησης για παρόμοια ζητήματα. 

Επί χούντας η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατική (κι αυστηρά προπαγανδιστική), ενώ ο Τύπος περνούσε από δρακόντεια λογοκρισία. 
Οποιαδήποτε έρευνα ή ακόμη και νύξη για κρατικά σκάνδαλα ήταν απλά αδιανόητη,
 χαρακτηριστικό το κύριο άρθρο του Γιάννη Καψή στον «Ταχυδρόμο» (24.5.74), όταν η δικτατορία Ιωαννίδη δημοσιοποίησε το (παπαδοπουλικό) «σκάνδαλο των κρεάτων»: 

«Δεν είναι καινούρια η υπόθεση. Μήνες ολόκληρους οι φήμες οργίαζαν. Κι όμως κανείς δεν τολμούσε. Κανείς δεν είχε το θάρρος να μεταβάλει τον ψίθυρο σε καταγγελία. 
Κι όσο οι φήμες απλώνονταν, αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους υπεύθυνους και μη, τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μήπως θίξουμε τα κακώς κείμενα. 
Ήταν μια ‘συνωμοσία κραυγαλέας σιωπής’, χάρη και στη δρακόντεια νομοθεσία που ρυθμίζει -και συμπιέζει- την ενάσκηση του λειτουργήματός μας». 

Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Τύπος ξεχείλισε βέβαια από πληροφορίες για σκάνδαλα της χουντικής επταετίας. 
Όμως αυτά θεωρούνταν τότε  -και σωστά- απλές παρωνυχίδες μπροστά στα υπόλοιπα εγκλήματα της δικτατορίας.




Απολαβές και «ασυλία»

Το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να κάνουν οι ηγέτες της χούντας, ήταν να αυγατίσουν τα εισοδήματά τους  
–σε σχέση όχι μόνο με τους ώς τότε δημοσιοϋπαλληλικούς μισθούς τους, αλλά και με τις απολαβές της ανατραπείσας κοινοβουλευτικής «φαυλοκρατίας». 
Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε 
(από 23.600 σε 45.000 δρχ), 
των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ
ενώ θεσπίστηκαν  -για πρώτη φορά-  ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα («Πολιτικά Θέματα» 5.10.73). 

Ακολούθησαν κι άλλες «τακτοποιήσεις», όπως η καταχρηστική στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα με ειδική ρύθμιση του 1970 («Πολιτικά Θέματα» 8.2.75). 

Οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τέλος τη μελλοντική ασυλία τους, με ρυθμίσεις που κάνουν τα σημερινά κουκουλώματα να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. 
Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30.12.1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των …συναδέλφων τους. 
Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής, θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα! 
Προϋπόθεση για την ατιμωρησία συνιστούσε, φυσικά, η επιτυχία της ελεγχόμενης επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό «αλά τουρκικά». 

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε όμως το εγχείρημα στον αέρα, με αποτέλεσμα τον κάθετο θεσμικό διαχωρισμό της Μεταπολίτευσης απ’ το προηγούμενο καθεστώς.





Τα μαύρα κρέατα

Το μόνο σκάνδαλο που εκκαθαρίστηκε δικαστικά επί χούντας, αποκαλύφθηκε για λόγους προπαγανδιστικής «νομιμοποίησης» της ανατροπής του Παπαδόπουλου απ’ τον Ιωαννίδη. 
Πρόκειται για την (κυριολεκτικά δύσοσμη) «υπόθεση των κρεάτων», με βασικούς κατηγορούμενους τον πρώην υφυπουργό Εμπορίου Μιχαήλ Μπαλόπουλο και το Γεν. Διευθυντή του Υπουργείου (και διορισμένο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ) Ζαφείριο Παπαμιχαλόπουλο. 

Το κατηγορητήριο αφορούσε ποικίλες παρανομίες, με κυριότερη τη «δωροληψία κατά συρροήν» από μεγαλεμπόρους για τη μονοπωλιακή εξασφάλιση αδειών εισαγωγής κρέατος –με αποτέλεσμα παράνομες ανατιμήσεις («καπέλα») σε βάρος των καταναλωτών. 
Επιμέρους πτυχή του σκανδάλου συνιστούσε η απαγόρευση διάθεσης ντόπιων ζώων, ώστε να πουληθούν τα προβληματικά κρέατα Αργεντινής που «μαύριζαν» και «δεν τάθελε ο κόσμος». 
Στη δίκη πρόκυψε ανάμιξη του Παττακού 
– αναγνώστηκε, μάλιστα, και διαταγή του (21.9.72) «όπως διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα επίμαχα προϊόντα. 
Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση, ποινή που το 1976 μειώθηκε σε 14 μήνες. 
Δεν διώχθηκε, αντίθετα, για την επίδοση που τον έκανε ευρύτερα διάσημο: το «μπαλόσημο» που (φέρεται να) εισέπραττε ως γραμματέας του ΕΟΤ, με το παρατσούκλι «ο κύριος 10%». 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετικές ημερολογιακές εγγραφές του διπλωμάτη Γεωργίου Χέλμη, γαμπρού του Μαρκεζίνη. 
«Φαίνεται πως συνελήφθη ο Μπαλόπουλος, πρώην του Τουρισμού, για οικονομικά σκάνδαλα και καταδιώκεται ο Παύλου, γαμπρός του Παττακού, επίσης για οικονομικά σκάνδαλα (υπόθεσις κρεάτων)», σημειώνει στις 21.1.74, για να συμπληρώσει στις 5.2: 
«Για τα σκάνδαλα, πιστεύει ο Μομφεράτος ότι τίποτε δεν πρόκειται να προωθήσουν, διότι φοβούνται να έλθουν εις αντιθέσεις και, άλλωστε, δεν έχουν μάρτυρες να καταθέσουν».
 Με τη δημοσιοποίηση της δίωξης, εκτιμά τέλος «ότι κατά την δίκη θα προκύψουν και στοιχεία για άλλες υποθέσεις (ίσως σκάνδαλα στον τουρισμό κά)» («Ταραγμένη διετία», Αθήνα 2006, σ.123, 129 & 161).

Η «νέα φαυλοκρατία»



Η δυσοσμία δεν περιοριζόταν ωστόσο στα κρέατα. 
Επτά μήνες μετά το πραξικόπημα, ο εκδότης του «Ελεύθερου Κόσμου» (και κεντρικός προπαγανδιστής της χούντας) Σάββας Κωσταντόπουλος εξομολογείται γραπτά στον παλιό του πάτρωνα Κωνσταντίνο Καραμανλή: 
«Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. 
Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία (ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή κοκ)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος, σ.50). 

Παρά τη στενή σχέση του με το καθεστώς, ο Κωσταντόπουλος διατήρησε την ίδια γνώμη μέχρι τέλους. 

Αναλύοντας το Δεκέμβριο του 1973 στον Καραμανλή την ανατροπή του Παπαδόπουλου, τονίζει πως «είχε υποστεί το καθεστώς και αυτός προσωπικώς ηθικήν φθοράν εις την συνείδησιν των Ενόπλων Δυνάμεων. 
Μεγάλην ζημίαν του έκαμε η σύζυγός του και ο ταξίαρχος Μ. Ρουφογάλης, τον οποίον είχε τοποθετήσει εις την ΚΥΠ. 
Εκαμαν προκλητικάς ενεργείας (εντυπωσιακοί γάμοι, θορυβώδεις δεξιώσεις, δημόσιαι εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξις πλούτου κλπ). 
Μοιραίον ρόλον έπαιξαν και οι γαμβροί ωρισμένων παραγόντων του καθεστώτος (του κ. Σ. Παττακού και άλλων).
Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» (όπ.π., σ.203-5). 

Παρόμοια αίσθηση αναδύουν κι οι επιστολές του «γεφυροποιού» Ευάγγελου Αβέρωφ προς τον Καραμανλή: 
«κυκλοφορούσαι φήμαι περί μεγάλων ή μικρών σκανδάλων (δημοπρασίαι τηλεοράσεως, ΟΛΠ, σύμβασις Reynold’s, βέβαιοι μικρολοβιτούραι Ματθαίου και άλλα)» (14.10.68), 
«ανησυχία» του Παπαδόπουλου για «τα γύρω του σκάνδαλα, το ξεχαρβάλωμα της Διοικήσεως» (28.10.72).

Ιδια γεύση και στη συνομιλία του νεαρού  -τότε-   πολιτικού επιστήμονα Θεόδωρου Κουλουμπή με τον παλαίμαχο μεταξικό υπουργό Ασφαλείας, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (27.8.71): 
«Και για το στρατό; τον ρώτησα. 
Η απάντησή του ήταν να τρίψει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, υπονοώντας ότι δωροδοκούνται» («Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού», σ.116-7). 

Ειδική πτυχή της «νεοφαυλοκρατίας» αποτέλεσε η ποικιλότροπη «τακτοποίηση» του συγγενικού περιβάλλοντος των δικτατόρων:  
Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (κι αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου.  
Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο Γ.Γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών. 
Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων  από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ. 
Τα αδέρφια του αρχηγού βολεύτηκαν κι αυτά. 
Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, Γ.Γ. του Υπ. Προεδρίας, Περιφερειακός Διοικητής Αττικής και «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ». 
Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει Γ.Γ. Δημ. Τάξεως. 
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα βαθμοφόρου υφισταμένου του, «μένει γνωστός σαν ‘μπον φιλέ’ γιατί, τυλιγμένος σε χειμωνιάτικο παλτό, τρέχει νύκτα μαζί με αξιωματικούς αστυνομίας πόλεων στα καμπαρέ σαν γκάγκστερς και τρώγουν φιλέτο» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ.118). 

Ειδική κατηγορία σκανδάλων συνιστούν οι ανεξέλεγκτες δανειοδοτήσεις «ημετέρων». 
Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος. 

Αποκαλυπτικά είναι δυο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο «Ταχυδρόμος» (29.8 και 12.9.74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που «παρενέβησαν» για τη χορήγησή τους. 
Το συνολικό ύψος των «χορηγηθέντων» δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των «υπό έγκρισιν» 1.644.000.000 δρχ. 

Ενδιαφέρουσα και η εμπιστευτική ενημέρωση του Χαρίλαου Χατζηγιάννη, προσωπικού φίλου του δικτάτορα, προς τον αυλάρχη του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου (25.11.70): 
«Αυξάνεται η επιρροή της Δέσποινας [Παπαδοπούλου], του Ρουφογάλη και του Φραγκίστα. 
Η Δέσποινα ανακατεύεται σε όλα και, αναμφισβήτητα, επηρεάζει τον άντρα της. Ακόμη και η κόρη της παίζει ρόλο. 
Μιλούν και για οικονομικά συμφέροντα. 
Ο Λαδάς φώναξε τον Χατζηγιάννη και του συνέστησε, φιλικά, να διαφωτίσει τον Παπαδόπουλο» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», Αθήνα 1999, σ.296).
Η Ντόλτσε Βίτα



Την εικόνα συμπληρώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, οι αναμνήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, φωτομοντέλου που το 1973 παντρεύτηκε το διοικητή της ΚΥΠ: 
«Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους κανούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (σ.85-6). 
Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. 
Ο πατέρας μου μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω». 

Μεταξύ των αιτημάτων που ικανοποίησε, γράφει, ήταν και η απονομή χάριτος (απ’ τον Παπαδόπουλο) σ’ ένα συντοπίτη της εξαγωγέα, πρώην «μεγάλο ποδοσφαιριστή της τοπικής ομάδας», που είχε καταδικαστεί «με αποδείξεις» για κατασκοπεία υπέρ της Βουλγαρίας (σ.89). 

Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες»,όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. 
«Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω» (σ.88). 


Στο γάμο τους, πάλι, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’ με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία» (σ.95). 

Εύγλωττη για τις στενές σχέσεις χουντικής ηγεσίας και μεγαλοκαπιταλιστών είναι η περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στο Παρίσι: 
«Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. 
Ερχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] 
Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] 
Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης» (σ.87). 

Οι επαφές αυτές δεν ήταν αυστηρά κοινωνικές. Λίγο μετά το Πολυτεχνείο, π.χ., το ζεύγος Ρουφογάλη τρώει στο σπίτι του με το Λάτση
Αρχηγός της ΚΥΠ κι εφοπλιστής «συζητούν για τα διϋλιστήρια και τα προβλήματα που έχει». 
Μετά το τέλος της κουβέντας, ο δεύτερος προθυμοποιείται να συνοδεύσει τη γυναίκα του πρώτου στο Λονδίνο, για κάποιες ιατρικές εξετάσεις (σ.100). 

Μια στιχομυθία του Ρουφογάλη φωτίζει, τέλος, καλύτερα την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας: 
«Ενα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. 
Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί:
"Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν".
 Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος» (σ.98).
Οι συμβάσεις

Το φιλέτο των σκανδάλων της «επταετίας» υπήρξαν ωστόσο οι μεγάλες «αναπτυξιακές» συμβάσεις της περιόδου. 
 Η πρώτη υπογράφηκε με την αμερικανική πολυεθνική Litton (15.5.67), για «παροχήν υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιοχών εις Κρήτην και Δυτικήν Πελοπόννησον» (ΦΕΚ 1972/Α/88). 
Είχε προταθεί το 1966 απ’ την κυβέρνηση των αποστατών (κυρίως τον Μητσοτάκη), αλλά η Βουλή δεν τόλμησε να την ψηφίσει. 
Η Litton θα εισέπραττε όλα τα έξοδα που έκανε «βοηθώντας» το δημόσιο (συν κέρδος 11%) και προμήθεια 2% επί των κεφαλαίων (ή των δανείων) που θα έφερνε, θεωρητικού ύψους 800.000.000 δολαρίων. 
Ως «προκαταβολή», το δημόσιο της κατέβαλε 1.200.000 δολάρια. 
Στην πράξη, η εταιρεία αρκέστηκε να ξεκοκκαλίζει τα ποσοστά επί των …εξόδων της: 
«Το κέρδος μας είναι φυσικά δυσανάλογα μεγάλο», παραδεχόταν (στις ΗΠΑ) ο υπεύθυνος του προγράμματος, «επειδή δεν έχουμε κάνει βασική επένδυση. Η επένδυση είναι το καλό μας όνομα». 
Τελικά η σύμβαση λύθηκε στις 15.10.69, με καταβολή από το κράτος των δαπανών της εταιρείας  -συν 11%-  ακόμη και κατά την …«περίοδο τερματισμού» (ΦΕΚ 1969/Α/268). 
Επίσημη δικαιολογία: 
«αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής εξωτερικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν» (Βήμα, 16.10.69). 

Απίστευτα επαχθής ήταν και η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας, που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). 
Το δημόσιο έβαζε 45 απ’ τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, «διευκόλυνε» τον «επενδυτή» με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. 
Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο «ανάδοχος» θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων (συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας χρηματοδότησης!) – τα 4.500.000 δολάρια «εν είδει προκαταβολής». 
«Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει γι’ άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). 
Τελικά, δε βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε, αφού το δημόσιο επιβαρύνθημε με 1 ½ δις δρχ.  

Ο ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας ήταν ήδη παρών με το διϋλιστήριο της ESSO στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή. 

Το Μάιο του 1972, η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). 
Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς τη ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201). 
Θερμός υποστηρικτής της χούντας, ο Πάππας πρωταγωνίστησε ως γνωστόν στο «ελληνικό Γουτεργκέιτ», ανακυκλώνοντας κονδύλια της CIA για το χρηματισμό του Νίξον απ’ τους δικτάτορες. 
Ενας προσωπάρχης του με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ. 

Μητέρα όλων των μαχών υπήρξε ωστόσο το ντέρμπι των μεγιστάνων (Ωνάσης, Νιάρχος, Βαρδινογιάννης, Ανδρεάδης, Λάτσης κ.ά) για το 3ο διϋλιστήριο της χώρας. 
Ο Παπαδόπουλος τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ του Ωνάση, σε βίλα του οποίου (στο Λαγονήσι) έμενε αντί συμβολικού ενοικίου, ενώ ο Μακαρέζος υπέρ του Νιάρχου. 

Η σύγκρουση έφτασε στα άκρα, με απόπειρες πραξικοπημάτων κι έκτακτους ανασχηματισμούς. 
Τελικά ο Ωνάσης τα παράτησε, ακυρώνοντας τη «μεγαλειώδη» σύμβαση που είχε υπογράψει και παίρνοντας πίσω την εγγύησή του, το 3ο διϋλιστήριο μοιράστηκε μεταξύ Ανδρεάδη και Λάτση (ΦΕΚ 1972/Α/130) κι ένα 4ο παραχωρήθηκε στο Βαρδινογιάννη (ΦΕΚ 1972/Α/181). 

Μια λεπτομέρεια αυτής της τιτανομαχίας, από την εμπιστευτική ενημέρωση Χατζηγιάννη προς τον Παπάγο (25.11.70), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με βάση τα σημερινά δεδομένα: 
«Σε άλλο υπουργικό συμβούλιο, παραβρισκόταν ο Καρδαμάκης, ο οποίος εισηγήθηκε την αγορά μηχανημάτων από τη Siemens και την AEG χωρίς διαγωνισμό, για να μπορέσει να ανταποκριθεί η ΔΕΗ στο πρόγραμμά της, που καθυστερούσε λόγω των δυσκολιών εκτέλεσης των συμφωνιών Ωνάση. 
Ο Παπαδόπουλος έλυσε μόνος του το θέμα, αποδεχόμενος την αγορά από τη μια εταιρεία».






Το «Τάμα του Εθνους»

Υπήρξε ίσως το χαρακτηριστικότερο σκάνδαλο της χούντας: 
ο τέλειος συνδυασμός της επαγγελίας μιας «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» με τη μεγαλομανία του δικτάτορα και το ξάφρισμα υπέρογκων δημόσιων κονδυλίων. 
Στις 14 Δεκεμβρίου 1968 ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε την ανέγερση ενός μνημειώδους ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια ως εκπλήρωση, υποτίθεται, της σχετικής υπόσχεσης της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1829 προς το Θεό σε περίπτωση απελευθέρωσης της Ελλάδας. 
Σύμφωνα άλλωστε με τη χουντική προπαγάνδα, η «επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 δεν ήταν παρά η άμεση συνέχεια -και ολοκλήρωση- του 1821. 
Το έργο εγκρίθηκε στις 5.1.69 σε κοινή συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου και αρχιεπισκόπου. 
Για την επίβλεψή του συστήθηκε το Μάιο μια «Ανώτατη Επιτροπή» με πρόεδρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γ. Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τους υπουργούς Εσωτερικών Στ. Πατττακό, Συντονισμού Ν. Μακαρέζο, Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Εργων Κ. Παπαδημητρίου και τον υφυπουργό Προεδρίας Κ. Βοβολίνη. 
Ενα δεύτερο σώμα, το «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο», αποτελούνταν από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, τους πρυτάνεις του Πανεπιστημίου και του ΕΜΠ, το δήμαρχο Αθηναίων, το Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων και τον κοσμήτορα της Αρχιτεκτονικής. 
Στο εγχείρημα μετείχε, με άλλα λόγια, σύμπασα η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του καθεστώτος. 

Για το είδος της προπαγάνδας που συνόδευσε την εξαγγελία, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από την «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3.6.73): 
«Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Εθνος προς τον Θεό, 
και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό». 

Η επιστημονική κοινότητα των 1.857 ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν φάνηκε πάντως να δείχνει τον ίδιο ενθουσιασμό. 
Τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί «προσχεδίων» και «ιδεών» μεταξύ 1970 και 1973 κατέληξαν σε φιάσκο: παρά τα τεράστια «βραβεία» που τους συνόδευαν (από 300.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, όταν ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα ήταν γύρω στις 4.000 δραχμές), οι προτάσεις που υποβλήθηκαν ήταν αντίστοχια 7, 35 και 31. 
Τελικά και οι τρεις διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι – μάλλον δίκαια, αν κρίνουμε από τις μακέτες που δημοσιεύθηκαν μεταδικτατορικά στο «Αντί» (30.11.74). 
Ακόμη κι έτσι, 3.650.000 δρχ διανεμήθηκαν σε ελάσσονες «επαίνους». 
Απείρως μεγαλύτερη τέχνη επιδείχθηκε στη διασπάθιση των χρημάτων. 
Τον Ιούνιο του 1969 ανακοινώθηκε η σύσταση «Ειδικού Ταμείου» για την οικονομική διαχείριση του «τάματος». 
Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό του που δημοσιεύθηκε μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου («Εστία» 19.1.1974), 
το «Ταμείο» εισέπραξε συνολικά 453.300.000 δρχ: 45,5 εκατομμύρια ως επιχορήγηση απ’ τον τακτικό προϋπολογισμό, 180 εκατομμύρια από «δωρεές, εισφορές, κλπ» και 230 εκατομμύρια σε δάνεια. 
Ενα μέρος των «εισφορών» ήταν επίσης δημόσιο χρήμα (η Αγροτική Τράπεζα «πρόσφερε» π.χ. 10 εκατομμύρια), ενώ το υπόλοιπο προήλθε από το υστέρημα του φιλοχρίστου και φιλοθεάμονος κοινού – όπως ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που θυσίασε στο «Τάμα» ολόκληρο το εφάπαξ του (109.455 δρχ), εισπράττοντας «τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού δια του υπουργού Προεδρίας» («Νέα» 31.12.68). 
Σύμφωνα ωστόσο με τον ίδιο απολογισμό, το 90% των εσόδων είχε ήδη καταναλωθεί σε απαλλοτριώσεις, «δαπάνες μελετών», προπαρασκευαστικά έργα και «δαπάνες διοικήσεως και λειτουργίας»! 
Για τη Σχέση Τους με την CIA δείτε το βίντεο:

(..)
ΠΗΓΗ:
Για το Σήμερα κάνε κλικ Εδώ

Τα οικονομικά εγκλήματα και τα σκάνδαλα της Χούντας

     

Τα οικονομικά εγκλήματα και τα σκάνδαλα της Χούντας

  

  Το ακροδεξιά παραμύθια λένε πολλά για το “οικονομικό θαύμα” της χούντας αποσιωπώντας τα σκάνδαλα, από το “Τάμα του Έθνους” μέχρι τα “μαύρα κρέατα” από τη Ροδεσία. Το NEWS 247 ανοίγει τον φάκελο των οικονομικών εγκλημάτων, που οι εχθροί της δημοκρατίας θα ήθελαν να ξεχαστούν
Adtech Ad
(Κεντρική φωτογραφία: AP/Saris)
Είναι παράδοξο, καθώς δεν στηρίζεται σε στοιχεία και δεν συγκροτεί ένα πειστικό ακροδεξιό αφήγημα, αλλά η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούν -προφανώς λόγω της μεγάλης και παρατεταμένης πολλαπλής κρίσης- να υπάρχουν άνθρωποι, που αναμασούν τα φληναφήματα για το “οικονομικό θαύμα” της επταετίας.
AdTech Ad
Βέβαια, εδώ και δεκαετίες ακόμα και οι συστημικοί οικονομολόγοι έχουν χωρίσει την ήρα από το στάρι υπογραμμίζοντας όπως ο Ξενοφών Ζολώτας ότι “η οικονομική πολιτική της δικτατορίας ήταν πολιτική οικονομικής μεγεθύνσεως και όχι οικονομικής αναπτύξεως” και έχουν βάλει τα πράγματα στη θέση τους ξεκαθαρίζοντας όπως ο Γιάγκος Πεσματζόγλου ότι “η αντιμετώπιση της φτώχειας εξαντλήθηκε στη διαγραφή των αγροτικών χρεών”, αλλά οι ακροδεξιοί παπαγάλοι επιμένουν επιβεβαιώνοντας την αρχαία ρήση “εκ στόματος κόρακος κρα εξελεύσεται”.
Γιατί όσοι αναφέρονται στην περιβόητη διαγραφή χρεών των αγροτών από τους πραξικοπηματίες, που προσπαθούσαν να αποκτήσουν λαϊκό έρεισμα και να περιορίσουν τις αντιδράσεις κατά της δικτατορίας, “ξεχνούν”, επειδή έτσι τους βολεύει, ότι στη χουντική επταετία αποδιοργανώθηκε η αγροτική παραγωγή και έπεσε το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα, κάτι που οδήγησε στον εκπατρισμό εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, γεγονός που είχε ως συνέπεια την αναζήτηση από τη χούντα φτηνού εργατικού δυναμικού στην Αφρική και την άνευ προηγουμένου εισαγωγή αγροτικών προϊόντων.
Άλλωστε η μετανάστευση περίπου μισού εκατομμυρίου Ελλήνων πολιτών την πενταετία 1968-1972 ήταν αυτή που “επέτρεψε” την μείωση της ανεργίας για την οποία κόμπαζαν οι χουντικοί εξοβελίζοντας κάθε άλλο παράγοντα από την συζήτηση. Ας θυμηθούμε μερικούς από αυτούς:
Το δημόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας τα 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές στις αρχές του 1973 ενώ ήταν 37,8 δισεκατομμύρια τον Δεκέμβριο του 1967 ενώ παράλληλα:
Το εμπορικό έλλειμμα την αντίστοιχη περίοδο πενταπλασιάστηκε.
Η αγροτική οικονομία αναπτύχτηκε μόλις 1,8% την επταετία, ενώ το 1968 το καθεστώς είχε προβλέψει ανάπτυξη 5,2% με χρονικό ορίζοντα πενταετίας, ενώ οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 25%.
Ο πληθωρισμός κάλπαζε, παρ' ότι όλη την δεκαετία του '60 η χώρα μας είχε το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Χάρη στην χούντα και το οικονομικό της "θαύμα”, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε 15,3% από το 1972 στο 1973 και κατά 37,8% την επόμενη χρονιά, και μάλιστα στα είδη πρώτης ανάγκης και την υγεία. Σε αυτό το πλαίσιο το “θαύμα” ήταν ότι οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν μόνο κατά 4%!
Οι φόροι που βάρυναν τα νοικοκυριά έφταναν το 91% του συνόλου των φορλογικών εσόδων του καθεστώτος, ενώ οι φόροι των επιχειρήσεων μειώνονταν και η "δικαιότερη κατανομή” που επαγγέλθηκαν οι πραξικοπηματίες αποδείχτηκε αφόρητη επιβάρυνση των απλών εργαζομένων.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών οκταπλασιάστηκε μεταξύ 1967 και 1972: το ισοζύγιο πληρωμών που εμφάνιζε μέσο πλεόνασμα 14,6 εκατ. δολαρίων την περίοδο 1960-1966 βρέθηκε την επταετία να εμφανίζει μέσο έλλειμμα ύψους 117 εκατομμυρίων δολαρίων.
Οι δαπάνες για την εκπαίδευση όπως θα ανέμενε κάθε αμερόληπτος παρατηρητής μειώθηκαν από 11,6% σε 10% του συνόλου των κρατικών δαπανών όπου βέβαια πολλαπλασιάστηκαν οι δαπάνες για την “άμυνα” και την “δημόσια ασφάλεια” και ιδίως την δεύτερη καθώς όσοι έζησαν την μεταπολίτευση θυμούνται τα χουντικά ρεζιλίκια της επιστράτευσης, με τα κιβώτια που αντί για οπλισμό περιείχαν... πέτρες!
Οι κοινωνικές δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην αρχή της χουντικής επταετίας αυξήθηκαν, κάτι που οι νεοφασίστες νοσταλγοί των Απριλιανών συχνά μνημονεύουν. Αυτό που λησμονούν όμως επιτηδείως είναι ότι, στη συνέχεια, οι χουντικοί περιόριζαν κάθε χρόνο τις κοινωνικές δαπάνες, με αποτέλεσμα το 1974 το ποσοστό των κοινωνικών δαπανών στο ΑΕΠ να έχει συρρικνωθεί στα επίπεδα του... 1965.
Το περίγραμμα της κατάστασης άλλωστε το έχει δώσει με πολύ λακωνικό τρόπο ο Σπύρος Μαρκεζίνης που υπήρξε “πρωθυπουργός” με εντολή Παπαδόπουλου για... 47 ημέρες, καθώς μετά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου τα ηνία της χούντας ανέλαβε η ομάδα Ιωαννίδη:
“Η οικονομική κατάστασις έβαινε σταθερώς επιδεινούμενη... Η προσπάθεια αστυνομικής καθηλώσεως των τιμών οδήγησε εις πλήρη εξάρθρωσιν της αγοράς”.

Χουντική “δημιουργική λογιστική”

Στην προσπάθεια της χούντας να κρατηθεί χαμηλά ο εξωτερικός δανεισμός υπερτετραπλασιάστηκε ο εσωτερικός, τόσο με την έκδοση ομολόγων όσο και με... δημιουργικές πατέντες στα δημοσιονομικά.
Έτσι, για να μπορούν να γίνονται τα τεχνικά έργα, για τα οποία οι πρωτεργάτες της χούντας είχαν άμεσο ενδιαφέρον, όπως ο Παττακός με το μυστρί και τον γαμπρό που χωνόταν σε όλα, οι εργοληπτικές εταιρείες έπαιρναν δάνεια από τράπεζες του εξωτερικού με την εγγύηση βέβαια του ελληνικού Δημοσίου.
Στη συνέχεια το βάρος των δανείων περνούσε μεν στο κράτος αλλά με την τριγωνική διαδρομή Τράπεζες – Εργολήπτες – Κράτος ο χαρακτήρας του δανεισμού “άλλαζε” και το χρέος χρακτηριζόταν “εσωτερικό”.

Το μεγάλο “τάμα”: Να γεμίσουν τις τσέπες τους

Μπορεί οι κάθε λογής Μιχαλολιάκοι να ισχυρίζονται ότι οι δικτάτορες ήταν... άμεμπτοι και ότι την επταετία της στρατιωτικής χούντας (1967-1974) η οικονομία πήγαινε από επιτυχία σε επιτυχία αλλά τα στοιχεία δεν δείχνουν να υπάρχει έστω και ίχνος αληθείας σε αυτούς τους ισχυρισμούς. Αντίθετα τα πάντα οδηγούν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι οι συνταγματάρχες, οι συγγενείς και οι φίλοι τους έφαγαν ποικιλοτρόπως με χρυσά κουτάλια.
Εν αρχή βέβαια, τουλάχιστον σε αυτά που έβλεπαν οι πολλοί, ήταν το περίφημο “Τάμα του Έθνους”: η “υπόσχεση” που έδωσαν τα μέλη της Δ' Εθνοσυνέλευσης που πραγματοποιήθηκε το... 1829 στο Άργος για την ανέγερση ναού του Σωτήρος και την οποία θυμήθηκε ο επικεφαλής της Χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος σχεδόν 90 χρόνια μετά, το 1968.
Ο μεγαλοπρεπής ναός που οραματίστηκαν οι δικτάτορες να στηθεί στα Τουρκοβούνια ώστε να αποτελέσει “το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον βυζαντινό Λυκαβηττό” μπορεί να μην χτίστηκε ποτέ αλλά το χρυσοφόρο για ορισμένους σχέδιο μπήκε για τα καλά μπροστά.


Φτιάχτηκε Ανώτατη Επιτροπή για την υλοποίηση του σχεδίου, με πρόεδρο τον ίδιο τον Παπαδόπουλο και τη συμμετοχή των άλλων δύο της χουντικής τριανδρίας, του Παττακού και του Μακαρέζου, αλλά και του χουντικού αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, δημιουργήθηκε Γνωμοδοτικό Συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν προθύμως ένα σωρό μεγαλόσχημοι παράγοντες, ακαδημαϊκοί και πρυτάνεις, και άρχισε η συγκέντρωση χρημάτων.
Το “Τάμα” μπορεί να διαφημιζόταν, χρήματα μπορεί να συγκεντρώνονταν αλλά τα χρόνια περνούσαν και το “έργο' στα... μακέτα καθώς ποτέ δεν μπήκε ούτε ένα τούβλο, έστω για τα μάτια του κόσμου που δικαιολογημένα “ψιθύριζε” για το μεγάλο φαγοπότι των αθεόφοβων. Όταν λοιπόν, οι ενδοχουντικές αντιθέσεις, τον Ιανουάριο του 1974 υποχρέωσαν τους υπεύθυνους του “Ειδικού Ταμείου” σε απολογισμό δεν ήταν πολλοί αυτοί που εξεπλάγησαν.
Τα στοιχεία επιβεβαίωσαν αυτό που ο κόσμος είχε τούμπανο και οι εμπλεκόμενοι... κρυφό καμάρι: Από τα 453,3 εκατομμύρια δραχμές που είχαν συγκεντρωθεί, από εισφορές κυρίως κρατικών φορέων αλλά και ιδιωτικών, “επιχορηγήσεις” από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και... δάνεια, στο Ταμείο υπήρχαν μόνο 47,3 εκατ. Τα υπόλοιπα 406 εκατ. είχαν “ταξιδέψει” σε άλλη γη και άλλα μέρη! Και βέβαια ουδείς ποτέ τιμωρήθηκε για αυτές τις λοβιτούρες.

“Αμάρτησαν” για τους συγγενείς τους!

Όταν ήταν να στοχοποιήσουν τους πολιτικούς οι χουντικοί είχαν εύκολα τα λόγια, δεν φείδονταν χαρακτηρισμών για την “φαυλοκρατία”, τα ρουσφέτια και τον νεποτισμό, την οικογενειοκρατία. Όταν βέβαια ο λόγος ερχόταν στα δικά τους, τους γαμπρούς, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και τυος λοιπούς συγγενείς οι συνταγματάρχες γίνονταν φειδωλοί και έκρυβαν λόγια. Αλλά μερικά γεγονότα δεν μπορούν να κρυφτούν.
Όπως φαίνεται λοιπόν, τα στελέχη της χούντας που κοίταζαν με μισό μάτι όλους τους άλλους, αλλά και -μεταξύ τους- ο ένας παρακολουθούσε τις κινήσεις του άλλου για να προστατεύσουν εξουσίες και “προνόμια”, ένιωθαν εμπιστοσύνη μόνο εν μέσω ημετέρων.!
Αρχίζοντας από τον Παπαδόπουλο και καταλήγοντας στον Λαδά, οι “αδιάφθοροι” φαίνεται ότι έκτός από το ¨Τάμα του Έθνους” είχαν και το τάμα της... οικογένειας, οπότε πολύ “φυσιολογικά” διόριζαν παντού φίλους, γνωστούς και συγγενείς, για να μένουν οι θέσεις και το χρήμα στο σόι!
Ο επικεφαλής της Χούντας για παράδειγμα, στήριξε την καριέρα του αδελφού του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου διορίζοντάς τον στρατιωτικό ακόλουθο για αρχή και στη συνέχεια γενικό γραμματέα του κορυφαίου υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής αλλά και Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ ώστε να αξιοποιηθούν όλα τα ταλέντα του.
Ο άλλος αδελφός του δικτάτορα ο Χαράλαμπος ήταν πιο απλός άνθρωπος τις... ημέρες, οπότε απλώς πήρε κάποιες προαγωγές για να καταλήξει Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως φυλώντας τα νώτα του αδελφού του. Τις... νύχτες όμως έπαιρνε κι αυτός τα πάνω του και κόλλαγε “ένσημα” σε διάφορα νυχτερινά κέντρα αποκτώντας το προσωνύμιο “μπον φιλέ”!
Αλλά και ο Παττακός ήταν άνθρωπος της οικογένειας. Ως γνωστόν μάλιστα, αυτός είχε αδυναμία στα έργα, για αυτό και έγινε διάσημος για το... μυστρί του, καθώς ό,τι και να εγκαινίαζε έβρισκε την ευκαιρία να το βγάλει στη μόστρα και να τοποθετήσει ένα δυο τούβλα για να τον πάρουν οι κάμερες της εποχής, ώστε να πρωταγωνιστήσει στα “Επίκαιρα” προπαγανδιστικά φιλμάκια που προβάλλονταν πριν από την ταινία στους κινηματογράφους. Αυτός κανόνισε να αναλάβει ο γαμπρός του Ανδρέας Μεϊντάσης διάφορες μελέτες και τεχνικά έργα (τι άλλο;) κυρίως στον Δήμο Αθηναίων, όπως την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
Και είναι ενδεικτικό της σημασίας που έχουν οι... συγγένειες ειδικά με χουντικούς αξιωματικούς που δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, ότι ο Μεϊντάσης για μια τεχνική μελέτη “αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου” πληρώθηκε το ποσόν του 1.109.000 δραχμών. Ναι, τόσα ακριβώς: ένα ζεστό εκατομμυριάκι και εκατό χιλιαρικάκια για να... μελετήσει ο γαμπρός του Παττακού πώς θα “αξιοποιηθεί” το ακίνητο.
Καλός αδελφός ήταν και ο Νικόλαος Μακαρέζος που προφανώς ανάλογα με τα... έργα, διόριζε τον κουνιάδο του Αλ. Ματθαίου, πότε υπουργό Γεωργίας και πότε Βορείου Ελλάδος και καλός... ξάδελφος ο Ιωαν. Λαδάς που εξυπηρέτησε πολλούς συγγενείς του , διορίζοντας άλλον στην ΑΣΔΕΝ για να κρατάει τα μπόσικα και άλλον γενικό γραμματέα του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, προφανώς γιατί και τότε γινόταν πάρτι με τα φάρμακα και τα εμβόλια και τα παραϊατρικά υλικά.

Οι μίζες έπεφταν σαν το χαλάζι

Ο οικονομικός εγκέφαλος της χούντας Ν. Μακαρέζος το 1969, με τυμπανοκρουσίες και πανηγυρικούς, υπέγραψε σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας Οδού! Καθώς γνωρίζουμε ότι η (πραγματική) κατασκευή της οδού άρχισε το 1994 και ολοκληρώθηκε το 2009 με τμήματά της να παραδίδονται μέχρι και το 2014, όλοι μπορούμε να καταλάβουμε τι σήμαινε το “έργο” που συμφωνήθηκε από την χούντα και ποιοι πραγματικά ωφελήθηκαν.
Άλλωστε οι αριθμοί, κυριολεκτικά, μιλούν! Ο Αμερικανός “ενδιάμεσος” Ρόμπερτ Μακντόναλντ πήρε την δουλειά και άρχισε να κερδίζει πριν ακόμα δείξει έστω μία μακέτα: Του αναγνωρίζονταν έξοδα (και όχι φραγκοδίφραγκα!) ενώ αυτός αναζητούσε -έχοντας την εγγυήση της χούντας- δάνεια για την υλοποίηση του έργου που είχε κοστολογηθεί στα 150 εκατομμύρια δολάρια από τα οποία τα 50 εκ. θα τα έβαζε το ελληνικό κράτος.


Κανείς δεν γνωρίζει εάν ο Μακντόναλντ αναζήτησε όντως δάνεια ή απλώς ροκάνισε τον χρόνο συσσωρεύοντας... έξοδα. Το βέβαιο είναι ότι η Εγνατία δεν κατασκευάστηκε και ο Μακντόναλντ αποχώρησε ενθυλακώνοντας όμως μια προκαταβολή 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων έναντι της αμοιβής του και περίπου 33 εκατομμύρια δραχμές σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου έναντι των εξόδων του.
Δεν ήταν ο μόνος! Είχαν προηγηθεί οι “επενδυτές” μιας άλλης αμερικανικής εταιρείας, της Litton Industries , στους οποίους, μόλις 24 ημέρες μετά από το πραξικόπημα, στις 15 Μαΐου 1967, το ελληνικό δημόσιο ανέθεσε την... “οργάνωσιν και διεκπεραίωσιν της οικονομικής αναπτύξεως” στην Κρήτη και την Δυτική Πελοπόννησο.
Η Litton πήρε 1,2 εκατ. δολάρια προκαταβολή για να βρει αυτούς που θα... επένδυαν 840 εκατ. δολάρια τα προσεχή 12 χρόνια. Το κέρδος της συμφωνήθηκε στο 11% των όποιων... εξόδων της, ενώ θα έπαιρνε και προμήθεια 2% επί της αξίας όποιας επένδυσης γινόταν. Όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο οι υπεύθυνοι της αμερικανικής εταιρείας κάθισαν αναπαυτικά στις πολυθρόνες τους και έβλεπαν τον καιρό να περνάει έχοντας βέβαια φροντίσει να αυγαταίνουν τα “έξοδα” της πολύ κουραστικής και ιδιαίτερα δαπανηρής αναζήτησης επενδυτών.
Δυόμισι χρόνια μετά, και επειδή η μπίζνα προφανώς είχε παρατραβήξει και αυτοί που δεν είχαν διάφορο τσινούσαν, η χούντα -προς δόξαν του... αδιάφθορου των μελών της- σταμάτησε το “έργο” αφού βέβαια εκπλήρωσε όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις του Δημοσίου καταβάλλοντας το 11% των εξόδων που παρουσίασε η Litton.
Ούτε αυτοί ήταν οι μόνοι! Ένας άλλος επιχειρηματίας, που είχε πολύ στενές παρτίδες με τους χουντικούς, ο Ελληνοαμερικανός Τομ Πάπας έστηνε τις δικές του επιχειρήσεις: διυλιστήριο της ESSO στη Θεσσαλονίκη και εργοστάσιο εμφιάλωσης. Για να πάρει την σχετική άδεια, το 1968, είχε αναλάβει την αντισταθμιστική υποχρέωση να στήσει έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Καθώς όμως η δουλειά του είχε γίνει, ο Ελληνοαμερικανός υποστηρικτής της “πατρίδας και της οικογένειας” δεν είχε καμιά όρεξη να τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Τι πιο εύκολο από το απευθυνθεί (και αυτός!) στους χουντικούς φίλους του και να ζητήσει την βοήθειά τους: Το 1972, η χούντα αποφάσισε και διέταξε την “απαλλαγή” του. Ο Τομ Πάπας μπορούσε να συνεχίσει να κερδίζει χωρίς να καταβάλει ούτε μία δραχμή για αντισταθμιστικά.


Είναι δυνατόν όλα αυτά να έγιναν επειδή απλώς κάποιοι ήταν αδαείς και... οικονομικά αστοιχείωτοι; Κομμάτι δύσκολο. Αντίθετα, όλα αυτά μάλλον μυρίζουν πολύ καλή οικονομική “οργάνωση”. 'Αλλωστε, επιχειρηματίες σαν τον Τομ Πάπας και πραξικοπηματίες σαν τους χουντικούς συνδέονται με ποικίλους δεσμούς ώστε τίποτε από αυτά που συμφωνούν να μην είναι τυχαίο.
Ο Πάπας λόγου χάριν ήταν ο “γεφυροποιός” μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, της γνωστής και μη εξαιρετέας για τις σχέσεις της με το πραξικόπημα στην Ελλάδα, CIA και των χουντικών που είχαν “στενούς δεσμούς” με την ΚΥΠ αλλά και με την αμερικανική οργάνωση. Ο Τομ Πάπας λοιπόν μεσολάβησε για την οικονομική ενίσχυση της ΚΥΠ από την CIA. Στη συνέχεια, ο τότε διοικητής της ΚΥΠ Ρουφογάλης κατ' εντολή Παπαδόπουλου κανόνισε τμήμα αυτών των κονδυλίων να “επιστραφεί” στις ΗΠΑ, ως “ελληνική” συνεισφορά στην προεκλογική εκστρατεία του Νίξον που δεν ήταν βέβαια δυνατόν να χρηματοδοτηθεί απευθείας από τη CIA!
Τώρα, εάν σε αυτές τις δαιδαλώδεις και σκοτεινές διαδρομές κάποια κονδύλια ξέμειναν σε ορισμένες “τσέπες”, το γεγονός θα πρέπει να θεωρηθεί... φυσιολογικό, μια ακόμα παράπλευρη απώλεια από αυτές που συμβαίνουν και στις μέρες μας, με τους φύλαρχους της Λιβύης, τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και τους συμμορίτες του ISIS.

Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο

Οι διάφοροι νοσταλγοί της επταετίας, χρυσαυγίτες, βασιλοχουντικοί και λοιποί παρεπιδημούντες στη σκοτεινή νεοφασιστική πλευρά του υποκόσμου, συχνά ισχυρίζονται ότι οι πραξικοπηματίες είχαν “καθαρά χέρια”.
Ας προσπεράσουμε το γεγονός ότι ο αρχιπραξικοπηματίας Ιωάννης Λαδάς που διεκδίκησε αυτήν την... καθαρότητα για τον εαυτό του “έδειξε” σαφώς ως βρώμικα τα χέρια των... συναγωνιστών του, ας αφήσουμε για αργότερα την εμπλοκή του “καθαρού” Λαδά στα χαριστικά δάνεια σε ημέτερους και ας μείνουμε σε αυτό που περιγράφουν οι νόμοι και οι αποφάσεις των χουντικών για πάρτη τους!
Μια από τις πρώτες αποφάσεις των “αδιάφθορων” που έκαναν το πραξικόπημα για να ανατρέψουν την “φαυλοκρατία”, να αποτρέψουν την “οχλοκρατία” και να αποσοβήσουν τον “κομμουνιστικό κίνδυνο” ήταν να πολλαπλασιάσουν αυτά που έμπαιναν στις τσέπες τους: ο μισθός του πρωθυπουργού διπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ -για πρώτη φορά- θεσπίστηκαν ημερήσιες αποζημιώσεις «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα, κάτι που εξηγεί τις συνεχείς περιοδείες των χουντικών για να... αφουγκραστούν τον παλμό του λαού.


Οι πραξικοπηματίες πάντως ήταν σε όλα... παραδοσιακοί. Μπορεί να αύξησαν τους μισθούς τους, μπορεί να είχαν τα “τυχερά” τους (“φρέσκα ψάρια από τα νησιά και το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας”, όπως ανέφερε σε βιβλίο της η Ντέλλα Ρουφογάλη, σύζυγος του τότε αρχηγού της ΚΥΠ), μπορεί χάρη στις “υπηρεσίες τους στο έθνος” να γνώριζαν διευκολύνσεις, όπως ο Παπαδόπουλος που ζούσε σε βίλες παραχωρημένες από “γνωστή οικογένεια εφοπλιστών” στο Ψυχικό ή από τον Ωνάση στο Λαγονήσι, αλλά ήθελαν να έχουν και ένα δικό “κεραμίδι”.
Με ειδική ρύθμιση λοιπόν, το 1970, φρόντισαν την «τακτοποίηση» και αυτού του θέματος που μόνο αυτούς αφορούσε, θεσμοθετώντας την στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα.
Και επειδή των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν σχεδίαζαν να θεσμοθετήσουν και την ασυλία τους, αλλά δεν πρόκαμαν καθώς η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε στον αέρα την “φιλελευθεροποίηση” που σχεδίαζε ο Παπαδόπουλος δια του Μαρκεζίνη και οι σχετικές διατάξεις κατέληξαν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.

Χαριστικές ρυθμίσεις, θαλασσοδάνεια και “μαύρα κρέατα”

Οι χουντικοί φρόντιζαν ιδιαιτέρως αυτούς που ανέπτυσσαν “ειδικές σχέσεις” μαζί τους. Έτσι, έσπευσαν να νομοθετήσουν την απαλλαγή από δασμούς στη ναυτιλία, την βιομηχανία, σε εμπορικά και τουριστικά εγχειρήματα “ιδίως αυτά που ελέγχονταν από ξένες επιχειρήσεις”, όπως σημειώνει ο Βασίλης Καφίρης στη μελέτη του “Η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας”.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, “τα φορολογικά έσοδα από τις ναυτιλιακές εταιρείες μειώθηκαν από 109 εκατομμύρια το 1968 σε 29 εκατομμύρια το 1972, περίοδο κατά την οποία ο ελληνικός στόλος αυξήθηκε κατά 16,7 εκατομμύρια τόνους”. Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι διόλου περίεργο ότι οι εφοπλιστές τίμησαν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο που τόσο τους “τίμησε”, ανακηρύσσοντάς τον, το 1972, “ισόβιο πρόεδρο” τους!
Οι “επενδύσεις” πάντως χρειάζονται κατάλληλο “επενδυτικό περιβάλλον” και “τραπεζική στήριξη”. Οι πρωτοκλασάτοι της χούντας τα γνώριζαν αυτά απέξω κι ανακατωτά και φρόντισαν από την πρώτη στιγμή που ανέλαβαν να δανειοδοτούνται και να φορολογούνται “όπως έπρεπε” αυτοί που... έπρεπε. Έτσι, στα 1971, “οι φοροπαλλαγές των 464 μεγαλύτερων επιχειρήσεων ήταν τρεις φορές υψηλότερες από τους φόρους που είχαν καταβάλει”.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ οι χουντικοί ισχυρίζονταν ότι κατάφεραν να μοιράσουν καλύτερα τα φορολογικά βάρη σε σχέση με ό,τι ίσχυε πριν το 1967, το 55% των φορολογικών εσόδων του κράτους προερχόταν από έμμεσους φόρους, που πάντοτε πλήττουν τους ασθενέστερους, και το 36% από την φορολόγηση των νοικοκυριών.
Οι χουντικοί διέπρεψαν και στα θαλασσοδάνεια που δίνονταν κυριολεκτικά με ονοματεπώνυμο! Πρώτος και καλύτερος μάλιστα στις επιλεκτικές δανειδοτήσεις ήταν ο Ι. Λαδάς, ο χουντικός αστέρας που διατεινόταν ότι “αυτός έχει καθαρά χέρια”. Μάλιστα, σε έγγραφα της ΚΥΠ που δημοσιοποιήθηκαν μετά από την μεταπολίτευση του 1974, αναφέρονταν χορηγήσεις δανείων περί το 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές και δάνεια “υπό έγκρισιν” αντίστοιχου ύψους, ενώ πλάι στα ποσά και τους δικαιούχους αναφερόταν ο “παράγοντας” που “υποστήριζε” την δανειοδότηση.
Σε τέτοιες συνθήκες κανείς δεν παραξενεύτηκε όταν, λόγω των ενδοχουντικών αντιθέσεων, βρέθηκε στο εδώλιο ο Μπαλόπουλος, ένας χουντικός στρατιωτικός που είχε τοποθετηθεί υφυπουργός Εμπορίου, κατηγορούμενος για δωροληψία “κατά συρροήν” καθώς, κατά το κοινώς λεγόμενον, τα έπιανε από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας για να σπρώχνει στην αγορά τα δικά τους κρέατα.
Ενδεικτικό των διασυνδέσεων του Μπαλόπουλου και της λειτουργίας της χούντας ως συμμορίας είναι διαταγή του Παττακού που αναγνώστηκε στο δικαστήριο και με την οποία απαγορευόταν η διάθεση... ντόπιου κρέατος για να απορροφηθούν τα εισαγόμενα που είχαν αρχίσει να “μαυρίζουν” και να “μυρίζουν”.
Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε τελικά σε κάθειρξη τρεισήμισι ετών για τα σάπια κρέατα και βρέθηκε στον Κορυδαλλό, πριν καταδικαστεί σε ισόβια ως ένας από τους πρωταίτιους της δικτατορίας. Για τις δραστηριότητές του στον τουρισμό πάντως, όπου όταν ήταν επικεφαλής του ΕΟΤ αποκαλείτο “κύριος 10%” για την προμήθεια που έπαιρνε από τις επενδύσεις που ενέκρινε, δεν δικάστηκε και δεν καταδικάστηκε ποτέ.
Για να έχουν οφέλη βέβαια οι χουντικοί διέπρεψαν στις αναθέσεις έργων και τις προμήθειες χωρίς διαγωνισμό. Και είναι χαρακτηριστική για τον διαχρονικό της συμβολισμό η πρόταση του στρατηγού Καρδαμάκη, αρχηγού ΓΕΣ την περίοδο 1959-1962, που επί δικτατορίας είχε αναλάβει τη διοίκηση της ΔΕΗ, να αγοράσει η επιχείρηση “απευθείας από τη Siemens και την AEG χωρίς διαγωνισμό, μηχανήματα για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο πρόγραμμά της”. Ο αποδέκτης της εισήγησης “πρωθυπουργός” Παπαδόπουλος ήταν ακόμα πιο... αποφασιστικός: Αποδέχτηκε την αγορά χωρίς διαγωνισμό και επέλεξε την Siemens, τιμώντας και αυτός την ποιότητα επαφών της συγκεκριμένης γερμανικής εταιρείας.
Για όλα αυτά τα σκοτεινά χουντικά αλισβερίσια ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ήδη από το 1968, σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ανέφερε: «Κυκλοφορούσαι φήμαι περί μεγάλων ή μικρών σκανδάλων (δημοπρασίαι τηλεοράσεως, ΟΛΠ, σύμβασις Reynold’s, βέβαιοι μικρολοβιτούραι Ματθαίου και άλλα”.
Ενώ πέντε χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1973, ο βασικός προπαγανδιστής της δικτατορίας, εκδότης του “Ελεύθερου Κόσμου” Σάββας Κωνσταντόπουλος, σε επιστολή του επίσης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, έγραφε: “Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε”.

Τα «καλά»... της χούντας

Η ιστορική άγνοια αποτελεί λίπασμα για την πολιτική αφασία. Ο φασισμός γίνεται «ελκυστικός» πάντα και μόνο πάνω στο έδαφος της αφασίας και της άγνοιας. Το κράτος των αστών έχει κάθε λόγο να καλλιεργεί την αφασία και την άγνοια, ώστε έτσι να κρατά πάντα ζεστό τον κόρφο που επωάζει τα «φίδια» του.
Πάνω σε αυτό το έδαφος, της καλλιεργούμενης άγνοιας και της αφασίας, αναπτύσσονται σήμερα οι γνωστές θεωρίες για το «πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα επί χούντας»...
*Δεν υπάρχει χούντα (στην Ελλάδα και οπουδήποτε στον κόσμο) που να μην είναι κυλισμένη στο αίμα της τρομοκρατίας, στην αγριότητα, στην ταξική βαρβαρότητα και στο βούρκο της διαφθοράς
(σ.σ.: Με τους «ημέτερους» συνταγματάρχες είχαμε εκείνη ακριβώς τη διαφθορά και εκείνη την «τιμιότητα» που άρμοζε στη γελοιότητά τους: από τα «κρέατα του Μπαλόπουλου» μέχρι την «νέα φαυλοκρατία» με τις «τακτοποιήσεις» των γαμπρών του Παττακού, των αδερφών του Παπαδόπουλου και των ίδιων των πραξικοπηματιών που «νομοθέτησαν» τον... διπλασιασμό των μισθών τους, και από τις συμβάσεις με «Litton», «Μακντόναλντ», «Τομ Πάππας» και «Ζήμενς» - πάντα η... «Ζήμενς» - μέχρι την ανέγερση του «θαυματουργού» (καθότι... αόρατος) Ναού του Σωτήρως. Μόνο από εκεί, από έναν προϋπολογισμό ύψους 450 εκατομμυρίων, φαγώθηκαν τα 400...).
Εντούτοις, εδώ θα περιοριστούμε να αναφερθούμε σε ένα μόνο από τα «καλά» της δικτατορίας: Σ' αυτό το τόσο γελοίο όσο και «προσφιλές» τροπάρι περί του «οικονομικού θαύματος», δήθεν, της χούντας των συνταγματαρχών.
Εχουμε και λέμε:
1)Το δημόσιο χρέος επί χούντας αυξήθηκε από 38,7 δισεκατομμύρια δραχμές τον Δεκέμβρη του 1967 σε 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές τον Ιανουάριο του 1973.
2)Το εμπορικό έλλειμμα το 1973 ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο από αυτό του 1968.
3)Το ποσοστό των δαπανών για την εκπαίδευση στο σύνολο των γενικών κρατικών δαπανών μειώθηκε από 11,6% σε 10%, όταν οι δαπάνες για την «άμυνα» και «δημόσια ασφάλεια» του αστυνομοκρατικού καθεστώτος μέσα σε μια πενταετία σχεδόν διπλασιάστηκαν.
4)Οι προσωπικές καταθέσεις μειώθηκαν από 34,2 δισεκατομμύρια δραχμές το 1972 σε 19,6 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973.
5)Στην Ελλάδα, που είχε το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ το 1961-71 (2,2%), ο δείκτης καταναλωτικών τιμών αυξήθηκε κατά 15,3% από το 1972 έως το 1973 και κατά 37,8% από τον Απρίλη του 1973 μέχρι τον Απρίλη του επόμενου έτους, και μάλιστα σε τομείς όπως τα είδη πρώτης ανάγκης και η υγεία. Το 1973 το ποσοστό του πληθωρισμού είχε επιφέρει μειώσεις των πραγματικών μισθών κατά 4%.
6)Στον αγροτικό τομέα, όπου απασχολούνταν το 44% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αντί της πενταετούς πρόβλεψης του καθεστώτος για ανάπτυξη 5,2%, η αγροτική οικονομία αναπτύχθηκε κατά μόλις 1,8% στην περίοδο 1967 - 1974, σε αντίθεση με το 4,2% κατά την περίοδο 1963 - 1966. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν από το 63% του συνόλου των εξαγωγών το 1968 στο 48% το 1972. Το αποτέλεσμα ήταν το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα να πέσει από το 55% στο 43% του μέσου κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος.
7)Οι φόροι που επιβάρυναν τα λαϊκά στρώματα ανέρχονταν στο 91% επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων του καθεστώτος, τα οποία από 27,4% του ΑΕΠ το 1966, επί συνταγματαρχών και μέχρι το 1972 αυξήθηκαν στο 29,2%. Από την άλλη, οι φόροι επί των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 10,9% την περίοδο 1972 - 73, η φορολογική «μεταρρύθμιση» του 1968 που μετέφερε το φορολογικό φορτίο στους ώμους της εργατικής τάξης με τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλουτοκράτες να απολαμβάνουν μεγαλύτερα φορολογικά προνόμια είχε ως συνέπεια οι φοροαπαλλαγές 464 μεγάλων επιχειρήσεων το 1971 να ήταν κατά τρεις φορές υψηλότερες από τους φόρους που οι ίδιες εταιρείες είχαν καταβάλει. Επίσης, τα φορολογικά έσοδα από τις ναυτιλιακές εταιρείες μειώθηκαν από 109 εκατομμύρια δραχμές το 1968 σε 29 εκατομμύρια το 1972 (μείωση 73%!), περίοδος κατά την οποία ο ελληνικός στόλος αυξήθηκε κατά 16,7 εκατομμύρια τόνους.
8)Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά οχτώ φορές, μεταξύ του 1967 και 1972. Το ισοζύγιο πληρωμών από μέσο πλεόνασμα 14,6 εκατ. δολαρίων την περίοδο 1960 - 66, εμφάνισε μέσο έλλειμμα την περίοδο 1967-73 ύψους 117 εκατομμυρίων δολαρίων.
Αυτά ήταν τα... «καλά» επί του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
Από τη μια, φορολογικά και κάθε λογής προνόμια σε ντόπια και ξένα μονοπώλια, χαριστικές πράξεις στους φιλικά προσκείμενους στη χούντα Ωνάσηδες, Τομ Πάπες και Νιάρχους, φτηνό και φιμωμένο εργατικό δυναμικό, απαλλαγές από δασμούς και πακτωλός επιχορηγήσεων («νόμοι» 89/1967 και 378/1968) σε εφοπλιστές, βιομήχανους, μεγαλεμπόρους, μεγαλοξενοδόχους, επιβολή 300 ειδικών μέτρων παροχής πλήρους ελευθερίας στο εγχώριο και ξένο κεφάλαιο να κερδοσποπεί χωρίς κανέναν έλεγχο,
και, από την άλλη «ξεχαρβάλωμα» όλων των οικονομικών δεικτών, αποσάθρωση της εγχώριας παραγωγής, βάρη στο λαό και μια πλασματική «ανάπτυξη» που πίσω της έκρυβε αθρόες εισαγωγές, επιμήκυνση πιστώσεων και τεχνητή κυκλοφορία χρήματος, που προέκυπτε από αναγκαστικό δανεισμό κι άλλες τέτοιες υψηλού επιπέδου δημοσιονομικές αλχημείες.
(Τα παραπάνω στοιχεία είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1975. Πηγή: Journal of the Hellenic Diaspora Vol 2 -1975-, Permanent URL: http://hdl.handle.net/10066/4929. Για αναλυτικότερη ενημέρωση στην επισκόπηση του Βασίλη Καρίφη, «Η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967 - 1974)», στο «greekjunda.blogspot.com»).

Γιατί δε θα γίνει δικτατορία του προλεταριάτου στην Ελλάδα

 Γιατί δε θα γίνει δικτατορία του προλεταριάτου στην Ελλάδα

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟΣ ΤΙΤΛΟΣ

Γιατί δε θα γίνει δικτατορία του προλεταριάτου στην Ελλάδα

Γιατί τα όργανα του διεθνούς κομμουνισμού έμειναν ακέφαλα χωρίς διεθνή κομμουνισμό, να ψυχορραγούν σε τοπικό επίπεδο, μέχρι να μπουν οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Γιατί ο κομμουνισμός ήταν μια ιστορική παρένθεση. Δοκιμάστηκε, απέτυχε παταγωδώς κι αποχώρησε μια και καλή από το ιστορικό προσκήνιο. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω πια.

Γιατί οι ιδέες των κλασικών του μαρξισμού ανήκουν σε άλλο αιώνα κι ένα ξεπερασμένο παρελθόν, που αδυνατεί να περιγράψει το παρόν και να φωτίσει τις προοπτικές του μέλλοντος.

Γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε ανεπτυγμένο καπιταλισμό -ούτε καν πραγματικό καπιταλισμό, κατά μια άλλη άποψη- για να υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες-προϋποθέσεις του σοσιαλισμού.

Γιατί η σοσιαλδημοκρατία έχει γερές ρίζες στην ελληνική κοινωνία, έστω και χωρίς το κοινωνικό συμβόλαιο της ευημερίας άλλων χρόνων, και στις κρίσιμες στιγμές θα παίξει το ρόλο ενός γερού αναχώματος, που δε θα αφήσει τη συσσωρευμένη οργή να ξεχειλίσει σε επικίνδυνες κοίτες και να ξεφύγει εκτός συνταγματικού τόξου.

Γιατί ο λαός έχει υποφέρει από τη χούντα κι απεχθάνεται τις δικτατορίες κάθε απόχρωσης (εκτός κι αν μιλάμε για παρδαλές επαναστάσεις), οπότε δεν πρόκειται να δεχτεί καμία αντίστοιχη κατάσταση.
Γιατί η χώρα μας γέννησε τη δημοκρατία και δε θα επιτρέψει στους επίδοξους λαϊκούς επιτρόπους που την επιβουλεύονται να την καταλύσουν.

Γιατί η δικτατορία του προλεταριάτου ως όρος δεν μπορεί να πιάσει τον παλμό της σύγχρονης νεολαίας, να εμπνεύσει τον κόσμο και να σταθεί στον 21ο αιώνα. Πρέπει να αντικατασταθεί με άλλους όρους -πχ εργατική δημοκρατία- και βασικά με άλλους στόχους και διάφορες μεταβατικές καταστάσεις που θα μας οδηγήσουν βαθμιαία στον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Γιατί καμία επανάσταση δε θα ανατρέψει μια δικτατορία για να την αντικαταστήσει με μια άλλη και με έναν καινούριο μηχανισμό καταπίεσης.

Γιατί δεν υπάρχει προλεταριάτο στις μέρες μας, συγκεντρωμένο σε εργοστάσια και μεγάλες παραγωγικές μονάδες -ούτε καν εργατική τάξη ίσως, κατά μία πιο (μετα)μοντέρνα θεώρηση των πραγμάτων, που καταργεί μαγικά την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Κι αν τέλος πάντων υπάρχουν, είναι υπολείμματα του παρελθόντος που εξαλείφονται και συρρικνώνονται διαρκώς, χωρίς να μπορούν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Γιατί οι σύγχρονες εξουσίες είναι εξοπλισμένες με υπερσύγχρονα μέσα, για να αποκρούσουν κάθε πιθανή απειλή, να τσακίσουν κάθε αντίπαλο, να επιβάλουν την ισχύ τους και το γράμμα του νόμου που τη θεσπίζει. Έχουν εργαλεία παρακολούθησης, όπλα καταστολής, ιδεολογικούς μηχανισμούς χειραγώγησης και διαμόρφωσης συνειδήσεων και μοιάζουν πρακτικά αήττητες.

Γιατί ο συσχετισμός είναι συντριπτικά αρνητικός σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Αν μια χώρα σπάσει την αλυσίδα, δε θα μπορέσει να αντέξει την πίεση που θα της ασκήσει ο καπιταλιστικός της περίγυρος. Κι όσο για το ενδεχόμενο μιας ταυτόχρονης παγκόσμιας επανάστασης, αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο κι ουτοπικό.

Γιατί το ΚΚΕ έχει χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα, με την εξέλιξη της κοινωνίας, με τα δυναμικά της στρώματα και στοιχεία, την τεχνολογία, τα social media, κοκ.

Γιατί οι μενσεβίκοι (τους/μας) έχουν πάρει φαλάγγι...
Και υπεύθυνη για αυτό είναι η ηγεσία του κόμματος που δεν τήρησε τη λενινιστική ευλυγισία, τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, το πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου, την 6η Ολομέλεια του 34' (για τον αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα), τα Λαϊκά Μέτωπα του 7ου συνεδρίου της Κομιντέρν, τις εργατικές κυβερνήσεις του 3ου συνεδρίου της...
Και μερικές δεκάδες ακόμα επεξεργασίες, που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.

Γιατί δεν έχουν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες...
Ή γιατί παρα-ωρίμασαν, σάπισαν και δεν προσφέρονται άλλο πια.

Γιατί... γιατί... γιατί...

Τα παραπάνω είναι σκόρπια κι ανάκατα γιατί, επιχειρήματα, που συμπυκνώνουν πολλές εκδοχές του ίδιου κειμένου από διαφορετικές σκοπιές, που είναι όμοιες μες στη διαφορά τους και συγκλίνουν στο ίδιο πάντα σημείο: την άρνηση της επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, που είναι η νομοτελειακή κατάληξη της ταξικής πάλης.

Όπως έλεγε κι ο Βλαδίμηρος, μαρξιστής δεν είναι όποιος παραδέχεται την πάλη των τάξεων και την ύπαρξή της (αυτό μπορεί να το κάνει θεωρητικά κι ένας αστός, άλλο αν οι περισσότεροι την έχουν καταργήσει στα λόγια δεκάδες φορές και ομνύουν συνεχώς στη συνεργασία των τάξεων) αλλά μόνο αυτός που παραδέχεται κι αγωνίζεται για την τελική της συνέπεια-κατάληξη.

Θα περίμενα να δω στα σημερινά πρωτοσέλιδα του αστικού τύπου ένα παρόμοιο κείμενο με τον τίτλο της ανάρτησης, αλλά προφανώς οι αστοί δεν είναι τόσο αφελείς για να παίρνουν την επιθυμία τους για πραγματικότητα, και δε θα κάνουν ποτέ αυτό που είχε κάνει η Αυγή στο πρωτοσέλιδό της για τη χούντα, πριν από μισό αιώνα ακριβώς. Θέλουν να ξορκίσουν όμως τον υπαρξιακό τους φόβο και για αυτό περνάνε με πλάγιους τρόπους αυτό το μήνυμα, κι όλα τα βαριά (μαύρης, πράσινης και ροζ απόχρωσης) βαράνε στην ίδια κατεύθυνση, κλίνουν σε όλες τις πτώσεις και όλους τους τόνους αυτό το μήνυμα: ότι στην Ελλάδα δε θα νικήσουν ποτέ οι κομμουνιστές κι η επανάσταση.
Ακόμα κι αν δεν είναι τόσο κουτοί για να το κάνουν πρωτοσέλιδο τίτλο...

Υστερόγραφα

-Υποθέτω πως οι περισσότεροι αναγνώστες του μπλοκ που βρίσκονται στην πρωτεύουσα θα ανηφορίσουν προς τον Περισσό για τη σημερινή εκδήλωση-παρουσίασης της πρόσφατης έκδοσης της ΣΕ και του τμήματος Ιστορίας για τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.

Όσοι δεν πάνε εκεί όμως ή νομίζουν πως προλαβαίνουν να τα συνδυάσουν και να βρεθούν και στα δύο με κάποιον τρόπο, μπορούν να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό και την παρουσίαση του δίσκου των Φρανκ και Drugitiz (με τη συμμετοχή του Σφάλματος και άλλων)) στο Modu στην Κολωνού (κοντά στο Μεταξουργείο) για την οποία μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.


Το παραπάνω εντάσσεται στην κατηγορία σύγχρονη καλλιτεχνική πρόταση.
Αυτό που δεν μπορεί να ενταχθεί στην ίδια κατηγορία (σίγουρα όχι της σύγχρονης κι ελέγχεται ίσως για κάποιους το "καλλιτεχνικής) αλλά αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές της κε του μπλοκ είναι ο Στάθης Ψάλτης που πέθανε σήμερα, αφήνοντας πίσω του αρκετό υλικό για κάθε πιθανό σχόλιο. Περισσότερα όμως σε επόμενο σημείωμα...

Το «οικονομικό θαύμα» της Χούντας


Το πρωί της Δευτέρας, 15 Δεκεμβρίου 1969, η κοινή γνώμη καθηλώθηκε από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν η ταυτόχρονη εκτέλεση δύο Γερμανών στις φυλακές Κέρκυρας και Αίγινας, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για τους φόνους πέντε Ελλήνων. Το δεύτερο, το βαρυσήμαντο διάγγελμα προς το Έθνος του παντοδύναμου δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. Πίσω από τον παραληρηματικό λόγο του «αρχηγού» της «Επαναστάσεως» λίγοι αντιλήφθηκαν ότι στόχος του επικού διαγγέλματος, ήταν να προαχθούν οι αρχές του… «λιτού βίου».

«Ολιγώτερον θα φάγωμεν, κύριοι, ολιγώτερον θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερον θα θέσωμεν εις την τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών(...) Αντιληφθείτε το όλοι οι Έλληνες. Δεν είναι καιρός να επιδιώξωμεν την ικανοποίησιν εις ότι αφορά τον ευδαιμονισμόν».

Το μυαλό ορισμένων ίσως και να πήγε στα προκλητικά νυχτερινά ξεσαλώματα στα νυχτερινά κέντρα, όπου οι εκλεκτοί της χούντας καίγανε χαρτονομίσματα ανάμεσα σε σπασμένα πιάτα και ποταμούς ουίσκι. Τα πράγματα όμως, όπως τα εξειδίκευσε λίγον καιρό αργότερα ο Γεώργιος Μακαρέζος, ήταν κάπως πιο δυσάρεστα.

«Το κρέας αποτελεί προϊόν, του οποίου το κόστος και αντιστοίχως η τιμή διαθέσεως τυγχάνουν υψηλά, διό κατά κανόνα καταναλίσκεται τούτο περισσότερον εις χώρας με υψηλόν βιοτικόν επίπεδον» αποφάνθηκε ο «αντιπρόεδρος» της «κυβερνήσεως», δίνοντας το μήνυμα της λιτότητας. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες η τιμή της μπριζολίτσας είχε εκτοξευθεί κατά 38% ακριβότερα και το διαβόητο «οικονομικό θαύμα της Χούντας», έδειχνε ότι έτρεχε έξω από τις ράγες. Ενδεικτικά, ο πληθωρισμός που διέβρωνε τα λαϊκά εισοδήματα, από 4,8% του 1966, είχε σκαρφαλώσει στις αρχές του 1974 στο 26,9% και η ανάπτυξη είχε πέσει στα Τάρταρα. Ένα νέο κύμα μετανάστευσης, φορτωμένο στα τραίνα της ξενητειάς, σάρωνε την έρημη χώρα, οδηγώντας χιλιάδες φθηνά εργατικά χέρια στις αγορές των δυτικών κέντρων.



Σαρανταοκτώ χρόνια από εκείνη την αποφράδα μέρα της 21ης Απριλίου που τα ραδιόφωνα έπαιζαν από τις πρώτες πρωινές ώρες στρατιωτικά εμβατήρια, πλέχθηκε επιτήδεια, στηριγμένος προφανώς και στην κόπωση της Μεταπολίτευσης, ένας πέρα για πέρα αβάσιμος μύθος για το δήθεν οικονομικό θαύμα της Χούντας και τη νοικοκυροσύνη των δικτατόρων.

Η πραγματικότητα, είναι εντελώς αντίθετη. Σπάνια στην πολιτική ιστορία της χώρας, το δημόσιο χρήμα διασπαθίστηκε και λεηλατήθηκε με τόση αβερτοσύνη σε πολυεθνικές και εγχώριες εταιρείες, με θαλασσοδάνεια σε ημετέρους και απερίγραπτες παροχές σε ορισμένους κλάδους, αλλά και σε εσωτερική μοιρασιά μεταξύ των υπαιτίων και των οικογενειών τους.

Στην πρώτη γραμμή αυτού του μύθου, είναι το αφελές και ανεδαφικό επιχείρημα ότι η χούντα δεν άφησε χρέος. Τα στοιχεία όμως που έδωσε προ διετίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποδεικνύουν του λόγου το (αν)αληθές, καθώς αποδεικνύουν ότι η Δικτατορία παρέδωσε σημαντικό δημόσιο χρέος, το οποίο ανερχόταν στο 20,8% του ΑΕΠ.



Με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, το χρέος αυτό από 32 δισ. δρχ. το 1966 εκτινάχτηκε στα 114 δισ. δρχ. το 1974.

Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το εξωτερικό χρέος έγινε 1,5 φορά μεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων, ήγουν από καταβολής ελληνικού κράτους!
Ήταν μια βαρειά κληρονομιά που έπεσε στις πλάτες των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, οι οποίες, βεβαίως, μόνο άμοιρες ευθυνών δεν είναι για τη σημερινή οικτρή κατάσταση. Αλλά, τουλάχιστον, είναι ώρα να τελειώνουμε με τα παραμύθια για τη χρηστή διαχείριση των ξενοκίνητων δικτατόρων, που έπεσαν ατιμωτικά έχοντας προδώσει την Κύπρο στον Αττίλα…



TOP READ