Στη συζήτηση
στη Βουλή για την επιδημιολογική κατάσταση της χώρας, ο πρωθυπουργός Κ.
Μητσοτάκης, σε μια ομιλία όπου η ταξική αλαζονεία συναγωνιζόταν την πολιτική
αυτοπεποίθηση της άρχουσας τάξης, αποποιήθηκε κάθε ευθύνη για τις διαστάσεις
που παίρνει η επιδημία στη χώρα υπερασπιζόμενος με κυνισμό τις επιλογές του. Αποστροφές
του λόγου του δεν ήταν παρά θρασύτατες παραδοχές πως πρωτίστως κριτήρια των
πολιτικών επιλογών ήταν τα οικονομικά συμφέροντα της τάξης του. Αυτό ήταν το
κριτήριο για τα περιορισμένα τέστ που
έγιναν σε τουρίστες το καλοκαίρι, «Αν κάναμε τεστ PCR σε
όλους, όπως ζητούσατε θα είχαμε το 10-20% του τουρισμού που είχαμε» αλλά
και για την επίταξη των ιδιωτικών νοσοκομειακών κλινών, «αν είχαμε επιτάξει ΜΕΘ ιδιωτικού τομέα την άνοιξη όπως ζητούσε
η αντιπολίτευση, θα είχαμε δαπανήσει χρήματα χωρίς λόγο, αφού τελικά δεν τις
χρειαστήκαμε», με μια σκανδαλωδώς ανεπίτρεπτη άγνοια της έννοιας της επίταξης. Και
για ακόμα μια φορά με μια επιθετικότητα για την οποία δεν χρειάζεται να
λογοδοτεί, ασφαλής στην προστατευτική ασυλία που του εξασφαλίζει η κυρίαρχη
τάξη του, κακοποιεί σχετικά με τη συμμετοχή στο Πολυτεχνείο την ιστορία, για να
δικαιώσει το αφήγημα της εθνικής ομοψυχίας που έχει επικοινωνιακά ανάγκη, και
υπόσχεται εν είδει απειλής «να τελειώνουμε με αυτά τα ιδεολογικά άβατα».
Ο
πρωθυπουργός στο λόγο του με τις δικαιολογίες για τις επιτάξεις ή για τον
τουρισμό αποκαλύπτει ακριβώς πως ένα κεντρικό εμπόδιο στην αντιμετώπιση των
επιδημιών είναι ότι οι δαπάνες για την καταπολέμηση της και την ενίσχυση της
βασικής υποδομής υγείας δεν θεωρούνται ως επένδυση, εφόσον δεν βλέπουν στο άμεσο μέλλον έστω μέρος της επιστροφής των δαπανών να
μεταφράζεται σε κέρδος του κεφαλαίου. Η ώθηση λοιπόν προς την ιδιωτικοποίηση
των δημόσιων υπηρεσιών είναι αποτέλεσμα της γενικευμένης κρίσης του
καπιταλισμού, στην οποία αυτοί που ελέγχουν το κεφάλαιο δυσκολεύονται να βρουν
επικερδείς τρόπους επένδυσης και, ως εκ τούτου, απαιτούν χρηματοδότηση στις
υπηρεσίες τους από τον δημόσιο τομέα για να είναι πιο αποτελεσματικές. Με την επιδημία όμως φάνηκαν οι συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων
των υπηρεσιών δημοσίων αγαθών, και της υγείας, που όλα αυτά τα χρόνια της
κρίσης έλαβαν χώρα στις καπιταλιστικές χώρες, και στη δική μας. Η
εκτροπή κονδυλίων από τις υπηρεσίες δημόσιων αγαθών απαιτεί τώρα από τους
εργαζόμενους στον τομέα της υγείας να αναλάβουν νέες ευθύνες για τις οποίες δεν
είναι εξοπλισμένοι.
Και
απομένουν για την κυβέρνηση τα επικοινωνιακά
τεχνάσματα, οι καταγγελίες και απειλές για να δικαιολογήσει την πολιτική της όλη αυτή την
περίοδο της πανδημίας, αφαιρώντας την ίδια από το κάδρο των υπευθύνων για την
κατάσταση στο σύστημα υγείας. Η κυβέρνηση δεν επιβάλλει άλλη πολιτική απ’ αυτή
των καπιταλιστικών χωρών. Επειδή όμως την επιβάλλει σε εργαζόμενους φτωχούς,
ταλαιπωρημένους από μια εξοντωτική δεκαετή λιτότητα όπου δεν υπάρχουν πολλά
περιθώρια ακόμα απομύζησής τους ενώ η πανδημία σκοτώνει, κανένα επικοινωνιακό τέχνασμα δεν μπορεί πια
να κρύψει την πραγματικότητα.
Καθώς
λοιπόν η οικονομική κατάρρευση συνεχίζει να είναι η μεγαλύτερη απειλή για
τον καπιταλισμό μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, η πανδημία φαίνεται να χρησιμοποιείται σαν
άλλοθι για να εξαναγκάσει στη δημιουργία μιας ψεύτικης κοινότητας αμοιβαίου
ενδιαφέροντος μεταξύ των καπιταλιστών και των εργαζομένων, ενθαρρύνοντας την
υπακοή στους τελευταίους. Αποσιωπώντας βέβαια τις συνέπειες από τις εγκληματικές
περικοπές στον τομέα της υγείας, που εφαρμόστηκαν από τις κυβερνήσεις της τελευταίας
ιδιαίτερα δεκαετίας, προκειμένου να πετύχουν τους δημοσιονομικούς στόχους και
να περιορίσουν τα περιβόητα ελλείμματα την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, οι
οποίες σήμερα γίνονται εμφανείς εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Μπορεί όμως να γίνει πιστευτή η εκδοχή
ότι οι εργαζόμενοι θα είναι πιο ικανοί
να αγωνιστούν για καλύτερη θεραπεία των ιών, των αναπνευστικών ασθενειών αν περιορίζονται στα σπίτια τους όποτε το απαιτεί
το κράτος, χωρίς θέσεις εργασίας και χωρίς κοινωνική οργάνωση; Μπορεί να γίνει
αποδεκτός ο συναισθηματικός εκβιασμός που ασκείται από τον κυρίαρχο λόγο σε χιλιάδες
εργαζόμενους με τα επιδόματα των 534 ευρώ, πως αν δεν εμπιστευόμαστε τις
κυβερνήσεις μας, αν δεν επιδείξουμε πλήρη πίστη και υπακοή στις υπαγορεύσεις
τους τότε δεν θα επιβιώσουμε και θα είμαστε μόνο εμείς οι υπεύθυνοι; Μπορεί να
λυθεί το πρόβλημα της έξαρσης της επιδημίας μόνο με ένα επ 'αόριστον κατ’ οίκον
περιορισμό χωρίς την παροχή μεγαλύτερης
ικανότητας υγειονομικής περίθαλψης; Πόσο ενισχύουν την επιστημονική αξιοπιστία
η ανάδειξη σε έγκλημα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και δικτύωσης του περπατήματος και της άσκησης σε ανοιχτό
χώρο, οι οποίες έχουν μικρό επιδημιολογικό κίνδυνο, σε αντίθεση με τους μαζικούς χώρους εργασίας,
και επιτρέπονται σύμφωνα με τους κανόνες έκτακτης ανάγκης;
Την καχυποψία
για τις σκοπιμότητες της κυρίαρχης εξουσίας στην εφαρμογή των μέτρων για αντιμετώπιση της πανδημίας
ενισχύει η επιστράτευση των κατασταλτικών μηχανισμών για την εφαρμογή
γενικευμένου ιατρικού ελέγχου, σε σημείο που να συγχέονται τα όρια ανάμεσά τους.
Γι’ αυτό και ο Μ. Χρυσοχοϊδης θεωρεί πως
νομιμοποιείται να εκφοβίζει και να απειλεί πότε αυτόν που «διασκεδάζει, πίνει
τρώει χωρίς να τηρεί τα μέτρα σκάβει τάφους», πότε αυτόν που διαδηλώνει
ότι «οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε και γεννάνε αρρώστιες» για απαρέγκλιτη
εφαρμογή του νόμου, δηλ. απαγόρευση διαδηλώσεων όπως αυτή τη μέρα του Πολυτεχνείου,
συλλήψεις κλπ. Οι ενδείξεις όσο βαθαίνει η υγειονομική κρίση γίνονται απόδειξη
πως η λειτουργία των κατασταλτικών μηχανισμών για τήρηση των υγειονομικών
μέτρων εντάσσεται σε ένα σύνολο ενεργειών που στοχεύει στην αποδυνάμωση της εργατικής
τάξης, αυτή τη φορά υπό την κάλυψη της Covid-19. Και καταλήγει η επιδημία να γίνει ζήτημα καταστολής
περισσότερο παρά ιατρικής επιστήμης.
Εκφοβισμός και
απειλές χρησιμοποιούνται σε μια προσπάθεια να μη σπάσει η βαλβίδα πίεσης προτού
ελέγξουν κάθε αντίδραση εναντίον της εξουσίας, η οποία αδιαφορεί στην πραγματικότητα για την υγεία
του πληθυσμού, στο μέτρο που δεν πιέζεται να το πράξει.
Κι έτσι μοιάζει
πως η αντιμετώπιση της πανδημίας έχει προγραμματιστεί να κρατά την κοινωνία στα
πρόθυρα της φτώχειας και να έχει σαν στόχο να κρατήσει τους ταξικούς συσχετισμούς
άθικτους προς όφελος της άρχουσας τάξης.